tag:blogger.com,1999:blog-67703440984487314412024-02-19T02:13:36.258-08:00Διηγήματα & νουβέλεςΜαρώ ΤριανταφύλλουΜαρώhttp://www.blogger.com/profile/12390945134138828235noreply@blogger.comBlogger40125tag:blogger.com,1999:blog-6770344098448731441.post-67068031934249212992022-01-22T01:51:00.000-08:002022-01-22T01:51:30.060-08:00ΤΙ ΒΛΕΠΕΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΗΣ <p> </p><p align="center" class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: center;"><b><o:p> </o:p></b></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><b><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEibgyF765BCxm-sJWXV_2JocaDFcCsI7xiuNYk5_BcSlkTvw90xxB-E_KrM6iB0Fiu4QOSXceVh2JB7SxeioZkDGBheC5XDtwuVUwEDkZMdxi4MHlJr7DNAuP36RcGLnV5NZ3o42etTBQ/" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img alt="" data-original-height="278" data-original-width="357" height="240" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEibgyF765BCxm-sJWXV_2JocaDFcCsI7xiuNYk5_BcSlkTvw90xxB-E_KrM6iB0Fiu4QOSXceVh2JB7SxeioZkDGBheC5XDtwuVUwEDkZMdxi4MHlJr7DNAuP36RcGLnV5NZ3o42etTBQ/" width="308" /></a></b></div><b>Εdward Hopper</b><p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">Ήθελε να πάρει την άδειά της νωρίτερα φέτος. Απ’ τον Ιούνιο αν ήταν
δυνατόν και όλες μαζί τις μέρες που δικαιούταν, να τις πάρει μονοκοπανιά όλες
τις μέρες. Δεν μπόρεσε. Κάτι δικά της απρόβλεπτα από τη<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>μια, κάτι προβλήματα υγείας μερικών
συναδέλφων, από την άλλη, ανέτρεψαν τα σχέδιά της. Στο σχεδιασμό των αδειών της
βγήκαν είκοσι μέρες, τέλος Ιουλίου με αρχές Αυγούστου. Τις τελευταίες μέρες
πριν να ξεκινήσει η άδειά της αγκομαχούσε. Προσπαθούσε να μην το δείχνει αλλά ερχόταν
με κόπο στο γραφείο, έκανε τη δουλειά της με συνέπεια αλλά χωρίς κέφι.
Ασφυκτιούσε. Οι συναδέλφισσές της, η Βέρα και η Ελένη κυρίως, αλλά και η Μαρία,
που ήταν περισσότερο απόμακρη, είχαν ανησυχήσει<sup>.</sup> προσπάθησαν να
μάθουν τι της συμβαίνει, μήπως μπορούσαν να βοηθήσουν. Είπε πως δεν έχει τίποτε
συγκεκριμένο, μια ακεφιά, ίσως να είναι και ορμονικό, δικαιολογήθηκε. Κι
αλήθεια έλεγε δηλαδή. Δεν υπήρχε κάτι συγκεκριμένο που να της δημιουργεί αυτή
τη βαρυθυμία, όμως ένιωθε<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>πως έμπαινε σε
ένα τούνελ και πήγαινε και διέξοδος δεν υπήρχε. Μόνο αν γκρέμιζε τους τοίχους
αλλά οι τοίχοι ήταν γεροί κι αυτή είχε μόνο τα χέρια της. <o:p></o:p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">Δεν της άρεσε σχεδόν τίποτε γύρω της. Η παρατημένη πόλη, βρώμικη και
πνιγερή, οι δρόμοι, μπλοκαρισμένοι από αυτοκίνητα, ο ορίζοντας, που μίκραινε
συνεχώς, ο αέρας, που μύριζε καμένο λάστιχο, η ανασφάλεια, ο φόβος<sup>.</sup>
και η βία, η βία που μεγάλωνε ολοένα. Όχι η εγκληματικότητα –ληστείες, φόνοι
και τα τέτοια. Πράγματα φανερά δηλαδή. Η βία. Η υπόγεια, σκοτεινή βία στις
σχέσεις των ανθρώπων. Όταν οδηγούν, όταν στέκονται στις ουρές, όταν
μαγειρεύουν, όταν νανουρίζουν τα μωρά, όταν μιλούν μεταξύ τους για τα
καθημερινά, όταν εξαπολύουν άσκεφτα κατηγορίες ο ένας στον άλλον, όταν δεν
ανέχονται ο ένας τον άλλον, η βία ακόμα κι όταν αγαπούν. <o:p></o:p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">Την πίεζαν οι συναδέλφισσες στο γραφείο να μιλήσει αλλά πώς να τα πει όλ’
αυτά; Ούτε τα λόγια δεν εύρισκε καλά-καλά, άρχισε να προσποιείται που τάχα έχει
πολλά έγγραφα να διεκπεραιώσει, πολλούς φακέλους να επεξεργαστεί, απέφευγε τις
πολλές κουβέντες μαζί τους. Εκείνες κατάλαβαν και διακριτικά έκαναν στην άκρη.
Μόνο η Μαρία, η πιο απόμακρη από τις τρεις, πήγε ένα μεσημέρι κοντά της,
ακούμπησε τρυφερά το χέρι<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>στον ώμο της
και της είπε: «εγώ γιατί νομίζεις κρύβομαι μέσα στον υπολογιστή μου;» Κι έφυγε
γρήγορα, πριν να προλάβει η Βασιλική –α, ξέχασα, Βασιλική τη λένε- πριν να
προλάβει η Βασιλική να απαντήσει.<o:p></o:p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">Πιο πολύ απ’ όλους ανησυχούσε η αδελφή της. «Μήπως σκέφτεσαι ακόμα το
Σταύρο;». Γέλασε εκείνη. « Μετά από τόσους μήνες;» της απάντησε. Τον είχε
χωρίσει σχεδόν με χαρά, κι αν αυτό φαίνεται υπερβολικό, που δεν είναι ωστόσο,
πάντως σίγουρα τον είχε χωρίσει με ανακούφιση. Η Βούλα το ήξερε, της το είχε
εξηγήσει με επιμέλεια. Πάντως αναπαύτηκε λίγο με τη στέρεη λογική της αδελφής
της που ζητούσε απτές εξηγήσεις, λογικές και σίγουρες, απλές, για όσα
συνέβαιναν γύρω της. Η Βούλα την έκανε να νιώθει ασφαλής.<o:p></o:p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">Η Βασιλική πλησίαζε τα σαράντα, αλλά έμοιαζε πολύ νεότερη κι αν
εξαιρέσεις αυτήν την περίοδο, σ’ όλη της τη ζωή ήταν άνθρωπος με πολλά
ενδιαφέροντα, όλο ζωντάνια και κίνηση. Αγαπούσε τα λουλούδια, περπατούσε πολύ,
ενδιαφερόταν για τους άστεγους και τους μετανάστες. Ασχολιόταν με την πολιτική.
Ενεργά, όχι με την κριτική του καναπέ. Με συνέπεια, όχι με μια ψήφο
διαμαρτυρίας κάθε δύο ή τρία χρόνια –τέσσερα δεν πήγαμε ποτέ σχεδόν μετά την
μεταπολίτευση. Δεν ήταν ενταγμένη κάπου συγκεκριμένα, αλλά έβγαινε στους
δρόμους, υπόγραφε διαμαρτυρίες, προωθούσε μηνύματα με πληροφορίες για τα
ανθρώπινα δικαιώματα όπου γης στο Δίκτυο, παθιαζόταν με τα περιβαλλοντικά. Στην
αρχή της επαγγελματικής της ζωής είχε ασχοληθεί λίγο και με τα συνδικαλιστικά,
μετά σιχάθηκε τους συνδικαλιστές, τσακώθηκε με όλες τις κοντινές της ιδεολογικά
παρατάξεις κι όταν πήγαινε στις συνελεύσεις του κλάδου της με λίγους έλεγε
καλημέρα κι οι συνδικαλιστές απ’ τη μεριά τους, πιο πολύ την απέφευγαν. Είναι
επικίνδυνο να τα βάζεις με σκεπτόμενους, λένε συνήθως πράγματα δυσάρεστα και
τεκμηριωμένα, δεν βολεύονται σε γενικότητες, αποδίδουν ευθύνες, ζητούν
εξηγήσεις και δεν είναι αισιόδοξοι αλλά ούτε και απογοητευμένοι. Δύσκολο κράμα.
Αχειραγώγητο.</p><p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;"><br /></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">Ναι, ήθελε να πάρει την άδεια νωρίτερα εφέτος. Όσο γινότανε νωρίτερα. Όχι
πως θα πήγαινε πουθενά, ούτε είχε στο μυαλό της να κάνει κάτι ιδιαίτερο. Ήθελε
μόνο να μην πηγαίνει στο γραφείο. Να μην χρειάζεται να σηκώνεται το πρωί και να
πηγαίνει στο γραφείο. Για μερικές μέρες έστω. Να μη χρειάζεται να πηγαίνει στο
γραφείο. Να μένει στο σπίτι. Να βλέπει τηλεόραση με τις ώρες –ντοκυμαντέρ στα
κρατικά κανάλια και παλιές ασπρόμαυρες ελληνικές σειρές. Να μη βγαίνει στο
δρόμο. Να μην ακούει αυτοκίνητα. Να μη διαβάζει εφημερίδα. Να μη μαθαίνει νέα.
Να σταματήσει να σκέφτεται, για λίγο, και να ξεχάσει, για λίγο, για λίγες
μέρες<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>το τούνελ και τους τοίχους του,
τους γερούς πέτρινους τοίχους που πέφτουν μόνο με δυναμίτη. <o:p></o:p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">Ήταν κι εκείνη η επίμονη ενόχληση στην κοιλιά. Τρεις τέσσερις μήνες, κάθε
μέρα, κάθε μέρα, την είχε κουράσει. Οι εξετάσεις δεν έδειξαν τίποτε, μπορεί να
ήταν νεύρωση όπως είχε πει ο γιατρός –«υπέφερε και η μητέρα σου, αν θυμάμαι
καλά από τέτοια κοιλιακά άλγη και ουδέποτε βρήκαμε την αιτία τους», «ναι, ρε
Βάσω, δεν θυμάσαι κι η μαμά, όλο πόναγε η κοιλιά της» σχολίασε ανακουφισμένη η
αδερφή της-<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>μπορεί να ήταν νεύρωση αλλά
πάλι, για να σιγουρευτούν εντελώς, ας έκανε εκείνη την κολονοσκόπηση. Ευκαιρία
ήταν. Θα μπορούσε να κλείσει ένα ραντεβού για την επόμενη εβδομάδα, ώστε να
προλάβει να την ελέγξει ο γαστρεντερολόγος –αυτός έφευγε στις 10 Αυγούστου, της
το είχε πει την τελευταία φορά που τον επισκέφθηκε (την τελευταία; Μα πώς το
είπε έτσι; Η δεύτερη ήταν ουσιαστικά).<o:p></o:p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;"><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Έκανε ζέστη. Έκανε αφόρητη ζέστη.
Είχε μόλις βγει από το μπάνιο κι όμως το ελαφρύ βαμβακερό νυχτικό της, κοντό,
φαρδύ με τιραντούλες λεπτές, κεντημένες, είχε ήδη αρχίσει να γεμίζει λεκέδες
ιδρώτα εδώ κι εκεί. Ο αέρας ήταν πηχτός, δυσκολευόσουν να ανασάνεις. Ακόμα και
μέσα στα σπίτια. Η Βασιλική δεν άντεχε το κλιματιστικό, αλλά η ζέστη ήταν τόση
που αναγκάστηκε να το ανοίξει. Απ’ έξω έρχονταν πυρωμένα κύματα και την
έλουζαν. Δυσφορούσε. Η τηλεόραση έβγαζε συνέχεια έκτακτα δελτία για τον
καύσωνα, με οδηγίες για τους πολίτες, με πληροφορίες για το ύψος της
θερμοκρασίας ανά πόλη, για τους διαμετακομισθέντες στα νοσοκομεία, για τον
αριθμό των νεκρών από τη ζέστη. Αριθμοί, πολλοί αριθμοί, συνέχεια αριθμοί. Όλη
η ζωή σε στατιστικές και αριθμούς.</p><p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: center; text-indent: 36pt;"></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg_aJj9JXtTQON2CmLfz_cY5nS_s4K7m-iwYU1qO_uigdfxxgbG-Tp_qDwydc_5ZFzNVutpwuVX-fJ317nIGmcFBIxYPDovDPgRT-o2Q7iIPM3nxhDWEKLjvPtnkC56pI98CSctSIicfQ/" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img alt="" data-original-height="710" data-original-width="1024" height="222" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg_aJj9JXtTQON2CmLfz_cY5nS_s4K7m-iwYU1qO_uigdfxxgbG-Tp_qDwydc_5ZFzNVutpwuVX-fJ317nIGmcFBIxYPDovDPgRT-o2Q7iIPM3nxhDWEKLjvPtnkC56pI98CSctSIicfQ/" width="320" /></a></div><br /><div style="text-align: right;"><b style="text-indent: 36pt;">Edward Hopper</b></div><p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">Ήταν νωρίς το απόγευμα. Στη γειτονιά επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Στην
πολυκατοικία επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος από
τα κλιματιστικά μηχανήματα που λειτουργούσαν συνεχώς. Η κουζίνα έβλεπε στον
ακάλυπτο, όπου όλοι οι ένοικοι της πολυκατοικίας είχαν τις κρεβατοκάμαρες. Κι η
δική της κρεβατοκάμαρα τον ακάλυπτο έβλεπε. Έφτιαξε καφέ και κάθισε στο
τραπέζι, απέναντι από το μεγάλο παράθυρο, ένα μέτρο και είκοσι εκατοστά μήκος,
ογδόντα επτά εκατοστά ύψος. Η κουζίνα της ήταν ένα φωτεινό δωμάτιο.<o:p></o:p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;"><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Ήπιε μια γουλιά καφέ. Έπειτα
θυμήθηκε πως έπρεπε να πιει νερό –της είχε πει ο γιατρός να πίνει πολύ νερό
γιατί είχε μια ελαφρά αύξηση της κρεατινίνης που στην ηλικία της ήταν
ανησυχητική-<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>σηκώθηκε κι έβαλε ένα
μεγάλο ποτήρι παγωμένο νερό. Κάθισε πάλι και το ήπιε γουλιά-γουλιά χωρίς
ευχαρίστηση. «Με αυτό ενάμιση λίτρο», μουρμούρισε. «Ως το βράδυ θα φτάσω τα
δύο, μπορεί και δυόμιση». Ήπιε μια γουλιά καφέ, αυτόν με μεγαλύτερη ευχαρίστηση
παρ’ όλο που δεν είχε βάλει αρκετό καφέ και της φάνηκε λίγο νερόπλυμα. <o:p></o:p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">Σηκώθηκε πάλι, άνοιξε το ραδιόφωνο και περίμενε όρθια δίπλα του τις
ειδήσεις που θα άρχιζαν σε λίγα λεπτά. Ήθελε να μάθει για τις πυρκαγιές. Και
φέτος, όπως και κάθε χρόνο, είχαν αρχίσει πάλι οι πυρκαγιές. Αγαπούσε τα
δέντρα, τα μεγάλα δέντρα, τα αιωνόβια, με το παχύ φύλλωμα, που μοσχοβολάει μετά
τις βροχές<sup>.</sup> λάτρευε τα δάση, τα μεγάλα, πυκνά δάση με τα ανηφορικά
μονοπάτια. Της άρεσε να περπατάει με τις ώρες στο πλάι μικρών ποταμιών, να
νιώθει τη δροσιά του νερού στα πόδια της, να ακούει τα φουρφουρίσματα των
μικρών ζώων μέσα στους θάμνους, τα κελαηδίσματα και τα κρωξίματα των πουλιών,
να χαζεύει τις εναλλαγές των χρωμάτων, τις απίστευτες αποχρώσεις του γαλανού
και του πράσινου, τα κόκκινα, τα κίτρινα, τα μωβ και τα μπορντώ των λουλουδιών,
το γκρίζο της πέτρας, το καστανό του χώματος, το καφέμαυρο της λάσπης και πιο
πολύ<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>τις πινελιές του λευκού σα χάδι
δροσιάς και ανάπαυσης σε ψυχές φλογισμένες από την αμαρτία. Τότε η ζωή της
φαινόταν ωραία. Γεμάτη υγεία και ομορφιά. Γεμάτη ελπίδα. Τότε μπορούσε να
ονειρεύεται ένα μέλλον. Για τους ανθρώπους. Όταν αυτή πια δεν θα υπήρχε.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Ήθελε πολύ να ταξιδέψει κάποτε στον Αμαζόνιο,
να ζήσει, για λίγο έστω, μέσα στα δάση της βροχής. Για λίγο έστω. Όχι σαν
τουρίστρια. Οργανωμένα δηλαδή, με επισκέψεις σε συγκεκριμένα σημεία, όπου
πίνεις αναψυκτικά και αγοράζεις από ταλαιπωρημένους ινδιάνους χωρίς ταυτότητα,
σουβενίρ για τους φίλους σου. Όχι έτσι. Μόνη της. Αυτή και το δάσος. Για λίγο
έστω. Αλλά να μην ξέρει για πόσο. Μια μέρα, ένα μήνα…<span style="mso-spacerun: yes;"> </span><o:p></o:p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">Σκέφτηκε πως είχε χρόνο μέχρι ν’ αρχίσουν οι ειδήσεις να πάει να φέρει τα
πράγματά της από το δωμάτιο –το βιβλίο που διάβαζε, μια βιογραφία της Βιρτζίνια
Γουλφ στα αγγλικά, γιατί της άρεσε πολύ η συγγραφέας και γιατί εξασκούσε και τα
αγγλικά της, τους χάρτες της και το φάκελο με τους λογαριασμούς. Να τα
μεταφέρει από το δωμάτιο, να τα βάλει πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, να τα
απλώσει –δεξιά το βιβλίο, αριστερά οι λογαριασμοί και οριζόντια από πάνω τους
οι χάρτες. Σχηματίζοντας ένα Π κεφαλαίο, μια πόρτα σχηματίζοντας, οι
λογαριασμοί, το βιβλίο και οι χάρτες –τους κοιτούσε και μελετούσε ταξίδια,
διαδρομές μέσα στη φύση, ο αέρας ελαφρύς, φρέσκος, καθαρός και τα χρώματα
ζωντανά και περήφανα μέσα σε άνετο φως, όσο πρέπει το φως.<o:p></o:p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;"><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Προλάβαινε μέχρι ν’ αρχίσουν οι
ειδήσεις. Αγωνιούσε να ακούσει. Πονούσε με τις φωτιές, ένιωθε στο δέρμα της
επάνω την ανυπόφορη ζέστη, τη φωτιά που καίει τους ιστούς, μπαίνει βαθιά μέσα
στο σώμα, σκοτώνει ένα-ένα τα στρώματα της ζωής, με πόνο αφόρητο ώσπου στο
τέλος φεύγει η ζωή μέσα από το παραμορφωμένο σώμα, το αγνώριστο… Γίνεται η οξιά
καμένο ξύλο, ένα τίποτε<sup>. </sup>γίνεται η αρκούδα ένας άμορφος σωρός από
καμένο δέρμα και κόκαλα<sup>.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span></sup>γίνονται
οι πεταλούδες στάχτη, τα πουλιά καψαλισμένα σκέλεθρα<sup>.</sup> γίνονται οι
άνθρωποι μια εικόνα τρόμου και ασχήμιας, πτώματα καμένα, χωρίς μορφή, χωρίς
ταυτότητα. Όλα ίδια, νεκρά, μέσα στην ομοιότητα του πανικού, στην ομοιομορφία
του άθλιου και οδυνηρού θανάτου. Από παιδί αυτό της έφερνε το μεγαλύτερο τρόμο.
Η φωτιά. Ο θάνατος μέσα στη φωτιά. Ο πόνος, η ασφυξία από τους καπνούς, ο
πόνος… Ο πόνος. Τινάζεται, κατεβάζει την τιραντούλα του νυχτικού και από το
ποτήρι της χύνει δυο τρεις σταγόνες νερού στο φλογισμένο ώμο της. Δυο τρεις
σταγόνες νερού που είχαν περισσέψει στον πάτο του μεγάλου ποτηριού και ήταν ήδη
ζεστές. Το ένοιωσε να κυλάει επάνω της, ένα ρυάκι που τη γαργαλούσε τρυφερά.
Για ένα λεπτό και μετά τίποτε. Πήγε να φέρει τα πράγματά της.<o:p></o:p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;"><o:p> </o:p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">Τα άπλωσε στο τραπέζι –δεξιά το βιβλίο, αριστερά οι λογαριασμοί, επάνω οι
χάρτες, να την πάλι η πορτούλα. Διαφημίσεις στο ραδιόφωνο, όπου να ‘ναι
αρχίζουν οι ειδήσεις. Πού θα ξέσπασε νέα πυρκαγιά σήμερα; Φλέγεται η Μεσόγειος.
Ερημώνεται η Μεσόγειος. Και η Ελλάδα… Κάθε ώρα, κάθε λεπτό κι ένα νέο μέτωπο
φωτιάς, δάση καίγονται, σπίτια καίγονται… Πού το πάνε; Μετά σκέφτεται πως στο
ερώτημά της δεν υπάρχει υποκείμενο. Κι αυτό είναι μια παγίδα. Το υποκείμενο
είναι πολύ αόριστο. Και οι φράσεις με αόριστο υποκείμενο είναι μια μεγάλη
παγίδα, σχεδόν ακυρώνονται, γιατί η πράξη έχει πάντα υποκείμενο. Συγκεκριμένο
υποκείμενο, που πρέπει να βρεθεί και να ονοματιστεί. Όπως είναι πραγματική και
συγκεκριμένη η φωτιά. Όπως είναι πραγματική και συγκεκριμένη η χαμένη ζωή, η
καμένη ζωή. Όπως είναι πραγματικό και συγκεκριμένο το οξυγόνο που θα λείψει.
Όπως είναι<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>πραγματική και συγκεκριμένη
ομορφιά που χάνεται. Οι πλημμύρες που θα έρθουν είναι πραγματικές και συγκεκριμένες.
Φταίμε όλοι μας, σκέφτεται και το λέει δυνατά. Φταίμε γιατί μόλις κοπάσει ο
θρήνος, μόλις σταματήσει να το «παίζει» η τηλεόραση, θα ξεχάσουμε. Δεν θα
γυρέψουμε ευθύνες από ανίκανους κυβερνώντες, από αδίστακτους, επίορκους
πολιτικούς, βυθισμένους στην ιδιοτέλεια, τα συμφέροντα και την αδιαφορία τους,
που δεν φρόντισαν να προλάβουν το κακό, ενώ ήξεραν. Θα αγοράσουμε τα
διαμερίσματα που θα χτίσουν οι μεγάλες οικοδομικές εταιρείες πάνω στα καμένα<sup>.</sup>
θα πάψουμε να διαμαρτυρόμαστε για την οικολογική καταστροφή, για τη ζωή μας δεν
θα διαμαρτυρόμαστε πια, δεν θα βλέπουμε που ο θάνατος<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>μας χαμογελάει. Θα μάθουμε ήσυχα – ήσυχα να
πληρώνουμε εισιτήριο για τα οργανωμένα πάρκα που θα δημιουργηθούν, θα μιλάμε με
θαυμασμό για τους χορηγούς τους, που, ναι, εντάξει, έχουν ως επιχειρήσεις
ανεξέλεγκτη κερδοφορία αλλά κάνουν και κάτι για το κοινό καλό, κι ας κερδίζουν
κι απ’ αυτό επίσης. Θα χαιρόμαστε να ταΐζουμε ζωάκια που θα εκτελούν το
νουμεράκι τους για να εξασφαλίσουν την τροφή και το χάδι τους, θα χρησιμοποιούμε
τα μεγάλα, απέραντα, συνεχή συγκροτήματα ξενοδοχείων που θα κρύβουν από τις
πόλεις την εικόνα της θάλασσάς τους, θα εμποδίζουν το ευεργετικό αεράκι να
ανακουφίζει από την άψα του ήλιου… Αναστέναξε. <o:p></o:p></p><p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: center; text-indent: 36pt;"></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhz2Ab8O7kZy5jKD7x0nJUkfJlHKXYTbApFm9yDm8oT76-TAhmR0OdC1-YUWiQzrDcPXRxL45t2BuuV7OvVGTFY9hl5czeNDSmwSkgq01Cre9AFHL7HRULhuzmUkmx03l-Ue4ma0dVvyA/" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img alt="" data-original-height="2693" data-original-width="4000" height="215" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhz2Ab8O7kZy5jKD7x0nJUkfJlHKXYTbApFm9yDm8oT76-TAhmR0OdC1-YUWiQzrDcPXRxL45t2BuuV7OvVGTFY9hl5czeNDSmwSkgq01Cre9AFHL7HRULhuzmUkmx03l-Ue4ma0dVvyA/" width="320" /></a></div><br /><div style="text-align: right;"><b style="text-indent: 36pt;">Edward Hopper</b></div><p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">Κάθισε στο τραπέζι. Ήπιε άλλη μια γουλιά καφέ, ήταν ακόμη πολύ ζεστός. Το
κλιματιστικό δρόσιζε το χώρο αλλά την ανάγκαζε να κρατάει κλειστά τα
πορτοπαράθυρα και ένιωθε συχνά εκνευρισμό και αποπνιξία. Σκεφτόταν και την
ενέργεια που απαιτούσε. Την ανάγκη για οικονομία ενέργειας… αλλά πάλι πώς να
αντέξει τόση ζέστη. 42 βαθμοί. Στη σκιά προφανώς. Στο δρόμο, μέσα στον ήλιο
πόση θα ήταν η θερμοκρασία 45; 46; 47; Μπορεί και παραπάνω. Και όλο αυτό το
τσιμέντο. Τα σπίτια καίνε. <o:p></o:p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">Χτύπησε το κινητό και την διέκοψε απ’ τις σκέψεις της<sup>.</sup> ήταν ο
Γιάννης, ένας παλιός κι αγαπητός φίλος από τα χρόνια της Σχολής, είδε τ’ όνομά
του στη φωτεινή επιφάνεια της οθόνης, είχαν πει να πάνε κανένα σινεμά, είχε
καιρό να πάει σε ένα θερινό σινεμά, να δει ταινία τρώγοντας ποπ-κορν ή παγωτό.
Δεν το σήκωσε όμως για να μη χάσει τις ειδήσεις. «Θα τον πάρω μετά», σκέφτηκε,
ενώ το διάλειμμα από την κλήση και την αντίδρασή της σ’ αυτήν, το διάλειμμα
στην ένταση που ένιωθε, την ανακούφισε λιγάκι. «Εδώ δεν χρειάζονται μόνο
διαμαρτυρίες αλλά ακτιβισμός» συνέχισε τις σκέψεις της για τις πυρκαγιές «και μάλιστα
όχι κατά περιοχές, αλλά ένα πλατύ κίνημα τουλάχιστον των χωρών της Μεσογείου αν
όχι και όλης της Ευρώπης. Ναι, εντάξει, κάθε περιοχή έχει τις ιδιαιτερότητές
της, τα ξεχωριστά αίτια, τα ειδικά. Όμως, στο βάθος, υπάρχει κάτι κοινό, αυτός
ο τρόπος ανάπτυξης, αυτό το οικονομικό σύστημα που μαγαρίζει κάθε αθωότητα και
κάθε προσδοκία. Α, οπωσδήποτε πρέπει να κινητοποιηθούμε, με κάθε τρόπο. Αλλιώς,
δεν θα αργήσει ο θάνατος». <o:p></o:p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;"><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Άνοιξε το ντοσιέ με τους
λογαριασμούς, άρχισε να τους τακτοποιεί ανά κατηγορία. Έπειτα, σε ένα καθαρό
φύλλο χαρτί άρχισε να γράφει με ωραία καθαρά, αραιά γράμματα και αριθμούς, ποσά
και την εξήγησή τους, το ένα κάτω από το άλλο: ΔΕΗ (εκκαθαριστικός)117, ΟΤΕ 153
(«τα κινητά φταίνε, ανεβάζουν το ποσό, μήπως πρέπει να μπω σε καμιά απ’ αυτές
τις εταιρείες;»), ΕΥΔΑΠ 18, το κινητό 57,70 («πρέπει να είμαι πιο προσεκτική,
γιατί σε συνδυασμό με το σταθερό το έξοδο είναι πολύ μεγάλο»), κοινόχρηστα
27,30 και πάμε τώρα στα άλλα: κάρτα 55 ευρώ και δάνειο 260 («δίνω… δίνω και δεν
τελειώνει<sup>.</sup> 3640 ακόμα, άλλους 14 μήνες και 22 που έχω δώσει, έλεος,
δεν το ξανακάνω, μακάρι να με πάνε φυλακή, γονάτισα σ’ αυτό είχε δίκιο ο
Σταύρος, ανόητες σπατάλες, ο υπολογιστής, δώρα, μικροπράγματα για το σπίτι,
τίποτε απολύτως απαραίτητο, σπα-τά-λες…»). Σύνολο: 718 ευρώ ακριβώς σε σύνολο
μισθού 1067 και 30. «Βέβαια είναι και το επίδομα αδείας, αλλά με αυτό πρέπει να
διορθώσω το νεροχύτη», σκέφτεται. Κι έπειτα «Να δω τι επείγει: ΟΤΕ, για να μη
μου κόψουν το τηλέφωνο, δάνειο και κάρτα, δηλαδή 173+55+260=488 και τα κοινόχρηστα
βεβαίως, για να μη λένε στην πολυκατοικία, σύνολο: 515<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>ευρώ και 30 λεπτά». Παίρνει μια ανάσα αλλά
πριν να την τελειώσει, επανέρχεται: «Μάλιστα», σκέφτεται, «γενικώς χάλια.
Πρέπει να αρχίσω οικονομίες. Να, ο λογαριασμός του τηλεφώνου, θα μπορούσε
να<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>είναι αισθητά χαμηλότερος, 50 ευρώ το
λιγότερο. Πρέπει, ας πούμε, να σταματήσω να τηλεφωνώ σε κινητά. Τη Βούλα, για
παράδειγμα, δεν χρειάζεται να την παίρνω για ψύλλου πήδημα στο κινητό της, ας
της στέλνω κάποιο μήνυμα και να μιλάμε μετά, όταν μπορούμε να επικοινωνήσουμε
σε σταθερό», λέει αποφασιστικά. «Μιλάμε πολύ, ό,τι κι αν γίνει, όσο κι αν
προσέξω, μιλάμε πολύ. Και ο λογαριασμός του κινητού, ίσως να μην είναι τόσο
υψηλός, αλλά καλό θα ήταν να τον κατεβάσω τουλάχιστον 20 ευρώ. Αυτό είναι πιο
εύκολο, νομίζω, άλλωστε είναι και θέμα υγείας, όλη αυτή η ακτινοβολία…<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Η ΔΕΗ… εδώ μάλλον δύσκολα μπορεί να γίνει
κάτι, τι να περικόψει κανείς, το θερμοσίφωνα, το κλιματιστικό, την τηλεόραση,
το στερεοφωνικό τα σαββατοκύριακα;» Και το δάνειο, εκείνο που την καίει είναι
το δάνειο. Πολλά λεφτά κάθε μήνα. Όταν το πήρε, δεν της φάνηκε μεγάλο το ποσό.
Τρία χρόνια είναι, είπε μέσα της θα περάσουν. Τότε το μόνο που την ένοιαζε ήταν
να απαλλαγεί από τα χρέη<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>στις κάρτες. Με
το δάνειο τότε τις ξόφλησε και με ό,τι περίσσεψε έφτιαξε τα ηλεκτρολογικά του
σπιτιού που είχαν σοβαρό πρόβλημα. Αλλά έχει γονατίσει. Της έχει γίνει άγχος,
ονειρεύεται πως από κάπου βρίσκει λεφτά και το ξοφλάει. Ήδη από τον τρίτο μήνα
και μετά άρχισε να ονειρεύεται πως κερδίζει στο λαχείο 7-8 χιλιάδες ευρώ, ίσα-ίσα
δηλαδή το ποσό του δανείου, αποπληρώνει και ησυχάζει. Κάθε μήνα το ποσό που
ονειρευόταν να κερδίσει στο λαχείο μειωνόταν, 6,5 χιλιάδες, 6χιλιάδες, 5…
Βέβαια δεν έπαιρνε ποτέ λαχεία αλλά αυτό ήταν άλλη ιστορία.<o:p></o:p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;"><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Το δάνειο της είχε γίνει έμμονη
ιδέα. Το σκεφτόταν συνέχεια. Έτρεμε μη τύχει κάτι και δεν μπορέσει να δώσει τη
δόση της, από την αγωνία της πήγαινε να πληρώσει δυο και τρεις μέρες πριν. Μια
φορά που τα εξομολογιόταν αυτά σε μια παρέα, ο άντρας της Ολυμπίας έβαλε τα
γέλια. «Ρε Βασιλική, είπε, δεν είσαι καλή πελάτισσα, όμως». Αυτή χλώμιασε. «Τι
θέλεις να πεις;» ρώτησε. «Δεν έχουν ανάγκη πελάτες σαν και σένα οι τράπεζες,
χρυσή μου, ανθρώπους να μην πληρώνουν θέλουν, να ανεβαίνει το ποσό, κι αν είναι
δυνατό, να προχωρήσουν και σε καμιά κατάσχεση ακινήτου, ξέρεις τώρα». Το
αστειάκι –τι αστειάκι δηλαδή…- την πανικόβαλλε περισσότερο, αγχώθηκε ακόμα πιο
πολύ με το δάνειο. Άρχισε να φοβάται για το μόνο περιουσιακό στοιχείο που είχε
στο όνομά της, το σπίτι της. Η Βούλα πάλι της έλεγε καθησυχαστικά όλη την ώρα
«καλά, χριστιανή μου, κι αν σου τύχει καμιά στραβή, δεν θα σε βοηθήσω εγώ; Δεν
είναι δα και εκατομμύρια αυτά που χρωστάς». Την ανακούφιζε λίγο αλλά το άγχος,
σα φαρμακερό καβούρι, της έτρωγε τα σπλάχνα. Μετρούσε τους μήνες σα
φυλακισμένος. Πολλές φορές μετέτρεπε τους μήνες σε μέρες, τις μέρες σε ώρες,
τις ώρες σε λεπτά, τα λεπτά σε δευτερόλεπτα.<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>14 μήνες και τρεις μέρες: 365+61+3=429 μέρες, 10 296 ώρες, 617 760
λεπτά, 37 065 700 δευτερόλεπτα. Την έπιασαν τα γέλια με τα καμώματά της αλλά το
άγχος της απλώς κρύφτηκε. Εντάξει, σκέφτηκε, θα δώσω, λοιπόν αυτά τα 515 και 30
και τα υπόλοιπα το άλλο μήνα, με τον επόμενο μισθό. Δηλαδή ποια υπόλοιπα, μη κι
έχουν τελειωμό; Να, ας πούμε, δάνειο, κάρτες, κοινόχρηστα και κινητό
επαναλαμβάνονται κάθε μήνα. Τέλος πάντων τα κοινόχρηστα θα είναι μικρότερα,
όπως πάντα τον Ιούλιο και Αύγουστο, το κινητό θα το έχει κατεβάσει λίγο, θα
πληρώσει<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>λοιπόν τη ΔΕΗ. Και
βλέπουμε.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Ο νεροχύτης μπορεί να περιμένει.
Και ένα και δύο μήνες ακόμη. Του κάνει κάτι γιατροσόφια δικά της και τον
ξεβουλώνει. Δεν υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα. Κι αν βγει κανένα έκτακτο έξοδο
–όπως ο γάμος της Αδριανής τις προάλλες- υπάρχουν γύρω στα 1000 ευρώ στην
άκρια, θα το αντιμετωπίσει με αξιοπρέπεια. Ακόμα και μια αρρώστια, δεν υπάρχει
πρόβλημα. Καλά της λέει η Βούλα. Εντάξει, εντάξει… Όλα εντάξει, όλα υπό
έλεγχον. Μόνο το δάνειο την απασχολεί ακόμη, της έχει γίνει έμμονη ιδέα. <o:p></o:p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">Οι λογαριασμοί είναι τώρα απλωμένοι μπροστά της. Καλύπτουν το χώρο
ανάμεσα στο φάκελο που τους περιέχει και το βιβλίο, έχουν σκεπάσει τους
ρολαρισμένους χάρτες, για την ακρίβεια τα ρολά χρησιμεύουν ως στηρίγματα για να
τοποθετηθούν κάποιοι λογαριασμοί, οι άλλοι είναι ξαπλωμένοι πάνω στην επιφάνεια
του τραπεζιού. Η πόρτα που είχε σχηματιστεί, τώρα έχει κλείσει, την έχουν
σκεπάσει αποδείξεις, αποκόμματα, τα φύλλα από το τετράδιο πάνω στα οποία έχει
κάνει τους υπολογισμούς της. Ξαφνικά θυμάται. Οι ειδήσεις. ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ. Είχε
ξεχαστεί και δεν είχε ακούσει τις ειδήσεις. Ήταν 5και 39. Δεν είχε ακούσει ούτε
το συνοπτικό δελτίο στο ημίωρο. <o:p></o:p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">Την έπιασε μια ταραχή. Ερχότανε από βαθιά. Μέσα από τα σπλάχνα της. Μια
ταραχή και ένα σφίξιμο, λες κι είχε κάνει κάτι κακό, ένα έγκλημα λες κι είχε
κάνει. Δεν καταλάβαινε. Ακόμα δεν καταλάβανε τι της συνέβαινε, γιατί ένιωθε
αυτό το σφίξιμο, αυτήν την ταραχή, αυτήν τη μεγάλη ενοχή. Άρχισε να δαγκώνει με
μανία τα νύχια της, να τραβάει τα πετσάκια με τα δόντια, ώσπου ο δείκτης του
δεξιού χεριού μάτωσε και την πονούσε αφόρητα. Σαν κάψιμο.<o:p></o:p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">Μάζεψε τα χαρτιά, τα ‘βαλε πίσω στο ντοσιέ, το έκλεισε. Έβαλε πάνω το
βιβλίο και δίπλα τους χάρτες. 5 και 42, σε 18 λεπτά θα έχει δελτίο ειδήσεων και
μάλιστα στις έξι είναι μεγαλύτερο, λεπτομερειακότερο, περισσότερο προσεγμένο.
Πήρε τα πράγματα από το τραπέζι και τα πήγε πίσω στο δωμάτιό της. Τα
τακτοποίησε στις θέσεις τους και γύρισε στην κουζίνα. Το ραδιόφωνο έπαιζε παλιά
ελληνικά τραγούδια. Πολύ παλιά τραγούδια<sup>.</sup> προπολεμικά. Τι θα πει
προπολεμικά; Πριν από τον πόλεμο. Μια εποχή πριν από τον πόλεμο, λέμε τώρα. Από
ποιον πόλεμο όμως; Κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ, που λέει κι ένας ποιητής.
Αλλάζει μορφές και μας ξεγελάει. Ναι. Το μάτι της πέφτει έξω από το παράθυρο.
Το παράθυρο της μικρής περιποιημένης κουζίνας της. Κάνει ζέστη, ο ήλιος ραπίζει
τον άσπρο τοίχο που υψώνεται μπροστά από το παράθυρό της. Μεγάλος άσπρος τοίχος
με μια αδύναμη μακριά ραγισματιά να διακόπτει την ασπράδα του. Αυτό βλέπει από
το παράθυρο της κουζίνας της, ένα μεγάλο άσπρο αδιαπέραστο τοίχο. <o:p></o:p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">Δεν ήταν έτσι από την αρχή. Κάποτε, πριν να χτιστεί η διπλανή
πολυκατοικία, έβλεπε το δρόμο, μια πλατιά λεωφόρο χωρίς πολλή κυκλοφορία, που
κατέληγε στη θάλασσα. Και τη θάλασσα την έβλεπε. Μια κουκκίδα αχνογάλαζο στο
βάθος του ορίζοντα αλλά πάντως ήταν εκεί η θάλασσα κι όταν ήταν παιδί η κουζίνα
ήταν το αγαπημένο της δωμάτιο. Μαγείρευε η μάνα τους κι αυτή άπλωνε τα βιβλία
και τα τετράδια του σχολείου πάνω στο τραπέζι της κουζίνας και κοιτούσε από το
παράθυρο ένα μεγάλο κομμάτι ουρανού με χίλια χρώματα, την ήσυχη λεωφόρο, τα
καχεκτικά δεντράκια στη διαχωριστική λουρίδα, τους κακοκουρεμένους θάμνους και
το πατημένο γκαζόν που επέμεναν να χαιρετίζουν χαρούμενα κάθε πρωί τη μέρα και
την κουκκιδίτσα αχνογάλαζου, την υποψία της θάλασσας. Διάβαζε με χαρά τότε. Η
μάνα της γκρίνιαζε, «δεν έχεις δωμάτιο εσύ; Το χρειάζομαι το τραπέζι, θ’ ανοίξω
φύλλο», η Βούλα γέλαγε –κατά βάθος της άρεσε που η μικρή διάβαζε στην κουζίνα
κι είχε όλο το δωμάτιό τους στη διάθεσή της. Τώρα που οι γονείς τους πια δεν
υπάρχουν και μένει μόνη στο πατρικό τους –«εσύ να το κρατήσεις, Βασιλική. Εγώ
προτιμώ το σπίτι στην Ανάβησσο, που εσένα ποτέ δεν σου άρεσε»- κάθεται πάντα
στην κουζίνα για να διαβάσει ή να ασχοληθεί με τους λογαριασμούς. Και πάντα
θυμάται με νοσταλγία ένα κομμάτι ουρανού με χίλια χρώματα, την ήσυχη λεωφόρο,
τα καχεκτικά δεντράκια στη διαχωριστική λουρίδα, τους κακοκουρεμένους θάμνους
και το πατημένο γκαζόν που επέμεναν να χαιρετίζουν χαρούμενα κάθε πρωί τη μέρα
και την κουκκιδίτσα αχνογάλαζου, την υποψία της θάλασσας, στο βάθος του
ορίζοντα.<o:p></o:p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;"><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Βλέπει, λοιπόν, τον άσπρο τοίχο,
βλέπει επίσης το μισό παράθυρο να σκεπάζεται από την πλαστική τέντα, σαν να το
κόβει το παράθυρο στα δυο και το καταπίνει το παράθυρο αυτή η πλαστική τέντα -
ράγες-ράγες, οριζόντιες ράγες, η μια πάνω από την άλλη, γκρίζες πλαστικές
ράγες. Σιχαίνεται τις τέντες αλλά με τον ήλιο αυτό, τον κακό, σκληρό, αφόρητο
και εκδικητή ήλιο, είναι απαραίτητες.<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>Βλέπει το σκοινί του απλώματος –το παράθυρο δίνει σε ένα υποτυπώδες
μπαλκονάκι, που χρησιμοποιεί σαν αποθήκη και για το άπλωμα των ρούχων. Βλέπει
επίσης το κάθετο χοντρό λευκό στήριγμα του παράθυρου που χωρίζει το παράθυρο
στα δυο. Αλουμινένιο παράθυρο με χοντρό άθραυστο τζάμι. Λευκό το χρώμα του
αλουμίνιου. Έχουμε και λέμε: ένα λευκό κάθετο αλουμινένιο δοκάρι λευκό, ένα
σκοινί απλώματος λευκό, μια πλαστική τέντα γκριζόλευκη, και ένας αδιαπέραστος
τεράστιος άσπρος τοίχος. Πουθενά μια ρωγμή, πουθενά ένα άνοιγμα. Η καρδιά της
σφίχτηκε. Έκλεισε με δύναμη την κουρτίνα –η άγρια απότομη κίνηση είχε τέτοια
δύναμη που βγήκε η μισή σχεδόν από το κουρτινόξυλο. Η κουρτίνα ήταν αδιάφανη,
ροζ παλ κεντητή, την είχε αγοράσει από ένα πλανόδιο πωλητή στη λαϊκή της
γειτονιάς της, σχεδόν έτοιμη για κρέμασμα, γι’ αυτό είχε πέσει κάπως λειψή για
το παράθυρο της, αλλά της άρεσε το χρώμα, η αδιαφάνεια και το κέντημα της
μηχανής με τα αφελή ροζ άσπρα και κίτρινα λουλουδάκια σε μπεζ μίσχο. Έκλεισε
την κουρτίνα κι έδιωξε από τα μάτια της το βασανιστικό λευκό, που την τύλιγε
σαν τους τοίχους του τούνελ. Κι όταν τα άνοιξε πάλι, ο τοίχος ήταν εκεί, το
λευκό ήταν εκεί, εκεί και το τούνελ, που κατάπινε ιδέες και λύσεις και έπρεπε
χέρια να σπάσουν τους τοίχους του. Α, ναι, απ’ το παράθυρο έβλεπε το λευκό
τοίχο. Πάλι. Κάθισε στην καρέκλα με σφιγμένη, αμήχανη καρδιά, έδεσε τα χέρια
της πάνω στο τραπέζι σα μαθήτρια που<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>θέλει ν’ ακούσει προσεκτικά το μάθημά της και να το μάθει καλά. Περίμενε
τις ειδήσεις με θυμό, με αγωνία και με μια αίσθηση αμαρτίας που όσο περνούσε η
ώρα μεγάλωνε βασανιστικά και την τυραννούσε.<o:p></o:p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%;"><o:p> </o:p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%;"><o:p> </o:p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%;"><o:p> </o:p></p>
<p align="right" class="MsoNormal" style="text-align: right;">Ιούλιος<span lang="EN-US" style="mso-ansi-language: EN-US;">- </span>Δεκέμβριος <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>2007<o:p></o:p></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify;"><o:p> </o:p></p>
<p class="MsoNormal"><o:p> </o:p></p>Μαρώhttp://www.blogger.com/profile/12390945134138828235noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6770344098448731441.post-32695779884476990312021-05-22T20:24:00.049-07:002021-05-26T09:07:08.680-07:00<p><span style="font-size: medium;"> </span></p><p align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;"><a name="_Hlk48632487"><b><span style="background-color: white; color: #cc0000; font-size: large; mso-ansi-language: EL;">ΑΛΚΗΣΤΗ <o:p></o:p></span></b></a></p><p align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;"><a name="_Hlk48632487"><b><span style="font-size: medium; mso-ansi-language: EL;"><br /></span></b></a></p><p align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;"><a name="_Hlk48632487"></a><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiBxh7U9q47dhNaGLs7O08EiA2yZYj6oIAkTFColjN86jjKiCuOrmosmSKfMwbKhvpNtcBcpD5IechyphenhyphenvwMcuVXbUdZpsl4lODLW9LEp-wLJ1rWbbNOVHZ1QsTI6y2xUR-wNqyifeXLVbA/" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><span style="font-size: medium;"><img data-original-height="470" data-original-width="302" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiBxh7U9q47dhNaGLs7O08EiA2yZYj6oIAkTFColjN86jjKiCuOrmosmSKfMwbKhvpNtcBcpD5IechyphenhyphenvwMcuVXbUdZpsl4lODLW9LEp-wLJ1rWbbNOVHZ1QsTI6y2xUR-wNqyifeXLVbA/w256-h400/image.png" width="256" /></span></a></p><p class="MsoNormal" style="text-align: center;"><a name="_Hlk48632487"><span style="text-align: left;"><span style="font-size: medium;"> </span><span style="font-size: x-small;"> <b> Leonora Carrigton, Muher Conciencia(1972)</b></span></span></a></p>
<p class="MsoNormal" style="text-align: justify;"><span style="mso-bookmark: _Hlk48632487;"><span style="font-size: medium; mso-ansi-language: EL;"> </span></span></p>
<p align="right" class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: right;"><i><span style="background: white; color: #333333; font-size: 9pt; mso-ansi-language: EL; mso-ascii-font-family: Calibri; mso-bidi-font-family: Calibri; mso-hansi-font-family: Calibri;">ἀρκοῦμεν ἡμεῖς οἱ προθνῄσκοντες σέθεν<o:p></o:p></span></i></p>
<p align="right" class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: right;"><span style="background: white; color: #333333; font-size: 9pt; mso-ansi-language: EL; mso-ascii-font-family: Calibri; mso-bidi-font-family: Calibri; mso-hansi-font-family: Calibri;">(Ευριπίδη, Άλκηστις, στ. 383)</span><b><span style="font-size: 9pt; mso-ansi-language: EL;"><o:p></o:p></span></b></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;"><span style="mso-ansi-language: EL;"><o:p> </o:p></span></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;"><span style="mso-ansi-language: EL;"> <span style="font-size: medium;">Στην αρχή η αγάπη της είχε φόβο -ή μπορεί να ήταν
φόβος που είχε αγάπη. Τον περίμενε στον κήπο μόνη της· ήταν η πρώτη φορά που θα
τον συναντούσε. Διάβαζε πάνω σε μια φαρδιά, αναπαυτική πολυθρόνα, διάβαζε ένα
μεγάλο ποίημα που μιλούσε για την αγάπη. Αυτός ήρθε και στάθηκε μπροστά της,
είδε την σκιά του που έπεσε πάνω στις σελίδες του βιβλίου της και σκοτείνιασε
τις λέξεις. Κρατούσε στα χέρια του ένα κίτρινο τριαντάφυλλο και της το
πρόσφερε, πριν την καλημερίσει, πριν της πει πόσο όμορφη ήταν η μέρα επειδή
αυτή υπήρχε μέσα στη μέρα και πόσο χαιρόταν που τη γνώριζε και που σε λίγο θα
γινόταν γυναίκα του.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Έτεινε το χέρι του
και απίθωσε στη χούφτα της το κίτρινο τριαντάφυλλο. Η κίνησή του είχε μια
σιγουριά κι η σιγουριά αυτή είχε<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>μέσα
της κάτι βίαιο και σπάνιο και καταιγιστικό. Έπειτα την υποχρέωσε να κλείσει τα
δάχτυλά της γύρω από το κίτρινο τριαντάφυλλο και να το κρατήσει στο χέρι της.
Ήταν τόσο δροσερό· τα πέταλά του ήταν απαλά σα μάγουλα μωρού και στη μέση κάθε
πετάλου απλωνόταν με χάρη αλλά διακριτικά μια σταγόνα από ρόδινο. Τι ιδέα κι
αυτή, το πρώτο λουλούδι που της χάρισε να είναι ένα κίτρινο τριαντάφυλλο... Αν
ήταν άσπρο, θα ‘ταν γι’ αυτήν, αν ήταν κόκκινο θα ‘ταν γι’ αυτό που θα
μπορούσαν να γίνουν, αλλά ένα κίτρινο τριαντάφυλλο... Θα μπορούσε να είναι μια
κίνηση αδέξιας αθωότητας ή, το αντίθετο, μια πράξη δόλιου υπολογισμού. Το
φύλαξε μέσα στο βιβλίο της, το έκλεισε ανάμεσα στις σελίδες που διάβαζε την
στιγμή της συνάντησης και δεν ξανάνοιξε ποτέ εκείνο το<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>βιβλίο. Μια φορά, χρόνια αργότερα, όταν
θέλησε να διαβάσει πάλι εκείνο το ποίημα, έστειλε και της αγόρασαν ένα άλλο
αντίτυπο του βιβλίου.<o:p></o:p></span></span></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;"><span style="font-size: medium; mso-ansi-language: EL;"> Έζησε χρόνια μαζί του αγαπώντας τον χωρίς
έκπληξη,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>γέννησε παιδιά, τα μεγάλωσε με
στοργή και ευθύτητα, αυγάτεψε το βιος του σπιτιού τους, λάμπρυνε το όνομά
του,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>υπέμενε τη μονοτονία της
προσπάθειας με υπομονή και σύνεση. Της άρεσε τα καλοκαιριάτικα βράδυα να
κάθεται κοντά του στη βεράντα σιωπηλή και να τον ακούει να της διηγείται
ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια. Στην πραγματικότητα δεν τον άκουγε, δεν
είχε ακούσει ποτέ ούτε μια από τις ιστορίες του, γι’αυτό μπορούσε εκείνος<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>να τις λέει ξανά και ξανά χωρίς να τον
διακόπτει βαριεστημένη, χωρίς να του λέει πως της έχει ξαναπεί την ιστορία και
την ξέρει, κουβέντα φαρμακερή για κάθε αφηγητή. Αυτό που της άρεσε στην
πραγματικότητα ήταν να κάθεται πολύ κοντά του και να ανασαίνει τον αέρα που
έβγαινε από το στήθος του καθώς εκρήγνυνταν σκληρά σύμφωνα ή χόρευαν βροντώδη
φωνήεντα. Κατάπινε τον αέρα με μικρές μπουκιές και τον άφηνε να την
πλημμυρίσει<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Μ’ όλ’ αυτά τα μόρια υγρού
αέρα που έβγαιναν απ’ τα πνεμόνια του έχοντας αγγίξει τους ιστούς και τα υγρά
και το αίμα του, τον εγκαθιστούσε μέσα της, είχε μέσα της<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>ένα κομμάτι από το κορμί του<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>που συναιρέθηκε για μια στιγμή και για πάντα
με το δικό της. Τότε ήταν ευτυχισμένη, τότε ήξερε πως τον αγαπούσε χωρίς φόβο
πια κι αυτή η αγάπη της έδινε μια ηδονική ταυτότητα, μυστική ταυτότητα, που δεν
μπορούσε να την μοιραστεί με κανέναν αλλά και σε κανέναν δεν επέτρεπε να την
αμφισβητήσει. Ήταν η γυναίκα του κι αυτός ο άντρας ήταν ο άντρας της.<o:p></o:p></span></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;"><span style="font-size: medium; mso-ansi-language: EL;"> Όταν έμαθε την αρρώστια του, φοβήθηκε. Ποιο θα
‘ταν μετά το θάνατό του το όνομά της; Των παιδιών της η μοίρα ποια θα ήταν;
Άρχισε να προσεύχεται από μέσα της κι έφτασε μια μέρα που ζήτησε να πάρουν οι
θεοί την αρρώστια του και να<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>την δώσουν
σ’ αυτήν, να πεθάνει στη θέση του. Κι όταν το είπε, όταν έκανε λόγο την σκέψη
που αχνοσχηματιζότανε από καιρό στο νου της κι έπειτα την ξεστόμισε, στην αρχή
αδύναμα και διστακτικά κι έπειτα με θαρραλέα αυταπάρνηση,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>ένιωσε μια βαθιά ανακούφιση, σαν να ‘χε
κλείσει ένα τραύμα.<o:p></o:p></span></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;"><span style="font-size: medium; mso-ansi-language: EL;"> Ανέβηκε στο δωμάτιό τους, που πια ήταν μόνο δικό
του δωμάτιο,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>για να αλλάξει τα σεντόνια
του – δεν άφηνε κανέναν άλλον να αγγίξει τα στρωσίδια του, αυτή<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>τα άλλαζε δυο φορές τη μέρα, μια το πρωί κι
έπειτα άλλη μια, αργά το απόγευμα, την ώρα που έπεφτε ο ήλιος και κάθε φορά
έστρωνε το κρεβάτι με περισσή προσοχή, τεντώνοντας σχολαστικά τις άκρες των
σεντονιών και φουσκώνοντας τα μαξιλάρια για να ‘ναι μαλακά και αναπαυτικά να
πλαγιάσει πάνω τους αυτός μόνος κι απελπισμένος.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Ανέβηκε λοιπόν στο δωμάτιό του, κι ενώ δεν
είχε πρόθεση, του εξομολογήθηκε το αίτημά της στους θεούς. Και είδε με έκπληξη,
αλλά όχι τόση όση θα μπορούσε να νιώσει, την άγρια χαρά που φώτισε το βλέμμα
του. Δεν ήθελε να το σκεφτεί, μα της πέρασε σαν αστραπή από το νου πως έμοιαζε
το βλέμμα του με του φονιά, έπειτα κατάλαβε πως ήταν πιο πολύ σαν του πλήθους
την ώρα της θυσίας. Όπως και να ‘χε, δεν είδε τον παραμικρό ενδοιασμό, την
θλίψη, την ευγνωμοσύνη. Η δειλία του την τύλιγε τώρα σαν δηλητηριασμένος
μαντύας. Ασφυκτιούσε<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>από κάτι που
έμοιαζε με πόνο,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>ένα ποτάμι περνούσε από
μέσα της, άρπαζαν τα νερά του ό,τι έβρισκαν. Τότε ακριβώς κατάλαβε πως πια δεν
τον αγαπούσε και γέμισε από αηδιαστική περιφρόνηση η καρδιά της.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Μπορούσε πια να πεθάνει χωρίς τύψεις που τον
άφηνε πίσω μόνο του χωρίς την αγάπη της να τον σκεπάζει προστατευτικά στα κρύα
του χειμώνα και στα λάθη του. Μπορούσε να πεθάνει γι’ αυτόν χωρίς την ελάχιστη
επιθυμία να τον γεννήσει για να τον αγαπήσει ξανά<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>όπως θα ήθελε να τον αγαπά. <o:p></o:p></span></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;"><span style="font-size: medium; mso-ansi-language: EL;"> Δεν το μετάνιωσε που πέθανε γι’ αυτόν αλλά που
ήταν αυτός ο άντρας για τον οποίο πέθανε. Παρ’ όλ’ αυτά, ως το τελευταίο λεπτό
περίμενε να τον ακούσει να την καλεί πίσω, να της πει πως δεν μπορεί να την
αφήσει να πεθάνει στη θέση του. Όχι με τον αηδιαστικό ηρωισμό της βεβαιότητας,
όχι με την υποκρισία του πολιτικού μπροστά στα πλήθη. Τότε αυτή με ευγνωμοσύνη
θα έπαιρνε το χέρι του, θα το ακουμπούσε στην καρδιά της και πάλι θα διάλεγε
τον θάνατο. <o:p></o:p></span></p>
<p class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;"><span style="font-size: medium; mso-ansi-language: EL;"> Το τελευταίο που σκέφτηκε καθώς χανόταν σε μια
σιωπηλή δίνη από φως ήταν το σπίτι της και τα παιδιά της μέσα σ’ αυτό.<o:p></o:p></span></p><p class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: right;"><span style="font-size: medium; mso-ansi-language: EL;">Ιούνιος -Αύγουστος 2020</span></p>Μαρώhttp://www.blogger.com/profile/12390945134138828235noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-6770344098448731441.post-40297745250670476012020-04-15T15:48:00.001-07:002020-04-15T15:48:20.244-07:00Υπόληψις<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="background-color: white; color: #666666; font-family: Helvetica, Arial, sans-serif; margin-bottom: 1em; margin-top: 1em;">
</div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-size: 12px;"><br /></span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-size: 12px;"><br /></span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-size: 12px;"><br /></span></div>
<div style="text-align: center;">
<img alt="Dark Landscape Digital Art by Stefan Pfuertner" height="206" src="https://images.fineartamerica.com/images/artworkimages/mediumlarge/2/dark-landscape-stefan-pfuertner.jpg" width="320" /></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-size: 12px;"><br /></span></div>
<div style="text-align: justify;">
<div style="text-align: right;">
<span style="font-size: xx-small;"></span></div>
<h3 style="background-color: white; border-bottom: none; color: #444444; display: inline-block; font-family: montserratregular, avenir, oswald, arial; font-weight: normal; margin: 5px 0px 0px; max-width: 100%; padding: 0px 0px 10px; text-align: left; text-shadow: none; text-transform: uppercase; width: auto; word-spacing: 5px;">
<div style="text-align: right;">
<span style="font-size: xx-small;">STEFAN PFUERTNER</span><span style="font-size: xx-small;"> (<a href="https://pixels.com/featured/dark-landscape-stefan-pfuertner.html" style="background-color: transparent; text-align: justify;">https://pixels.com/featured/dark-landscape-stefan-pfuertner.html</a>)</span></div>
</h3>
</div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-size: 12px;"><br /></span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"><br /></span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Τον ‘βλέπαν οι άνθρωποι από μακριά και τον φοβόντουσαν, άλλαζαν δρόμο. κι αν τύχαινε να πρέπει να περάσουν από κοντά του, κατέβαζαν το κεφάλι κι έκαναν πως δεν τον έβλεπαν, τάχα βυθισμένοι στις σκέψεις τους, σε μια στενοχώρια που τους απασχολούσε πολύ. Σπάνια κάποιος περαστικός του πέταγε μια βιαστική καλημέρα και δεν περίμενε να ακούσει την απάντηση -τον πρώτο καιρό μια καλημέρα όλο ευγνωμοσύνη η απάντηση έπειτα, σιγά-σιγά όλο και πιο θυμωμένη, μέχρι που έγιναν κάρβουνα αναμμένα οι καλημέρες του, τις πέταγε με σαρκασμό και αηδία, κι έμοιαζαν με κατάρες πιο πολύ οι καλημέρες του. Τον ενοχλούσε πια ο οίκτος των ανθρώπων, τον ενοχλούσε αυτός ο θολός όλο άγνοια και υποκρισία οίκτος των ανθρώπων.</span></div>
<div style="text-align: justify;">
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Ήταν κι εκείνη η μυρωδιά -ανυπόφορη. Κι ούτε που μπορούσε να πει κανείς αν βρώμαγε αυτός πιο πολύ ή οι σβουνιές που μέσα τους είχε φωλιάσει. Τα λυτά μαλλιά του έφταναν σχεδόν ως τα γόνατα. Οι λερές τρίχες κολημμένες σφιχτά η μια πάνω στην άλλη έφτιαναν λιγοστές συμπαγείς τούφες που κρέμονταν σαν σαπισμένα φίδια απ’ το κρανίο του. Τα μάγουλα βαθουλωμένα από τη νηστεία, αποστεωμένο το σώμα, ανύπαρκτο, τα μακριά πληγιασμένα πόδια το σήκωναν με δυσκολία μα αυτός επέμενε να στέκει όρθιος τις πιο πολλές ώρες της μέρας. Όταν καθόταν όμως, και τέντωνε το ξεραμένο δέρμα πάνω στις αρθρώσεις, φαίνονταν οι βαθιές πληγές και το πύο που έτρεχε βασανιστικά απ’ τα πρησμένα κι όλο φουσκάλες δάχτυλα των ποδιών, τις σκισμένες φτέρνες. H φωνή του είχε αλλάξει. Κάποτε ήταν βαθιά κι ευχάριστη, τον άκουγαν οι δικοί του συχνά να τραγουδά, να τραγουδά ευτυχισμένος -κάπως φάλτσα ίσως αλλά σκόρπιζε γύρω το τραγούδι του χρώματα και προσευχές. Τώρα ή φωνή του ακουγόταν σαν κρωξιά κοράκου, πέθαιναν στο λαρύγγι οι ήχοι και βγαίναν τυραγνισμένα κακιωμένα φαντάσματα. Μόνο αργά τη νύχτα -όμως σε τούτο ποιος να ‘ναι ο μάρτυρας;- αργά τη νύχτα, καμιά φορά, αν ήταν ξαστεριά ή το φεγγάρι ολόγιομο και ξύπναγαν βαθιά ξεχασμένες μνήμες μιας άλλης εποχής, τότε που ήταν ευτυχισμένος και άτρωτος, έβγαινε, με δυσκολία αλλά γλυκό, ένα τραγούδι του γάμου, μα πριν τελειώσει το σκέπαζε με γέλιο μαύρο και σαλιωμένο, όλο σιχασιά και θυμό.</span></div>
</div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Επέμενε να στέκει όρθιος τις πιο πολλές ώρες της μέρας και τη νύχτα ακόμα καμιά φορά. Όχι ακίνητος, όρθιος όμως. Το βλέμμα ανυπότακτο κοίταζε μια ίσια μπροστά σαν κουνάβι μοχθηρό και μια το κεφάλι γύριζε προς τον ουρανό, τα μάτια μίκραιναν, γίνονταν δυο σχισμές μαύρες, στεγνές σαν τρύπες επικίνδυνες, να βγει από μέσα τους η κόλαση, κι από το λιγοστό το άνοιγμα πεταγόταν ένα άλλο βλέμμα ενθουσιαστικό και του θριάμβου.</span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-size: large;">Περνούσαν τα χρόνια. Λέγαν οι άνθρωποι γι’ αυτόν σπουδαίες ιστορίες -μιλούσαν για πλούτη και ευτυχία ανείπωτη, κάποτε, παλιά, σε ένα άλλο καιρό• είναι καλοί στα παραμύθια οι άνθρωποι. Και κάθε φορά που τέλειωναν μια ιστορία για τον γέροντα στις σβουνιές, έφτυναν τρομαγμένοι τον κόρφο τους κι εύχονταν κανείς να μην έχει την τύχη του, που τα ‘χασε όλα σε μια νύχτα. Δεν έλεγαν πια «δυστυχία» αλλά το όνομά του. Σιγά-σιγά ξέχασαν τον άνθρωπο κι έλεγαν μόνο τις ιστορίες του και το όνομά του σαν ξόρκι ενάντια στο κακό.</span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Αυτός ήταν εκεί πάντα, στη φωλιά του από σβουνιές, γεμάτος τρύπες στο σώμα και την ψυχή, αποφασισμένος. Άπλωνε κάθε πρωί ένας αετός τα φτερά του από πάνω του, βύθιζε το βλέμμα του το όρνεο στο βλέμμα του ανθρώπου και τον ρωτούσε: «ακόμα;» κι ο άνθρωπος συγκατάνευε με σκοτεινή απόφαση και πείσμα θανατερό «ακόμα».</span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Στο τέλος βαρέθηκε ο Θεός τούτο το παιχνίδι και του φανερώθηκε ένα ξημέρωμα λίγο λιγότερος για να τον αντέξει ο άνθρωπος. «Ακόμα;» ρώτησε. «Ακόμα» είπε με χαμόγελο ο γέροντας.</span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Φαρμακερή και άσειστη πίστη.</span></div>
<div style="background-color: white; color: #666666; font-family: Helvetica, Arial, sans-serif; margin-bottom: 1em; margin-top: 1em;">
</div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Αλλά ο Θεός αποχώρησε με ένα μαραμένο χαμόγελο.</span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Δεν άλλαξε τίποτε.</span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"><br /></span></div>
<div style="background-color: white; color: #666666; font-family: Helvetica, Arial, sans-serif; margin-bottom: 1em; margin-top: 1em; text-align: right;">
<div style="text-align: justify;">
Μάρτιος - Απρίλιος 20202</div>
</div>
</div>
Μαρώhttp://www.blogger.com/profile/12390945134138828235noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6770344098448731441.post-33097711152954381692020-03-17T15:25:00.001-07:002020-03-17T15:25:59.016-07:00Καϊρία, βοΐτι<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br />
<div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 0.0001pt; text-align: center;">
<span lang="EL" style="mso-ansi-language: EL;"><span style="font-size: large;"><img alt="Image result for hand in painting" src="https://thumbs-prod.si-cdn.com/JPVoaT_El8GXz-QcBtisx0z4uqE=/fit-in/1600x0/https://public-media.si-cdn.com/filer/Cave-paintings-470.jpg" /></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin-bottom: .0001pt; margin-bottom: 0cm;">
<span lang="EL" style="mso-ansi-language: EL;"><span style="font-size: large;"> </span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin-bottom: .0001pt; margin-bottom: 0cm;">
<span lang="EL" style="mso-ansi-language: EL;"><span style="font-size: large;"><br /></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin-bottom: .0001pt; margin-bottom: 0cm;">
<span lang="EL" style="mso-ansi-language: EL;"><span style="font-size: large;"> - Καϊρία βοΐτι...<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin-bottom: .0001pt; margin-bottom: 0cm; text-align: justify;">
<span lang="EL" style="mso-ansi-language: EL;"><span style="font-size: large;"> Τι μου λέει; Δεν
καταλαβαίνω. Είναι μικροκαμωμένος και μελαμψός. Τα μάτια του μοιάζουν με μαύρες
χάντρες, σκοτεινό και απελπισμένο το βλέμμα σαν να θέλει να κρυφτεί, άτολμα
βγαίνει από τα μάτια, κάνει ένα γύρο και ξαναγυρίζει πίσω. Πίσω από τα στενά
χείλη δυο σειρές κιτρινισμένα δόντια αγωνίζονται να σχηματίσουν ένα χαμόγελο.
Είναι άσχημος και βρώμικος. Είναι περισσότερο βρώμικος από άσχημος κι αυτό τον
κάνει πολύ άσχημο. Τα μαλλιά του κολλούν λιγδιασμένα, το πουκάμισό του είναι
παλιό, τρύπιο και το χρώμα του είναι ένα αβέβαιο κίτρινο. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin-bottom: .0001pt; margin-bottom: 0cm; text-align: justify;">
<span lang="EL" style="mso-ansi-language: EL;"><span style="font-size: large;"> - Καϊρία βοΐτι...,<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin-bottom: .0001pt; margin-bottom: 0cm; text-align: justify;">
<span lang="EL" style="mso-ansi-language: EL;"><span style="font-size: large;"> ξαναλέει και αρχίζω να
ανησυχώ που με πλησιάζει, που<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>μυρίζω την
ανάσα του, που μυρίζω στην ανάσα του σκόρδο και κάτι πικρό και χαλασμένο. Η
καρδιά μου χτυπά περίεργα. Μια ανησυχία πάει και στερεώνεται στο στήθος μου,
κατεβάζει τα πόδια της μέχρι το στομάχι μου και κάνει τραμπάλα μέσα στο κορμί
μου. Νιώθω την ανάσα μου να δυσκολεύει. Πάω δυο βήματα πίσω, σηκώνω ελαφρά την
αριστερή παλάμη και προσπαθώ να τον σταματήσω. Δεν θέλω να με πλησιάσει
περισσότερο. Είναι μεσημέρι κι ο δρόμος είναι άδειος. Δεν φοβάμαι. Ανησυχώ. Έχω
άγχος, όχι να πάρει και να σηκώσει, δεν έχω λόγο να κρύβομαι, από ποιον
κρύβομαι άλλωστε; Φοβάμαι. Τι θέλει από μένα; Αυτός ο ξένος τι θέλει από μένα; Ψαχουλεύω
στην τσέπη μου μήπως βρω κανένα μισόευρω να του δώσω και σφίγγω με δύναμη την
τσάντα μου πάνω στο γοφό μου. Το στόμα μου έχει στεγνώσει. Προσπαθώ να μαζέψω
λίγο σάλιο να καταπιώ, να πάρω δύναμη. Είναι ξυπόλητος κι έχει μια πληγή στον
αστράγαλο, μια μεγάλη κόκκινη πληγή, που έχει αρχίσει να μαυρίζει λίγο στην
άκρη. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin-bottom: .0001pt; margin-bottom: 0cm; text-align: justify;">
<span lang="EL" style="mso-ansi-language: EL;"><span style="font-size: large;"> Σταμάτησε απότομα.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Έμεινε μισό το βήμα του. Τον βλέπω, κατεβάζει
αβέβαιος κάπως το πόδι του, σαν να παραπατά, αλλά όχι, βρίσκει την ισορροπία
του, η απόσταση μεταξύ δεν μικραίνει πια. Στο λαιμό φορά μια πολύ λεπτή
αλυσιδίτσα μ’ ένα μισοφέγγαρο. Βγάζει από την τσέπη του ένα τσαλακωμένο χαρτί
και μου το απλώνει. Δεν κουνιέμαι από τη θέση μου. Ψάχνω σαν παγιδευμένο αγρίμι
να δω από πού θα μπορούσα να ξεφύγω. Φοράω τακούνια δεν μπορώ να τρέξω. Γιατί
έβαλα τακούνια σήμερα; Το χέρι του τρέμει. Προσπαθεί να με κάνει να πάρω το χαρτί.
Δεν καταλαβαίνω τι θέλει, δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Τότετο πιάνει με τα δυο
του χέρια, το τεντώνει, το σηκώνει λίγο, περίπου ως το ύψος των ματιών μου
-βλέπω θλίψη στα μάτια του και μια ιδέα προσβολής που την καταπίνει σαν
αναγκεμένος. Το χαρτί κάτι γράφει, κουνά το κεφάλι προτρέποντάς με να το
διαβάσω: Σαλαμίνος 11 Α.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Με μπλε στιλό
και τα γράμματα κακοσχηματισμένα από χέρι αβέβαιο για τις γνωσεις του. Το
διαβάζω, το συλλαβίζω μετά δυνατά. Κι αυτός παίρνει μια έκφραση ερωτηματική, με
το χέρι του με ρωτάει «πού;».<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin-bottom: .0001pt; margin-bottom: 0cm; text-align: justify;">
<span lang="EL" style="mso-ansi-language: EL;"><span style="font-size: large;"> Τότε καταλαβαίνω. Ψάχνει
μια διεύθυνση. Ψάχνει την Σαλαμίνος 11 Α. Ο δεύτερος κάθετος αριστερά μας είναι
η Σαλαμίνος. Το 11 Α κάτι μου θυμίζει, τι όμως; Α, ναι... το μεγάλο
φαρμακείο... Του δείχνω με το χέρι, αριστερά, μετράω με τα δάχτυλα, ένα, δύο, <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>και μετά κάνω μια κίνηση που σημαίνει στρίψε
αριστερά και θα βρεις το 11<sup> </sup>Α. Κατάλαβε. Με κοιτά λίγο σα θυμωμένος,
αλλά χτυπά το στήθος του για να μ’ ευχαριστήσει. Κάνει να φύγει, κάνω να φύγω.
Σταματάει πάλι, λέει Ε... και πάλι ε... , γυρίζω το κεφάλι και τον κοιτώ. Τι
θέλει; Βγάζει από το τσεπάκι του πουκάμισου μια φωτογραφία και μου τη δείχνει.
Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, πάω κοντά και κοιτάζω. Ένα παιδάκι ως δέκα χρόνων. «Ρόστό.
Ρόστό» μου λέει και μου δείχνει μαζί μια ιατρική συνταγή.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin-bottom: .0001pt; margin-bottom: 0cm; text-align: justify;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="margin-bottom: .0001pt; margin-bottom: 0cm; text-align: justify;">
<span lang="EL" style="mso-ansi-language: EL;"><span style="font-size: large;"> Και φεύγει. Ανακούφιση.<o:p></o:p></span></span></div>
<div align="right" class="MsoNormal" style="margin-bottom: .0001pt; margin-bottom: 0cm; text-align: right;">
<span lang="EL" style="mso-ansi-language: EL;"><span style="font-size: large;">17.3.2020<o:p></o:p></span></span></div>
<br /></div>
Μαρώhttp://www.blogger.com/profile/12390945134138828235noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6770344098448731441.post-18242439840415396342020-01-26T10:55:00.001-08:002020-01-26T10:55:49.801-08:00<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br />
<div align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;">
<b style="mso-bidi-font-weight: normal;"><span style="font-size: large;">Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ<o:p></o:p></span></b></div>
<div align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;">
<br /></div>
<div align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;">
<img alt="Ο απίστευτος κόσμος του Vincent van Gogh ζωντανεύει μέσα από ένα εκπληκτικό animation" src="https://www.alfavita.gr/sites/default/files/styles/default/public/paintingall-vincent-van-gogh-screensaver-34.jpg?itok=bmjYRuqf" /></div>
<div align="right" style="background: white; margin-bottom: 4.5pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 4.5pt; text-align: right;">
<span style="color: #1c1e21; font-family: "Calibri","sans-serif"; font-size: 10.0pt; mso-ascii-theme-font: minor-latin; mso-bidi-theme-font: minor-latin; mso-hansi-theme-font: minor-latin;"><br /></span></div>
<div align="right" style="background: white; margin-bottom: 4.5pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 4.5pt; text-align: right;">
<span style="color: #1c1e21; font-family: "Calibri","sans-serif"; font-size: 10.0pt; mso-ascii-theme-font: minor-latin; mso-bidi-theme-font: minor-latin; mso-hansi-theme-font: minor-latin;"><br /></span></div>
<div align="right" style="background: white; margin-bottom: 4.5pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 4.5pt; text-align: right;">
<span style="color: #1c1e21; font-family: "Calibri","sans-serif"; font-size: 10.0pt; mso-ascii-theme-font: minor-latin; mso-bidi-theme-font: minor-latin; mso-hansi-theme-font: minor-latin;">καὶ γάρ π[ο]τα
Τίτωνον ἔφαντο βροδόπαχυν Αὔων<br />
ἔρωι φ[υρ]άθεισαν βάμεν’ εἰς ἔσχατα γᾶς φέροισα[ν,<o:p></o:p></span></div>
<div align="right" style="background: white; margin-bottom: 4.5pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 4.5pt; text-align: right;">
<span style="color: #1c1e21; font-family: "Calibri","sans-serif"; font-size: 10.0pt; mso-ascii-theme-font: minor-latin; mso-bidi-theme-font: minor-latin; mso-hansi-theme-font: minor-latin;">ἔοντα [κ]άλον καὶ
νέον, ἀλλ’ αὖτον ὔμως ἔμαρψε<br />
χρόνωι πόλιον γῆρας, ἔχ[ο]ντ’ ἀθανάταν ἄκοιτιν.<o:p></o:p></span></div>
<div align="right" style="background: white; margin-bottom: 4.5pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 4.5pt; text-align: right;">
<span style="color: #1c1e21; font-family: "Calibri","sans-serif"; font-size: 10.0pt; mso-ascii-theme-font: minor-latin; mso-bidi-theme-font: minor-latin; mso-hansi-theme-font: minor-latin;">Σαπφώ</span></div>
<div align="right" class="MsoNormal" style="text-align: right;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: large;">Το ξέρεις το φως του καλοκαιριού,
μεσημέρι καλοκαιριού, τέλη Ιούλη. Θηριώδες. Το φως, λέω, είναι θηριώδες. Και η
ζέστη το ίδιο. Θεριό ανήμερο πέφτει με βάρος ασήκωτο και πλακώνει το έρμο σώμα
–σαν να κολυμπά σε κάτι πηχτό κι αμάχητο, παραδίδεται ντροπιασμένο στην
κούραση, η χαύνωση το καταλεί. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: large;">Βάδιζε με δυσκολία ο γέροντας
πάνω στο μακρύ, τον ατέλειωτο δρόμο που ένωνε την πολίχνη με τα σιταροχώραφα
του μεγάλου κάμπου. Μέτραγε αυτός το κάθε βήμα, έσφιγγε με<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>τα μακριά σκελετωμένα του<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>δάχτυλα το χοντρό ραβδί του, ελπίζοντας πως
θα τον φτάσουν οι δυνάμεις του να το ολοκληρώσει και τούτο το βήμα και να
σχεδιάσει το επόμενο. Κι ο δρόμος, α, τούτος ο φαρδύς άστοργος χωματόδρομος,
που ξεκίναγε<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>από τα τελευταία σπίτια της
πόλης, γυμνός, ούτ’ ένα δέντρο, ούτ’ ένας θάμνος καν να ησυχάσει πάνω του το
μάτι, ν’ αναπαυτεί η πυρωμένη ανάσα σε μια ελπίδα δροσιάς. Δρόμος μακρύς κι
ολόισιος, και πάνω στο φρυγμένο χώμα, το άνυδρο, πότ’ εκεί ποτ’ εδώ, κάτι
τεράστιες μυρμηγκοφωλιές απ’ όπου έβγαιναν τα υπομονετικά μυρμήγκια, μαύρα και
χοντρά, και τριγύριζαν για το σπυρί που αναλογούσε στο καθένα να φέρει στη
φωλιά. Μυρμήγκια κι άλλο τίποτα. Α, όχι, όχι, ήταν κι εκείνες οι απελπισμένες
κρωξιές των ορνέων που τριγυρνάνε μάταια να βρουν ένα ψοφίμι να κορέσουν τα
λιμασμένα στομάχια τους. Ανελέητες κι απειλητικές έσπαζαν<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>την σιωπή και καρφώνονταν<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>στ’ αυτιά όποιου τύχαινε να περνά από κει. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: large;">Κανένα άλλο ίχνος ζωής, κάποιο
σημάδι ότι πέρασε από δω άνθρωπος, έστω και πριν<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>μέρες, κάτι που να γεννήσει την ελπίδα μιας
φευγαλέας συνάντησης. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: large;">Με δυσκολία βάδιζε. Ο γέροντας
λέω με δυσκολία βάδιζε κι όλο σταμάταγε να ξαποστάσει, η σκόνη είχε βάψει άσπρα
τα γυμνά πόδια του, κουρελιασμένα τα ρούχα του, που κάποτε πρέπει να ‘ταν
όμορφα κι ακριβά, άφηναν να φαίνεται μεριές-μεριές το κοκκαλιάρικο σώμα του. Ο
ιδρώτας έτρεχε αλμυρός και βρώμικος, χοντρές σταγόνες έπεφταν απ’ το μέτωπό του
κι ακολουθώντας τη ραγισμένη σάρκα κατέβαιναν ενοχλητικές μέσα από τους δρόμους
των ρυτίδων ως τα μπερδεμένα κατάλευκα γένια. Να τον, σταμάτησε πάλι, και
κοιτάζει ίσια μπροστά ενώ σκουπίζει μ’ ένα βρώμικο πανί το φαλακρό κρανίο - τα
κόκκαλά του σχεδόν ξεχωρίζουν κάτω από το λεπτό, άτριχο<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>δέρμα, δυο τρία καφετιά σημαδάκια σαν
αταξίδευτα, αχαρτογράφητα νησιά στο κορφοκέφαλο. Σταμάτησε κάτω από τον
ανελέητο ήλιο και κοιτάζει ίσια μπροστά. Το αδιόρατο σχήμα ενός βουνού πέρα
μακριά, τόσο μακριά που ούτε καν φαίνεται κάτι παραπάνω από μια αχνή
κορυφογραμμή, που προβάλλει με δυσκολία μέσα από το ακίνητο φως. Εκεί θέλει να
πάει ακόμα κι αν του πάρει αιώνες για να φτάσει. Εκεί πρέπει να φτάσει, στην
ψηλότερη κορφή του βουνού, ν’ αφήσει πίσω του το κίτρινο και να συναντήσει το
λευκό, το ειρηνικό λευκό, το αλαφρύ και πουπουλένιο χιόνι, το αθώο, σαν το
πρώτο λουλούδι της άνοιξης, σαν θάνατος στον πιο μελένιο γλυκασμό.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"><span style="mso-tab-count: 1;"> </span>Ήταν
νέα και όμορφη σαν το πρωινό φως, έπεφταν λαμπερά τα κόκκινα μαλλιά στους ώμους
της, κελαηδισμοί ακούγονταν από το πετάρισμα των βλεφάρων της και το κορμί της
ένα γέλιο ηδονικό. Την είχε αγαπήσει πολύ, τότε την είχε αγαπήσει πολύ και
κράτησε πολύ η αγάπη του πριν γίνει οργή και μίσος. Αυτή τον είχε αγαπήσει
περισσότερο, λύγισε του πατέρα της τον δισταγμό:<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>«Άστον μου» του ‘λεγε κι έτρεχαν τα δάκρυα
απ’ τα χρυσά της μάτια, έτρεχαν και του ‘βρεχαν<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>τα πόδια του πατέρα που έσμιγε με απορία και στενοχώρια τα πυκνά φρύδια
του –μια ρυτίδα του<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>τσαλάκωνε<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>το μέτωπο, μια ρυτίδα βαθιά και απότομη σα
μαχαιριά.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Κι αυτή, γονατισμένη μπρος του
ακούμπαγε το μέτωπο στα δάχτυλα των ποδιών του και σκούπιζε τα δάκρυά της με τα
μαλλιά της και πάλι γύρναγε<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>το πρόσωπο
προς τον πατέρα κι έλεγε με σπαραγμό «Άστον μου. Για πάντα». </span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"><span style="mso-tab-count: 1;"> </span>«Είσαι
σίγουρη πως θέλεις πράγματι αυτό που ζητάς;» τη ρώτησε ο συγνεφοσυνάχτης. «Πώς
αυτό που ζητάς, έτσι όπως το ζητάς, είναι αυτό που θέλεις;» κι αυτή είπε πάλι
με αγωνία «Άστον μου. Για πάντα»</span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: large;">Και πήρε δώρο ακριβό την αθανασία
του.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Όπως την ζήτησε. Η άσκεφτη. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: large;">Απ’τους θεούς μη ζητάς κι αν
ζητήσεις, φρόντισε η προσευχή σου να ‘χει τα λόγια ξεκάθαρα και το αίτημα από
κρύσταλλο. Τίποτα μην ξεχάσεις. Τίποτα μην παραβλέψεις. Σκέψου καλά. Γιατί οι
θεοί μπορεί να συγκατανεύσουν και να σου δώσουν ό,τι ζήτησες μα αυτό μονάχα θα
σου δώσουν και τίποτ’ άλλο.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: large;">Των θεών τα δώρα, κατάρα για τους
θνητούς, πού να τ’ αντέξουν. Ό,τι δεν είναι των χεριών μας<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>φτιάξιμο, του νου μας μπόρεση και δημιουργία,
ό,τι έρθει αναπάντεχα από το σύμπαν των θεών και εγκατασταθεί στις κοινωνίες
των ανθρώπων και στο κορμί τους, κατάρα είναι κι όχι ευχή. Γιατί ο κόσμος τους
είναι άλλος, φτιαγμένος από μάγια και δυνάμεις αέρινες και δεν έχει λάθη μα των
ανθρώπων ο κόσμος είναι φτιαγμένος από κόπο, από πέτρα και ξύλο και από σκέψη
κοφτερή, μα που παίρνει καμιά φορά, όχι, όχι καμιά φορά,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>συχνά τους παίρνει, δρόμους σκολιούς και
πηγαίνει τους ανθρώπους σε λάθη. Κι αυτό κάνει τη ζωή μας ακριβή. Το λάθος και
το λίγο της. Τα άλλα είναι κατάρα,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>λέω,
Οδυσσέα.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: large;">Γερνούσε αυτός, μαραινόταν το
κορμί, καμπούριαζε, θόλωνε το βλέμμα, η ακοή αδυνάτιζε, τα πόδια δεν τον
κράταγαν, τα δόντια έπεφταν ένα-ένα. Γερνούσε, σακατευόταν, αρρώστιες έδερναν
αλύπητα το κορμί του, το μυαλό του αγρίευε κι αποχωρούσε. Γερνούσε στην
αιωνιότητα κι ελπίδα θανάτου δεν φαινόταν. Γι’ αυτό ξεκίνησε να πάει να βρει
τους θεούς, στην μακρινή τους κατοικία, να πέσει στα πόδια τους, έτσι γέροντας
κι αδύναμος και να ζητήσει να πάρουν πίσω το θάμα και να του χαρίσουν την
ευλογία της ανάπαψης.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: right; text-indent: 36pt;">
<br /></div>
<div align="right" class="MsoNormal" style="text-align: right; text-indent: 36.0pt;">
Οκτώβριος
2019</div>
<div class="MsoNormal">
<br /></div>
<div class="MsoNormal">
<br /></div>
<div class="MsoNormal">
<o:p> (Δημοσιεύτηκε στο diastixon.gr στις 26.1.2020 </o:p></div>
<div class="MsoNormal">
<o:p> </o:p><span style="color: black;"><a href="https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/pezografia/13581-o-kitrinos-dromos">https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/pezografia/13581-o-kitrinos-dromos</a>)</span></div>
<div class="MsoNormal">
<br /></div>
<br /></div>
Μαρώhttp://www.blogger.com/profile/12390945134138828235noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6770344098448731441.post-79814630692143176172019-05-13T08:20:00.001-07:002019-05-13T08:20:43.503-07:00<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br />
<div align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;">
<b style="mso-bidi-font-weight: normal;"><span style="font-size: x-large;">Η ΠΑΝΤΟΦΛΙΤΣΑ<o:p></o:p></span></b></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Τον παππού μου από την
πλευρά του πατέρα μου δεν τον γνώρισα. Ούτε ήξερα πολλά πράγματα γι’ αυτόν. Με
της μάνας μου τους γονιούς μεγάλωσα, άνθρωποι του λαού, απλοί, θεοσεβούμενοι,
μεροκαματιάρηδες –με μια πλεκτική μηχανή κι ένα φορτηγάκι μεγάλωσαν τα παιδιά
τους, καλά παιδιά και η μάνα μου και οι δυο αδερφές της και ο θείος Μάνος, που
έγινε γιατρός και τον θαυμάζαμε όλοι. Η μάνα του πατέρα μου είχε πεθάνει νωρίς,
πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Έτσι ήξερα. Ο πατέρας του πάλι έβγαλε τον πόλεμο με
δυσκολίες και μετά χάθηκε. Έτσι ήξερα. Μέσα στο παιδικό μυαλό μου εκείνο το
«χάθηκε» πήρε μυθικές διαστάσεις, έγινε παραμύθι, τον πήραν τάχα ξωθιές μια
νύχτα στο χωριό ή, σ’ αυτό κατέληξα στην εφηβεία μου, τον σκότωσαν οι γερμανοί
στο τέλος του πολέμου, λίγο πριν φύγουν. Προσδιόριζα το χρόνο εκεί στο τέλος
της Κατοχής, γιατί από κάτι λόγια του πατέρα μου είχα καταλάβει πως μέχρι το
’44 ο πατέρας του ζούσε. «Με έστειλε», μου διηγήθηκε μια μέρα, «τον Απρίλη του
’44 στην ξαδέρφη του στο χωριό κι έμεινα εκεί ως το τέλος περίπου του πολέμου,
ήρθα πίσω στην Αθήνα τον Σεπτέμβρη, αλλά έφυγα πάλι, οριστικά αυτή τη φορά, για
το χωριό στις αρχές του ’45. Ήμουν 13 χρόνων πάνω-κάτω τότε». «Κι έμεινε μόνος
του ο παππούς;» ρώτησα. «Ο πατέρας μου είχε πια χαθεί» μου απάντησε κι είδα το
βαρύ σύννεφο που μαζεύονταν στο βλέμμα του κάθε φορά που η κουβέντα πήγαινε στα
γονικά του, στον πατέρα του πιο πολύ, να σκοτεινιάζει το όμορφο πρόσωπό του και
να βαθαίνει τις ρυτίδες που χάραζαν ήδη το μέτωπο και άφηναν μικρές χαράδρες
στο πανώχειλο. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;"><span style="mso-tab-count: 1;"> </span>Έφυγα
μετά το Πανεπιστήμιο για σπουδές στο εξωτερικό, πρόκοψα στα ξένα κι έμεινα
καιρό, χρόνια πολλά έμεινα, πάνω από τη μισή μου ζωή την πέρασα έξω. Γύρισα
πίσω τον καιρό που οι άλλοι άρχισαν να φεύγουν απ’ την Ελλάδα, στις αρχές της
κρίσης. Δεν την άντεχα άλλο την ξενιτιά, ήταν κι ο τόπος που είχα διαλέξει
μίζερος κι ανήλιαγος, δεν ήθελα να ζήσω άλλο εκεί, στην αγγλική πόλη που
δούλευα, βουτηγμένη στην ομίχλη και το αλκοόλ. Προς το τέλος και τα λεπτά μου
φαίνονταν αφόρητα, τα μέτραγα ένα-ένα. Μόνο εκείνο το κορίτσι σκεφτόμουνα, με
τα αχυρένια μαλλιά, λεπτά σαν τούλι αράχνης, πώς να την αφήσω πίσω; –την πήρα
κι αυτήν μαζί μου. Πεισματάρα και περήφανη σαν αμαζόνα, δεν μου ‘χε πει τίποτε
για το παιδί, στο αεροπλάνο μου το ξεφούρνισε γελώντας.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;"><span style="mso-tab-count: 1;"> </span>Τα
πράγματα στην Ελλάδα μέρα τη μέρα γίνονταν και πιο δύσκολα. Ο κόσμος κάτι
έλπισε, απογοητεύτηκε πάλι, άρχισαν οι απειλές και τα διλήμματα, ψεύτικα
διλήμματα και άπρεπα, τα μεγάλα λόγια, οι δικαιολογίες, άλλαζαν οι λέξεις
νοήματα απροειδοποίητα, υπόγεια, τρομαχτικά και σκότιζαν το νου.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Είχαν συνηθίσει χρόνια και χρόνια οι άνθρωποι
στην ανάθεση, κάθισαν γρήγορα πίσω στον καναπέ κι αναθεμάτιζαν και έβρισκαν
πάλι απαντήσεις στη γλύκα της συνωμοσίας και στους εχθρούς της πατρίδας.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Έγερνε η κοινωνία μέρα τη μέρα στη συντήρηση,
την πιο σκληρή και φοβερή συντήρηση, άλλο να μην πω. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj3TXnrsEsmlK49L9-ZEv1PNk9CEFT9EpYVeK5l9oX2_AcH8FRLBmVJEk_2t7GHmU9yIAenxE8YgCrYlP0hcNz6QMmxS37MIzpMJEt_l6NvRXAnNnxTrQc7rQOSxB9IyC1R0O9EvIcMsw/s1600/ekteleseis1_560.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="315" data-original-width="560" height="180" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj3TXnrsEsmlK49L9-ZEv1PNk9CEFT9EpYVeK5l9oX2_AcH8FRLBmVJEk_2t7GHmU9yIAenxE8YgCrYlP0hcNz6QMmxS37MIzpMJEt_l6NvRXAnNnxTrQc7rQOSxB9IyC1R0O9EvIcMsw/s320/ekteleseis1_560.jpg" width="320" /></a></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: center;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;"><br /></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Ο πατέρας μου ήταν από
χρόνια συνταξιούχος, τη μητέρα μου τη χτύπησε η άνοια νωρίς, χάθηκε μέσα στον
πολτό του διαλυμένου της μυαλού, πέθανε ένα βράδυ ήσυχα, δεν αναγνώριζε<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>κανέναν, ούτε να φάει πια δεν μπορούσε.
Αναπαύτηκε. Ένα βράδυ μιλάγαμε για ‘κείνην<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>με τον πατέρα μου, μιλάγαμε συχνά για ‘κείνην με τον πατέρα μου, πολύ
την αγαπούσε, του στοίχισε<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>πάρα πολύ όταν
έφυγε κι ας μην ήταν πια παρά ένα σώμα άδειο που ‘χε το σχήμα της μονάχα κι
άλλο τίποτε απ’ τη μάνα μου. «Να την προσέχεις τη γυναίκα σου» μου είπε
ξαφνικά, «είναι καλή κοπέλα και σ’ αγαπάει, σου είναι αφοσιωμένη, σε σέβεται,
να την σέβεσαι κι εσύ. Θα κλείσω τα μάτια μου ήσυχος». Του έπιασα το χέρι, του
μίλησα για τον εγγονό του, χαμογέλασε αλλά χωρίς κουράγιο. «Δυο γυναίκες
αγάπησα πολύ, γιε μου, και οι δυο κακοθανάτισαν, η μάνα μου πήγε απ’ το ίδιο
της το χέρι κι η γυναίκα μου έσβησε στο βάλτο του μυαλού της, πνίγηκε μέσα στο
σκοτάδι του» κι έβαλε τα κλάματα. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;"><span style="mso-tab-count: 1;"> </span>Μου
πήρε ώρα να τον ησυχάσω και μόνο όταν συνέφερε ο γέροντας, συνειδητοποίησα τι
μου είχε πει. Κανονικά δεν έπρεπε να την ανοίξω την κουβέντα μετά από τέτοια
έξαρση, αλλά δεν άντεξα. «Πατέρα», είπα, « κατάλαβα καλά; Μου είπες
προηγουμένως ότι η γιαγιά αυτοκτόνησε;». «Όχι, τώρα», μου απάντησε, «θα σου πω,
σύντομα θα σου τα πω όλα». <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;"><span style="mso-tab-count: 1;"> </span>Παρ’
όλ’ αυτά πέρασε καιρός και δεν ξανανοίξαμε την κουβέντα.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;"><span style="mso-tab-count: 1;"> </span>Μετά
τα ναζισταριά σκότωσαν τον Φύσσα. Δεν είμαι άνθρωπος της πολιτικής, την
ενημέρωσή μου την κυνηγάω κι όταν πρέπει κατεβαίνω στους δρόμους, αλλά ποτέ δεν
μετείχα σε κόμματα και κινήσεις. Όμως με τούτο το θεριό είναι αλλιώς. Κάθε
άνθρωπος που έχει τα μυαλά του στη θέση τους, οφείλει να το πολεμά. Κατεβήκαμε
με την Έριν στις διαδηλώσεις, γραφτήκαμε και σε μια αντιφασιστική οργάνωση στη
γειτονιά μας και πηγαίναμε όποτε μπορούσαμε. Η δολοφονία του Φύσσα με είχε
στοιχειώσει, διάβαζα άπληστα για τη Χρυσή Αυγή και η Έριν μαζί μου, μη σου πω
πιο πολύ εκείνη –τα ελληνικά της ήταν πια σχεδόν τέλεια. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;"><span style="mso-tab-count: 1;"> </span>Ένα
βράδυ, μετά που κοιμίσαμε τον μικρό, με πήρε η γυναίκα μου παράμερα «Ο πατέρας
σου», μου είπε, «δεν είναι καλά. Κάτι τον βασανίζει». «Δεν καταλαβαίνεις,
κορίτσι μου», της είπα, <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>«ο θάνατος της
μάνας μου τον έχει τσακίσει». «Όχι», μου είπε με σιγουριά «κάτι άλλο είναι, σαν
να ‘χει ένα τραύμα παλιό που ανοίγει πολλές φορές μέσα στη μέρα και δεν το
αντέχει». Αποφάσισα να του μιλήσω αλλά δεν βγήκε τίποτε. Τώρα πια τον πρόσεχα
περισσότερο, σα να ‘χε δίκιο η Έριν, η σκοτεινιά που σκυθρώπαζε το πρόσωπό του
απ’ όταν ήμουν παιδί ήταν τώρα πιο βαριά, αβάσταχτη. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: center;">
<br /></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<span style="font-size: large;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg4RsdQFn1LG6obBxMDBXDoIjwApyefMsy3fd8UV1Yj6U459WeC2kz7T9ZbH5wpH07JKzXHPIOah-4BBFqwl6HMo4oO8VP5SSkecyeLNAAPZMRfZ28J3Pbj2qQQZiXrtXZyBw9edsYjmg/s1600/prodotes_560.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="347" data-original-width="560" height="198" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg4RsdQFn1LG6obBxMDBXDoIjwApyefMsy3fd8UV1Yj6U459WeC2kz7T9ZbH5wpH07JKzXHPIOah-4BBFqwl6HMo4oO8VP5SSkecyeLNAAPZMRfZ28J3Pbj2qQQZiXrtXZyBw9edsYjmg/s320/prodotes_560.jpg" width="320" /></a></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;"><span style="mso-tab-count: 1;"> </span>Μια
Κυριακή απόγευμα, η οργάνωση ετοίμασε μια εκδήλωση στην κεντρική πλατεία της
πόλης μας. Πήρα τον πατέρα μου και πήγαμε. Πριν τελειώσει η εκδήλωση, σηκώθηκε
κι έφυγε. Τον είδα να περπατά με σκυφτό κεφάλι, τους ώμους γερτούς, το βήμα του
αργό, σερτό σα να ‘χε πέτρες στα πόδια του κι αγωνιζότανε να περπατήσει.
Κάποιος συνομήλικός του, που καθόταν σε ένα παγκάκι και χάζευε τους λόγους και
τα τραγούδια, τον γνώρισε και τον χαιρέτισε αλλά εκείνος δεν αντιγύρισε τον
χαιρετισμό. Δεν τον είδε καν. Μου φάνηκε πολύ γερασμένος. Όχι, κάπως αλλιώς μου
φάνηκε, σαν κατάδικος. Με τρόμαξε. Έφυγα μόλις έληξε η εκδήλωση,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>δεν κάθισα να βοηθήσω στο μάζεμα, σχεδόν δεν
καληνύχτισα και πήγα στο σπίτι του ανήσυχος.</span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;"><span style="mso-tab-count: 1;"> </span>Στην
αρχή δεν ήθελε να μου μιλήσει. Μετά όμως κάθισε απέναντί μου, με κοίταξε σαν να
με έβλεπε για τελευταία φορά και μου είπε με φωνή ασθμαίνουσα –έβγαιναν οι
λέξεις σαν μπουκιές αίμα από το στόμα του, δύσκολη η ανάσα του. «Έστω, έτσι κι
αλλιώς πρέπει να μιλήσω πριν πεθάνω. Στο χρωστάω και το χρωστάω και στον εαυτό
μου». <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;"><span style="mso-tab-count: 1;"> </span>Πήγε
στην κουζίνα, έφερε δυο ποτήρια τσίπουρο «δεν κάνει, πατέρα» του είπα.
Μισογέλασε και μου χάιδεψε τα μαλλιά. «Έπρεπε να ‘χαμε κάνει κι άλλα παιδιά»
μου είπε. «Κι εσείς μη μείνετε μόνο με τον Άγγελο, να κάνετε κι άλλα παιδιά.
Την αγαπάω τη γυναίκα σου, είναι καλή κοπέλα, ευγενική, λίγο πιο ωμή απ’ όσο
πρέπει, σ’ ακούει πιο πολύ απ’ όσο κάνει γυναίκα ν’ ακούει τον άντρα της αλλά
δεν πειράζει, θ’ αλλάξει κι αυτή, η ζωή θα την αλλάξει. Μη κι η μάνα μου ήξερε,
όταν έκανε εμένα ήξερε, θαρρείς, τι θα ‘φτανε να πράξει στο τέλος;». Κάτι πήγα
να πω αλλά μ’ έκοψε. «Μη ρωτήσεις τίποτε. Δεν χρειάζεται. Θα στα πω όλα,
ένα-ένα με τη σειρά του»<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;"><span style="mso-tab-count: 1;"> </span>»Μέγα
βάρος κουβαλάω μέσα μου, συγχώρεση δεν<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>θα ‘βρω, να το ξέρεις, κι αν υπάρχει Θεός, έχει ανοίξει την πύλη της κόλασης
και με περιμένει. Μα να σου πω, κόλαση μεγαλύτερη απ’<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>αυτήν που έζησα στη ζωή μου, λέω πως δεν θα
υπάρξει. Η άλλη κόλαση, εκεί που οι άνθρωποι περνούν την αιωνιότητα
καταδικασμένοι σ’ ένα κόσμο χωρίς φως, χωρίς αγάπη, χωρίς συντροφιά, ίσως να
‘ναι πιο υποφερτή από τις τύψεις που με τσακίζουν πάνω από μισό αιώνα. Γέλιο
ολόκληρο δεν χάρηκα ποτέ. Στο γάμο μου, στη γέννησή σου… τίποτε… ήταν εκεί και
φαρμάκωναν κάθε μου ώρα.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Τη ζωή μου που ξέρεις,
όχι, δεν είναι αλήθεια, έφτιαξα ένα παραμύθι για σένα… και για τους άλλους,
αλλά πιο πολύ για σένα. Πριν γεννηθείς, γέννησα το παραμύθι που θα σου έλεγα,
σαν θα γύρευες να μάθεις για μένα και τη ζωή μου, για το παρελθόν μου, τα
γονικά μου, τα νιάτα μου. Εγώ, εγώ… είδα τη μάνα μου να πεθαίνει από το ίδιο
της το χέρι. Ήταν Γενάρης του ’43, λίγο μετά τα Χριστούγεννα. Έδεσε μια ζώνη
στο δοκάρι του<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>ταβανιού, στην κουζίνα
μας, την πέρασε στο λαιμό της, ανέβηκε σ’ ένα σκαμνί –στην γκαζιέρα έβραζε
φαγητό, καλό φαγητό, κοτόπουλο και μοσχομύριζε το κρέας κι ο αγέρας στο μαγεριό
είχε πλημμυρίσει από τη λιπαρή ευωδιά πασπαλισμένη με την άψα του πιπεριού,
πιπέρι το ’43, κοτόπουλο, ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Ανέβηκε στο σκαμνί, τύλιξε
τη ζώνη στο λαιμό της, έδωσε μια στο σκαμνί… Εκείνη την ώρα μπήκα στην κουζίνα.
Και την είδα, κρεμασμένη, να χτυπιέται, να τινάζει τα πόδια της σα ζώο που το
σφάζουν, να βγαίνουν σάλια κι αφροί από το στόμα της, τα μάτια γουρλωμένα να
πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους, η γλώσσα μπλαβιασμένη κρεμόταν πια έξω απ’
το στόμα, όλο το πρόσωπο πρησμένο, κοκκινόμαυρο, το πρόσωπο είπα, όχι δεν ήταν
το πρόσωπο της μάνας μου αυτό, αγνώριστο, αγωνιζότανε να αναπνεύσει, κλωτσούσε
στον αέρα, είδα τη μια παντοφλίτσα της να πέφτει κάτω… Την κοίταζα ξέπνοος, δεν
καταλάβαινα τι γινότανε, το μυαλό μου είχε σταματήσει… Να σκεφτώ να πάρω ένα
μαχαίρι να κόψω τη ζώνη να την κατεβάσω; Παιδί ήμουνα, πώς να ξέρω... Με είχε
δει, είμαι σίγουρος ότι με είχε δει. Κατάλαβα το πιο απελπισμένο βλέμμα που
μπορεί να δώσουν μάτια ανθρώπινα να μπαίνει μέσα στην ψυχή μου σαν ξυράφι, μα δεν
κατάλαβα τι σήμαινε το βλέμμα εκείνο. Για ένα ήμουν σίγουρος η μάνα μου πέθανε
στερεμένη από αγάπη, δεν είχε μέσα της μια σταλιά αγάπη ούτε για τον εαυτό της
ούτε για μένα, αυτό το ήξερα καλά, μη με ρωτήσεις πώς, το ήξερα. Η μάνα μου
πέθανε μέσα σε μια απέραντη, ερημική σιχασιά χωρίς να αγαπάει κανέναν.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi2oEYe92AblzFFdMzCsh47nM60YQ6mRIlewRpPMxNAcf6afvZkuWw2d4_nF9kNsjQdCs2LqLdkVXcLS7yPbluIke37hERkCQZdqLnVqq1kDkAsvDuabPQtCTCsm4oYWPTF9Po9EzJ-Tg/s1600/6.gif" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="600" data-original-width="423" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi2oEYe92AblzFFdMzCsh47nM60YQ6mRIlewRpPMxNAcf6afvZkuWw2d4_nF9kNsjQdCs2LqLdkVXcLS7yPbluIke37hERkCQZdqLnVqq1kDkAsvDuabPQtCTCsm4oYWPTF9Po9EzJ-Tg/s320/6.gif" width="225" /></a></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: center; text-indent: 36pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;"><br /></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Φαίνεται ότι άρχισα να
ουρλιάζω, γιατί ήρθε ο πατέρας μου και με γρήγορες σίγουρες κινήσεις πρώτα
έσβησε την γκαζιέρα κι έπειτα έκοψε τη ζώνη και κατέβασε το άψυχο πια κορμί
της. Είχα παγώσει. «Τι κοιτάς έτσι;» μου φώναξε ο πατέρας μου. «Η μάνα σου
πέθανε. Σύρε να φωνάξεις τη θεια σου τη Στέλλα –έμενε δυο δρόμους παρακάτω η
θεία μου- αλλά μην της πεις τι έγινε. Μόνο πως είπα εγώ ότ’ είναι ανάγκη,
μεγάλη ανάγκη να έρθει αμέσως». <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">«Κοτόπουλο ψένετε;» είπε η θεία
Στέλλα την ώρα που γονάτιζε πάνω από την πεθαμένη μου μάνα και της έστρωνε τα
ρούχα και τα μαλλιά. «Μην πείτε τίποτα. Για να την θάψουν χριστιανικά» μας
συμβούλεψε.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Γύρισα στο σπίτι κάνε μια
βδομάδα μετά. Στο μεταξύ είχα μείνει σ’ αυτηνής της θειας της Στέλλας, κακιά
γυναίκα, συμφεροντολόγα, άπονη, δεν την ήθελα αλλά μόνο με τα παιδιά της μπορούσα
να παίζω. Τ’ άλλα παιδιά στη γειτονιά… κανένα δεν μ’ έπαιζε, κανένα δεν μου
μιλούσε. Σχολειό δεν πήγαινα. Με είχαν σταματήσει.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;"><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Τρέμανε τα πόδια μου σαν μπήκα μέσα στο σπίτι,
ο πατέρας μου ήταν εκεί και δεν έλεγε λέξη, μόνο έπινε αργά μεγάλες γουλιές από
ένα θολό, κατσιασμένο κρασί σαν κάτουρο.<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>Πήγα κοντά του, μα με απόδιωξε χωρίς μιλιά. Κάθισα στην πόρτα και τον
κοιτούσα σαν πεινασμένο σκυλί και τρέχανε τα μάτια μου, έντεκα χρονώ δεν ήμουνα
καλά-καλά, ήθελα μια αγκαλιά. Ύστερα από ώρα γύρισε προς τα μένα, είχε τα μάτια
κόκκινα του αιμάτου και το πρόσωπό του ήταν σαν θυμωμένου ζώου. Τον φοβήθηκα.
Πάντα τον φοβόμουν, όχι μη με δείρει όπως φοβούνταν συνήθως τους πατεράδες τα
παιδιά, αλλά είχε αυτό το αλλούτερο, απρόβλεπτος, θεριό, σαν να ‘μενε ανάμεσα
στον κόσμο των ανθρώπων και των ζώων αναποφάσιστος, δεν είχε κανόνες, δεν
έσκυβε στα πρέπει των ανθρώπων, ένα ήξερε μονάχα: να περνάει το δικό του. «Τι
θες;» μου είπε, «εδώ δεν είναι κανείς, δεν βλέπεις; Φύγε, σύρε πίσω στη θεια
σου, της έδωσα για να σε φροντίσει μέχρι να μπορείς να φροντίζεις μόνος σου τον
εαυτό σου». <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Είχε στεγνώσει το στόμα
μου, όσο μιλούσε, έβλεπα τη μάνα μου κρεμασμένη, σαν να ήταν κέντημα σε κουρτίνα
διάφανη η εικόνα της κι όλα να τα ‘βλεπα μέσα απ’ αυτήν και πιότερο τον πατέρα
μου που μου μιλούσε σαν να έφταιγα…<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Μέσα
μου, η ψυχή μου ήταν παγωμένη, δεν ένιωθα τίποτε, δεν πονούσα, σα να ‘χε
εγκλωβιστεί <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>σ’ ένα παγόβουνο ο πόνος μου
κι είχε έρθει το παγόβουνο μέσα μου κι είχε λιώσει την ψυχή μου κι είχε πάρει
τη θέση της, ένα παγόβουνο κοφτερό κι επικίνδυνο, δεν μπορούσα ούτε να ανασάνω.
Όλος ο κόσμος είχε γίνει το κορμί της κρεμασμένης και η λαχτάρα να μ’
αγκαλιάσει ο πατέρας μου. Να μου εξηγήσει, να μου πει πως μ’ αγαπά και πως έχω
λάθος, κι η μάνα μάς αγαπούσε. Άκουγα μέσα μου θορύβους, κρακ, κρακ, σαν να
‘σπαγαν γυαλιά, μεγάλα χοντρά γυαλιά –πώς έκανε εκείνη η μεγάλη γυάλα που
‘φερες από την Κρακοβία και την ξεχάσαμε πάνω στο αναμμένο μάτι, θυμάσαι το
θόρυβο που έκανε σαν άνοιξε στα δυο;<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>έτσι…<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Κάποτε κατάφερα να
κουνήσω τα πόδια μου και σιγά-σιγά πήγα στην κουζίνα. Όλα ήταν συγυρισμένα, στο
νεροχύτη τα πιάτα πλυμένα, το τραπέζι, που η μάνα το ‘χε τραβήξει λίγο στην
άκρια εκείνη την ημέρα ήταν πάλι στη θέση του, ένα πιάτο σκεπασμένο με πετσέτα πάνω
του είχε κάτι φαγώσιμο, οι καρέκλες γύρω από το τραπέζι, στο «φανάρι»
διακρινόταν ένα μισοκάρβελο. Ένιωθα την απουσία της παντού. Και μόνο όταν
σήκωσα τα μάτια στο παραθυράκι κι είδα στο πρεβάζι τα δυο γλαστράκια, ένα με
λεβάντα κι ένα με βασιλικό, ένιωσα τη μάνα μου εκεί, μου βγήκε μια φωνή αδύναμη
σαν ποντίκι που το πατάνε και τρεκλίζοντας έφτασα εκεί, πήρα το γλαστράκι με τη
λεβάντα στα χέρια μου και το φιλούσα σαν να ‘τανε τα μάγουλά της, και την
καλούσα να ξαναγυρίσει πίσω, και της ζητούσα συγχώρεση... Πώς έπεσε το μάτι μου
στο ερμάρι που φυλάγαμε τα πιάτα, στο ποδαράκι το πίσω, που ήταν κολλημένο στον
τοίχο, είδα κάτι να μαυρίζει, ασυναίσθητα έσκυψα και το μάζεψα. Ήταν εκείνη η
παντοφλίτσα της.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Με την παντοφλίτσα αυτήν
στην τσέπη έφυγα από το σπίτι και γύρισα στης θείας Στέλλας και λίγες μέρες
μετά ο πατέρας μου μ’ έστειλε σε κάτι συγγενείς μας σ’ ένα χωριό που δεν τους
είχα ξαναδεί, άνθρωποι του μόχτου, όλο ίσκιους η ψυχή τους. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Ο πόλεμος τέλειωνε. Στο
χωριό οι άνθρωποι μόνο αυτό συζητούσαν. Για τους γερμανούς, για τους συμμάχους
που είχαν τη μια νίκη πίσω από την άλλη και γι’ αυτούς στα βουνά. Γνώρισα
μερικούς από αυτούς στα βουνά τότε, κρατούσαν όπλα και κατέβαιναν με χίλιες
προφυλάξεις στο χωριό να δουν τους δικούς τους. Πολύ λίγοι από ‘κεινο το χωριό
είχαν ανέβει στα βουνά, οι πιο πολλοί συνέχισαν να τα κάνουν όλα όπως και<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>πριν αλλά με φόβο, μέγα φόβο. Συχνά πυκνά οι
γερμανοί έμπαιναν στα σπίτια, χτυπούσαν αλύπητα ακόμα και γέρους και γυναίκες,
άρπαζαν, σκότωναν. Μεθούσαν κι ένα βράδυ μεθυσμένοι στρατιώτες βίασαν και
σκότωσαν τη δασκάλα του χωριού. Δυο μέρες την έψαχναν. Βρήκαν το πτώμα της σε
κάτι λόχμες στην βόρεια έξοδο του χωριού μισόγυμνο, μπλαβισμένο το πρόσωπό της.
Τους μισούσα. Τους έβλεπα σα δαίμονες που είχαν βγει μέσα από τη γη για να σκορπίσουν
θάνατο στον κόσμο. Δεν καταλάβαινα πολλά, μόλις που κόντευα τα δώδεκα πια. Μέσα
στο παιδικό μυαλό μου οι γερμανοί , ο Χίτλερ συνδέθηκαν με το θάνατο της μάνας
μου, έφταιγαν αυτοί που η μάνα μου κρεμάστηκε –γιατί κρεμάστηκε, το ήξερα, κι
ας είχαν προσπαθήσει όλοι να μου πουν ότι δεν είδα αυτό που είδα, ότι τάχα το
‘φτιαξα με το μυαλό μου… Στο τέλος, σαν είδαν πως<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>δεν άλλαζα γνώμη με φοβέρισαν να μην το πω
ποτέ, ούτε να το σκέφτομαι δεν είχα δικαίωμα, αλλά εγώ μόνο αυτό σκεφτόμουν,
μόνο αυτό, κάθε μέρα, όλη μέρα…. Ούτε και στη θεία στο χωριό το είπαμε -αυτή
νόμιζε πως είχε πεθάνει σε ατύχημα η μάνα, έπεσε της είχαν πει και χτύπησε το
κεφάλι της και έμεινε στον τόπο. Τους γερμανούς τους μισούσα, ναι,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>ήθελα να τους κάνω κακό, να τους εξαφανίσω κι
όλο ονειρευόμουνα τουφέκια και κατορθώματα και τη μάνα μου ζωντανή να με
θαυμάζει και να με αγαπάει.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjcPalB9ioW9EK_w33sTst04dbTZxRo2Y7g7idAjQLEVI4hRn-Nd3NklYI2FJziQiYGTMqCieiE8caBWqZIarnBbPmkE-aTqjUjrBIO6ZPR7fzrlwz53oagMPhFDhx6AopJ5o5s3tahvA/s1600/52851.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="350" data-original-width="264" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjcPalB9ioW9EK_w33sTst04dbTZxRo2Y7g7idAjQLEVI4hRn-Nd3NklYI2FJziQiYGTMqCieiE8caBWqZIarnBbPmkE-aTqjUjrBIO6ZPR7fzrlwz53oagMPhFDhx6AopJ5o5s3tahvA/s320/52851.jpg" width="241" /></a></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: center; text-indent: 36pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;"><br /></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Κάποτε τέλειωσε ο
πόλεμος, έφυγαν οι γερμανοί, μέτραγε ο κόσμος τις πληγές του. Έφυγαν οι
γερμανοί αλλά οι συνεργάτες τους έμειναν πίσω σαν νικητές. Στο χωριό που έμενα
ήταν ένας, ο Λαυρέντης, αντί να κρυφτεί, περπάταγε κορδωτός και φοβέριζε, έλεγε
ονόματα και έδειχνε φωτογραφίες, τάχα που ήταν κολλητός με πρόσωπα σπουδαία της
πολιτικής και της οικονομίας. Κι όλο έλεγε πως έπρεπε κάτι γερό να γίνει να
ξεβρωμίσει ο τόπος. Σου είπα ότι ήμουν δώδεκα χρονώ, περίπου δώδεκα, και
άβγαλτος, τίποτα δεν ήξερα, ποιους εννοούσε τάχα ο Λαυρέντης, αλλά πήγαινε ο
νους μου στους ανθρώπους του βουνού, ίσως γιατί κάθε φορά που ο Λαυρέντης
ξέρναγε χολή, σήκωνε το κεφάλι ψηλά κι έδειχνε με μια πρόστυχη κίνηση τα βουνά.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Ο πατέρας μου όλους
αυτούς τους μήνες δεν είχε εμφανιστεί ποτέ, δεν είχε στείλει ένα μήνυμα,
τίποτε. Ούτε όταν τέλειωσε ο πόλεμος έδωσε σημεία ζωής, άρχισα ν’ ανησυχώ.
Ρώτησα την συγγένισσα «θεια, μην έχεις νέα από τον πατέρα μου; Πότε θα ‘ρθει να
με πάρει;» «Γιατί, πουλί μου», είπε η γυναίκα,<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>«δεν σ’ αρέσει εδώ μαζί μας;». «Όχι, καλά είναι, αλλά, να, θέλω να πάω
πια στο σπίτι μου» της είπα. Κούνησε εκείνη το χέρι και της έφυγε ένα γέλιο
φαρμακερό «Πάει πια εσένα το σπίτι σου, γιε μου», είπε. ‘Έκανε πολλά ο πατέρας
σου λένε… Μείνε εδώ μέχρι να ξεχαστούνε, γι’ αυτό σ’ έφερε στο χωριό» και πριν
προλάβω να τη ρωτήσω, γύρισε την πλάτη της και εξαφανίστηκε. Δεν μ’ άφησε ξανά
να της ανοίξω κουβέντα. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Μια μέρα το πήρα απόφαση,
άφησα ένα σημείωμα, πήρα λίγο ψωμί σ’ ένα μαντήλι και γύρισα μ’ ένα φορτηγό
στην Αθήνα. Βρήκα το σπίτι μας παρατημένο, ρημαγμένο, πρέπει να ‘ταν μήνες
ακατοίκητο. «Ο πατέρας σου λείπει μακριά. Θα γυρίσει σε κανα δυο μήνες», μου είπε
η θεία Στέλλα με τα μούτρα ξινισμένα, «καλύτερα να γυρίσεις στο χωριό» Δεν την
άκουσα, τον περίμενα. Είχα χάσει τη μάνα μου, δεν άντεχα να μην έχω και πατέρα.
Γρουσούζης και κακότροπος ήταν πάντοτε, αλλά ήταν ο πατέρας μου, θα ‘κανα
υπομονή μέχρι να ‘ρθει να ξαναρχίσουμε τη ζωή μας. Δεν ήξερα, ευλογημένη άγνοια
και καταραμένη μαζί, δεν ήξερα…</span></span></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEif_MkcHtm-doOpgcny4vCh11Yk6CGbrt2fDSK2jxdO8lNS4xlYR6_cCu-RXhx2SH4_CoylxjsxNruqhzcIoCX4aYwFlQBjMPiny_-rTshpcktfYDoZtdn5PLkkF3p8IZjgMSlcXWsUfQ/s1600/180361.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="350" data-original-width="205" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEif_MkcHtm-doOpgcny4vCh11Yk6CGbrt2fDSK2jxdO8lNS4xlYR6_cCu-RXhx2SH4_CoylxjsxNruqhzcIoCX4aYwFlQBjMPiny_-rTshpcktfYDoZtdn5PLkkF3p8IZjgMSlcXWsUfQ/s320/180361.jpg" width="187" /></a></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: center; text-indent: 36pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;"><br /></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Γύρισε νωρίτερα, πολύ
νωρίτερα γύρισε ο πατέρας μου. Ένα απόγευμα του Αυγούστου. Το θυμάμαι ακόμα με
λεπτομέρειες. Καθόμουνα στην αυλή μας κι έβλεπα ένα γατί που έψαχνε μέσα στα
σκουπίδια για κανα φαγώσιμο. Το ‘κανα χάζι πώς χιμούσε μέσα στο κουβαδάκι με τα
σκουπίδια κι έχωνε το κεφάλι του ως μέσα κι έπειτα το ‘βγαζε, έτρεχε ένα γύρο
στην αυλή και ξαναρχότανε πίσω με ορμή ελπίζοντας. Έπεφτε ο ήλιος κατακόκκινος,
σαν να αιμορραγούσε ο ουρανός. Είχα στην τσέπη μου την παντοφλίτσα της
μακαρίτισσας της μάνας μου και τη χάιδευα και τα ‘χα χαμένα, δεν ήξερα τι μου
γινότανε, παιδί ήμουνα, ο πόλεμος είχε διαλύσει το σπίτι μου. Τις λίγες μέρες
που ήμουν εκεί έβλεπα παράξενα πράγματα, άνθρωποι κατσούφηδες,
προβληματισμένοι, σκιές βαριές στα βλέμματα, πέρναγα και σκουντιόντουσαν,
μιλούσαν και μόλις μ’ έβλεπαν έκοβαν την κουβέντα, δεν άφηναν τα παιδιά τους να
με πλησιάσουν, χειρότερα από τα χρόνια της Κατοχής τώρα. Σκέφτηκα πως είχε να
κάνει με τη μάνα μου, που είχε δώσει τέλος μόνη της στη ζωή της αλλά δεν ήταν
σωστό, εγώ τι έφταιγα, δεν μου ‘φτανε η ορφάνια μου, δεν μου ‘φτανε που έλειπε
ο πατέρας μου, μόνο μου ένα παιδί ούτε<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>δώδεκα χρονώ καλά-καλά; Τότε γύρισε ο πατέρας μου.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Θαρρείς μου μίλησε; Μ’
έσπρωξε κι έπεσε ξερός στο κρεβάτι, το χνώτο του μύριζε οινόπνευμα, τα μάγουλά
του αξύριστα από μέρες, το παντελόνι έζεχνε. Περίμενα ξάγρυπνος να συνέρθει.
Αυτό έγινε το άλλο μεσημέρι. Μου ζήτησε καφέ και μου ‘δωσε λεφτά για να φέρω φαγητό
και τσιγάρα. Ούτε αγκαλιά, ούτε χάδι, ούτε κουβέντα, τίποτε. Σαν γύρισα πίσω με
όσα ζήτησε, έβαλε να φάμε και αφού απόφαγε «δεν σου ‘πα να μείνεις στο χωριό;»
μου είπε με φωνή βραχνή και άχρωμη. Δεν απάντησα, τι να του ‘λεγα για όσα
βασανίζανε την ψυχή μου. Σάμπως θα καταλάβαινε; «Αύριο πρωί-πρωί θα σε στείλω
πίσω μ’ ένα φίλο μου, έχει φορτηγό αυτός», μου είπε «τον θυμάσαι τον Ζακολύκο,
τον Παρασκευά; Τον θυμάσαι;». Δεν το θυμόμουνα κι ούτε είχε σημασία. «Άσε με να
μείνω μαζί σου, πατέρα» είπα κι εκείνος γέλασε. «Εγώ δεν σε ήθελα, η μάνα σου
είχε λυσσάξει για παιδί, τώρα πάλι τι να σε κάνω; Έχω δουλειές».<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Παρ’ όλ’ αυτά, στο χωριό
δεν γύρισα κι ούτε θυμάμαι γιατί δεν ήρθε αυτός ο Ζακολύκος να με πάρει. Έμεινα
στο σπίτι. Μου ‘χε μπει η ιδέα να πάω στο σχολείο.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Άνθρωποι μπαινόβγαιναν
στο σπίτι μας, ποιοι ήταν, άνθρωποι που δεν τους είχα δει ποτέ παλιότερα.
Σπάνια είχαμε επισκέψεις τα χρόνια που ζούσε η μάνα μου. Απ’ αυτούς που
έρχονταν οι πιο πολλοί μοιάζαν του πατέρα μου. Πίνανε, καπνίζανε, μιλάγανε πολύ,
μερικές φορές γελάγανε-ένα γέλιο βροντερό και πρόστυχο- η ματιά τους είχε κάτι
φαρμακερό. Τους φοβόμουνα, κάτι πιο πολύ τους σιχαινόμουνα, νόμιζα ότι άφηναν
πίσω τους μια γλίτσα επικίνδυνη που με απειλούσε, σαν να κινδύνευα να πέσω μέσα
της και να χαθώ στην αηδία της. Είχα αρχίσει να καταλαβαίνω κάποια πράγματα,
όταν μια μέρα, μεσημέρι ήτανε το θυμάμαι καλά, σκεφτόμουνα πάλι τη μάνα μου,
άκουσα κλάματα έξω από το σπίτι μας και θόρυβο δυνατό –πέτρες, πετούσαν πέτρες
στο σπίτι. Έκανα ν’ ανοίξω το παράθυρο κι είδα την κυρά- Στάσα, που ‘χε τους
δίδυμους. Φόραγε μαύρα κι έκλαιγε, σφάδαζε, αναθεμάτιζε γη κι ουρανό, φώναζε τα
παιδιά της… Και καταριότανε τον πατέρα μου. Βγήκαν οι γείτονες ένα γύρω να την
μαζέψουν, «φτάνει, κυρά-Στάσα, μπες μέσα, έχεις κι άλλα παιδιά, τι θέλεις;» Κι
όπως άνοιξα το παράθυρο για να δω τι γίνεται, τι ‘ναι οι φωνές ετούτες, άκουσα
τον Παναγιώτη, που ‘χε το μπαρμπέρικο, να μου λέει «Μπες μέσα, ρε μούλικο του
ρουφιάνου». Και πετάχτηκε μια γειτόνισσα απ’ αυτές που κράταγαν την κυρά- Στάσα
και λέει «τι φταίει, Παναγή κι αυτό το ορφανό; Μη δεν την έφαγε και τη μάνα του
ο αντίχριστος;» <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Κεραυνός να με είχε βρει,
δεν θα ‘τανε χειρότερα. Αυτά που θολά και μπερδεμένα προσπαθούσα να τα βάλω σε
μια σειρά, τώρα τα καταλάβαινα όλα. Μου πήρε μερικές μέρες να μαζέψω το νου μου
και να μάθω όσα χρειάζονταν. Ήθελα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί, να πεθάνω
ήθελα, να πάω κοντά στη μάνα μου. Ο πατέρας μου… ο φονιάς… και ο φονιάς της. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Λίγες μέρες μετά, εκεί
που καθόμασταν το βράδυ στο τραπέζι, τα ‘χα μελετημένα όλα, «Εσύ φταις που η
μάνα μου κρεμάστηκε;» του πέταξα απότομα και χωρίς καμιά προετοιμασία. Μάσησε
ήσυχα τη μπουκιά του, κατέβασε το πηρούνι του στο πιάτο του, γύρισε προς το
μέρος μου και νόμιζα πως το βλέμμα του θα με σκότωνε. Πήρε ανάσα βαθιά, σα να
του ‘χε λείψει ο αέρας από ώρα και το ίδιο απότομα, σαν που τον είχα
ρωτήσει,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>μου είπε «Όσο ήταν εδώ οι
γερμανοί τους δούλεψα με την ψυχή μου και γέμισα παράδες. Πώς νομίζεις ήταν
γεμάτο το τραπέζι μας και κόκκινα τα μάγουλά σου όταν στη γειτονιά ψοφάγαν απ’
την πείνα… Και τώρα είναι εποχή για τις μεγάλες μπάζες… Ξεβρωμίζουμε τον τόπο
απ’ τους ξυπόλυτους, τους μαγαρισμένους, αφέντες είμαστε και στα χρόνια της
κατοχής αφέντες ήμασταν κι αφέντες θα είμαστε για πάντα. Ακούς που τέλειωσε ο
πόλεμος; Τρίχες… Ο πόλεμος δεν θα τελειώσει ποτέ, ο πόλεμος είναι λεφτά και
εξουσία, γιατί να τελειώσει; εμείς είμαστε οι νικητές, κάνω έτσι χραπ! Κι όποιο
κεφάλι μου γουστάρει το ρίχνω στο τσουβάλι. Τι με κοιτάς; Κι η μάνα σου έτσι με
κοίταξε εκείνη την ημέρα… Στην αρχή με τρόμο, ακούς, με κοίταξε με τρόμο λες κι
έβλεπε βουρδούλακα να βγαίνει από τον τάφο, τρόμο, τα μάτια της γουρλώσανε –μια
σιχασιά- τα χείλια της κάτασπρα, έτρεχε σάλιο εδώ στο πλάι, κι έτρεμε σύγκορμη,
την αηδίασα. Σηκώθηκα, έβγαλα το λουρί και της χάραξα την πλάτη και τα μούτρα,
δεν έβγαλε τσιμουδιά, εκεί γουρλωμένα τα μάτια και να τρέμει του θανάτου.
Κουλουριάστηκε σε μια γωνιά και κοίταζε τον τοίχο σαν να ‘βλεπε τον μπαρμπα –
Μιχάλη ατό του να την φωνάζει. Θα της περάσει, είπα μέσα μου κι έβαλα να φάω. Το
άλλο πρωί –εσύ ήσουν στα ξαδέρφια σου, στη Στέλλα- το άλλο πρωί τη βρήκα να
‘ναι ακόμα εκεί, να, κοίτα, εδώ που σου δείχνω, ανάμεσα στο ερμάρι και το
νεροχύτη, είχε περάσει εκεί όλη τη νύχτα. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Τι
κάνεις εκεί, μωρή; της λέω κι όσοι δεν μου απάνταγε τόσο θύμωνα και τα ‘βλεπα
όλα κόκκινα. Έφτυσα στο πάτωμα κι έκανα να φύγω για να μην την καθαρίσω εκείνη
τη στιγμή και τότε είδα πώς με κοιτούσε. Αναποδιασμένο το βλέμμα της, γυρισμένο
προς τα μέσα, <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>με μισούσε, με σιχαινότανε
και με μισούσε. Είχε μάθει ποιος ήμουνα και τι δουλειές έκανα και με μισούσε…
Το φοβήθηκα το μάτι της και για να μην το καταλάβει και με πάρει για αδύναμο,
την άρπαξα από τα μαλλιά και τη σήκωσα στα πόδια της και της έριξα δυο
χαστούκια. Δεν κουνήθηκε. «Αυτός είμαι» της είπα «και μαζί μου θα μείνεις για
πάντα, γυναίκα μου και δούλα μου. Μπρος βάλε να μαγερέψεις».<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Και δεν κουνήθηκε, ρε φίλε, δεν έβγαλε άχνα,
μόνο με κοίταζε με σιχασιά, με περιφρόνηση η ξυπόλητη η μάνα σου, της πλύστρας
η κόρη. Τρεις μήνους τέσσερις, γυναίκα μου δεν ήταν πια, στο κατώφλι δεν
έβγαινε, όλο αυτό τον καιρό οι μόνες κουβέντες που μου ‘πε ήταν να προσέχω μην
καταλάβεις τίποτε εσύ, μόνο για σένα νοιαζότανε. Μετά χειροτέρευε η κατάσταση,
τη βαρέθηκα, σαν κουφάρι πεθαμένο μέσα στο σπίτι μου, μ’ ανατρίχιαζε. Μετά
άρχισε να μην τρώει, πέντε μέρες, δέκα, πόσο ν’ αντέχει ο άνθρωπος…<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>δεν έβαλε στο στόμα της μπουκιά, σιγά που μ’
ένοιαζε. Στο τέλος κρεμάστηκε κι ησυχάσαμε από δαύτη. Και να σου πω, γιόκα μου,
-το ‘πε το «γιόκα μου» σα βρισιά και βρισιά το ‘νιωσα κι εγώ- καλό μου ‘κανε. Η
γειτονιά βεβαίωσε τα όσα είχε μισοκαταλάβει, τώρα μπορούσα πια ελεύθερα να
είμαι αυτό που ήμουνα, τώρα οι γειτόνοι πια με κοίταζαν με υποταγή εκτός από
κάτι κωλόπαιδα που, όταν συναντιόμασταν, έσερναν το μεγάλο δάχτυλο κατά μήκος
του λαιμού, μαχαίρι τάχαμου και μ’ απειλούσαν. Τους κανόνισα τους
περισσότερους. Τώρα θα κανονίσω και τους υπόλοιπους και θ’ ανοίξω μια ταβέρνα,
δυο στρέμματα μαγαζί, εδώ στη γειτονιά κι όποιος κουνήσει, εγώ, θα τον θάψω
αντί για κοκκόρι σφαγμένο στα θεμέλια της…». <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Τέτοια μου είπε και τ’
άκουσα όλα, τ’ άκουσα και γέμισε το μυαλό μου μπάλες φωτιάς και αίμα. Πονούσα,
όλο μου το κορμί, το κεφάλι μου, η ψυχή μου πονούσε…<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Από την οργή, από το μίσος και τη ντροπή.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<br /></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<span style="font-size: large;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEikDt1U8WE_lquXs4dj3fqRONXtXwoxG215dgaeNrSU9jd_b0pHLleOJ5e-nJhsecdRKf4ELMzip14iTkD8GCNUNmKGw9rlTcoBIy-I5tBrFj3VUC2XGTFJFAtJjRoiPWA47NvXqk0oAA/s1600/kokkinia_560.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="440" data-original-width="560" height="251" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEikDt1U8WE_lquXs4dj3fqRONXtXwoxG215dgaeNrSU9jd_b0pHLleOJ5e-nJhsecdRKf4ELMzip14iTkD8GCNUNmKGw9rlTcoBIy-I5tBrFj3VUC2XGTFJFAtJjRoiPWA47NvXqk0oAA/s320/kokkinia_560.jpg" width="320" /></a></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Σα να μην άντεχε άλλο
τότε ο πατέρας μου, σταμάτησε για λίγο. Έριξε το κεφάλι πίσω κι έκλεισε τα
μάτια. Όλη αυτή την ώρα που τον άκουγα με κομμένη ανάσα, παρατηρούσα το πρόσωπό
του και δεν το αναγνώριζα. Αγωνία και πόνος και ντροπή και μίσος, ένα μίσος
καυτό, αγωνιζόντουσαν να κυριαρχήσουν πάνω του, να το κατακτήσουν και να
μείνουν εκεί, ξεθωριάζοντας τα χαρακτηριστικά του. Φοβήθηκα μην πάθει τίποτε,
έβλεπα τις φουσκωμένες φλέβες να πάλλονται και τρόμαζα, ήταν υπερτασικός, η
συγκίνηση μπορεί να τον οδηγούσε σε κανένα εγκεφαλικό, του ‘πιασα το χέρι
«Ηρέμησε, πατέρα, να ξαπλώσεις καλύτερα, τα λέμε άλλη φορά».<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Δεν ήθελε. Κούνησε το κεφάλι του δεξιά-
αριστερά πολλές φορές, «άσε με, πρέπει, μόνο λίγο νερό, κρύο, από το ψυγείο…».
Του ‘φερα ήπιε, συνέφερε κάπως. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">«Μη με κόβεις, άσε με να
στα πω… Δεν είχε τελειώσει ακόμα. Είχε κι άλλα να πει. Έστριψε τσιγάρο, το
άναψε και συνέχισε. Έφαγα πολλούς μου είπε, θα φάω κι άλλους. Να ξεβρωμίσει ο
τόπος, να μείνουμε οι νοικοκυραίοι να φαγωθούμε μεταξύ μας, να αυγατέψουμε το
μερτικό μας ο καθένας. Αλλά η μάνα σου ήθελε και τα ‘παθε. Καλά δεν πέρναγε;
Δήθεν η ψυχή της, η συνείδηση…<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Συνείδηση
λένε οι χαζοί τη χαζομάρα τους, οι νικητές δεν έχουμε τέτοια στο κεφάλι μας,
περπατάμε ίσια μπροστά κι ό,τι βρούμε εμπόδιο στο διάβα μας, το σαρώνουμε, γι’
αυτό είμαστε νικητές, ούτε ιδέες, ούτε τέτοια κουραφέξαλα, μόνο η νίκη μετράει
και να ‘σαι πάντα με το στρατόπεδο των νικητών…». Τότε πια έκλεισα τα αυτιά μου
με τα χέρια μου και πήρα να κλαίω με λυγμούς κι έπειτα το ‘βαλα στα πόδια κι
έτρεχα, έτρεχα, μέχρι το λόφο του Μπλάτζα πήγα τρέχοντας κι έμεινα εκεί πάνω
στις ερημιές μόνο μου, δώδεκα χρονώ παιδί, μέχρι που ξημέρωσε και μίλαγα μόνος
μου κι έλεγα πως ο<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>πατέρας μου ήταν
ρουφιάνος των γερμανών και τώρα πάλι ρουφιάνος ήτανε και πως είχε σκοτώσει τη
μάνα μου και<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>πως τον μισούσα… Και μέσα
μου σηκώνονταν κύματα από λάβα και μ’ έκαιγαν, έκαιγαν το νου μου και την ψυχή
μου και τη μνήμη μου και σαν να γένναγε το κορμί μου γυαλιά και σίδερα και
‘βγαιναν απ’ τις σάρκες μου κόβοντάς τες χοντρά κομμάτια. Παραλίγο να τρελαινόμουνα
εκείνη τη νύχτα, εκείνο το ξημέρωμα, δεν ήθελα τη ζωή μου, να πάω να βρω τη
μάνα μου ήθελα, αλλά μετά σκέφτηκα, δεν ξέρω πώς, μέσα σε κείνη την αντάρα του
μυαλού μου γεννήθηκε μια σκέψη καθαρή, κρυστάλλινη. Βολικό που θα του ‘ρχότανε
να πεθάνω. Δεν μ’ αγαπούσε, δεν θα του ‘λειπα, και δεν θα υπήρχε κανείς να
εκδικηθεί το θάνατό της. Ήξερε καλά –το καταλάβαινα πως το ήξερε- πως δεν
μπορούσε να με πλάσει όπως ήθελε, ναι, θα του ήταν βολικό να βγω από τη μέση.
Και με τη θέλησή μου, σαν τη μάνα μου. Απ’ την τρέλα της πήρε, θα έλεγε στον
κόσμο, αν έπρεπε κάτι να πει. Και θα συνέχιζε να κάνει ό,τι έκανε χρόνια τώρα,
σκορπώντας γύρω του πόνο και θάνατο.<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>Ένιωσα πως έπρεπε να σκοτώσω το φονιά της, πως αυτό ήταν το χρέος μου
και η εξιλέωσή μου για το τέρας που με γέννησε, μικρή ανάπαψη<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>για μένα που γεννήθηκα από ένα τέτοιο σατανά.
<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Κι αποφάσισα να τον βγάλω
από τη μέση».<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Δεν πίστευα στ’ αυτιά
μου, ήρθε η κουβέντα του και με χτύπησε σαν κεραυνός, τι είχε πει; Δεν μπορεί
στ’ αλήθεια να το εννοούσε, χειρότερα ακόμα να το έπραξε. Ο πατέρας μου είδε
την έκφραση του προσώπου μου, κατάλαβε πώς πάλευα μέσα μου να δεχτώ τέτοιες
κουβέντες κι ακούμπησε το χέρι του στα μαλλιά μου. Είδα στο βλέμμα του μια
ανακούφιση…<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Κατάλαβα πως ήξερε ότι τον
αγαπούσα και τον θαύμαζα, τον είχα πρότυπο κι άγιο μου αλλά και πως ό,τι κι αν
μου εξομολογιόταν δεν θα ‘χανε την αγάπη μου και καθώς αυτό γινόταν ξεκάθαρο
στο νου του, μπορούσε να συνεχίσει και να ξεφορτώσει την ψυχή του, να μοιραστεί
το μυστικό του, μ’ εμένα το σπλάχνο και τον εξομολόγο του. Κατάλαβα πόσο με
αγαπούσε που δεν δίσταζε να ανοίξει την ψυχή του και να μου δείξει τι υπήρχε
εκεί μέσα, ο πατέρας μου, και σιώπησα για να τον βοηθήσω.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">«Μη, μη με κοιτάς έτσι,
ναι, σκότωσα τον πατέρα μου.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Δεν ήταν
δύσκολο, γιατί δεν το περίμενε. Τον έκαψα ζωντανό εκείνο το ίδιο βράδυ.
Ροχάλιζε μεθυσμένος. Δεν ήταν δύσκολο. Κι αυτό ήταν το χειρότερο. Που δεν μου
φάνηκε δύσκολο. Που πήρα τόσο εύκολα κι απλά το ρόλο του εκδικητή. Που έγινα
σαν αυτόν. Φονιάς.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Έφυγα με τα πόδια, μόνος
μου. Με τα ρούχα που φορούσα και την παντοφλίτσα της μάνας μου στην τσέπη.
Χωρίς όνομα. Ο γιος της μάνας μου. Όχι ο γιος του ρουφιάνου των γερμανών. Ο
γιος της κρεμασμένης. Μόνος μου.<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>Τρέμοντας να μη μάθει κανείς ποιος ήμουν πραγματικά. Με ένα πόνο που μου
έσφαζε ολημερίς τα σπλάχνα, την εικόνα της κρεμασμένης, με ένα πόνο βαθύ σαν
καρφί στη μέση του κεφαλιού, που δεν μετάνιωνα μήτε λεπτό για το φόνο του
πατέρα μου, ούτε μια τύψη ούτε ένα δάκρυ. Θόλωνε ο νους μου αλλά δεν κατάφερνα
να νιώσω μια στάλα<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>δροσιά για τον πατέρα
μου. Όσο μεγάλωνα, όσο μάθαινα τι έγινε εκείνα τα χρόνια, της Κατοχής, τον
εμφύλιο και τα μετά τα ήξερα καλά ατός μου, τα ‘ζησα, τα θυμάμαι, τόσο πιο πολύ
η ψυχή μου γέμιζε μίσος για τον άντρα εκείνο που έγινε άθελά του πατέρας μου
και μια φορά, κλαίγοντας πικρά, τα ‘βαλα και με τη μακαρίτισσα που καταδέχτηκε
να τον πάρει στο κρεβάτι της και να τον υποχρεώσει να της σπείρει στα σπλάχνα
ένα παιδί, εμένα. Όλη μου τη ζωή σιχαίνομαι τον εαυτό μου, γιατί έχω το αίμα
του, είμαι κομμάτι του κι όσες φορές κι αν τον σκοτώσω, πάλι ζει μέσα σε μένα,
ακόμα και που τον σκέφτομαι και λέω την ιστορία του –μην κοιτάς που εσύ πρώτη
φορά την ακούς, εγώ κάθε μέρα τη λέω στον εαυτό μου- ακόμα, που λες, που τον
σκέφτομαι και λέω την ιστορία μας, είναι σαν να ζωντανεύει, σαν να ‘ναι πάλι
ζωντανός, νικητής. Εγώ επέλεξα την πλευρά των νικημένων…»<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgnBKicJ18y3auNw0ruHJ_bMlrTixgqRnH3LYM8__Gbg88NFzHPQdKqinEtzxh7KarQfIBR_wS5PPfGXkpWOD00csu5x1J527aNd5j0VFshMHORGSMhUY0q08w7ylI5ccRlkmrRNEYSew/s1600/52a9b30900cd3.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="555" data-original-width="720" height="246" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgnBKicJ18y3auNw0ruHJ_bMlrTixgqRnH3LYM8__Gbg88NFzHPQdKqinEtzxh7KarQfIBR_wS5PPfGXkpWOD00csu5x1J527aNd5j0VFshMHORGSMhUY0q08w7ylI5ccRlkmrRNEYSew/s320/52a9b30900cd3.jpg" width="320" /></a></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: center; text-indent: 36pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;"><br /></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Δεν άντεξα, τον
αγκάλιασα, έκλεισα το κεφάλι του στις χούφτες μου, σαν παιδί τον ακούμπησα στο
στήθος μου και του φιλούσα τα αραιά λευκά μαλλάκια του. Έμεινε για λίγο έτσι
στην αγκαλιά μου κι έπειτα απελευθερώθηκε, στήθηκε καλά και ίσια πάνω στην
καρέκλα του και με ρώτησε «Με περιφρονείς, παιδί μου; Τώρα που έμαθες ποιος
είμαι με περιφρονείς; Με μισείς που σε υποχρέωσα να έχεις ένα τέτοιο παππού κι
ένα φονιά πατέρα;». «Σ’ αγαπάω, πατέρα», είπα, ελπίζοντας ότι η αγάπη μου θα
μπορούσε να απαλύνει τις πληγές. <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>«Σ’
αγαπάω πολύ, ακόμα πιο πολύ τώρα». Δεν φάνηκε να με πιστεύει, αλλά του ‘κανε
καλό η κουβέντα. «Τέτοια θεριά σαν τον παππού σου δηλητηριάζουν τη ζωή, είναι
καρκίνοι στο κορμί της ανθρωπότητας. Οι νικητές… και τα τσιράκια τους.
Σιχάματα… αλλά ήταν πατέρας μου και τον σκότωσα… Ήταν πατέρας μου… αλλά τον
σκότωσα. Έκαμα το χρέος μου… Και δεν έχω συγχώρεση, δεν ζητάω συγχώρεση, δεν
την δικαιούμαι αλλά έκανα το καθήκον μου, έτσι νομίζω» Κι έπειτα έβαλε το χέρι
στην τσέπη κι έβγαλε κάτι και το ακούμπησε μπροστά μου πάνω στο τραπέζι. Μια
παλιά, ταλαιπωρημένη παντοφλίτσα. «Είναι η παντοφλίτσα της μάνας μου. Να την
πάρεις εσύ τώρα. Να την φυλάξεις καλά. Άγια γυναίκα, βασανισμένη. Να τη
φυλάξεις καλά κι όταν γεράσεις να το δώσεις στον Άγγελο κι αυτός να το δώσει στο
δικό του παιδί.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Ένα τέρας ήτανε… Αλλά
υπάρχουν τόσα τέρατα ακόμη. Να φυλάξεις τη γυναίκα σου και το παιδί σου. Μακάρι
να μη χρειαστεί ποτέ να φτάσεις τόσο μακριά, αλλά αν χρειαστεί μη διστάσεις».<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Δεν είπα τίποτε πια. Με
το ένα χέρι κρατούσα την παντοφλίτσα και με το άλλο του σκούπιζα το πρόσωπο από
τον ιδρώτα και τα δάκρυα. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Ο πατέρας μου πέθανε
λίγες μέρες μετά. Η Έριν είπε ότι είχε ήρεμο πρόσωπο. Και με ρώτησε μετά πολλές
φορές γιατί έβαλα να σκαλίσουν πάνω στο μάρμαρο του τάφου του κάτι που έμοιαζε
με παντοφλίτσα.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<br /></div>
<div align="right" class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: right; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;">Φεβρουάριος –
Ιούλιος 2018</span></span></div>
<div align="right" class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: right; text-indent: 36.0pt;">
<span style="line-height: 150%;"><span style="font-size: large;"></span></span></div>
<a name='more'></a><span style="font-size: large;"><br /></span><br />
<span style="font-size: large;">[Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Μανδραγορας", τ. 60, Απρίλιος 2019.</span></div>
Μαρώhttp://www.blogger.com/profile/12390945134138828235noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6770344098448731441.post-63481589808830372892019-05-13T07:24:00.003-07:002019-05-13T07:24:50.056-07:00<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<div align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;">
<b><span style="font-size: x-large;">«Πάτερ ημών»</span></b></div>
<div class="MsoNormal" style="text-indent: 36.0pt;">
<span style="font-size: large;"><br /></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: large;">Απ’ την παιδική μου ηλικία πολλά
δεν θυμάμαι. Φευγαλέες εικόνες, λεπτομέρειες προσώπων και σωμάτων, ποτέ πρόσωπα
ολόκληρα, κάποια χρώματα, λίγες γεύσεις…<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>Στις περισσότερες αναμνήσεις υπάρχει πάντα η γιαγιά Ελένη.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: large;">Η γιαγιά απ’ την πλευρά της
μητέρας μου λίγο έμεινε στη ζωή μου. Πέθανε πριν κλείσω τα οκτώ, μα και τόσο
ήταν αρκετό για ν’ αφήσει βαθύ το σημάδι της πάνω μου. Άνθρωπος άκακος, αγνός,
του Θεού αρνί και σπουδαία νοικοκυρά. Μαγείρευε υπέροχα και έπλεκε με τα μικρά
κουρασμένα χέρια της, έπλεκε ασταμάτητα και γέμιζε συρτάρια ολόκληρα με
πετσετάκια για τα έπιπλα και τραπεζομάντηλα. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: large;">Πολλά δεν ξέρω γι’ αυτήν. Συγκεχυμένες
πληροφορίες από τη μάνα μου και κάποια σπαράγματα από δικά της λόγια που τα
συνδέω, όπως μπορώ, ανακατεύοντας γνώσεις της Ιστορίας που έλαβα κατόπιν, τόσο
που κάποτε δεν είμαι καθόλου σίγουρη αν αυτό που ξέρω το ξέρω πραγματικά ή μια
γνώση ιστορική πήρε το σχήμα της μάμμης μου. Πρόσφυγας είχε έρθει –κάπου έχω
ένα πολυκαιρισμένο, εύθραυστο χαρτί που το βεβαιώνει- από τη περιοχή της
Σελεύκειας. Πρέπει να ήταν από καλοστεκούμενη οικογένεια, ίσως και αρχοντική.
Την πάντρεψαν εκείνες τις δύσκολες ώρες του ξεριζωμού με ένα ράφτη από την
Καππαδοκία, τζαναμπέτη και ζηλιάρη, δεν πέρασε καλά μαζί του. Η ίδια δεν
πρόλαβε να μάθει γράμματα, δεν ήξερε να γράφει και να διαβάζει, με σταυρό
υπέγραφε για να πάρει την σύνταξή της, αλλά, όπως συνήθως οι άνθρωποι απ’ τα
μέρη της, ήταν θεοσεβούμενη και ήξερε απ’ έξω προσευχές και απολυτίκια της
εκκλησίας. Κάτω απ’ το μαξιλάρι της είχε ένα βίο της Αγίας Μαρίνας και μια
σύνοψη και, όσο στεκόταν στα πόδια της, κάθε Κυριακή έβαζε τα καλά της, σκέπαζε
το κεφάλι με το μαντήλι της –χωρίς μαντήλι δεν έβγαινε έξω ποτέ- <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>και πήγαινε να εκκλησιαστεί. Μου μάθαινε κι
εμένα προσευχές. Και ωραία, μεγάλα παραμύθια.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: large;">Τα ελληνικά δεν τα μιλούσε καλά,
τα τούρκικα άρχιζε να τα ξεχνά. Ξεκίναγε μια φράση στη μια γλώσσα και την
τέλειωνε στην άλλη. Η μια γλώσσα στέριωνε γοητευτικά μέσα στην άλλη κι έφτιανε
μαγικές κουβέντες και νοήματα και αν δεν είχα μπροστά στα μάτια μου το
τρομαγμένο βλέμμα της κάθε φορά που μιλούσε για την ώρα του ξεριζωμού, θα ‘λεγα
πως καταγόταν από μια χώρα νεραϊδένια, έξω από τους χάρτες των ανθρώπων, όπου
οι λαοί ζουν σαν άνθρωποι, γλώσσες και παραδόσεις και πολιτισμοί είναι φωτερά
πούπουλα αγγέλων και όχι βαρίδια του ξεχωρισμού και του μίσους.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: large;">Πολλούς συγγενείς δεν είχαμε,
ούτε από τη μεριά της μάνας ούτε απ’ του πατέρα μου την πλευρά. Για την
ακρίβεια, δεν είχαμε σχέσεις με πολλούς συγγενείς. Τα ονόματα που ήξερα ήταν συγκεκριμένα,
οι <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>βαθμοί συγγενείας κοντινοί. Ελπινίκη
και Μισλέμ δεν ήταν ονόματα που είχα ξανακούσει στο σπίτι. Αλλά εκείνη την
ημέρα, η μητέρα μου και η γιαγιά σηκώθηκαν νωρίτερα από το συνηθισμένο για να
ετοιμάσουν πιο προσεκτικά το σπίτι και να μαγειρέψουν. Γέμισε το σπίτι μας
μυρωδιές –μπαχάρια σε ατέλειωτους συνδυασμούς, πίτες και γλυκά, για να
υποδεχτούν τις δυο γυναίκες, ξαδέρφες της γιαγιάς, που είχε χρόνια να τις δει.
Και οι δυο τους, μάνα και κόρη, καθώς ετοίμαζαν το τραπέζι έλεγαν ιστορίες για
την Ελπινίκη και την Μισλέμ – Βηθλεέμ ήταν το κανονικό της όνομα, σπάνιο αλλά
όχι μοναδικό και σαφώς λιγότερο σπάνιο στα μέρη της και στην εποχή της από ό,τι
σήμερα. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: large;">Ήρθαν οι δυο γυναίκες νωρίς το
μεσημέρι. Τις φέρνω κάπως στο νου μου ακόμα, σχεδόν μισό αιώνα μετά. Δυο
αξιοπρεπείς γηραιές κυρίες που φορούσαν και οι δυο καπέλο –η μια με ένα φόρεμα
μελιτζανί με λαιμόκοψη, φούστα μαύρη και σκουρόχρωμο πουκάμισο με στρογγυλό
γιακαδάκι η άλλη, δεν μπορώ πια να τις ξεχωρίσω, ποια ήταν η Ελπινίκη και ποια
η Μισλέμ, αδερφές ήταν και πάντα η μια δίπλα στην άλλη, έλεγε η μάνα μου όταν,
αργότερα, μου μιλούσε καμιά φορά γι’ αυτές. Σεμνές, απέριττες, με ένα μικρό
χρυσό σταυρό διακριτικά φορεμένο στο λαιμό με ψιλή αλυσίδα, λεπτές, κάπως
μονοκόμματες με πρόσωπο γερασμένο –πάνω του σημάδια του χρόνου και της θλίψης,
μια θλίψη που έμαθα πολύ αργότερα ποια ήταν η πηγή της και σε τι τις οδήγησε. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: large;">Παρά το συγκρατημένο
παρουσιαστικό τους, ήταν τρυφερές και διαχυτικές, κάπως φλύαρες θυμάμαι, αλλά
ίσως τις αδικώ, είχαν χρόνια να βρεθούν με την ξαδέρφη τους, είχαν χρόνια να
δουν την ανιψιά τους και φυσικά δεν γνώριζαν εμένα. Μιλούσαν αχόρταγα και
προσπαθούσαν να κλείσουν γεγονότα χρόνων και ακόμα περισσότερων χρόνων μνήμες
και αναμνήσεις στις λίγες ώρες της επίσκεψης. Η γιαγιά ήταν χαρούμενη, τα
γαλανά μάτια της έλαμπαν και το φαφούτικο της στόμα γελούσε ευτυχισμένο. Δεν
καταλάβαινα και πολλά απ’ όσα λέγανε, γιατί κι αυτές όπως η γιαγιά, ανακατεύανε
πολλά τούρκικα λόγια στις κουβέντες τους, φράσεις ολόκληρες, πιο πολλές απ’ τη
γιαγιά, κι όταν μιλούσαν με τη γιαγιά μόνο τα τούρκικα χρησιμοποιούσαν,
φαινόταν πως τους έρχονταν πιο εύκολα.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: large;"><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Όταν κάτσαμε στο τραπέζι για το μεσημεριανό –ο
πατέρας έλειπε στη δουλειά- οι θεοσεβούμενες γυναίκες ετοιμάστηκαν για την
προσευχή και η μητέρα για να τις τιμήσει ζήτησε από αυτές να την πουν. Μια από
τις δυο τους, όποια ήθελε. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και συνεννοήθηκαν χωρίς
δυσκολία, την προσευχή να την πει η μεγαλύτερη αδερφή. Σταυρώσαμε τα χέρια πάνω
στο λευκό τραπεζομάντηλο, μπροστά στα άδεια ακόμη πιάτα κι εκείνη με φωνή
μονότονη αλλά κατανυκτική άρχισε να λέει λόγια που δεν τα καταλάβαινα. Ήξερα
πολλές προσευχές και τις ήξερα ολόσωστα, η μαμά μου επέμενε πολύ σ’ αυτό, να
τις λέω σωστά και καθαρά –και λέω τώρα πια που ίσως εκεί οφείλω την αγάπη της γλώσσας
και την ευτυχία που νιώθω κολυμπώντας σε διάφορες συγχρονίες της και ιδιώματά
της- ναι, ήξερα ένα σωρό προσευχές και τις έλεγα όλες σχεδόν το βράδυ πριν πέσω
για ύπνο,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>κι ας μην καταλάβαινα όλα όσα
έλεγαν, τις ήξερα και τις έλεγα σαν τρυφερά ξόρκια που μετέφεραν τη γλύκα και
την προστασία ενός Θεού που ήξερε και μπορούσε τα πάντα. Αυτά τα λόγια που
άκουγα, τούτη εδώ η προσευχή μου ήταν παντελώς άγνωστη κι απ’ τους ήχους που
άρθρωνε το μαραμένο στόμα της γριάς θείας δεν μπορούσα να σχηματίσω καμιά γνωστή
λέξη. Έβλεπα όμως ότι στα μάτια της είχε απλωθεί μια πλούσια υγρή γαλήνη και η
ευγνωμοσύνη για το φαγητό και για την συνάντηση. «Είναι το ‘Πάτερ ημών’ στα
τούρκικα» μου εξήγησε η μαμά μου που κατάλαβε την απορία μου. «Κάνει να λέμε
αλλιώς τις προσευχές;» ρώτησα τη μαμά μου αργότερα, όταν είχαν φύγει οι
γερόντισσες θείες. «Δεν ξέρουν καλά ελληνικά», είπε η μητέρα μου «προσεύχονται
στη γλώσσα που γνωρίζουν καλύτερα. Ο Θεός ξέρει όλες τις γλώσσες και
καταλαβαίνει τις ψυχές των ανθρώπων».</span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: large;">Οι θείες λίγα χρόνια μετά
σκοτώθηκαν σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Έφυγαν μαζί οι δυο αδερφές, όπως
μαζί είχαν ζήσει όλοι τους τη ζωή. Τη μέρα εκείνη που ήρθαν σπίτι μας την
θυμάμαι συχνά. Ιδίως όταν ακούω κηρύγματα μίσους και αποκλεισμού στο όνομα του
Θεού, προσβλητικά για το Θεό κηρύγματα. Αλλά και, από την άλλη,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>όταν συναντώ ανθρώπους από άλλες μεριές του
κόσμου, που έφτασαν εδώ αναζητώντας την ελπίδα, ανθρώπους που δεν μιλάμε την
ίδια γλώσσα αλλά μπορούμε θαυμάσια να συνεννοηθούμε για όσα μας πονάνε και για
όσα ονειρευόμαστε.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: right;">
<span style="font-size: large;"><br /></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: right;">
<span style="font-size: large;"><br /></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: right;">
<span style="font-size: large;">Ιούλιος 2018</span></div>
<div style="text-align: justify;">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;">[To διήγημα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Σύναξη" τ. 148, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2018]</span></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<span style="font-size: large;"><br /></span></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEibiRBndIyMc7SXcYksQaMbwFHResBOiwDhFvok9FLuhcAC7POIuLRdkf_GnFT7QXg1nDgRCWuAJHIpaQbdJ32mRmFInGrloYBxglafpJtcjTKGsyFBnjYW0UvXagus-hy43EBrK3DKJw/s1600/prayer-before-meals-mananlala.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><span style="font-size: large;"><img border="0" data-original-height="968" data-original-width="1400" height="221" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEibiRBndIyMc7SXcYksQaMbwFHResBOiwDhFvok9FLuhcAC7POIuLRdkf_GnFT7QXg1nDgRCWuAJHIpaQbdJ32mRmFInGrloYBxglafpJtcjTKGsyFBnjYW0UvXagus-hy43EBrK3DKJw/s320/prayer-before-meals-mananlala.jpg" width="320" /></span></a></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="background-color: #9bc3d5; font-family: Verdana, Arial, Helvetica, sans-serif; text-align: justify;"><span style="font-size: large;">Vincente Manansala (1910 –1981), Προσευχή πριν από το γεύμα </span></span></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="font-size: large;"><span style="background-color: #9bc3d5; font-family: Verdana, Arial, Helvetica, sans-serif; text-align: justify;">από το </span><a href="https://betweentwocities.com/2018/01/23/prayer-before-a-meal/" style="text-align: justify;">https://betweentwocities.com/2018/01/23/prayer-before-a-meal/</a></span></div>
</div>
</div>
Μαρώhttp://www.blogger.com/profile/12390945134138828235noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-6770344098448731441.post-31730485142706932642019-03-19T14:34:00.000-07:002019-03-19T14:34:08.034-07:00<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="background-color: white; color: #1d2129; font-family: Helvetica, Arial, sans-serif; font-size: 14px; margin-bottom: 6px;">
ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ (5)<br /></div>
<div style="background-color: white; color: #1d2129; font-family: Helvetica, Arial, sans-serif; font-size: 14px; margin-bottom: 6px;">
Φυσάει<br />Όχι, όχι<br />έπαψε πια να φυσάει</div>
<div class="text_exposed_show" style="background-color: white; color: #1d2129; display: inline; font-family: Helvetica, Arial, sans-serif; font-size: 14px;">
<div style="font-family: inherit; margin-bottom: 6px;">
Αυτό που ακούς είναι λέξεις</div>
<div style="font-family: inherit; margin-bottom: 6px;">
<span style="font-family: inherit;"> που ξέφυγαν</span><span style="font-family: inherit;"> </span></div>
<div style="font-family: inherit; margin-bottom: 6px; margin-top: 6px;">
από την ιστορία</div>
<div style="font-family: inherit; margin-bottom: 6px; margin-top: 6px;">
<br /></div>
<div style="font-family: inherit; margin-bottom: 6px; margin-top: 6px;">
Σχηματίζουν χορούς</div>
<div style="font-family: inherit; margin-bottom: 6px; margin-top: 6px;">
πληθύνονται</div>
<div style="font-family: inherit; margin-bottom: 6px; margin-top: 6px;">
ευνο<span style="font-family: inherit;">ούν τις πυρές</span></div>
<div style="font-family: inherit; margin-bottom: 6px; margin-top: 6px;">
ταξιδεύουν<br /> στα περιθώρια του σύμπαντος</div>
<div style="font-family: inherit; margin-bottom: 6px; margin-top: 6px;">
Τρέχουν ανεμίζοντας φωνές<br /> από βράχους και άγριες στενές οπές των θαυμάτων</div>
<div style="font-family: inherit; margin-bottom: 6px; margin-top: 6px;">
<br /></div>
<div style="font-family: inherit; margin-bottom: 6px; margin-top: 6px;">
Αυτές δεν φοβούνται</div>
<div style="font-family: inherit; margin-bottom: 6px; margin-top: 6px;">
<br /></div>
<div style="font-family: inherit; margin-bottom: 6px; margin-top: 6px;">
εγώ φοβάμαι</div>
<div style="font-family: inherit; margin-bottom: 6px; margin-top: 6px;">
<br /></div>
<div style="font-family: inherit; margin-bottom: 6px; margin-top: 6px; text-align: right;">
19.3.2019</div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjZfIeIsF8vRZY3JmGxqocQ4F9rw-7w29iufce4SFDWN9S9-bKBl7naxJs7MWMJV2YItVCJSvUOa6cUY_BWji0DbaZ-Tg-K60pxiwnyrglWIsn7X_gKNKtXvDZfBYQYqyx4_RENCoVe9g/s1600/baldung8.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="630" data-original-width="406" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjZfIeIsF8vRZY3JmGxqocQ4F9rw-7w29iufce4SFDWN9S9-bKBl7naxJs7MWMJV2YItVCJSvUOa6cUY_BWji0DbaZ-Tg-K60pxiwnyrglWIsn7X_gKNKtXvDZfBYQYqyx4_RENCoVe9g/s320/baldung8.jpg" width="205" /></a></div>
<div style="font-family: inherit; margin-bottom: 6px; margin-top: 6px; text-align: center;">
Hans Baldung Grien, Der tod und das mädchen (1517)</div>
</div>
</div>
Μαρώhttp://www.blogger.com/profile/12390945134138828235noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6770344098448731441.post-68163237990047544962019-02-23T14:18:00.000-08:002019-02-23T14:19:47.898-08:00ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ (4)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="background-color: white; color: #1d2129; font-family: Helvetica, Arial, sans-serif; margin-bottom: 6px;">
<br /></div>
<div style="background: white; margin: 4.5pt 0cm;">
<span style="color: #1d2129; font-family: "calibri" , sans-serif;">Θέλω <o:p></o:p></span></div>
<div style="background: white; margin-bottom: 4.5pt; margin-left: 36.0pt; margin-right: 0cm; margin-top: 4.5pt;">
<span style="color: #1d2129; font-family: "calibri" , sans-serif;">μια πλαγιά<br />
νοτισμένη από φίλτρα της άνοιξης<br />
<span class="textexposedshow">να κυνηγήσω ένα φιλί</span><br />
<span class="textexposedshow">μια νότα εκθαμβωτική</span><br />
<span class="textexposedshow">μια πασχαλίτσα να χορεύει στα χαμομήλια</span><o:p></o:p></span></div>
<div style="background: white; margin-bottom: 4.5pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;">
<span style="color: #1d2129; font-family: "calibri" , sans-serif;">Θέλω<o:p></o:p></span></div>
<div style="background: white; margin-bottom: 4.5pt; margin-left: 36.0pt; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;">
<span style="color: #1d2129; font-family: "calibri" , sans-serif;">σε ένα ποτήρι<br />
να θαυμάσω το αποτύπωμα ώριμων χειλιών<br />
μια άθραυστη δοξολογία του καινούριου<o:p></o:p></span></div>
<div style="background: white; margin-bottom: 4.5pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 4.5pt;">
<span style="color: #1d2129; font-family: "calibri" , sans-serif;">Θέλω<o:p></o:p></span></div>
<div style="background: white; margin-bottom: 4.5pt; margin-left: 36.0pt; margin-right: 0cm; margin-top: 4.5pt;">
<span style="color: #1d2129; font-family: "calibri" , sans-serif;">στο δρόμο να γυρίσουν οι εντάσεις των ταξιδιών<br />
τα στίγματα των θαυμάτων σε μπράτσα κοριτσίστικα<br />
σε μελένιες διαρρήξεις του φωτός<o:p></o:p></span></div>
<div style="background: white; margin-bottom: 4.5pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 4.5pt;">
<span style="color: #1d2129; font-family: "calibri" , sans-serif;">Θέλω<o:p></o:p></span></div>
<div style="background: white; margin-bottom: 4.5pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 4.5pt; text-indent: 36.0pt;">
<span style="color: #1d2129; font-family: "calibri" , sans-serif;">να θέλω<o:p></o:p></span></div>
<div style="background: white; margin-bottom: 4.5pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 4.5pt;">
<br /></div>
<div style="background: white; margin-bottom: 4.5pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 4.5pt;">
<span style="color: #1d2129; font-family: "calibri" , sans-serif;">και να θέλω<o:p></o:p></span></div>
<div style="background: white; margin-bottom: 4.5pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 4.5pt;">
<br /></div>
<div style="background: white; margin-bottom: 4.5pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 4.5pt;">
<span style="color: #1d2129; font-family: "calibri" , sans-serif;">και να θέλω<o:p></o:p></span></div>
<div style="background: white; margin-bottom: 4.5pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 4.5pt;">
<br /></div>
<div style="background: white; margin: 4.5pt 0cm;">
</div>
<div style="background: white; margin-bottom: 4.5pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 4.5pt;">
<span style="color: #1d2129; font-family: "calibri" , sans-serif;">σε χρόνο ενεστώτα και έγκλιση<br />
την προστάζουσα οριστική<o:p></o:p></span></div>
<div style="background: white; margin-bottom: 4.5pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 4.5pt;">
<span style="color: #1d2129; font-family: "calibri" , sans-serif;"><br /></span></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEggs2_rbTsJ3l_pakc6jnwmNbL6BJDhcuCQmiIJgCgKLAx4sCXbTSLt76oxNlpInned-2a91rbyJsqVtgaV5HcSzV8LXjlDk0_I0PkvR6ZXzNEHyI-I7ZWMVHSTWbH5qweFpTELhnqtUQ/s1600/two-bluebirds-jennifer-lommers.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="300" data-original-width="300" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEggs2_rbTsJ3l_pakc6jnwmNbL6BJDhcuCQmiIJgCgKLAx4sCXbTSLt76oxNlpInned-2a91rbyJsqVtgaV5HcSzV8LXjlDk0_I0PkvR6ZXzNEHyI-I7ZWMVHSTWbH5qweFpTELhnqtUQ/s1600/two-bluebirds-jennifer-lommers.jpg" /></a></div>
<div style="background: white; margin-bottom: 4.5pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 4.5pt;">
<span style="color: #1d2129; font-family: "calibri" , sans-serif;">Jennifer Lomer</span></div>
<div style="background-color: white; color: #1d2129; font-family: Helvetica, Arial, sans-serif; margin-bottom: 6px; margin-top: 6px; text-align: right;">
<br /></div>
<div style="background-color: white; color: #1d2129; font-family: Helvetica, Arial, sans-serif; margin-bottom: 6px; margin-top: 6px; text-align: right;">
23.2.2019</div>
</div>
Μαρώhttp://www.blogger.com/profile/12390945134138828235noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6770344098448731441.post-60840065881234186232018-10-09T13:13:00.001-07:002018-10-09T13:13:53.227-07:00Η ΧΗΡΑ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br />
<div align="center" class="MsoNormal" style="line-height: 150%; text-align: center;">
</div>
<div align="center" class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: center;">
<span style="font-size: large;"><br /></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Τους πρώτους
μήνες μετά το θάνατο της μητέρας μου, πήγαινα πολύ τακτικά στο νεκροταφείο,
σχεδόν κάθε μέρα, άλλοτε μεσημέρια κι άλλοτε απογεύματα, ανάλογα με τις
υποχρεώσεις της δουλειάς μου. Καθόμουν
αρκετή ώρα στον τάφο και τον περιποιόμουν, να είναι όμορφος και καθαρός, όπως
ήθελε το σπίτι της εκείνη, που ήταν άριστη νοικοκυρά. Η λογική μου έλεγε πως
εκεί μέσα δεν είναι κανείς αλλά η καρδιά μου πονούσε και έλπιζε. Τι ακριβώς
ήταν αυτή η ελπίδα που διερρήγνυε το αναπόδραστο του θανάτου, γοήτευε την ψυχή
και την αντάριαζε δεν ξέρω πια να το πω. Ο πόνος επηρεάζει τη λογική σκέψη, την
τσαλακώνει, την μαχαιρώνει αδίστακτα και από τις τρύπες τρέχει το αίμα των
ψευδαισθήσεων.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Λίγες μέρες
μετά, ούτε μήνας δεν θα ‘ταν, σε ένα τάφο καμιά τριανταριά μέτρα παραπέρα,
κοντά στη βρύση από όπου έπαιρνα νερό για να φροντίζω τον τάφο της μητέρας μου,
έφεραν έναν άντρα πενήντα πέντε χρόνων, που είχε σκοτωθεί σε αυτοκινητιστικό
δυστύχημα. Η χήρα του περνούσε τη μέρα της εκεί. Στην αρχή έκλαιγε δυνατά κι
έφτανε ο βόγγος της ως εμένα γεμάτος πίκρα και θυμό, λόγια ακατέργαστα όπως
βγαίνουν μέσα από την ψυχή χωρίς ειρμό βουτηγμένα σε διάφορα «γιατί» που απευθύνονται
κατηγορητικά άλλοτε στο νεκρό κι άλλοτε στην τύχη, τη μοίρα ή το Θεό, ανάλογα
τι πιστεύει ο καθείς, κι αν δεν πιστεύει πουθενά και το αντέχει, απευθύνονται
σε ένα ακαθόριστο, ασχημάτιστο <i style="mso-bidi-font-style: normal;">τίποτα</i>
που παίρνει τη θέση του ενόχου για την συμφορά. Θρηνούσε, ενώ ταυτόχρονα έκανε
με μεγάλη επιμέλεια το νοικοκυριό του τάφου και όλα τα σχετικά τελετουργικά.
Άναβε το καντήλι, θύμιαζε με ένα μεγάλο πήλινο θυμιατήρι, στόλιζε το μνήμα με
λουλούδια, πότιζε τις γλάστρες με βασιλικά και ορτανσίες και κίτρινες φρέζιες.
Ως και πράγματα αγαπημένα του νεκρού έφερνε και τ’ ακουμπούσε προσεκτικά <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>το ένα δίπλα στο άλλο, σαν στρατιωτάκια, να
τον φυλάνε όταν εκείνη δεν ήταν εκεί. Με τον καιρό ο θρήνος της γινόταν βουβός.
Το πρόσωπό της, που πριν το παραμόρφωνε η ένταση, κόκκινο, πρησμένο, με μια και
μοναδική αφόρητη κόκκινη έκφραση, τώρα αποκτούσε τη φυσική του εκφραστικότητα.
Ίσως μάλιστα επειδή είχε περιοριστεί<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>η
διέξοδος του ήχου, οι εκφράσεις ήταν εντονότερες. Έβλεπα, από εκεί που ήμουν τα
χείλη της να κινούνται συνέχεια σχηματίζοντας λέξεις και τα χέρια της να
συνοδεύουν τον άηχο λόγο με πλατιές, ξεκάθαρες χειρονομίες, που διέκοπταν για
λίγο τις άλλες ενασχολήσεις τους τις σχετικές με την φροντίδα του μνήματος.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: center;">
<span style="font-size: large;"><img alt="ÎÏοÏÎλεÏμα εικÏÎ½Î±Ï Î³Î¹Î± mourning women pAINTING" height="320" src="https://s-media-cache-ak0.pinimg.com/originals/f4/6d/1f/f46d1ffdb9c2d8c262122158bc5c6af5.jpg" width="255" /></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: center;">
<span style="font-size: large;"><br /></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: right;">
<span style="font-size: x-small;">Έγκον Σίλε, Γυναίκα που θρηνεί</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: right;">
<span style="font-size: large;"><br /></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Ήταν
σαραντάρα, μελαχρινή, σγουρομάλλα, μετρίου αναστήματος και γεματούλα, μάλλον
χοντρή ήταν δηλαδή. Τα μαύρα ρούχα τσίτωναν πάνω στους φαρδιούς γοφούς,
διέγραφαν το λοφίσκο της κοιλιάς, ξεχείλιζαν μέσα από το πουκάμισο τα πληθωρικά
στήθη, ασφυκτιούσαν τα μπράτσα μέσα στα μανίκια. Δυσανασχετούσαν τα πόδια που
σήκωναν όλο αυτό το βάρος, οι κοντές γάμπες και τα στρογγυλά, πεταχτά σφυρά,
που στριμώχνονταν στα χαμηλά, στρογγυλομύτικα<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>παπούτσια της. Περπατούσε κουρασμένα, σα να κούτσαινε μάλιστα από το
δεξί πόδι κάπως, αλλά αυτό το ελάττωμα έκανε την κίνησή της χαριτωμένη,
αφαιρούσε το βάρος, σε έκανε να ξεχνάς το άτσαλο βήμα που έριχνε συχνά το ένα
πόδι πάνω στ’ άλλο σε κωμικά στραβοπατήματα.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;">Πρέπει να
περνούσε μεγάλο μέρος της μέρας της στο νεκροταφείο, γιατί κάθε φορά που
πήγαινα, όποτε κι αν ήταν, την έβρισκα εκεί. Τις λίγες φορές που δεν ήταν εκεί
πριν από μένα, ήρθε λίγη ώρα μετά φορτωμένη λουλούδια και κεριά. Μόλις έφτανε, άρχιζε
να ψάχνει ανήσυχη να βρει παπά για τρισάγιο, να εξασφαλίσει πως μόλις θα
ετοίμαζε τα απαραίτητα, ο παπάς θα ερχόταν για να ψάλει τα δέοντα:</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: center;">
<span style="color: black;"><span style="font-size: large;"> </span>«Μετὰ πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων, τὴν ψυχὴν τοῦ δούλου
σου, </span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: center;">
<span style="color: black;">Σῶτερ, ἀνάπαυσον, φυλάττων αὐτὴν εἰς τὴν μακαρίαν ζωήν, τὴν παρά σοί,
φιλάνθρωπε». </span> </div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> </span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Δεν αργήσαμε <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>να γνωριστούμε. Αυτή με πλησίασε.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>«Είδατε κανένα παπά;» με ρώτησε μια μέρα,
«Για τρισάγιο». Τον παπά που είχε στην ευθύνη του το μέρος του νεκροταφείου όπου
είχαμε τους ανθρώπους μας δεν τον είχα δει, αλλά κατάλαβα πως ήταν και λίγο
πρόσχημα το ερώτημα, μάλλον ήθελε λίγη κουβεντούλα. «Έχω τον άντρα μου εδώ» μου
είπε. «Ατύχημα. Τράκαρε με το αυτοκίνητο. 55 χρόνων». Τη συλλυπήθηκα, «εγώ έχω
τη μητέρα μου» είπα. «Αδέρφια δεν έχετε; Σας βλέπω και σας μόνη συνέχεια». Της
είπα ότι ήμουν μοναχοπαίδι κι ότι δεν είχα δική μου οικογένεια. Αναστέναξε.
«Κακό πράγμα η μοναξιά» μου είπε «αλλά μη νομίζετε, κι εγώ που έχω δυο αδέρφια
και τρεις κουνιάδες –ο άντρας μου ήταν μοναχογιός και ο μικρότερος στην
οικογένειά του- μόνη μου το περνάω. Ό,τι κλείσει η πόρτα του καθενός, έτσι
είναι η ζωή». Είχα αρχίσει ήδη να βαριέμαι, σαν να το μετάνιωνα που είχα
επιτρέψει το πλησίασμα. Κούνησα το κεφάλι μου για να σταματήσω το μονόλογο, που
εκείνη θα αποκαλούσε, είμαι σίγουρη, συζήτηση.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Έκτοτε
συναντηθήκαμε μερικές φορές στη βρύση, κάποιες φορές της παραχώρησα τη θέση
μου, άλλες με περίμενε υπομονετικά να γεμίσω τα ποτιστήρια μου.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Στο μικρό αυτό χρονικό διάστημα είπαμε τις
πρώτες αναπόφευκτες, βιαστικές καλημέρες. Μια μέρα με πλησίασε δειλά και λίγο
ένοχα, σα να φοβόταν μην με ενοχλήσει, «μήπως μπορείτε να μου δώσετε τον
αναπτήρα σας για ένα λεπτό;» με ρώτησε και συμπλήρωσε λες και έπρεπε οπωσδήποτε
να δικαιολογηθεί «Ξέρετε, ξέχασα να γεμίσω τον <span lang="EN-US" style="mso-ansi-language: EN-US;">Zippo</span> και ξέμεινα». Της είπα «μα τι
λέτε, ευχαρίστως…» και όταν τον έφερε πίσω συστηθήκαμε, την έλεγαν Σόνια, από
ένα ορεινό χωριό της Ανατολικής Μακεδονίας αλλά μεγαλωμένη στην Αθήνα. Από τότε
μαζί με την καλημέρα,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>λέγαμε <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>και δυο τρεις κουβέντες ακόμη, κοινότοπες και
βαρετές, που συνήθως αφορούσαν την ποιότητα των υπηρεσιών του
νεκροταφείου.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Κι αυτό πολύ ήταν, δεν
είχα όρεξη για πολλές κουβέντες. Όταν ήμουν εκεί, δεν ήθελα τίποτε και κανείς
να διακόπτει τις σκέψεις μου και τον σιωπηλό διάλογο με τη μητέρα μου. Ακόμα
και οι δεκαοχτούρες που έσκιζαν την ησυχία του νεκροταφείου με την βαρετή
επαναληπτικότητα του κρωξίματος με εκνεύριζαν. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Με το πέρασμα του
χρόνου, αραίωσα τις επισκέψεις στο νεκροταφείο, πήγαινα σχεδόν αποκλειστικά τις
Κυριακές το πρωί. Οι εντάσεις είχαν καταπέσει, είχα αρχίσει πια να αποδέχομαι
την απουσία. Αυτό με τρόμαζε κάπως, μου φαινόταν σαν προδοσία, αλλά συνέβαινε
και δεν μπορούσα να το σταματήσω. Μάθαινα να ζω<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>χωρίς να την φροντίζω και άφηνα την αγάπη και το χρόνο που της ανήκαν να
μεταφέρεται σε άλλα πρόσωπα και δραστηριότητες, γλυκά και κατευναστικά.
Θεραπευτικά.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Συνεχίσαμε να
ανταλλάσσουμε τις κουβεντούλες μας με τη Σόνια και με το χρόνο αφήναμε να
παρεισφρήσουν και μερικά πράγματα πιο προσωπικά, κάποιες αναμνήσεις, κάποιες
σκέψεις. Πιο πολύ από τη μεριά της, ανοιγόταν πιο εύκολα από μένα. Οι
συναντήσεις μας με τη Σόνια είχαν χάσει πια τον χαρακτήρα της βαρετής και
υποχρεωτικής κοινωνικότητας και μου είχαν γίνει μια ευχάριστη συνήθεια. Ήταν
φλύαρη με κοινότοπες αντιλήψεις, λίγο αδιάκριτη –για την ακρίβεια δεν είχε καλή
αίσθηση των ορίων και οι ερωτήσεις της καμιά φορά έμπαιναν σε πολύ προσωπικά
θέματα που δεν τα συζητάς εύκολα και ειδικά με ανθρώπους που βρίσκεσαι σε
τέτοιου είδους σχέση. Ή μήπως κάνω λάθος; Καμιά φορά είναι πιο εύκολο να λες
πολύ δικά σου πράγματα σε ξένο άνθρωπο, δεν τον λογιάζεις σαν συνομιλητή, είναι
μοναχά ένα αυτί πρόθυμο να σ’ακούσει; Εγωιστικό; Μπορεί, μα έτσι είναι. Πάντως
εκείνη ήταν<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>πιο εξομολογητική, έτοιμη να
πει πράγματα για τη ζωή της και τη ζωή τους. Καμιά φορά άναβε τσιγάρο, το
φύτευε μέσα στα σαρκώδη κόκκινα χείλη της, ρουφούσε με λαχτάρα μια μεγάλη
ρουφηξιά, την έβγαζε από τα ρουθούνια της σε δόσεις και ξεκίναγε μια ιστορία
χωρίς αφόρμηση, λες και είχε προετοιμαστεί στο σπίτι να πει ακριβώς αυτά.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> «Νοικοκύρης
ήτανε, δουλευταράς αλλά παιδιά δεν κάναμε. Αυτός έφταιγε. Εγώ είχα πάει σε
πολλούς γιατρούς. Όλοι με είχαν βρει εντάξει. Ο Σωτήρης δεν πήγαινε να κοιταχτεί.
Φοβότανε ν’ακούσει την αλήθεια, πως ήταν στείρος. Και να πεις που στην εποχή
μας δεν έχει τρόπους, φάρμακα, θεραπείες, εξωσωματικές… Τίποτα. Αγύριστο
κεφάλι, κορίτσι μου. Εγώ δούλευα σε ένα μαγαζί στον Κορυδαλλό, πουλάγαμε
υφάσματα. Ήμουν πολύ καλή πωλήτρια. Το αφεντικό με εμπιστευότανε, μέχρι και τα
κλειδιά μου είχε δώσει.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Μ’άρεσε η
δουλειά. Κόσμος έμπαινε, κόσμος έβγαινε, κουβέντες, πλάκες με τις άλλες
κοπέλες, με τα γειτονικά μαγαζιά. Όταν παντρευτήκαμε μου το ξέκοψε, θα μείνεις
σπίτι, να μεγαλώσεις τα παιδιά μας, ποια παιδιά μας; Τέλος πάντων.
Παλιομοδίτης. Πού τον βρήκα; Εγώ ήμουν <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>αλλέγρος
τύπος. Τι να πεις;<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Μήπως μόνο εκείνος
φταίει; Εγώ γιατί δεν έλεγα τίποτα; Αφού δεν μ’άρεσε γιατί δεν έφευγα;»</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Τα παιδιά ήταν
ο καημός της. Πολύ συχνά γύριζε την κουβέντα στο θέμα, σαν να την ανακούφιζε να
μιλάει γι’ αυτό, <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>πόσο λαχταρούσε παιδιά
και πόσο δυστυχισμένη ήταν που δεν είχε και με κοίταξε με καχύποπτη έκπληξη
όταν της είπα ότι εγώ δεν είχα ποτέ θελήσει να κάνω παιδί, σαν να μην το
πίστεψε, σαν να την τρόμαζε αυτό, σαν να με έβγαζε από τον κόσμο των
φυσιολογικών ανθρώπων και με τοποθετούσε σε ένα απάνθρωπο και σκοτεινό σύμπαν
εγωισμού και θανάτου. Κι εμένα όμως με εκνεύριζε η εμμονή της.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"><img alt="ÎÏοÏÎλεÏμα εικÏÎ½Î±Ï Î³Î¹Î± νεκÏοÏαÏείο ζÏγÏαÏική" src="https://www.pella-museum.gr/sites/default/files/styles/carousel_history_and_explore/public/177_192_Page_04_Image_0001.png?itok=MbGA5xg7" /></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> </span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: right;">
<span style="font-size: x-small;">Διακόσμηση ερυθρόμορφου αγγείου 4ου αι. π.Χ.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"><br /></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Όλ’ αυτά
λέγονταν άλλοτε στο πόδι κι άλλοτε καθόμασταν στο παγκάκι κοντά στον τάφο του
άντρα της. Όταν καθόμασταν εκεί, κατέβαζε τη φωνή της, λες και θα μπορούσε ο
άντρας της να την ακούσει και πιθανώς να την μαλώσει. Το περίεργο ήταν ότι ποτέ
δεν σκεφτήκαμε να βγούμε για ένα καφέ, να ανταλλάξουμε τα τηλέφωνά μας, όλα έμεναν
μέσα στον κλειστό, σιωπηλό κόσμο του νεκροταφείου.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Μου είχε δώσει
την εντύπωση<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>πως με τον άντρα της<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>ήταν ένα ζευγάρι που δεν το ένωνε μεγάλη
αγάπη ούτε βαθιά σχέση είχαν οι δυο σύζυγοι μεταξύ τους, μάλλον ένα ήσυχο,
βαρετό βόλεμα, που το αποζητούσαν στην πραγματικότητα και οι δύο.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Δεν ήταν ευχαριστημένη από τη ζωή της μαζί
του, από την ποιότητα της σχέσης τους, αλλά δεν ήξερε να ζητήσει κάτι άλλο. Δεν
είχα καταλάβει πόσο τα συνειδητοποιούσε όλ’ αυτά. Μερικές φορές με μπέρδευε,
μιλούσε για τον άντρα της με λατρεία κι άλλες πάλι με μια πικρή αδιαφορία.
Ένιωθα πως κάτι δεν ήθελε να πει. Ίσως ούτε καν να το σχημάτιζε στο νου της με
διαύγεια την κατάσταση και το αποτύπωμά της στην ψυχή της. Πάντως είχε δηλώσει
ξεκάθαρα πως<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>δεν ήθελε να ζήσει φλογερά
πάθη, κορόιδευε τις τηλεοπτικές σειρές με τους μεγάλους έρωτες και τις
πληθωρικές εκφράσεις των συναισθημάτων, δεν την ενδιέφερε η μεγάλη ζωή. Μιλούσε
συχνά για την ανάγκη της να βρει μια δουλειά, να συμπληρώνει την <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>σύνταξη από τον άντρα της αλλά κυρίως να
βγαίνει λίγο από το σπίτι, να νιώσει ανεξάρτητη. Όμως έμενε στα λόγια, σα να
φοβόταν.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Οι γυναίκες
σαν την Σόνια με εκνευρίζουν. Είναι τυλιγμένες σε μια γλιτσερή ψευτιά που την
έχουν κάνει δεύτερο πετσί τους, όλο υποκρισία, επιτήδευση και εξοργιστική φιλαυτία.
Πάντα έχουν δίκιο, πάντα θεωρούν ότι είναι αδικημένες, πάντα καταφέρνουν να
περνάει το δικό τους με άθλιους τρόπους κι άδικους, πάντα εφευρίσκουν εχθρούς
και ξεσηκώνουν πόλεμο μέχρι την εξόντωσή τους –αν και μερικές φορές
εξοντώνονται οι ίδιες.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Η Σόνια, όμως,
δεν ήταν ακριβώς έτσι, μολονότι είχε και πολλά στοιχεία από την μικροαστή
γυναικούλα που αντιπαθώ. Ήταν ένα παράξενο κράμα που ισορροπούσε ωραία πάνω
στην κόψη της δυνητικής. Αν ήταν λίγο τολμηρότερη, θα είχε κάνει το βήμα προς
ένα άλλο κόσμο, όπου βέβαια θα είχε να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες και τις
αβεβαιότητες της ελευθερίας. Γιατί ήταν έξυπνη αλλά ήταν δειλή επίσης. Την
κυριαρχούσε η συνήθεια και το βλέμμα των άλλων. Αυτό το τελευταίο το ‘ξερε, δεν
της άρεσε αλλά ήταν μέρος του εαυτού της και δεν μπορούσε να το πολεμήσει. Οι
περιγραφές της για όσα της συνέβαιναν ήταν χυμώδεις, οι σκέψεις που της
προκαλούσαν, όμως, <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>σχεδόν αφελείς, ίσως γοητευτικά
αφελείς, με μια υπολανθάνουσα πικρή πονηριά. Ήταν στιγμές που με διασκέδαζε και
αυτό μου δημιουργούσε μια κάποια ενοχή.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Το περίεργο
ήταν πως η Σόνια είχε αρχίσει να με απασχολεί και έξω από την πόρτα του
νεκροταφείου. Σκεφτόμουν τις κουβέντες μας και μια δυο φορές έπιασα τον εαυτό
μου να προσπαθεί να βρει λύση στα προβλήματα που μου ανέφερε. Ιδίως από την
στιγμή που ξεκίναγε η προετοιμασία για να πάω στο νεκροταφείο, η Σόνια ερχόταν
στο μυαλό μου πολύ, πολύ καθαρά, είχε γίνει μέρος της διαδικασίας, του
τελετουργικού της επίσκεψης. Ήξερα πως από κάπου θα ξεφυτρώσει μπροστά μου, θα
με χαιρετίσει κι έπειτα πατώντας πότε στο ένα πότε στο άλλο πόδι, τινάζοντας
κάποιο σκουπιδάκι ή μια πευκοβελόνα από τα μαύρα ρούχα της, θα μου πιάσει για
λίγη ώρα την κουβέντα. Πολλές φορές μάλιστα, όταν <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>πηγαίναμε και καθόμασταν στο παγκάκι κοντά
στον τάφο του άντρα της για να τα πούμε, εκείνη κάπνιζε το τσιγάρο της, έπαιζε
με τα παπούτσια της που τα ‘βαζε και τα ‘βγαζε<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>ασταμάτητα κι όταν αποξεχνιόταν μέσα στο κλίμα οικειότητας και έπεφταν
οι τελευταίες αντιστάσεις, καθώς μου μιλούσε με άγγιζε<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>πότε στον ώμο και πότε στα γόνατα. Με
ενοχλούσε λίγο αλλά δεν έλεγα τίποτε, ένιωθα πως δεν είχε κακή πρόθεση αυτή η
χειρονομία. Μου μιλούσε πολύ για τον άντρα της και τις κουνιάδες της –«τις
είδες να ‘ρθουν μια φορά στον τάφο του αδερφού τους; Όταν όμως έγινε η μοιρασιά
της περιουσίας των γονιών τους, μήνες τον καλόπιαναν για να πάρουν τα
καλύτερα…» αναστέναζε. Είχε μια εμμονή με τα οικονομικά, παρόλο που, απ’ τα
λεγόμενά της τουλάχιστον, δεν είχε ιδιαίτερα προβλήματα –μικρή η σύνταξη από
τον άντρα της, αλλά υπήρχε και ένα ενοίκιο από ένα μαγαζί στον Πειραιά- ωστόσο,
πάλι από κάτι μισόλογα, είχα καταλάβει πως εξοφλούσε ένα δάνειο αρκετά μεγάλο κι
αυτό την άγχωνε πολύ.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Ένα
κυριακάτικο μεσημέρι του χειμώνα, έφτασα κάπως αργότερα από το συνηθισμένο στο
νεκροταφείο. Ο ουρανός ήταν γεμάτος βαριά, μολυβένια σύννεφα, ταξίδευαν αργά,
έπεφταν το ένα πάνω στ’ άλλο, μεγάλωναν, απλώνονταν, γίνονταν συμπαγή,
αδιαπέραστα και απειλητικά. Σε λίγο θ’ άρχιζε να βρέχει. Ίσα που προλάβαινα να
ανάψω το καντήλι, να σκουπίσω τα χαλικάκια της επιφάνειας για να φύγουν φύλλα
και πευκοβελόνες, <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>να κάτσω μετά για λίγο
στην άκρη του τάφου να κοιτάξω τη φωτογραφία της νεκρής μητέρας μου, να της πω
νοερά τα νέα της εβδομάδας κι έπειτα, αναστενάζοντας, να φύγω, ρίχνοντας πίσω
μου γρήγορες, πλάγιες ματιές, σαν να φοβόμουν πως τη στενοχώρησα με την σύντομη
επίσκεψη. Α, ό,τι κι αν λέει το μυαλό, η καρδιά έχει άλλους δρόμους.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;">Την είδα να
‘ρχεται αλαφιασμένη.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Δεν πήγε στον τάφο του άντρα της, ήρθε κατ’
ευθείαν σε μένα. Φορούσε μαύρα στραβοπατημένα μποτάκια, παλιά, που την
δυσκόλευαν μάλλον στο περπάτημα, σε κάθε βήμα φαινόταν έτοιμη να μπουρδουκλώσει
τα πόδια της και να πέσει κάτω. Είχε κουμπώσει στραβά το παλτό της και είχε
φορέσει πολύ πρόχειρα ένα μπλε σκούρο μαντήλι με μπεζ νταντέλα γύρω από το
λαιμό της –πρώτη φορά φορούσε άλλο χρώμα από μαύρο και πρώτη φορά την έβλεπα
τόσο ατημέλητη. Μόλις με είδε, άπλωσε τα χέρια της προς εμένα και μου φάνηκε
πως γύρευε βοήθεια, σαν αγριοπούλι με σπασμένη φτερούγα μου φάνηκε που γύρευε
βοήθεια.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;">-Τι σου
συμβαίνει; της είπα, ενώ μάζευα βιαστικά τα φυτίλια και το μπουκάλι με το λάδι
του καντηλιού, γιατί η βροχή πλησίαζε πια επικίνδυνα.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;">-Τι έχω; Τι
έχω; μου είπε με φωνή πιο δυνατή από τη συνηθισμένη, φαινόταν όχι απλώς
νευριασμένη, φαινόταν έξαλλη. Το δεξί της μάτι πετάριζε, μιλούσε κι έγλειφε τα
χείλη της σαν να διψούσε. Τι έχω; είπε για τρίτη φορά και πριν προλάβει να
ολοκληρώσει ακούστηκαν δυο συνεχόμενες δυνατές αστραπές, μαύρισε τελείως ο
ουρανός και άρχισε να βρέχει. Χοντρές σταγόνες έπεφταν με αυξανόμενη βιαιότητα
στη γη, έφτιαχναν ρυάκια πάνω στο σκασμένο μπετόν των μονοπατιών ανάμεσα στους
τάφους, παρέσυραν φύλλα και κλαδάκια, ο ήχος ήταν τόσο δυνατός που σκέπαζε τις
φωνές μας. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Η Σόνια με
άρπαξε από το χέρι και με υποχρέωσε να τρέξουμε μέχρι ένα μεγάλο οικογενειακό
τάφο λίγα μέτρα πέρα από τον τάφο της μητέρας μου που έμοιαζε με αρχαίο ναό.
Δυο κολώνες μπροστά του στήριζαν ένα πλατύ στέγαστρο, όχι πολύ ικανό να μας
προστατέψει αλλά πάντως κάτι έκανε. Καθίσαμε σε δυο χαμηλά σμιλεμένα κομμάτια
μάρμαρο που έμοιαζαν με καθίσματα εκατέρωθεν της εισόδου του μνημείου –τι
υπερφίαλη κατασκευή, ακαλαίσθητη, εγωιστική, προσβλητική για την απλότητα και
την ισότητα του θανάτου, τραγική, αλλά χρήσιμη εκείνη τη στιγμή. Την άκουγα με
δυσκολία, τη<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Σόνια. Πιο πολύ έβλεπα τα
λόγια της.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;">-Ήρθε η τσούλα
του το πρωί, είπε.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: center;">
<span style="font-size: large;"><img alt="ÎÏοÏÎλεÏμα εικÏÎ½Î±Ï Î³Î¹Î± angry women painting" height="318" src="https://img.huffingtonpost.com/asset/58824a181200003e0aad8c72.jpeg?ops=scalefit_970_noupscale" width="320" /></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: center;">
<span style="font-size: large;"><br /></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: right;">
<span style="font-size: x-small;">(Ίνγκριτ Β. Γουέλς από </span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: right;">
<span style="font-size: x-small;">https://www.huffingtonpost.com/entry/angry-women-art-show_us_58825a9de4b070d8cad240dc)</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> </span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Πρέπει να έδειξα έκπληξη γιατί με ρώτησε: τι έπαθες; Δεν σου
πέρναγε από το μυαλό με όσα έλεγα τόσον καιρό, ε; Έντεκα χρόνια παντρεμένοι,
ξεκίνησε τις περιπέτειες από τον τρίτο μήνα, μετά από ένα χρόνο είχα χάσει το
λογαριασμό, αλλά τα τελευταία χρόνια είχε και τη μόνιμη, δηλαδή είχε ένα σωρό
γκόμενες και μια μόνιμη, ακούς; <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Τι σε
νοιάζει, μου ‘λεγε, σου λείπει κάτι; Ναι, ρε, ήθελα να του πω, μου λείπει… μου λείπει,
η χαρά μου λείπει. Και η αξιοπρέπεια. Το ‘ξεραν όλοι και γέλαγαν μαζί μου.
Ξέρεις τι «την καημένη» έχω ακούσει εγώ <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>πίσω από την πλάτη μου; Δεν μ’ ένοιαζε που
ξενοπήδαγε, δηλαδή στην αρχή έλιωνα, αλλά μετά το πήρα απόφαση, ή θα ‘βρισκα το
κουράγιο να τον παρατήσω ή να σκάσω και να το καταπιώ χωρίς άχνα, αλλά εκείνο
το «καημένη» και το «καομοίρα» ακόμα πιο πολύ, μου χτύπαγε στα νεύρα, με διέλυε.
Ήταν ξεφτίλα, πώς να το πω; </span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Μήνα το μήνα τα πράγματα χειροτέρευαν. Και να
πεις… δεκατρία χρόνια μικρότερη ήμουνα και κοκέτα και νοστιμούλα αλλά αφέθηκα.
Δεν μ’ ένοιαζε τίποτε. Έτρωγα πολύ, έπαψα να προσέχω το ντύσιμό<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>μου… Τότε, τότε που άρχισε με δαύτηνα… μια τσούλα.
Μ’ έπαιρνε τηλέφωνο και με κορόιδευε… Η τσούλα…<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>Έγινα μια ασήμαντη, μια γυναικούλα… πονούσα, πονούσα για τη ζωή που
έκανα, πονούσα που δεν τον αγαπούσα πια, που δεν ήθελα ούτε<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>να τον βλέπω. Τον σιχαινόμουνα. Οι προσβολές
του δεν με πείραζαν, με πείραζε η ερημιά και που δεν ήξερα τι να κάνω. Ήμουνα
δειλή και έλεγα ψέματα στον εαυτό μου πως δεν ήξερα τι να κάνω. Μια χαρά ήξερα
αλλά φοβόμουνα. Δηλαδ΄όχι μόνο φοβόμουνα, αλλά να… κι άλλα πράγματα, δεν ήθελα
να χάσω το σπίτι, τις ανέσεις, το όνομα….</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Μια μέρα
συνάντησα τον παλιό γιατρό μας –τον αλλάξαμε όταν φύγαμε από την Αμφιθέα και
πήραμε το σπίτι στη Βούλα –έβγαζε πολλά ο μαλάκας και τα σκόρπαγε, πήραμε
μεζονέτα με δάνειο, τώρα θα την πάρει πίσω η τράπεζα, αλλά χέστηκα, ακούς;
Χέστηκα… Έφαγα τη ζωή μου για δαύτο το σπίτι, για να μου μείνει… Τι σού ‘λεγα,
α, ναι, είδα τον παλιό γιατρό μας. Τον συμπαθούσα, το γιατρό λέω, τον
συμπαθούσα, ήταν καλός γιατρός και πρόθυμος, «καλημέρα, γιατρέ μου», του λέω.
Με κοίταξε σαν να μη με αναγνώριζε πέντε χρόνια πελάτισσά του. «Η Σόνια η
Βεργοπούλου είμαι, του λέω, με θυμάστε…;». Κατάλαβα πως ένιωσε άσχημα, «αχ,
αλλάξατε πολύ, μου λέει, τα μαλλιά σας… «, τι να ‘λεγε ο άνθρωπος, πως
πνιγόμουν στο λίπος και δεν είχα πάει κομμωτήριο πάνω από έξι μήνες…; Τότε για
πρώτη φορά το σκέφτηκα, όπως είχα γίνει, σα ‘να χα ξεθωριάσει, ρε κορίτσι μου,
σαν να μην υπήρχα, ένα πλάσμα χωρίς σχήμα, χωρίς… χωρίς… <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>να, ρε παιδί μου, χωρίς μυρωδιά, δεν… δεν…<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>θέλω να πω μια καμία ήμουνα, μια καημένη, μια
κακομοίρα, αυτό ήμουνα γαμώ το μου… τότε το σκέφτηκα. Έβλεπα το γιατρό να
απομακρύνεται, να τον έβλεπες πώς με είχε κοιτάξει… σαν να ήμουν από γυαλί και
πίσω μου αχνοφαινόταν κάπως η ανάμνηση αυτού που ήμουνα, με είχε κοιτάξει σαν
μια καημένη… τότε είπα μέσα μου, θα τον σκοτώσω. Μόνο έτσι θα ησύχαζα, όχι να
φύγω και να τον αφήσω ήσυχο, όχι, ήθελα να τον σκοτώσω, να τον εξαφανίσω απ’
τον κόσμο, να τον δω να πεθαίνει, ζούσα για την στιγμή που θα πέθαινε, που θα
τον κοιτούσα στα μάτια για να βεβαιωθώ ότι καταλαβαίνει πως πεθαίνει και πως
εγώ τον σκοτώνω. Κι έπειτα<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>θα τα
πουλούσα όλα, όλα, όλα δικά μου θα ‘τανε, θα τα πουλούσα, θα άνοιγα μια δική
μου δουλειά, ίσως να πήγαινα να σπουδάσω αισθητική που πάντα το ‘θελα και να
άνοιγα ένα ινστιτούτο, δικό μου, και θα αδυνάτιζα και θα ντυνόμουν όμορφα, και
θα παντρευόμουν ξανά και θα ‘κανα, δυο, τρία παιδιά, τέσσερα παιδιά, πολλά
παιδιά… <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Θα ροκάνιζα τα λεφτά του, τα
λεφτά από τη μεζονέτα του, με τα παιδιά μου, τα παιδιά ενός άλλου… </span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Και τότε ήρθε
το ατύχημα… σκοτώθηκε σε ατύχημα, καταλαβαίνεις; Σκοτώθηκε μόνος του, είχε πιει
τον άμπακο και στουκάρισε το αυτοκίνητο σε μια κολώνα κι ήταν κι η τσούλα του
μέσα, αυτή έσπασε το πόδι τη και κάτι μικροτραύματα, αυτός έμεινε στον τόπο…
Γι’ αυτό έρχομαι κάθε μέρα στο νεκροταφείο, τον αναθεματίζω, δεν τον κλαίω. Τον
αναθεματίζω που μου στέρησε τη μοναδική χαρά, μου στέρησε την ευκαιρία να τον
σκοτώσω, α, έπρεπε, να είχα βρει το κουράγιο να το κάνω νωρίτερα, αλλά, να, με
φάγανε οι συμβολισμοί, στην επέτειο του γάμου μας ήθελα να το κάνω, στην επέτειο,
<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>και πήγε και σκοτώθηκε τρεις μήνες πριν…
κι ήρθε τώρα η τσούλα του, είχε το θράσος να μου χτυπήσει την πόρτα και να....</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"><br /></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Σχεδόν
σταμάτησα να την ακούω. Αυτό που μου εξομολογήθηκε, ξεπέρναγε κατά πολύ την
φαντασία μου, είχα μείνει άναυδη. Έκλαιγε, υπόφερε και συνέχιζε να μου μιλά για
ώρα, μέχρι που κόπασε η βροχή και ένα δειλό φως χύθηκε από τον ουρανό,
τυλίγοντας μαλακά τη σιωπή του νεκροταφείου. Ένα αυτοκίνητο με δυο εργάτες
φάνηκε από ένα δρομάκι, έρχονταν να πάρουν μέτρα για το μάρμαρο ενός νιόσκαφτου
τάφου.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Oι
άνθρωποι καταφέρνουν ακόμα να με εκπλήττουν.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<br /></div>
<div align="right" class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: right;">
<span style="font-size: large;">Σεπτέμβριος
2018</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; text-align: justify;">
<br /></div>
<br /><br />
</div>
Μαρώhttp://www.blogger.com/profile/12390945134138828235noreply@blogger.com6tag:blogger.com,1999:blog-6770344098448731441.post-27187689855970891672018-07-19T05:27:00.001-07:002018-07-19T05:27:31.488-07:00ΗΡΟΔΟΤΟΥ 7 ΚΑΙ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br />
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"><br /></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: center; text-indent: 36pt;">
<br /></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Η πολυκατοικία στην οποία μένω είναι σχετικά παλιά για τα μέτρα με τα
οποία μετράμε πια την παλαιότητα των πολυκατοικιών της Αθήνας. Έχει χτιστεί
στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, το '62 για την ακρίβεια, και μοιάζει μ’
ένα κακόγουστο μπεζ κουτί τεσσάρων ορόφων απ’ το οποίο προεξέχουν στενά
μπαλκόνια με λεπτά, γκρίζα καγκελάκια μάλλον χαμηλά, δεμένα στην κορφή τους με
φαρδιά κουπαστή, εντελώς δυσανάλογη προς το μέγεθος τους. Το εντυπωσιακότερο,
όμως, χαρακτηριστικό του κτιρίου είναι η κεντρική πόρτα: μεγάλη και πολυποίκιλτη,
με συγκινητική κακογουστιά και εντελώς άσχετη με το είδος του σπιτιού στο οποίο
χρησιμεύει ως είσοδος. Θυμίζει μάλλον πόρτα εισόδου σε επαρχιακό ξενοδοχείο,
σαν αυτά των λουτροπόλεων. Εκατέρωθεν υπάρχουν δυο ξενοίκιαστα από χρόνια
μαγαζιά<b style="mso-bidi-font-weight: normal;"><sup>.</sup></b><sup> </sup>το
ένα ήταν καφενείο αλλά ο ιδιοκτήτης γέρασε πολύ, τα παράτησε, ο γιος του ήθελε
να το μετατρέψει σε σουβλατζίδικο, οι ένοικοι αντέδρασαν αρνητικά, έγιναν πολλά
τότε, μέχρι και σε δικαστήρια τρέχαμε, το κακό απετράπη, η κνίσα του εδέσματος
δεν ενόχλησε ποτέ τις μύτες μας αλλά τόσα χρόνια άδεια αυτά τα δυο μαγαζιά, με
ραγισμένα τζάμια - που τα συγκρατούν όπως-όπως αλλεπάλληλα στρώματα
συγκολλητικών ταινιών-<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>βρώμικα,
σκονισμένα, καταρρέουν μέρα με τη μέρα, και, εκτός από την ασχήμια τους, έχουν
γίνει και εστίες μόλυνσης για τα σπίτια μας, αφού, παρά τις συχνές απολυμάνσεις
και ποντίκια βλέπουμε και ακόμα συχνότερα κατσαρίδες. Αποτελούν μάλιστα αφορμή
πολύωρων συνελεύσεων και αναποτελεσματικής γκρίνιας. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;"><span style="mso-tab-count: 1;"> </span>Η πολυκατοικία είναι μικρή. 18
διαμερίσματα έχει όλα κι όλα, εξ ου και τα τσουχτερά κοινόχρηστα τους
χειμωνιάτικους μήνες. Τα περισσότερα διαμερίσματα κατοικούνται από μετανάστες,
κυρίως αλβανούς, που έχουν αποφασίσει να μείνουν μόνιμα στην Ελλάδα. Κάποιοι τα
έχουν αγοράσει, άλλοι, οι περισσότεροι, μένουν με ενοίκιο. Η γειτονιά μας είναι
από τις σχετικά φτηνές και καλές<sup>.</sup> την προτιμούν πολλοί. Από μια
παραξενιά της τύχης, ο τρίτος όροφος ολόκληρος κατοικείται από τους ίδιους
ανθρώπους που αγόρασαν τα διαμερίσματα τότε που χτίστηκε το κτίριο. Κάνουν
παρέα μεταξύ τους, με τους υπόλοιπους πολλές σχέσεις δεν έχουν, μια καλημέρα,
μια καλησπέρα και αυτό είναι όλο. Είναι μια διακριτή ομάδα μέσα στο μικρόκοσμο
των συνενοίκων, είναι «αυτοί του τρίτου». Παράπονο πάντως δεν έχω από κανένα.
Όλοι οι ένοικοι, «του τρίτου» και οι άλλοι, είναι απλοί άνθρωποι, νοικοκυραίοι
που έλεγε κι η γιαγιά μου. Οι σχέσεις<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>μας είναι καλές, και ευτυχώς, αν εξαιρέσω μερικές γκρινιάρικες φωνές,
δεν δημιουργήθηκε ποτέ θέμα για τους μετανάστες γείτονες, όπως συμβαίνει σε
άλλες πολυκατοικίες ακόμα και στη γειτονιά μας. Οι σχέσεις μας, λοιπόν, είναι
καλές, χαιρετιόμαστε στ’ ασανσέρ, βοηθάμε ο ένας τον άλλον ν’ ανεβάσει τα
γεμάτα καροτσάκια της λαϊκής, κάνουμε υπομονή, όταν κάποιος έχει γιορτή με
μουσικές πολλές και θόρυβο που κρατάει ως τα ξημερώματα, τέτοια πράγματα. Στα
όρια της τυπικότητας και της ζεστασιάς.<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>Μ’ αρέσει έτσι, περισσότερα δεν μου πάνε. Είμαι κλειστός άνθρωπος. Δυο
τρεις φίλους που έχω απ’ τα μικράτα μου μού αρκούν, μ’ αυτούς πορεύομαι κι
άλλους δε θέλω. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Παρ’ όλ’ αυτά, την Αρετή τη συμπάθησα απ’ την πρώτη στιγμή. Ήταν
πληθωρική, φωνακλού, με φωνή δυνατή, καμπανιαστή, αλλά, περιέργως, ευχάριστη.
Είχε <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>ένα κελαρυστό επιτονισμό που μ’
έκανε να υποψιαστώ καταγωγή από νησί αλλά λάθεψα. Ήταν φλύαρη και γελούσε πολύ
μ’ ένα γέλιο γάργαρο, αν και κάπως οξύ, κι ήταν αεικίνητη κι ακούραστη. Και
δοτική, πραγματικά δοτική. Η προσφορά στον άλλον ερχόταν ως εσωτερική
παρόρμηση, η διάθεση να μοιραστεί αυτό που είχε το ίδιο. Σαν μια απόλυτα φυσική
λειτουργία. Εκείνο ωστόσο που με εντυπωσίασε ήταν η βαθιά και ουσιαστική της
ευγένεια, η σοφία του μέτρου στη σχέση της με τον άλλον. Αν και όλα επάνω της,
ακόμα και ο σωματότυπός της -κοντούλα και σχεδόν χοντρή, με πρόσωπο στρογγυλό,
μικρή μύτη, μάτια που χάνονταν πίσω απ’ τα φουσκωμένα μάγουλα κι ένα στόμα με
χείλη σαρκώδη αλλά κάπως άχρωμα, ωστόσο καθόλου άσχημη, το αντίθετο μάλλον
χαριτωμένη και νοστιμούλα ήταν- αν και όλα πάνω της, λοιπόν, προδιέθεταν
αρνητικά, πως θα ‘ταν ενοχλητική δηλαδή, αν όχι και φορτική μάλιστα, στην
πραγματικότητα ήξερε πού ακριβώς πρέπει να σταματήσει, πότε να πλησιάσει τον
άλλον, πότε να τον αφήσει στην ησυχία του και τις έγνοιες του κι αν μπορούσε να
κάνει κάτι για να διευκολύνει, το έκανε αθόρυβα, διακριτικά, μερικές φορές δεν
το καταλάβαινες πως είχε βάλει το χέρι της για να βρεθεί μια λύση στο πρόβλημά σου.
Από νωρίς έπιασα τον εαυτό μου να τη θαυμάζει. Εγώ ποτέ μου δεν τα κατάφερνα.
Ακόμα κι όταν το ‘θελα πολύ να βοηθήσω, δεν ήμουν αρκετά αποτελεσματική.</span></span></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjrBWhlSHDou4sxcw-CEijXZ0IV5PH6F2BpxVPOVkL1n5TEbSG-r-r7n3D37Hgl6w7UEQkHrCERtXWVB_3VsXsWpdcmi2OYMMzob0P6MQlIO2k4nL_VfEP_0eKmzgoWrAJ5ARU-VIBthw/s1600/55c99ec7aa69f140b47075eb0ab51226--art-school.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><span style="font-size: large;"><img border="0" data-original-height="736" data-original-width="736" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjrBWhlSHDou4sxcw-CEijXZ0IV5PH6F2BpxVPOVkL1n5TEbSG-r-r7n3D37Hgl6w7UEQkHrCERtXWVB_3VsXsWpdcmi2OYMMzob0P6MQlIO2k4nL_VfEP_0eKmzgoWrAJ5ARU-VIBthw/s320/55c99ec7aa69f140b47075eb0ab51226--art-school.jpg" width="320" /></span></a></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;"><br /></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: right; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: large;">Έργο της Nadine Defer</span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: large;"><br /></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;"><span style="mso-tab-count: 1;"> </span>Την γνώρισα την εποχή που αγόρασα το
διαμέρισμα κι έτυχε κι εκείνη την ίδια πάνω κάτω περίοδο να έχει αγοράσει το
δικό της. Αρχίσαμε μαζί να ανακαινίζουμε τα σπίτια μας και για τρεις μήνες
μοιραζόμασταν άλλοτε υπομονετικά κι άλλοτε γκρινιάζοντας τα προβλήματα που έχει
μια μεγάλη ανακαίνιση. Κι αλήθεια ήταν πως σχεδόν τα ξαναχτίσαμε τα σπίτια μας,
αφού το μόνο που αφήσαμε απείραχτο ήταν οι εσωτερικοί τοίχοι. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;"><span style="mso-tab-count: 1;"> </span>Τρεις μήνες ο όροφος της κάθε μιας
έμοιαζε με γιαπί και οι δυο μας, κάθε απόγευμα, με πανιά και
σφουγγαρίστρες,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>καθαρίζαμε τους
διαδρόμους, το ασανσέρ και την είσοδο της πολυκατοικίας. Προσλάβαμε μάλιστα και
τον ίδιο υδραυλικό κι έμπαινε συχνά η μια στο σπίτι της αλληνής να δει πώς πάνε
τα πράγματα, σε ποιο σημείο βρίσκονται τα μερεμέτια, να πάρει καμιά ιδέα, να
ζητήσει μια συμβουλή, να συγκρίνει τιμές ή να παραπονεθεί για κάποιες
κακοτεχνίες. Ομολογώ ότι η Αρετή ήταν καταπληκτική. Με εντυπωσίαζε η ταχύτητα
με την οποία αποφάσιζε αλλαγές, το γούστο της να συνταιριάζει χρώματα, η
ικανότητά της να βρίσκει λύσεις στα μικρά αδιέξοδα των εργασιών ανακαίνισης.
Παράλληλα δούλευε πολύ. Έκανε υπερωρίες κι έπαιρνε δουλειά στο σπίτι επίσης,
γιατί η αγορά του διαμερίσματος και οι ανακαινίσεις κόστισαν πολύ και ήταν
καταχρεωμένη και η μικρή κληρονομιά από μια μακρινή σχετικά θεία που της
επέτρεψε να αγοράσει το σπίτι εξανεμίστηκε γρήγορα, αφήνοντας γραμμάτια για το
σπίτι και χρέη για την ανακαίνιση. Ωστόσο, παρά την κούραση της δουλειάς και
παρά το γεγονός ότι αμέσως μετά το γραφείο ερχόταν κατ’ ευθείαν στο σπίτι κι
έμενε ως αργά παρακολουθώντας, κάνοντας παρατηρήσεις, υποδεικνύοντας και
περιποιούμενη τους εργάτες, ποτέ δεν παραπονέθηκε. Το αντίθετο μάλιστα.
Ευτυχέστερο άνθρωπο μάλλον δεν έχω συναντήσει ποτέ μου. Το πρόσωπό της έλαμπε
καθώς κοίταζε τις καινούριες πόρτες να μπαίνουν στη θέση τους, μια αγαλλίαση
φωτεινή και νοτισμένη άρωμα τριαντάφυλλο σκέπαζε τρυφερά το πρόσωπό της μπροστά
σε κάθε φρεσκοβαμμένο τοίχο, σε κάθε πλακάκι του πατώματος, μια άφατη χαρά την
πλημμύριζε, καθώς αργά το βράδυ σ’ ένα καροτσάκι της λαϊκής μάζευε τα σκουπίδια
της ημέρας σε σακούλες και τα κατέβαζε στους μεγάλους μεταλλικούς κάδους
σκουπιδιών που βρίσκονταν απέναντι από την είσοδο.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;"><span style="mso-tab-count: 1;"> </span>Όσον καιρό κράτησαν οι εργασίες
ανακαίνισης, συχνά πυκνά εμφανίζονταν οι γονείς της. Ήταν μοναχοπαίδι η Αρετή
και παρά που ήταν περίπου τριάντα πέντε χρόνων,<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>δεν έλεγαν να την αφήσουν να πάρει ανάσα κι ανακατεύονταν συνέχεια στη
ζωή και τις επιλογές της. Ήταν φανερό πως καθόλου δεν συμφωνούσαν με την
απόφασή της να μείνει μόνη της κι όλο έκρουαν κώδωνες κινδύνων φανταστικών, πως
τάχα δεν θα τα ‘βγαζε πέρα, πως είχε ξανοιχτεί πολύ και γρήγορα θ’ αναγκαζόταν
να τα πουλήσει όλα και να ξαναγυρίσει πίσω, στην πατρική εστία, αφού θα είχε
καταστραφεί οικονομικά και πως δεν θα τα κατάφερνε να ζήσει μόνη της, γιατί
δούλευε και πού θα εύρισκε χρόνο για το καθημερινό νοικοκυριό και άλλα τέτοια
απίστευτα. Επίσης παρενέβαιναν πολύ και στις επιλογές της σ’ ό, τι αφορούσε τα
ζητήματα των επισκευών. Τίποτε δεν τους άρεσε, σε όλα εύρισκαν ψεγάδια και
επέμεναν πως για όλα την είχαν κοροϊδέψει, η ποιότητα των πραγμάτων που είχε
διαλέξει ήταν κακή, την είχαν γελάσει, της είχαν φάει λεφτά, ενώ αν τους είχε
αφήσει να την καθοδηγήσουν, να πάνε αυτοί στη θέση της να βρουν ό,τι
χρειαζόταν, θα ήταν αλλιώς, θα ήταν όλα καλύτερα και θα της είχαν κοστίσει
λιγότερο. Κι ήταν πραγματικά παράδοξα τα σχόλια τους, αν λάβει κανείς υπόψη του
αυτό που έλεγα πρωτύτερα, την ικανότητά της δηλαδή σ’ αυτά τα πράγματα.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span><o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Επειδή ήταν γενικά χαρούμενος άνθρωπος και όλα αυτά τα διηγιόταν με
εξαιρετικό χιούμορ, νόμιζα πως αγνοούσε την γκρίνια των δικών της, πως, ακόμη
περισσότερο, την περιγελούσε. Δεν ήταν έτσι. Πίσω από τις εύθυμες περιγραφές
της, στις οποίες πάντα κατέληγε να επαινεί τους γονείς της για τις αρετές τους
και τις θυσίες που έκαναν για να τη μεγαλώσουν, και να τους δικαιολογεί ως
ένα<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>σημείο, αφού το κίνητρό τους ήταν η
αγάπη και το ενδιαφέρον, άρχισα γρήγορα να διαβλέπω μια από χρόνια καλά
κρυμμένη οργή και μια ανασφάλεια που την πολεμούσε όσο μπορούσε αλλά που τελικά
ο συνδυασμός τους νικούσε τη φτωχή Αρετή και την έκανε συχνά να παίρνει
αποφάσεις γρήγορα και επιπόλαια, παρορμητικά, τέτοιες που συνήθως μας οδηγούν
σε λάθη, μόνο και μόνο για να κρατήσει μια σχετική αυτονομία, να μην τους
αφήσει χρόνο ή άλλο περιθώριο για τις παρεμβάσεις τους. Μου είχε διηγηθεί όλα
τα χρόνια της γειτονίας μας, και της φιλίας μας μπορώ να πω, δεκάδες ιστορίες λαθών
που με έκαναν να τρομάζω και να θυμώνω, γιατί και έξυπνη ήταν και ικανή και δεν
το καταλάβαινα πώς άφηνε τον εαυτό της να παρασύρεται σε ανόητους και άκομψους
χειρισμούς. Το χειρότερο, γιατί, ενώ έβλεπε πολύ καθαρά την πραγματικότητα,
προτιμούσε να κλείνει τα μάτια και να την αντικαθιστά μ’ ένα ψέμα, παραδεισένιο
ίσως, αλλά πάντως ψέμα. Κυρίως σε ό,τι είχε να κάνει με τους ανθρώπους. Οι
γονείς της αμφισβητούσαν σχεδόν όλους τους φίλους της κι αυτή από αντίδραση
γέμιζε τη ζωή της με κόσμο που πολλές φορές δεν είχε ούτε την ποιότητα που της
άξιζε ούτε την ανιδιοτέλεια που περίμενε απ' αυτόν. Κι έτσι, χωρίς να το θέλει,
δικαιώνονταν οι γονείς της με όλα τα «πρόσεχε», με όλα τα «μην είσαι αφελής και
εύπιστη», με όλα τα «στα λέγαμε εμείς». Δεν ήθελα να τη βλέπω να υποφέρει μετά
και να μετανιώνει.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Και δεν το άντεχα
περισσότερο, γιατί την είχα γνωρίσει λαμπερή κι αποτελεσματική, και έτσι την
είχα στο νου μου –η άλλη εικόνα, αυτή που απέκτησα, όταν τη γνώρισα καλύτερα
πια, δεν μπόρεσε ποτέ να ξεθωριάσει αρκετά εκείνη την πρώτη.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span><o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Την είχα δει άλλωστε, όταν κατάφερνε να γίνει λιγότερο συναισθηματική,
όταν έπαυε να λειτουργεί σαν πεισμωμένο παιδάκι, όταν δεν επέτρεπε στο άγχος να
την καταβάλει,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>την είχα δει τότε να
πετυχαίνει ενδιαφέροντα πράγματα και δύσκολα –και στη δουλειά της και στην, να
το πω, ιδιωτική της ζωή. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Ας είναι. Έλεγα για τους γονείς της. Αν και γενικά τους επέτρεπε μια
υπερμεγέθη παρουσία στη ζωή της και συχνά μπροστά τους ζάρωνε, γινόταν σα μικρό
παιδί –την είχα πιάσει να λέει ψέματα για τις τιμές αγαθών που αγόραζε, για
ρούχα, ας πούμε, μα πιο πολύ για είδη του σπιτιού<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>αλλά και για να κρύψει πού θα πήγαινε το
βράδυ, επειδή οι γονείς της δεν ενέκριναν την παρέα ή διαφωνούσαν με τον τόπο-
στα θέματα του σπιτιού έδειξε μια φοβερή αποφασιστικότητα, σχεδόν έκανε
επίδειξη αυτάρκειας και περιόρισε την<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>παρέμβασή τους στο ελάχιστο. Ακόμα κι εγώ που έχω πολύ περιορισμένες
σχέσεις με τους γονείς μου –ομολογώ πως μερικές φορές ντρέπομαι γιατί ο αδελφός
μου τραβάει όλο το ‘λούκι’ των ευθυνών και των υποχρεώσεων απέναντί τους, ενώ
εγώ περιορίζομαι σε τυπικές επισκέψεις μια φορά το μήνα και ένα διήμερο που
περνάω τον δεκαπενταύγουστο στο εξοχικό τους στην Ανάβυσσο, για να γιορτάσουμε
τα γενέθλια της μητέρας- ακόμα κι εγώ, λοιπόν, επέτρεψα στους γονείς μου μια πιο
ενεργητική συμμετοχή στις επισκευές. Ο πατέρας μου, που ως συνταξιούχος είχε
πολύ ελεύθερο χρόνο, προσφέρθηκε να με αντικαταστήσει στην επίβλεψη των
διαφόρων εργασιών αρκετά πρωινά που δεν μπορούσα να λείψω από τη δουλειά, ενώ
επίσης συγκέντρωσε διευθύνσεις και προσφορές για τις διάφορες αγορές και πολλές
φορές έκανε ο ίδιος τις αγορές αυτές αντί για μένα. Ναι, η Αρετή με επιμονή,
άλλοτε με ήρεμο τρόπο<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>και συχνότερα
με<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>διαπληκτισμούς και<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>φωνές, κατόρθωσε να κρατήσει τους γονείς της
μακριά από το σπίτι. Αυτό το σπίτι ήταν απολύτως δική της υπόθεση.</span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;"><br /></span></span></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh7MSQIkX9OysWPIfzl3JkAdQ-r-D5ekGkknzD4HPDgHiHbi6wXBBLtxqExU0ArQpsgs_f1ZuFIc_bhuvoBmnzfv3KGiGlzBVlvavoKuOKQH19v1bDNRONL9O_9jxcDXGeAMTXY31PbSw/s1600/37584916_10213991385593449_8540515886543405056_n.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><span style="font-size: large;"><img border="0" data-original-height="667" data-original-width="450" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh7MSQIkX9OysWPIfzl3JkAdQ-r-D5ekGkknzD4HPDgHiHbi6wXBBLtxqExU0ArQpsgs_f1ZuFIc_bhuvoBmnzfv3KGiGlzBVlvavoKuOKQH19v1bDNRONL9O_9jxcDXGeAMTXY31PbSw/s320/37584916_10213991385593449_8540515886543405056_n.jpg" width="215" /></span></a></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;"><br /></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Όσο καιρό διαρκούσαν τα μερεμέτια, ιδιαιτέρως την απασχολούσαν οι
πόρτες. Έψαξε με ιδιαίτερη προσοχή τον ξυλουργό που θα κατασκεύαζε τα κουφώματα
και βρήκε τον κατάλληλο στο πρόσωπο ενός γέρου μάστορα πολύ μερακλή, πέρασε
άπειρες ώρες μελετώντας περιοδικά διακόσμησης και<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>διαφημιστικά διαφόρων εταιρειών ως να
διαλέξει και να υποδείξει στον τεχνίτη ακριβώς το σχέδιο και το σκάλισμα που
ήθελε, ρώτησε παντού για το καλύτερο ξύλο, το πιο ανθεκτικό που ταυτόχρονα θα
κοβόταν και θα σκαλιζόταν εύκολα και θα έδινε ακριβώς το αποτέλεσμα που είχε
φανταστεί. Εκεί, ωστόσο,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>που κορυφώθηκε
η έγνοια της ήταν η εξώπορτα. Έβαλε μια εξώπορτα βαριά, με πόμολο χοντρό και
γυαλιστερή κλειδαριά ασφαλείας και την διακόσμησε πρόσθετα μ’ ένα χεράκι
μεταλλικό, στο χρώμα του<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>οξειδωμένου
μπρούτζου, που κρατούσε έναν κρίκο λίγο πιο ανοιχτόχρωμο, όπως αυτοί που
βλέπουμε στα παλιά σπίτια ή στις ταινίες εποχής. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Όταν τέλειωσαν οι ξυλουργικές εργασίες και τοποθετήθηκαν τα ντουλάπια
και τα παντζούρια και βέβαια οι πόρτες, με φώναξε και με παιδιάστικη χαρά
άρχισε να μου τις δείχνει μία-μία. Ήταν τόσο χαρούμενη, τόσο περήφανη, σαν να
είχε ανακαλύψει ένα τεράστιο θησαυρό που θα της επέτρεπε από δω και πέρα να
γλεντήσει τη ζωή της ξέγνοιαστα και άκοπα. Μου τις έδειξε τις πόρτες μία-μία,
λοιπόν, και με καλούσε να σταθώ μπροστά στην κάθε μια τους και να θαυμάσω το
περίτεχνο σκάλισμα, την προσεγμένη κατασκευή, τους μεγάλους μεντεσέδες και κυρίως
τα πόμολα και τις κλειδαριές: τα πόμολα στο χρώμα του καπνισμένου ασημιού με
μια γιρλάντα στο τελείωμά τους και οι κλειδαριές με το κλειδί πάνω τους, «κοίτα
το κλειδί» , μου έλεγε, «δεν είναι αυτό που μου έδωσαν στο μαγαζί μαζί με τις
κλειδαριές. Όχι. Πήγα σε ειδικό και μου το έφτιαξε<sup>.</sup> το πιάσιμό του
είναι μαργαρίτα, κανονική μαργαρίτα, κοίτα, έχει και κομπαλάκια στο στρογγυλό
της… Μια περιουσία μου στοίχισαν τα κλειδιά αλλά χαλάλι τους. Δεν είναι
υπέροχα;» Κι εγώ, παρ’ όλο που εντυπωσιάζομαι δύσκολα, της είπα καλά λόγια για
τα κλειδιά και τα πόμολα και τις πόρτες. Τις παίνεψα τις πόρτες της μια ιδέα
παραπάνω απ’ ότι θα το έκανα κανονικά, γιατί κατάλαβα πόσο το ήθελε. Και η
Αρετή άκουγε αχόρταγα τα κοπλιμέντα<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>και
τις μικρές υπερβολές μου και ήθελε κι άλλα, ακόμη περισσότερα. Πάντως, στ’
αλήθεια οι πόρτες που έβαλε είχαν φίνετσα κι αρχοντιά ιδιαίτερη, άλλωστε το
κόστος τους υπήρξε τεράστιο, και ξεχώριζαν μέσα στην υπόλοιπη κατασκευή που
είχε μεν κομψότητα αλλά δεν έπαυε να δείχνει παντού πως επρόκειτο για το
διαμέρισμα μιας μετρίως αμοιβομένης δημοσίας υπαλλήλου.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Μετά, όταν κάτσαμε στα δυο άβολα σκαμνάκια που χρησιμοποιούσαν οι
εργάτες για το διάλειμμά τους, και ήπιαμε τον καφέ που έφτιαξε στο γκαζάκι και
σέρβιρε στα πλαστικά ποτηράκια –«καραβίσιος», είπε, «αλλά επιφυλάσσομαι να σου
κάνω τραπέζι για τα καλορίζικα»- μου διηγήθηκε πως, όταν ήταν μικρή ονειρευόταν
πως ζούσε σ’ ένα πύργο, «ξέρεις», είπε, «απ’ αυτούς τους μεσαιωνικούς, τότε με
τους ιππότες, κι είχα ένα δωμάτιο μεγάλο, ψηλοτάβανο, μ’ ένα ωραίο παράθυρο και
μια πόρτα ξύλινη, απ’ αυτές τις τεράστιες που χρειάζονται δυο άντρες για να τις
κλείσουν, ξέρεις… Και είχε, λέει η πόρτα και αμπάρα κι εγώ την έκλεινα κι έβαζα
και την αμπάρα μετά, φρούριο το δωμάτιο, ποιος να μπει μέσα…». <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Ποτέ μου δεν είχα μια ανάμνηση από τα παιδικά μου χρόνια να διηγηθώ κι
έτσι περιορίστηκα να χαμογελάσω.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Στα χρόνια που ακολούθησαν την συνέλαβα αρκετές φορές να καθυστερεί το
κλείδωμα ή το ξεκλείδωμα της εξώπορτας μόνο και μόνο για να απολαύσει τον ήχο
του κλειδιού, ένα ήχο σκληρό και υπόκωφο, να απολαύσει πραγματικά τον ήχο του
κλειδιού που γύριζε τέσσερις φορές ως να κλειδώσει καλά η πόρτα κι έπειτα, απ’
το ασανσέρ να ρίχνει μια θαυμαστική ματιά γεμάτη τρυφερότητα και αγάπη σ’ αυτό
το βαρύ καλοδουλεμένο κομμάτι ξύλου -ενισχυμένο εσωτερικά με μέταλλα και άλλα
υλικά, με τα τέσσερα διαφορετικά εσωτερικά έμβολα που μάγκωναν γερά στον
τοίχο-<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>που απομόνωνε και προστάτευε το
σπίτι της.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-indent: 36.0pt;">
</div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="text-indent: 36pt;"><span style="font-size: large;"> </span></span></div>
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><o:p><span style="font-size: large;"><div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgvYMI9FCAEHYv2t0b6X4CCTkRA5MpcxBzncwqXRsef765LmhQVjTTRRHT7TMyuRs5FPcYTyjtqKSxwv_LHcAe_57X-X0rGKp4gxOEgFsPjOnKdeMBtsIvZ3V4faz73Od6CXGnzuCkCpw/s1600/assorted-skeleton-keys-ken-powers.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="656" data-original-width="900" height="233" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgvYMI9FCAEHYv2t0b6X4CCTkRA5MpcxBzncwqXRsef765LmhQVjTTRRHT7TMyuRs5FPcYTyjtqKSxwv_LHcAe_57X-X0rGKp4gxOEgFsPjOnKdeMBtsIvZ3V4faz73Od6CXGnzuCkCpw/s320/assorted-skeleton-keys-ken-powers.jpg" width="320" /></a></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: justify;">
<br /></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: right;">
Έργο του Ken Powers</div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: justify;">
<br /></div>
</span></o:p></span><br />
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Τα πέντε χρόνια που ακολούθησαν,<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>η σχέση μου με την Αρετή εξακολούθησε να είναι το ίδιο καλή. Παλιά, όταν
μου έλεγαν για το άξενο των πόλεων και τη μοναξιά των διαμερισμάτων, κατέβαζα
το κεφάλι και δεν μιλούσα. Τι να ‘λεγα; Πως αν κάτι μ’ αρέσει στις μεγάλες
απρόσωπες πολυκατοικίες είναι ακριβώς αυτό, που κανείς δεν έχει την πρόθεση για
μια σχέση πέρα από τα τυπικά και απαραίτητα για την εύρυθμη λειτουργία του
οικήματος; Κάποτε ούτε καν αυτό; Με την Αρετή, όμως, κατάλαβα γιατί λένε πως ο
καλός ο γείτονας είναι ευλογία. Ένα απόγευμα κατέβηκε χαρούμενη να μου
προτείνει να πιούμε καφέ. Ήταν νωρίς ακόμη για να βγω και δέχτηκα. Παρ’ όλο που
της πρότεινα να τον ψήσω εγώ και να μείνουμε στο σπίτι μου, αυτή επέμεινε να
ανεβούμε στο δικό της. Είχε φτιάξει κουλουράκια πορτοκαλιού, είπε, και κομπόστα
μήλου κι ήθελε να τα δοκιμάσω. Ήταν έξοχη μαγείρισσα και η ζαχαροπλαστική ήταν
το φόρτε της. Συχνά καλούσε φίλους και τους έκανε πλούσια τραπέζια με πολύπλοκα
φαγητά και γλυκά. Της άρεσε να την παινεύουν για την ικανότητά της, της άρεσε
να ζητούν και δεύτερο πιάτο και δεύτερο κομμάτι γλυκό. Γενικά, την απογείωναν
οι φιλοφρονήσεις<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>για τη νοικοκυροσύνη
της. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Ήταν ωραίο το απόγευμα, φωτεινό, ζεστό, έμοιαζε να είχε ανατείλει μια
μικρή άνοιξη μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Το σαλόνι της ήταν λουσμένο σ’ αυτό
το τόσο αγαπημένο μου φως του απογεύματος που μαλακό και τρυφερό αγγίζει τα
πράγματα, χαϊδεύει τα σώματα τυλίγοντάς τα σε μια λυτρωτική θαλπωρή, μαλακώνει
τα περιγράμματα κάνοντάς τα όλα μια ιδέα πιο όμορφα, τόσο όσο πρέπει για να
ξεχαστεί κανείς και νιώσει πώς θα ήταν η ευτυχία. Το σπίτι της Αρετής ήταν το
πιο νοικοκυρεμένο και καθαρό σπίτι που έχω δει ποτέ μου. Μερικές φορές την
πείραζα «Αρετή» της έλεγα «μόνο στις διαφημίσεις υπάρχουν τόσο καθαρά και
περιποιημένα σπίτια». Ήταν λες και δεν το κατοικούσε κανείς. Λες και ερχόταν
κάθε πρωί μια εργατική γυναίκα, το φρόντιζε ως την τελευταία λεπτομέρεια κι
έπειτα το κλείδωνε κι έφευγε ως την άλλη μέρα. Η Αρετή ασχολιόταν πολύ με το
σπίτι αλλά αυτό δεν την κούραζε, το αντίθετο, της έδινε χαρά και ευεξία, την
έκανε κεφάτη και αισιόδοξη. Κοίταζε τα καλογυαλισμένα πατώματα, τα αστραφτερά
τζάμια, το πεντακάθαρο μπάνιο, τις άψογα σιδερωμένες κουρτίνες, τα
καλοτακτοποιημένα ντουλάπια που μοσχοβολούσαν από τα αποξηραμένα λουλούδια που
τοποθετούσε γι’ αυτό το σκοπό στο βάθος τους και χαμογελούσε με ικανοποίηση,
Έβγαινε στο μπαλκόνι με τις μικρές ανθισμένες γλάστρες, κοιτούσε το στενό
δρόμο, την απέναντι πολυκατοικία, θεάματα μάλλον καταθλιπτικά και χαμογελούσε.
Παρακολουθούσε τα λουλούδια της να προκόβουν και χαμογελούσε.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Μόλις μπήκα στο σαλόνι διαπίστωσα πως<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>είχε πάρει καινούριες κουρτίνες και τις είχε ράψει μόνη της –έπιανε και
σ’ αυτό το χέρι της. «Με γεια» είπα «πολύ ωραίες». Χαμογέλασε πονηρά. «Έλα να
σου δείξω και την κρεβατοκάμαρα» είπε. Είχε στρώσει πάνω στο κρεβάτι μια έξοχη
δαντελένια κουβέρτα και ωραία άσπρα μαξιλάρια με βολάν στο τελείωμα από φίνο
βαμβακερό ύφασμα. «Μόνη μου την έπλεξα» περηφανεύτηκε «και τα μαξιλάρια εγώ τα
‘φτιαξα. Είχε τέτοια η νονά μου, όταν ήμουν μικρή, και πάντα ήθελα να στολίσω
με δυο ίδια το κρεβάτι μου».<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;"><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Ένιωσα την ανάγκη ν’ αγγίξω το
κρεβάτι που έμοιαζε να βγαίνει από ρομαντικό όνειρο, αφράτο, απαλό, σχεδόν
μύριζε ζάχαρη κι άπλωσα το χέρι μου χωρίς να το σκεφτώ, μα το τράβηξα αμέσως.
Φοβήθηκα μήπως το τσαλακώσω ή ακόμα και να το λερώσω ίσως, τόσο τέλεια και
εύθραυστα λευκό που ήταν. Η Αρετή γέλασε. «Πιάστο, καλέ, δεν θα λιώσει. Ξέρεις
τι γερή κλωστή έχω χρησιμοποιήσει; Αυτά είναι αθάνατα. Και τα εγγόνια μου θα τα
βρούνε» Κι έπειτα, πάλι γελώντας, άνοιξε την ντουλάπα της που μοσχομύριζε
κανέλλα και τριαντάφυλλο κι έβγαλε ένα πακέτο «Κι αυτό για σένα» μου είπε και
μου το πρόσφερε. Την κοίταξα απορημένη κι αυτή με κάλεσε ανυπόμονα να το
ανοίξω. Ήταν δυο μικρά τετράγωνα μαξιλαράκια πλεγμένα στο χέρι, πολύ κομψά και
χαριτωμένα. Τα είχε πλέξει για μένα. Δεν συγκινούμαι εύκολα αλλά εκείνη την ώρα
συγκινήθηκα πολύ. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Όταν καθίσαμε στο σαλόνι για τον καφέ και τα υπέροχα κουλουράκια
πορτοκαλιού που δεν χόρταινα να τρώω, μου αποκάλυψε το μυστικό της. «Γνώρισα
κάποιον» μου είπε συνεσταλμένα, δειλά σαν κοριτσάκι. Ήταν συνάδελφος που
μετατέθηκε στο γραφείο της από άλλη υπηρεσία, η Αρετή έλεγε πως ήταν καλός
άνθρωπος και πως το πράγμα ήταν μάλλον σοβαρό. Μου ‘δωσαν μεγάλη χαρά τα νέα
της, ήξερα πως ήθελε να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια αλλά εδώ και πολλά
χρόνια, ύστερα από ένα άτυχο αρραβώνα, ήταν μόνη της. Μου μίλησε εκτενώς γι’
αυτόν τον άντρα και με ρώτησε αν ήθελα να τον γνωρίσω. «Εσύ», μου είπε, «είσαι
συγκρατημένη, δεν ενθουσιάζεσαι εύκολα, κόβει το μάτι σου. Θέλω μια γνώμη». Αν
και αυτός ο ρόλος δεν μου άρεσε και της εξήγησα πως εκείνη έπρεπε να είναι
σίγουρη ότι ταιριάζουν, στο τέλος δέχτηκα. Κατάλαβα πόσο ήθελε μια γνώμη
τρίτου,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>πιο αντικειμενική, πριν μιλήσει
στους γονείς της. Κανονίσαμε να περάσω προς το τέλος της εβδομάδας<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>να την πάρω απ’ το γραφείο και να πάμε όλοι
μαζί για φαγητό στην Καισαριανή. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Δυο μέρες μετά, μου χτύπησε πάλι την πόρτα. «Ξέμεινα από ζάχαρη», είπε,
«θα μου δώσεις ένα πακέτο;». Δεν ήταν η ίδια. Την κάλεσα μέσα, δεν ήθελε. Από
το άνοιγμα της πόρτας, όπου στεκόταν, είδε που είχα ήδη γεμίσει τα μαξιλάρια
και τα είχα στολίσει στον καναπέ μου «Το ‘ξερα πως θα πήγαιναν ωραία» σχολίασε.
Πήρε τη ζάχαρη και έφυγε. Ήταν φανερό πως κάτι έτρεχε. Ανέβηκα επάνω και
επέμεινα να μου πει τι συμβαίνει. Έβαλε τα κλάματα. Είχαν χωρίσει. Της είπε πως
είχε λάθος καταλάβει, αυτός δεν είχε τίποτε ιδιαίτερο στο μυαλό του κι αν ήταν
να παντρευτεί θα προτιμούσε μια νεότερη γυναίκα. Έκλαψε για ώρα κι έπειτα
συνήρθε, σκούπισε τα μάτια της, σα να ένιωσε ένοχη που με είχε τόσην ώρα
απασχολήσει με τα δικά της. «Ας μην το συζητάμε άλλο» είπε «εγώ φταίω άλλωστε.
Τι πάω και μπλέκω; Καλά μου λέει η μαμά μου». Θέλησα να μάθω τι της έλεγε η
μητέρα της αλλά αρνήθηκε να μου πει. Ήταν φανερό πως, όπως έκανε συνήθως σε
τέτοιες περιπτώσεις, τα ‘χε βάλει με τον εαυτό της. Μόνο που για καιρό έλεγε
και ξανάλεγε «Ευτυχώς που δεν τους το είχα πει. Το σκέφτεσαι;». Δεν το
σκεφτόμουν, επειδή δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί θα ήταν τόσο φοβερό να το
είχαν μάθει οι γονείς της. Είχα ξεχάσει πόσο παρεμβατικοί ήταν και πόσο της
υπέβαλλαν την ιδέα πως εκείνη φταίει για όλα, πως κάνει πάντα στραβές επιλογές,
είναι εύπιστη, αφελής και όλα τα σχετικά των οποίων το συμπέρασμα πάντα ήταν
πως έπρεπε να γυρίσει πίσω, στο μόνο μέρος που την αγαπούσαν, στο μόνο μέρος
όπου θα ήταν πραγματικά ασφαλής, στο πατρικό της σπίτι.</span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Άλλη μια φορά συνέβη κάτι παρόμοιο με την ίδια πάλι κατάληξη. Έλειπα
εκείνο τον καιρό –η υπηρεσία με είχε στείλει για ένα εξάμηνο εκτός Αθηνών- και
τα πληροφορήθηκα μετά, όταν όλα είχαν τελειώσει. Δεν έδειχνε πια στενοχωρημένη,
μου τα διηγήθηκε ψύχραιμα με γενναίες δόσεις από το γνωστό της χιούμορ. Έκτοτε
δεν συνέβη τίποτε άξιο λόγου. Όλα συνέχισαν να είναι όπως πάντα. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi7pgeqhViFH5vRUqGc04u0iZSBd-NYYfG-SRHANwLsL_aeb44taPyvBq9JmzbvHgUi5azkmeq9xSpm-nGzaa-QRkEz6ps2ud9QJQxS74JO_Xd-ZOtWOE2-MwbiIzhyMouIyKgglBHgGA/s1600/Death+and+Life.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><span style="font-size: large;"><img border="0" data-original-height="700" data-original-width="510" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi7pgeqhViFH5vRUqGc04u0iZSBd-NYYfG-SRHANwLsL_aeb44taPyvBq9JmzbvHgUi5azkmeq9xSpm-nGzaa-QRkEz6ps2ud9QJQxS74JO_Xd-ZOtWOE2-MwbiIzhyMouIyKgglBHgGA/s320/Death+and+Life.jpg" width="233" /></span></a></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: right; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Gustav Klimt, Ζωή και Θάνατος</span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<br /></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Ένα βράδυ αργά χτύπησε η πόρτα. Είχα πλαγιάσει και σηκώθηκα μάλλον
δυσαρεστημένη. Απ’ το χτύπημα ήξερα ότι ήταν η Αρετή. Άνοιξα και την είδα
χλωμή, κατάχλωμη, πανιασμένη. Τα μαλλιά της ξεχτένιστα κι έτρεμε, τα μάτια της
ήταν κατακόκκινα, φαινόταν να έχει κλάψει για ώρα. Μόλις άνοιξα, μ’ έσπρωξε,
μπήκε μέσα και μ’ αγκάλιασε. Κάτι πήγαινε να πει, δεν τα κατάφερνε, πνιγότανε,
τα χείλη της συσπώνταν ανίκανα να σχηματίσουν μια λέξη. Την έβαλα να κάτσει,
της έφερα νερό, με τα πολλά συνέφερε, το είπε. Είχε χάσει τον πατέρα της. Μόλις
είχε πεθάνει ο πατέρας της. Έμφραγμα, δεν τον πρόλαβαν, είπε. Ίσα που τον
μετέφεραν στο νοσοκομείο κι εκεί ξεψύχησε. Είχε έρθει στο σπίτι να πάρει ρούχα,
η μητέρα της ήταν με τις θείες της στο πατρικό της. Φυσικά τη συνόδεψα ως εκεί και
ξενύχτησα μαζί τους τον νεκρό. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Για καιρό αρνιόταν να το πιστέψει αυτό που συνέβη. Για πολύ καιρό
περίμενε να χτυπήσει το κουδούνι<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>ο
πατέρας της. Περίμενε να τον δει στο άνοιγμα της πόρτας. Κράτησε στην πιατοθήκη
το καφεφλίτζανό του, κράτησε το τασάκι του –του είχε αγοράσει ένα μεγάλο
πλαστικό τασάκι γιατί μόνο τέτοια βολευόταν ο μακαρίτης. Τα ‘βγαζε, τα
ακουμπούσε όμορφα-όμορφα σ’ ένα δίσκο πάνω στο τραπέζι, τα κοίταζε κι έκλαιγε.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Τον αγαπούσε πολύ τον πατέρα της. Ήταν ένας άντρας ψηλός, γεροδεμένος,
με δυνατά μπράτσα. Το πλατύ μέτωπο, πλατύ απ’ την κατασκευή του και όχι γιατί
τα μαλλιά του είχαν αραιώσει με τα χρόνια, χαράκωναν τρεις μεγάλες βαθιές
ρυτίδες που<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>έδιναν την εντύπωση ότι κάτι
τον απασχολούσε όλη την ώρα. Ήταν έξυπνος άνθρωπος, ικανός, αν και κάπως νωθρός
και διστακτικός, γι’ αυτό άλλωστε και είχε αφήσει το προβάδισμα στη γυναίκα
του. Αυτός ήταν ο άξιος δουλευτής που φρόντιζε την οικογένειά του, να μην της
λείψει τίποτε, και η γυναίκα του χειριζόταν τα υπόλοιπα. Διοικούσε το σπιτικό<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>με αυστηρή πειθαρχία και αυταρχισμό. Τίποτε
και κανείς δεν ξέφευγε τον έλεγχό της. Μέσα στο σπίτι. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;"><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Τον αγαπούσε τον πατέρα της η
Αρετή κι εκείνος την αγαπούσε πολύ, με τον τρόπο του βέβαια, μ’ ένα τρόπο
λανθασμένο, βάρβαρο και ανώριμο, με μια αγάπη ανακατεμένη αξεδιάλυτα με το φόβο
πως δεν την έλεγχε, του ‘χε ξεφύγει πια, κι ίσως κάποτε την έχανε ακόμα πιο
πολύ. Θα την ήθελε να ζαρώνει πλάι του και να την προστατεύει. Δεν ήταν έτσι κι
αυτό τον έθλιβε, μερικές φορές τον τσάκιζε, την έλεγε ανυπάκουη κι έτσι την αντιμετώπιζε,
σαν μικρό, ανυπάκουο παιδί. Τον αγαπούσε τον πατέρα της η Αρετή κι εκτιμούσε
επίσης την εξυπνάδα του και την τιμιότητά του. Δεν του το ‘χε πει ή, για την
ακρίβεια, δεν του το είχε πει τόσο καθαρά όσο θα ήθελε, δεν του το είχε πει
ρητά ποτέ πόσο τον εκτιμούσε κι όσο κράτησε το πένθος της –της πήρε πάνω από
έξι μήνες να συνέρθει- αυτό ήταν που ερχόταν ξανά και ξανά τυραννικό. Μα μήπως
προλαβαίνει ποτέ κανείς να πει τα όσα θα ήθελε στους γονείς του;<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;"><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Εκείνες τις μέρες, όπως ήταν
εύλογο, ένιωσα την ανάγκη να επικοινωνήσω με τους δικούς μου. Τους τηλεφώνησα
και τους προσκάλεσα σε ένα ακριβό εστιατόριο, που άρεσε πολύ στον πατέρα μου
αλλά τους ήταν δύσκολο να πηγαίνουν τακτικά εξαιτίας των μέτριων οικονομικών
τους. Και τα δικά μου οικονομικά το ίδιο μέτρια ήταν αλλά μπορούσα, διάβολε, να
τους προσφέρω ένα περιποιημένο δείπνο. Στενοχωρέθηκα μόνο που έλειπε ο αδελφός
μου. Είχαμε καιρό να βρεθούμε και να μιλήσουμε. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Ένα απόγευμα ανέβηκα και χτύπησα την πόρτα της. Δεν ήταν εκεί. Απ’ το
θάνατο του πατέρα της και μετά είχε πυκνώσει τις επισκέψεις στο πατρικό της,
κρατούσε<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>συντροφιά στην μητέρα της, που,
απαρηγόρητη για τον αιφνίδιο θάνατο του συζύγου της, είχε παρουσιάσει κάποια
μικροπροβλήματα στην υγεία της. Ο γιατρός είπε πως δεν ήταν τίποτε αλλά η κυρία
Λιάνα τα μεγαλοποίησε στο κεφάλι της και παρέσυρε και την Αρετή στην υπερβολή.
Άρχισε να κοιμάται στο σπίτι της μητέρας της όλο και πιο συχνά, σχεδόν κάθε
βράδυ. Ερχόταν μετά τη δουλειά στο δικό της σαν τον κλέφτη. Έκανε τα απαραίτητα
του νοικοκυριού, πότιζε τα λουλούδια της, κατέβαινε και σε μένα, όταν είχε
χρόνο, κι αμέσως έφευγε για να πάει πάλι στη μητέρα της. Άρχισε να καπνίζει
αλλά μετά από λίγο το σταμάτησε. Δεν την βοηθούσε καθόλου. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Της άφησα ένα σημείωμα πως είχα περάσει και ήθελα να δω τι κάνει. Όταν
ήρθε, βρήκε το σημείωμα και κατέβηκε αμέσως. Ήταν χλωμή, κουρασμένη,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>αφηρημένη, πεταγόταν απ’ το ένα θέμα στο
άλλο. Στο μάγουλό της είχαν βγει τρία τέσσερα κόκκινα στίγματα –η Αρετή είχε
πάντα πολύ καθαρό δέρμα- τα μάτια της είχαν μαύρους κύκλους. Ήταν εντελώς
απεριποίητη, κακοχτενισμένη, με τσαλακωμένη φούστα και στραβοπατημένα
παπούτσια. Τη μάλωσα. Δεν έπρεπε να το κάνει αυτό στον εαυτό της, της είπα,
αλλά ακόμη και για κοινωνικούς λόγους δεν έπρεπε να το κάνει. Δεν μπορούσε να
πηγαίνει τόσο ατημέλητη στη δουλειά της, πρόσθεσα. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Έφαγε λίγο γλυκό και άρχισε να μιλάει. Είπε πως δεν έχει καθόλου χρόνο,
πως είναι ξέπνοη απ’ την κούραση, πως δεν τα βγάζει πέρα με τις υποχρεώσεις, τη
δουλειά της, τις υπερωρίες, τα δύο σπίτια… Είπε επίσης πως είναι πολύ ανήσυχη
με την υγεία της μητέρας της αλλά προτού προλάβω να τη ρωτήσω τι ακριβώς
συμβαίνει –σκόπευα μάλιστα να της προτείνω ένα γνωστό μου γιατρό, πολύ καλό για
περιπτώσεις όπως της κυρίας Λιάνας, αν και ήξερα πως η μητέρα της δεν
συμπαθούσε τους γιατρούς και προτιμούσε να υποφέρει, να λέει τουλάχιστον πως
υποφέρει, παρά να επισκεφτεί κάποιον ειδικό- προτού, λοιπόν, προλάβω να πω
κάτι, άλλαξε τόνο. Η φωνή της έσταξε κάτι φαρμακερό και φοβισμένο που, όμως,
τυλίχτηκε αμέσως μέσα στον δισταγμό, το ‘λεγε και το ‘παιρνε πίσω μαζί αλλά δεν
μπορούσε να μην το πει. «Το φοβόμουν πάντα. Όταν θα φύγει ο ένας… Το έτρεμα…
Ξέρω πως θέλει να γυρίσω πίσω. Δεν το λέει ευθέως αλλά αυτό θέλει. Μου το
φέρνει πλάγια. Πως είναι δύσκολο να συντηρεί κανείς δυο σπίτια, πως έχουν
μειωθεί τα έσοδά μας κι αν είχαμε μια πηγή,<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>πώς να το πω, πρόσθετου εισοδήματος, ένα ενοίκιο ας πούμε, θα μας
ανακούφιζε πολύ και κυρίως παραπονείται πως δεν είναι καλά, όλο κάτι έχει,
δύσπνοιες, πονοκεφάλους, έναν επίμονο βήχα, μια ενόχληση στο λαιμό, ξέρεις
τώρα…» Σταμάτησε, ανάγλυψε τα χείλη της και με φανερή ενοχή πια συνέχισε «Δε
θέλω να γυρίσω…» κι έβαλε τα κλάματα. Προσπάθησα να την παρηγορήσω, να της
εξηγήσω ότι αυτό δεν ήταν κάτι κακό, πως δεν εγκατέλειπε τη μητέρα της μένοντας
στο σπίτι της, ίσα-ίσα. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Φαινόταν απαρηγόρητη, καταλάβαινα πως δεν με άκουγε αλλά συνέχισα να
της λέω πως η φροντίδα της μητέρας της δεν σήμαινε και απαραίτητα την
συγκατοίκηση, πως έπρεπε οπωσδήποτε να κρατήσει τη ζωή της και την αυτονομία
της και παράλληλα να προσέχει την μητέρα της και να της προσφέρει ό,τι της ήταν
απαραίτητο, προσοχή, αγάπη, συντροφιά, χρήματα. Της έφερα και κάποια
παραδείγματα γνωστών μου που είχαν κάνει το ίδιο και δεν είχε κανείς παράπονο,
ούτε ο γονιός ούτε το παιδί. «Δεν μπορείς να το καταλάβεις» μου είπε. «Μπορεί
να έχεις δίκιο αλλά η μητέρα μου θα το δει σαν εγκατάλειψη, σαν προδοσία. Όμως
δεν μπορώ και να γυρίσω. Δεν είχα ποτέ δικό μου σπίτι, θέλω να πω το σπίτι μου
το πατρικό δεν ήταν ποτέ σπίτι μου, ήταν το σπίτι της μάνας μου.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Αυτό ήταν το πρώτο δικό μου σπίτι. Το πρώτο
δικό μου κάτι γενικά.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Στης μάνας μου
αυτή ήταν η βασίλισσα. Δεν μ’ άφηνε να κάνω τίποτα. Κι όταν έκανα κάτι, όσο
καλά κι αν το ‘κανα, πήγαινε και το ξανάκανε, δεν της άρεσαν τα δικά μου. Και
ποτέ δεν μ’ άφηνε να μαγειρέψω. Τίποτα δε λαχτάρησα περισσότερο στη ζωή μου από
μια δική μου κουζίνα, με κατσαρόλες, κουτάλες, ντουλάπια γεμάτα με τρόφιμα που
εγώ θα είχα επιλέξει, ένα ψυγείο με φαγητά που εγώ θα είχα μαγειρέψει». Κι
έπειτα άρχισε να μου λέει πως, όταν μετακόμισε εδώ, άρχισε να ψωνίζει με μανία
πράγματα για το σπίτι, σεντόνια, πετσέτες, τραπεζομάντιλα, διακοσμητικά
πετσετάκια, μπιμπελό, ρολόγια, καδράκια, και κυρίως είδη κουζίνας. Στα
ντουλάπια της, είπε,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>θα έβρισκα δεκάδες,
αχρησιμοποίητα είδη κουζίνας, ντουζίνες από πιάτα και καφεφλίτζανα και κουτάλια
και φόρμες κάθε είδους, σχήματος και μεγέθους. Είπε πως δεν μπορούσε ν’
αντισταθεί στον πειρασμό, με λαιμαργία τα ψώνιζε, φόρτωνε την πιστωτική της
κάρτα και περίμενε με αγωνία να<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>κατεβάσει το χρέος για να ξαναψωνίσει. Ένιωθε δυστυχής, όταν δεν μπορούσε
να πάρει μια εξάδα ποτήρια ή ένα δίσκο σερβιρίσματος που είχε δει σε μια από
τις συχνές επισκέψεις της σε σχετικά μαγαζιά και της είχαν αρέσει. Κι όχι
πράγματα ακριβά, όχι, μου το τόνισε με ιδιαίτερη έμφαση αυτό, δεν της άρεσαν οι
ακριβές φίνες πορσελάνες και τα βαριά κρύσταλλα. Της καθημερινότητας
αντικείμενα ήθελε. Μόνο τέτοια. Και πως ήθελε να μαγειρεύει, πως την έκανε
ευτυχισμένη το μαγείρεμα. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Έπειτα, απότομα, άλλαξε συζήτηση. Έμεινε πολύ εκείνη την ημέρα
φλυαρώντας για ζητήματα άσχετα. Λες και ήθελε να ξεθωριάσει τα προηγούμενα.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: center; text-indent: 36pt;">
</div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="text-indent: 36pt;"><span style="font-size: large;"> </span></span></div>
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><o:p><span style="font-size: large;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhBAh2AIlZY-8DNexJFMTOU0g6cxVy07cb_CdhRiUz_xZc3brVLZmc8PAfbg3Ko0RqpG2YDECufAQTbdapZNp0JAAFtuWHV1liR4MSbXoRfgraAzGgpDnDnkow-4g2OXsP22HA8oAqN1w/s1600/kitchen-leon-zernitsky.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="900" data-original-width="900" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhBAh2AIlZY-8DNexJFMTOU0g6cxVy07cb_CdhRiUz_xZc3brVLZmc8PAfbg3Ko0RqpG2YDECufAQTbdapZNp0JAAFtuWHV1liR4MSbXoRfgraAzGgpDnDnkow-4g2OXsP22HA8oAqN1w/s320/kitchen-leon-zernitsky.jpg" width="320" /></a></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: right;">
Έργο του Leon Zernitsky</div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: justify;">
<br /></div>
</span></o:p></span><br />
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Μετά το πρώτο εξάμηνο από το θάνατο του πατέρα της, άρχισε να
συνέρχεται. Γύρισε στο σπίτι της, πολύ λίγα βράδια έμενε πια στης μητέρας της.
Φρόντιζε πάλι την εμφάνισή της, μάλιστα με ιδιαίτερη προσοχή και σαφώς παραπάνω
απ’ ότι παλιότερα, δεχόταν πάλι φίλους,<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>«οι μουσαφίρηδες είναι χαρά» έλεγε και μου θύμιζε τη γιαγιά μου που
θεωρούσε τους μουσαφίρηδες «μπερεκέτι», περιποιόταν το σπίτι με εξαιρετική
επιμέλεια. Μάλιστα βρήκε ένα ειδικό υγρό, κάτι σαν λούστρο, και γυάλιζε την
εξώπορτα δυο φορές την εβδομάδα. Δυο φορές την εβδομάδα κρέμαγε τα κλειδιά στη
μέση της, έπαιρνε ένα σκαμνάκι, το ‘βαζε μπροστά στην πόρτα, σκαρφάλωνε πάνω
του κι άρχιζε να τρίβει με δύναμη το πάνω μισό. Κατόπιν κατέβαινε, τραβούσε το
σκαμνάκι στην άκρια, γονάτιζε, κι έκανε το υπόλοιπο. Έπειτα απομακρυνόταν λίγο
και την κοίταζε με ικανοποίηση. Περίπου όπως ο καλλιτέχνης το τελειωμένο πλέον
έργο του. Με πιάνανε τα γέλια, όταν την έβλεπα, μου φαινότανε τόσο υπερβολικό,
αυτό το συχνό γυάλισμα της πόρτας,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>που
δεν ήθελα καν να τη μαλώσω. Κάποτε μάλιστα για να την πειράξω, της αγόρασα ένα
γυαλιστικό για το χεράκι. Δεν ήξερα, όμως, ότι ήδη χρησιμοποιούσε κάτι
παρόμοιο. Το δοκίμασε, το βρήκε αποτελεσματικό, καλύτερο από το προϊόν που
αγόραζε εκείνη και χάρηκε τόσο, που αναγκάστηκα τελικά να μην της αποκαλύψω πως
επρόκειτο για αστείο. Όλα έμοιαζαν να έχουν πάρει πάλι το δρόμο τους. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<br /></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Τότε συνέβη η επίθεση στους δίδυμους πύργους στη Νέα Υόρκη.
Παρακολούθησα από την τηλεόραση την κατάρρευση των πύργων, τα διαγγέλματα του
προέδρου των ΗΠΑ, είδα εκατοντάδες φορές το αεροπλάνο να καρφώνεται στα κτίρια,
τόσο που στο τέλος έγινε μια εικόνα<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>χωρίς ιδιαίτερο νόημα, ανεξάρτητη από το θάνατο, είδα ξανά και ξανά τα
ίδια ρεπορτάζ με μαρτυρίες που δεν διέφεραν η μια απ’ την άλλη, είδα ζωντανούς
να καπηλεύονται ποικιλοτρόπως τους νεκρούς, άλλοι με κηρύγματα πολέμου κι άλλοι
περιφέροντας στις οθόνες τον πόνο τους και τις κασετούλες με τα τελευταία λόγια
των αγαπημένων τους, κάτι «σ’ αγαπώ, θέλω να ‘στε ευτυχισμένοι, είσαι ό,τι
καλύτερο μου έτυχε» κι άλλα τέτοια. Είμαι άνθρωπος ψυχρός, λογικός. Δεν ένιωσα
καμιά συγκίνηση. Έχω δει πολύ θάνατο στα χρόνια που υπάρχω στον κόσμο. Πέθαναν
άνθρωποι που μου ήταν αγαπητοί, συγγενείς, φίλοι, διανοητές που είχα μάθει να
σκέπτομαι μελετώντας τους. Έχω δει πολύ θάνατο. Δεν θυμάμαι μέρα που να μην
ήταν γεμάτες οι εφημερίδες από αναγγελίες θανάτων, σε κάθε γωνιά του πλανήτη κι
ένας πόλεμος <sup>.</sup> πολλή βία, πολύς πόνος. Περιβάλλομαι, περιβαλλόμαστε
από θάνατο. Και κανένας θάνατος δεν είναι λιγότερο ή περισσότερο σημαντικός από
κάποιον άλλον. Δεν είμαι ανάλγητη. Δεν μπορώ να συγκινηθώ. Έτσι τουλάχιστον
όπως λένε οι άλλοι ότι συγκινούνται. Η ζωή με πονάει περισσότερο, τη ζωή δεν
αντέχω και την αδυναμία μου μπροστά στον πόνο. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Όχι, αλήθεια, δεν είμαι ανάλγητη αλλά δεν συγκινήθηκα έτσι όπως το
είπαν άλλοι. Θύμωνα με τις βαρύγδουπες δηλώσεις πολιτικών και δημοσιογράφων, η
μέρα, λέει, που άλλαξε τον κόσμο. Δικαιολογίες για τον τρόμο που ήρθε μετά. Κατάλαβα
γρήγορα ότι μπήκαμε σε νέες μορφές πολέμου. Ασύλληπτες, φοβερότερες απ' αυτές
που γνωρίζαμε ως τώρα, μπερδέμενα στρατόπεδα, ποιος ο εχθρός, ποιος ο φίλος,
πράγματα κρυμμένα, ιλιγγιώδη, από πού να φυλαχτείς… Ήξερα πάντοτε ότι κανείς
μας δεν είναι αθώος. Ζούμε σε ένα κόσμο που η άγνοια είναι αμάρτημα. Όλοι
ξέρουμε, οφείλουμε να ξέρουμε. Και όλοι πληρώνουμε. Θερίζουμε αυτό που σπείραμε
οι ίδιοι ή επιτρέψαμε να σπαρθεί. Δεν υπάρχει διαφυγή ούτε έλεος. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Λίγες μέρες μετά έγινε η επέμβαση των αμερικανών στο Αφγανιστάν. Η
κατάσταση με είχε απορροφήσει, έβλεπα συνέχεια ειδήσεις, έτρεχα στα ολιγάνθρωπα
αντιπολεμικά συλλαλητήρια, διάβαζα με μανία εφημερίδες, πύκνωσα τις συναντήσεις
με τους δυο τρεις φίλους μου που μοιραζόμασταν προβληματισμούς και ανησυχίες. Εκείνες
τις μέρες ξέχασα την Αρετή. Όταν συναντηθήκαμε τυχαία ένα πρωινό στην είσοδο,
ήταν ελαφρώς καταβεβλημένη, φανερό πως κάτι την απασχολούσε πολύ.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Μιλήσαμε λίγο, στο πόδι, για την κατάσταση
και τη ρώτησα αν της συμβαίνει κάτι «Μπα, τίποτε…» είπε και<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>συμπλήρωσε "πώς να 'μαι με όλ’
αυτά;<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>πώς να είναι κανείς…" Έπειτα
με ρώτησε<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>«Θα είσαι καθόλου σήμερα στο
σπίτι;». Απάντησα καταφατικά και είπε πως θα έρθει, λίγο νωρίς όμως, γιατί το
απόγευμα θα πήγαινε στη μητέρα της.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="font-size: large;">Ήρθε πράγματι κατά τις τέσσερις, μάλλον κατ’ ευθείαν
απ’ τη δουλειά. «Λες να ‘χουμε κανα πόλεμο;» μου είπε μόλις κάθισε. Πιάσαμε μια
μακριά κουβέντα για την κατάσταση. Ήταν πολύ καλά ενημερωμένη για όλα. Ήξερε
και δεκάδες ανέκδοτα απ’ αυτά που κυκλοφόρησαν αμέσως μετά τις 11 Σεπτεμβρίου
αλλά, αν και μου τα διηγήθηκε με την γνωστή παραστατικότητά της, μου εξήγησε
πως την ενοχλούσαν, το καταλάβαινε, είπε, πως ξορκίζεις το κακό έτσι, αλλά και
πάλι της φαινόταν υπερβολικό, μερικά μάλιστα ήταν πολύ σκληρά, απάνθρωπα, αυτή
τη λέξη θυμάμαι πως την είπε δυο φορές. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="font-size: large;"><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Είχε<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>χαλαρώσει, έτρωγε με όρεξη το πιάτο που της
είχα ετοιμάσει, είχε βγάλει τις γόβες της και είχε βάλει τα πόδια της πάνω στον
καναπέ. Και ξαφνικά, ενώ συνεχίζαμε τη συζήτηση για το Αφγανιστάν, άρχισε να
μιλάει για τη μητέρα της. Θυμάμαι μάλιστα ότι ήταν τόσο απότομη η μετάβαση,
χωρίς πρόλογο, χωρίς καμιά προετοιμασία που δυσκολεύτηκα να καταλάβω αμέσως τι
μου έλεγε.<o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="font-size: large;"><span lang="EN-US">H</span> μητέρα της, είπε, φοβόταν πολύ. Όχι αυτό που
συμβαίνει σε κάθε νοήμονα άνθρωπο μπροστά σε καταστάσεις σαν αυτές που ζούμε
τώρα, ανησυχία, δηλαδή, αγωνία, τέτοια πράγματα. Είπε πως ήταν πιο σοβαρό, ήταν
αληθινές κρίσεις φοβίας, πως ήταν σε κατάσταση πανικού. Είχαν ξυπνήσει μέσα της
οι μνήμες των πολέμων που είχε ζήσει, της γερμανικής κατοχής και του εμφύλιου.
«Ξέρεις", είπε "η μαμά μου είχε έναν αδερφό λίγο μεγαλύτερο από
κείνην. Έγραφε συνθήματα στους τοίχους, τον σκότωσαν μπροστά στα μάτια της οι
Γερμανοί. Η μαμά μου είχε βγει στους δρόμους για να εξασφαλίσει λίγα τρόφιμα,
πεινούσαν πολύ στο σπίτι της, περνούσαν μέρες χωρίς να βάλουν μια μπουκιά στο
στόμα τους, εκείνη τη μέρα είχε βρει λαχανίδες και λίγο ψωμί, γυρνούσε
χαρούμενη<sup>. </sup><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>από μακριά είδε
τους Γερμανούς να τραβούν με βία τον αδερφό της έξω από το σπίτι, να τον
σέρνουν πάνω στο σκονισμένο δρόμο, τον χτύπησαν κι έπειτα ακούμπησαν το πιστόλι
στο κεφάλι του και<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>πυροβόλησαν. Έχουν
περάσει<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>τόσα χρόνια κι η μάνα μου ακόμα
πετάγεται στον ύπνο της φωνάζοντας τ’ όνομά του. Βλέπει ξανά και ξανά να
σκοτώνουν τον αδερφό της κι εκείνη να πετάει τις λαχανίδες και να τρέχει, της
γλίστρησαν, λέει, και της ξέφυγαν απ’ τα χέρια κι έτρεξε προς τον αδερφό της
αλλά πήρε χαμπάρι πως<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>μαζεύονταν
απειλητικά γύρω από τις σκορπισμένες λαχανίδες άλλα παιδιά, γύρισε πίσω, τις
μάζεψε τις λαχανίδες όπως-όπως και πάλι έτρεξε προς το άψυχο κορμί του αδερφού
της. Το βλέπει συνέχεια αυτό… Της ξανάρθαν όλα στο νου, της ξανάρθε στο νου η
πείνα, αυτός ο ξεχασμένος από χρόνια τρόμος και <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>της σκοτείνιασε το μυαλό. Βλέπεις», σχολίασε η
Αρετή σα να ‘παιρνε για λίγο απόσταση από την ίδια της την αφήγηση, «τόσα
χρόνια βλέπαμε κι ακούγαμε, μα ήταν άλλων το πρόβλημα, μακριά από μας, δεν μας
άγγιζε. Στέλναμε κανένα ρούχο, μερικά κουτιά γάλα, τίποτα πενταροδεκάρες και
νομίζαμε ότι αυτό έφτανε». Είπε πως το κακό παράγινε από την ώρα που άρχισαν να
μιλούν για βιολογικό πόλεμο και πως η μητέρα της κλείνει πόρτες και παράθυρα,
πλένει συνέχεια τα χέρια της, απολυμαίνει την κουζίνα και το μπάνιο και πίνει
νερό εμφιαλωμένο που, όμως, έχει εμφιαλωθεί πριν από τον Σεπτέμβρη. «Πού να βρω
τέτοιο νερό;» μου είπε απελπισμένη. Και συμπλήρωσε «δεν ξέρω τι να κάνω…
Σκέφτομαι να ρωτήσω κανένα ειδικό. Ένα ψυχίατρο, ένα ψυχολόγο». Της έδωσα το
τηλέφωνο μιας ψυχολόγου με εξαιρετικές περγαμηνές. Το πήρε κουνώντας
απογοητευμένη το κεφάλι. Ήξερε πως η μητέρα της δεν θα κατέφευγε ποτέ στη
βοήθειά της. Η κυρία Λιάνα πίστευε, όπως όλοι στην κατάστασή της, πως είχε
δίκιο που φοβόταν, αυτή είχε ζήσει τον πόλεμο, ενώ η Αρετή ήταν αναίσθητη,
γιατί δεν καταλάβαινε τον κίνδυνο, γιατί, έλεγε, εκείνη δεν είχε ζήσει πόλεμο
για να ξέρει. Κι όλο θυμόταν τον άντρα της και έλεγε πως έχουν χάσει τον
προστάτη τους και πως αν ζούσε εκείνος θα φοβόταν λιγότερο… Μ’ αυτά τα
τελευταία λόγια η Αρετή συνήρθε, ξαναβρήκε λίγο το κέφι της, της φαινόταν πολύ
αστεία αυτή η σκέψη της μητέρας της, πως θα μπορούσε τάχα ο πατέρας να τις
προστατέψει, της φαινόταν, είπε, συγκινητικό που η μητέρα της είχε τόση
εμπιστοσύνη στον άντρα της. <o:p></o:p></span></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgSazEcxm7s6E2BdrW4D-ByhOarWB1t_dMyKAq1ZGh-Mpn9S8T6I0-8uvssISeyGwnw7TC77HjtNOLr9d0OvWflZigUgdBxddZs9KzqI8eHkrXTWYsBQqh7ST0ikboXPasBSBw-xKo6nQ/s1600/9423c9a25aef1526e3ddc247d276b095--vintage-luggage-vintage-suitcases.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><span style="font-size: large;"><img border="0" data-original-height="656" data-original-width="499" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgSazEcxm7s6E2BdrW4D-ByhOarWB1t_dMyKAq1ZGh-Mpn9S8T6I0-8uvssISeyGwnw7TC77HjtNOLr9d0OvWflZigUgdBxddZs9KzqI8eHkrXTWYsBQqh7ST0ikboXPasBSBw-xKo6nQ/s320/9423c9a25aef1526e3ddc247d276b095--vintage-luggage-vintage-suitcases.jpg" width="243" /></span></a></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: large;"><br /></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="font-size: large;">Κι είναι αλήθεια πως, μετά το θάνατό του, η κυρία
Λιάνα είχε δώσει στο σύζυγό της σχεδόν υπερφυσικές ιδιότητες και η
ανασφάλειά<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>τις μεγάλωνε ακόμη
περισσότερο. Είχε μάθει όλη της σχεδόν τη ζωή να είναι η σύζυγός του Αντώνη.
Τώρα η ταυτότητά της είχε πληγεί ανεπανόρθωτα. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="font-size: large;">Προσπάθησα να καθησυχάσω την Αρετή, πως είναι πράγματα
που συμβαίνουν αυτά, πως<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>οι μεγάλοι
άνθρωποι έχουν τέτοιες παραξενιές κι άλλα παρόμοια. Έφυγε λίγο βιαστικά, όταν
είδε πως η ώρα ήταν περασμένες έξι. Έπρεπε να σιδερώσει μερικά ρούχα και να
πάει στης μητέρας της. «Δεν μπορεί πια να κοιμηθεί μόνη της» είπε. «Να σκεφτείς
ότι κοιμόμαστε στο ίδιο κρεβάτι».<o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="font-size: large;">Το ίδιο βράδυ η κυρία Λιάνα έπαθε το εγκεφαλικό. Δεν
ήταν πολύ σοβαρό, απ’ τις περιπτώσεις που αποκαλούμε «ελαφρές», γι’ αυτό και η
νοσηλεία της ήταν βραχυχρόνια και μάλλον για λόγους προληπτικούς. Η Αρετή είχε
ταραχτεί πολύ, δεν ήταν μόνο οι εύλογοι φόβοι για τη ζωή της μητέρας της <sup>.</sup>
ξύπνησαν μέσα της μνήμες οδυνηρές απ’ το θάνατο του πατέρα της, δεν άντεχε,
έλεγε, να περάσει τα ίδια πάλι και μάλιστα σε τόσο κοντινό διάστημα. Την
καταλάβαινα καλά. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="font-size: large;">Την απόφαση να φύγει την πήρε εσπευσμένα, φοβάμαι
χωρίς να το σκεφτεί καλά. Είχε πάντα μια υπερβολική αίσθηση του καθήκοντος. Αν
και το ‘καθήκον’ ήταν μια πολύ συγκεχυμένη έννοια μέσα της. Ήταν πολλά, πάρα
πολλά, αυτά που θεωρούσε ως ‘καθήκοντά’ της, συχνά το βάρος τους τη γονάτιζε
άδικα. Δεν είχε μάθει να λέει ‘όχι’, να αρνείται μια υποχρέωση που της
φόρτωναν, καλοπροαίρετα ή υστερόβουλα. Η προτεραιότητά της ήταν οι άλλοι. Για
τον εαυτό της έκανε πολύ λίγα και ζητούσε ακόμη λιγότερα. Δεν μου άρεσε αυτό.
Θαυμάζω το μέτρο και θεωρώ ότι και στην προσφορά μέτρο χρειάζεται. Οι άνθρωποι
κακομαθαίνουν και δεν έχουν όριο στις απαιτήσεις τους. Η αγάπη και η αλληλεγγύη
έχουν σημασία για να σταθεί ο άλλος στα πόδια του, αλλά μετά, αν σε νοιάζει πραγματικά
αυτός ο άλλος, ο όποιος άλλος, πρέπει να τον βοηθήσεις να αναλάβει την ευθύνη
της ζωής του και την ευθύνη του για τον κόσμο. Δεν ξέρω πώς να το πω αλλιώς,
την ελευθερία τού μαθαίνουμε, αν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο.<o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36.0pt;">
<span style="font-size: large;">Η Αρετή με τον τρόπο της δοκίμαζε τους ανθρώπους.
Ανάμεσά τους έψαχνε απεγνωσμένα αυτόν που θα αναγνώριζε από μόνος του τα όρια
και τις δυνατότητές της και δεν θα εκμεταλλευόταν τη δοτικότητά της. Το έβρισκα
παιδιάστικο και οδυνηρό. Πολύ εγωιστικό επίσης. Μέχρι τη στιγμή εκείνη κανείς
δεν είχε περάσει τη δοκιμασία, όμως, όλοι όσοι έμπαιναν, με τον έναν ή τον
άλλον τρόπο σ’ αυτή τη διαδικασία, ξέμεναν ενοχλητικά στη ζωή της. Της
φορτώνονταν και αυτή θεωρούσε χρέος της να συνεχίζει την προσφορά. Ήξερε με
ποιους είχε να κάνει αλλά συνέχιζε. Δίνοντάς τους ευκαιρίες και ελπίζοντας πως
είχε κάνει λάθος. Πως εκείνη είχε κάνει λάθος. Ήξερε πως δεν ήταν έτσι τα
πράγματα αλλά συνέχιζε. <o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Την απόφαση να φύγει και να γυρίσει στο πατρικό της, λοιπόν, την πήρε
χωρίς να το πολυσκεφτεί. Δεν μπορούσε να την αφήσει, είπε. Πως την έχει ανάγκη
η μητέρα της, πρώτη φορά που την έχει πραγματική ανάγκη και γι’ αυτό είχε χρέος
να πάει να ζήσει μαζί της. Τη ρώτησα αν το θέλει κάτι τέτοιο, αν θα αντέξει
αυτήν την επιστροφή. Ήταν σχεδόν βέβαιη πως όχι. Ήξερε με σιγουριά ότι σύντομα
θα το μετάνιωνε αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Κι όταν επέμεινα να τη
ρωτώ γιατί, άργησε λίγο να μου απαντήσει, σαν να μην ήθελε, σαν να ‘πρεπε πολύ
να ψάξει τις λέξεις για να το εκφράσει και την κούραζε: «εσύ έχεις ένα αδερφό» είπε.
«Κάποιον να μοιραστεί τον πόνο και την ευθύνη. Όχι να σε καταλάβει γενικά ή και
να σε βοηθήσει<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>γενικά. Να μοιραστεί
αυτόν τον πόνο κι αυτήν την ευθύνη. Των συγκεκριμένων ανθρώπων. Να κλάψει αυτόν
τον άνθρωπο που<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>ήταν τόσο γονιός του όσο
και γονιός σου και να φροντίσει αυτή τη μητέρα που είναι τόσο μητέρα του όσο
και μητέρα σου» . Την κάλεσα να θυμηθεί ότι αυτή είναι μια πολύ ιδεαλιστική
εικόνα των αδελφών και πως στην πραγματικότητα ούτε οι μεταξύ τους σχέσεις
είναι πάντα οι αναμενόμενες ούτε αυτές προς τους γονείς τους. Της υπέδειξα
περιπτώσεις, ακόμα και κοινών γνωστών, όπου το ένα από τα αδέρφια επωμίστηκε
τις ευθύνες και τα άλλα ήταν μακριά, ακόμα και τη δική μου περίπτωση δεν
παρέλειψα να της υπενθυμίσω, που ήμασταν απομακρυσμένοι με τον αδελφό μου και
που εγώ τον εκμεταλλευόμουνα λίγο έχοντάς του αφήσει όλες τις ευθύνες. «Δεν
εννοώ αυτό» είπε. «Άλλο λέω. Αν πάθουν κάτι οι γονείς σου, ο Τάκης ξέρει πως
ένα τουλάχιστον ακόμη πλάσμα στον κόσμο θα έχει τον ίδιο πόνο». Πήγα να φέρω κι
άλλες αντιρρήσεις, δεν<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>μ' άφησε. « Η
μάνα μου τώρα έχει μόνο εμένα.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Είναι
απολύτως εξαρτημένη από μένα. Πόνεσε πολύ, όταν έφυγα. Πόνεσε πολύ, όταν
έφυγε<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>ο πατέρας μου. Κάποιος απ’ τους
δυο πρέπει να γυρίσει. Εκείνος είναι αδύνατο. Οφείλω να γυρίσω εγώ». <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Η φωνή της ήταν ήρεμη αλλά στο βάθος της ριγούσε η αμφιβολία. Την
πολεμούσε και νικιόταν. Φαινόταν καθαρά πως δεν το ήθελε αυτό που έκανε. «Γιατί
το κάνεις αυτό στον εαυτό σου;» ρώτησα, ενώ ένιωθα να θυμώνω μαζί της. Είχε
άραγε καταλάβει τι είχε ξεστομίσει μόλις πριν από λίγο; Τα λόγια της τα
τελευταία τα είχε ακούσει η ίδια, τα καταλάβαινε; Συγκρατήθηκα και είπα κάτι
άλλο: «Στο τέλος-τέλος, πες της να έρθει να μείνει εδώ, στο σπίτι σου. Δυάρι
είναι αλλά χώρο έχει για δυο άτομα». Γέλασε. «Το πρότεινα, νομίζεις πως δεν το
πρότεινα;» είπε. «Της είπα να της δώσω το καθιστικό, να βάλω μέσα κρεβάτι,
κομοδίνο, τηλεόραση, ό,τι χρειάζεται. Δεν ήθελε ούτε να τ’ ακούσει. Μου είπε
πως δεν θα ήθελε να χαλάσω το σπίτι μου για το χατίρι της. Έφτασα να της
προτείνω να αντικαταστήσω το διπλό κρεβάτι της κρεβατοκάμαρας με δύο μονά, για
να κοιμόμαστε στο ίδιο δωμάτιο. Αρνείται. Δε θέλει ν’ αφήσει το σπίτι της με
τίποτα.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Κλαίει, της ανεβαίνει η πίεση.
Εσύ δηλαδή τι θα έκανες;». Ένιωσα να θυμώνω για τα καλά. «Ο πατέρας σου έφυγε
πια» είπα «Και η μητέρα σου πρέπει να το πάρει πλέον απόφαση. Δεν είναι σύζυγος
κανενός. Δεν μπορεί να αντικαταστήσει αυτόν που έχασε με σένα. Εσύ είσαι η κόρη
της, έχεις τη ζωή σου». Με κοίταξε με έκπληξη, είδα μέσα στο βλέμμα της μιαν
αστραπή, ο δισταγμός πάλευε με την απόφαση, η αβεβαιότητα με το καθήκον, η
άσπονδη νίκη με τη μακροπρόθεσμη συνθλιβή. Γέλασε νευρικά και<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>«Έλα, καλέ, άσε τα ψυχαναλυτικά… Στο είπα και
πριν, η μαμά μου μ’ έχει ανάγκη, πρώτη φορά στη ζωή της με έχει πραγματικά
ανάγκη, τώρα πια εξαρτάται από μένα. Τι να κάνω; Να την παρατήσω;»<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Δεν είπα τίποτε άλλο. Τώρα τα είχα όλα καταλάβει στην εντέλεια.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: center; text-indent: 36pt;">
</div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="text-indent: 36pt;"><span style="font-size: large;"> </span></span></div>
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><o:p><span style="font-size: large;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhIef2MbUnyRkWnHs0qMz9UO7hGEYJF0sJP7OTKStMs5a8ExBMqqNCzoplivHvukfJo9fT5ImfcgHIv9drjbJMUY4sni8CYBwTX5ust55VKR6BMuRHqxUCtEfb3_dbd0kXyDrAP_kuCvw/s1600/picasso_3.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="523" data-original-width="1060" height="157" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhIef2MbUnyRkWnHs0qMz9UO7hGEYJF0sJP7OTKStMs5a8ExBMqqNCzoplivHvukfJo9fT5ImfcgHIv9drjbJMUY4sni8CYBwTX5ust55VKR6BMuRHqxUCtEfb3_dbd0kXyDrAP_kuCvw/s320/picasso_3.jpg" width="320" /></a></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: right;">
Pablo Picasso</div>
</span></o:p></span><br />
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;"><br /></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Έβαλε ενοικιαστήριο δυο μέρες μετά. Ήρθε και πήρε ρούχα σ’ ένα μικρό
σακ βουαγιάζ και πέρασε για ένα καφέ. Ήταν Σαββάτο πρωί, μ’ έπιασε πάνω στην
εβδομαδιάτικη φασίνα. Στην αρχή δεν ήθελε να κάτσει, να μην ενοχλήσει, να μη με
καθυστερήσει απ’ τις δουλειές, είπε, στο τέλος πείστηκε. Είχα καιρό να τη δω ν’
ανάβει τσιγάρο<sup>. </sup>νόμιζα πως το είχε κόψει εντελώς. Τη ρώτησα τι
σκόπευε να κάνει με τα πράγματά της και είπε πως το είχε κανονίσει, θα τα έβαζε
στην αποθήκη ενός φίλου της για την ώρα και μετά θα έβλεπε. Καταλάβαινα πως το
είχε μετανιώσει αλλά δεν μπορούσε πια να κάνει πίσω. Είχε εγκλωβιστεί στην
υπόσχεσή της. «Πάλι βιάστηκες, Αρετή» είπα. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Πριν φύγει, είπε πως κάτι ξέχασε και ζήτησε ν’ αφήσει το σακ βουγιάζ
και ν’ ανέβει για λίγο επάνω. Άργησε να γυρίσει και ανέβηκα να δω μήπως
χρειάζεται τίποτε. Τη βρήκα μπροστά στην πόρτα. Είχε ακουμπήσει το κορμί της
πάνω στην πόρτα, είχε περάσει τα δάχτυλα του δεξιού χεριού στο μικρό άνοιγμα
ανάμεσα στους δυο κεντρικούς μεντεσέδες και το αριστερό μπράτσο την είχε
αγκαλιάσει γερά. Το μάγουλό της ακουμπούσε πάνω στο ξύλο, μου φάνηκε πως
τη<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>φιλούσε . Είχε ρίξει όλο το βάρος της
πάνω στην πόρτα και λικνιζόταν ελαφρά παρασύροντάς την σ’ ένα ανεπαίσθητο μπρος
πίσω. Το μάγουλό της κολλημένο πάνω της και τα χείλη της σ’ ένα αδιόρατο αλλά
βέβαιο ασπασμό. Ξερόβηξα, τινάχτηκε, γύρισε και με κοίταξε ταραγμένη, είπε πως
ήθελε να δει αν τρίζει, της φάνηκε, είπε πως έτριζε και τη δοκίμαζε. Κλείδωσε
και κατεβήκαμε μαζί. Πήρε μαζί της και μια πλαστική σακκουλίτσα με σκουπίδια.
Την ώρα που σήκωνε το σακ βουγιάζ είπε «ναι». «Τι «ναι», Αρετή; » ρώτησα. Είπε
πως ναι, είχα δίκιο,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>βιάστηκε, αλλά δεν
άντεχε τα διλήμματα και τις μεγάλες πιέσεις, πως είχε ήδη μετανιώσει αλλά δεν
μπορούσε να κάνει πίσω, έπρεπε να το κάνει και εφόσον έπρεπε θα το έκανε, πως
το είχε υποσχεθεί στη μητέρα της και οι υποσχέσεις δεν παίρνονται πίσω. Είπε
επίσης<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>πως θα ήθελε να κρατήσει το σπίτι
αλλά δεν μπορούσε, δεν θα είχε καθόλου χρόνο να το φροντίζει και δεν θα ήθελε
με τίποτε να το δει να καταρρέει και να πεθαίνει. Είπε «να πεθαίνει» και τόνισε
τη λέξη ιδιαίτερα. Άλλωστε, συνέχισε, αν το κρατούσε, θα ήταν ο νους της
συνέχεια εδώ και αυτό ήταν άδικο για τη μητέρα της. «Στο κάτω-κάτω», είπε, «δική
μου απόφαση ήταν<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>και, όπως όλοι, οφείλω
να αναλάβω το κόστος των επιλογών μου».<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<br /></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Την παρακολουθούσα από το μπαλκόνι να φεύγει. Την είδα να διασχίζει
κάθετα το μικρό μας δρόμο, να πηγαίνει απέναντι, την είδα επίσης που στάθηκε
για λίγο στη μέση του δρόμου, πίσω από μια μεγάλη κηλίδα από λάδι αυτοκινήτου
που γυάλιζε από ψηλά, στάθηκε και κοιτούσε το δρόμο μας, τις άλλες
πολυκατοικίες, το μικρό σούπερ μάρκετ που εξυπηρετούσε τις ξαφνικές ανάγκες μας
ή ήταν η γρήγορη λύση, όταν βαριόμασταν να πάμε στο μεγάλο του εμπορικού
κέντρου, ένα χιλιόμετρο παραπέρα, την είδα να κοιτάει το αυτοκίνητο που ερχόταν
κατά πάνω της, έμοιαζε να θέλει να περάσει απέναντι πριν να τη φτάσει, αλλά
ξαφνικά βράδυνε απελπιστικά το βήμα της,<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>ακινητοποιήθηκε στη μέση του δρόμου… την είδα να το κοιτάει και να
παραμένει ακίνητη κι αμέριμνη, στον ώμο το σακ βουαγιάζ, στο άλλο χέρι η μικρή
πλαστική σακούλα με τα σκουπίδια. Ένιωσα να μου φεύγει η ζωή από τα πόδια, τι
έκανε… κοκάλωσα στο μπαλκόνι, έκλεισε η φωνή μου, τα χείλη μου έμεναν σφιγμένα,
ήθελα να<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>φωνάξω και δεν μπορούσα, θα τη
χτυπούσε το αυτοκίνητο… <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Η αγωνία με κατάπινε και με αδρανοποιούσε. Στο τέλος κατάφερα ν' ανοίξω
το στόμα και τότε το όνομά της ξεχείλισε και έσπασε το φράγμα των δοντιών που
πεισματικά έκλειναν το δρόμο της γλώσσας και κρατούσαν ακίνητα τα χείλη, το
όνομά της, κάλεσμα ζωώδες, ενστικτικό, κραυγή αγριμιού μπροστά στο αρπακτικό
που απειλεί το άλλο αγρίμι, έγινε η φωνή προέκταση των χεριών μου, να τη
σπρώξει δυνατά, να την απομακρύνει από τον κίνδυνο. Ράγισα από την αγωνία,
έγινα αγωνία. Αρετή…<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Τίποτε άλλο. Αρετή…
Αλλά αυτό που νόμιζα κραυγή ήταν πνιχτός ψίθυρος. Κατέρρεα. <o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Η Αρετή ωστόσο την κρίσιμη στιγμή ήρεμα πολύ έκανε ένα καθόλου βιαστικό
και πολύ σταθερό βήμα στο πλάι, και απέφυγε το αυτοκίνητο που ήδη την είχε
φτάσει, λίγο ακόμα και θα την ακουμπούσε, ο οδηγός του εκείνη τη στιγμή
αντιλήφθηκε τον κίνδυνο που είχε διατρέξει, θα την είχε χτυπήσει την τρελή
γυναίκα που στεκόταν στη μέση του δρόμου, έβγαλε το κεφάλι του και της πέταξε
μια οργισμένη βρισιά. Έπειτα συνέχισε το δρόμο του και γρήγορα χάθηκε απ’ τα
μάτια μου.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-bidi-font-size: 12.0pt;"><span style="font-size: large;">Η Αρετή άνοιξε ήσυχα, λες και δεν είχε τίποτε συμβεί, τον κάδο των
απορριμμάτων που βρισκόταν απέναντι από την είσοδο της πολυκατοικίας μας, έριξε
μέσα τη σακούλα με τα σκουπίδια, έκλεισε το καπάκι αργά και προσεκτικά, ίσιωσε
το σακ βουαγιάζ στον ώμο της κι έπειτα γύρισε προς εμένα, που ακόμα δεν είχα
συνέρθει, σήκωσε το κεφάλι προς το μπαλκόνι μου, σήκωσε και το χέρι και με
χαιρέτησε: «γεια χαρά!», φώναξε με τη δυνατή, καμπανιαστή, αλλά, περιέργως,
ευχάριστη φωνή της, τη φωνή με τον κελαριστό επιτονισμό που στην αρχή μ’ είχε
κάνει να υποψιαστώ καταγωγή από νησί,<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>και πήρε το δρόμο της.<o:p></o:p></span></span></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<br /></div>
<div class="MsoBodyText" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: right;">
<span style="font-size: large;">Αθήνα, Σεπτέμβριος-Νοέμβριος 2001<o:p></o:p></span></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: right;">
<span style="font-size: large;">(νέα επεξεργασία Ιούλιος 2018)<o:p></o:p></span></div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
</div>
Μαρώhttp://www.blogger.com/profile/12390945134138828235noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6770344098448731441.post-44018499592813071532018-03-03T02:37:00.000-08:002018-03-03T02:37:53.006-08:00<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br />
<div align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;">
<b style="mso-bidi-font-weight: normal;">Παιδάκι, να ένα μήλο<o:p></o:p></b></div>
<div align="center" class="MsoNormal" style="text-align: center;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
Ένα όμορφο μαύρο παιδί καθόταν
μεσημέρι Κυριακής έξω από το σπίτι του. Ήταν ένα ζεστό χειμωνιάτικο μεσημέρι σε
μια γειτονιά μακριά από το κέντρο της πόλης, με μικρά χαμηλά σπίτια και λιγοστές παλιές βρώμικες πολυκατοικίες.</div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Το σπίτι ήταν παλιό και φτωχικό, μια
μονοκατοικία που μετρούσε πάνω από μισό αιώνα ζωής και μάλλον δεν την είχε ποτέ
κανείς επισκευάσει σ'όλα τούτα τα χρόνια, η πόρτα φθαρμένη, φθαρμένες
και οι πράσινες γρίλιες του μεγάλου παράθυρου που έβλεπε στο δρόμο, το χρώμα
ξέφτιζε και φαινόταν από κάτω το αρρωστημένο ξύλο.</div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
Το παιδί καθόταν στο κατώφλι της πόρτας, ένα σκαλάκι από
πέτρα ντυμένο με ένα παλιό γκριζωπό μωσαϊκό –η άκρη του ήταν στρογγυλεμένη, έλειπαν μερικές πετρούλες από το μωσαϊκό. Η πόρτα ήταν
μισάνοιχτη, έτσι όποιος κοίταζε μέσα μπορούσε να ξεχωρίσει γωνιές από ένα τραπέζι κι ένα ντιβάνι σκεπασμένο με ένα
κόκκινο, τσαλακωμένο πανί σαν χοντρό σεντόνι. Ακουγόταν λίγο και η τηλεόραση
–μάλλον ταινία, σε μια γλώσσα γεμάτη
λιπαρά σύμφωνα και στενούτσικα φωνήεντα.</div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
Το παιδί κρατούσε ένα μεγάλο
πράσινο μήλο. Δεν το ‘τρωγε, το κοιτούσε πού και πού αναποφάσιστο. Δεν φαινόταν
να μην του αρέσει, ίσως ήθελε να περάσει λίγο η ώρα. Να έρθει το απόγευμα για
να το φάει.</div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<br /></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjy3RHSXj2DuibXuTXXhb-VoXzRWqgEce3OA21x-2MZ3a1BD5_jQM4VS22mrBNE-KUaw2S1sSkgCkUVebw0tpaWkojfXLUKfaNFe3RgBnSSZT9TWGjqesa-oHgrf9G018Stb-KfZzPqkA/s1600/green-apple-mirjana-gotovac.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="900" data-original-width="705" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjy3RHSXj2DuibXuTXXhb-VoXzRWqgEce3OA21x-2MZ3a1BD5_jQM4VS22mrBNE-KUaw2S1sSkgCkUVebw0tpaWkojfXLUKfaNFe3RgBnSSZT9TWGjqesa-oHgrf9G018Stb-KfZzPqkA/s320/green-apple-mirjana-gotovac.jpg" width="250" /></a></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: right; text-indent: 36pt;">
Μιριάνα Γοτοβακ, Πράσινο μήλο</div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: right; text-indent: 36pt;">
(https://pixels.com/featured/green-apple-mirjana-gotovac.html)</div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: right; text-indent: 36pt;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
Ο δρόμος που πέρναγε μπροστά από
το σπίτι του ήταν άδειος. Όλοι οι γείτονες ήταν μέσα στα σπίτια. Μερικοί μπορεί
να κοιμόντουσαν, άλλοι να έβλεπαν τηλεόραση, κάποιοι μπορεί να έκαναν δουλειές
–να έπλεναν, ας πούμε τα πιάτα από το μεσημεριανό φαγητό ή, αν ήταν παιδιά, να έπαιζαν με τα κινητά τους. Το παιδί κοίταζε αφηρημένα το σπίτι
απέναντι. Ήταν άδειο. Οι δυο Πακιστανοί που έμεναν εκεί είχαν φύγει πριν από
λίγες μέρες για τη Γερμανία κι όλη η γειτονιά –ξένοι άνθρωποι οι περισσότεροι
που είχαν έρθει σε μια άγνωστη, υποσχετική ήπειρο για να βρουν καλύτερη
τύχη-όλη η γειτονιά τους καλοτύχιζε. Τους Πακιστανούς που είχαν φύγει γα τη
Γερμανία.</div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
Το μαύρο παιδί κοίταζε αφηρημένα
απέναντι και κουνούσε λίγο νευρικά το πόδι του. Ίσως να περίμενε μήπως <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>βγει κάποιο άλλο παιδί, συνομήλικο, να
παίξουν, αλλά όλα τα παιδιά της γειτονιάς ήταν στα σπίτια τους. Και οι πόρτες
των σπιτιών κλειστές.</div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
Αυτός άφησε το αυτοκίνητο λίγο
έξω από τα όρια της γειτονιάς και ήρθε ως εκεί με τα πόδια. Είδε από μακριά το
μαύρο παιδί. Ένα όμορφο παιδί γύρω στα δέκα, με πυκνά πολύ κατσαρά μαλλιά,
επιδερμίδα οπαλένια χωρίς ψεγάδι και δυο μεγάλα, τρυφερά κόκκινα χείλη σαν φουσκωμένα
πανιά σε βαρκάκι που ταξιδεύει αμέριμνο στο Αιγαίο. Και κρατούσε στα χέρια ένα
μήλο. Ένα σκληρό, ξινό, πράσινο μήλο απ’αυτά που δεν αρέσουν συνήθως στα
παιδιά, αλλά σ’αυτό το παιδί άρεσαν τα μεγάλα, σκληρά, ξινά πράσινα μήλα.</div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
Είδε το παιδί και κοντοστάθηκε.
Το μαύρο παιδί δεν τον είδε.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Αυτός
ανάγλειψε τα χείλη, έστρωσε αμήχανα τα μαλλιά του, σαν να το σκέφτηκε για ένα
λεπτό, λιγότερο μάλλον από ένα λεπτό. Το χειμωνιάτικο φως, λαγαρό και
αργόσυρτο, έπεφτε πάνω στο καλοσχηματισμένο κορμί του παιδιού, στα μακριά
πόδια, στα λεπτά αλλά δυνατά χεράκια. Αυτός δεν είχε παιδιά αλλά δεν ήταν αυτός
ο λόγος. Του άρεσαν τα παιδιά αλλά ούτε αυτός ήταν ο λόγος. Προχώρησε ευθυτενής
με βήματα μεγάλα και σίγουρα, κάθε πατημασιά άφηνε ένα κιτρινωπό αποτύπωμα απ’
όπου άχνιζε το μίσος. Σπρωγμένος από την αλύπητη πρόθεση, πλησίασε το μαύρο
παιδί απ’τη μεριά που εκείνο δεν τον έβλεπε.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Το πλησίασε σαν εξασκημένος αίλουρος, αυτό το όμορφο μαύρο παιδί ήταν
μια μουτζούρα στον κόσμο του, ένα λάθος της φύσης που έπρεπε να το διορθώσει, μια
τρύπα που του προκαλούσε αηδία... Τα παιδιά τους, πιο πολύ αυτά, τα παιδιά τους
που μεγαλώνουν εδώ και γεμίζουν σκοτεινές βρώμικες κηλίδες το συνεχές λευκό των
αγαλμάτων και την οικειότητα των σχημάτων που μπορεί να πάρει ένα πρόσωπο. </div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
Ήταν τόσο διασκεδαστικό να βλέπει
το αίμα να ξεπηδά από τους κροτάφους –κι ούτε ένας ήχος, ίσως μόνο ένας αλαφρύς
αναστεναγμός σαν ζώο που το σφάζουν χωρίς να έχει καταλάβει από τα πριν τον
ερχομό του θανάτου, τέτοιο ξεγέλασμα. Το βαρύ γκλομπ με τη σιδερένια λαβή το
είχε πάντα μαζί του, στην εσωτερική τσέπη της καμπαρντίνας του. Ήταν τόσο
διασκεδαστικό το τρέμισμα του κορμιού, η αιώρηση μπρος πίσω, η έκπληξη και ο
πόνος στο βλέμμα, το ρυάκι από πηχτό αίμα που έβρεξε τα κατσαρά μαλλιά, το
πετάρισμα στο βλέμμα καθώς έσβηνε αργά αλλά εύκολα.</div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
Το μήλο γλίστρησε από τα χέρια
του μαύρου παιδιού, κύλησε και σταμάτησε ενάμιση μέτρο παραπέρα. Αυτός το
σήκωσε και το πήρε μαζί του.</div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: justify; text-indent: 36pt;">
Θα το έτρωγε με ευχαρίστηση το
βράδυ αναπολώντας νοσταλγικά μία-μία τις λεπτομέρειες<b style="mso-bidi-font-weight: normal;">.</b><b style="mso-bidi-font-weight: normal;"><span lang="EN-US" style="mso-ansi-language: EN-US;"><o:p></o:p></span></b></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: right; text-indent: 36pt;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: right; text-indent: 36pt;">
<b style="mso-bidi-font-weight: normal;">Μάρτιος 2018<o:p></o:p></b></div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: right; text-indent: 36pt;">
<b style="mso-bidi-font-weight: normal;"><br /></b></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: right;">
</div>
<div class="MsoNormal" style="text-align: right; text-indent: 36pt;">
<br /></div>
</div>
Μαρώhttp://www.blogger.com/profile/12390945134138828235noreply@blogger.com4tag:blogger.com,1999:blog-6770344098448731441.post-58414388188899551002016-08-17T02:12:00.002-07:002016-08-17T02:12:54.145-07:00Ο ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div align="center" class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: center;">
<b style="mso-bidi-font-weight: normal;"><span style="font-family: Calibri; font-size: large;"><o:p></o:p></span></b> </div>
<span style="font-size: large;"></span><br />
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div align="right" class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: right;">
<b style="mso-bidi-font-weight: normal;"><span style="font-family: Calibri;">Στην Ελευθερία
Ακουμιανάκη<o:p></o:p></span></b></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div align="right" class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: right;">
<b style="mso-bidi-font-weight: normal;"><o:p><span style="font-family: Calibri; font-size: large;"> </span></o:p></b></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">-Μαμά, τι θα πει ταρλάδες;</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">-Πού το βρήκες;</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">-Στον Κοσμά Πολίτη. Έχουμε μια εργασία πάνω στο
μυθιστόρημα «…στου Χατζηφράγκου» και γράφει: « Φέρανε μαζί τους κι έναν, σαν να
λέμε, από το λαό, για να δείξουν κατανόηση –ο Λαός, ο Λαός- έναν παραλή
μπακάλη, τον Φασουλά, με σπίτια και ταρλάδες…». <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Τι είναι οι <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>«ταρλάδες»;</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">-Ταρλάς είναι η αλάνα, μωρό μου, ένα μεγάλο άχτιστο
οικόπεδο, ας πούμε,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>είναι ένας ταρλάς.
Είναι τούρκικη λέξη. Εμείς οι μικρασιάτες παλιότερα την χρησιμοποιούσαμε πολύ,
της είπα. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">-Ευχαριστώ, μαμά, είπε η Ριρή και συνέχισε το
διάβασμά της.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Ειρήνη τη λένε τη μικρή
μου κόρη, το όνομα της μαμάς μου, αλλά εμείς ακόμα τη φωνάζουμε Ριρή, όπως όταν
ήταν πολύ μικρή, κάνει ότι νευριάζει αλλά στην πραγματικότητα της αρέσει κι όλο
βάζει τον πατέρα μου να της τραγουδά με τη βραχνή γεροντίστικη φωνή του εκείνη
τη «Ριρίκα» της παλιάς οπερέτας.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;"></span> </div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">Η μητέρα μου καθόταν αναπαυτικά στη βαθιά μπορντώ
πολυθρόνα της, στην<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>άκρη του δωμάτιου,
κοντά στο παράθυρο, και έπλεκε. Είχε βρει ένα ωραίο σχέδιο από μια φίλη της και
προσπαθούσε να αντιγράψει τα μοτίβα. «Τι θα το κάνεις, μαμά;» την είχα ρωτήσει
το μεσημέρι. «Α, δεν ξέρω ακόμη», μου απάντησε, «θα πλέξω δυο σειρές να το έχω
και μετά θα δούμε». Ήταν πολύ απορροφημένη από το μέτρημα και νόμιζα ότι δεν
άκουγε την κουβέντα μας με το παιδί. Όμως έκανα λάθος. Ξαφνικά άφησε ένα δυνατό
αναστεναγμό που μας έκανε, και μένα και τη Ριρή, να γυρίσουμε προς το μέρος
της. Ακούμπησε το βελονάκι της στο φαρδύ μπράτσο της πολυθρόνας, αλλά κράτησε
το κουβάρι με το νήμα στην ποδιά της και το ‘παιζε μέσα στα κουρασμένα της
δάχτυλα με τις φλογισμένες αρθρώσεις.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">-Απέναντι από το σπίτι μας είχαμε ένα ταρλά, τον θυμάσαι,
Λουΐζα; Τον πρόλαβες κι εσύ… Πριν χτιστεί η μεγάλη πολυκατοικία στα ’72.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">Τη θυμόμουν εκείνη τη μεγάλη αλάνα. Πριν πουλήσουμε
το μικρό προσφυγικό μας διαμέρισμα, το ‘χαμε για ένα διάστημα νοικιασμένο. Όταν
πηγαίναμε να εισπράξουμε το ενοίκιο, η μαμά μου μας άφηνε να παίξουμε για λίγο
σ’ εκείνη την αλάνα. Καμιά φορά βρίσκαμε κι άλλα παιδιά εκεί και δεν μας έκανες
καρδιά να φύγουμε, όταν ερχόταν σε λίγο να μας πάρει. «Τη θυμάμαι, πώς δεν τη
θυμάμαι, μαμά μου…» είπα. «Είχε κι ένα μισογκρεμισμένο παραγκάκι στην άκρη της
και μας άρεσε να χωνόμαστε μέσα στα χαλάσματα, τάχα που αν ψάχναμε, θα βρίσκαμε
κάτι σπουδαίο. Παιδιά ήμασταν…»</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">-Ήταν του Αναστάση το καλυβάκι, είπε η μαμά μου.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">-Ποιος ήταν ο Αναστάσης, καλέ μαμά;</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">-Κάθε γειτονιά έχει κι ένα παράξενο άνθρωπο, ένα
τρελό. Εμείς είχαμε τον Αναστάση, Θεός ‘σχωρέστον κι εμάς πιο πολύ. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri;"><span style="font-size: large;">Νόμιζα που πάλι θα έλεγε μια από τις ιστορίες της,
αλλά δεν συνέχισε. Σκούπισε τα γυαλάκια της με την άκρη της ρόμπας της και
ξανάπιασε το πλέξιμο. Μια, δυο, τρεις θηλιές και πάλι σταμάτησε. Έβγαλε τα
γυαλιά της<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>πρεσβυωπίας, κοίταξε την
εγγονή της που προσπαθούσε με δυσκολία να συγκεντρωθεί πάνω στο βιβλίο της και
είπε σιβυλλικά σαν να ‘κλεινε μια κουβέντα από ώρα αρχινισμένη: <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>«Είναι ριζωμένο μέσα μας το θεριό». <span style="mso-spacerun: yes;"> </span></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">-Τι εννοείς, μαμά; <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>τη ρώτησα γιατί κατάλαβα ότι κάτι την έτρωγε.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">-Τίποτα, μου απάντησε, να με την κουβέντα σας
θυμήθηκα τον Αναστάση. Πέθανε στην Κατοχή ο καψερός.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri;"><span style="font-size: large;"><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Η μητέρα μου
είχε ζήσει παιδί τα χρόνια της Κατοχής –την πείνα, το φόβο, το θάνατο. Ιστορίες
από ‘κεινα τα χρόνια έρχονταν ξανά και ξανά στο λόγο της. Εμένα και την αδερφή
μου με τέτοιες ιστορίες μας μεγάλωσε, όχι με τα παραμύθια που συνήθως λένε στα
παιδιά. Τα βασανιστήρια στην Γκεστάπο, τα ρακένδυτα πεινασμένα παιδιά, τα
πτώματα μέσα στα καροτσάκια που τα πήγαιναν οι συγγενείς να τα πετάξουν
ανώνυμα<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>βράδυ στο νεκροταφείο για να μη
χάσουν οι οικογένειες το πολύτιμο δελτίο σίτισης και οι κουκουλοφόροι καταδότες
είχαν γίνει μέρος της παιδικής μας ηλικίας. Και νομίζω ότι ήταν –χωρίς να είναι
συνειδητό από μέρους των γονιών μας- η καλύτερη πολιτική παιδεία που μπορούσα
να φανταστώ. Ως ένα σημείο, ακολούθησα το μοντέλο αυτό και με τα παιδιά μου. <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Οι κόρες μου όμως, και η μεγάλη, η Ζωή, και
κυρίως η μικρή, η Ριρή, βαριόντουσαν λίγο τις ιστορίες της γιαγιάς. Τις είχαν
ακούσει πια σχεδόν όλες πολλές φορές,<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>τις ήξεραν απ’ έξω. Έψαχναν να βρουν ευκαιρία να ξεγλιστρήσουν από το
δωμάτιο, όταν άρχιζε να τις διηγείται.<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>Όμως τούτον τον Αναστάση δεν τον είχε ξαναναφέρει. Ετοιμάστηκα να τη
ρωτήσω ποιος ήταν και τι είχε γίνει αλλά με πρόλαβε η Ριρή. </span></span></div>
<div class="MsoListParagraph" style="margin: 0cm 0cm 0pt 36pt; mso-add-space: auto; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">-Αυτή την ιστορία δεν μας την έχεις
ξαναπεί, γιαγιά… Για πες...</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">- Ο ξένος κι ο διαφορετικός δεν έχουν μοίρα, άρχισε
η μαμά μου κι ήταν πιο πολύ σα να μίλαγε στον εαυτό της. Κι οι αθρώποι έχουμε
εύκολες τις πέτρες. Τότε στον πόλεμο φάνηκε το θεριό, πήρε όψη και πολιτεία με
τον Χίτλερ <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>και γέμισε τον κόσμο θάνατο
και πόνο. Αλλά, παιδί μου, το θεριό έχει τ’ αυγά του στις ψυχές όλων μας και
μόλις βρουν την ευκαιρία κάνουν κρακ! και βγαίνουν τα όρνεα και ορίζουν την
ψυχή και τις πράξεις μας. Σκέφτονται για μας, μιλούν για μας και για μας
πράττουν. Είναι έτσι ο κόσμος μας. Σκληρός και άδικος. Την ομορφιά δεν την
αντέχει, το δίκιο δεν το υποφέρει. Αυτοί που είναι ψηλά κοιτάγουν το συφέρο
τους και το συφέρο τους είναι εμείς οι από κάτω να τρωγόμαστε και να μην έχουμε
μέσα μας καλοσύνη και συμπόνια, παρά όση χρειάζεται για να μπορούμε να κάνουμε
το κακό». </span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">Δεν καταλάβαινα πού το πήγαινε κι ήμουν έτοιμη να
τη ρωτήσω τι εννοεί –είχα ένα φόβο τελευταία, είχε<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>περάσει από καιρό τα ογδόντα, ξεχνούσε πολύ
κι ήταν φορές που χανόταν για ώρα μέσα στο νου της, σαν να ταξίδευε μόνη της σε
ένα κόσμο δικό της που ακόμα κι αν γινόταν να μας προσκαλέσει, δεν είχε τρόπο
να μας δείξει το δρόμο να φτάσουμε και να μπούμε μέσα του. Πήγα λοιπόν να τη
ρωτήσω, αλλά με πρόλαβε.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">- Δεν ξέρεις τι θέλω να πω, έτσι δεν είναι; Σωστά…
Δεν έτυχε να σου μιλήσω, κόρη μου, ποτέ για τον Αναστάση. Ούτε ο πατέρας σου…
Μπορεί να μην μπόραγα πιο πολύ.</span></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhIHkU8bww4q2wPC2eKm_3KUR5yhoPKNkTNJRXlvR71MvMVZhculQ4Bzqff0eSPX3bHUUFTOKlSzSxcQtgrNUeTM6W40u7OdkceCM5rjV_iuT49BlRsey9baFkP-RZOCjzaOC7vrhIDfw/s1600/r+4.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="212" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhIHkU8bww4q2wPC2eKm_3KUR5yhoPKNkTNJRXlvR71MvMVZhculQ4Bzqff0eSPX3bHUUFTOKlSzSxcQtgrNUeTM6W40u7OdkceCM5rjV_iuT49BlRsey9baFkP-RZOCjzaOC7vrhIDfw/s320/r+4.jpg" width="320" /></a></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;"></span> </div>
<div align="center" class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
</div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">»Στην Κατοχή μέναμε χαμηλά στην πόλη, κοντά στη
θάλασσα. Στην προσφυγική πολυκατοικία που ξέρεις, εκεί γεννήθηκε η αδερφή σου,
αλλά φύγαμε όταν η Μαίρη έγινε δυο χρονώ και έτσι εσύ γεννήθηκες σε τούτο το
ίδιο σπίτι που μένουμε τώρα. Εκείνος ο χειμώνας δεν είχε ταίρι. Πείνα και κρύο…
Σπάζαμε ό,τι ξύλινο υπήρχε μέσα στο σπίτι και ανάβαμε φωτιά να ζεσταθούμε αλλά
πού να ζεσταθείς, όταν είσαι μέρες νηστικός. Δεν είχαν ακόμη οργανωθεί τα συσσίτια
από τα παιδιά. Η μάνα μου έβγαινε στο δρόμο μπας και βρει τίποτε φαγώσιμο,
κατέβαινε στο γιαλό μήπως βρει κανα μύδι, να βάλουμε κάτι στο στομάχι μας,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>κι εμείς, εγώ κι ο αδερφός μου δηλαδή,
βγαίναμε στις αγορές να πουλήσουμε ό,τι υπήρχε στο σπίτι για λίγα δράμια λάδι
και μερικές χούφτες αλεύρι. Σπίτια ολόκληρα πουλιόντουσαν για λίγα τρόφιμα,
κοσμήματα, οι προίκες των κοριτσιών, οι παρθενιές τους… </span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">Ένας λυγμός έκοψε την αφήγηση, τον κατάπιε, έκανε
να συνεχίσει, πάλι ανέβηκε σαν κόμπος στο λαιμό, κοκκίνισε το πρόσωπό της,
φοβήθηκα. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">-Άστα, μανούλα, τι τα θυμάσαι τώρα, πέρασαν πια. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">-Πέρασαν; Έβγαλε μια φωνή σαν να με μάλωνε για
πράξη κακιά, για μεγάλη αστοχία. Πέρασαν; επανέλαβε στον ίδιο τόνο και με θυμό
μαζί τώρα. Πώς πέρασαν; Ξανάρθαν, θες να πεις. Εσύ δεν τρέχεις κάθε Σάββατο με
τους φίλους σου να μαζέψετε τρόφιμα για να ταΐσετε κόσμο; Σε πόσες οικογένειες
είπες που δίνετε σακούλες; Εκατό-εκατό πενήντα; Κι είναι εδώ της περιοχής…<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Κι αλλού τα ίδια δεν είναι; Κοιτάς που
σταματήσανε να τα γράφουνε οι εφημερίδες; Ακόμα αυτοκτονάνε ανθρώποι από χρέγια
και γιατί ξέμειναν και απελπιστήκαν. Μοναχοί ανθρώποι, δυστυχισμένοι. Έλα τώρα,
με παρηγοράς; Τι είμαι; Μωρό και δεν καταλαβαίνω; Πόλεμο έχουμε ξανά και μη
θαρρείς που δεν θα πάρει και την άλλη τη μορφή γρήγορα. Σήμερα είναι στα μέρη της
μάνας μου αύριο εδώ. Μην έχεις ανάπαψη.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">Πήγα κοντά της και την χάιδεψα, την έκλεισα λίγο
στην αγκαλιά μου να την ησυχάσω, της φίλησα την κορφούλα του κεφαλιού, από
παιδί εκεί μ’ άρεσε να τη φιλάω κι ήταν πάντα τόσο ροζαλί το δέρμα του κεφαλιού
της, ένα χρώμα σαν του μωρού. «Καλά, καλά», μου είπε και μ’ έστειλε να κάτσω
στην καρέκλα μου, δίπλα στο παιδί, «δεν σε μαλώνω». </span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri;"><span style="font-size: large;"><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>»Οι άθρωποι,
παιδιά μου, τρελαίνονται κάθε τόσο και ξεκινάνε πόλεμο. Πολύς<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>ο πλούτος στον κόσμο, πρέπει ν’ αλλάξει
χέρια. Αλλά άλλο σας έλεγα, α, ναι, για το μεγάλο χειμώνα, στην Κατοχή. Πείνα,
μεγάλη πείνα. Οι πόρτες των σπιτιών μας έβλεπαν σε μιαν αυλή, εμείς μέναμε στον
πρώτο όροφο. Πέντε σπίτια, πέντε πόρτες, η μια δίπλα στην άλλη, και μπροστά
τους ένα μπαλκόνι χωρίς χωρίσματα. Μαζευόμασταν οι γείτονες παρέες-παρέες να
ξεχάσουμε την πείνα και το φόβο μας. Ακόμα κι όταν γινόταν η συσκότιση, μέναμε μέχρι
αργά μαζί…<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>για μας βλέπεις δεν ήταν
δύσκολο, ανοίγαμε την πόρτα και πέρναγε ο ένας στο σπίτι του αλλουνού ήσυχα-ήσυχα
από το μπαλκονάκι. Κι ό,τι είχαμε το μοιραζόμασταν κι έφερε μια μέρα η Θυμιώ
σταφίδες και ψωμί μπόλικο και το απίθωσε μπροστά μας και πήγε να κάτσει στην
παρέα, αλλά σηκωθήκανε οι άντρες να τη διώξουνε και της πετάξανε το φαγητό, «η
πουτάνα των Γερμανών δεν έχει θέση ανάμεσά μας» και συγκατάνευσαν κι οι
γυναίκες. Κατέβασε το κεφάλι η Θυμιώ και δεν απολογήθηκε. Πήγε να φύγει με
σφιγμένα δόντια και τα μάτια δακρυσμένα. Και σηκώθηκε η μάνα μου –η γιαγιά σου,
Δανάη μου- η άγια γυναίκα, που την υπολήπτονταν όλοι στη γειτονιά κι ο λόγος
της είχε βάρος και αιτία και την κράτησε από το χέρι και την έκρυψε στην αγκαλιά
της και είπε στους άλλους «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω… για τα παιδιά
της το κάνει» κι έσκυψε και μάζεψε ένα κομμάτι ψωμί το φύσηξε, το ‘κοψε στα δυο
κι έδωκε μια μπουκιά στη Θυμιώ και μια μικρούτσικια, τοσοδούλα, ψίχουλο, την
έβαλε στο στόμα της και κανείς δεν είπε τίποτα ξανά για τη Θυμιώ. Κι όταν
μαθεύτηκε μετά το θάνατό της –γιατί την σκότωσαν οι Ιταλοί τη φουκαριάρα, λίγο
πριν τελειώσει η Κατοχή και ξεκουμπιστούν οι Γερμαναράδες και οι Ιταλιάνοι, που
μη τους νομίζετε και δαύτους καλύτερους, πιο ξελυρωμένοι ήτανε, πιο παπαφίγκοι,
όχι καλύτεροι, ίδια γουρούνια φασισταράδες ήτανε κι αυτοί, αλλιώς δεν θα ‘τανε
μαζί με τους χιτλερικούς στον πόλεμο. Τι έλεγα; Α, ναι, όταν μαθεύτηκε, λοιπόν,
πως είχε κρύψει και μετά φυγάδεψε δυο οικογένειες Οβριών, έντεκα άτομα το
σύνολο, έκλεισαν τελείως ολονών τα στόματα και η θύμησή της έμεινε αγνή. Πάντως
η Θυμιώ δεν έσωσε μόνο τους έντεκα Οβριούς, έσωσε και πολλούς στη γειτονιά που
αλλιώς θα ‘χαν πεθάνει από πείνα. Βλέπεις, οι Γερμανοί άρπαζαν τα τρόφιμα και
οι Εγγλέζοι έκαναν αποκλεισμό. Ήρθαν μετά τα συσσίτια με το ΕΑΜ και
αναθαρρήσαμε, αλλά μην φαντάζεσαι, η πείνα, πείνα και ο φόβος, φόβος. Και οι
μαυραγορίτες και οι δωσίλογοι, οι κουκουλοφόροι… Τέλος πάντων, άλλο θέλω να σας
πω και ξεστράτισα.</span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;"></span> </div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjiAx_TDKZGjwubvVzN_hGA0_VZg1Eupe7EdaU6MD45o_D5MRccxUg22SGT5PBoctvYd_0v1vc9LGisYg2WS7bwmNv4o59HizOnFRr6O4b6zbRVGU4Ycbu5_3KSW3tzB-pb_0qg1qaowg/s1600/r+3.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><span style="font-size: large;"><img border="0" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjiAx_TDKZGjwubvVzN_hGA0_VZg1Eupe7EdaU6MD45o_D5MRccxUg22SGT5PBoctvYd_0v1vc9LGisYg2WS7bwmNv4o59HizOnFRr6O4b6zbRVGU4Ycbu5_3KSW3tzB-pb_0qg1qaowg/s320/r+3.jpg" width="247" /></span></a></div>
<div align="center" class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;"></span> </div>
<div align="center" class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: large;"></span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">»Απέναντι από μας ήταν ταρλάς… Στο τέλος του ταρλά,
ξεκίναγε μια άλλη πολυκατοικία σαν τη δική μας, προσφυγική. Εκεί μένανε οι
Σαμογλαίοι. Τρεις οικογένειες ήτανε, τους ξέραμε χρόνια. Πιο πολύ την Βασιλική
και το σπίτι της αλλά και τους άλλους. Ήσυχοι αθρώποι, νοικοκυραίοι. Κάνανε
παιδιά, τα μεγαλώνανε, τα παντρεύανε, κάνανε παιδιά τα παιδιά τους, μεγαλώναν
οι φαμίλιες τους. Μεγάλη προκοπή δεν είχαν αλλά τα κουτσοβόλευαν και πριν τον
πόλεμο πείνα δεν γνώρισαν –τεχνίτες όλοι τους, μπαλωματήδες, τσαγκάρηδες,
ραφτάδες και ένας τους γίνηκε παπάς, αυτός πέθανε μικρός από φυματίωση, θέριζε
τότε, χτικιό το λέγαμε, ακούς, Ριρή; </span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">Κούνησε η Ριρή το κεφάλι της καταφατικά. Και, όπως
γύρισα να την κοιτάξω, είδα τα μάτια της στυλωμένα πάνω στη γιαγιά της και να
της νεύει να συνεχίσει, σαν να την ενοχλούσαν οι διακοπές. Κάτι κινούσε το
ενδιαφέρον της σε τούτη την ιστορία. Ίσως που άκουγε πρώτη φορά την ιστορία για
τους Σαμογλαίους, ίσως γιατί δεν ήξερε πού το πήγαινε η γιαγιά της ούτε τι
ακριβώς την έκανε να αρχίσει να τη<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>διηγείται.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">»Δυο βάσανα είχανε τούτοι οι γείτονες, ένας αδερφός
τους είχε μπλέξει με τις σκόνες και τα χασίσια από παιδί –τον μάζευαν όλη την
ώρα από τους δρόμους, περιουσία έφαγε στην πρέζα και στο τέλος πήγε σαν το
σκυλί στ’ αμπέλι, στη μέση του δρόμου τον βρήκαν, μεγάλη δόση ήτανε; κακό πράμα
στις φλέβες του και τον σκότωσε; Θα σας γελάσω. Το άλλο ήταν ο Αναστάσης. Αυτός
δεν ήταν Σαμογλαίος, ήταν Κούρτσογλου, της γυναίκας του Θανάση αδερφός, αλλά
τον είχαν μαζί τους από παιδί. Αυτό το έρμο είχε σαλεμένο το μυαλό. Άλλοι
λέγανε έτσι γεννήθηκε, άλλοι πως όταν ήταν μωρό τον κλώτσησε η γαϊδούρα του
πατέρα του του μανάβη, άκρη δεν βρίσκεις μ’ αυτά, πάντως δεν έστεκε καλά.
Μίλαγε μοναχό του, γούρλωνε τα μάτια του ξαφνικά σα να ‘βλεπε μπροστά του τον
οξαποδώ κι έπιανε τοίχο. Κόλλαγε την πλάτη του στον τοίχο να γίνει ένα με τον
σοβά, γλίστραγε έπειτα και κουβαριαζότανε στο χώμα με το κεφάλι χωμένο μέσα στα
γόνατα κι έβγαζε κάτι ήχους σπαρακτικούς κι αλλόκοτους να ανατριχιάζει το πετσί
σου ολόκληρο. Οι άθρωποι στη γειτονιά το φοβόντουσαν το παιδί. Τα άλλα παιδιά
το παίρνανε στο κατόπι και το πετροβολούσανε –τσούρμο πίσω του η πιτσιρικαρία
με ξύλα και πέτρες να τον κυνηγούν κι αυτό να τρέχει αλαφιασμένο σαν το
τρομαγμένο λαγούδι που νιώθει πάνω του την ανάσα των κυνηγόσκυλων, να τρέχει
και να ουρλιάζει και να κουνάει τα χέρια του –κάτι χέρια μακριά δυο φορές πάνω
κάτω το κανονικό- να τα κουνάει σα να μαχόντανε αόρατα ξωτικά, κούναγε τα χέρια
του κι έτσι που ήτανε άσχημο και λιανό και μακρυχέρικο έμοιαζε σαν ζωντανεμένο
σκιάχτρο. Έβγαινε η Γιωργία, η αδερφή του και τον μάζευε και γύριζε κατάρες στα
παιδιά που τυραννούσαν το αρνί του Θεού, έτσι τον έλεγε –και πράγματι έτσι
ήταν, κανέναν δεν πείραζε, μήτε άνθρωπο μήτε ζώο. Όταν δεν ήταν σε κρίση, του
άρεσε να κάθεται στην αυλίτσα κα να χαζεύει τα μυρμήγκια. Ώρες πέρναγε με τα
μυρμήγκια και γέλαγε και τους μιλούσε σαν να ‘ταν φίλοι του. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">»Η Γιωργία τον φρόντιζε πιο πολύ σα μάνα παρά σαν
αδερφή, είχαν ορφανέψει από πολύ μικρά –όταν τη ζήτησε ο Θανάσης, που ‘τανε στα πατώματα για χάρη της,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>του το ‘βαλε όρο «ό,τι κι αν γίνει θα πάρουμε
μαζί μας και τον αδερφό μου, αλλιώς ξέχνα με». Τον έπλενε, τον χτένιζε, του
‘βαζε νερό και φαγί και καθόταν δίπλα του μέχρι να φάει και να πιεί κι όταν τον
έπιανε η αντάρα, τον αγκάλιαζε και τον φρουρούσε μέχρι να καταλαγιάσει. Κάποτε
τον έβαλε μερικούς μήνες στο Δρομοκαΐτειο αλλά τον βασάνιζαν τον φτωχό εκεί
μέσα και τον πήρε πίσω. Για να ‘μαι ειλικρινής, ο Θανάσης πήγε και τον έφερε
και με την καρδιά του. Οι άλλοι Σαμογλαίοι λίγη σημασία έδιναν στον Αναστάση.
Διασκέδαζαν με τα καμώματά του, κρυφά τον τσίγκλαγαν να κάνει καμιά απρέπεια να
‘χουν να λένε, ήταν το θέμα τους όταν δεν είχαν για τι άλλο να μιλήσουν.
Γκρίνιαζαν όταν έκανε καμιά ξεχωριστή παλαβομάρα –όπως μια μέρα που έβγαλε τα
ρούχα του κι έτρεχε γυμνός, τσίτσιδος γύρω-γύρω στη γειτονιά- πως τάχα τους
κάνει ρεζίλι και πρέπει να τον κλείσουν πάλι, αλλά ερχόταν η Γιωργία και τα
κανόνιζε, ησύχαζαν για να πιάσουν ξανά το βιολί τους λίγο αργότερα. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">»Η γειτονιά ήταν αλλιώς, όσο κι αν τον προστάτευε η
Γιωργία, όταν λίγο της ξέφευγε , πάντα βρίσκονταν κάποιοι μάγκες να τον πειράξουν
για να κάνουν χάζι. Πάντως ήταν κι αρκετοί αθρώποι που τον λυπόντουσαν κι όταν
τον έβλεπαν στο δρόμο, άλλοτε τον γύριζαν γλυκά στο σπίτι του κι άλλες μονάχα
ειδοποιούσαν την Γιωργία να τον ψάξει. Καμιά φορά, όταν πέρναγε από το μικρό
καφενείο με τη συκιά, ο καφετζής τον φίλευε κανα λουκούμι ή του ‘κοβε κανένα
ώριμο σύκο και μια φορά θυμωμένος δεν άφησε κάποιους έξυπνους, που ήθελαν να
τον ποτίσουν ούζο για να κάνουνε χάζι.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">»Όπως και να ‘χει, ο Αναστάσης ξύπναγε φόβους και
συγκρίσεις μέσα μας κι είχα ακούσει με τα αυτιά μου γκαστρωμένες στο μήνα τους
να προσεύχονται δυνατά να βγει το παιδί τους γερό και να μην έχουν τα βάσανα
του Αναστάση κι άλλες γυναίκες πάλι, όσο περίμεναν παιδί, δεν ήθελαν να τον
συναπαντήσουν το φτωχό, μπας και κολλήσει το παιδί τους τρέλα ή βγει λειψό. Έτσι
νομίζανε τότε οι αθρώποι.</span></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhE9Nq4nDMDqs-Jgy235yp_uECCsHZe5SPbKtNvAGU_ew46gzhcZutGb0D1dPPWT3ShtUBwktx52YcNs226XThm1irvOQzrQv8kq7nhDzqp99EEFCWhtHOdt7Um-Obe5I0uyAz-a7Jmzg/s1600/r+2.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><span style="font-size: large;"><img border="0" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhE9Nq4nDMDqs-Jgy235yp_uECCsHZe5SPbKtNvAGU_ew46gzhcZutGb0D1dPPWT3ShtUBwktx52YcNs226XThm1irvOQzrQv8kq7nhDzqp99EEFCWhtHOdt7Um-Obe5I0uyAz-a7Jmzg/s320/r+2.jpg" width="239" /></span></a></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;"></span> </div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">»Όταν μεγάλωσε λιγάκι κι έγινε παλικάρι, του
έφτιαξαν ένα δωμάτιο μια σταλιά ίσα για ένα κρεβάτι και το τραπεζάκι με την
κανάτα για το νίψιμο, στην άκρη της αλάνας, κολλητό με το σπίτι τους, ένα
καλύβι πρόχειρο ήταν δηλαδή από πλιθιά, ίσα για να κοιμάται τα βράδια. Τότε
ήρθε ο πόλεμος κι η Κατοχή και τα πράγματα δυσκόλεψαν. Στη θάλασσα, λίγο πιο
πέρα από τα προσφυγικά μας ήταν από παλιά χτισμένες βίλες, ωραία σπίτια,
αριστοκρατικά με κήπους. Τα επιτάξανε οι Γερμανοί και έτσι έκαναν συχνά την
περατζάδα τους από τη γειτονιά μας. Πέρναγαν συνέχεια στρατιωτικά καμιόνιακι
αυτές οι μηχανές με το καλάθι, που με τρομάζανε πιο πολύ απ’ όλα. Ακόμα και
σήμερα αν τύχει να τις δω καμιά τέτοια σε ταινία, γιατί στο δρόμο πια δεν
βλέπω, τρομάζω και σταυροκοπιέμαι. Μέρα νύχτα ακούγαμε τουφεκιές και άγριες
φωνές σε μια γλώσσα που δεν την καταλαβαίναμε καθόλου αλλά μας έκοβε τα πόδια
και μας γέμιζε θυμό και αηδία την ίδια στιγμή. Στη γειτονιά μας φύτρωναν όλα τα
λουλούδια. Είχαμε παιδιά και κοπέλες που το ‘λεγε η ψυχή τους, είχαμε όμως και
τους άτιμους, τους δωσίλογους και τους μαυραγορίτες. </span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">»Τον πρώτο καιρό, η ζωή του Αναστάση δεν άλλαξε και
πολύ. Μόνο που έπρεπε να τον προσέχει λίγο παραπάνω η Γιωργία, γιατί έβγαινε
στο δρόμο και έκανε τρέλες όταν πέρναγαν τα καμιόνια και άντε να εξηγούσες σε
δαύτους, που σκότωναν για ψύλλου πήδημα, ότι ήταν το άκακο αρνί, ο σαλός του
Χριστού που τον<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>έλεγε ο παπα-Ζαφείρης,
και δεν είχαν να φοβηθούν. Άσε που μπορεί να τον έκοβαν φέτες για χάζι.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri;"><span style="font-size: large;">»Μετά όμως ήρθε η μεγάλη πείνα. Ολόλυζαν τα παιδιά
λιμασμένα, άδεια τα στήθια των γυναικών, δεν κατέβαινε γάλα πια, άδεια και τα
τσουκάλια. Σκότωνες για μια λαχανίδα, για μια τσουκνίδα, για μια γλειψιά λάδι.
Πέθαιναν οι άνθρωποι στο δρόμο. Και κρύο, κρύο…<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>Ο Αναστάσης πεινούσε κι αυτός και παρακάλαγε για λίγο φαγητό, λίγο
παραπάνω φαγητό. Ο νους του χανόταν όλο και πιο πολύ, όλη μέρα παραμίλαγε και
σκότωνε θεριά στον αέρα<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>με τα χέρια
του.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Κι όλη μέρα έκλαιγε πεινασμένος και
τραβολόγαγε τη Γιωργία και φώναζε κι έφτασε να αρπάζει το φαγί των παιδιών της.
Μέχρι που τον χτύπησε μια μέρα ο Θανάσης και η Γιωργία δεν μίλησε, πρώτη φορά.
Είδαν κι αποείδαν, τον έχωσαν μέσα στο καμαράκι του αλλά επειδή δεν καθότανε
φρόνιμος, ούρλιαζε και χτύπαγε την πόρτα να την σπάσει να βγει έξω, τον
αλυσοδέσανε. Δεν το είπαν αλλά το καταλάβαμε στη γειτονιά όταν κάποιοι
παρατήρησαν ότι είχαν μέρες να τον δουν και άλλοι έλεγαν πως τον ακούνε να
κλαψουρίζει και να γυρεύει φαγητό στο καμαράκι του. «Σταυρό σηκώνουνε οι
Σαμογλαίοι με τον τρελό. Να μην έχεις να ταΐσεις τα παιδιά σου και να πηγαίνει
χαμένη η μερίδα στο άρρωστο στόμα. Τι θέλει και ζει; Σάμπως έχει μέλλον ο
ζαβός;» Τέτοιες κουβέντες κυκλοφορούσαν στη γειτονιά. Κι είχαν ακουστεί κι
άλλα, πως τάχα συμβούλεψαν το Θανάση να τον πάει με βάρκα στ’ ανοιχτά, κρυφά
απ’ τη γυναίκα του, και να τον ρίξει στο νερό, αλλά μπορεί να ήτανε και λόγια
κατοπινά ετούτα, γιατί ούτε ονόματα ακούστηκαν ούτε ο Θανάσης ποτέ τα
επιβεβαίωσε, το αντίθετο μπορώ να σας πω.<span style="mso-spacerun: yes;">
</span></span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">»Πέρναγαν οι μέρες και δυσκόλευαν τα πράγματα όλο
και πιο πολύ. Η Γιωργία έκοβε από το δικό της πιάτο για να δώσει δυο μπουκιές
του αδερφού της, που είχε αγριέψει αλυσοδεμένος στην παράγκα κι έβγαιναν απ’ το
στόμα του κάτι κραυγές ανήκουστες και βρισιές, λόγια βαριά που σου ‘κανε
εντύπωση πού τα ‘χε μάθει ο Αναστάσης και τα ξεστόμιζε τώρα χωρίς ντροπή.
Ζητούσε φαγητό με μια φωνή ολόισια, μήτε τα πάνω της μήτε τα κάτω της, φωνή
ίδια συνεχώς που ράγιζε η ψυχή σου να τον ακούς να παρακαλάει κι έπειτα να
γρυλλίζει σα ζώο και να ξεχύνει λόγια τυραννικά στ’ αυτιά της αδερφής του…</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">»Μια μέρα που ‘βρασε η Γιωργία μερικές λαχανίδες κι
έβγαλε δυο να της πάει στον Αναστάση, την σταμάτησε ο Θανάσης στην πόρτα πριν
ανοίξει. «Έχουμε παιδιά, Γιωγιώ μου», <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>της είπε και κατέβασε τα μάτια. Μάλωσε το
ζευγάρι εκείνη την ημέρα, μάλωσε πολύ. Προσπάθησαν να μην ακουστούν αλλά φτενοί
οι τοίχοι, βγήκαν λόγια προς τα έξω, τα υπόλοιπα τα συμπλήρωσε η φαντασία των αθρώπων
και το κουτσομπολιό, που τέτοιες ώρες αντί να καταλαγιάζει, θέριευε. Έπεσε να
πεθάνει η Γιωργία «το δικό μου φαγί είναι, απ’ τη δική μου τη μερίδα», του
είπε, «δεν το παίρνω απ’ τα παιδιά μας». «Κι αν πεθάνεις εσύ, Γιωγιώ μου, τι θα
κάνουμε;» της έλεγε ο Θανάσης. Πήρε μέρες τούτη η κατάσταση και οι περισσότεροι
στη γειτονιά του έδιναν δίκιο και όποιοι ανακατεύτηκαν, ζητούσαν απ’ τη Γιωργία
να λογικευτεί –«ασ’ τον τον καψερό, Γιωργία, να φύγει, να ησυχάσει. Τυραννιέται
διπλά ετούτος από μας», της έλεγαν. Μα ήταν κι αυτοί που έλεγαν μην
ανακατεύεστε στην οικογένεια, μη τους βάζετε στο νου να πάρουν ζωή αθρώπου, μας
βλέπει κι ο Θεός.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">»Έδωσαν πήραν όλα τούτα, αρρώστησε η Γιωργία, στην
ψυχή αρρώστησε, δε μίλαγε, όλη μέρα με το κεφάλι κάτω. Τι έγινε ακριβώς, κανείς
δεν έμαθε. Μια μέρα είδαμε να βγάζουν τον Αναστάση πεθαμένο από την κάμαρη.
Σκελετωμένο το κορμί, το πρόσωπο αγριεμένο και στο χέρι το αριστερό μια πληγή
σα βραχιόλι<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>και φαρδιά δυο δάχτυλα, από
την αλυσίδα.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">»Το βράδυ είχε πεθάνει μόνος του. Από την πείνα.
Κανείς δεν είπε τίποτε, τόσοι πέθαναν απ’ τον ίδιο λόγο, αλλά στο βάθος όλοι
ξέραμε τι είχε γίνει. Τον θάψανε<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>με
τρόπο πρεπούμενο και με όλα του Θεού τα πράγματα. Η Γιωργία πολύ καιρό έκλαιγε
και τον αποζητούσε. Μετά, την πήρε με το μέρος της η ζωή, είχε παιδιά να
μεγαλώσει. Μετά τον πόλεμο, έφυγαν και πήγαν στο Αίγιο κι έπειτα εργάτες στη
Γερμανία, δεν τους ξαναείδαμε. Έμαθα πως τα παιδιά της κάναν προκοπή στα ξένα.</span></div>
<div align="center" class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: large;"></span> </div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgDdtMxBdm_BBBoLjMc1uXQEMvJVna2rdanz0cvrMyfjCOw_PUcZFtdgjy5lU8I-JMlvXsnqQqyw-0t9R_QP-2Q7H0LiPu_fRv8cxA1I2Ul97rUGXNbc8j4wXvMipdAoYyiOf_yDpcVzg/s1600/r+1.gif" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><span style="font-size: large;"><img border="0" height="319" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgDdtMxBdm_BBBoLjMc1uXQEMvJVna2rdanz0cvrMyfjCOw_PUcZFtdgjy5lU8I-JMlvXsnqQqyw-0t9R_QP-2Q7H0LiPu_fRv8cxA1I2Ul97rUGXNbc8j4wXvMipdAoYyiOf_yDpcVzg/s320/r+1.gif" width="320" /></span></a></div>
<div align="center" class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: large;"></span></div>
<div align="center" class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: large;"></span> </div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: center; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: large;"></span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">»Σας ακούω που τα λέτε συναμετάξυ σας και στην
τηλεόραση τ’ ακούω… για το παλληκάρι που φάγανε στον Πειραιά, για το ξένο τ’
άμοιρο στα Πετράλωνα, και τρέμω. Σηκώνει πάλι κεφάλι το θεριό. Αλλά ο πιο
μεγάλος κίνδυνος είναι όταν δεν ξέρεις το φίδι που κουβαλάς μέσα σου και το
αφήνεις και σκορπάει δηλητήριο με την κάθε ευκαιρία. Αυτό το φίδι δίνει δύναμη
και πολιτεία στο άλλο το μεγάλο<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>κι όταν
εκείνο ξεκουλουριαστεί ματοκυλάει την ανθρωπότητα, γιατί αυτή είναι η δουλειά
του».</span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri;"><span style="font-size: large;"><span style="mso-tab-count: 1;"> </span>Κουράστηκε η μαμά
μου και σταμάτησε. Μου ζήτησε λίγο γάλα να δροσίσει το λαιμό της και να πάρει
δυνάμεις. Απλή γυναίκα του λαού, αγράμματη,<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>με τη σοφία της ζωής, σπουδαίες λέξεις δεν ήξερε αλλά έπιανε πολλά
πράγματα με το νου της και εξηγούσε τον κόσμο, όπως ίσως εμείς ποτέ δεν θα
μπορέσουμε. Ήξερε την πολυπλοκότητά του, τις αντιφάσεις του, <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>κι επειδή δεν είχε άλλο τρόπο να τα πει, έλεγε
ιστορίες που ‘χε ζήσει. Όπως αυτή του Αναστάση.</span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri;"><span style="font-size: large;"><span style="mso-tab-count: 1;"> </span>Της έφερα το γάλα
και το κατέβασε με αργές γουλιές. Σκούπισε με ένα άσπρο μαντιλάκι τα χείλη της
και πριν πιάσει πάλι το πλεχτό της, είπε μια τελευταία κουβέντα. «Μα να σας πω
και τούτο. Τη μέρα που βγάζαν πεθαμένο τον Αναστάση απ’ την παράγκα του, ήμουν
κι εγώ εκεί, όλη η γειτονιά είχε βγει για να δει –έτσι ήταν τότε τα συνήθεια.
Τότε είδα για πρώτη φορά τον πατέρα σου. Ήμουν σκάρτα έντεκα χρονών κι εκείνος
δώδεκα στα δέκα τρία. Τον είδα πώς κοίταζε με φρίκη. Κι αμέσως το ήξερα ότι
αυτό το αγόρι θα γινόταν ο άντρας μου και ο πατέρας των παιδιών μου».</span></span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div align="right" class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: right;">
<o:p><span style="font-family: Calibri; font-size: large;"> </span></o:p></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div align="right" class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: right;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">Αύγουστος 2016</span></div>
<div align="right" class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: right;">
<span style="font-size: large;"></span> </div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-size: large;">[Η εικονογράφηση είναι πίνακες του γάλλου ζωγράφου Jean Roustin (1928-2013)]</span></div>
<span style="font-size: large;">
</span></div>
Μαρώhttp://www.blogger.com/profile/12390945134138828235noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6770344098448731441.post-91633430379591377612016-08-06T03:45:00.002-07:002016-08-06T03:45:42.875-07:00ΔΙΑΦΩΝΙΑ ΣΕ ΜΙΑ ΦΡΑΣΗ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΓΡΑΨΕ Ο ΜΟΥΖΙΛ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br />
<div align="right" class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: right;">
<b style="mso-bidi-font-weight: normal;"><i style="mso-bidi-font-style: normal;"><span style="font-family: Calibri;"><span style="font-size: large;">Στην Κάτια, <o:p></o:p></span></span></i></b></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div align="right" class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: right;">
<b style="mso-bidi-font-weight: normal;"><i style="mso-bidi-font-style: normal;"><span style="font-family: Calibri;"><span style="font-size: large;">για τα φετινά της γενέθλια<o:p></o:p></span></span></i></b></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">[…]</span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">-Η ερωτική έκσταση δεν είναι<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>άλλο παρά μια ικανοποιημένη φιλοδοξία, είπα με σταθερή φωνή κοιτώντας την
ίσια στα μάτια. Υποχρεώνοντάς την να πάψει να πηγαινοέρχεται μεταφέροντας
χαρτιά από το ένα γραφείο στο άλλο, δήθεν ότι τα ταχτοποιούσε.</span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">-Ποιος το λέει αυτό; με ρώτησε καταλαβαίνοντας ότι δεν είναι δικό μου,
όχι τόσο από το ύφος όσο από τον τρόπο που το κάρφωσα στο πρόσωπό της.</span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">-Δεν ξέρω, κάποιος…</span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">-Βλακεία είναι, με διέκοψε</span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">-Νομίζω ο Μούζιλ της είπα χαιρέκακα, ξέροντας πως τον λατρεύει αλλά με
τη σιγουριά πως αυτή του τη σκέψη δεν την ήξερε, έτσι διατυπωμένη σαν αφορισμό
δεν την ήξερε. Μπλόκαρε. Παρακολουθούσα με χαρά την εξέλιξη της αμηχανίας της,
πώς φούσκωσε τα μάγουλά της κάνοντας το πρόσωπό της μια αστεία μάζα από σάρκινα
μπαλονάκια, πώς προσπαθούσε να ισορροπήσει την λατρεία της για τον Μούζιλ με
την κουβέντα που πέταξε άσκεφτα «βλακεία είναι». Θα μου έλεγε βεβαίως ότι έτσι
ξεκομμένο από το πλαίσιο δεν έχει νόημα, πως θα έπρεπε να της δώσω την ακριβή
παραπομπή για να καταλάβει, αλλά στο βάθος ήξερε ότι δεν μπορούσε να το πάρει
πίσω, επίσης ήξερε ότι όντως η φράση αυτή περιέκλειε μια ανοησία.</span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">-Προφανώς κάτι άλλο θα εννοεί και οπωσδήποτε πρέπει να ξέρει κανείς
πού εντάσσεται μια τέτοια φράση, μια τέτοια ιδέα…</span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;"> Γέλασα πολύ και δυνατά, γέλασα τόσο που άρχισε να φαίνεται ψεύτικο το
γέλιο μου και για να είμαι ειλικρινής ήταν και λίγο στο τέλος. «Βλέπεις…», της
είπα, χαϊδεύοντας τρυφερά τη μικρή, φτενή αλογοουρά της, «βλέπεις πως δεν είναι
το περιεχόμενο μιας φράσης αλλά η αυθεντία που την εκστομίζει;<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Αν ο Σαίξπηρ είχε γράψει για την πορτοκαλιά
πανδαισία των καρότων, σήμερα θα απαγγέλλαμε με ηδονή τους στίχους και θα
ψάχναμε μυστικά νοήματα στις λέξεις και τη σειρά τους… χα…».</span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">-Έχεις μια τάση να τα ισοπεδώνεις όλα, ρε παιδί μου, είπε αλλά κατά
βάθος είχε ήδη παραδεχτεί την ήττα της. Ο.Κ. θα του δώσω μια ακόμη ευκαιρία του
πιτσιρικά. Μα, πες μου, την αλήθεια όμως, πράγματι σ’ αρέσει;</span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">-Αν είχε τα μάτια σου, θα τον ερωτευόμουν κιόλας, της απάντησα
περνώντας με νόημα τη γλώσσα πάνω από τα χείλη για να την πειράξω. Ρε Φιλιώ,
είναι καλός, γιατί δεν το βλέπεις και μ’ εκνευρίζεις;</span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;"> Στην πραγματικότητα αυτός ο Ανδρόνικος κάπως ελάχιστα με ενδιέφερε.
Ένα ακόμα αλλαζονικό, άδειο, αγράμματο σκατόπαιδο που περνιέται για συγγραφέας,
κάτι μεταμοντερνιές του κώλου, ανακατέματα άτεχνα, πασαλείμματα από κακοχωνεμένα,
αστάθμητα, διάσπαρτα διαβάσματα, τι νομίζουν όλοι τούτοι <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>που πιστεύουν <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>πως είναι ο Φώκνερ –τι είπα τώρα; Πόσοι τον
έχουν διαβάσει τον Φώκνερ από τέτοιους επίδοξους νομπελίστες, χα- , ότι φέρνουν
την επανάσταση επειδή, αντί να διηγηθούν μια ιστορία από την αρχή προς το
τέλος, την κόβουν σε κομμάτια, όπου λάχει, τα σκορπίζουν μετά στο πάτωμα και
βάζουν τρεις αφηγητές να διαλέγουν όσα προλάβουν να πάρει το χέρι τους και να
τα πετούν <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>στα μούτρα ενός αθώου και
ανέμπνευστου αναγνώστη που θα τα διαβάσει εκστασιασμένος απνευστί; Όταν δεν
ξέρεις να γράφεις, μετατρέπεις την αμετροεπή φιλοδοξία σου σε ύφος και το
κάνεις μανιέρα. Κρύβεις ότι δεν έχεις να πεις τίποτα φωνάζοντας παντού<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>και δυνατά ότι δεν υπάρχει τίποτα να ειπωθεί
και πως αυτή την αλήθεια μόνο εσύ, ο μέγας τίποτας την ανακάλυψες μόλις τώρα
και την γράφεις. Έλεος! </span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;"> Δεν θα επέμενα για τον πρασινομάτη Ανδρόνικο κάπως, έτσι κι αλλιώς του
ενός βιβλίου είναι, άντε δύο, μετά θα πάει στο θείο του να του βρει δουλειά και
θα μιλάει στα παιδιά του για τις λογοτεχνικές του δάφνες –άλλωστε όλο και
κάποια ομάδα, σύλλογος, ένωση λογοτεχνών θα τον πάρει υπό την προστασία της. Δεν
θα επέμενα καθόλου, αλλά ο θείος ήταν το θέμα, βουλευτής του κυβερνώντος
κόμματος, φίλος κατά κάποιο τρόπο από τα φοιτητικά χρόνια, όμως κυρίως μια καλή
πόρτα. Θα του έκανα το χατίρι να εκδώσουμε το καμάρι του, που τον έκοψα με τη
μία ότι του ‘χει αδυναμία, αλλά θα μου ξεπλήρωνε τη χάρη και θα μου την
ξεπλήρωνε ακριβά. Όση αηδία θα ένιωθα όταν, ντυμένη με το ωραίο μου φόρεμα, με
δεκάδες χαϊμαλιά γύρω από το λαιμό μου, με άψογο μακιγιάζ και γοητεία, θα
ανέβαινα στο βήμα για να παρουσιάσω στο κοινό με συγκίνηση τον σπουδαίο νέο
λογοτέχνη που ο δικός μας εκδοτικός οίκος ανακάλυψε και προτείνει, όλη αυτή την
αηδία από το άθλιο ψέμα, το δικό μου και όλων που θα παρακολουθούν δήθεν με
προσοχή, ενώ θα μετρούν λεπτά και δευτερόλεπτα που τους χωρίζουν από το
λυτρωτικό χειροκρότημα που θα σημάνει το τέλος της εκδήλωσης και θα μπορούν να
ξεχυθούν ελεύθερα για τις δημόσιες σχέσεις τους, τα θλιβερά γκομενιλίκια τους ή
απλά να φύγουν για το πραγματικό ενδιαφέρον της βραδιάς, κάποιο ραντεβουδάκι
δηλαδή κρυφό ή φανερό, α, ναι, όση αηδία θα ένιωθα τότε και μετά, όποτε θα
έπρεπε να παραβρεθώ σε παρόμοιες παρουσιάσεις ανά την χώρα για να τονώσουμε τις
πωλήσεις, όλη εκείνη την αηδία θα την ξεπλήρωνε με κάποια σοβαρή και δύσκολη
χάρη που θα του ζητούσα με χαμόγελο παιχνιδιάρικο, ποτίζοντάς την με κανένα
υποσχετικό υπονοούμενο, και πάντως υπενθυμίζοντάς του ότι εγώ ήμουν δίπλα του
όταν με χρειάστηκε και έβαλα σε κίνδυνο την αξιοπιστία του εκδοτικού μου οίκου
για να εκδώσω τον ανηψιό του και να προωθήσω λυσσαλέα τη δουλειά του, ενώ,
φαντάζομαι, <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>ούτε αυτός<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>έχει παραμικρή ψευδαίσθηση για την αξία της
λογοτεχνίας του: σκουπίδια, αγαπητέ μου Νίκο, σκουπίδια… Θρίαμβος!</span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgepPUfgDNYACW3ZK4RC5qBJh_Ow1S0r84I6PImoTbXcW2nl8xMiYkPa998nzv0cLS29D-LGYYNWixi5DTuMiKpJpNWvG5NsBLn3SOBLRnTGszoFsb1i-GbQQQDoxgMwBxC9tBqeEPLGA/s1600/DIAF+5.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><span style="font-size: large;"><img border="0" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgepPUfgDNYACW3ZK4RC5qBJh_Ow1S0r84I6PImoTbXcW2nl8xMiYkPa998nzv0cLS29D-LGYYNWixi5DTuMiKpJpNWvG5NsBLn3SOBLRnTGszoFsb1i-GbQQQDoxgMwBxC9tBqeEPLGA/s320/DIAF+5.jpg" width="320" /></span></a></div>
<div align="center">
<span style="font-size: large;"></span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;"> Η Φιλιώ με κοιτούσε και προσπαθούσε να καταλάβει τι σκεφτόμουν. Δεν
θέλω να ξέρει τι σκέφτομαι, τίποτε από όλα αυτά τα θλιβερά υποκατάστατα σκέψεων
που πετάνε βαριά μέσα στο μυαλό μου σηκώνοντας σκόνη από τα κόκκαλα του κρανίου
μου που συνθλίβονται και κονιορτοποιούνται από ντροπή κι έπειτα θολώνουν τις
ανεπαίσθητες σταγόνες αίματος που ρέουν μέσα στα αγγεία και κρατούν ζωντανό τον
εγκέφαλο, τις θολώνουν με ένα βρώμικο και άρρωστο και στέρεο γκρίζο. Δεν θέλω
να τα ξέρει, δεν θέλω να ξέρει τις αγωνίες που περνάω κάθε τέλος του μήνα για
να βγουν οι πληρωμές και οι δόσεις των χρεών και όλα, εκείνα τα φριχτά ξενύχτια
με το λογιστή μας που συνήθως καταλήγουμε ξημερώματα λιώμα από τις βότκες και
τις τεκίλες σε ένα παγκάκι στο Σύνταγμα, εγώ κι αυτός. Δημιουργική λογιστική,
ποιος τον είπε τον όρο; Τέλειος, μωρό μου. Θα την κρατήσω ανοιχτή την
επιχείρηση, μακάρι να χρειαστεί και να σκοτώσω.</span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;"> Αλλά η Φιλιώ, όχι, δεν θέλω να ξέρει τίποτε από όλ’ αυτά, τουλάχιστον
το βαθμό που όλα αυτά υπάρχουν και είναι τα μόνα που πραγματικά υπάρχουν. Δεν
καταλαβαίνει τα οικονομικά, πιστεύει εύκολα τις εξηγήσεις μου, δεν ρωτάει και
πολλά, καλύτερα έτσι. Την Φιλιώ την νοιάζουν τα βιβλία μας, το καλό όνομα του
εκδοτικού <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>οίκου, η ποιότητα. Μιλάει για
κουλτούρα, για σεβασμό, για ταλέντο. Έξω λυσσάει ο θάνατος, τρέχει το δηλητήριο
στους δρόμους, μάγοι με χάρτινα ραβδιά ορίζουν τι σκεφτόμαστε, με ποιες λέξεις
το εκφράζουμε και ποιος λέει τις λέξεις αυτές για να τον λατρέψουμε. Πού και
πού ξεφεύγει κάποιος αθώος, σύντομα θα λιώσει μέσα στην τεράστια κοιλιά τους σα
μυγούλα μέσα στα θανατερά, τοξικά υγρά της αράχνης. Ο καλύτερος τρόπος να
τινάξεις την επικίνδυνη αθωότητα είναι να την βάλεις μέσα σε μια κορνίζα και να
την κάνεις αντικείμενο προσκυνήματος. Αποχυμωμένη σαν τις κάρες των αγίων με το
κατάξερο δέρμα κολλημένο πάνω στα εύθριπτα κόκκαλα θα περιμένουμε να κάνει το
θαύμα αλλά πάντα το θαύμα θα είναι μούφα, μολονότι θα δροσίζει κάποιες ψυχές
πριν τις σκοτώσει.</span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;"> Όχι, όχι η Φιλιώ δεν θέλω να ξέρει. Έχει ένα ρομαντισμό και είναι
άσπρη και βελούδινη, τόσο άσπρη και τόσο βελούδινη που ώρες – ώρες θέλω να
κυλιστώ πάνω της σαν να ήταν μια καθαρή, φρεσκοπλυμένη χνουδωτή πετσέτα.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Να κοιμηθώ μέσα στην πετσετένια αγκαλιά της
μια ολόκληρη μέρα και μια ολόκληρη νύχτα, να κοιμηθώ χωρίς διακοπή, να δω
όνειρα που δεν θα τα θυμάμαι την άλλη μέρα, αλλά θα μυρίζουν καραμέλα και
οδοντόπαστα κι αυτή τη μυρωδιά θα την κουβαλάω με κέφι όπου κι αν πάω εκείνη τη
μέρα, όλη μέρα. Η Φιλιώ έχει ένα πλατύ, ροδαλό πρόσωπο και τα μάτια της, τα
μάτια της είναι τεράστια, έχει τα πιο μεγάλα μάτια που έχω δει ποτέ μου, σκούρα
μάτια, καστανά σκούρα, πολύ σκούρα σχεδόν μαύρα κι είναι τα μάτια της σαν από
πορτραίτο <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Φαγιούμ, τόσο μεγάλα και τόσο
ζεστά –στα πορτραίτα <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Φαγιούμ κατάλαβα τι
σημαίνει αιωνιότητα, τι σημαίνει η ζωή νικά το θάνατο, όχι, όχι η ζωή, η τέχνη
νικά το θάνατο, το πτώμα εξαφανίζεται και επιστρέφει κραταιή και αιώνια η
συνείδηση. Τέτοια είναι τα μάτια της Φιλιώς, αιώνια, και η αθωότητα στο βλέμμα
της, η πίστη στο βλέμμα της, η βεβαιότητά της, τρυπά την συνείδησή μου και με
προκαλεί. <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Κι έπειτα δεν ξέρω τι μου
συμβαίνει, εκεί που θέλω να την προστατέψω, με πιάνει μια κακία, κοχλάζει μέσα
μου ένας βδελυρός θυμός, σα λιωμένο λιπαρό σαπούνι, ένας θυμός που βρωμάει
θειάφι και καμένο γάλα και θέλω να πέσω πάνω της και να την χτυπήσω, με τα
νύχια μου να της κατεβάσω τα μάγουλα κι έπειτα να γλείψω τις πληγές μέχρι που
να μη μείνει στάλα αίμα αλλά τα κόκκινα αυλάκια να γίνουν φουσκωμένα ροζ
ποταμάκια από πόνο και να της πω «δεν ήμουν εγώ» κι αυτή να το πιστέψει. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;"></span> </div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEggvfnkGXX6bki1fGCcpB1to9wN56VaTLA5nBtXhRu4Erv4zX4-yxQt5lkbN0om6neej3lxwq2gGNdDkdjNyxYyh2FMaa8uXwCo8G17_xHaCiJipqGDDBB6D8WIsCj42fIzbZPjhO9aGw/s1600/DIAF+7.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><span style="font-size: large;"><img border="0" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEggvfnkGXX6bki1fGCcpB1to9wN56VaTLA5nBtXhRu4Erv4zX4-yxQt5lkbN0om6neej3lxwq2gGNdDkdjNyxYyh2FMaa8uXwCo8G17_xHaCiJipqGDDBB6D8WIsCj42fIzbZPjhO9aGw/s320/DIAF+7.jpg" width="220" /></span></a></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: center;">
<span style="font-size: large;"></span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-size: large;">
<span style="font-family: Calibri;"> Ο πατέρας μου τήν έφερε στην επιχείρηση. Ήταν φοιτήτρια ακόμη κι ήθελε
ένα χαρτζιλίκι, στο βάθος οι σπουδές της δεν την ενδιέφεραν, ήθελε να γίνει
ηθοποιός, πήγαινε σε μια φτηνή, άθλια δραματική σχολή, ονειρευόταν ρόλους και
χειροκροτήματα. Δεν είχε ταλέντο. Όσο κι αν προσπάθησε, δεν είχε ταλέντο. Ήταν
εργατική, δούλεψε σκληρά αλλά ποτέ δεν κατάφερε κάτι πάνω από μια εξουθενωτική
μετριότητα που ίσως να γινόταν ανεκτή με το χρόνο. Δεν το ήθελε, τα παράτησε,
ξαναγύρισε στον εκδοτικό οίκο κι έμεινε μαζί μας είκοσι χρόνια, μέχρι που
πέθανε ο πατέρας μου αλλά και μετά που πέθανε ο πατέρας μου πάλι δεν μας άφησε.
Και στη μαμά μου στάθηκε, σ’ όλη της την αρρώστια δίπλα της στο νοσοκομείο, μια
αφοσίωση τρυφερή και<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>συγκινητική, την
είχε απορροφήσει η αρρώστια της μαμάς μου τότε. Εγώ πάλι δεν πήγαινα πολύ. Δεν
μπορούσα να τη βλέπω να συρρικνώνεται μέσα στα σεντόνια της, κίτρινη και άσχημη
όσο ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ, όχι, αυτό το ρυπαρό πλάσμα με το ρυτιδωμένο
δέρμα και τα καφετιά μυτερά δόντια δεν ήταν η μαμά μου, η λαμπερή, έξυπνη και
υπομονετική μαμά μου, δεν πήγαινα να τη δω, η Φιλιώ με πήγε με το ζόρι την
παραμονή του θανάτου της αλλά δεν ήταν η μαμά εκεί, εκεί ήταν μια γριά που
μύριζε θάνατο, δεν την αποχαιρέτησα ποτέ. Αλλά η<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Φιλιώ ήταν εκεί, 32 μέρες συνεχόμενες.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Αυτήν νόμιζαν όλοι για κόρη της.</span></span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">-Τι ώρα είναι; τη ρώτησα γιατί ήθελα να ακούσω τη φωνή της.</span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">-3 παρά τέταρτο, φώναξε. Άκουσα εκείνη την σκοτεινή πιτσιλιά που
διαρρέει τη φωνή της όταν είναι τσαντισμένη. Δεν έχεις ρολόι;</span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">-Σταμάτησε, είπα κοφτά.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Γιατί
σ’αρέσει ο Μούζιλ; Δεν έκανε τον κόπο να μου απαντήσει. Αλλά μετά από λίγο μου
είπε: «το ραντεβού με τον Καραθανάση το ξέχασες; Δεν θα πας; Μήπως θέλεις να
πάω εγώ;» </span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;"> Και ήξερα ότι είχα κερδίσει το στοίχημα. Αγαπώ αφόρητα την
προβλεψιμότητά της. Είναι τόσο προβλέψιμη που κατορθώνει να με εκπλήττει
τελικά. Είχε λυγίσει. Ένιωθα την ενοχή στη φωνή της.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Δεν της άρεσαν οι εντάσεις. Θα ερχόταν τώρα
μέσα να μου ξαναπεί ακριβώς την ίδια φράση. Θα έβλεπα το σώμα της να παίρνει
πρώτα μια στάση προσοχής κι έπειτα να συστρέφεται ελαφρά σαν να ήθελε να
ξεπιαστεί με ένα δυο προσεκτικά, διακριτικά τεντωματάκια, να χαλαρώνει, να
καταφεύγει σε ένα παιδιάστικο ακκισμό. Θα ίσιωνε το<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>μπλε φορεματάκι, μια πιετούλα, δυο πιετούλες,
θα ίσιωνε την καρφίτσα στο δεξί ώμο κι ας ήταν ολόσωστα στη θέση της. Όταν
πέθανε ο πατέρας μου φόρεσε δυο μήνες μαύρα. Για τη μαμά μου έξι μήνες. Έμπαινε
κάθε πρωί με φρέσκα λουλούδια στα χέρια.<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>Άλλαζε το νερό στα βάζα μπροστά στις φωτογραφίες, πέταγε τα μαραμένα,
πρόσθετε τα φρέσκα. Μαύρο φόρεμα ή μαύρο ταγιέρ, ποτέ παντελόνι. Κι ήταν όμορφη
μέσα στα μαύρα, της πήγαινε η θλίψη και η ενοχή της πήγαινε πολύ. Με τρέλαινε
που προσπαθούσε να κρυφτεί, να μην τη δω να κλαίει, να μην τη δω να σφίγγει
πάνω στο πλούσιο στήθος της, που όταν τυχαία με ακουμπούσε με έκανε να θέλω να
την πάρω στην αγκαλιά μου και να της σκίσω τη λεπτή μπλουζίτσα και να αγγίξω απαλά,
σαν ήταν φτιαγμένη από πούπουλα αγγέλων τη λευκή, τρυφερή σάρκα, να χαϊδέψω το
σχήμα του, να κολλήσω τα χείλη μου πάνω στη μικρή ρώγα, α, ναι, δεν ήθελε να <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>την δω να σφίγγει πάνω στο στήθος της ξετρελαμένη
από πόνο και νοσταλγία την φωτογραφία του πατέρα μου. Της πήγαινε η θλίψη και η
ενοχή και ξέπλυνε την ενοχή της στο νοσοκομείο φροντίζοντας τη μητέρα μου, τη
δική μου μητέρα, αυτήν που γέννησε το παιδί του, το παιδί του πατέρα μου, του
εραστή της και ίσως του μοναδικού άντρα στη ζωή της και το εννοώ το μοναδικός
άντρας, γιατί όσα χρόνια την ξέρω ποτέ δεν είχε μια σχέση, ποτέ δεν ήρθε κάπου
συνοδευμένη. Έζησε μια ζωή αφοσιωμένη στον άντρα της μητέρας μου και στον δικό
μου πατέρα. Νομίζει ακόμα πως ούτε η μαμά μου ήξερε αλλά η μαμά μου δεν είχε
απλώς καταλάβει, ήξερε πολύ καλά τι συνέβαινε και την λυπόταν γιατί δεν ήταν η
μόνη, για την ακρίβεια ήταν μια ασήμαντη παρουσία στη ζωή του πατέρα μου,
ασήμαντη και ακίνδυνη τόσο που η μαμά μου συγκινιόταν όταν μιλούσε για την Φιλιώ
και στενοχωριόταν που ήταν υποχρεωμένη να την αφήνει να ζει μέσα στο ψέμα της
αλλά τι μπορούσε να κάνει; Η Φιλιώ ήταν πάντα μια εκπληκτική υπάλληλος πολύ
χαμηλών αποδοχών κι όταν μια φορά αποφάσισε να φύγει, ο πατέρας μου την πήγε
μια τριήμερη εκδρομή κι εκείνη έμεινε από <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>ανοησία και έρωτα. Αλλά κυρίως από μια θλιβερή
ενοχή που με έκανε να γελάω τόσο που πονούσα και την αγαπούσα ακόμα πιο πολύ
και ήθελα να ρίξω μια γροθιά στο μπαμπά μου που την κορόιδευε κι ας τον
αγαπούσα πολύ κι ας με διασκέδαζαν οι ερωτικοί μακιαβελισμοί του και κυρίως η
επιχειρηματική ευφυΐα του και το κοφτερό μάτι με το οποίο ξεχώριζε τα
λογοτεχνικά ταλέντα, τις εμπορικές επιτυχίες και τους ανθρώπους που μπορούσε να
εκμεταλλευτεί.</span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;"> Όταν πέθαναν και οι δυο γονείς μου, η δουλειά πέρασε εντελώς στα χέρια
μου. Και στης Φιλιώς. <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Έβγαζε δουλειά
τριών συνεργατών και ήταν αποτελεσματική. Η πιάτσα την θαύμαζε για την
κουλτούρα της και την ακεραιότητά της. Μου χρειαζόταν. Την έκανα συνεταίρο με
μικρό ποσοστό, για λόγους δικαιοσύνης. Και εφορίας. Κάθε φορά που την κοιτάζω,
θέλω να της φωνάξω δυνατά, να της πετάξω κατάμουτρα πόσο ανόητη είναι που
νιώθει ευγνωμοσύνη γι’ αυτό το 20% , αλλά δεν το κάνω. Θα πρέπει να της εξηγήσω
πολλά και βαριέμαι.</span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<o:p><span style="font-family: Calibri;"><span style="font-size: large;"> </span></span></o:p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<span style="font-family: Calibri;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhK5pqOrxUr-EwXzreooebJcZDfU0GejX8POYwxu6qR4BkZYIvxL41FnZym0ihuPrXzlVjln1NSjpusu72US6W8ZIHrjcSXfkVDjOD1wkyb6KYNmaarnmTfA8AwPfvkCr4F63pGtS3bHw/s1600/DIAF+3.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><span style="font-size: large;"><img border="0" height="293" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhK5pqOrxUr-EwXzreooebJcZDfU0GejX8POYwxu6qR4BkZYIvxL41FnZym0ihuPrXzlVjln1NSjpusu72US6W8ZIHrjcSXfkVDjOD1wkyb6KYNmaarnmTfA8AwPfvkCr4F63pGtS3bHw/s320/DIAF+3.jpg" width="320" /></span></a></span></div>
<br />
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;"> Όπως το περίμενα. Μπήκε στο γραφείο μου, λίγο μουτρωμένη αλλά θέλει να
περάσει η ένταση, να ηρεμήσουμε. Αν υπήρχε κάτι που ήθελα –κάτι άλλο που ήθελα
από αυτήν- τούτη είναι η καλύτερη ώρα για να το πάρω χωρίς αντίσταση. Αλλά δεν
μπορώ να της ζητήσω αυτό που θέλω, αυτό που θέλω πραγματικά. Έβαλα το χέρι μου
ανάμεσα στα πόδια και έσφιξα την παλάμη με τα γόνατά μου, της χαμογέλασα με την
αποστομωτική αυθάδεια που το κάνω από παιδί και παίρνω ό,τι θέλω. «Θα φύγω σε
δέκα λεπτά. Δεν φαντάζομαι ο Καραθανάσης να με καθυστερήσει πολύ. Θέλω να βγω
με το Γιάννη απόψε…».</span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;"> Άφησα ένα μικρό υπονοούμενο, σαν παιχνιδιάρικο φιδάκι. Χαμογέλασε «Τα
πάτε καλά;» με ρώτησε. Της απάντησα με μια γκριμάτσα που σήμαινε «περίπου»
χωρίς ενθουσιασμό. Στην πραγματικότητα τον σιχαινόμουν το Γιάννη. Όλη αυτή η
επίδειξη συναισθημάτων, τα ατέλειωτα κοπλιμέντα που φάνταζαν τόσο ψεύτικα στα
χείλη του, τα λουλούδια, τα δώρα, οι γεμάτες προσμονή σιωπές, η επιτήδευση στο
λόγο, η εμμονή του στο γάμο μας, όλα μου προκαλούσαν αηδία και σύγχυση. Ούτε κι
απόψε θα τον καλούσα να ανέβει στο διαμέρισμά μου. Για την ακρίβεια θα ακύρωνα
το ραντεβού. Ναι, αυτό θα έκανα, θα ακύρωνα το ραντεβού. Στις 11 και τέταρτο
ακριβώς, θα τηλεφωνούσα στην Φιλιώ και θα την παρακαλούσα να έρθει στο σπίτι
μου γιατί δεν είμαι καλά. Με διασκεδάζει να φαντάζομαι την αγωνία στο πρόσωπό
της όταν, πιστεύοντας αυτό που της λέω, τρέχει να έρθει κοντά μου για να με
βοηθήσει. Διασχίζει ολόκληρη την πόλη με το αυτοκίνητο, ενώ σιχαίνεται να
οδηγεί το βράδυ, έρχεται και κάθεται κοντά μου γεμάτη ανησυχία, προσπαθεί να με
παρηγορήσει, αγόγγυστα… Θα ‘θελα να μου πει μια φορά όχι, μια φορά να με
βρίσει, να μου πει πως είμαι μια κακομαθημένη τσούλα. Δεν το ‘χει κάνει ποτέ,
δεν το ‘χει κάνει ποτέ στην κόρη του άντρα που αγαπάει. Δεν έρχεται σε μένα,
έρχεται στην κόρη του πατέρα μου.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Θα της
πω πάλι διάφορα ψέματα για κάποιο δήθεν καυγά με το Γιάννη, θα ακούσω την κρίση
της και τις συμβουλές της. Θα ‘θελα να της πω πως όλη μου τη ζωή ήταν η ζωή μου
αλλά δεν θα της το πω. Θα συνεχίσω να της λέω ψέματα για κάποιο Γιάννη που
υπήρξε ή δεν υπήρξε στη ζωή μου- το ίδιο αδιάφορο και άθλιο είναι. Ποτέ δεν θα
γίνω γι’ αυτήν κάτι άλλο από την κόρη του εραστή της. Θα με υπακούει με
ευγνωμοσύνη μέχρι να με τρελάνει και να μπήξω τα μακριά σκληρά νύχια μου βαθιά
στο λαιμό της, τόσο βαθιά και τόσο βίαια που το κεφάλι της να ξεκολλήσει από
τους ώμους της και να γεμίσει τα μάτια μου με αίμα.</span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">-Μην ξεχάσεις να κλείσεις ένα ραντεβού με τον πιτσιρικά, και αύριο αν
μπορεί, είπα<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>βγαίνοντας - και πάλι
έκλεισα μέσα στη χούφτα μου για ένα δυο δευτερόλεπτα την μικρή, φτενή αλογοουρά
της.</span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div align="right" class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: right;">
<o:p><span style="font-family: Calibri; font-size: large;"> </span></o:p></div>
<div align="right" class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: right;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;">Αύγουστος 2016</span></div>
<div align="right" class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: right;">
<span style="font-family: Calibri;"></span> </div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri;">Οι φωτογραφίες είναι της Εύας Νάθενα από τα φωτογραφικά άλμπουμ (με την σειρά που τις βλέπουμε):</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri;"> Color of Skin </span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri;"><a href="https://www.facebook.com/photo.php?fbid=1587658741528250&set=a.1587658584861599.1073741955.100008524181008&type=3&theater">https://www.facebook.com/photo.php?fbid=1587658741528250&set=a.1587658584861599.1073741955.100008524181008&type=3&theater</a></span>) , </div>
WHITE is the QUEEN <br />
<a href="https://www.facebook.com/photo.php?fbid=1582212455406212&set=a.1582212432072881.1073741946.100008524181008&type=3&theater">https://www.facebook.com/photo.php?fbid=1582212455406212&set=a.1582212432072881.1073741946.100008524181008&type=3&theater</a><br />
Green of Introversion<br />
<a href="https://www.facebook.com/photo.php?fbid=1585198091774315&set=a.1585198071774317.1073741951.100008524181008&type=3&theater">https://www.facebook.com/photo.php?fbid=1585198091774315&set=a.1585198071774317.1073741951.100008524181008&type=3&theater</a></div>
</div>
Μαρώhttp://www.blogger.com/profile/12390945134138828235noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6770344098448731441.post-974129000635577972016-07-03T02:45:00.002-07:002016-07-03T02:46:47.506-07:00ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ (3)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 0pt; mso-layout-grid-align: none;">
<span style="font-family: "times new roman" , "serif";">Με βήματα αργά <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 0pt; mso-layout-grid-align: none;">
<span style="font-family: "times new roman" , "serif";">προσεκτικά διασχίζει το τοπίο του
Σαββάτου <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 0pt; mso-layout-grid-align: none; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: "times new roman" , "serif";">Πριν προσγειωθεί
στην Κυριακή <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 0pt; mso-layout-grid-align: none; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: "times new roman" , "serif";">βλασταίνει χάρες
σε αναμονές ανυπεράσπιστες <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 0pt; mso-layout-grid-align: none;">
<span lang="EN-US" style="font-family: "times new roman" , "serif"; mso-ansi-language: EN-US;"><o:p> </o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 0pt; mso-layout-grid-align: none;">
<span style="font-family: "times new roman" , "serif";">Δοκιμάζει κόκκινο ένα φόρεμα <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 0pt 36pt; mso-layout-grid-align: none; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: "times new roman" , "serif";">κατάσαρκα η νύχτα <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 0pt 36pt; mso-layout-grid-align: none; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: "times new roman" , "serif";">κατάσαρκα <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 0pt 72pt; mso-layout-grid-align: none; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: "times new roman" , "serif";">η πληγή του θυμού <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 0pt 36pt; mso-layout-grid-align: none; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: "times new roman" , "serif";">θυμίαμα <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 0pt 72pt; mso-layout-grid-align: none; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: "times new roman" , "serif";">καφτό νερό <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 0pt; mso-layout-grid-align: none; text-indent: 36pt;">
<span style="font-family: "times new roman" , "serif";">αδυσώπητη έξωση <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 0pt; mso-layout-grid-align: none;">
<span lang="EN-US" style="font-family: "times new roman" , "serif"; mso-ansi-language: EN-US;"><o:p> </o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 0pt; mso-layout-grid-align: none;">
<span style="font-family: "times new roman" , "serif";">Πάνω στο δακτυλικό αποτύπωμα <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 0pt; mso-layout-grid-align: none;">
<span style="font-family: "times new roman" , "serif";">μια σταγόνα μελιού <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 0pt; mso-layout-grid-align: none;">
<span style="font-family: "times new roman" , "serif";">την άφησε επίτηδες να ανθίζει
κοροϊδευτικά <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 0pt; mso-layout-grid-align: none;">
<span lang="EN-US" style="font-family: "times new roman" , "serif"; mso-ansi-language: EN-US;"><o:p> </o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 0pt; mso-layout-grid-align: none;">
<span style="font-family: "times new roman" , "serif";">Οι νεκροί συνηθίζουν τέτοια
αστεία <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 0pt; mso-layout-grid-align: none;">
<span style="font-family: "times new roman" , "serif";">Ιδίως όταν επιλέγουν τον θάνατό
τους <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 0pt; mso-layout-grid-align: none;">
<span style="font-family: "times new roman" , "serif";">μέσα σε θάλασσες από επείγοντα
ερωτήματα </span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 0pt; mso-layout-grid-align: none;">
<span style="font-family: "times new roman" , "serif";"></span> </div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 0pt; mso-layout-grid-align: none; text-align: right;">
<span style="font-family: "times new roman" , "serif";">27.6.2016</span></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg_N4qoR2ptnudFDgXZY2GWGHjeMoECWW7-Uv6o_4scQBq6FeD-oQEGWKpP_DTkQg16VJ-S-ktvkM51QkuSNrTImWGYFtcbR_sC2FUTHo4bMJZQtTB-IEGQGyiq0RaVxe38AHWdn5yUKA/s1600/nathena.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg_N4qoR2ptnudFDgXZY2GWGHjeMoECWW7-Uv6o_4scQBq6FeD-oQEGWKpP_DTkQg16VJ-S-ktvkM51QkuSNrTImWGYFtcbR_sC2FUTHo4bMJZQtTB-IEGQGyiq0RaVxe38AHWdn5yUKA/s320/nathena.jpg" width="320" /></a></div>
<div align="center" class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 0pt; mso-layout-grid-align: none; text-align: right;">
<span style="font-family: "times new roman" , "serif";"></span> </div>
Εύα Νάθενα από το φωτογραφικό άλμπουμ Black is the king<br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt;">
<o:p><span style="font-family: "calibri";"> </span></o:p></div>
</div>
Μαρώhttp://www.blogger.com/profile/12390945134138828235noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6770344098448731441.post-7397017461367244872016-01-07T03:50:00.003-08:002016-01-07T03:57:54.125-08:00ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ (2)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div class="_5pbx userContent" data-ft="{"tn":"K"}" id="js_36">
<div class="text_exposed_root text_exposed" id="id_568e4e28587db9b44309564">
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<span style="background-color: white; color: #cc0000;"></span><br /></div>
<br />
<span style="background-color: white; color: #cc0000; font-size: large;">α.<br />Δεν πηγαίνω πια σε διαδηλώσεις.<br />Δεν ακούω ειδήσεις.<br />Ζω σ' ένα φως από λάσπη.</span><br />
<span class="text_exposed_hide"></span><br />
<div class="text_exposed_show">
<span style="background-color: white; color: #cc0000; font-size: large;"> </span></div>
<div class="text_exposed_show">
<span style="background-color: white; color: #cc0000; font-size: large;">Μικροί, υγροί καημοί ρουφάνε αφηρημένα<br /> τις σκέψεις μου.<br />Δεν έχω πια επιθυμίες.</span></div>
<div class="text_exposed_show">
<span style="background-color: white; color: #cc0000; font-size: large;"></span> </div>
<div class="text_exposed_show">
<span style="background-color: white; color: #cc0000; font-size: large;">β.<br />Κάθε μέρα<br /> λίγο πριν ξημερώσει<br /> βγαίνει συνωμοτικά από την πόρτα του σπιτιού<br /> και πετάει τα σκουπίδια στον παλιό βρώμικο κάδο<br /> Χάρτινα κουτιά από γάλα, παλιές εφημερίδες,<br />συνθήματα<br /> μια καραμέλα από την εποχή που ήταν παιδί</span><br />
<span style="color: #cc0000; font-size: large;"></span> </div>
<div class="text_exposed_show">
<span style="background-color: white; color: #cc0000; font-size: large;"> Μπαίνει στο σπίτι προσεκτικά</span><br />
</div>
<div class="text_exposed_show">
<span style="background-color: white; color: #cc0000; font-size: large;"> Όταν ανατείλει ο ήλιος τίποτα πια δεν υπάρχει<br /> στο σκοτεινό κρύο κάδο</span><br />
</div>
<div class="text_exposed_show">
<span style="background-color: white; color: #cc0000; font-size: large;"> </span></div>
<div class="text_exposed_show">
<span style="background-color: white; color: #cc0000; font-size: large;">γ. <br />Φύλαγε τις φωτογραφίες στον υπολογιστή.<br />Ευλαβικά.</span><br />
<span style="color: #cc0000; font-size: large;"></span> </div>
<div class="text_exposed_show">
<span style="background-color: white; color: #cc0000; font-size: large;">Μετά πέθανε.</span></div>
<div class="text_exposed_show">
<span style="background-color: white; color: #cc0000; font-size: large;"></span><br />
<span style="background-color: white; color: #cc0000; font-size: large;">Θυμάμαι τον θόρυβο που έκανε πριν σβήσουν κυκλώματα.<br />Σαν να άνοιξε μια βεντάλια σε θεωρείο θεάτρου<br /> Ο επισκευαστής είπε "δεν γίνεται τίποτε.<br />Ο δίσκος χάλασε ακριβώς στο σημείο που αποθηκεύατε <br /> εικόνες"</span></div>
<div class="text_exposed_show">
<span style="background-color: white; color: #cc0000;"></span> </div>
<div align="center" class="text_exposed_show">
<span style="background-color: white; color: #cc0000;"></span> </div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh2vvBNh14lcj5goYd2VRnHpPXoMkrSNuap75BBLLKWV13XMs4ORkCQr-mYFSZkw6u7FhODuj4uEmxZ9fOpprkLZWDHTnMW6-yiqa1YdbBrSWjTCV2YzSe7bAuDclqud2jGf5fx8eHsig/s1600/%25CE%2593%25CF%258D%25CE%25B6%25CE%25B7%25CF%2582.png" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><span style="background-color: white; color: #cc0000;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh2vvBNh14lcj5goYd2VRnHpPXoMkrSNuap75BBLLKWV13XMs4ORkCQr-mYFSZkw6u7FhODuj4uEmxZ9fOpprkLZWDHTnMW6-yiqa1YdbBrSWjTCV2YzSe7bAuDclqud2jGf5fx8eHsig/s1600/%25CE%2593%25CF%258D%25CE%25B6%25CE%25B7%25CF%2582.png" /></span></a></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: right;">
<span style="background-color: white; color: #cc0000;"></span> </div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: right;">
<span style="background-color: white; color: #cc0000;">(Δημοσιεύτηκε στη σελίδα μου του Facebook, 7.1.2015)</span></div>
<div align="center" class="text_exposed_show">
<span style="background-color: white; color: #cc0000;"></span></div>
<span class="text_exposed_hide"><span style="background-color: white; color: #cc0000;"> </span></span></div>
</div>
</div>
Μαρώhttp://www.blogger.com/profile/12390945134138828235noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6770344098448731441.post-1970950000572687622015-12-28T01:11:00.004-08:002015-12-28T01:13:40.983-08:00ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ (1)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-size: large;"> Εγώ βρήκα το πτώμα. Τέλη Γενάρη. Αλκυονίδες. Όμορφη μέρα, φωτεινή -ένας ήλιος καλός και ζεστός, άσπρος ήλιος, καθαρός. Είχα βγει να πάρω λίγο αέρα, να περπατήσω στην ακρογιαλιά. Τουμπανιασμένο. Καιρό θα ήταν μέσα στο νερό. Το δέρμα λευκό, σα βρώμικο άσπρο πανί. Δαγκωμένο από ψάρια, έλειπε το μισό πρόσωπο. Στην άδεια κόγχη του δεξιού ματιού μπαινόβγαινε ένα μικρό καβούρι. Και μεριές-μεριές πράσινες βούλες της σαπίλας. Σίχαμα. Δεν έβαλα τις φ</span><span class="text_exposed_show"><span style="font-size: large;">ωνές. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί οι άνθρωποι, οι γυναίκες πιο πολύ, φωνάζουν όταν αντικρίζουν τον θάνατο. Έκανα όμως δυο, τρία βήματα προς τα πίσω και κάλεσα από το κινητό την αστυνομία.<br /> Ποιος ήταν δεν το μάθαμε ποτέ. Είπαν μόνο " άντρας γύρω στα σαράντα. Μάλλον από ναυαγισμένη βάρκα προσφύγων".<br />Δυο χρόνια τώρα δεν έχω ένα όνομα να μνημονεύσω στο θεό μου. Λέω μόνο στις προσευχές μου "ανάπαψέ τον, θεέ μου, και δώσ' του την πατρίδα που λαχτάρισε"<br /> Αλλά ο θεός μου δεν μ' ακούει.</span></span></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi_1_d6PYltfZ5vQ0VQ7ujSB4l1JjNrinAP32i78cAFFkPfA98LiEdx-ZCpzjDQ09fDhUK42qU28Uhp8QpbV956WVvHFwcvZrHAtRo7QSLIU7aarWLmoa8etcMXGFDksO3JlQ4fvm0B0Q/s1600/728x379xmetanasths_nekros_1560_jpg%252Cqitok%253Do6LdPFmj_pagespeed_ic_89msFtXC9f.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="166" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi_1_d6PYltfZ5vQ0VQ7ujSB4l1JjNrinAP32i78cAFFkPfA98LiEdx-ZCpzjDQ09fDhUK42qU28Uhp8QpbV956WVvHFwcvZrHAtRo7QSLIU7aarWLmoa8etcMXGFDksO3JlQ4fvm0B0Q/s320/728x379xmetanasths_nekros_1560_jpg%252Cqitok%253Do6LdPFmj_pagespeed_ic_89msFtXC9f.jpg" width="320" /></a></div>
<div style="text-align: justify;">
<span class="text_exposed_show"></span> </div>
<div style="text-align: justify;">
<span class="text_exposed_show"></span> </div>
<div style="text-align: right;">
<span class="text_exposed_show">(Δημοσιεύτηκε στη σελίδα μου του Facebook στις 23.12.2015)</span></div>
</div>
Μαρώhttp://www.blogger.com/profile/12390945134138828235noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6770344098448731441.post-77201514521660498152015-09-23T12:20:00.000-07:002015-09-23T12:20:21.884-07:00Ο πρώτος βρικόλακας<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br />
<div align="center" class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 10pt; mso-margin-bottom-alt: auto; mso-margin-top-alt: auto; mso-outline-level: 2; text-align: center;">
</div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 10pt; mso-margin-bottom-alt: auto; mso-margin-top-alt: auto;">
<span style="font-family: "Times New Roman","serif"; font-size: 12pt; mso-fareast-font-family: "Times New Roman"; mso-fareast-language: EL;"> <o:p></o:p></span></div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 10pt; mso-margin-bottom-alt: auto; mso-margin-top-alt: auto; text-align: justify;">
<span style="font-family: "Times New Roman","serif"; font-size: 12pt; mso-fareast-font-family: "Times New Roman"; mso-fareast-language: EL;">Ήταν κάποτε, πολύ παλιά, μιὰ γυναίκα μοναχή πού
είχε ένα κτήμα κι ένα σπίτι μέσα στο κτήμα. Όταν ήταν πολύ νέα τα κατάφερνε
καλά με τις δουλειές και χρειαζόταν μόνο περιστασιακά εργάτες. Έσκαβε,
έσπερνε, πότιζε, μάζευε τη σοδειά, φρόντιζε τα ζώα της και μοναχή κατέβαινε
με την πραμάτεια στην αγορὰ κι έκαμε την πούληση. Αλλά σαν πέρασε ο
καιρός, άρχιζε να βαραίνει και κομματάκι δυσκολευότανε. Όλο και
πιο πίσω πήγαιναν τα πράγματα και μαράζωνε το κτήμα. Αναγκάστηκε να
πάρει έναν εργάτη, νέον άντρα, παλικάρι στα τριάντα του, αυτή είχε
περάσει πια τα πενήντα.<o:p></o:p></span></div>
<div style="text-align: justify;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 10pt; mso-margin-bottom-alt: auto; mso-margin-top-alt: auto; text-align: justify;">
<span style="font-family: "Times New Roman","serif"; font-size: 12pt; mso-fareast-font-family: "Times New Roman"; mso-fareast-language: EL;"> Ήταν όμορφος ο
εργάτης και μια μέρα η μοναχή γυναίκα κατάλαβε ότι είχε γι’ αυτόν αταίριαστα
αισθήματα. Δεν έδωσε σημασία – έτσι είχε μάθει να ξεπερνάει τα
πράγματα που την τάραζαν. Είπε «φουρτούνα είναι και θα τελειώσει».
Μα δεν τέλειωνε. Τ’ αντίθετο, όσο περνούσε ο καιρὸς τόσο πιο βαθιὰ τον
αγαπούσε. Μα το ‘κρυβε καλά. Τις νύχτες που ‘πεφταν να κοιμηθούν, άφηνε
στο κρεβάτι της μια γωνιά, όση ένα σώμα και πριν την πάρει ο ύπνος, γύριζε
προς εκείνη τη μεριά με κλάματα στα μάτια και πόνο στην καρδιά κι αγκάλιαζε
την απουσία με τα δυο της χέρια κι απίθωνε στην άκρια του μαξιλαριού
της προς εκείνη την πλευρά ένα μεγάλο φιλί, ερωτικό. Αποκοιμιότανε
έπειτα κι ο ύπνος της ήταν βαρύς και δίχως όνειρα. Τον πρώτο χειμώνα
του ‘πλέξε ένα σκούφο και του τον χάρισε κι έκανε αυτός χαρές μεγάλες.
Στην πραγματικότητα του ‘χε πλέξει δυο ολόιδια σκουφιά. Τον άφησε και
το φόρεσε μερικές φορές κι όταν πότισε η κλωστή από το κορμί του, το
άλλαξε με το άλλο, το όμοιό του. Και κράτησε το φορεμένο για ‘κείνην.
Το ‘κρυψε κι όταν μπορούσε, το ‘βγαζε από το συρτάρι, το κοίταζε κι έκλαιγε.
«Τι με βρήκε;» αναρωτιότανε πονεμένη.<o:p></o:p></span></div>
<div style="text-align: center;">
<a data-ved="0CAcQjRxqFQoTCIfOmMHujcgCFQFyFAod128JEQ" href="http://www.google.gr/url?sa=i&rct=j&q=&esrc=s&source=images&cd=&cad=rja&uact=8&ved=0CAcQjRxqFQoTCIfOmMHujcgCFQFyFAod128JEQ&url=http%3A%2F%2Fwww.koolnews.gr%2Fphoto-of-the-day%2Fanasximatismos-kai-ston-kairo-o-ilios-paradidei-skitali-stin-kataigida%2F&bvm=bv.103388427,d.d24&psig=AFQjCNErDV_iguj2Iw4nNskYT64JTGv1rw&ust=1443121980486563" id="irc_mil" jsaction="mousedown:irc.rl;keydown:irc.rlk;irc.il;" style="border-image: none; border: 0px currentColor;"><img src="http://www.koolnews.gr/wp-content/uploads/2014/06/kataigida-ilios-elvetia-570-800x499.jpg" height="199" id="irc_mi" style="margin-top: 0px;" width="320" /></a></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 10pt; mso-margin-bottom-alt: auto; mso-margin-top-alt: auto; text-align: justify;">
<span style="font-family: "Times New Roman","serif"; font-size: 12pt; mso-fareast-font-family: "Times New Roman"; mso-fareast-language: EL;"> </span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 10pt; mso-margin-bottom-alt: auto; mso-margin-top-alt: auto; text-align: justify;">
<span style="font-family: "Times New Roman","serif"; font-size: 12pt; mso-fareast-font-family: "Times New Roman"; mso-fareast-language: EL;"> Ήταν καλός εργάτης
ο νέος άντρας, δουλευτής, προκομμένος κι αυτή άξια, καλά πήγαινε το
κτήμα. Ήρθαν όμως καιροί δίσεχτοι. Έπεσε ξερασία μεγάλη στον τόπο.
Ήρθε πείνα. Η μοναχή γυναίκα μοιραζότανε το φαΐ της με το παλικάρι
– για να λέμε την αλήθεια αυτή έτρωγε ελάχιστα και με χίλιες δικαιολογίες
του έδινε και το δικό της μερτικό κι αυτή αδυνάτιζε ολοένα. Μα και
πάλι ο νέος άντρας δεν εχόρταινε. Τι να σου κάνει λίγο ψωμί, καμιά πατάτα
και λίγα μαραγκιασμένα φρούτα όταν είσαι δυο μέτρα κορμί;<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 10pt; mso-margin-bottom-alt: auto; mso-margin-top-alt: auto; text-align: justify;">
<span style="font-family: "Times New Roman","serif"; font-size: 12pt; mso-fareast-font-family: "Times New Roman"; mso-fareast-language: EL;"> Ήρθε μια μέρα
που δεν υπήρχε πια τίποτε. Έβρασε χόρτα αλάδωτα. «Πεινάω» είπε ο νέος
άντρας. Και την επόμενη πάλι «πεινάω» είπε κι είχε η φωνή του φαρμάκι.
Την δάγκωνε σαν οχιά. Οι μέρες περνούσαν και τα πράγματα χειροτέρευαν.
Ένα μεσημέρι που πάλι άδειο ήταν το τραπέζι κι είδε το βλέμμα του χαρακωμένο,
δεν άντεξε. Πήρε ένα μαχαίρι κοφτερό και χάραξε τον καρπό της βαθιά.
Ξεχύθηκε αίμα ζεστό και κόκκινο. «Πιε» του είπε. «Πιε, να τραφείς. Να
πάρεις δύναμη.» Την κοίταξε τρομαγμένος αλλά μετά από λίγο πήρε το
χέρι της με ευγνωμοσύνη και ρούφηξε δυο τρεις γουλιές. Κι είχε το αίμα
εκείνο μια γεύση αλλούτερη και φωτεινή. Το ‘κανε αυτό και την επόμενη
μέρα η γυναίκα και της επόμενης την επόμενη. Και κάθε μέρα. Τον έτρεφε
με αγάπη από το κορμί της και την ψυχή της. Κι ήρθε μια μέρα που άλλο αίμα
δεν της έμεινε. Στράγγιξε αυτός και την τελευταία γουλιά και πέθανε
εκείνη ευτυχισμένη στην αγκαλιά του.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 10pt; mso-margin-bottom-alt: auto; mso-margin-top-alt: auto; text-align: justify;">
<span style="font-family: "Times New Roman","serif"; font-size: 12pt; mso-fareast-font-family: "Times New Roman"; mso-fareast-language: EL;"> Ο νέος άντρας την
έθαψε κατά πως έπρεπε κι έφυγε από τον τόπο. Γύριζε μετά μονάχος στα
βουνά. Ζητούσε ξανά τη γεύση του αιμάτου της. Την ζητούσε απελπισμένα.
Έπινε από άλλους ανθρώπους αλλά την γεύση τη δική της σε κανενού το
αίμα δεν την έβρισκε κι όλο έψαχνε. Κι ακόμα ψάχνει.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 10pt; mso-margin-bottom-alt: auto; mso-margin-top-alt: auto; text-align: justify;">
<span style="font-family: "Times New Roman","serif"; font-size: 12pt; mso-fareast-font-family: "Times New Roman"; mso-fareast-language: EL;"> Έτσι γίνηκε ο
πρώτος βρικόλακας. Από αγάπη. Κι αγάπη ψάχνει αλλά δεν το ξέρει.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: normal; margin: 0cm 0cm 10pt; mso-margin-bottom-alt: auto; mso-margin-top-alt: auto;">
<span style="font-family: "Times New Roman","serif"; font-size: 12pt; mso-fareast-font-family: "Times New Roman"; mso-fareast-language: EL;"> <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div align="right" class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: right;">
<span style="font-family: Calibri;">Αύγουστος, 2015</span></div>
<div align="right" class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: right;">
<span style="font-family: Calibri;"></span> </div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri;">Πρώτη δημοσίευση: Πλανόδιον-Ιστορίες Μπονζάι, 20.9.2015</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: justify;">
<a href="https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/category/%CF%83%CF%85%CE%B3%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B5%CE%B9%CF%83/1-%CF%83%CF%84%CE%B1-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B1/%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%86%CF%8D%CE%BB%CE%BB%CE%BF%CF%85-%CE%BC/">https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/category/%CF%83%CF%85%CE%B3%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B5%CE%B9%CF%83/1-%CF%83%CF%84%CE%B1-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B1/%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%86%CF%8D%CE%BB%CE%BB%CE%BF%CF%85-%CE%BC/</a></div>
</div>
Μαρώhttp://www.blogger.com/profile/12390945134138828235noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6770344098448731441.post-66438650424732419362014-11-16T11:51:00.000-08:002014-11-16T11:51:09.549-08:00Ο ΖΟΥΡΑΜΠ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br />
<b style="mso-bidi-font-weight: normal;"><span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"><o:p> </o:p></span></b><br />
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Χρειάστηκε 4000 ευρώ και
πήγε σε τοκογλύφο. Δεν ήταν για δικιά της ανάγκη<sup>.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span></sup>ένας φίλος της, καλό παιδί, έπρεπε να
κάνει μια εγχείριση. Σοβαρή εγχείριση και κόστιζε πολύ. Αυτός ήταν άνεργος και αυτή –Μαρίνα τ' όνομά της- <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>είχε δεν είχε<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>500 ευρώ στην τράπεζα, άντε και να ‘βαζε άλλα
300 απ’ το μισθό εκείνου του μήνα, δουλειά δεν κάνανε έτσι. Τον λυπήθηκε το φίλο της –φίλοι
ήτανε, αν και όχι κολλητοί- έτρεχε αυτός να βρει τα χρήματα αλλά από πουθενά
δεν έβλεπε φως, το πήρε απόφαση και πήγε. Στον τοκογλύφο.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Για να τον βρει, ρώτησε
ένα συνάδελφό της που έπαιζε χαρτιά και συχνά έπεφτε στην ανάγκη τέτοιων
ανθρώπων. Αυτός την πήγε στον Ζούραμπ – έτσι τον λένε τον τοκογλύφο. Ζούραμπ.
Είχε καταγωγή από την Γεωργία αλλά ζούσε στην Ελλάδα πολλά χρόνια. Πάνω από
είκοσι. Της έκλεισε ραντεβού σ’ ένα γραφείο στον Πειραιά, κοντά στο λιμάνι.
Παλιά πολυκατοικία, παρατημένη, από μακριά έμοιαζε ακατοίκητη, αλλά δεν ήταν.
Είχε πέντ’- έξι γραφεία πιασμένα. Το δικό του ήταν στον τρίτο όροφο. Ανέβηκε
από τη σκάλα, δεν εμπιστεύτηκε το ασανσέρ. Βρώμικη η σκάλα και σκοτεινή, αλλά
το ασανσέρ<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>έδειχνε ετοιμόρροπο και<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>φοβήθηκε να μπει -είχε και μια ελαφριά
κλειστοφοβία. Ανέβηκε αργά-αργά, σταματούσε κάθε δυο-τρία σκαλιά να πάρει
ανάσα. Κάτι το άγχος της, κάτι το αγύμναστο κορμί, αδύναμα κάπως τα πνευμόνια
της, δεν ήθελε να την πιάσει καμιά δύσπνοια και να ξεφυσάει και να μη βγαίνει η
φωνή της, όταν θα ‘πρεπε να διαπραγματευτεί με ψυχραιμία. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"></span> </div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjZeUBZpcFIPZLnAf9KAN8LCCVoS3aeFmVRQRIQs3pA0N0PsnY4RZcsxJ2YgGgBC7cImfqm1h4z84SAu2eqbnh097V2xYml9aIoagggwwlddb9pr8amxy_p60gYPJ02icMCnddV3SYAsg/s1600/%CF%80%CE%BF%CE%BB+1.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjZeUBZpcFIPZLnAf9KAN8LCCVoS3aeFmVRQRIQs3pA0N0PsnY4RZcsxJ2YgGgBC7cImfqm1h4z84SAu2eqbnh097V2xYml9aIoagggwwlddb9pr8amxy_p60gYPJ02icMCnddV3SYAsg/s1600/%CF%80%CE%BF%CE%BB+1.jpg" /></a></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: center; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"><o:p></o:p></span> </div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Σαν έφτασε και χτύπησε
την πόρτα, της άνοιξε ένας μεγαλόσωμος άντρας με ξανθά κοντά μαλλιά. Της έκανε
εντύπωση που μέρα ζεστή –τέτοια ήταν, ζεστή ημέρα- φορούσε μαύρο δερμάτινο
μπουφάν. Ωραίο μπουφάν, ακριβό. «Ο κύριος Ζούραμπ;» ρώτησε κι είχε μια δυσκολία
στη φωνή, κάτι παραπάνω από δισταγμό πάντως. «Όχι», απάντησε αυτός. «Εσύ ποια
είσαι;» «Έχω ραντεβού με τον κύριο Ζούραμπ» και είπε το όνομά της. «Περίμενε
εδώ», της είπε ο άντρας με το μπουφάν. Μπήκε σε ένα άλλο δωμάτιο και βγήκε μετά
από λίγο. Όσο να ‘ρθει, αυτή, Μαρίνα την είπαμε, έγλειφε τα χείλη της<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>και δάγκωνε το εσωτερικό των μάγουλων, να το
ματώσει. Δεν της είπε τίποτα, μόνο της έδειξε με μια κίνηση του κεφαλιού που
μπορούσε να περάσει. <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Το γραφείο ήταν μεγάλο
και σκονισμένο. Εκατοντάδες ξέχειλα ντοσιέ βρίσκονταν εδώ κι εκεί σαν πεταμένα
αλλά δεν ήταν. Πάνω σε ένα τραπέζι βρίσκονταν ένας υπολογιστής σε λειτουργία
και πίσω από το τραπέζι ένα βρώμικο ενυδρείο μέσα στο οποίο κολυμπούσαν
τεμπέλικα μισή ντουζίνα γέρικα ψάρια. Το ένα ήταν ασημένιο με τεράστια ουρά,
διπλάσια από το τοσοδούλι σώμα του και εμφανώς μαδημένη. Ίσως κάποιο άλλο ψάρι
να την είχε δαγκώσει. Ο φωτισμός ήταν τεχνητός. Το μεγάλο παράθυρο στα δεξιά
ήταν κλειστό και οι ξεχαρβαλωμένες περσίδες ερμητικά κλεισμένες. <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"> Αυτός καθόταν σε μια αναπαυτική
δερμάτινη πολυθρόνα και κάπνιζε ένα αριστοτεχνικά<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>στριμμένο χοντρό τσιγάρο. Ήταν γύρω στα
εξήντα, τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά του άσπριζαν σιγά-σιγά και αραίωναν, το πρόσωπο
του ήταν πλατύ, κόκκινο, καλά στηριγμένο σε ένα δυνατό, μεγάλο λαιμό. Στο δεξί
του χέρι φορούσε ένα αυτοκρατορικό δαχτυλίδι. Καλημέρισε δειλά και κάθισε σε
μια καρέκλα απέναντι του, μολονότι αυτός ούτε την είχε χαιρετίσει ούτε κάθισμα
της είχε προσφέρει.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>«Με στέλνει ο Μάνος»,
είπε. «Ξέρω», της απάντησε αυτός ύστερα από μερικά παγωμένα, μακρόσυρτα,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>χαιρέκακα δευτερόλεπτα. <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Δεν μπόρεσε να συνεχίσει.
Προσπάθησε να κυριαρχήσει τον εαυτό της, αλλά δεν τα κατάφερνε. Ξεχείλιζε μέσα
της ένας φόβος που έφτανε ως τις φτέρνες<sup>.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span></sup> και μια σιχασιά. Θα ήθελε να του πει
πως έκανε λάθος, να ζητήσει μια τυπική συγγνώμη και να φύγει. Θυμός ανέβαινε
από τα σπλάχνα στο κεφάλι και αηδία. Σαν να ‘χε πατήσει κάτι γλοιώδες και
βρώμικο κι έπρεπε να τρέξει να βρει ένα πανί να καθαρίσει τα παπούτσια της.
Ένιωθε που ένα κακό την απειλούσε και ήταν αλήθεια. Έμπαινε σε μια δύσκολη
περιπέτεια.<o:p></o:p></span></div>
<div style="text-align: center;">
</div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhXNtA52qhEwD-cBmbsUnpbeOent_XWVK9LNEObjh0KUP6pg0E46YNOtIf8FLe6JabQY1hGcpLfRZzZK52SEI0dOIkE_dMcyclV_mXssPhOqbE-cGpRqL-ofzVbJXtJ4CudkPOF0jnWxw/s1600/137.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhXNtA52qhEwD-cBmbsUnpbeOent_XWVK9LNEObjh0KUP6pg0E46YNOtIf8FLe6JabQY1hGcpLfRZzZK52SEI0dOIkE_dMcyclV_mXssPhOqbE-cGpRqL-ofzVbJXtJ4CudkPOF0jnWxw/s1600/137.jpg" height="259" width="320" /></a></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: right;">
<span style="font-size: x-small;">Κυριάκος Κατζουράκης</span></div>
<div style="text-align: center;">
</div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Αυτό που την τρόμαζε ήταν
τα μάτια του. Μάτια νεκρού ψαριού με μια μπαγιάτικη, ξεχασμένη γυαλάδα. Χωρίς
βλέμμα. Κι όμως ένιωσε αμέσως ότι, χωρίς να κινηθεί καθόλου, χωρίς να παίξει
καν τα βλέφαρά του, την ακτινογράφησε. Αυτό το όχι-βλέμμα διέτρεξε το σώμα
της σαν τρυπάνι που ανοίγει συνεχόμενες τρύπες στη σκληρή άσφαλτο.
Ακτινογράφησε και την ψυχή της.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Ήταν
σίγουρη πως μέσα σε λίγα λεπτά την ήξερε πολύ καλά και μπορούσε να παίξει το
παιχνίδι με τους όρους του. Που έτσι κι αλλιώς το μπορούσε δηλαδή.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Του εξήγησε τι
χρειαζόταν, της εξήγησε πού θα έφτανε η οφειλή της. Οι τόκοι ήταν δυσθεώρητοι.
Το αρχικό ποσό σχεδόν διπλασιαζόταν και έπρεπε να εξοφληθεί μέσα σε λίγους
μήνες. Της εξηγούσε αργά και με λεπτομέρειες, σαν συμβολαιογράφος που
απευθύνεται σε αδαή πελάτη. Η προφορά του ήταν βαριά –πάταγε τα σύμφωνα και τα
τσαλάκωνε, στα φωνήεντα έδινε μια αβαθή υγρότητα, ίσα που σέρνονταν λίγο
παραπάνω μες στο στόμα. Όμως μιλούσε άριστα ελληνικά. Ορθή σύνταξη, προσεγμένο
λεξιλόγιο…<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Ήταν εντυπωσιακό. <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Συμφώνησε με τους όρους
–αυτό που την ενδιέφερε ήταν πώς<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>θα
ξεπλήρωνε και πόσο θα ήταν η μηνιαία δόση, ξεροκατάπιε όταν της ανέφερε το
σπίτι της, «ναι, δικό μου είναι», είπε, «κληρονομιά των γονιών μου, τριάρι
ρετιρέ, 87 τετραγωνικά, κατασκευής ’82…». Το ‘ξερε που κινδύνευε το σπίτι της
για τέσσερα χιλιάρικα αλλά είχε αποφασίσει να ρισκάρει.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Αυτός μετά ειδοποίησε να φέρουν ένα συμβόλαιο
να το υπογράψουν και οι δύο. Όσο να το φέρουν, «τι<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>δουλειά κάνεις;» τη ρώτησε. «Δασκάλα», είπε η
Μαρίνα, «δεν σας είπε ο Μάνος πως είμαστε συνάδελφοι;». «Α, δασκάλα…», σχολίασε
αυτός, «δασκάλα… Και ποια τάξη έχεις φέτος;». «Την τρίτη», απάντησε αυτή. «Την τρίτη»,
επανέλαβε αυτός. «Οχτώ χρόνων , έ;». «Ναι, περίπου». <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>«Δεν έχεις παιδιά, έτσι;» είπε πάλι ο
τοκογλύφος. «Όχι», απάντησε ψιθυριστά και κάπως ενοχλημένα η Μαρίνα, «δεν είμαι
παντρεμένη».<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>«Για παιδιά σε ρώτησα», της
είπε απότομα. <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"><o:p> </o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Πήγαινε κάθε μήνα, στις
13, ευλαβικά, και έδινε τη δόση. Έτρεμε<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>μήπως αργήσει έστω και μια ώρα, το συμβόλαιο ήταν τόσο περίπλοκο, το
καταλάβαινε πως την είχε<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>δεμένη
χειροπόδαρα και πως δεν μπορούσε να την προστατεύσει τίποτε και κανείς. Κυρίως
ο νόμος. Όλη μέρα αυτό σκεφτόταν. Να ξοφλήσει. Ολόκληρη η ζωή της μετατέθηκε
στη μέρα που θα εξοφλούσε. Πήγαινε, λοιπόν, κάθε μήνα στις 13, αργά το
μεσημέρι, μετά τις 3, και έδινε τη δόση. Τον πρώτο μήνα τα πήρε ο ξανθός άντρας
με το μαύρο μπουφάν, μετά τα έπαιρνε ο ίδιος ο Ζούραμπ. Ποτέ δεν έλεγαν πάνω
από πέντε λέξεις. Μια φορά, όπως έμπαινε, είδε να βγαίνει μια πολύ όμορφη, καλοζωισμένη<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>γυναίκα γύρω στα τριάντα πέντε. Είχε τέλειες
αναλογίες και μακριά κόκκινα μαλλιά φρεσκοχτενισμένα. Ένα χτένισμα περίπλοκο,
κομψό, τρίχα δεν περίσσευε. Πέρασε από δίπλα της χωρίς να της
μιλήσει, αφήνοντας ένα πολύτιμο άρωμα. Το δωμάτιο μοσχοβόλαγε ακόμα όταν έφυγε,
το ίδιο και ο διάδρομος έξω από το γραφείο του Ζούραμπ, που εκείνη την ημέρα
ήταν σχεδόν σκοτεινός - στο λιγοστό φως από το παράθυρο του φωταγωγού διέκρινε
πως είχαν βγάλει τη λάμπα. Για κάποιο λόγο ήταν σίγουρη πως η νέα γυναίκα ήταν
η σύζυγος του τοκογλύφου -και πράγματι ήταν, αν και κανείς δεν βρέθηκε να της το
βεβαιώσει.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Μια φορά πήγε μια μέρα
νωρίτερα, γιατί 13 έπεφτε Κυριακή. Δεν ήταν αυτός εκεί. Ήταν η γυναίκα του.
Αυτή πήρε τα λεφτά αμίλητη. Δεν τα έβαλε όμως στο συρτάρι<sup>.</sup><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>μπροστά της άνοιξε την τσάντα της και τα
πέταξε μέσα χύμα με μια κίνηση όλο αναίδεια. Αυτή ταράχτηκε, η άλλη το είδε και
με μια ξινή περιφρόνηση της είπε «το ίδιο είναι».<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Πρώτη φορά την άκουγε να μιλάει. Είχε
τραγουδιστή προφορά, αναγνώρισε τα νησιά στη φωνή της.</span></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh3mMwGTudpiU2No9YURNgUaNLhiB5fjpoFCDWG__C81cBg8wo7mhGXpdaoEr8TKIewciATwj11hAAvPkY1KcDvwoWKYuD6V9iaXga8pZhMZWs5Yo5z0uCSp1dxDGh5DUQ7J2daslkYbQ/s1600/%CF%81%CE%BF%CF%81%CE%B7%CF%82.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh3mMwGTudpiU2No9YURNgUaNLhiB5fjpoFCDWG__C81cBg8wo7mhGXpdaoEr8TKIewciATwj11hAAvPkY1KcDvwoWKYuD6V9iaXga8pZhMZWs5Yo5z0uCSp1dxDGh5DUQ7J2daslkYbQ/s1600/%CF%81%CE%BF%CF%81%CE%B7%CF%82.jpg" /></a></div>
<div align="center" class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"></span> </div>
<div style="text-align: right;">
<span style="font-size: x-small;">Γιώργος Ρόρρης</span></div>
<div style="text-align: right;">
<span style="font-size: x-small;"></span> </div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Την επόμενη φορά ήταν
πάλι ο τοκογλύφος. Αυτή τη φορά άνοιξε την πόρτα ένα πολύ νέο κορίτσι όμορφο
αλλά αδιαμόρφωτο ακόμα, μ’ εκείνη την προκλητική αλλά άβολη κίνηση, σαν να μην
ξέρει τι να κάνει με το κορμί της και πώς να διαχειριστεί το μπόι που ήρθε
μάλλον ξαφνικά. Την κοίταξε κοροϊδευτικά και καχύποπτα. Λες και περίμενε να κάνει
κάτι κακό η Μαρίνα, κάτι κακό και βίαιο και εκείνη έπρεπε να το προλάβει.
Έμεινε ανάερη μια αμοιβαία αντιπάθεια.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Πρώτη φορά στο γραφείο οι
περσίδες ήταν μισοσηκωμένες κι έμπαινε φως φυσικό. Λεπτές, ανήμπορες λουρίδες
από φυσικό φως, αρκετές όμως για να συναγωνίζονται περήφανα το λιπαρό κίτρινο
φως ενός παλιού λαμπτήρα πυρακτώσεως που πρέπει να ‘καιγε μέρα νύχτα εκεί μέσα.
Στο καινούριο φως το πρόσωπο του τοκογλύφου είχε μια άλλη διάσταση. Πάνω του
είχε καρφωθεί κάτι πρωτόγονο. Όχι άγριο, αλλά πρωτόγονο, και δεν μπορούσε να
κρυφτεί. Μια επιβολή που άλλαζε χρώματα συνέχεια κι όλα τα χρώματα ήταν έντονα
και κατέληγαν σε ένα βαλτωμένο πράσινο. Ένα έντονο, σκληρό βαλτωμένο πράσινο.
Που τρυπούσε επιθετικά τη θέληση του άλλου και την πάγωνε. Τον παγίδευε σαν
έντομο τον άλλον.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Της έδειξε με το χέρι την καρέκλα. «Έφυγε η
κόρη μου;» τη ρώτησε. «Α, κόρη σας ήταν…», είπε η Μαρίνα και αναγνώρισε
έτσι<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>στην προκλητική αυθάδεια του
νεανικού προσώπου την ξινή νωχελική αναίδεια της μάνας της. «Λυπάμαι δεν είδα, ίσως». «Καλά»,
είπε αυτός, «όχι ότι έχει καμιά σημασία». Πήρε τα λεφτά και την ώρα που η
Μαρίνα ετοιμαζόταν να σηκωθεί, «πώς πάει το σχολείο»; τη ρώτησε. «Καλά», είπε
αυτή άχρωμα. «Πρέπει να είσαι καλή δασκάλα», της είπε. Η Μαρίνα χαμογέλασε. «Ναι»,
είπε πάλι ο Ζούραμπ, «είσαι» (και τόνισε το ρήμα), «είσαι καλή δασκάλα, το
ξέρω. Θα μπορούσαμε να διδάσκουμε στο ίδιο σχολείο». Η Μαρίνα δεν κατάλαβε τι
εννοούσε αλλά δεν ήθελε να ρωτήσει. Ανυπομονούσε να φύγει. Αυτός πάλι που
έπιασε στον αέρα την απορία της, είπε χαμογελώντας, «Δεν αναρωτήθηκες πώς μιλάω
τόσο καλά τη γλώσσα σου; Στην πατρίδα μου σπούδαζα γλώσσες. Μετάφραση». Κι εκεί
τέλειωσε η κουβέντα τους αλλά έμεινε η επίγευση μιας εύθραυστης συμπάθειας. Στο
δρόμο η Μαρίνα παραξενεμένη την κατάλαβε αυτή την συμπάθεια και της φάνηκε ολότελα
παράλογη. Ένας τοκογλύφος που της έπαιρνε κάθε μήνα το μισό μισθό της, που εποφθαλμιούσε
το σπίτι της, ΠΟΥ δεν θα δίσταζε και να σκοτώσει ακόμα όποιον δεν του πλήρωνε τα
ατέλειωτα χρεωστούμενα, που γένναγαν μήνα το μήνα όλο και μεγαλύτερα ποσά,
μέχρι να γονατίσει νικημένος ο χρεώστης και να παραδώσει ό,τι έχει και δεν έχει
στον τοκογλύφο, αυτός ο τοκογλύφος έδειχνε να την συμπαθεί. Μετά δεν το
ξανασκέφτηκε.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Την επόμενη φορά, πάλι
της έκανε νόημα να καθίσει και της πρόσφερε τσιγάρο. «Ευχαριστώ», είπε, «δεν καπνίζω».
«Το’ χεις κόψει καιρό;» ρώτησε αυτός. «Όχι, δεν κάπνιζα ποτέ», είπε κάπως κοφτά
η Μαρίνα –δεν της άρεσε να μπει σε μια προσωπική κουβέντα μαζί του. Έσβησε κι
αυτός το δικό του. «Κάθισε», της είπε. Κάθισε η Μαρίνα, αν και ένιωθε άβολα,
πιο πολύ από άλλες φορές. Τον τελευταίο καιρό τα οικονομικά της είχαν
δυσκολέψει πολύ, δεν ήταν μόνο η δόση στον τοκογλύφο, όλα είχαν ακριβύνει, οι
λογαριασμοί έρχονταν φουσκωμένοι, δυσκολευόταν να τα βγάλει πέρα. Αναγκαζόταν
να τρέφεται με ρύζια και μακαρόνια για να χορταίνει. Έτρωγε πολύ ψωμί για να
χορταίνει. Πάχυνε. Το τζιν στένεψε στους μηρούς. Ξεχείλιζε το σώμα της μέσα από
το παντελόνι που ήταν έτοιμο να εκραγεί. Χώρια που ήταν τριμμένο στο εσωτερικό
των μηρών, λίγο ήθελε να σκιστεί το ύφασμα σ’ εκείνο το σημείο. Και το
πουκάμισο είχε στενέψει. Ανάμεσα στο δεύτερο και τρίτο κουμπί δημιουργούταν ένα
άνοιγμα σα μάτι και από μέσα διακρινόταν ο παλιός, χαλαρωμένος στηθόδεσμος.
Κάθισε λοιπόν η Μαρίνα τραβώντας το πουκάμισο<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>για να έρθει στα ίσα του, πλην ματαίως.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">«Είσαι καλή γυναίκα»,
είπε έξαφνα ο Ζούραμπ, «δεν σε θέλω για πελάτισσα. Μη με κοιτάς έτσι, ξέρω τι
σου λέω. Δεν συγχωρώ, δεν λυπάμαι, όποιος δεν πληρώνει, στέλνω τους ανθρώπους
μου και τον κάνουν κομμάτια. Αν ήθελα, θα σε είχα τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί
και θα σου είχα φάει το σπίτι. Αλλά δεν θέλω. Είσαι καλή γυναίκα. Πόσοι θα
έκαναν νομίζεις αυτό που έκανες εσύ; Όχι για ένα φίλο αλλά για τη μάνα τους την
ίδια. Λίγοι, κυρά-δασκάλα, πολύ λίγοι». <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Έπειτα έβγαλε ένα κουτί
μπισκότα και της πρόσφερε. Η Μαρίνα πάλι αρνήθηκε, αλλά αυτός επέμεινε. «Πάρε,
μη ντρέπεσαι, είναι από την πατρίδα μου, σπιτικά, μη βλέπεις που τα βάλαμε στο
μεταλλικό κουτί. Κάπως έπρεπε να μου τα φέρουν». Η Μαρίνα άπλωσε το χέρι και
πήρε ένα, επειδή ένιωσε αναγκασμένη. Δάγκωσε μια μικρή μπουκίτσα και την μάσησε
καλά πριν την καταπιεί. Ήταν νόστιμο και η γεύση του της θύμιζε αμυδρά την
παιδική της ηλικία. Έπιασε ένα βλέμμα του πάνω της σεβαστικό και μεγάλο. Και
τρυφερό. Λουσμένο στα τριαντάφυλλα ήταν το βλέμμα αυτό. Φευγαλέο βλέμμα. Το
απέσυρε αμέσως κι επέβαλλε στο πρόσωπό του πάλι το σκληρό τίποτα. Μόνο που το
ράγισμα ήταν προφανές. Η Μαρίνα αρνιόταν να συμπεράνει.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">«Γιατί δεν έκανες παιδιά;»
τη ρώτησε απότομα. Αυτή τινάχτηκε, από το ξαφνικό και την αδιακρισία,
πειραγμένη τινάχτηκε κι ήταν έτοιμη να σηκωθεί να φύγει. «Κάτσε», της είπε
αυτός. Και μετά από μια λεπτή, ξερή σιωπή, «Ποιος σου το ‘κανε, κυρία Μαρίνα;».<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>«Σας παρακαλώ», είπε αυτή. «Μην πειράζεσαι»,
είπε ο τοκογλύφος. «Το ξέρω…<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Το βλέπω
πάνω σου. Αυτό είναι το ρούχο σου, όχι τα ρούχα που φοράς. Περπατάς μέσα στη
φυλακή της απόρριψης. Για ποια σε άφησε; Ήταν πιο όμορφη, πιο πλούσια;». «Σταματήστε»,
φώναξε η Μαρίνα, «δεν σας έχω δώσει ποτέ το δικαίωμα». Αλλά μέσα της ένιωθε μια
τεράστια έκπληξη κι ένα απέραντο μελανό φόβο. Πώς μπορούσε να ξέρει; Κανείς πια
δεν ήξερε. Αυτός συνέχισε<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>σαν να μην την
είχε ακούσει:</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: center; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"></span> </div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjnqrfaLaoK_KNEXg5y6doC_XhRH2fk3WO-GPU_fR7x3ZzZyNFNZ3bVxjbWP1af71_P7aX_SzeW9Scpq9ReJck5d-TQF0osD6Y0AdVt82yrcxE-CxIdsrV1EzNFXYI4-V7crVO_B4zSHg/s1600/%CE%BD%CE%B9%CE%BA.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjnqrfaLaoK_KNEXg5y6doC_XhRH2fk3WO-GPU_fR7x3ZzZyNFNZ3bVxjbWP1af71_P7aX_SzeW9Scpq9ReJck5d-TQF0osD6Y0AdVt82yrcxE-CxIdsrV1EzNFXYI4-V7crVO_B4zSHg/s1600/%CE%BD%CE%B9%CE%BA.jpg" /></a></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: center; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"><o:p></o:p></span> </div>
<div style="text-align: right;">
<span style="font-size: x-small;">Ηρώ Νικοπούλου</span></div>
<div style="text-align: right;">
<span style="font-size: x-small;"></span> </div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">«Οι άντρες είμαστε
παλιάνθρωποι και ηλίθιοι, κυρία Μαρίνα. Εγωιστές, φιλόδοξοι, βλάκες. Όταν
καταλάβουμε τι έχει σημασία πραγματικά, είναι αργά. Οι καλές γυναίκες έχουν
φύγει. Άλλες μένουν μόνες τους κι άλλες πάνε στην αγκαλιά άλλων αντρών. Είμαι
62 χρονώ. Έφυγα από τη πατρίδα μου πριν από 35 χρόνια. Άφησα πίσω μου μια
κοπέλα. Μ’ αγαπούσε. Δεν της είπα ούτε αντίο. Την παράτησα. Για να ζήσω τη ζωή
μου. Για να έχω πολλά λεφτά και πολλές γυναίκες. Δεν μ’ ένοιαζε ο τρόπος να
κάνω λεφτά.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Κοιμήθηκα με δεκάδες
γυναίκες. Όμορφες γυναίκες απ’ αυτές που βλέπεις στα περιοδικά. Μια την
παντρεύτηκα κιόλας. Την ξέρεις, την έχεις γνωρίσει εδώ. Δεν είμαι ευτυχισμένος.
Χρόνια τώρα σκέφτομαι τη Λιόσα. Λιόσα το λέγανε εκείνο το κορίτσι στην πατρίδα.
Όσο περνάνε τα χρόνια, τόσο πιο πολύ τη σκέφτομαι. Έβαλα και την παρακολουθούν.
Κάθε βδομάδα μου στέλνουν νέα της. Είναι πια 56 χρονώ. Έχει παχύνει, αλλά έχει
ακόμα όμορφα μαλλιά. Είναι δασκάλα σαν εσένα. Παντρεύτηκε κι έκανε τέσσερα
παιδιά. Έχει τέσσερα παιδιά από έναν άλλον άντρα, όχι από μένα. Εμένα δεν με
θυμάται πια… <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">»Είσαι καλή γυναίκα,
κυρία Μαρίνα. Σε πέντε μήνες θα με<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>ξοφλήσεις. Δεν θέλω να σε ξαναδώ. Μην μπλέξεις ξανά με το σινάφι μου.
Όση ανάγκη και να ‘χεις. Και κοίταξε να ξεχάσεις. Δεν έχεις πατήσει καλά-καλά
τα πενήντα. Έχεις ζωή ακόμα μπροστά σου».<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Η Μαρίνα βγήκε πολύ
ταραγμένη απ’ το γραφείο. Φίδια δάγκωναν την ψυχή της. Και φοβόταν. Φοβόταν
πολύ. Τον οξυδερκή άντρα που της είχε ανοίξει την καρδιά του. Ήταν επικίνδυνο
που της είχε ανοίξει την καρδιά του. Δεν ξέρει ποτέ κανείς τι είναι ικανός να
κάνει κάποιος<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>που σου ανοίχτηκε τόσο
πολύ. <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Αλλά δεν έγινε τίποτε.
Τους επόμενους πέντε μήνες κατέθετε ευλαβικά τη δόση κάθε 13<sup>η</sup> του
μήνα και δεν αντάλλαξαν ξανά<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>παρά
μερικές αδύναμες καλημέρες.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"><o:p> </o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Ο φίλος της έζησε τρεις
μήνες μετά την εγχείριση και πέθανε ένα πρωινό στο νοσοκομείο, όπου είχε εισαχθεί
μερικές μέρες πριν το τέλος.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Ο συνάδελφος της ο Μάνος
ακόμα έχει πάρε-δώσε με τον τοκογλύφο Ζούραμπ.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"><span style="mso-spacerun: yes;"> </span><o:p></o:p></span></div>
<br />
<div align="right" class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: right;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Καλλιθέα, Σεπτέμβρης του 2014<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoBodyText" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt;">
<b><span style="font-family: "Calibri","sans-serif"; font-size: 11pt; line-height: 150%;"><o:p> </o:p></span></b></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span style="mso-tab-count: 1;"><span style="font-size: x-small;"> </span></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<o:p><span style="font-size: x-small;"> </span></o:p></div>
</div>
Μαρώhttp://www.blogger.com/profile/12390945134138828235noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-6770344098448731441.post-76911551084361948992013-08-18T05:51:00.000-07:002013-08-18T05:51:17.971-07:00ΤΟ ΦΙΛΙ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br />
<div align="center" class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: center;">
<b style="mso-bidi-font-weight: normal;"><span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"><o:p></o:p></span></b> </div>
<b style="mso-bidi-font-weight: normal;"><span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"><o:p> </o:p></span></b><br />
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Τις πρώτες μέρες της
άνοιξης μας καλούσε πάντα στο σπίτι της η Αννέτα Ψαραδέλλη. Ήταν κάτι σαν
παράδοση της μικρής γυναικοπαρέας μας –φιλίες που οι περισσότερες μετρούσαν ζωή
τριάντα χρόνων και βάλε. Μόνο η Σωσώ ήταν σχετικά καινούρια. Την είχα φέρει εγώ
στην παρέα δέκα χρόνια πριν, όταν την γνώρισα σε ένα από τα σχολεία που
δούλεψα, και μ’ άρεσε ο ντόμπρος χαρακτήρας της και τα μακριά καστανά μαλλιά
της, που έφτιαναν μικρές σφιχτές μπούκλες κι αυτή τα σήκωνε ψηλά σε ένα κοτσάκι
απ’ το οποίο ξέφευγαν χαριτωμένες ατίθασες τούφες. Ατίθασες σαν την Σωσώ.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Το σπίτι της Αννέτας
είναι στο Λυκαβηττό κι έχει όμορφη θεά. Απ’ το μεγάλο μπαλκόνι της βλέπεις όλη
την Αθήνα. Μπαλκόνι λόγος του λέγειν δηλαδή, γιατί το διαμέρισμα είναι<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>στον τελευταίο όροφο της πολυκατοικίας, ένα
κομψό, μεγάλο ρετιρέ, και το μπαλκόνι είναι μια ευρύχωρη βεράντα με αναπαυτικές
πολυθρονίτσες και μια κούνια.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Αράζουμε νωρίς το
απόγευμα μπροστά σε ένα τραπέζι γεμάτο γλυκά και καφέδες και μένουμε ως αργά το
βράδυ, πίνοντας και τρώγοντας μεζεδάκια που έχουμε ετοιμάσει όλες και έχουμε
φέρει περήφανες για τη μαγειρική μας. Δεν είναι σαν τις άλλες συναντήσεις μας,
αυτό είναι μια ιεροτελεστία της σχέσης μας που την έχει σμιλέψει με σιγουριά ο
χρόνος και τα γεγονότα. Έχει<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>και μια
όμορφη πέργολα στο μπαλκόνι της η Αννέτα και μεγάλες γλάστρες με γιασεμιά και
νυχτολούλουδα, μοσχοβολάει ο τόπος, λιγωνόμαστε από τις μυρωδιές και μπαίνει
μέσα μας ένα φρέσκο αεράκι αισιοδοξίας. Συνήθως σ’ αυτές τις συναντήσεις δεν
μιλάμε για πράγματα σοβαρά. Είναι μέρος της παράδοσης η αλαφράδα της συζήτησης,
τα τετριμμένα θέματα, τα απλοϊκά θα έλεγε ένας τρίτος που δεν μας ήξερε και πιο
πολύ ακόμα θα παραξενευόταν κάποιος που μας γνώριζε και γνώριζε καλά της κάθε
μιας τα ενδιαφέροντα και τις ικανότητες. Είναι αυτό το δώρο της φιλίας το πιο
μεγάλο: κοντά στους ανθρώπους σου, που τους αγαπάς και σε ξέρουν και σ’ αγαπούν
με τη σειρά τους, δεν χρειάζεται να προσπαθείς, δεν είναι αναγκαίο να ανοίγεις
τη βεντάλια των ικανοτήτων σου και των γνώσεών σου<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>για να γίνεις αρεστός, δεν έχεις ανάγκη να
λες πράγματα σοβαρά και<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>περισπούδαστα
όλη την ώρα. Με τους φίλους τους πραγματικούς δεν φοβάσαι να πεις ακόμα και
κοινοτοπίες. Δεν θα σε παρεξηγήσουν. Το ίδιο κάνουν κι αυτοί. Είναι απόδειξη
της εμπιστοσύνης αυτή η χαλαρότητα. Μιλάμε, λοιπόν, για πράγματα ανάλαφρα,
ταξίδια, γάμους, βαφτίσια, αγορές, φτιασίδια, καμώματα των παιδιών, μικρές
ιστορίες της καθημερινότητας<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>που θέλει η
μια να μοιραστεί με την άλλη. Για τα σοβαρά βρισκόμαστε άλλες φορές. <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div align="center">
<a data-ved="0CAUQjRw" href="http://www.google.gr/url?sa=i&rct=j&q=&esrc=s&frm=1&source=images&cd=&cad=rja&docid=5xXvqfwc4Q4UrM&tbnid=DkGx1-RUCvhQOM:&ved=0CAUQjRw&url=http%3A%2F%2Ffe-mail.gr%2Fpages%2Fposts%2Fgourmet_ellinikos_kafes_%2Fgourmet_ellinikos_kafes_9526.php&ei=TMAQUt_-MbT40gXWlIGABw&psig=AFQjCNFhSTVX9lr8_jff_Ez8GF6lvKY7cQ&ust=1376915789470552" id="irc_mil" style="border: 0px currentColor;"><img height="323" id="irc_mi" src="http://fe-mail.gr/media/Image/gourmet/2013/04/ellinikos_kafes/flitzani_ellhnikos_kafes.jpg" style="margin-top: 113px;" width="380" /></a></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Εκείνη την ημέρα είχε
έρθει και η κυρία Μαυρομάτη. Η Έλσα Μαυρομάτη είναι μεγαλύτερη από μας, που
όλες είμαστε συνομήλικες, δυο-τρία χρόνια διαφορά η μια από την άλλη, εγώ με τη
Μαρία μάλιστα είμαστε γεννημένες ίδια χρονιά και ίδιο μήνα. Κι επειδή την
περνάω καμιά δεκαριά μέρες, το μόνιμο αστείο ανάμεσά μας είναι που της ζητώ να
με σέβεται ως μεγαλύτερη. Η κυρία Μαυρομάτη όμως είναι πράγματι μεγαλύτερη,
αρκετά μεγαλύτερη από μας. Δεν είναι μέλος της παρέας μας αλλά την αγαπούμε
όλες γιατί είναι μια γυναίκα σοφή κι αρχοντική, σαν να βγαίνει από γαλλικά
μυθιστορήματα του 19<sup>ου</sup> αιώνα. Ο λόγος της είναι γλυκός αλλά βαρύς.
Στις λέξεις της δεν υπάρχει περίσσεμα, μετρά τα λόγια της και κάθε που μιλά για
κάτι, έχεις τη σιγουριά πως το σκέφτηκε πολύ, πολύ το βασάνισε στο νου της πριν
το πει. Και τραγουδά όμορφα. Η φωνή της είναι κρυστάλλινη παρά την ηλικία της,
δυνατή φωνή, πλατιά, βγαίνει άκοπα μέσα απ’ το κορμί της και ξεχύνεται απαλή
και μελωδική. Έχει σπουδάσει χρόνια κλασικό τραγούδι, ήθελε να ασχοληθεί και
επαγγελματικά αλλά παντρεύτηκε νωρίς, έκανε τρία παιδιά και τα παράτησε όλα για
το χατίρι τους. Εκείνη την ημέρα ήρθε, λοιπόν, και η κυρία Μαυρομάτη και έτυχε,
με αφορμή που δεν θυμάμαι, να πιάσουμε μια μεγάλη κουβέντα για τα παιδιά και το
μεγάλωμά τους κι όλες είχαν κάτι να πουν, ακόμα κι εγώ που δεν έχω δικά μου
παιδιά, αλλά λόγω επαγγέλματος συναναστρέφομαι με παιδιά και εκατοντάδες ζωές
τις ξέρω με τις χαρές και τα βάσανα της εφηβείας τους. Ακόμα και η Χαρά, που κι
αυτή δεν έχει παιδιά, έλεγε για το παιδί μιας ξαδέρφης της που ζουν στην ίδια
πολυκατοικία και το αγαπά. <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Η Χαρά είναι ένα χρόνο
νεότερη μου αλλά δείχνει<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>μια δεκαετία
μικρότερη από την ηλικία της. Είναι χαρούμενος άνθρωπος –«πιο ταιριαστό όνομα
σε άνθρωπο δεν έχω δει» λέει καμιά φορά γι’ αυτήν η Μαρία. Δυναμική, με
χιλιάδες δραστηριότητες, ζαλίζομαι μερικές φορές να την ακούω τι έχει να κάνει
μέσα στη μέρα. Ήταν χρόνια δημοσιογράφος στις πολιτιστικές σελίδες μιας μεγάλης
εφημερίδας, αλλά όταν άρχισε η κρίση, τα πολιτιστικά ένθετα έκλεισαν γρήγορα κι
έμεινε σχεδόν χωρίς δουλειά. Άρχισε να μεταφράζει επαγγελματικά, μιας και ήξερε
αρκετά καλά τρεις γλώσσες,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>και
προσπαθούσε να ζήσει από αυτό και το ενοίκιο μιας παλιάς μονοκατοικίας στην
Καισαριανή που είχε κληρονομήσει από ένα θείο της πριν<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>από χρόνια. Τα ‘φερνε δύσκολα βόλτα, αλλά
ποτέ της δεν παραπονέθηκε ούτε έχασε το χαμόγελό της. Είναι περήφανος άνθρωπος,
παραπάνω απ’ όσο πρέπει νομίζω, δεν καταδέχεται να την λυπούνται. Η Χαρά γελάει
εύκολα και φωτίζεται το πρόσωπό της, που είναι κάπως ασύμμετρο, η απόσταση
ανάμεσα στα μάτια και στο στόμα πάντα μου φαινόταν μεγαλύτερη απ’ όσο
πρέπει,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>αλλά είναι πρόσωπο λεπτό κι
ευγενικό, ένα σχεδόν ωραίο πρόσωπο. Κυρίως τα χείλη της που είναι σαρκώδη και
έχουν ένα χρώμα παράξενο, ροζ σκούρο, πολύ όμορφη τη βρίσκω αυτή την<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>ασυνήθιστη απόχρωση του<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>ροζ<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>που έχουν τα χείλη της. <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Η κυρία Μαυρομάτη ξέρει
τη Χαρά από παλιά. Νομίζω ότι γνωρίζει τη μητέρα της ή ήταν γειτόνισσες με τη
μητέρα της, κάπως έτσι. Την ξέρει πάντως από πολύ μικρή και της έχει περίσσια
αδυναμία. «Είναι καλός άνθρωπος» λέει για τη Χαρά, «τόσο καλός που καταντά
ελάττωμα». Μπορεί να έχει δίκιο, το λένε και οι άλλες για τη Χαρά αυτό, μα
εμένα μ’ αρέσει. Σε ένα κόσμο σαν το δικό μας θέλει μεγάλη γενναιότητα να είσαι
ευαίσθητος και καλός, να παραμένεις ευαίσθητος και καλός, δοτικός άνθρωπος, με
καρδιά. <o:p></o:p></span></div>
<div style="text-align: center;">
<img alt="Φωτογραφία" class="scaledImageFitWidth img" height="645" src="https://fbcdn-sphotos-d-a.akamaihd.net/hphotos-ak-prn1/p480x480/993385_391797267588468_1891168749_n.jpg" style="top: -123px;" width="504" /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Είχαμε πιάσει λοιπόν την
κουβέντα για τα παιδιά εκείνη την ημέρα και λέγαμε και λέγαμε και τελειωμό δεν
είχαμε κι όλο θυμόμαστε ιστορίες για το παιδί της η κάθε μια, αυτές που είχαν,
ή για το παιδί κάποια άλλης από την παρέα, σκανταλιές, εξυπνάδες τους<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>και κοψοχολιάσματα… Θυμάμαι πως γελούσαμε
πολύ γιατί λέει κάποια στιγμή η Μαρία «Ρε κορίτσια τι ώρα είναι; Θα μας φέρουν
το εκατό οι γείτονες».<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Κι ανάμεσα στις ιστορίες
για τα παιδικά κατορθώματα του Αντρέα και του Σταύρου ή των δίδυμων
κοριτσιών<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>της Ελένης λέει απρόσμενα η
κυρία Μαυρομάτη «Δεν σου το συγχώρεσα ποτέ, Χαρά, που δεν παντρεύτηκες. Εσύ απ’
όλες τους πιο πολύ έπρεπε να έχεις<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>γίνει
μάνα».<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Και την κοίταξε ίσια στα μάτια με
μεγάλη σοβαρότητα και, σαν να την κατηγορούσε για κάτι , το βλέμμα της
συνάντησε το βλέμμα της Χαράς και την ανάγκασε να κατεβάσει τα μάτια «Δεν κάνω
παιδιά, κυρία Έλσα. Το ξέρετε κι εσείς και οι άλλες» είπε η Χαρά κι είχε κόπο η
φωνή της, φανερό πως δεν την ήθελε μια τέτοια κουβέντα, αλλά δεν ήξερε πώς να
την σταματήσει, αν άρχιζε. Πήρε αμήχανα από το τραπέζι το ποτήρι της με το
λευκό κρασί και ήπιε μια γουλιά. Κι αλήθεια όλες το ξέραμε,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>μας το είχε πει από παλιά, ότι έχει ένα
πρόβλημα με τα ωάρια και δεν μπορεί να συλλάβει αλλά ούτε και ήθελε να μπει
στην διαδικασία των εξωσωματικών. <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Για μερικά δευτερόλεπτα
έγινε μικρή σιωπή κι έπεσε μια παγωνιά στην ατμόσφαιρα. Οι άλλες ανέλαβαν να
σώσουν την κατάσταση, «πιάσε μου, δυο τυροπιτάκια, όνειρο σου γίνανε, αγάπη
μου» η μια<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>και<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>«μη μου βάζεις<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>παστίτσιο» η άλλη «παχαίνει» και<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>«α, τι ανάγκη έχεις εσύ, τρως όσο θέλεις και
γραμμάριο δεν βάζεις πάνω σου», τέτοια πράγματα, άλλαξε μονοστιγμίς<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>το κλίμα. Έγιναν δυο τρία πηγαδάκια,
χοροπηδούσαν τα χαμόγελα και τα χαϊδέματα σε μπράτσα και ώμους η μια στην άλλη.
Ξεχάστηκε η δύσκολη<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>στιγμή και ήρθε πάλι
η κουβέντα στα παιδιά, γιατί η κόρη της Βέρας ετοιμαζόταν να παντρευτεί και την
πειράζαμε οι υπόλοιπες που θα γίνει κάποια στιγμή κι αυτή, η πιο κομψή και
νεάζουσα της παρέας μας, γιαγιά. <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Η Φαίδρα όλη εκείνη την
ώρα είχε μισοξαπλώσει σε μια πολυθρόνα μ’ ένα ποτήρι στο χέρι. Έκανε πως έπινε.
Ακουμπούσε αργά το ποτήρι στα χείλη, δάγκωνε το στεφάνι, το έγερνε στο στόμα
αλλά δεν άφηνε τη γουλιά να κατέβει. Σχεδόν δεν έβρεχε τα χείλη. Είχε τα μάτια
μισόκλειστα αλλά κοιτούσε επίμονα. Κοιτούσε επίμονα τη Χαρά. Δάγκωνε το ποτήρι,
έβρεχε τάχα τα χείλη και κοιτούσε τη Χαρά. Είχαν περίεργη σχέση οι δυο τους.
Βλέπονταν λιγότερο μεταξύ τους από ό,τι οι άλλες. Αλλά φαινόταν να καταλαβαίνει
η μια την άλλη βαθιά και σχεδόν επικίνδυνα. Κι εγώ που ξέρω καλά τη Χαρά,
καταλάβαινα –δεν το ‘πα ποτέ, αυτά δεν λέγονται- καταλάβαινα πως η Χαρά φοβόταν
μερικές φορές πόσο πολύ την ήξερε η Φαίδρα.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Από την ώρα που είχε
ειπωθεί εκείνη η κουβέντα περί γάμου και μητρότητας, είχε στραβώσει η Φαίδρα.
Κάτι σ’ αυτήν την κουβέντα την είχε πειράξει. Έκλωθε στο νου της να πει ένα
λόγο, το μετάνιωνε, αλλά δεν το βάσταγε πάλι, την έκαιγε να το πει. Αν την
πρόσεχες καλά, ζύγιαζε σαν αιλουροειδές τις δυνατότητες. Και ξαφνικά πήρε το
λόγο, αφήνοντας κάτω το ποτήρι και στρογγυλεύοντας τα χείλη, όπως κάθε φορά που
ήθελε να διηγηθεί μια ιστορία –η Φαίδρα διηγιόταν πολύ όμορφα, με φωνή αργή και
γοητευτική υπέροχες ιστορίες που ποτέ δεν ξέραμε αν ήταν πραγματικές ή τις είχε
πλάσει η αστείρευτη φαντασία της κι αυτή διασκέδαζε να μας βασανίζει αφήνοντάς
μας με ανικανοποίητη την περιέργεια. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: center; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"><img alt="Φωτογραφία: Eσείς την ακούσατε;;;Εμάς πάλι μέσα από το κοχύλι μάς είπε η θάλασσα να σας ειδοποιήσουμε πως σας περιμένει..
Φωτογραφία:David Hamilton." class="scaledImageFitWidth img" height="524" src="https://fbcdn-sphotos-b-a.akamaihd.net/hphotos-ak-prn1/p480x480/73356_3009029281400_1580516912_n.jpg" width="504" /><o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">«Όταν με ρωτούν εμένα
γιατί δεν έκανα παιδιά, λέω συνήθως ότι παιδιά δεν κάνω. Όπως το λέει η Χαρά. Απ’
αυτήν το ‘μαθα να το λέω. Όσοι το ακούν, λυπούνται ή κάνουν ότι λυπούνται γιατί
στην πραγματικότητα δεν τους ενδιαφέρει. Έτσι την είπαν την κουβέντα γιατί τους
αρέσει να ανακατεύονται στις ζωές των άλλων και να μαζεύουν άχρηστες
πληροφορίες που τις αναμεταδίδουν με ευχαρίστηση αλλά χωρίς αληθινό όφελος.
Θέλω να πω άλλο όφελος παρά την ανήθικη χαρά που δίνει η στέρφα γνώση, η
άχρηστη, όταν την δίνεις σε ένα τρίτο και καμαρώνεσαι. Μερικοί ωστόσο θλίβονται
πραγματικά, γιατί νομίζουν πως υπάρχει πληγή στο λόγο μου. Με χτυπούν φιλικά
στην πλάτη, λένε ένα λόγο τρυφερό, συνήθως άστοχο, αλλά έχει η φωνή γλυκάδα και
συμπόνια. Στην πραγματικότητα, λέω αυτό που αντέχουν ν’ ακούσουν οι άνθρωποι.
Γιατί αν πω ότι δεν ήθελα παιδιά δεν θα το πιστέψουν –βλέπεις, δεν είναι που
δεν αγαπώ τα παιδιά, αλλά δεν τα θέλω κι αυτό δύσκολα το πιστεύουν οι άνθρωποι
πως βγαίνει από την καρδιά μιας γυναίκας.<span style="mso-spacerun: yes;">
</span><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Κι ακόμα χειρότερα θα γίνονταν τα
πράγματα,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>αν έλεγα ότι σκότωσα το παιδί
μου…»<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">«Τι λες, ρε Φαίδρα, γαμώ
τη σου…» την έκοψε η Μαρία. Γυρίσαμε όλες και την κοιτάξαμε, τη Μαρία, και δεν
είδαμε το κοράκι που έσκιζε με τα νύχια του το βλέμμα της Χαράς, την αγωνία
που<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>σκέπασε αναπάντεχα το πρόσωπό της. Αλήθεια
πάντως που σε μας τόσα χρόνια –είκοσι τουλάχιστον λέω- η Φαίδρα ποτέ δεν είχε
μιλήσει για το ζήτημα, σαν να μην την αφορούσε.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">«Άστηνα να μιλήσει,
Μαρία» είπε η Αννέτα που δεν προστάτεψε, όπως το συνήθιζε, την συνθήκη της
βραδιάς, δηλαδή να μην μπαίνουν στην κουβέντα βαριά θέματα και εξομολογήσεις.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">«Το κορμί μου είναι
δυνατό, η μήτρα μου γερή, δεν είχα ποτέ μου κανένα πρόβλημα<sup>.</sup><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>θα μπορούσα να φέρω στον κόσμο δέκα παιδιά. Υπήρξε
μια εποχή μάλιστα που νόμιζα πως το ήθελα. Λίγο πριν πιάσω τα τριάντα, τότε που
λένε πως χτυπά το βιολογικό ρολόι των γυναικών και το κορμί ζητά να γεμίσει με
μια νέα ζωή. Έτσι λένε. Μπορεί και να ‘ναι αλήθεια. Ως ένα σημείο, ζώο είναι ο
άνθρωπος και η φύση ζητά την διαιώνιση. Ένστικτο δυνατό δεν λένε πως είναι <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>ετούτο; Νόμιζα πως ήθελα παιδί εκείνη την
εποχή, λοιπόν, ένα κοριτσάκι ήθελα να το μεγαλώσω με αγάπη και ευθυμία. Γιατί
έτσι λέω πως πρέπει να μεγαλώνουν τα παιδιά, με το γέλιο.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">«Τότε…»,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>στάθηκε λίγο σα να ‘θελε να θυμηθεί, «σ’ ένα
ταξίδι στο Παρίσι, κατάλαβα πως ήμουν έγκυος. Κανονικά θα ‘πρεπε να χαρώ αλλά,
από τις πρώτες ώρες ήδη, έπεσε μέσα μου μια πέτρα… Δεν ένιωθα τίποτε. Μήτε
χαρά, μήτε και κάτι άλλο όμως, ανησυχία, να πεις, φόβο, ακόμα και στενοχώρια…<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Ήταν μια μέρα μουντή, φυσούσε ένας γλυκός
κρύος αέρας που άλλες φορές μου δρόσιζε την ψυχή, μα τώρα ούτε που τον
καταλάβαινα. Ένιωθα να με τραβά μέσα της μια ομίχλη με δόντια… Προσπαθούσα να
μη μπω μέσα στο αργό, αραχνοΰφαντο αλλά επίμονο στροβίλισμά της <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>όμως <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>έμπαινε αυτή μέσα σε μένα. Και δεν καταλάβαινα
τι μου συνέβαινε…<span style="mso-spacerun: yes;"> </span><o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Έφτασα περπατώντας από την Σορβόνη στην Πον
Μαρί και στάθηκα ώρα να κοιτώ τα νερά του ποταμού που φούσκωναν αργά και
μεγαλόπρεπα. Μαύρα, βρώμικα, πηχτά νερά… Μπορώ να τα κοιτάζω ώρες. Στάθηκα στη
γέφυρα, κοιτούσα τα νερά του ποταμού και δεν σκεφτόμουν τίποτε. Είχα βυθιστεί
μέσα στη συνείδηση του γεγονότος και ένιωθα σα να ‘μουν πάνω σε μια μεγάλη
κούνια και πήγαινα με φόρα ψηλά και πάλι γύριζα κάτω κι ύστερα πάλι επάνω,
ψηλά, να κοντεύω τον ουρανό και πάλι κάτω, τα πόδια μου άγγιζαν μια υγρή,
επικίνδυνη γλίτσα που ζητούσε να με ρουφήξει…<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>Και τότε κατάλαβα πως δεν ήθελα αυτό το παιδί, πως δεν ήθελα κανένα
παιδί. Δεν ήθελα να έχω παιδί. Όχι, δεν ήταν φόβος μήπως αλλάξει η ζωή μου,
ούτε μήπως το παιδί βάλει σε κίνδυνο την καριέρα μου… Όχι, δεν ήθελα παιδί. Ομολογώ
ότι ξαφνιάστηκα κι εγώ η ίδια από την τόση βεβαιότητα… <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Γιατί ένιωθα απόλυτα βέβαιη πως δεν ήθελα
παιδί. <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Αγόρασα ένα τεστ από
κάποιο φαρμακείο που βρήκα μπροστά μου. Σχεδόν δεν χρειάστηκε να κοιτάξω το
αλλαγμένο χρώμα της ράβδου. Τι θα μου ‘λεγε παραπάνω από ό,τι ήξερα; <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Το επόμενο απόγευμα δεν
είχα δουλειά και έμεινα στο σπίτι –η Στεφανία, που έλειπε στο Στρασβούργο
εκείνο τον καιρό, μου είχε δανείσει το διαμέρισμά της στο Ιβρί σιρ Σεν.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Θα ήθελα να τηλεφωνήσω σε κάποια από σας, στη
Χαρά μάλλον, αλλά δεν το αποφάσιζα. Φοβόμουν λίγο να ακούσω αυτά που ήξερα πως
θα μου έλεγε. Κοιτούσα το όμορφο απογευματινό φως που λιγόστευε ανεπαίσθητα
λεπτό το λεπτό, κοιτούσα το μικρό δρόμο όπου έβλεπε το δωμάτιό μου, το καφέ </span><span lang="EN-US" style="font-size: 12pt; line-height: 150%; mso-ansi-language: EN-US;">Elpenor</span><span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"> –πού το βρήκε το όνομα ο ιδιοκτήτης;
Ήξερε άραγε ποιος ήταν ο Ελπήνορας; Είχα δυο μέρες να φάω, ζαλίστηκα, παρά λίγο
να πέσω κάτω. Αρπάχτηκα από το μπράτσο μιας παλιάς πολυθρόνας και με δυσκολία
πήγα στο κρεβάτι μου και ξάπλωσα. Σε λίγες μέρες θα γύριζα πίσω, στην Αθήνα.
Έπρεπε να οργανώσω την κατάσταση. Να κλείσω ραντεβού με το γιατρό, να πάρω
άδεια από τη δουλειά…<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Νύχτωνε… Το δωμάτιο
γέμιζε σκιές… Ακούμπησα το χέρι μου στην κοιλιά μου. Δεν ένιωθα τίποτε αλλά
αυτό ήταν εκεί, μια επίμονη στάλα ζωής, στη μέση της μήτρας…<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Πίεσα την παλάμη μαλακά, η σάρκα υποχώρησε,
το χέρι μου βυθίστηκε μέσα της, πόνεσα από την πίεση. Και πάλι δεν ένιωθα
τίποτα.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Υπήρχε αλλά ήταν σαν να μην
υπήρχε, υπήρχε και δεν ήθελα να υπάρχει. Δεν ήθελα να υπάρχει. Αυτή η βούληση
γινόταν τόσο οξεία που σχεδόν μπορούσα να τη δω μπροστά μου, σα γαλάζια κοφτερή
φλόγα που χωρίζει χειρουργικά τα μέταλλα…<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Ήθελα να μην υπάρχει… Το
παιδί αυτό ήθελα να μην υπάρχει.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Κι άρχισα να παρακαλάω
–ποιον; Σε Θεό δεν πιστεύω αλλά, έτσι κι αλλιώς,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>μπορείς να παρακαλέσεις Θεό για ένα τέτοιο
πράγμα; Ποιον παρακαλούσα; Κάτι απρόσωπο αλλά δυνατό… Να ξεφορτωθώ αυτό το
παιδί που ήταν ακόμα μια σταγόνα αίμα και μεγάλωνε ώρα την ώρα μέσα<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>μου. Ζητούσα από το<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>κορμί μου να το διώξει. Όλο το βράδυ… το μόνο
που ήθελα ήταν να φύγει από μέσα μου εκείνο το παιδί, σαν να μην είχε υπάρξει
ποτέ…<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Τόσο πολύ το ευχήθηκα, τόσο δυνατά
και οριστικά και με πείσμα, εκείνη τη νύχτα και τις άλλες που ακολούθησαν και
τις μέρες που τους ανήκαν, αλλά τις νύχτες πιο πολύ, γιατί η μέρα είναι της
ζωής, αλλά η νύχτα σκεπάζει τα αιτήματα του θανάτου και τις άνομες επιθυμίες,
τόσο πολύ το θέλησα <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>να … –όχι, δεν είπα
ποτέ τη λέξη, αλλά τι να το κρύβω; Αυτό ήταν- τόσο πολύ το θέλησα να πεθάνει
εκείνο το παιδί, πριν γίνει παιδί, πριν γίνει παιδί μου, που ένα μεσημέρι
ένιωσα ένα σπασμό, ένας πόνος αφόρητος μ’ έκανε να διπλωθώ στα δυο, ιδρώτας μ’
έλουσε, δάγκωσα τα χέρια μου για να μη φωνάξω. Ένιωσα το υγρό ανάμεσα στα πόδια
μου κι έτρεξα στην τουαλέτα. Δεν καταλάβαινα τι μου συμβαίνει, ούτε που πήγε το
μυαλό μου εκείνη τη στιγμή. <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Αίμα έτρεχε μέσα απ’ τα
πόδια μου. Αίμα. Σκούρο αίμα. Μια κλωστή που στην αρχή ήταν παχιά αλλά μετά
γινόταν λεπτούλα σαν της αράχνης τον ιστό και χανόταν στη λεκάνη.
Συνειδητοποίησα πως έχανα το παιδί. Το παιδί μου κυλούσε μέσα από τα πόδια μου
μια αιμάτινη σκούρα κόκκινη, σχεδόν μαύρη κλωστή. Είχα τόσο πολύ επιθυμήσει το
θάνατό του που αυτό είχε υπακούσει. Το είχα ξεφορτωθεί. Το είχα σκοτώσει.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div align="center">
<a data-ved="0CAUQjRw" href="http://www.google.gr/url?sa=i&rct=j&q=&esrc=s&frm=1&source=images&cd=&cad=rja&docid=WTcUABRS-L-g2M&tbnid=6wVKhQ-KhHkrcM:&ved=0CAUQjRw&url=http%3A%2F%2F1myblog.pblogs.gr%2Ftags%2Fthalassa-gr.html&ei=68IQUpuCNuOY0QXk8oFw&bvm=bv.50768961,d.bGE&psig=AFQjCNHMNaLB0CZiTAc6ItgTJACRpR_84w&ust=1376916571260314" id="irc_mil" style="border: 0px currentColor;"><img height="548" id="irc_mi" src="https://encrypted-tbn2.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTMaxRtBktOZ1vo4DdykHQnZw-olygms5yMXdpw-Fb0hoHmRp1hFw" style="margin-top: 0px;" width="721" /></a></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Έκτοτε δεν ξανάμεινα
έγκυος. Ποτέ. Δεν έχω τίποτε. Η μήτρα μου είναι γερή. Το κορμί μου δυνατό και
υγιές, τα σπλάχνα μου λειτουργούν στην εντέλεια. Αλλά παιδί ξανά δεν έπιασα
ποτέ. Το μόνο παιδί που είχα ποτέ μου το σκότωσα<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>εκείνη την ημέρα. Αν την είχα αφήσει να
ζήσει, κορίτσι θα ‘τανε, είμαι σίγουρη, σήμερα θα ήταν είκοσι τεσσάρων χρόνων,
λίγο μικρότερη από την κόρη σου Αννέτα, δυο χρόνια μεγαλύτερη από τις δίδυμες
Κατερίνα…»<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Είχε πέσει βαριά σιωπή
στο μπαλκόνι της Αννέτας. Ευτυχώς χτύπησε ένα κινητό, κάποια το σήκωσε και κάτι
είπε, συνεφέραμε με το κουδούνισμα και τη φωνή αυτής που εξαναγκάστηκε να
γυρίσει απότομα στην πραγματικότητα. Κάποιες μουρμούρισαν πως θέλει να κάνει
εντύπωση η Φαίδρα κι έφτιαξε μια ιστορία πάλι για να μας τρομάξει και να γίνει
το κέντρο της προσοχής. Μας βόλευε αυτή η εκδοχή και η Φαίδρα ως συνήθως
αινιγματική, σήκωσε τους ώμους, όταν η Σωσώ της είπε «Έλα, ρε φιλενάδα. Κόφτο
το δράμα…<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Δεν πείθεις».<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Και γελάσαμε τάχα συμφωνούσαμε με τη Σωσώ
αλλά σίγουρες δεν ήμασταν και δεν θέλαμε να το σκεφτούμε παραπάνω.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Δεν πέρασε πολλή ώρα και σηκώθηκε η Χαρά.
«Κορίτσια, πρέπει να σας αφήσω, αύριο έχω πολλή δουλειά και θα ξυπνήσω απ’ τα
χαράματα». Μας φίλησε μια-μια κι έφυγε. Τελευταία της έμεινε η Φαίδρα. Δεν
σηκώθηκε, αναγκάστηκε να σκύψει η Χαρά για να τη φιλήσει και την κοίταζε ίσια
μέσα στα μάτια με αυθάδεια και θρίαμβο.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Βγήκε η Χαρά, την
συνόδευσε ως την πόρτα η Αννέτα και η κυρία Μαυρομάτη. Στο μεταξύ το κλίμα είχε
πάλι κάπως αλαφρύνει. Το φροντίσαμε η Σωσώ κι εγώ που έχουμε ένα ταλέντο σ’
αυτά. Όση ώρα διάρκεσαν στην πόρτα οι καληνύχτες με τη Χαρά,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>σηκώθηκε και η Φαίδρα «Μωρέ, να πηγαίνω κι
εγώ» είπε, βιαστικά σηκώθηκε σαν να ‘χε θυμηθεί κάτι που έπρεπε να το κάνει
αμέσως, βιαστικά μας φίλησε κι έφυγε. Δεν δώσαμε σημασία.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Οι άλλες ήμασταν αποφασισμένες να το
τραβήξουμε ως αργά. <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Στο ασανσέρ πρόλαβε τη
Χαρά. Είχε ήδη μπει στην καμπίνα και η πόρτα είχε σχεδόν κλείσει πίσω της, όταν
την τράβηξε η Φαίδρα με βία, την άνοιξε και μπήκε μαζί της. Μεγάλο ασανσέρ,
ευρύχωρο μ’ ένα τεράστιο καθρέφτη. Κοιτάχτηκαν οι δυο γυναίκες, μέσα από τον
καθρέφτη. Η Φαίδρα και η Χαρά. Πελιδνό το πρόσωπο της Χαράς, με μια παράξενη χαιρεκακία
η Φαίδρα. Όχι χαιρεκακία, δεν ήταν μοχθηρή η Φαίδρα, το αντίθετο… Είχε μια
αυθάδεια το βλέμμα της νοτισμένη με αγάπη. Και μια απόφαση στριφνή κι απρόσμενη.
<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Τότε φάνηκε που σπάραζε η Χαρά, άσπρη σα
χαρτί, ακόμα και τα χείλη της είχαν χάσει εκείνο το περήφανο σκούρο ροζ που
τόσο αγαπούσα. «Γιατί, Φαίδρα;» ψέλλισε «Γιατί είπες την ιστορία; Και σαν να
‘τανε δική σου; Είπες την ιστορία μου σαν να ‘τανε δική σου; Μόνο εσύ την
ήξερες, μόνο σε σένα την έχω πει… Γιατί;». Η Φαίδρα δεν απάντησε. Κοιτάζοντας
στον καθρέφτη ακόμη, ίσιωσε δυο τσουλουφάκια που είχαν φύγει από το χτένισμά
της, έστρωσε με το δάχτυλο τα φρύδια της, κι έπειτα με μια φωνή ήρεμη και
απαλή, φωνή όλο σιγουριά και δέσμευση, «κάποτε έπρεπε να την ακούσεις» είπε
-και ξαφνικά, απροσδόκητη όπως πάντα, αγκάλιασε τη Χαρά και της έδωσε ένα
μεγάλο φιλί στο στόμα.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div align="right" class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: right; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Ιούνιος-Αύγουστος
2013<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"><o:p> </o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"><o:p> </o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"><o:p> </o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"><o:p> </o:p></span></div>
<br />
<div align="right" class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: right;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"><o:p> </o:p></span></div>
</div>
Μαρώhttp://www.blogger.com/profile/12390945134138828235noreply@blogger.com3tag:blogger.com,1999:blog-6770344098448731441.post-69893580189442234652013-08-09T08:32:00.000-07:002013-08-09T08:36:08.667-07:00Το Ποντικάκι<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br />
<div align="center" class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: center;">
<b style="mso-bidi-font-weight: normal;"><span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"><o:p> </o:p></span></b></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Η μανούλα μου, αλαφρύ το
χώμα που τη σκεπάζει, ήταν άγια γυναίκα. Άνθρωπο δεν πείραζε στη ζωή της. Του
Θεού άνθρωπος, με πίστη βαθιά, όχι όμως στης εκκλησίας τις ρήσεις και τις
εντολές. Είχε δική της σχέση με το Θεό και την Παναγία, δικές της
προσευχές.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Έζησε ήσυχα και ήσυχα έφυγε,
λίγες μέρες κράτησε το ψυχορράγημά της. Ξένο πράμα δεν το άγγιζε ποτέ. Κι ένα
κέρασμα ακόμα ντρεπόταν πολλές φορές να το πάρει κι ας το ‘θελε το γλυκάκι που
της πρόσφεραν. «Να βρίσκαμε, ρε Λευτερία ένα πορτοφόλι γεμάτο χιλιάρικα», της
είπε κάποτε μια φιλενάδα της. Πάνε πολλά χρόνια, είχαμε δραχμές τότε και το
χιλιάρικο είχε αξία, σκέψου, σου μιλάω για εποχές που δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμα
τα πεντοχίλιαρα. Την κοίταξε λίγα δευτερόλεπτα η μάνα μου, χαμογέλασε, σαν να
της άρεσε η ιδέα και μετά αμέσως σκοτείνιασε το πρόσωπό της, ένας φόβος χύθηκε
στα χαρακτηριστικά της, μια ανησυχία, «Όχι, μωρέ Φιφή», είπε, λες και το ‘χαν
βρει το πορτοφόλι κι ετοιμάζονταν να μοιραστούν το ποσό. «Όχι, δεν ξέρεις
ποιανού μπορεί να είναι..». «Σε καλό σου, χριστιανή μου» είπε η φίλη, «κανενός
πλούσιου θα ‘ναι, αν έχει μέσα τόσα λεφτά». «Όχι, είπε», είπε η μάνα μου,
«μπορεί να ‘ναι κανενού φτωχού και κάπου να τα πηγαίνει, σε νοσοκομείο ή σε
χρέη». Όταν, τυχαία, λίγο καιρό μετά, ένας γείτονας λογιστής έχασε το πορτοφόλι
του με λεφτά της εταιρείας μέσα και κόντεψε να τρελαθεί, φτωχός άνθρωπος, πού
να τα βρει να καλύψει το έλλειμμα…, «Είδες;», μου είπε εμένα, μικρό παιδί τότε
«Είδες που σας τα ‘λεγα;» και ακουμπούσε με το δείχτη το μελίγγι της
στοχαστικά. Και ικανοποιημένα. Έτσι μ’ έμαθε κι εμένα.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Κι ίσως γι’ αυτό να έγινα αριστερή<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>-που δεν ήταν στις προθέσεις της, μιας κι η
ίδια από πολιτικά δεν σκάμπαζε κι όπως οι πολλοί εμπιστευόταν κάθε φορά ένα
πρόσωπο κι έλπιζε πως θα μας σώσει και θα κάνει το καλό στον τόπο. Πότε τον ένα
και πότε τον άλλο. Με τον καημό έφυγε, που κανένας δεν υπερασπίζεται το φτωχό
και που όλοι την ξεγέλασαν και της είπαν ψέματα.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Της θύμωνα. Αλλά δεν έπρεπε. Μπορούσα να μάθω
από αυτά που σκεφτόταν. Δεν το έκανα. Είχα το δικό μου δρόμο κι εκείνη,
μεγαλωμένη μέσα στον τρόμο της Κατοχής και<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>του Εμφύλιου, φοβόταν για την τύχη μου. «Θα σου κάνουν φάκελο»<sup>. </sup><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>της χάιδευα τις άσπρες μπουκλίτσες της γελώντας,
τραβούσα ένα παιχνιδιάρικο δαχτυλιδάκι στο κορφοκέφαλο μπλέκοντας ένα-δυο<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>δάχτυλα μέσα του. Η μάνα μου. Πάνε χρόνια
δίχως της.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Αυτή η άγια γυναίκα που η
καρδιά της γέμιζε λύπηση και συμπόνια για τον αναγκεμένο κι έβγαζε να δώσει
ό,τι είχε για να ανακουφίσει τον άλλον –πολλές φορές την είχαν ξεγελάσει δήθεν
φίλοι, που εκμεταλλεύθηκαν την καλοσύνη της και την αγαθοσύνη της ψυχής
της-<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>μια φορά άπλωσε χέρι σε ξένη
περιουσία. Και ώσπου πέθανε, διηγιόταν την ιστορία ξανά και ξανά σαν να<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>‘θελε να δικαιολογηθεί και να την
δικαιολογήσουν και οι άλλοι, και πάλι όμως δεν είχε συγχωρέσει τον εαυτό της. <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Στην Κατοχή ήταν
κοριτσάκι 13-14 χρονών. Με την ηλικία της είχαμε ένα πρόβλημα. Τα χαρτιά της
έλεγαν πως ήταν<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>γεννημένη το ’24, η ίδια
επέμενε πως ήταν 4 χρόνια μικρότερη και μάλλον δίκιο θα ‘χε, από υπολογισμούς
που κάναμε σε σχέση με μια συνομήλικη ξαδέρφη της, που όμως τα χαρτιά της
έδειχναν πως είχε γεννηθεί το ’28. Τι να πεις; Εδώ σήμερα με τόσους υπολογιστές
κι αυτό το κράτος δεν μπορεί να βρει άκρια, τότε με τον πόλεμο και τις
καταστροφές θα τα κατάφερνε;<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Ας είναι. Η
γιαγιά μου είχε έρθει από τα μέρη της Ανατολής, πρόσφυγας, καλοθρεμμένη κόρη
ευκατάστατης οικογένειας, αναγκάστηκε να δουλέψει για να μεγαλώσει τα παιδιά
της δίπλα σε ένα τζαναμπέτη σύζυγο, που ζήλευε τα ξανθά μαλλιά της, τα γαλανά
μάτια της και το κομψό, ανάλαφρο κορμί της, γι’ αυτό φρόντιζε συχνά πυκνά να τη
χτυπά αναίτια μέχρι λιποθυμίας. Στις αρχές του πολέμου έφυγε από το σπίτι
αφήνοντας μόνες τους τη γυναίκα του και την κόρη του. Άφθαστη νοικοκυρά η
γιαγιά, με λίγο αλεύρι και νερό έκανε θαύματα και τάιζε την οικογένειά της,
αλλά με τη δουλειά δυσκολευόταν πολύ, δεν τα κατάφερνε, δεν ήξερε πώς να
γυρέψει το μεροκάματο, πού να τρέξει. Η πείνα τις έζωσε.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Μια συγγένισσα είπε τότε που ένα σπίτι στον
Κορυδαλλό, καλό σπίτι και πλούσιο, το ‘χε ένας τελώνης που έμενε μόνος με τη
μάνα του, ένα σπίτι στον Κορυδαλλό είπε η συγγένισσα, χρειαζόταν ένα κορίτσι να
βοηθάει στις δουλειές. Θα ‘χε εξασφαλισμένο το φαγητό και κανένα ρούχο και θα
της έδιναν και κάτι για το σπίτι της. Πήγε η μάνα μου. Η γιαγιά δεν ήθελε, «το
παιδί είναι μικρό ακόμα…» έλεγε, ενώ την αλήθεια τη μουρμούριζε στα εικονίσματα
«υπερέτρια το παιδί μου…;» και δεν το άντεχε. <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Κοριτσάκι, λοιπόν,
καχεκτικό σαν κλαράκι από λιανό δέντρο, αδύνατο, πεινασμένο, έφτασε με ένα
μπογαλάκι στον Κορυδαλλό κι έπιασε δουλειά. Ο τελώνης ήταν καλός άνθρωπος,
πονετικός. Η μάνα του όμως ήταν στρίγκλα και βρήκε την ευκαιρία να παίξει όσο
πιο σκληρά μπορούσε το ρόλο του αφεντικού πάνω στο αδύναμο παιδί. Τη διάταζε
όλη την ώρα, δεν την άφηνε να πάρει ανάσα, μόλις την έβλεπε να κάθεται ένα
λεπτό, εφεύρισκε μια άχρηστη δουλειά και την έβαζε με το ζόρι να την κάνει
αμέσως. Η γυναίκα αυτή ήταν και τσιγκούνα. Δεν έδινε του αγγέλου της νερό.
Παρόλο που το κελάρι τους ήταν γεμάτο τρόφιμα και καλούδια, δεν βοηθούσε κανένα
στη γειτονιά. Και στην ταλαίπωρη μικρούλα δεν έδινε παρά λίγες σταφίδες και μια
φέτα ψωμί, ενώ άλλα είχε κανονίσει ο γιος της. Αυτός μάλιστα, επειδή φοβόταν
που θα συμβεί κάτι τέτοιο, προειδοποίησε τη μάνα μου και της έδωσε κλειδί του
κελαριού, όπου φυλούσαν μεγάλες ποσότητες φαγώσιμων. «Να τρως», της είπε, «άσε
τη μάνα μου να λέει. Κάνε το μόνο κρυφά, να μη σε βλέπει, δεν μπορώ τις φωνές
της». Όταν ο ίδιος ήταν στο σπίτι πάντως φρόντιζε να τρώει η μάνα μου κανονικά,
αδιαφορώντας για την γκρίνια της δικής του, που μερικές φορές έφτανε σε
παροξυσμούς και καυγάδες. <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhSGuZ3lqv9ku4pQiuiUwxsE7vqslg3pYKmfoh1rSzHW9mCztHSYOwxBkJPUa3mBt4mKPF4Uk32Ov4kN2lRO6_c7tQdCcdwendgJjKXMo5LFYaiTL0V-sXRl72imdjSOpFyMD6X_7-HUg/s1600/%CE%BA%CE%BF%CF%86%CE%AF%CE%BD%CE%B9+%CE%BC%CE%B5+%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CE%AD%CF%82.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhSGuZ3lqv9ku4pQiuiUwxsE7vqslg3pYKmfoh1rSzHW9mCztHSYOwxBkJPUa3mBt4mKPF4Uk32Ov4kN2lRO6_c7tQdCcdwendgJjKXMo5LFYaiTL0V-sXRl72imdjSOpFyMD6X_7-HUg/s1600/%CE%BA%CE%BF%CF%86%CE%AF%CE%BD%CE%B9+%CE%BC%CE%B5+%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CE%AD%CF%82.jpg" /></a></div>
<div align="center">
</div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Μια μέρα έφεραν στο σπίτι
δυο μεγάλα κοφίνια ελιές. Ξέχειλα. Καθώς τα κουβαλούσαν για να τα κατεβάσουν οι
εργάτες στο υπόγειο, έπεφταν ελιές στο πάτωμα. Η μάνα μου, που βοηθούσε στη
μεταφορά, έσκυψε και άρπαξε με τα κόκκινα από τα νεροπλυσίματα χεράκια της
μερικές ελιές και τις έχωσε στο πεινασμένο στόμα της, λαίμαργα και βιαστικά να
μη την δει κανείς. Φοβόταν τη γριά αλλά ντρεπόταν κιόλας. Στο σπίτι της μπορεί
να ήταν φτωχοί, αλλά η γιαγιά μου αλλιώς την είχε μάθει. Απ’ αυτό που φοβόταν
δεν ξέφυγε. Η γριά γυναίκα την είδε και δίνοντας της μια σπρωξιά, τάχα μου
χάδι, είπε με κακία αλλά δήθεν αστεία «δεν είναι οι ελιές σταφίδες, ποντικάκι».
Από τότε της έμεινε το παρατσούκλι και η γυναίκα αυτή την έλεγε «ποντικάκι». <o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Πέρασαν τρεις –τέσσερις
δύσκολοι μήνες. Σ’ αυτό το διάστημα είχε δει ελάχιστα τη γιαγιά μου. Μια μέρα,
η συγγένισσα που την έφερε στο σπίτι ήρθε αλαφιασμένη να τη βρει. «Λευτερία, η
μάνα σου δεν είναι καλά, πεθαίνει». Η μανούλα μου έχασε τη γη κάτω από τα πόδια
της. Τη λάτρευε τη γιαγιά μου, όπως εγώ λάτρευα εκείνη. Για κάθε άνθρωπο
υπάρχει ένας άλλος άνθρωπος στον κόσμο, ένας και μοναδικός, ο πιο αγαπημένος,
που, αν υπάρχει άλλη ζωή, μια όποια ζωή μετά το θάνατο, αν υποθέσουμε ότι
υπάρχει,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>και σε ρωτήσουν «ποιον θέλεις
να δεις τώρα εδώ που ήρθες;», θα πεις χωρίς δισταγμό ένα όνομα και θα
αναζητήσεις μέσα στο χάος τη μορφή του, αναγνωρίζοντάς την χωρίς δυσκολία μέσα
στους χιλιάδες, τα εκατομμύρια νεκρούς. Νομίζω που αν μου τύχαινε να μου
απευθύνουν ένα τέτοιο ερώτημα, τη μάνα μου θα έλεγα. Με βεβαιότητα.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Ήρθε λοιπόν η συγγένισσα
και την ενημέρωσε που πεθαίνει η μάνα της, μέρες στο κρεβάτι. «Στο σπίτι σας
δεν υπάρχει μπουκιά φαγί» συμπλήρωσε «είναι μέρες νηστική». Η μάνα μου
τρελάθηκε. Το μυαλό της σκοτείνιασε. Η εικόνα της ανήμπορης μητέρας της
καρφώθηκε στο νου της και της πλημμύρισε τα σπλάχνα της με πόνο ανείπωτο. Ένα
μαχαίρι την έκοβε κομμάτια κι η αγωνία την συνέθλιψε. Έμεινε για λίγο ακίνητη
στη μέση της κουζίνας, χωρίς να ξέρει τι να κάνει, πού να πάει, από ποιον να
ζητήσει βοήθεια. Στο σπίτι ήταν μόνο η τυραννική γριά, ο γιος της έλειπε σε
ταξίδι, θα ερχόταν μέρες μετά. Στη μέση της, πάνω από την ποδίτσα που σκέπαζε
την κοιλιά της και της κατέβαινε ως τα γόνατα της μικροκαμωμένης έφηβης,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>από ένα πρόχειρο σχοινάκι κρεμόταν το κλειδί
του κελαριού. Το ψηλάφισε και μια λάμψη θανατερή ανέβηκε και έσκισε το βλέμμα
της. Ταλαντεύτηκε λίγο. Πώς να το κάνει; Αλλά ήρθε στο νου της η εικόνα της
μάνας της στο κρεβάτι, να πεθαίνει από πείνα, και δεν άντεξε. Ύψωσε τα μάτια
στον ουρανό, «σχώρα με» είπε «κι εσύ το ίδιο θα ‘κανες» και χύθηκε στο κελάρι.
Κοίταξε γύρω-γύρω και ανακάλυψε ένα τεράστιο σωρό ακριβά υφάσματα. Τόπια
ολόκληρα από μεταξωτά να ντυθεί μια ολόκληρη πόλη. Κομμάτια από γούνες,
νταντέλες και μάλλινα.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Τράβηξε το πρώτο
τόπι ύφασμα που βρήκε μπροστά της. Μαύρη νταντέλα για πλερέζες. Έβγαλε το
φουστανάκι της και τύλιξε με το ύφασμα σφιχτά το λιγνό κορμάκι, όσο πιο σφιχτά
μπορούσε. Κυλούσαν δάκρυα από τα μάτια της. Ο φόβος για τη ζωή της μάνας
συναγωνιζόταν την ενοχή για την πράξη, αλλά δεν είχε περιθώριο. Λίγα μέτρα
ύφασμα για μια ανθρώπινη ζωή. Έπειτα ξανάβαλε το φουστανάκι της, έδεσε την
ποδιά της και γέμισε την τσέπη της με σταφίδες. Ανέβηκε μετά στην κουζίνα,
σκαρφάλωσε σε ένα σκαμνί και έφτασε με δυσκολία το «φανάρι» που κρεμόταν από το
ταβάνι και μέσα φυλούσαν ψωμί και παξιμάδια. Κατέβασε το μεγάλο καρβέλι και
έκοψε μερικές φέτες. Δεν το ξανάβαλε στη θέση του. Το άφησε πάνω στο τραπέζι
μαζί με το μαχαίρι και τα ψίχουλα. Και χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω της
βγήκε τρέχοντας στο δρόμο.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div align="center">
</div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Η γριά γυναίκα την πήρε
χαμπάρι που βγήκε χωρίς άδεια κι άρχιζε να φωνάζει πίσω της με τη στριγγιά
αυταρχική φωνή της «Πού πας, ποντικάκι; Ε, πού πας, ποντικάκι;» αλλά η μανούλα
μου δεν την άκουγε. Έτρεχε σαν άνεμος<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>να
προφτάσει να σώσει τη δική της μάνα. «Δεν μ’ ένοιαζαν οι Γερμανοί που μπορούσαν
χωρίς αιτία να βγάλουν το πιστόλι και να σε σκοτώσουν. Δεν έδινα σημασία σε
τίποτα. Έτρεχα να πάω στη μάνα μου. Στο δρόμο πούλησα την πλερέζα και πήρα γάλα
και μερικά τρόφιμα ακόμα, ό,τι βρήκα, ό,τι μπόρεσα.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Με ξεγέλασαν. Μου τα πήραν για μια μπουκιά
ψωμί. Δεν μ’ ένοιαζε. Έφτασα στο σπίτι μας ξέπνοη. Κορυδαλλός Τζιτζιφιές με τα
πόδια. Πεινούσα κι εγώ αλλά δεν άγγιζα τίποτα μέχρι να φτάσω. Πονούσαν τα
ποδαράκια μου και κρύωνα, κάνε να ’μουν και ξυπόλητη, αυτό,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Μαρία μου, δεν το θυμάμαι. Τη βρήκα άσπρη του
θανάτου πάνω στο κρεβάτι, ούτε μιλούσε ούτε κουνιόταν. Ζέστανα το γάλα και της
το πότισα. Έκανα παπάρα το ψωμί για να μπορέσει να το καταπιεί. Είχε κλείσει το
στομάχι, δυσκολεύτηκε. Τη συνέφερα. Την έσωσα τη μάνα μου, παιδί μου. Ας με
συγχωρέσει ο Θεός κι ας συγχωρέσει κι αυτούς που έχουν και δεν δίνουν».<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"><o:p> </o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Μου τη διηγήθηκε ξανά,
για χιλιοστή φορά την ιστορία, λίγες μέρες πριν μπει στο νοσοκομείο από όπου
δεν ξαναγύρισε πια. Τη βάραινε μετά από τόσα χρόνια ακόμα. Κι αν μερικές φορές
η χροιά της φωνής της πήγαινε πιο πολύ να καταδείξει τα βάσανα της ζωής της,
ωστόσο ποτέ δεν συναντήθηκε πραγματικά μ’ αυτό που έκανε. «Σωστά έπραξες» της
έλεγα. «Κι εγώ το ίδιο θα ‘κανα στη θέση σου, όχι μόνο για τη μάνα μου αλλά και
για ένα ξένο». «Σωστά λάθος, μόνο ο Θεός το ξέρει» μου είπε εκείνη την
τελευταία φορά και πέρασε δυο βελονιές ακόμη στο ρούχο που έραβε.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>«Μόνο ο Θεός το ξέρει», επανέλαβε, αφήνοντας
στην άκρη το ρούχο, «όμως η πείνα σε κάνει κακό άνθρωπο και αμαρτάνεις χωρίς να
το θέλεις». Κι έπειτα σηκώθηκε και τράβηξε στην κρεβατοκάμαρα «Βάλε μου να δω
το Γιάννη Αγιάννη»<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>-δυο έργα αγαπούσε
και τα ‘χε δει σε όσες εκδοχές έφτασαν στην Ελλάδα τους «Άθλιους» και τον
«Ρομπέν των Δασών».<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify; text-indent: 36pt;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Αλαφρύ το χώμα που τη
σκεπάζει την άγια γυναίκα, σε λίγο κλείνουν τέσσερα χρόνια από το θάνατό της. Αν
ζούσε, θα ‘τρεμε πως έρχονται πάλι εκείνα τα χρόνια, της πείνας και του
θανάτου. Και άδικο δεν θα ‘χε. Μερικές φορές σκέφτομαι<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>-α, τι λέει το άθλιο στόμα μου- αλλά το
σκέφτομαι, καλύτερα που έφυγε πριν αρχίσει η κρίση. Γιατί να ζούσε την αγωνία
που κάποιος άλλος θα βρισκόταν στη θέση της και θα επαναλάμβανε για χάρη της
τώρα την ίδια αμαρτία…<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"><o:p> </o:p></span></div>
<br />
<div align="right" class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: right;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">28.2.2013</span></div>
<div align="right" class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: right;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">(πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ, τ. 48, Άνοιξη 2013)</span></div>
</div>
Μαρώhttp://www.blogger.com/profile/12390945134138828235noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6770344098448731441.post-48275697422807227812013-05-19T02:52:00.000-07:002013-05-19T02:52:43.710-07:00Διακλάδωση<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="text-align: center;">
<span style="color: black;"> <a href="http://www.google.gr/url?sa=i&rct=j&q=&esrc=s&frm=1&source=images&cd=&cad=rja&docid=JiOEgYZdy5TuaM&tbnid=98FEBl1Zsr9dIM:&ved=&url=http%3A%2F%2Fnoexcus.blogspot.com%2F2010%2F09%2Fblog-post_18.html&ei=XJ6YUenGGNH30gW56IDICQ&bvm=bv.46751780,d.d2k&psig=AFQjCNEeqdLO4RNpuvOUs4LxTCPUMrO9YA&ust=1369042908646323" id="irc_mil" style="border: 0px currentColor;"><img height="325" id="irc_mi" src="http://1.bp.blogspot.com/_AwBOvupXiW4/TJTAGyxDFKI/AAAAAAAAC48/z8gzFB9dZOc/s1600/sun-sky-lg.jpg" style="margin-top: 73px;" width="500" /></a></span></div>
<div style="text-align: right;">
<span style="font-size: x-small;">(από το </span><a href="http://noexcus.blogspot.gr/2010/09/blog-post_18.html"><span style="font-size: x-small;">http://noexcus.blogspot.gr/2010/09/blog-post_18.html</span></a><span style="font-size: x-small;">)</span></div>
<span style="color: black;"> </span><br />
<div style="line-height: 16.8pt; margin: 0cm 0cm 12pt; text-align: justify;">
<span style="color: black;"><span style="color: black; font-family: "Helvetica","sans-serif"; font-size: 10.5pt;">ΤΗΣ ΕΛΕΓΕ Η ΜΑΝΑ ΤΗΣ νὰ παντρευτεῖ, νὰ ἔχει μιὰ παρέα στὰ γερατειά της. Τῆς φαινότανε πρόστυχος λόγος γιὰ νὰ ζήσεις μαζὶ μ’ ἕναν ἄνθρωπο. Τῆς ἔλεγε ὁ πατέρας της νὰ παντρευτεῖ, νὰ κάνει παιδιά, κάποιος νὰ τὴ γηροκομήσει. Τῆς φαινότανε ἄγριος λόγος γιὰ νὰ φέρεις στὸν κόσμο νέα ζωή. Γερὸ σκαρὶ ἤτανε, ἀρρώστια μέχρι τὰ ἑξήντα της δὲν κατάλαβε, ἄλλο νὰ πεῖς ἀπὸ τὰ τυπικά, συνάχια, γρίπες καὶ τὰ τέτοια. Πρώτη φορὰ ἀρρώστησε στὰ ἑξήντα. Δὲν ἔδωσε τὴ σημασία πού ‘πρεπε στὸ κρύωμα, γύρισε αὐτὸ σὲ πνευμονία. Δώδεκα μέρες νοσοκομεῖο, μὲ τὰ ὀξυγόνα καὶ τοὺς ὀρούς, κι ἄλλο ἐνάμισι μήνα στὸ σπίτι κρεβατωμένη. </span><span style="color: #444444; font-family: "Helvetica","sans-serif"; font-size: 10.5pt;"><o:p></o:p></span></span></div>
<span style="color: black;"> </span><br />
<div style="line-height: 16.8pt; margin: 0cm 0cm 12pt; text-align: justify;">
<span style="color: black;"><span style="color: black; font-family: "Helvetica","sans-serif"; font-size: 10.5pt;"> Σηκώθηκε μὲ κόπο, πάντως πολὺ λιγότερο ἀπὸ χτές, κι ἀπὸ προχτὲς πολὺ καλύτερα. Γέρευε μέρα τὴ μέρα. Ἤθελε κάτι ζεστὸ νὰ πιεῖ νὰ τῆς πραΰνει τὸ στῆθος. Μὲ τὴν κρίση, ποῦ λεφτὰ νὰ πάρει ἕναν ἄνθρωπο, μιὰ κοπέλα νὰ τὴν φροντίζει. Μόνη της τά ‘βγαλε πέρα. Μὲ τὶς φίλες της. Μιὰ ἡ Ἀρετὴ ἐρχότανε, μιὰ ἡ Μαρία καὶ ὅποτε μποροῦσαν καὶ οἱ ἄλλες. Νά ‘ναι καλὰ ὅλοι της οἱ φίλοι, δίπλα της στάθηκαν ἀγόγγυστα. </span><span style="color: #444444; font-family: "Helvetica","sans-serif"; font-size: 10.5pt;"><o:p></o:p></span></span></div>
<span style="color: black;"> </span><br />
<div style="line-height: 16.8pt; margin: 0cm 0cm 12pt; text-align: justify;">
<span style="color: black;"><span style="color: black; font-family: "Helvetica","sans-serif"; font-size: 10.5pt;"> Ἐκεῖ ποὺ ἔριχνε τὸ τσάι μοσχοβολιστὸ μὲς στὸ φλιτζάνι, τῆς ἦρθε στὸ νοῦ ὁ Ἄρης, ποὺ εἶχε ἡμέρες νὰ τὸν σκεφτεῖ, ἀπ’ ὅταν γύρισε ἀπ’ τὸ νοσοκομεῖο. Ἂν ζοῦσε, θά ‘χε πατημένα τὰ ἑξήντα πέντε. «Οὔτε ἡ σκόνη ἀπὸ τὰ κοκκαλάκια του…» ἔλεγε κάθε ποὺ τὸν σκεφτόταν. Τὸ παιδὶ τους τὸ πρῶτο θὰ κόντευε τὰ σαράντα. Δὲν μπορεῖ νὰ μὴν εἶχαν κι ἕνα δεύτερο. </span><span style="color: #444444; font-family: "Helvetica","sans-serif"; font-size: 10.5pt;"><o:p></o:p></span></span></div>
<span style="color: black;"> </span><br />
<div style="line-height: 16.8pt; margin: 0cm 0cm 12pt; text-align: justify;">
<span style="color: black;"><span style="color: black; font-family: "Helvetica","sans-serif"; font-size: 10.5pt;"> Γύρεψε ψωμὶ νὰ τὸ βουτήξει μὰ εἶχε τελειώσει, εἶχαν τελειώσει καὶ οἱ φρυγανιές. Ἀνοιχτὸ ἀπέναντι τὸ μίνι μάρκετ, ἀλλὰ ποιὸς νὰ πάει; Δὲν τὴν ἔνοιαξε καὶ πολύ. Τὸ ἑπόμενο πρωὶ περίμενε τὴν Ἀρετὴ μὲ ψώνια. Κανονισμένα τά ‘χαν μεταξύ τους, ἡ Ἀρετὴ τῆς ἑβδομάδας τὰ ἀπαραίτητα, τῆς κάθε μέρας —γάλα, ψωμὶ κι ἐφημερίδα— ἡ Μαρία. </span><span style="color: #444444; font-family: "Helvetica","sans-serif"; font-size: 10.5pt;"><o:p></o:p></span></span></div>
<span style="color: black;"> </span><br />
<div style="line-height: 16.8pt; margin: 0cm 0cm 12pt; text-align: justify;">
<span style="color: #444444; font-family: "Helvetica","sans-serif"; font-size: 10.5pt;"><span style="color: black;"> Πῆρε τὸ φλιτζάνι στὸ κρεβάτι κι ἄνοιξε τὴν τηλεόραση, μὰ ἔνιωσε βαριὰ τὰ βλέφαρά της. Ἀκούμπησε τὸ φλιτζάνι στὸ κομοδίνο μισοπιωμένο καὶ σκεπάστηκε μὲ τὰ ζεστὰ σκεπάσματα. Ἔγειρε στὸ πλάι καὶ διπλώθηκε σὰν ἔμβρυο στῆς μάνας τὴν κοιλιά. Πρώτη φορὰ μετὰ ἀπὸ χρόνια ἀπομάκρυνε λιγάκι τὸ χέρι ἀπὸ τὸ σῶμα της κι ἔψαυσε τὰ σεντόνια – σὰ νά ‘ψάχνε κάτι. Ἕνα σχῆμα γνωστὸ στῆς ἀπουσίας τὸ σχῆμα πάνω. Χαμογέλασε κι ἀνάσανε βαθιά. Εὐγνωμοσύνη ἔνιωθε κάθε φορὰ ποὺ ἀνάσαινε χωρὶς τὰ ὀξυγόνα τοῦ νοσοκομείου. Γέρευε μέρα τὴ μέρα. «Ἔχω πολὺ καιρὸ νὰ πάω στὸ νεκροταφεῖο» σκέφτηκε. Κι ὑποσχέθηκε πὼς σὰν γίνει τελείως καλὰ θὰ πάρει τὴ Μαρία καὶ τὴν Ἀρετή, νὰ ἔρθουν καὶ οἱ ἄντρες τους, θὰ πεῖ καὶ τῆς Σούλας καὶ τῆς Κατερίνας, νὰ κατεβοῦνε στὸ χωριὸ ν’ ἀνάψουνε στοῦ Ἄρη τὸν τάφο ἕνα κερί. Θά ‘χει φτιάξει κι ὁ καιρός. «Εἶναι ὄμορφα στὸ χωριὸ τὴν ἄνοιξη», σκέφτηκε. Κι ἀποκοιμήθηκε μὲ μιὰ σταγόνα νοσταλγία ἀτσαλάκωτη νὰ τῆς δαγκώνει τὴν ψυχή· χωρὶς καμιὰ ἀγωνία.</span></span></div>
<div style="line-height: 16.8pt; margin: 0cm 0cm 12pt; text-align: right;">
<span style="font-size: x-small;"><span style="font-family: Helvetica;">25 Μαρτίου 2013</span></span></div>
<div style="line-height: 16.8pt; margin: 0cm 0cm 12pt; text-align: right;">
<span style="color: #444444; font-family: "Helvetica","sans-serif"; font-size: 10.5pt;"><span style="color: black;">Πρώτη δημοσίευση:</span></span></div>
<div style="line-height: 16.8pt; margin: 0cm 0cm 12pt; text-align: right;">
<span style="color: #444444; font-family: "Helvetica","sans-serif"; font-size: 10.5pt;"><span style="color: black;"><a href="http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/author/planodion/">http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/author/planodion/</a><o:p></o:p></span></span></div>
<div style="text-align: right;">
<span style="color: black;"> </span></div>
</div>
Μαρώhttp://www.blogger.com/profile/12390945134138828235noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6770344098448731441.post-30410388282464618302012-11-06T12:20:00.000-08:002012-11-06T12:20:02.252-08:00ΤΑ ΚΗΔΕΙΟΣΗΜΑ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;">
</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: justify;">
<b style="mso-bidi-font-weight: normal;"><o:p><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;">(Από την ενότητα: Νυχτερινά αυτοβιογραφικά)</span></o:p></b></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;">
</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"> Από παιδί είχα την συνήθεια να
σταματώ στις κολώνες και να διαβάζω τα κηδειόσημα. Με ενδιέφερε κυρίως η
ηλικία. Αν ο άνθρωπος ήταν ηλικιωμένος, κάπως ησύχαζα. Νευρίαζα<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>όταν έγραφαν μόνο το όνομά του και την
ημερομηνία της κηδείας του κι έπειτα των συγγενών του τα μικρά ονόματα
κατηγοριοποιημένα ανά βαθμό συγγένειας, αρχίζοντας από την στενότερη.
Προσπαθούσα τότε να μαντέψω απ’ το αν είχε παιδιά και εγγόνια, πόσο περίπου
χρόνων να ήτανε κι αν είχε ζήσει όσο έπρεπε. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"> Περιέργως δεν έφτιαχνα με τη
φαντασία μου καμιά εικόνα του προσώπου. Δεν έμπαινα καν στον κόπο να δώσω μια
σχηματική μορφή, το πιθανό πρόσωπο, το περίγραμμα έστω ενός φανταστικού
σώματος, που θα υποστασιοποιούσε το όνομα και την ηλικία. Κάτι που ωστόσο μου
συμβαίνει αυθόρμητα, όταν διαβάζω τους καταλόγους των ονομάτων των ηθοποιών που
έπαιξαν σε μια ταινία. Το κάθε όνομα μου γεννά μια εικόνα και κατά ένα περίεργο
λόγο, συχνά μπορώ να ταυτίσω ένα όνομα με το πρόσωπο ενός ηθοποιού που δεν
γνώριζα. Δεν το πετυχαίνω πάντα αλλά οπωσδήποτε έχω μεγάλα ποσοστά επιτυχίας κι
είναι ένα ευχάριστο παιχνίδι για μένα. Με τα ονόματα στα κηδειόσημα ποτέ δεν με
απασχόλησαν τέτοια πράγματα. Ήταν ηλικίες. Δεν διατηρούσαν από τον άνθρωπο που
υπήρξε παρά τον αριθμό των χρόνων που έζησε αποστεγνωμένο από εμπειρίες
και<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>δραστηριότητες, από συναισθήματα,
παρορμήσεις και λάθη.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"> Πρέπει πάντως να ομολογήσω ότι τα
ονόματα δεν πέρναγαν πάντα αδιάφορα μπροστά από τα μάτια μου. Υπάρχουν,
βλέπεις, κάποια ονόματα παράξενα, που τα διαβάζεις και δεν πιστεύεις στα μάτια
σου κι άλλα που πρέπει να προσέξεις να μη βάλεις τα γέλια και σε παρεξηγήσει ο
περαστικός, πως τάχα κάτι είχες εναντίον του μακαρίτη και τώρα επιχαίρεις που
έχει πεθάνει, πως είσαι δηλαδή χαιρέκακος και ανάλγητος άνθρωπος. Να, ας πούμε,
<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>θυμάμαι σα να ‘τανε χτες και όχι χωρίς
μια σχετική ντροπή, μια ιστορία που μου συνέβη στη Λιβαδειά. Δεν θυμάμαι πώς
είχαμε βρεθεί εκεί μια παρέα φοιτητών, εκδρομή ήταν; Κάποια πολιτική εκδήλωση
και είχαμε πάει για να την ενισχύσουμε; Όπως και να ‘χει, ξέκοψα από τους υπόλοιπους
και μαζί με μια συμφοιτήτρια <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>κάναμε ένα
μεγάλο νυχτερινό περίπατο στους δρόμους της πόλης, προς την Κρύα. Ήταν ένα
βράδυ κρύο και υγρό, οι δρόμοι της πόλης έρημοι, ακούγαμε τα βήματά μας και τον
αχό της Έρκυνας. Ξάφνου είδα μπροστά μου ένα μεγάλο κηδειόσημο, κολλημένο πάνω
σε μια ξύλινη κολόνα και στάθηκα, κατά το συνήθειο μου, να το διαβάσω: Σουλτάνα
Παινεμένη. Έμεινα μερικά δευτερόλεπτα να το κοιτάω προσπαθώντας να σκεφτώ πώς
θα αποκαλούσαν τη γυναίκα αυτή όταν ήταν εν ζωή και –είχε κολλήσει το
μυαλό<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>μου- πώς θα έλεγαν τα αρσενικά
μέλη της συνεπώνυμης οικογένειας. Το «Παινεμένης» δεν μου πέρναγε καν από το
μυαλό. «Την γνώριζες;» με ρώτησε η συμφοιτήτρια ακουμπώντας το χέρι της στον
ώμο μου –ποιος ξέρει τι εικόνα έδινα, έτσι απορροφημένη από το κηδειόσημο, που
θεώρησε η κοπέλα ότι μάλλον είδα όνομα γνωστό και κεραυνοβολήθηκα. «Όχι»
έσπευσα να τη διαβεβεβαιώσω, «Κοίτα όμως το όνομα». Πλησίασε η νέα γυναίκα κι
όταν το διάβασε, με μια φωνή έκπληκτη, σαν να τη γνώριζε αυτή τώρα,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>είπε αρκετά δυνατά, τόσο που θα μπορούσε να
ενοχλήσει του κοιμώμενους πολίτες της γειτονιάς «Πέθανε η Σουλτάνα Παινεμένη;».
Και χωρίς να το θέλουμε βάλαμε και οι δυο τα γέλια και προχωρώντας στο δρόμο,
χέρι-χέρι, σαν τα παιδάκια έτοιμα να χορέψουν την τσιγκολελέτα, λέγαμε ρυθμικά
πνιγμένες στα γέλια για ώρα «Πέθανε η Σουλτάνα Παινεμένη, πέθανε η Σουλτάνα
Παινεμένη».</span><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><span style="mso-spacerun: yes;"> </span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Όταν είσαι νέος –ήμασταν δεν ήμασταν 22 χρόνων
θυμάμαι- όσο σοβαρός και εχέφρων και να ‘σαι όσο σεβαστικός, ο θάνατος είναι
τόσο μακριά που μοιάζει άλλοτε με αισθητικό γεγονός κι άλλοτε με ένα ψέμα που
σκαρφίστηκαν κάποιοι για να αλυσοδένουν τους ανθρώπους με φόβους και αμαρτία. </span></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgNqTXHUWv-eluYz038rC8tqrDhJ9v2u-TxaVdNuQUrSNLrtNs4d7xdj3px3Q8lDzoNi7y99woFxKwkOqJM4ggtyUDYWoX3aIAeTfitL4LpzQ3d4ume7EIlKEnrtYP9rYVgu16HfcxJ6w/s1600/%CE%B4%CE%B9%CE%AE%CE%B3%CE%B7%CE%BC%CE%B1+1.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><img border="0" height="213" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgNqTXHUWv-eluYz038rC8tqrDhJ9v2u-TxaVdNuQUrSNLrtNs4d7xdj3px3Q8lDzoNi7y99woFxKwkOqJM4ggtyUDYWoX3aIAeTfitL4LpzQ3d4ume7EIlKEnrtYP9rYVgu16HfcxJ6w/s320/%CE%B4%CE%B9%CE%AE%CE%B3%CE%B7%CE%BC%CE%B1+1.jpg" width="320" /></span></a></div>
<div align="center" style="text-align: justify;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"></span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"> Πάντως τα κηδειόσημα συνέχισα να
τα κοιτάω. Στα πρώτα μου νιάτα, οι ηλικίες που συναντούσα συνήθως ήταν από 72
μέχρι 76. Είπα «συνήθως», γιατί πάντα υπάρχουν εκπλήξεις, προς τα πάνω
ευχάριστες, αλλά πολύ οδυνηρές προς τα κάτω,<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>η επάρατος ή τα μηχανάκια. Ηλικίες από «8» έβλεπα σπάνια. Όσο περνούσαν
τα χρόνια, έπαψα να κοιτάω τα κηδειόσημα με μια διάθεση στατιστικής εν γένει,
που είχε να κάνει με τη δική μου σχέση με το θάνατο, μια σχέση ερωτικού πάθους,
αφού όλη μου τη ζωή –τι οξύμωρο αυτό- όλη μου τη ζωή παλεύω με τη γοητεία του,
τον προκαλώ, τον κοροϊδεύω, τον νοιάζομαι, τον φοβάμαι, τον περιμένω στη γωνία,
παίζω μαζί του κρυφτό, τον φλερτάρω σαν ποθητό εραστή,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>τον πολεμάω ανελέητα, ξέρω πως στο τέλος θα
νικήσει αλλά πριν συμβεί αυτό θέλω να με θυμάται. Ο θάνατος. Έπαψα, λοιπόν, να
τα κοιτάω με στατιστική διάθεση και<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>άρχισα να τα μετράω με ένα άλλο γνώμονα. Οι γονείς μου μεγάλωναν,
γερνούσαν. Έτρεμα πως μια μέρα θα κόλλαγαν ένα κηδειόσημο στη γειτονιά μου που
θα είχε πάνω το όνομά τους. Και μετρούσα την απόσταση ανάμεσα στις
αναγραφόμενες ηλικίες και τη δική τους και έκανα την αφαίρεση για να δω πόσα
χρόνια ακόμα θα τους είχα, θα μπορούσα να τους έχω δηλαδή, αν όλα πήγαιναν καλά
και έφευγαν από αυτόν τον κόσμο με φυσικό θάνατο, από γηρατειά. Έχουν καημούς
τα μοναχοπαίδια. Καημούς που δεν τους ξέρει ο κόσμος και δεν μπορούν να τους
μοιραστούν με κανένα. </span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"> Εκείνη την εποχή –είχα πατημένα
πια τα 35- άρχισα να παρατηρώ ότι στα κηδειόσημα οι ηλικίες είχαν ανέβει. Τα
πιο πολλά αναφέρονταν σε ανθρώπους που είχαν μπει πια στην ένατη δεκαετία της
ζωής τους και πολλοί την είχαν φτάσει ως τη μέση και παραπάνω –αργότερα
δειλά-δειλά αλλά δυναμικά άρχισαν να φαίνονται όλο και πιο πολλά κηδειόσημα με
ηλικίες γύρω στα 92. «Μην είσαι, χαζή» μου είπε ο φίλος μου ο Χάρης μια μέρα
που του το συζήταγα. «Δεν το ξέρεις ότι έχει ανέβη<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>ο μέσος όρος ζωής; Το προσεγμένο φαγητό, η
πρόοδος της ιατρικής και τα καλά φάρμακα έχουν αυξήσει το προσδόκιμο
αρκετά».<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Θυμήθηκα τότε πως την εποχή που
έγραφα το διδακτορικό μου και χρειάστηκε να ψάξω λίγο τις ηλικίες των μονομάχων
στις ρωμαϊκές αρένες, έπεσα πάνω σε μια παρατήρηση κάποιου ιστορικού αγγλόφωνου
για το προσδόκιμο ζωής στον 2<span style="font-size: small;"><sup>ο</sup><span style="mso-spacerun: yes;">
</span>αι. Οι άνθρωποι τότε, έλεγε περίπου ο επιστήμονας, πέθαιναν αρκετά νέοι,
ειδικά οι γυναίκες με τις επιπλοκές του τοκετού,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>αλλά όσοι<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>κατάφερναν να γεράσουν, έφταναν συχνά στην εσχατογηρία και στην
συντριπτική τους πλειοψηφία ανήκαν στις υψηλές κοινωνικά και οικονομικά τάξεις.</span></span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"> </span></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjTQMN1-WGICi0bWDvHaAJyHDb_PTlcMx-LjgBb9qWliRda3tEEZr2lSgFtZP2KUhGcGc9SINFxjau8GOAH20CwLUPfiVFVf2fUIuTmc-I9_8_X82CABhekG6TGz5x7LPva-zGfPqcuNw/s1600/%CE%B4%CE%B9%CE%AE%CE%B3%CE%B7%CE%BC%CE%B1+%CE%B4%CF%8D%CE%BF.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjTQMN1-WGICi0bWDvHaAJyHDb_PTlcMx-LjgBb9qWliRda3tEEZr2lSgFtZP2KUhGcGc9SINFxjau8GOAH20CwLUPfiVFVf2fUIuTmc-I9_8_X82CABhekG6TGz5x7LPva-zGfPqcuNw/s1600/%CE%B4%CE%B9%CE%AE%CE%B3%CE%B7%CE%BC%CE%B1+%CE%B4%CF%8D%CE%BF.jpg" /></span></a></div>
<div align="center" style="text-align: justify;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"></span> </div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"> Όταν άρχισε η μάνα μου να
μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία –ο πατέρας μου έφυγε ξαφνικά από ανακοπή, μας πήρε
πολύ καιρό να το συνειδητοποιήσουμε πως δεν θα γυρνούσε ξανά- όταν άρχισε η
μάνα μου να μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία, κοίταζα τα κηδειόσημα με κομμένη την
ανάσα. Πριν καν δω το όνομα, έψαχνα με αγωνία την ηλικία. Όχι, να, όλοι
–εντάξει σχεδόν όλοι- ήταν μεγαλύτεροι της, άρα είχε ακόμα καιρό. Το ξέρω πως η
σκέψη ήταν παιδαριώδης, πως ο θάνατος καθενός είναι προσωπικός, το βιολογικό
του ρολόι δικό του, αλλά δεν άντεχα να μην το σκέφτομαι. Η ανάγκη της
ανακούφισης από την ένταση και το άγχος ήταν τόση που κατέστελνα ευχαρίστως τη
λογική.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Για κάθε άνθρωπο υπάρχει ένας
μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο και μετά όλοι οι<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>άλλοι. Για άλλον είναι το παιδί του, για άλλον ο ερωτικός του σύντροφος,
για μένα ήταν αυτή η μικροσκοπική, αγράμματη γυναίκα που συγκέντρωνε πάνω της
όλες τις γλυκές, αγκαθερές αντιφάσεις των ανθρώπων.</span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-family: Arial;"></span> </div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"> Μετά το θάνατό της, γύρισα στο σπίτι και
είπα, σαν τον ήρωα του αγαπημένου μου Μπαλζάκ, το δικό μου «<span style="color: #3e3e3e; font-family: "Verdana","sans-serif"; line-height: 115%; mso-bidi-font-family: Arial;">à </span><span lang="EN" style="color: #3e3e3e; font-family: "Verdana","sans-serif"; line-height: 115%; mso-ansi-language: EN; mso-bidi-font-family: Arial;">nous</span><span lang="EN" style="color: #3e3e3e; font-family: "Verdana","sans-serif"; line-height: 115%; mso-bidi-font-family: Arial;"> </span><span lang="EN" style="color: #3e3e3e; font-family: "Verdana","sans-serif"; line-height: 115%; mso-ansi-language: EN; mso-bidi-font-family: Arial;">deux</span><span lang="EN" style="color: #3e3e3e; font-family: "Verdana","sans-serif"; line-height: 115%; mso-bidi-font-family: Arial;"> </span><span lang="EN-US" style="color: #3e3e3e; font-family: "Verdana","sans-serif"; line-height: 115%; mso-ansi-language: EN-US; mso-bidi-font-family: Arial;">maintenant</span><span style="color: #3e3e3e; font-family: "Verdana","sans-serif"; line-height: 115%; mso-bidi-font-family: Arial;">», </span>όχι φυσικά στο Παρίσι, όπως
ο Ραστινιάκ, αλλά σε μια καθημερινότητα που δεν θα την περιείχε πια και έπρεπε να αναμετρηθώ μαζί της και
να μάθω να τη διαχειρίζομαι. Και κοίταγα πάλι τα κηδειόσημα. Πιο πολύ από πριν.
Με ένα συναίσθημα ανάμεικτο με οργή και ενοχή. Κάθε φορά που διάβαζα μια ηλικία
μεγαλύτερη από τη δική της –και διάβαζα συχνά- μέτραγα τα περισσευούμενα χρόνια
και στενοχωριόμουνα. Αυτός είχε ζήσει κάτι παραπάνω. Θα μπορούσε κι εκείνη να
είχε φτάσει την ηλικία του. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"> Τώρα πια που συμφιλιώθηκα κάπως
–όσο είναι δυνατό να το πεις αυτό- με την απουσία της, δεν ξέχασα τα
κηδειόσημα. Τα κοιτάω πάλι. Τώρα όμως πιο πολύ πέφτει το μάτι μου στα ονόματα.
Τρέμω μη διαβάσω επώνυμο γνωστό και όνομα οικείο. Οι γονείς των ανθρώπων της
γενιάς μου φεύγουν ένας-ένας. Σχεδόν κανείς μας πια δεν είναι παιδί κανενός.
Μεγαλώσαμε. Ενηλικιωθήκαμε. Όλοι μας έχουμε από ένα τουλάχιστον τάφο στο
παρελθόν μας. Τώρα τελευταία άρχισε ο θάνατος να χτυπάει και τις πόρτες της
γενιάς μου. Ναι, κοιτάζω τα κηδειόσημα με τρόμο. Μη και ανακαλύψω ξαφνικά ένα
παλιό ξεχασμένο φίλο, ένα γείτονα που είχε από χρόνια αλλάξει γειτονιά. </span></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjojh_4W5ewuA834HQ9tPy1t1k1H3NRzew0tFKa-wDbxaKidBcbJVxHaYJp5OzukbblGourVv6rmG9KoSAIzWi7beuPR9aOh05iJRVpJbCyKGN4QlAxHGGSbqWzxFLgjeYm0fFYmEBSAQ/s1600/%CE%B4%CE%B9%CE%AE%CE%B3%CE%B7%CE%BC%CE%B1+3.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"><img border="0" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjojh_4W5ewuA834HQ9tPy1t1k1H3NRzew0tFKa-wDbxaKidBcbJVxHaYJp5OzukbblGourVv6rmG9KoSAIzWi7beuPR9aOh05iJRVpJbCyKGN4QlAxHGGSbqWzxFLgjeYm0fFYmEBSAQ/s320/%CE%B4%CE%B9%CE%AE%CE%B3%CE%B7%CE%BC%CE%B1+3.jpg" width="299" /></span></a></div>
<div style="text-align: center;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;">
</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"> Μου περνάει κι απ’ το νου ο δικός
μου θάνατος. Όχι σαν γεγονός. Πώς το λέει ο Επίκουρος; Ουδέν προς ημάς. Αλλά
για τα διαδικαστικά του. Ποιος θα με θα με θάψει; Τι μέτρα πρέπει να λάβω ώστε
οι φίλοι που θα αναγκαστούν να ασχοληθούν με αυτό –συγγενείς δεν έχω- οι φίλοι
που αναγκαστικά, λοιπόν, θα αναλάβουν το καθήκον, να μην κουραστούν και να μη
ξοδευτούν επίσης, στις εποχές που ζούμε δεν περισσεύουν για τους ζωντανούς, οι
νεκροί συγχωρνάνε. Και πάλι γυρνάει ο νους μου στους αγαπημένους μου αιώνες,
στο τέλος του πρώτου αιώνα μετά το Χριστό, έγινε συνήθειο άνθρωποι μοναχικοί
–των κατώτερων τάξεων στην πλειονότητά τους- να μετέχουν σε μια ταφική λέσχη.
Πάει να πει, πλήρωναν με το μήνα και παρακολουθούσαν τελετές και άλλες
θρησκευτικές δραστηριότητες και, όταν ερχόταν η ώρα, η λέσχη τους αναλάμβανε
όλη τη φροντίδα του νεκρού κορμιού τους και τις προσευχές για την ψυχή τους.
Εκεί που των άλλων το κηδειόσημο γράφει για παιδιά και για εγγόνια, το δικό μου
θα έχει ένα σεμνό: Οι φίλοι και οι σύντροφοι. Και δεν θα υπάρχουν ονόματα. Η
ποθητή ανωνυμία της συλλογικότητας που γύρεψα σε όλη μου τη ζωή. Η μόνη που
εξασφαλίζει πραγματικά τη λάμπουσα ατομικότητα αλλά ταυτόχρονα προφυλάσσει από
το σαράκι του εγωισμού. Οι φίλοι και οι σύντροφοι Η μέγιστη τιμή και χαρά μου. </span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;">
Έγινε και ένα παράξενο τα
τελευταία χρόνια επίσης: συνειδητοποίησα που όσο μεγαλώνω τόσο πιο πολύ
παθιάζομαι με τη ζωή, τόσο πιο πολύ την αγαπάω. Αποφασιστικά, οριστικά και
γάργαρα. Και τη βλέπω τη ζωή την ίδια σαν αντίσταση. Δεν θα τους αφήσω να με
καταβάλουν. Θα ζήσω. Όσο μπορώ πιο πολύ. Με χαμόγελο και πάθος. </span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;">
Πάντως, τον τελευταίο καιρό, που
η κρίση βαθαίνει κι όλα γύρω σκοτεινιάζουν ανελέητα, παρατηρώ πως στα
κηδειόσημα οι ηλικίες χαμήλωσαν ξαφνικά. Είναι γεγονός πως ακόμα κι ο θάνατος
έχει μια αναπόδραστη ταξική πλευρά.</span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"></span> </div>
<div align="right" style="text-align: justify;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"></span> </div>
<div style="text-align: right;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;">(Νοέμβριος, 2012)</span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;">
</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: justify;">
<b style="mso-bidi-font-weight: normal;"><o:p><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"> </span></o:p></b></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;">
</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: justify;">
<o:p><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"> </span></o:p></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;">
</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: justify;">
<o:p><span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;"> </span></o:p></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-family: Arial, Helvetica, sans-serif;">
</span></div>
</div>
Μαρώhttp://www.blogger.com/profile/12390945134138828235noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6770344098448731441.post-43948836631366833582012-09-03T14:12:00.001-07:002012-10-21T15:02:09.698-07:00Ιστορίες από το Παρίσι: 1. Το παγκάκι<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="text-align: center;">
<span style="font-size: large;">
<img height="271" id="il_fi" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiu2eB79h9dZACdkRQ4s7K7sAwOxIGfWBGxqrHak0xIIwX0wIOQw-tF4r5UP3QGunL1OXzKCDa6eSaxEuepYPZvY-YNF7vgrDK2Oc8Y4zaImXa4VuDMVrrpYTGkKBSeEgOipvhBU9L5CNjz/s400/%25CF%2580%25CE%25B1%25CE%25B3%25CE%25BA%25CE%25B1%25CE%25BA%25CE%25B9%25CE%25B13.jpg" style="padding-bottom: 8px; padding-right: 8px; padding-top: 8px;" width="400" /></span></div>
<div align="center" class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: center;">
<b style="mso-bidi-font-weight: normal;"><o:p><span style="font-family: Calibri;"> (η φωτογραφία από το blog "Τσαλαπετεινός",</span></o:p></b><b style="mso-bidi-font-weight: normal;"><o:p></o:p></b><br />
<b style="mso-bidi-font-weight: normal;"><div>
<a href="http://tsalapetinos.blogspot.gr/2009/12/blog-post_11.html" target="_blank">http://tsalapetinos.blogspot.<wbr></wbr>gr/2009/12/blog-post_11.html</a>)</div>
<div>
<br /></div>
</b></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;"> Στο Παρίσι έμεινα τέσσερα χρόνια
για σπουδές. Το σπίτι μου ήταν σε ένα εργατικό προάστιο, το Ιβρί-σιρ-Σέν, στο
νότο της πόλης. Η πολυκατοικία ήταν μέρος μιας συστάδας μεγάλων <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>πολυώροφων <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>κτιρίων που σχημάτιζαν μια κατοικημένη νησίδα,
σε μια περιοχή με μεγάλους ανοιχτούς άχτιστους χώρους. Πολλά τα διαμερίσματα,
φτηνοφτιαγμένα αλλά με ανέσεις, έδιναν κατοικία σε εκατοντάδες μέτριων και
χαμηλών εισοδημάτων εργαζόμενους, κυρίως σε μαύρους και άραβες. Απέναντι ήταν
το καινούριο νεκροταφείο κι έπειτα άρχιζε μια μεγάλη σειρά από μάντρες
αυτοκινήτων. <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Μου άρεσε αυτή η γειτονιά
και οι άνθρωποί της. Ποτέ δεν έπιασα ιδιαίτερες φιλίες με κανένα, αλλά ένιωθα
πως με τη χοντρή μαύρη κυρία στην απέναντι πολυκατοικία, που καθαρίζαμε το
Σαββάτο το πρωί την ίδια ώρα το σπίτι μας και κρυφά κανένα απόγευμα κρεμάγαμε
τη μπουγάδα μας στο μπαλκονάκι –να νυχτώσει και να μη μας δει κανείς, γιατί
απαγορεύεται να απλώνεις ρούχα στο μπαλκόνι κι αυτό για μένα, που με είχε μάθει
η μάνα μου να λιάζω τα πλυμένα, ήταν μεγάλος πόνος- με την κυρία εκείνη, λοιπόν,
υπήρχε μια υπόγεια, τρυφερή συνενοχή. Καλημέρες είχα μόνο με τον ηλικιωμένο
άντρα που έμενε στο ακριβώς επάνω διαμέρισμα –ένας πολύ ηλικιωμένος άντρας από
την Ωβέρν, που ανάσαινε με δυσκολία και περπατούσε αργά, μετρώντας υπομονετικά
κάθε βήμα. Κατέβαινε κάθε πρωί την ίδια ώρα για να πάρει την αλληλογραφία του
κι έτσι τον συναντούσα τακτικά στην είσοδο, την ώρα που έφευγα. <span lang="EN-US" style="mso-ansi-language: EN-US;">Bonjour, Mr. Baillou. A, la petite Grecque!
<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>bonjour, mademoiselle! Il fait chaud ce matin,
n’-est-ce pas? </span>Τέτοιες κουβέντες είχα και με τη θυρωρό, μια ψηλή, ξανθιά
γυναίκα, γύρω στα 50, με έντονο ταμπεραμέντο <sup>. </sup>είχε έρθει στα 17 από
τη Μασσαλία, αλλά ποτέ δεν αποφάσισε ότι μένει μόνιμα στο Παρίσι, ο νους της
ήταν πάντα στο μεγάλο, πολύβουο λιμάνι της πόλης της και στο καφέ του πατέρα
της, όπου μεγάλωσε.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;"> Το σπίτι μου ήταν σχετικά κοντά
στην <span lang="EN-US" style="mso-ansi-language: EN-US;">Porte</span>-<span lang="EN-US" style="mso-ansi-language: EN-US;">de</span>-<span lang="EN-US" style="mso-ansi-language: EN-US;">Choisy</span><span lang="EN-US"> </span>–τρία,
τριάμισι<span style="mso-spacerun: yes;"> </span><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>χιλιόμετρα με τα πόδια. Η λεωφόρος που περνούσε
μπροστά σχεδόν από την είσοδο –και νοητά συνέχιζε μέχρι το αεροδρόμιο του Ορλύ-
για μια μεγάλη απόσταση ήταν έρημη σχεδόν από ζωή και τα βράδια θα μπορούσε να
είναι επικίνδυνη, αλλά όταν είσαι σκάρτα 22 χρόνων, αυτά δεν τα υπολογίζεις.
Ανεβοκατέβαινα με τα πόδια, εκτός αν ήμουν πολύ κουρασμένη ή φορτωμένη με<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>ψώνια, οπότε έπαιρνα το λεωφορείο. Μ’ αρέσει
πολύ το περπάτημα κι ακόμα περπατάω πολύ - όπου μπορώ να πάω με τα πόδια, με τα
πόδια πηγαίνω κι είναι φορές που δεν μπορώ να σταματήσω να περπατάω <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>πριν νιώσω ότι δεν αντέχω να κάνω έστω κι ένα
βήμα παραπάνω κι η μέση μου με σφάζει ανελέητη. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;"> Στην <span lang="EN-US" style="mso-ansi-language: EN-US;">Porte</span>-<span lang="EN-US" style="mso-ansi-language: EN-US;">de</span>-<span lang="EN-US" style="mso-ansi-language: EN-US;">Choisy</span>
ήταν ο σταθμός του μετρό –η γραμμή 7 που σήμερα συνδέει το Δημαρχείο του Ιβρί
με την Κουρνέβ. Απέναντι υπήρχε ένα μικρό εμπορικό κέντρο με φτηνά ρούχα και
ηλεκτρικές συσκευές και το σούπερ μάρκετ που ψώνιζα. Παρακάτω ανοιγόταν μια
μεγάλη λεωφόρος που πέρναγε από την <span lang="EN-US" style="mso-ansi-language: EN-US;">Port</span>-<span lang="EN-US" style="mso-ansi-language: EN-US;">d</span>’- <span lang="EN-US" style="mso-ansi-language: EN-US;">Italie</span> και συνέχιζε περνώντας
από μικρά μαγικά μυστικά<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>της πόλης ως το
κέντρο, το <span lang="EN-US" style="mso-ansi-language: EN-US;">Chatelet</span><span lang="EN-US"> </span><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>και τις <span style="mso-spacerun: yes;"> </span><span lang="EN-US" style="mso-ansi-language: EN-US;">Halles</span>. Καμιά διακοσαριά μέτρα από το εμπορικό κέντρο υπήρχε ένα
μικρό, πολύ μικρό πάρκο. Στην πραγματικότητα ήταν ένας μικρής έκτασης ελεύθερος
χώρος όπου οι δημοτικές αρχές<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>είχαν
φυτέψει μερικά δέντρα, δυο παρτέρια με πολύχρωμα λουλούδια και είχαν
τοποθετήσει δυο ζευγάρια παγκάκια, το ένα απέναντι από το άλλο, στα πλάγια του
κηπάκου. (Στις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης τέτοιοι κήποι, χώροι ανάπαυσης κι
αναψυχής, είναι συνηθισμένοι, τους φτιάχνουν οι δημοτικές αρχές όπου μπορούν,
αντίθετα με την Αθήνα, που οι δήμαρχοι θεωρούν κατάρα τον ελεύθερο χώρο –τσιμεντώνουν
και χτίζουν όσο πιο πολύ μπορούν). Τα όμορφα, φωτεινά απογεύματα έπαιζαν τα
παιδιά, ηλικιωμένοι λιάζονταν ψάχνοντας λίγη παρέα, έρχονταν και μαθητές καμιά
φορά, που υποψιαζόμουν ότι<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>είχαν κάνει
κοπάνα από το γειτονικό λύκειο. </span></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiWgS4Yf028x05X_uWxN6ZWIE6QexHpwRfx7o7fjsMQUx028oPjLpwrdzQlkoTNnSg9orCgGl23-XzPHzxFejScCvjLa1omP10VzlJ2WDpUrhotKZutpLWs8r8ccD_2gl9rNmETZquj3w/s1600/seagull_fly_birds_two_animal.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><span style="font-size: large;"><img border="0" height="240" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiWgS4Yf028x05X_uWxN6ZWIE6QexHpwRfx7o7fjsMQUx028oPjLpwrdzQlkoTNnSg9orCgGl23-XzPHzxFejScCvjLa1omP10VzlJ2WDpUrhotKZutpLWs8r8ccD_2gl9rNmETZquj3w/s320/seagull_fly_birds_two_animal.jpg" width="320" /></span></a></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: center;">
<span style="font-size: large;"><span style="font-family: Calibri;"> </span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;"> Περνούσα τακτικά από το παρκάκι
αυτό και καμιά φορά ξαπόσταινα λίγη ώρα πριν συνεχίσω τις περιπλανήσεις μου
στην πόλη. Συχνά – πυκνά έβλεπα να κάθονται, στο ίδιο πάντα παγκάκι, δυο
γυναίκες. Η μια, νταρντάνα αράβισσα, γύρω στα 70, <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>με το χιτζάμπ προσεκτικά τυλιγμένο γύρω από το
παχύ πρόσωπό της. Τα μάγουλά της κόκκινα, έσκαζαν από υγεία, το βλέμμα της
σοβαρό πίσω από ένα ζευγάρι γυαλιά με χρυσό σκελετό, έπεφτε επιλεκτικά πάνω σε
ανθρώπους και πράγματα αλλά δεν έμενε για πολλή ώρα. Γρήγορα γύριζε στο πλεκτό
της –πάντα έπλεκε. Δαντέλες. Με ένα κούτσικο βελονάκι με γυριστή μύτη τραβούσε
τις κλωστές, τις ένωνε, έκανε θηλιές και πέρναγε μαεστρικά τη μια μέσα στην
άλλη κάνοντας περίτεχνα σχέδια, που θύμιζαν από μακριά τα αραβουργήματα της
Αλάμπρα. Δούλευε με ταχύτητα και αφοσίωση. <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Κάθε λίγο, όμως σταματούσε, ίσιωνε το πλεκτό
πάνω στη φαρδιά μακριά φούστα της και το κοιτούσε, ξανά και ξανά, τραβούσε τις
άκρες του, το τέντωνε και κάτι<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>έλεγε
στην άλλη γυναίκα. Αγαπώ τις όμορφες λευκές δαντέλες, κυρίως γιατί μου θυμίζουν
τη γιαγιά μου, τη μικρασιάτισσα και συγκινούμαι κάθε φορά που αγγίζω μια
δαντέλα, σα να πιάνω το μαραμένο χεράκι της, χρόνια τώρα πεθαμένη. </span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-size: large;">
<span style="font-family: Calibri;"><span style="font-family: Times New Roman;"> </span>Η άλλη δίπλα της, ευρωπαία,
γαλλίδα μάλλον. Ξερακιανή, κάπως νεότερη –στα νιάτα<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>της πρέπει να ήταν όμορφη ή έστω
ενδιαφέρουσα. Το πρόσωπό της ήταν όλο γωνίες, με μια πλαστή αυστηρότητα που έσπαγε
και διαλυόταν όταν <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>πλησίαζες, γιατί <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>το βλέμμα της ήταν αδύναμο και θλιμμένο και
μαρτύραγε άνθρωπο που είχε κλάψει πολύ στη ζωή του. Φορούσε πάντα φορέματα ή
ταγέρ στα χρώματα της γης, και, όπως το συνηθίζουν οι γαλλίδες, έδενε στο λαιμό
της κάποιο<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>φουλάρι που φώτιζε κάπως το
άχρωμο πρόσωπό της. Κι αυτή έπλεκε. Με δυο βελόνες. Μάλλινα. Πουλόβερ και
κασκόλ και γάντια. Δούλευε κι αυτή με επιδεξιότητα αλλά όχι πολύ γρήγορα.
Σταματούσε, κοιτούσε γύρω της, χάζευε τα παιδιά που έπαιζαν, κοιτούσε
διακριτικά και με νοσταλγία κάποιο ζευγαράκι που φιλιόνταν σε <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>άλλο παγκάκι, συμβουλευόταν αφηρημένα το
σχέδιο του πλεκτού της, τις οδηγίες που είχε σκίσει από κάποιο περιοδικό για να
το πλέξει. </span></span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri;"><span style="font-size: large;"><span style="mso-spacerun: yes;">
</span>Όλο και κάτι έλεγε η μια στην άλλη, φαινόταν να γνωρίζονται καλά. Η
αράβισσα είχε συχνά<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>μαζί της ξηρούς
καρπούς και της πρόσφερε, η άλλη, η γαλλίδα έφερνε<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>μια σοκολάτα και την έκοβε στη μέση. Η
αράβισσα έπαιρνε το κομμάτι και το ‘τρωγε αργά, η γαλλίδα μασουλούσε νευρικά
τους ξηρούς καρπούς. Πιο σπάνια άγγιζε η μια την άλλη. Στο μπράτσο ή στο χέρι.
Έπλεκαν και μιλούσαν. Για την ακρίβεια, έπλεκαν περισσότερο και μιλούσαν
λιγότερο αλλά φαινόταν να περνούν καλά μεταξύ τους. <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Καμιά φορά τις έβλεπα να σκύβει η μια πάνω από
το πλεκτό της άλλης και να σχολιάζουν –κάτι έδειχνε η μια με το δάχτυλο, κάτι
απαντούσε η άλλη σηκώνοντας στον αέρα το εργόχειρο.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Δυο τρεις φορές, είδα την αράβισσα
υπομονετικά να μαθαίνει<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>την ευρωπαία πώς
να πλέκει με το βελονάκι κι εκείνη την παρακολουθούσε με προσήλωση, σχεδόν
υποταγμένη στις υποδείξεις. Ρωτούσε, έδειχνε με το δάχτυλο, η άλλη επαναλάμβανε
την κίνηση αργά για να την καταλάβει η φίλη της.</span></span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;"> Ωραία εικόνα! Δεν ήξερα τι με
γοήτευε περισσότερο.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Αυτή η τρυφερή
και<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>σίγουρη για τον εαυτό της συνάντηση
των πολιτισμών που υπόγευε στη φιλία των δυο γυναικών<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>ή έπρεπε να βάλω τον τόνο απλώς στις
συναντήσεις των γυναικών του κόσμου που φτιάχνουν τις φιλίες τους σε ένα
προστατευμένο πλανήτη, φτιαγμένο από απλά υλικά, <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>καθημερινές χαρές και βάσανα<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>κοινά για τους ανθρώπους….</span></div>
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;"> Μια μέρα δεν βάσταξα και τις
πλησίασα. Ήθελα να τις δω από κοντά, να μπω για λίγο στον<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>κόσμο τους, να εισβάλω χωρίς να με καταλάβουν
στο μικρό, φωτεινό και απέριττο σύμπαν της φιλίας τους, να γευτώ τους ήχους της
φωνής τους, την αίσθηση της ανταλλαγής των λέξεων, το άρωμα των βλεμμάτων…
Ήξερα πως δεν ήταν σωστό αλλά δεν μπορούσα να αντισταθώ. Απέπνεαν τόση χαρά οι
συναντήσεις τους, που ήθελα μια σταγόνα για φυλαχτό ενάντια στο φόβο της
μοναξιάς και της εγκατάλειψης, ενάντια σ’ ένα κόσμο άξενο χωρίς την ευλογία της
φιλίας. </span></div>
<span style="font-size: large;">
<span style="font-family: Calibri;"> Έτυχε να κρατώ δυο τσάντες με
ψώνια από το σούπερ μάρκετ που μου έδιναν μια δικαιολογία. Κάνοντας, λοιπόν, πως
ταχτοποιώ τα ψώνια μου, έμεινα λίγα δευτερόλεπτα κοντά τους, όσο να ακούσω τον
ήχο της κουβέντας τους. </span></span><br />
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: justify;">
<span style="font-family: Calibri; font-size: large;"> Και τις άκουσα…<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Ω, έκπληξη! Τις άκουσα να μιλούν,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>να επικοινωνούν γλυκά και τρυφερά, έτσι
ακριβώς όπως περίμενα να είναι αναμεταξύ τους, τις άκουσα <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>να τιτιβίζουν λίγο βραχνά ανταλλάσσοντας
πληροφορίες για το εργόχειρό τους –έδειχνε πάλι <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>η μια στην άλλη τη δουλειά της- και ποιος ξέρει
τι να αφηγούνται <span style="mso-spacerun: yes;"> </span>μέσα σε απέραντη
κατανόηση, η κάθε μια στη γλώσσα της: αραβικά και γαλλικά.</span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: justify;">
<o:p><span style="font-family: Calibri; font-size: large;"> </span></o:p></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div align="right" class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt; text-align: right;">
<span style="font-family: Calibri;"><span style="font-size: large;">Αύγουστος 2012<b style="mso-bidi-font-weight: normal;"> <o:p></o:p></b></span></span></div>
<span style="font-size: large;">
</span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 10pt;">
<o:p><span style="font-family: Calibri; font-size: large;"> </span></o:p></div>
<span style="font-size: large;">
</span></div>
Μαρώhttp://www.blogger.com/profile/12390945134138828235noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-6770344098448731441.post-35924521828151353742012-05-01T05:59:00.000-07:002012-05-01T05:59:29.329-07:00H ΚΟΡΑΛΙΑ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div style="text-align: right;">
<span style="font-size: x-small;">Την ιστορία της Κοραλίας τη διηγήθηκα μια φορά</span></div>
<div style="text-align: right;">
<span style="font-size: x-small;">στην πολύ καλή μας ζωγράφο, την Κλεοπάτρα Δίγκα.</span></div>
<div style="text-align: right;">
<span style="font-size: x-small;">"Να κάτσεις και να τη γράψεις", μου είπε. </span></div>
<div style="text-align: right;">
<span style="font-size: x-small;">Την έγραψα, με λίγα χρόνια καθυστέρηση, ΄και της την αφιερώνω</span></div>
<div style="text-align: right;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"> Στις αρχές της δεκαετίας του
ενενήντα,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>διορίστηκα στη Δαύλεια, ένα
χωριό στον Παρνασσό, 30 χιλιόμετρα από τη Λειβαδιά. Εκεί που ο μύθος λέει πως ο
Οιδίποδας σκότωσε τον πατέρα του. Η φύση πάλι δεν μιλάει για θανάτους. Όμορφο
βουνό ο Παρνασσός, πράσινο, όλο ζωή. Δεν χόρταινα να το περπατάω. Λάτρευα
ειδικά ένα σημείο, λίγο πιο πάνω από το μικρό μοναστήρι της Ιερουσαλήμ
-τέλειωνε σε ‘κεινο το σημείο το βουνό κι άρχιζε ο ουρανός, απέραντος σαν την
ελεύθερη ψυχή του κόσμου, φυσούσε φρέσκος ο αέρας κι έπαιρνε τα ιζήματα του
νου, ταξίδευα σε μέρη φωτεινά κι έρχονταν οι φτερούγες και μ’ έπαιρναν –θάνατος
και ζωή μια αξεδιάλυτη ενότητα, μια ιερή παντοδυναμία ανεξάντλητη.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Εκεί είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου ζωντανό
αετό και κατάλαβα γιατί τον λένε βασιλιά των πουλιών και κυβερνήτη των
ορέων.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Πετούσε ήρεμος, χορτάτος, με μια
περηφάνια στο βλέμμα που έφτανε την περιφρόνηση. Τον ζήλεψα…</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"> </span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"><img height="300" id="il_fi" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhvTAWlA4RNwTvHRrNuCFwLWuJnpDQGK7oJfMF4Fs7miHtDib3CcGUKIIOK-uORd1MX_AwG1q06khD6kxw4yYtqx0PcwdKyOHu_gieFhAsynrJ0tqDgzXSz6YXbZ5xtTasR-R78smxZGbw-/s400/Aetos.jpg" style="padding-bottom: 8px; padding-right: 8px; padding-top: 8px;" width="400" /></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"> Γυμνάσιο με λυκειακές τάξεις, έτσι τα
λέγαμε τότε. Πήρα ανάκατα παιδιά από όλες τις ηλικίες της μέσης εκπαίδευσης,
από την α΄ γυμνασίου μέχρι την γ΄ λυκείου.<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>Έτυχε μάλιστα στο πρόγραμμα μια μέρα να ‘χω τη μια ώρα τα μικρά της
πρώτης και την αμέσως<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>επόμενη να μπαίνω
για ιστορία στην τρίτη λυκείου. Μου ‘παιρνε ώρα να συνηθίσω τη διαφορά ηλικίας,
να βρω ρυθμό και επίπεδο που να ταιριάζει σε παιδιά έτοιμα να αφήσουν σε κάνα
χρόνο την εφηβεία, να ξαναπιάσω το χαμόγελο του ενήλικα κι όχι αυτό που ανθίζει
ανυπότακτο στα χείλη μπροστά στις σκανταλιές –που τις νομίζουν κατορθώματα- των
δωδεκάχρονων. Ας είναι.</span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"> Την πρώτη φορά που την είδα, μου
φάνηκε κοπέλα σε σχέση με τους συμμαθητές της, που είχαν ακόμα πάνω τους έντονα
τα σημάδια του παιδιού και πάλευαν ηρωικά και δύσκολα να γίνουν έφηβοι. Ψηλή,
γεροδεμένη, με μια χοντρή μακριά κοτσίδα να ξεκινά από την κορφή του κεφαλιού
και να πέφτει βαριά πάνω στο δεξί ώμο, ως το ύψος της ρίζας του λαιμού και λίγο
πιο κάτω. Μια όμορφη, χοντρή σκουροκάστανη κοτσίδα, δεμένη στην άκρη της άτεχνα
με ένα άσπρο κορδελάκι. Ένα κούτσικο φιογκάκι από άσπρη, φτηνή κορδελίτσα,
ξεφτισμένη στις άκρες, όλο κλωστούλες. <o:p></o:p></span></div>
<div style="text-align: justify;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"> Στα δυο πρώτα μαθήματα δεν είχε
έρθει. Ήρθε στο τρίτο και μάλιστα αργισμένη. Χτύπαγε το κουδούνι οχτώ το πρωί
(κάπως νωρίτερα από τα άλλα σχολεία που ήξερα, αλλά το λεωφορείο έφερνε τα
παιδιά από το γειτονικό Μαυρονέρι νωρίς και πόσο να περίμεναν κι αυτά όσο ν’
ανοίξει το σχολείο; Βρέθηκε μια μέση λύση: χτυπούσε το κουδούνι στις οχτώ)-
ναι, χτύπαγε το κουδούνι στις οχτώ, μπαίναμε για μάθημα στις οχτώ και δέκα, πρέπει
να ‘χε περάσει πάνω από μισάωρο όταν άνοιξε την πόρτα χωρίς να χτυπήσει και
μπήκε μέσα. «Καλημέρα, κυρία. Συγγνώμη! Καλή χρονιά» είπε κι έκανε το σταυρό
της. Έπειτα πήγε και κάθισε δίπλα σε ένα κοριτσάκι που ήταν<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>μόνο του –στα χέρια της είχε ένα τσαλακωμένο,
παλιό τετράδιο και ένα απλό μπιγκ στυλό, που τα άπλωσε μπροστά της. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"> Κανονικά θα ‘πρεπε να τη μαλώσω, δεν
ερχόμαστε όποτε θέλουμε στο σχολείο ούτε ανοίγουμε την πόρτα και μπαίνουμε
χωρίς να ρωτήσουμε ούτε… Τα συνηθισμένα πράγματα που λέμε οι δάσκαλοι δηλαδή.
Ειδικά σαν έχουμε την α΄ γυμνασίου και πρέπει να ξεμάθουν χούγια του δημοτικού,
να μεγαλώσουν… Με κοίταξε όμως με ένα τόσο φωτεινό χαμόγελο, τόσο αθώο και τόσο
γεμάτο από μια λάμψη που δεν ήθελε πολύ για να είναι μια άδολη αγάπη, που δεν
το άντεξα. Όχι να τη μαλώσω δεν μπόρεσα αλλά ούτε καν μια νουθεσία της προκοπής
δεν βγήκε από τα χείλη μου, να γίνει παράδειγμα για τα υπόλοιπα παιδιά –ανάμεσά
τους η κόρη του διευθυντή και ένα ανήψι του κοινοτάρχη. Για να σώσω τα
προσχήματα ψιθύρισα σχεδόν κάτι σαν «να μην ξαναργήσεις άλλη φορά και να χτυπάς
την πόρτα». </span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"> Δεν έμαθε ποτέ να χτυπάει την πόρτα.
Η Κοραλία. Έτσι την έλεγαν. Πού βρέθηκε το θαλασσινό όνομα πάνω στα βουνά;
Μυστήριο. Δεν έμαθε ποτέ να χτυπάει την πόρτα. Και έτυχε πολλές φορές να
αργήσει μέσα στη χρονιά. Έμπαινε σα σίφουνας στην τάξη, καθόταν στο θρανίο της,
άνοιγε τα βιβλία και τα τετράδιά της και μ’ άκουγε με<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>συγκινητική προσήλωση.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Τα μεγάλα καστανά μάτια της με τις πυκνές
βλεφαρίδες που σκίαζαν τα κόκκινα φουσκωτά μάγουλα,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>άνοιγαν διάπλατα για μερικά λεπτά αλλά έπειτα
από λίγο το βλέμμα της έχανε την αστραφτερή αφοσίωση και περιπλανιόταν στο
χώρο, για να καρφωθεί<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>στο μεγάλο
παράθυρο και τις εικόνες που άφηνε να μπαίνουν μέσα στην τάξη. Δεν έκανε ποτέ
φασαρία, δεν έπαιρνε μέρος στις σκανταλιές των άλλων, αλλά στο κεφαλάκι της δεν
πέρναγε εύκολα καμιά γνώση.</span></div>
<div align="center">
</div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"><span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Η οικογένειά της ήταν φτωχή, οι γονείς της
αγράμματοι αγρότες, που, αν δεν τους υποχρέωνε ο νόμος, δεν θα<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>την έστελναν καθόλου στο Γυμνάσιο. Κι άλλα
παιδιά της οικογένειας είχαν εγκαταλείψει το σχολείο νωρίς. Στο χωριό ‘λέγαν κι
άλλα, πως ο πατέρας έπινε και συχνά-πυκνά ακούγονταν μαλώματα και κλάματα από
το σπίτι τους. Αλήθεια, ψέματα ποτέ δεν έμαθα ακριβώς. Κανένας δεν βρέθηκε να
πει σταράτες κουβέντες. Πάντως ζόρια οικονομικά πρέπει να πέρναγαν, φαίνονται
τα παιδιά που είναι καλοζωισμένα.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"> Η Κοραλία είχε χέρια δυνατά, οι
παλάμες της ήταν ήδη αργασμένες από τις δουλειές της γης. Ήξερε να σπέρνει, να
κλαδεύει, να μαζεύει τον καρπό, σήκωνε κοφίνια με ελιές, τάιζε τις κότες,
βόσκαγε τις κατσίκες και κράταγε χωρίς πρόβλημα ένα σπίτι ολόκληρο σαν έλειπε η
μάνα της για καμιά δουλειά. Κι έλειπε συχνά. Μου το ‘λεγε η ίδια για να
δικαιολογηθεί, όταν την έπιανα άγραφτη κι αδιάβαστη «Μη φωνάξεις, κυρία. Πάλι
έλειπε η μάνα μου, είχα όλο το σπίτι στο κεφάλι μου» - ήταν<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>απ’ τα μεσαία παιδιά αλλά ήταν η μεγαλύτερη
κόρη, αυτή αναλάμβανε σαν δεν μπορούσε η μάνα. Τον ενικό δεν κατάφερε κανείς να
της τον κόψει, ό,τι κι αν της λέγαμε όλοι μας, μα ήταν ένας ενικός τόσο
σεβαστικός, που στο τέλος ξέχναγες τους τύπους κι αφηνόσουν στη γλυκιά ουσία
της αυθεντικότητας.</span></div>
<div align="center" class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"><img height="425" id="il_fi" src="http://www.protypafytoria.gr/shop_image/product/_________________4d6bdec8911e7.jpg" style="padding-bottom: 8px; padding-right: 8px; padding-top: 8px;" width="370" /></span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"> Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πλάσμα. Οι
κινήσεις της ήταν άγαρμπες, μπρούτες, τα χέρια της μύριζαν νοτισμένο χώμα και
πορτοκάλι, στα ρούχα της –άκομψα ρούχα που τόνιζαν τα φαρδιά υποσχετικά λαγόνια
της,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>γυναίκας φορεσιές πάνω στο άγουρο κορμί
της παιδούλας, που έδινε την εντύπωση ότι<span style="mso-spacerun: yes;">
</span>σε λίγα χρόνια θα έφερνε στον κόσμο μια αρμαθιά γερά παιδιά-<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>στα ρούχα της πάντα έβρισκες μικρούς λεκέδες
–λίγη λάσπη, ας πούμε, πιτσιλιές του ασβέστη από το κοτέτσι που ασβέστωνε μόνη
της μια φορά την εβδομάδα, καμιά λαδιά από το φαγητό που είχαν βάλει να ψήσουν
τα χαράματα, πριν ξεκινήσει η οικογένεια για τις δουλειές της. Η περπατησιά της
είχε δύναμη, νόμιζες πως τα πόδια της θα τρυπήσουν τη γη και στη φωνή της
τρεμόπαιζε το μεγάλωμα που ερχόταν κι αυτή το καλωσόριζε χωρίς τσιριμόνιες και
φόβους, αλλά και χωρίς να βιάζεται. Παιδί ήταν ακόμα, δεν ήξερε άλλο τρόπο να
είναι.</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"> Με πόναγε που δεν έπαιρνε τα
γράμματα. Ήθελα να ανοίξει ο νους της, να δει που υπάρχουν και τόσα άλλα
πράγματα στη ζωή. Μόνο στον Όμηρο τα κατάφερνε. Γιατί την άκουγε σαν παραμύθι
την «Οδύσσεια». Σαν τα παραμύθια που της έλεγε η γιαγιά της, με τις ξωθιές και
τα μαρμαρωμένα κορίτσια, που τα φιλάει ο πρίγκιπας και γίνονται βασίλισσες πάλι
με μιας… Διάβαζα το απόσπασμα που έπρεπε να επεξεργαστούμε κι όση ώρα διάβαζα
με κοίταζε γοητευμένη. Δεν κοίταζε μέσα στο βιβλίο της, σαν τ’ άλλα παιδιά,
εμένα κοίταζε. Άκουγε άπληστα κι όπως το συνήθιζε καμιά φορά να λέει δυνατά
ό,τι ένιωθε –«κυρία, πεινάω, να πάω να πάρω ένα κουλούρι;», «Αύριο έρχεται ο
αδερφός μου ο φαντάρος»… φράσεις που της πέταγε ξαφνικά μέσα στο μάθημα, την
ώρα που έκανα μια ερώτηση ή κάποιος συμμαθητής της διάβαζε την εργασία του,
σημάδι φανερό πως η Κοραλία βαριόταν κι είχε ήδη φύγει από την τάξη-<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>κι όπως το συνήθιζε, λοιπόν, να λέει δυνατά
ό,τι ένιωθε, όπως της ερχόταν, άπλωνε τα μεγάλα χέρια της προς εμένα, όπως
κάνουμε στους αθλητές που θέλουμε να τους δώσουμε κουράγιο να φτάσουν στο τέρμα
και να κόψουν την<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>κορδέλα, και μου
φώναζε σχεδόν, παράκληση και προσταγή μαζί, «μην το κόβεις, κυρία, τώρα στο
καλύτερο… μετά, τι έγινε μετά;».<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Ενίοτε
συνόδευε την ανάγνωσή μου με επιφωνήματα μιας αξιοζήλευτης συναισθηματικής
συμμετοχής, που έκαναν τους συμμαθητές της να γελούν, εκείνη να κοκκινίζει κι
εμένα –χωρίς να το λέω- να νιώθω πως αυτό το αυθεντικό πλάσμα έβρισκε τέτοια
χαρά στον Όμηρο που όλοι μαζί οι καθηγητάδες από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του
κόσμου, δεν θα την έβρισκαν ποτέ. Κάπως έτσι θα ένιωθαν και ‘κεινοι, οι
σύγχρονοι του Ομήρου, που θα περιτριγύριζαν τον ραψωδό για να τον ακούσουν να
τους διηγείται για χιλιοστή φορά αλλά πάντα πρώτη, τα κλέη των ηρώων και τους
έρωτες των θεών.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: center;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"><img height="294" id="il_fi" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiXiQwwjcy6IpQuE8Qpj6cRb4Chwp28-ebuyf65LFsBQrIbu5-pmDLlKmaans6IIMFtlaLG5ohQDCSfEFsmeUNOi8QeSh0khpkTeRBvCyuNoEDIHvMmkJ4o7u2ukmzL8cTX9BPpqcHHqVpX/s1600/%25CE%25B1%25CE%25BC%25CF%2585%25CE%25B3%25CE%25B4%25CE%25B1%25CE%25BB%25CE%25B9%25CE%25AC2.JPG" style="padding-bottom: 8px; padding-right: 8px; padding-top: 8px;" width="400" /></span></div>
<div align="center" class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<br /></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"> Μια μέρα, αργά το φθινόπωρο, έμπαινε
ο χειμώνας πια, δίδαξα την ενότητα «δημοτικό τραγούδι» και ζήτησα από τους
μικρούς μαθητές μου να μου φέρουν δημοτικά τραγούδια της περιοχής τους. «Όσοι
έχετε κασετόφωνο» είπα «βάλτε τον παππού ή τη γιαγιά να σας τραγουδήσουν ένα
τραγούδι ή φέρτε κασέτες με δημοτικά τραγούδια που ακούτε στις γιορτές, έστω
γράψτε τους στίχους από ένα τραγούδι της περιοχής». Είχα σκοπό μάλιστα να
φτιάξουμε μια μικρή συλλογή και να κάνουμε μια υποτυπώδη έκδοση, για την
βιβλιοθήκη του σχολείου πιο πολύ, μια εμπειρία για τα παιδιά. Την επόμενη
εβδομάδα, την μέρα που είχαμε ορίσει, ήρθαν όλα το καθένα με το τραγούδι του.
Είχα πάρει κι εγώ μαζί μου το παλιό κασετόφωνο και μια κασέτα με δημοτικά από
τη Δόμνα Σαμίου και το Χρόνη Αηδονίδη, φωνές λατρεμένες και οι δυο. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"> Εκείνη την ημέρα δοκίμασα μια από τις
μεγαλύτερες εκπλήξεις –κακές εκπλήξεις- στη ζωή μου: τα τραγούδια που είχαν
διαλέξει τα παιδιά να απαγγείλουν ή να τα βάλουν να τα ακούσουμε, πόρρω απείχαν
από την λαϊκή δημιουργία, την ντόπια παράδοση. Ούτε ένα νανούρισμα, ούτε ένα
νυφιάτικο, τίποτε. Πανηγυριώτικα της εποχής, τραγουδισμένα από φωνές στριγκιές
και τσιριχτές μαζί, μπερδεμένοι ήχοι νησιώτικων με τα κλαρίνα των βουνών και άθλιοι
στίχοι, ανέμπνευστοι και φτηνοί, μακριά από την ομορφιά και τη λιτότητα που
ξέρουμε από το πραγματικό δημοτικό τραγούδι. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"> Θύμωσα πολύ. Αυτό που έβλεπα,
περισσότερο ακόμα κι από αυτό που άκουγα, δεν μου άρεσε καθόλου. Τα παιδιά
διασκέδαζαν, χειροκροτούσαν, επαναλάμβαναν τους στίχους και φυσικά θεωρούσαν
ότι αυτό που άκουγαν ήταν δημοτικό τραγούδι. Κι η Κοραλία ανάμεσά τους, που
σειόταν και λυγιόταν καθισμένη στην καρέκλα της και γέλαγαν τα πυκνά τσίνορα
απ’ τα οποία κρέμονταν χιλιάδες «όπα», που ονειρευόταν να πει στη ζωή της.
Έκοψα ένα τραγούδι στη μέση και προσπάθησα να εξηγήσω, όσο πιο ευγενικά
μπορούσα, ότι αυτά δεν είναι γνήσια δημοτικά τραγούδια και πως αυτό που τους
είχα ζητήσει ήταν να τους πουν οι γονείς τους και οι παππούδες τους τραγούδια της
περιοχής. Με κοίταζαν σαν να μην καταλάβαιναν τι τους έλεγα και κάποια ανάμεσά
τους μου ψέλλισαν «αυτά ακούμε εμείς εδώ, και στο χωριό και στη Λειβαδιά, αυτά
ακούμε». Τότε τους ζήτησα να κάνουν ησυχία, διάλεξα ένα όμορφο τραγούδι με τη
Δόμνα Σαμίου, τώρα πια δεν θυμάμαι ποιο ήταν, αλλά ήταν ένας χαρούμενος σκοπός
που σ’ έκανε να θες να σηκωθείς και να χορέψεις κι ας μην ήξερες τα βήματα. Σαν
τέλειωσε το τραγούδι, περήφανη που -έτσι νόμιζα- είχα κάνει τους μαθητές μου
συμμέτοχους σε μια μουσική ευωχία, ρώτησα: «Πέστε μου, παιδιά, τι διαφορά είχε
το τραγούδι που σας έβαλα εγώ από τα όσα ακούσαμε προηγουμένως;».</span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"> Δεν ήξερα πόσο δύσκολη ήταν η ερώτηση
που έκανα στα μικρά παιδιά, που δεν είχαν τα παραδοσιακά ακούσματα που είχα
θεωρήσει πως είχαν. Που είχαν μεγαλώσει κι αυτά με την τηλεόραση και που
άκουγαν ό,τι ακριβώς άκουγαν τα παιδιά της πόλης. Τότε πρόσεξα την Κοραλία. Δεν
μιλούσε. Κοιτούσε ίσια μπροστά της και με τα χέρια της έπλεκε και ξέπλεκε την
άκρη της κοτσίδας της. Σα να σκέφτονταν τα χέρια της, δούλευαν τις τουφίτσες
περνώντας τη μια μέσα στην άλλη και πάλι τις ξέλυναν… σαν να σκέφτονταν τα
χέρια της. Έβλεπα που κάτι ήθελε να πει, αλλά δεν ήταν έτοιμη, δεν έβρισκε τα
λόγια ίσως. Μου φάνηκε πως παιδευότανε. Άλλη φορά δεν την είχα δει έτσι.<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>Γύρισε τα μάτια της προς εμένα, έριξε το
βλέμμα της μέσα στα μάτια μου, λες κι ήθελε να μου δείξει τι έβλεπε, ακόμα πιο
πολύ να μου δείξει αυτό που ένιωθε και να βρω εγώ τις λέξεις να το πω για
‘κείνη. </span></div>
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;"> Έμεινε λίγο έτσι να με κοιτάει κι
έπειτα, αφήνοντας μισοτελειωμένη την κοτσίδα, όπως το συνήθιζε, χωρίς να
ζητήσει το λόγο, είπε δυνατά, καλύπτοντας ένα μουρμουρητό που είχε σηκωθεί στην
τάξη, καθώς κουβέντιαζαν τα παιδιά μεταξύ τους την ερώτηση: «δεν ξέρω να σου το
πω, κυρία, αλλά αυτό που έβαλες εσύ, να, εδώ μου, μέσα μου…»<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>και είχε μαζέψει τα χοντρά δυνατά δαχτυλάκια
της όλα μαζί, πέταλα ενός λουλουδιού που θα άνθιζε από ώρα σε ώρα και ακούμπησε
αυτήν ανθοδέσμη από δάχτυλα πάνω στο στέρνο της και την έσπρωχνε με μαλακά
χτυπήματα να μπει μέσα στη καρδιά της και να μου δείξει τι εννοούσε. Αυτό που
δεν μπορούσε να πει με τα λόγια, το έλεγαν τα λαλίστατα δάχτυλα και η κίνηση
πάνω στο στέρνο από ένα χέρι που έψαχνε το δρόμο για την καρδιά. «Εδώ μου, μέσα
μου» κι ήταν αυτό το «μου» δίπλα στο «εδώ», τόσο αταίριαστη σύνταξη, ένα λάθος
στην πραγματικότητα,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>που, όμως,<span style="mso-spacerun: yes;"> </span>έκανε τη φράση μοναδική, μια έκλαμψη ποίησης,
η λαϊκή δημιουργία που γύρευα να καταλάβουν τα παιδιά… «Εδώ μου, μέσα μου».<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Η Κοραλία, που δεν έπαιρνε τα
γράμματα.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Έχουν περάσει πια πολλά χρόνια. Τη
φέρνω συχνά στο νου μου την Κοραλία. Θα ‘χει πια δικά της παιδιά που θα
πηγαίνουν μάλλον στο ίδιο σχολείο. Και θέλω να πιστεύω πως έγινε ένας
ευτυχισμένος άνθρωπος. Και οι γύρω της επίσης.<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<br /></div>
<br />
<div align="right" class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: right;">
<span style="font-size: 12pt; line-height: 150%;">Μεγάλη Βδομάδα του 2012<o:p></o:p></span></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="line-height: 150%; margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;">
<br /></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<br /></div>
<br />
<div class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt;">
<br /></div>
</div>Μαρώhttp://www.blogger.com/profile/12390945134138828235noreply@blogger.com3