skip to main | skip to sidebar

Διηγήματα & νουβέλες

Μαρώ Τριανταφύλλου

Pages

  • Αρχική σελίδα
 
  • Αρχική
  • Σύνδεσμοι
    • Γράφοντας...
    • Η Εποχή

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

 

Έϊβαλα, έϊβαλα, ω!

Lotte Laserstein, Selbstporträt mit weissem Kragen, περ. 1923


     Το σπίτι στην Καλλιθέα το κληρονόμησα από μια θεία μου χωρίς να το περιμένω. Όταν με κάλεσε ο δικηγόρος στο άνοιγμα της διαθήκης, φαντάστηκα πως θα μου είχε αφήσει κανένα δαχτυλίδι για ενθύμιο και οπωσδήποτε τα λιγοστά βιβλία της, πολλά από τα οποία ήταν δικά μου δώρα. Το αγαπούσε το διάβασμα η μακαρίτισσα, ήταν γι’ αυτήν μια γλυκιά συντροφιά τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς της. Έτσι συχνά στις εβδομαδιαίες επισκέψεις μου, μαζί με τα γλυκά με στέβια –ο διαβήτης την ταλαιπωρούσε πολλά χρόνια– της έφερνα και κανένα βιβλίο, άλλοτε μια αισθηματική ιστορία, άλλοτε κανένα συναρπαστικό αστυνομικό. Αυτά τα τελευταία ήταν η αδυναμία της. Τα διάβαζε με πάθος, προσπαθώντας να βρει πρώτη τον δολοφόνο και συχνά έστηνε ολόκληρες συζητήσεις με τον ντεντέκτιβ του βιβλίου προσπαθώντας να του υποδείξει το λάθος δρόμο που είχε πάρει και να τον βοηθήσει να φτάσει γρηγορότερα στον ένοχο. Ήταν απόλαυση να την ακούς εκείνες τις ώρες. Το ’χα δει πολλές φορές με ηλικιωμένους που παρακολουθούν σειρές στην τηλεόραση, το καλύτερο παράδειγμα ταύτισης που μπορεί να σκεφτεί κανείς, αλλά με αναγνώστη ομολογώ πως δεν το είχα ξανασυναντήσει.

      Στο γραφείο του δικηγόρου βρήκα τα άλλα τέσσερα ανίψια της και τις δυο αναδεξιμιές της, για τις οποίες ήταν ιδιαιτέρως υπερήφανη – η μια δασκάλα σε πρότυπο δημοτικό της Αθήνας, η άλλη καλοπαντρεμένη με δυο παιδιά στη Θεσσαλονίκη, σε αντίθεση με μας, τα ανίψια εννοώ, που κατά τη γνώμη της, δεν είχαμε κάνει καλές επιλογές στη ζωή μας, ούτε  λεφτά αποκτήσαμε ούτε πετυχημένες καριέρες κάναμε και στο θέμα της οικογένειας, που την ενδιέφερε πολύ γιατί εκείνη έζησε «ανύπαντρη και άκληρη» όπως προσδιόριζε τον εαυτό της, μάλλον δεν τα είχαμε καταφέρει καλά. Ο Σταύρος και η Μαρία, η αδερφή του, είχαν ένα μικρό μίνι μάρκετ, η Λένα πότε δούλευε εδώ κι εκεί, πότε πάλευε με την ανεργία, ο Δήμος παρά τις σπουδές του στα οικονομικά είχε ένα μικρό συνεργείο ελαιοχρωματισμών και ζούσε με αξιοπρέπεια την οικογένειά του κι εγώ, η πλέον φέρελπις ανιψούλα της, με σπουδές και μεταπτυχιακά, που θα μπορούσα, όπως με είχε όνειρο, να έχω γίνει αξιωματικός στο στρατό ή την αστυνομία, είχα καταντήσει «υπαλληλίσκη  σε μια εταιρειούλα μεταφορών στη Νίκαια». Τα υποκοριστικά της μου έφερναν μεγάλη ευθυμία και ποτέ δεν την παρεξηγούσα, αντιθέτως έκανα πως άκουγα με προσοχή τις συμβουλές της για να βελτιώσω τα οικονομικά μου και κυρίως να βρω ένα καλό παιδί και να παντρευτώ να κάνω οικογένεια. Η καημένη η θεία… Δεν χρειαζόταν παρά λίγη αγάπη και αποδοχή. Της την έδινα με αφθονία μια φορά την εβδομάδα.

         Στη διαθήκη της βρήκαμε καλούδια για τον καθένα. Και χρήματα άφησε και ακίνητα και την πολύτιμη ευχή της μαζί με συμβουλές. Ένιωσα έκπληξη και ευγνωμοσύνη όταν άκουσα ότι μου άφηνε το διαμέρισμα στην οδό Αγίων Πάντων στην Καλλιθέα, όπου έζησε τα τελευταία 30 χρόνια της 85χρονης ζωής της με τον όρο να μην πετάξω τα βιβλία της και να ποτίζω τις γλάστρες της. Και οι υπόλοιποι θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι, αλλά δεν ήταν, εκτός από τη Λένα, που, φεύγοντας από το γραφείο του δικηγόρου, στο ασανσέρ που πήραμε οι δυο μας, μου έσφιξε συγκινημένη το χέρι και μου είπε «Αλαφρύ το χώμα που την σκεπάζει, όλους μας φρόντισε, μωρέ ξαδέρφη». Χωρίσαμε στην είσοδο, με την υπόσχεση να βρεθούμε το συντομότερο για ένα καφέ, ξέροντας και οι δυο ότι δεν θα πραγματοποιούσαμε ποτέ την υπόσχεση αυτή.

    Εγκαταστάθηκα στο σπίτι της θείας πέντε μήνες μετά, αφού τελείωσα με όλες τις γραφειοκρατικές υποχρεώσεις και έκανα τις απαραίτητες ανακαινίσεις. Η Καλλιθέα μού ήταν πάντα μια αγαπητή περιοχή και χάρηκα που εγκαταστάθηκα σ’ αυτήν. Η πολυκατοικία ήταν παλιά, κατασκευή του 1968, και οι ένοικοι το ίδιο γερασμένοι με το κτίριο. Με εξαίρεση ένα νιόπαντρο ζευγάρι στο ισόγειο, όλοι οι υπόλοιποι ήταν πάνω από εξήντα χρόνων, με πολλές ιδιοτροπίες και γεμάτοι καχυποψία. Δυσκολεύτηκα να πάρω απάντηση στις καλημέρες που τους απηύθυνα, μολονότι κάποιοι με ήξεραν, εξ όψεως τουλάχιστον, από την εποχή που ερχόμουν να δω την θεία,  αλλά με επιμονή και υπομονή κατόρθωσα να αποκτήσω μια τυπικά καλή σχέση με όλους, εκτός από τους κατοίκους του ρετιρέ που με κοιτούσαν πάντα με μια δυσεξήγητη μοχθηρία. Τι να πω;

      Από τις πρώτες μέρες της εγκατάστασής μου, μού κίνησε το ενδιαφέρον κάτι που μου φάνηκε παράξενο: τα βράδια, από τον φωταγωγό του μπάνιου ερχόταν μια γυναικεία φωνή που τραγουδούσε το γνωστό τραγούδι «Μενεξέδες και ζουμπούλια». Μια ζεστή, γεμάτη φωνή, που τραγουδούσε σωστά την κάθε νότα. Η άγνωστη γυναίκα το τραγουδούσε πολλές-πολλές φορές συνέχεια, κάθε φορά με διαφορετικό ύφος, λες και μέσω του τραγουδιού έστελνε μηνύματα σε κάποιον άγνωστό μου παραλήπτη, μιλούσε και οι λέξεις της ήταν οι παραλλαγές στην εκτέλεση του τραγουδιού. Προσπάθησα να εντοπίσω το διαμέρισμα και κατέληξα ότι ήταν το ακριβώς κάτω από μένα, του οποίου την ένοικο δεν είχα ακόμη γνωρίσει. Κάθε βράδυ γύρω στις δέκα η γυναίκα αυτή άρχιζε να τραγουδά το «Μενεξέδες και ζουμπούλια» επιμένοντας ιδιαίτερα στο ρεφρέν «έϊβαλα, έιβαλά, ω, / μόνο εσένα αγαπώ».  Όλες τις υπόλοιπες ώρες από το διαμέρισμα αυτό δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος, λες και ήταν ακατοίκητο. Μυστήριο!  Το  θέμα άρχισε να με απασχολεί πολύ· ήθελα οπωσδήποτε να γνωρίσω την γειτόνισσα, για την οποία, περιέργως, η μακαρίτισσα η θεία μου δεν είχε αναφέρει κάτι, παρόλο που για πολλούς συνενοίκους της μου έκανε κουβέντες και παράπονα – ήταν ο μόνος της κόσμος άλλωστε για χρόνια.

    Μια Κυριακή μεσημέρι, καθώς άπλωνα στο πίσω μπαλκονάκι, που βλέπει στον ακάλυπτο, μου έπεσε ένα κεντητό πετσετάκι. Ο ακάλυπτος ήταν σιχαμερός, γεμάτος βρωμιές και περιττώματα από γάτες, αλλά οι ένοικοι αρνούνταν να πληρώσουν για να τον ευπρεπίσουν, ούτε καν τους πέρναγε από το νου ότι ήταν εστία μόλυνσης. Όταν το είδα να πέφτει με έπιασε πανικός. Πώς θα κατέβαινα μέσα σε κείνο το βούρκο να το μαζέψω; Να το καθαρίσω μετά; Αλλά ήταν ένα τόσο αγαπημένο κειμήλιο από την γιαγιά μου που θα έκανα οτιδήποτε για να το ανακτήσω. Ωστόσο στάθηκα τυχερή. Το πετσετάκι ανέμισε στο αέρα και έπεσε απλωτό στα σχοινιά της απλώστρας του από κάτω διαμερίσματος, πάνω στα οποία δεν είχα δει ποτέ να απλώνουν έστω και ένα ρούχο. Χάρηκα τόσο πολύ με την εξέλιξη, χάρηκα επίσης και γιατί ήταν μια ωραία ευκαιρία να γνωρίσω την γειτόνισσα.

    Κατέβηκα και χτύπησα όσο πιο διακριτικά μπορούσα το κουδούνι. Άφησα να περάσουν δυο τρία λεπτά και επανέλαβα το χτύπημα λίγο δυνατότερα. Ήμουν έτοιμη να φύγω – ίσως έλειπε, ίσως κοιμόταν, ίσως απλώς δεν ήθελε να ανοίξει. Σκέφτηκα να ετοιμάσω ένα σημείωμα και να το πετάξω κάτω από την πόρτα της. Θα την παρακαλούσα να πάρει από τα σχοινιά το πετσετάκι και θα της έδινα το τηλέφωνό μου για να συνεννοηθούμε πότε και πώς θα το έπαιρνα πίσω. Ωστόσο δεν χρειάστηκε. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε διστακτικά, καχύποπτα και στο στενό άνοιγμα διέκρινα μια γυναικεία σιλουέτα και το μισό περίπου ενός προσώπου. «Με συγχωρείτε πολύ» είπα χαμηλόφωνα και όσο πιο ευγενικά μπορούσα, «μένω από πάνω, άπλωνα και μου έπεσε ένα πετσετάκι στην απλώστρα σας. Θα μπορούσατε να μου το δώσετε; Και πάλι συγγνώμη για την ενόχληση…». Δεν είπε τίποτε. Έκλεισε την πόρτα αφήνοντάς με να στέκω αμήχανη – να περιμένω ή να φύγω; Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ούτε λεπτό δεν είχε περάσει καλά-καλά η πόρτα ξανάνοιξε, λίγο περισσότερο αυτή τη φορά. Η γυναίκα στάθηκε πάλι μισοκρυμμένη στο άνοιγμά της και μου έτεινε το πετσετάκι. Έκανα να το πάρω, αλλά πριν προλάβω, τράβηξε το χέρι της, το σήκωσε  λίγο, έφερε το κεντημένο πανί περίπου στο ύψος των ματιών και το κοίταξε με προσοχή αλλά χωρίς να πει λέξη. Είδα στα μάτια της μια λάμψη θαυμασμού προφανώς για το κέντημα. «Είναι της γιαγιάς μου», είπα. «Παραδοσιακό μικρασιάτικο μοτίβο, η γιαγιά μου ήταν πρόσφυγας». Κούνησε το κεφάλι της και πάντα σιωπηλή, μου έδωσε το πετσετάκι και έκλεισε την πόρτα της.

    Δεν είχα προλάβει να ανέβω τέσσερα-πέντε σκαλοπάτια, όταν η πόρτα ξανάνοιξε και άκουσα πίσω μου τη φωνή με το γνωστό ηχόχρωμα να μου λέει κάπως δειλά και με δυσκολία: «Τρώτε μηλόπιτα;» Γύρισα ξαφνιασμένη με ένα μεγάλο χαμόγελο, προσπαθώντας να κρύψω την έκπληξή μου για την έκβαση. Η γυναίκα επανέλαβε «Τρώτε μηλόπιτα; Έφτιαξα το πρωί, αν έχετε λίγο χρόνο, ελάτε να σας κεράσω ένα κομμάτι».



Mary Cassatt, Lydia at a Tapestry Frame, περ. 1881. 

    Έτσι άρχισε η σχέση μου με τη Λουκία. Η λέξη «σχέση» μάλλον δεν περιγράφει ακριβώς την κατάσταση. Για πάνω από ένα χρόνο περνούσαμε ένα δυο απογεύματα το μήνα μαζί πίνοντας καφέ και τρώγοντας γλυκιές πίτες που φαίνεται ότι αποτελούσαν το βασικό φαγητό της. Όσες φορές κι αν την κάλεσα να έρθει στο δικό μου αρνήθηκε. Έμοιαζε να μην βγαίνει καθόλου από το σπίτι της, αν και αυτό ήταν αδύνατο. Δεν ήταν άνθρωπος της τεχνολογίας, κάπως έπρεπε να ψωνίζει, να πληρώνει λογαριασμούς, να πάει σε ένα γιατρό – και είχε κάποια προβλήματα υγείας, οι πνεύμονές της ήταν αδύναμοι και η καρδιά της έκανε τακτικά αρρυθμίες.

    Η Λουκία ήταν γύρω στα 65. Τουλάχιστον τόσο την υπολόγιζα από κάποια πράγματα που μου είχε πει, γιατί η αλήθεια είναι ότι έμοιαζε αρκετά μεγαλύτερη. Το πρόσωπό της ήταν περισσότερο σπασμένο απ’ ό,τι ταίριαζε στην ηλικία της, κουρασμένο, βαρύ. Ρυάκια ρυτίδων χαράκωναν ανελέητα το  λεπτό, λευκό δέρμα, τα χείλη της, που κάποτε πρέπει να ήταν σαρκώδη και κόκκινα, ήταν πια μια ακανόνιστη καφετιά γραμμή. Πρέπει να υπήρξε όμορφη. Μερικές στιγμές αναδυόταν στην έκφρασή της μια αόριστη ανάμνηση νεότητας, κάποια ξεχασμένα ψήγματα ομορφιάς από μια παλιότερη φάση της ζωής της, μια εποχή χαρούμενη, που είχε μέσα της ανθρώπους, αγάπη και κίνηση.

    Ήταν λιγομίλητη, οι περισσότερες συζητήσεις μας περιστρέφονταν γύρω από τα αγαπημένα της σήριαλ στην τηλεόραση και τις πιθανές εξελίξεις των υποθέσεων. Έβλεπε πολλές ώρες την ημέρα τηλεόραση. Τις υπόλοιπες ασχολιόταν με το νοικοκυριό. Το σπίτι ήταν πεντακάθαρο, η πάστρα του όμως  δεν φαινόταν με μια πρώτη ματιά. Αντίθετα, όταν πρωτόμπαινες, μπορεί να το θεωρούσες ένα εγκαταλειμμένο διαμέρισμα και σ’ αυτό έφταιγε το σκοτάδι που επικρατούσε και οι κλειστές  πόρτες. Η Λουκία δεν ανέβαζε ποτέ τα ρολά, ζούσε μέσα στη σκοτεινιά και τις σκιές των παλιομοδίτικων βαριών ξύλινων επίπλων. Για να είμαι ειλικρινής, την πρώτη μέρα που μπήκα στο σπίτι της, ένιωσα ένα σφίξιμο, σα να είχε σταματήσει η ζωή εκεί μέσα και η Λουκία περιφερόταν σκιά ανάμεσα σε σκιές αναζητώντας κάτι που ίσως πια να μην υπήρχε.

    Της άρεσε το κέντημα και ήξερε χιλιάδες πράγματα για βελονιές και τσεβρέδες και λινομέταξα υφάσματα ειδικά για το κέντημα. Μου είχε εξομολογηθεί πως όταν ήταν νεότερη κεντούσε πολύ αλλά  τα είχε πια παρατήσει γιατί δεν την βοηθούσαν τα μάτια της. Μάλλον ψέματα μου έλεγε. Πάνω στο τραπέζι της κουζίνας όπου πίναμε καφέ, είχα δει αποκόμματα παλιών κιτρινισμένων εφημερίδων, από εκείνες με τα πολύ μικρά στοιχεία, και γυαλιά πρεσβυωπίας. Ωστόσο άλλη ήταν η σπουδαιότερη απόδειξη πως ασχολιόταν ακόμη με το κέντημα και ας μην ήθελε να το παραδεχτεί για κάποιον δικό της λόγο.  Η Λουκία φορούσε πάντα μαύρα. Συνήθως μακριές στενές μαύρες πλεχτές φούστες και πουκάμισα μαύρα κοντομάνικα ακόμα και το χειμώνα. Το καλοκαίρι, στις μεγάλες ζέστες, άλλαζε τα πουκάμισα με μαύρα φανελάκια που άφηναν να φαίνονται τα αδύνατα, σχεδόν σκελετωμένα μπράτσα της. Μια δυο φορές την είχα δει επίσης  με μαύρες λινές φαρδιές ρόμπες. Έπλεε άκομψα μέσα τους το λιπόσαρκο ψηλό κορμί της, αλλά δεν ήταν γυναίκα που φρόντιζε τον εαυτό της και την εμφάνισή της. Πάνω στα ρούχα της ωστόσο έβλεπα συχνά ένα στολιδάκι, ένα κέντημα με μαύρη κλωστή, που δεν υπήρχε την προηγούμενη φορά, σημάδι πως το είχε κεντήσει πρόσφατα, όχι από κοκεταρία αλλά από τη λαχτάρα να πιάσει στα χέρια της βελόνα και κλωστές. Σιγά σιγά οι λινές ρόμπες γέμιζαν με μικρά κεντήματα από μαύρη κλωστή, στο γιακά του ενός από τα πουκάμισά της είδα ένα άτολμο αλλά πολύ όμορφο κοφτό. Δεν έλεγα τίποτε. Καταλάβαινα ότι δεν έπρεπε να το σχολιάσω, ήταν κάτι πολύ δικό της που ήθελε να περνάει απαρατήρητο.

    Ένα ανοιξιάτικο πρωινό που είχα άδεια βγήκα να καθαρίσω το μπαλκόνι και να ποτίσω τις γλάστρες της μακαρίτισσας της θείας, που είχαν γίνει πια «οι γλάστρες μου». Με έκπληξη είδα τη Λουκία να διασχίζει το δρόμο και να απομακρύνεται με γοργά, κοφτά βήματα. Με τα ίδια ρούχα – τη μακριά στενή πλεχτή φούστα, το κοντομάνικο πουκάμισο, τις χαμηλές παλιές γοβίτσες.  Στο δεξί χέρι είχε τυλιγμένο ένα μαύρο σακάκι και στα δάχτυλα του ίδιου χεριού έσφιγγε το κοντό λουρί μια μαύρης κάπως μεγάλης τσάντας. Στο άλλο χέρι κρατούσε μια πλαστική τσαντούλα ανάμεσα από τα χερούλια της οποίας έβγαιναν τα κορφόφυλλα ενός βασιλικού.  Ένα μαύρο ψάθινο καπέλο με μικρό γείσο στηριγμένο στο κεφάλι με λάστιχο που πέρναγε κάτω από το σαγόνι σκέπαζε τα λιγοστά κακοκομμένα γκρίζα μαλλιά της και μεγάλα παλιομοδίτικα γυαλιά κάλυπταν τα μάτια της. Πρώτη φορά την έβλεπα έξω από το διαμέρισμά της, πρώτη φορά έβλεπα το τόσο αδύνατο σώμα της, σα μακρύ ξερό κλαδί, στο φως. Δεν αναρωτήθηκα πού πήγαινε. Μου ήταν αρκετό που την είδα να πηγαίνει.  Το πού ήταν δική της δουλειά.

    Και κάθε βράδυ την άκουγα να τραγουδά ξανά και ξανά το ίδιο τραγούδι, το ίδιο τετράστιχο δεκάδες φορές  και το ρεφρέν ακόμα πιο πολλές

Μενεξέδες και ζουμπούλια
και θαλασσινά πουλιά
αν ιδείτε το πουλί μου
χαιρετίσματα πολλά

Έι-βαλα έι-βαλα ω
πάμε γιαλό-γιαλό
έι-βαλα έι-βαλα ω
μόνο εσένα αγαπώ

 

    Η ψυχή μου γέμιζε μια αόριστη θλίψη ακούγοντάς την, ενώ  μια συμπάθεια που όλο και μεγάλωνε και έμοιαζε με αγάπη, πλημμύριζε την καρδιά μου γι’ αυτήν.

Μια φορά τόλμησα να τη ρωτήσω για το τραγούδι. Δεν μου απάντησε τίποτε κι έκανε πάνω από δυο βδομάδες να μου αφήσει σημείωμα πως με περιμένει το επόμενο απόγευμα για καφέ. Έτσι συνενογιόμασταν. Με σημειώματα που  άφηνε κάτω από την πόρτα μου.

Lotte Laserstein, Ich und mein Modell (I and My Model), 1929–30

Ένα πρωί την ώρα που έφευγα για τη δουλειά, βρήκα τον διαχειριστή στην είσοδο. Ήταν ένα συμπαθητικό γεροντάκι, συνταξιούχος μάγειρος στο ναυτικό, που η διαχείριση της πολυκατοικίας είχε δώσει πάλι νόημα στη ζωή του. Ήταν κουτσομπόλης, αλλά τα σχόλιά του δεν είχαν κακία και πάντως δεν ήταν ενοχλητικός και πιεστικός. Μάθαινε άτεχνα κάνα δυο σταγόνες ασήμαντων πληροφοριών  και τις περιέφερε για μέρες χαρούμενος στους ενοίκους της πολυκατοικίας με ύφος θριαμβευτικό. «Ο κυρ-Νίκος στον τρίτο, ξέρεις, παντρεύει το κορίτσι του μ’ ένα καλό παιδί. Από την Κρήτη. Έχει ελιές στο Ρέθυμνο ο γαμπρός» και περίμενε να απολαύσει την έκφραση του συνομιλητή του, το θαυμασμό του για τα πόσα ξέρει ο δαιμόνιος διαχειριστής. Αν μάλιστα ο άλλος είχε όρεξη για τέτοιου είδους κουβέντα, το γλέντι συνεχιζόταν για ώρα. Δεν πρέπει να με συμπαθούσε πολύ, γιατί σπάνια έδινα σημασία στις πληροφορίες του. Μόλις με είδε να βγαίνω από το ασανσέρ, με καλημέρισε βιαστικά και μου είπε «εσένα περίμενα».  Πριν προλάβω να τον ρωτήσω το λόγο, συμπλήρωσε. «Δηλαδή όχι μόνο εσένα, αλλά εσύ είσαι από τους λίγους που δεν βρήκα εχτές. Σχολάς αργά τον τελευταίο καιρό… Κοίτα, πρόκειται για τον ακάλυπτο, μην κάνω τώρα συνελεύσεις και τέτοια. Άσε που έρχονται ελάχιστοι και…». Βιαζόμουν να προλάβω το λεωφορείο και τον έκοψα «Περί τίνος πρόκειται, κύριε Σταύρο;». «Να, μωρέ, για τον ακάλυπτο… Δεν πάει άλλο η κατάσταση… Κι εσύ μου το ’λεγες τις προάλλες, πότε ήταν… Πήρα μια καλή προσφορά, ένα συνεργείο εδώ στη γειτονιά, θα τακτοποιήσει όλες τις βλάβες στους σωλήνες, θα στρώσει τσιμέντο γύρω-γύρω και στη μέση θα βάλουμε κάνα δυο δεντράκια και μια τριανταφυλλιά… μου την έδειξαν, μια τριανταφυλλιά, κάτι τριαντάφυλλα νααα…» και ένωσε τις δυο παλάμες απλωτά για να μου δείξει το μέγεθος. Κατάλαβα ότι η τριανταφυλλιά τον ενδιέφερε περισσότερο και χαμογέλασα. «Εγώ τι μπορώ να κάνω γι’ αυτό;» τον ρώτησα. «Να υπογράψεις εδώ ότι συμφωνείς και θα πληρώσεις το μερίδιό σου σε έξι δόσεις» και άπλωσε ένα τσαλακωμένο χαρτί κι ένα στυλό για να υπογράψω. Το έκανα πρόθυμα. Τον ευχαρίστησα μάλιστα για την πρωτοβουλία, που ήταν απαραίτητη για την υγεία των ενοίκων, κι έκανα να φύγω αλλά με σταμάτησε πάλι «Θα το πεις και στη φίλη σου;». Τον κοίταξα χωρίς να καταλαβαίνω τι μου ζητούσε. «Μπορείς να ενημερώσεις και τη Λουκία στο δεύτερο, από κάτω σου; Ξέρω ότι βλέπεστε. Δεν έχει σχέσεις με κανέναν άλλον από μας τα δέκα χρόνια που μένει εδώ. Δεν την βλέπουμε ποτέ και ποτέ δεν ανοίγει την πόρτα της. Εσύ όμως έχεις τακιμιάσει μαζί της, οπότε μπορείς να την ενημερώσεις; Ξέρεις, είναι το οικονομικό στη μέση. Πρέπει να έχω την συγκατάθεσή της, να ξέρω ότι θα πληρώσει… Δεν ξέρω πώς ζει, αν έχει καμιά σύνταξη, τα κοινόχρηστα τα πληρώνει κανονικά βέβαια, αφήνει το ποσό στο χαλάκι της τη μέρα που γράφει ο λογαριασμός ότι θα περάσω να τα μαζέψω κι εγώ της αφήνω την απόδειξη. Αλλά ξέρω ’γω… με τέτοια κρίση, θα μπορεί να πληρώνει για τον ακάλυπτο; όχι πως το ποσό είναι μεγάλο, αλλά, ξέρω ’γω, με καταλαβαίνεις….». Προφανώς περίμενε να σχολιάσω κάτι απ’ όσα μου είπε, μάλλον περίμενε καμιά πληροφορία για την Λουκία, που προφανώς το μυστήριο της ζωής της ιντριγκάριζε τους κατοίκους της πολυκατοικίας. «Θα το πω, αλλά δεν ξέρω πότε θα ιδωθούμε» είπα, τονίζοντας το «ιδωθούμε» ως σχόλιο στο δικό του «βλέπεστε».

    Αργά το απόγευμα, πέταξα κάτω από την πόρτα της ένα σημείωμα «Είναι ανάγκη να σε δω για λίγο. Ένα ζήτημα της πολυκατοικίας· επείγον. Μαίρη». Πρώτη φορά έπαιρνα την πρωτοβουλία της συνάντησης. Λίγο μετά άκουσα το κουδούνι. Άνοιξα χωρίς να ρωτήσω και είδα τη Λουκία στην πόρτα μου. Δυσκολεύτηκα να συγκρατήσω την έκπληξή μου. Άνοιξα διάπλατα την πόρτα και την κάλεσα να περάσει.  «΄Όχι, όχι» μου είπε κουνώντας δεξιά κι αριστερά το κεφάλι για να τονίσει την άρνηση. «Αύριο, έλα εσύ, αύριο είναι Σάββατο κι είπες πως αυτό το Σάββατο δεν θα δουλέψεις, έλα κατά τις δέκα». Ποτέ δεν είχαμε ξαναβρεθεί πρωί.

    Την επόμενη, πράγματι, την επισκέφθηκα, όπως το είχαμε κανονίσει. Η αλήθεια ήταν πως πράγματι δεν ήξερα τίποτε ουσιαστικό για την ζωή της, δεν μου είχε διηγηθεί ποτέ μια ιστορία από το παρελθόν της, κάτι απλό έστω, μια παιδική ανάμνηση, μια εκδρομή, κάποια Χριστούγεννα. Δεν αναφερόταν ποτέ στην οικογένειά της, τι δουλειά έκανε, αν δούλευε κάποτε βέβαια, ένα όνομα έστω. Λες και  είχε διαγράψει το παρελθόν, όχι, λάθος αυτό, λες και είχε ανοίξει μια ασφαλή κρύπτη και το είχε καταχωνιάσει εκεί μέσα, έπειτα έκλεισε, διπλομαντάλωσε την πόρτα και πέταξε το κλειδί μεσοπέλαγα. Πρώτη φορά, εκείνο το πρωινό, σκέφτηκα ότι δεν είχα δει ποτέ μια φωτογραφία στο σπίτι της, αλλά ούτε και το σπίτι της είχα δει ποτέ πραγματικά. Έμπαινα στο μικρό χωλ, στο οποίο έφεγγε  ένα υποτυπώδες φως από κάποιο παλιό λαμπατέρ, τόσο όσο να μην δυσκολεύει την κίνηση το σκοτάδι, να μην πέφτει ο επισκέπτης στο φαρδύ, στρογγυλό ξύλινο τραπεζάκι του καφέ που πάνω είχε ένα παλιομοδίτικο βάζο μουράνο χωρίς λουλούδια και στις δυο σκαλιστές πολυθρόνες, που υποψιαζόμουν πως το βασικό χρώμα της στόφας τους  ήταν το μουσταρδί. Εκείνη περνούσε μπροστά και με οδηγούσε στην κουζίνα, πάντα νοικοκυρεμένη, με ένα ελαφρύ άρωμα κανέλλας, που την χρησιμοποιούσε σε μεγάλες ποσότητες στις γλυκές πίτες της, γιατί έλεγε είναι μια μυρωδιά αθώα, παιδική και μπορεί να σκεπάσει κάθε κακή μυρωδιά. Άναβε το φως, μια λάμπα πυράκτωσης που έστελνε κιτρινωπές ακτίνες στο χώρο και καθόμασταν στο τραπέζι, στις κάπως άβολες καρέκλες με κάθισμα από ψάθα και ψηλή πλάτη. Κάθε φορά που πήγαινα το τραπέζι ήταν σκεπασμένο με λευκό τραπεζομάντιλο από καλό λινό ύφασμα. Κάθε φορά ένα άλλο λευκό τραπεζομάντιλο με κομψό λευκό κέντημα στις άκρες, ποτέ στη μέση. Θαύμαζα το αστραφτερό λευκό, σαν να ’ταν πρώτη φορά που το ’ριχνε πάνω στο τραπέζι κι ας ήταν φανερό πως είχε πολλές φορές σκεπάσει το τραπέζι της μ’ αυτά. Το φανέρωνε η φυσική φθορά από την χρήση και τα πλυσίματα εδώ κι εκεί. Ωστόσο ποτέ δεν είχα δει απλωμένα στο μπαλκόνι της του ακάλυπτου, παρόλο που υπήρχε η απλώστρα με καλοτεντωμένα τα σχοινιά.  Στο νεροχύτη δεν υπήρχαν ποτέ πιάτα, το πάτωμα ήταν σφουγγαρισμένο με επιμέλεια, τα τζάμια του μεγάλου παράθυρου, που τα κάλυπτε λευκή κεντημένη στο χέρι κουρτίνα, ελάχιστα τραβηγμένη στην άκρια για να αφήνει να μπαίνει μια λωρίδα φυσικού φωτός, άστραφταν. Άλλο από το σπίτι της δεν ήξερα. Όπως δεν ήξερα τίποτε γι’ αυτήν. Γιατί τραγουδούσε συνεχώς το ίδιο τραγούδι κάθε βράδυ; Γιατί το ρεφρέν τόσες φορές; Μέσα στο μυαλό μου έψαχνα τρόπους να μεταφέρω την συζήτηση με τον διαχειριστή χωρίς να την προσβάλω ή να της δώσω την εντύπωση ότι προσπαθώ να μάθω γι’ αυτήν πράγματα που δεν ήθελε να μου πει.

— Χτες είδα τον διαχειριστή… θέλουν να επισκευάσουν τον ακάλυπτο, άρχισα.

— Καιρός ήταν, μου είπε αμέσως λες και ήταν κάτι που την απασχολούσε πολύ. Όσα χρόνια είμαι εδώ είναι ένας βούρκος και από πέρυσι η κατάσταση έχει χειροτερέψει, μυρίζει τα καλοκαίρι με την ζέστη.

— Δηλαδή συμφωνείς. Γιατί πρέπει να υπογράψεις. Το κόστος θα είναι σχετικά μεγάλο. Θα το μοιράσουν ανάλογα με τα χιλιοστά κάθε διαμερίσματος και θα το πληρώσουμε σε έξι δόσεις.

— Πες του πως δεν έχω καμιά αντίρρηση. Έχω φτιάξει γλυκιά κολοκυθόπιτα, να σου βάλω ένα κομμάτι; Καλή έγινε, νομίζω. Έφαγα χτες για βραδινό.

Έβγαλε το ταψί να κόψει το κέρασμα και είδα πως έλειπε μια λεπτή φετούλα.

— Αυτό μόνο έφαγες για βραδινό; τη ρώτησα.

— Ναι, δεν πεινούσα και πολύ, γενικά δεν τρώω πολύ, θα το ’χεις καταλάβει, μου είπε.

Χαμογέλασα.

— Χαίρομαι που συμφωνείς… Ξέρεις, ο διαχειριστής αναρωτιόταν μήπως δυσκολεύεσαι με το οικονομικό…

—Όχι, τα καταφέρνω, εντάξει. Έχω ένα εισόδημα  από τον πατέρα μου, ένα ενοίκιο είναι δηλαδή από ένα γραφείο στον Πειραιά και από μια παλιά  ασφάλεια παίρνω μια  μικρή σύνταξη. Το βλέπεις, έξοδα δεν έχω, το σπίτι είναι δικό μου, δεν πληρώνω ενοίκιο… Χτες είδες τις «Μέλισσες»;

    Πρώτη φορά που έλεγε κάτι για τον εαυτό της. Είπα ένα γρήγορο «ναι» για να μην αλλάξουμε συζήτηση και τόλμησα μια ερώτηση: «Εσύ δεν δούλευες πουθενά; Θέλω να πω, πώς και δεν έχεις δική σου σύνταξη;». Δεν απάντησε για ώρα. Ένιωσα το κλίμα βαρύ. Πήρα μια κουταλιά από την πίτα και έκανα ένα επαινετικό σχόλιο, προσπαθώντας να ανακτήσω την επικοινωνία μας. Γύρισε και με κοίταξε. Μου φάνηκε πως χαιρόταν που με έβλεπε να τρώω την πίτα της. Σηκώθηκε και έκοψε ένα μικρό κομμάτι για την ίδια. Κάθισε πάλι και έφαγε κι εκείνη μια κουταλιά. Ανάγλειψε τα χείλη της και χαμογέλασε. «Πώς χάρηκε όταν έμαθα να φτιάχνω τούτη την πίτα…».

— Ποιος;

    Άφησε πάλι λίγη ώρα σιωπής. Έτρωγα την πίτα μόνο και μόνο για να μην την κοιτάζω και αισθανθεί άβολα. Για να της δώσω χρόνο να συνεχίσει. Ξαφνικά άρχισε να ξύνει νευρικά με τα κοντά νύχια της το τραπεζομάντιλο, κόλλησε τα μάτια στον τοίχο, ακούμπησε τα δόντια της στο κάτω χείλος χωρίς διάθεση να το δαγκώσει κι έπειτα, εκεί που δεν το περίμενα μου απηύθυνε αυτή μια ερώτηση:

— Έχεις ερωτευτεί ποτέ;

— Δεν ξέρω, της απάντησα με ειλικρίνεια. Είχα κάποιους δεσμούς, ένιωσα έλξη για τους άντρες με τους οποίους σχετίστηκα, ενδιαφέρον, ίσως και αγάπη αλλά αυτά που διαβάζω, το πάθος η ζαλάδα, να είναι ένας άνθρωπος το κέντρο του κόσμου, όχι, ποτέ…

— Ο κόσμος ολόκληρος να έχει το σχήμα του… εγώ ερωτεύτηκα, έτσι… Ήμουν 23 χρονώ. Όμορφη; Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι. Ο πατέρας μου με έλεγε «ομορφιά μου», αλλά πατέρας μου ήτανε, οι γονείς συνήθως νομίζουν πως τα παιδιά τους είναι τα ομορφότερα πλάσματα στον κόσμο. Και το δικό μου το παιδί έτσι το έβλεπα, το ομορφότερο κοριτσάκι στον κόσμο και το καμάρωνα.

    Και πήρε να σιγομουρμουρίζει

έι-βαλα έι-βαλα ω
μόνο εσένα αγαπώ

 

    Ομολογώ ότι ταράχτηκα. Ούτε καν μου είχε περάσει από το νου ότι μπορεί να είχε άντρα, παιδί, μια οικογένεια δική της. Φανταζόμουν μάλιστα ότι ήταν μια γυναίκα μόνη, ανέραστη, πάντα σχεδόν έγκλειστη από επιλογή στο σκοτεινό διαμέρισμα, αυτό ή κάποιο άλλο, χωρίς φίλους, χωρίς δραστηριότητες. Περίμενα με αγωνία να συνεχίσει και ντρέπομαι, αλλά οφείλω να το ομολογήσω είχα πια μεγάλη περιέργεια, όπως αυτή που μας γεννιέται περιμένοντας την εξέλιξη μιας αστυνομικής ιστορίας.

— … τον ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά. Μόλις μπήκε στο μαγαζί μου, μόλις άνοιξε το στόμα του και μου είπε τι ήθελε, μια παραγγελιά της αδελφής του, κλωστές και ένα πακέτο βελόνες με χοντρή μύτη νούμερο 22.

 

    Σταμάτησε και με κοίταξε. «Δεν ξέρεις εσύ από αυτά, έτσι; Εγώ είχα πάντα μεγάλη αγάπη στο κέντημα. Στα ‘χω πει ξανά, μου φαίνεται. Ήμουν επιδέξια κεντήστρα, όχι μηχανές και τέτοια, με το χέρι, μετρητό… έχω στα ντουλάπια μου εκατοντάδες κεντήματα. Ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός, με το εφάπαξ μού άνοιξε ένα μαγαζί με είδη για κέντημα. Πουλούσα κλωστές, τσεβρέδες, σταμπωμένα πανιά για να τα κεντούν οι γυναίκες που δεν ήξεραν μετρητό ή βαριόντουσαν το μέτρημα. Ήταν μικρό μαγαζί αλλά από τα καλύτερα και πιο ενημερωμένα στο είδος του σ’ ολόκληρη την Αθήνα, ερχόντουσαν σε μένα κι από άλλες γειτονιές να ψωνίσουν». Μιλούσε με νοσταλγία, σχεδόν με αγάπη. Μου φάνηκε μάλιστα πως είδα ένα υποτυπώδες χαμόγελο να ροδίζει στα χείλη της αλλά έσβησε γρήγορα. Σήκωσε το φλυτζάνι με το κακάο που είχε φτιάξει για τον εαυτό της, το έφερε αφηρημένα στο ύψος του στόματος αλλά το άφησε εκεί για αρκετά δευτερόλεπτα χωρίς να πιει μια γουλιά. Το ξανάβαλε πίσω στο πιατάκι του και σταύρωσε τα χέρια της πάνω στο τραπέζι. Πρώτη φορά πρόσεχα πως είχε ιδιαίτερα ευγενικούς τρόπους, άγγιζε το φλυτζάνι με φινέτσα, έκοβε τις πίτες με επιδεξιότητα, σέρβιρε με χάρη. Μια οικοδέσποινα, μια κυρία. Πρώτη φορά την έβλεπα πραγματικά. Ίσως η πόρτα που είχε ανοίξει στο μυστήριό της με έκανε και μένα προσεκτικότερη, καθάριζε τη ματιά μου. Δεν είχα μπροστά μου ένα ενδιαφέρον αίνιγμα αλλά έναν άνθρωπο με ιστορία. Δεν άντεξα και τη ρώτησα «Τον ξαναείδες;»

— Ξανάρθε λίγες μέρες αργότερα. Τον παντρεύτηκα έξι μήνες μετά. Δεν… Πονούσε το κορμί μου όταν ήταν μακριά μου. Άδειαζε η ψυχή μου όταν δεν ήταν δίπλα μου, να τον βλέπω, να τον αγγίζω, να τον ακούω να μιλάει. Μόνο αυτός υπήρχε, όλα τα άλλα, όλοι οι άλλοι με ενοχλούσαν, με εκνεύριζε ό,τι δεν ήταν αυτός, ένιωθα πως κάθε καθημερινή υποχρέωση, κάθε άλλη σχέση τον αδικούσε και τον στερούσε από μένα.

    Σταμάτησε, αναστέναξε κι έπειτα, σα να μιλούσε στον εαυτό της «Δεν θυμάμαι άλλα τραγούδια... Κανένα άλλο τραγούδι δεν θυμάμαι πια».

 

    Ήξερα ότι δεν θα μιλούσε άλλο. Έφυγα λίγο αργότερα. Πρώτη φορά δεν σηκώθηκε να με συνοδεύσει ως την πόρτα. Έμεινε καθισμένη στο τραπέζι μπροστά στο φλιτζάνι με το κακάο που κρύωνε σιγά-σιγά. Το πρόσωπό της ήταν ήρεμο, χωρίς έκφραση σχεδόν, ωστόσο, πριν φύγω είδα μια λάμψη θυμού που με τρόμαξε· θυμός ατσαλάκωτος, σιδερένιος και έμοιαζε επικίνδυνος. Προς στιγμήν σκέφτηκα πως ήμουν το αντικείμενό του, ίσως δεν της άρεσε που μου ανοίχτηκε τόσο. Ωστόσο, όταν το ξανασκέφτηκα, κατάλαβα πως αφορούσε κάτι δικό της, πολύ βαθύ, ουσιαστικό και ανείπωτο.

    Πέρασαν δυο τρεις μήνες και δεν επανήλθε στις εξομολογήσεις της. Οι εργασίες στον ακάλυπτο προχωρούσαν και μας είχαν δώσει ένα θέμα για τις δύσκολες συζητήσεις των συναντήσεών μας. Είχαμε πια καθιερώσει να πίνουμε καφέ κάθε Πέμπτη απόγευμα. Εκείνη την Πέμπτη πήγα λίγο καθυστερημένα στην συνάντησή μας. Είχε γεννήσει μια ανιψιά μου και είχα βγει στα μαγαζιά να πάρω δώρο στη λεχώνα και το μωρό της. Το είπα στη Λουκία. Μου φάνηκε πως είδα μια αδιόρατη ταραχή στο πρόσωπό της. «Καλότυχο να’ ναι», ευχήθηκε, «είδες τις «Μέλισσες» εχτές; Ωραίο επεισόδιο». Μιλήσαμε λίγο για το αγαπημένο της σήριαλ και τις περιπέτειες των ηρώων του προσπαθώντας να μαντέψουμε πώς θα εξέλισσαν την ιστορία οι σεναριογράφοι.

— Τι είναι το μωρό της ανιψιάς σου; με ρώτησε ξαφνικά

— Αγοράκι…

— Α, αγοράκι. Να το προσέχει. Να της πεις πρέπει να το προσέχει πολύ. Και τα αγοράκια πρέπει να τα προσέχουμε πολύ. Όλα τα παιδιά… Το δικό μου ήταν κοριτσάκι. Στην αρχή φοβόμουνα και να το πιάσω στα χέρια, μικρό, τόσο μικρό και εύθραυστο, σαν από ρυζόχαρτο. Δεν το πίστευα πως ήταν δικό μου. Με κοίταζε με τόση εμπιστοσύνη. Έκλεισα το μαγαζί για να την μεγαλώσω. Εκείνος την έλεγε «άγγελέ μου» και «ευτυχία μου», μαλώναμε ποιος την αγαπά πιο πολύ. Δεν πρόσεξα. Είχα θαμπωθεί από την ύπαρξή της, από τις χάρες της. Πόσο έξυπνη ήταν, πόσο εύκολα έπαιρνε τα γράμματα. Καλοκαίρι ήταν, είχε τελειώσει την τετάρτη… άρχισε να κοιμάται λίγο, έβλεπε άσχημα όνειρα, ξυπνούσε μέσα στη νύχτα κι έκλαιγε, έκανε ζέστη και φορούσε μπλούζες με κλειστό λαιμό, δεν ήθελε να κάνει μπάνιο, με το ζόρι την έβαζα στη μπανιέρα να πλυθεί… ζωγράφιζε όλη μέρα αλλά δεν μου έδειχνε τις ζωγραφιές της. Τα μάτια της… δεν πρόσεξα… Νόμιζα ότι ήταν καμώματα της εφηβείας που ερχόταν… ένα αγρίμι φοβισμένο στα μάτια της, όταν το είδα ήταν αργά…

    »Σα να άκουσα κλάμα μες στον ύπνο μου. Πετάχτηκα από το κρεβάτι αλαφιασμένη και έτρεξα στο δωμάτιό της. Τον είδα πάνω της. Σάλεψε ο νους μου. Δεν ήξερα τι έκανα. Χύμηξα πάνω του, τον τράβαγα από το κορμί του παιδιού μου, έχωνα τα νύχια μου στην πλάτη του, φώναζα, τον χτυπούσα. Δεν πρόσεξα. Πάλι δεν πρόσεξα. Πάλι αυτός πήρε όλη μου την προσοχή. Είχα επικεντρωθεί σ’ αυτόν.  Γέμισα σκοτάδι. Όση αγάπη είχε μέσα μου έγινε μίσος. Ήθελα να τον λιώσω. Κάτι μου ’λεγε, δεν τον άκουγα. Έβλεπα τα χείλη του να κινούνται να σχηματίζουν λέξεις, αλλά δεν τον άκουγα. Τον χτυπούσα, γροθιές τα δυο μου χέρια και τον χτυπούσα στα τυφλά. Δεν πρόσεξα. Για άλλη μια φορά, δεν πρόσεξα. Είχε κουλουριαστεί στην άκρη του κρεβατιού, είχε κουκουλωθεί με το σεντονάκι της, αχ, το σεντονάκι της με την Κοκκινοσκουφίτσα… δεν έτρωγε καλά τον τελευταίο καιρό, είχε μείνει μια σταλίτσα, χάθηκε μέσα στο σεντονάκι με την Κοκκινοσκουφίτσα. Θυμάμαι μόνο τα μάτια της, γεμάτα τρόμο και απελπισία, στεγνά, γεμάτα τρόμο και απελπισία. Αυτός προσπαθούσε να με ηρεμήσει, να μου κρατήσει τα χέρια να μην τον χτυπώ πια, αυτός, πάντα αυτός, τόσο πολύ αυτός παντού, γιατί; γιατί δεν πρόσεξα;

    »Δεν ξέρω πού τον βρήκα τον χαρτοκόπτη, δεν έπρεπε να υπήρχε χαρτοκόπτης στο δωμάτιο του παιδιού, αλλά υπήρχε. Ένας μεγάλος, βαρύς σιδερένιος χαρτοκόπτης, που ’χε στην άκρη ένα αητό με ανοιχτά φτερά. Πώς βρέθηκε στο δωμάτιο του παιδιού τέτοιο πράγμα;  Κάθε μέρα το συγύριζα, ποτέ δεν τον είχα δει…ποτέ δεν τον είχα δει πουθενά μέσα στο σπίτι. Δεν τον ήξερα αυτόν τον χαρτοκόπτη. Τον σήκωσα ψηλά, τον ζύγισα στην παλάμη και  χτύπησα το κεφάλι του με τη μύτη του χαρτοκόπτη.  Τον χτύπησα με τόση δύναμη που… Άκουσα τα κόκκαλα να σπάνε, πηχτό αίμα πετάχτηκε και πιτσίλισε τον τοίχο και το κρεβάτι του παιδιού… Το αίμα… μυρίζει άσχημα το αίμα, μόνο η κανέλλα σκεπάζει τη μυρωδιά του. Της άρεσε η μυρωδιά της κανέλλας, της άρεσαν οι πίτες που της έφτιαχνα πασπαλισμένες με κανέλλα.. Κρακ… Ο ήχος που κάνουν τα κόκκαλα όταν σπάζουν… απαίσιος ήχος. Σαν τον ακούσεις μια φορά, δεν μπορείς να τον ξεχάσεις… σε στοιχειώνει…Έμεινε λίγο όρθιος, τρέκλισε σαν να ’ταν έτοιμος να χορέψει και σωριάστηκε στο πάτωμα νεκρός. Τον μισούσα, τον μισούσα, όσο τον είχα αγαπήσει, σιχαμερός, άθλιος, ένα τέρας… Τον κοίταζα να πεθαίνει κι η προδοσία του μου έσκιζε την ψυχή κι όμως ακόμα ήμουν γεμάτη από αυτόν, το μίσος μου εξακολουθούσε να τον κρατά στο κέντρο της ζωής μου και δεν πρόσεξα. Μέσα στον εγωισμό του μίσους, στην εκδίκηση που ήταν τάχα τιμωρία… πάλι δεν είδα το παιδί. Όταν έτρεξα κοντά της για να την αγκαλιάσω, να της πω να μη φοβάται, πως όλα είχαν τελειώσει και κανείς δεν θα την πείραζε ξανά, δεν ήταν πια στο κρεβάτι της… ίσα που πρόλαβα να δω πώς άπλωσε τα χέρια της σαν πουλί και πήδηξε στο κενό…

έι-βαλα έι-βαλα ω
μόνο εσένα …

 

    »Μ’ αυτό το τραγούδι τη μεγάλωσα. Ο νονός της είχε βρει ένα μουσικό κουτί που έπαιζε το σκοπό, της άρεσε πολύ, όλο ζητούσε να κουρντίζω το κουτί, να βγαίνει μια κούκλα από μέσα ντυμένη με νησιώτικη φορεσιά που γύριζε γύρω από τον εαυτό της όσο διαρκούσε το τραγούδι. Το ’μαθα και της το ’λεγα κι εγώ. «Πες το πάλι, μαμά»…  Άπλωσε τα χέρια της σαν πουλί.

    »Πού και πού πηγαίνω στη μαρμάρινη θυρίδα που αναπαύονται τα κοκαλάκια της. Δεν πλησιάζω, μένω στη γωνία του διαδρόμου που βρίσκεται η θυρίδα, αφήνω τα λουλούδια στο χώμα, το κερί μέσα στην πλαστική θήκη αναμμένο και φεύγω. Καμιά συγγνώμη δεν την φτάνει.

    »Καταδικάστηκα είκοσι χρόνια. Πέρασα τα μισά στο ψυχιατρείο των φυλακών. Βγήκα πριν από δέκα χρόνια. Κανένας δεν με θυμόταν, σε κανέναν το όνομά μου δεν έλεγε τίποτε πια. Ήρθα να μείνω εδώ – το διαμέρισμα το ’χε αγοράσει ο πατέρας μου για μένα λίγο πριν πεθάνει. Όλοι έχουν πεθάνει.

    »Έπρεπε να ’χω πεθάνει κι εγώ· το σκέφτηκα πολλές φορές, αλλά δεν το ‘κανα. Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να πεθάνει. Ο θάνατος είναι λύτρωση, ένα πουθενά, ένα τίποτα... έχεις σκεφτεί πώς μπορεί να είναι ο Θεός; Τι είναι η κόλαση;  Δεν θα συναντηθούμε ποτέ ξανά με όσους αγαπήσαμε ούτε με όσους μισήσαμε. Αλλά θα θυμόμαστε αιώνια. Αυτή είναι η κόλαση. Να μην μπορείς να ξεχάσεις. Θέλω να ζήσω και να θυμάμαι, κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό. Να θυμάμαι... Η μνήμη με καίει και με τιμωρεί.

έι-βαλα έι-βαλα ω
μόνο εσένα …

 

    Δεν τελείωσε τον στίχο…

    Την ακούω πάντα να τραγουδάει τα βράδια. Έχω την εντύπωση ότι το τραγούδι της είναι λίγο μελαγχολικότερο από πριν, αλλά μπορεί να λαθεύω, είναι που ξέρω πια. Πηγαίνω κάθε Πέμπτη για καφέ, τρώω τις γλυκές πίτες της, πασπαλισμένες με κανέλλα. Δεν μιλήσαμε ποτέ ξανά για την ιστορία της. Είμαι απόλυτα σίγουρη πως ποτέ ξανά δεν θα μιλήσουμε γι’ αυτά.


(Το διήγημα δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του περιοδικού ΑΝΘΡΩΠΟΣ, τον Ιούνιο του 2024: 

https://www.anthrwpos.com/logotechnia/1904379_eivala-eivala-o-diigima?fbclid=IwZXh0bgNhZW0CMTEAAR3iqfJuUDA4g70O-KXn1-bqCwI2C0wtSlUvrjh0Pm9pjqJRK1DCKdtm3hc_aem_YwfFdVJm97xS0yTkEfqPSA)

Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 12:06 π.μ. 0 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest

Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2022

ΤΙ ΒΛΕΠΕΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΗΣ

 

 

Εdward Hopper

Ήθελε να πάρει την άδειά της νωρίτερα φέτος. Απ’ τον Ιούνιο αν ήταν δυνατόν και όλες μαζί τις μέρες που δικαιούταν, να τις πάρει μονοκοπανιά όλες τις μέρες. Δεν μπόρεσε. Κάτι δικά της απρόβλεπτα από τη  μια, κάτι προβλήματα υγείας μερικών συναδέλφων, από την άλλη, ανέτρεψαν τα σχέδιά της. Στο σχεδιασμό των αδειών της βγήκαν είκοσι μέρες, τέλος Ιουλίου με αρχές Αυγούστου. Τις τελευταίες μέρες πριν να ξεκινήσει η άδειά της αγκομαχούσε. Προσπαθούσε να μην το δείχνει αλλά ερχόταν με κόπο στο γραφείο, έκανε τη δουλειά της με συνέπεια αλλά χωρίς κέφι. Ασφυκτιούσε. Οι συναδέλφισσές της, η Βέρα και η Ελένη κυρίως, αλλά και η Μαρία, που ήταν περισσότερο απόμακρη, είχαν ανησυχήσει. προσπάθησαν να μάθουν τι της συμβαίνει, μήπως μπορούσαν να βοηθήσουν. Είπε πως δεν έχει τίποτε συγκεκριμένο, μια ακεφιά, ίσως να είναι και ορμονικό, δικαιολογήθηκε. Κι αλήθεια έλεγε δηλαδή. Δεν υπήρχε κάτι συγκεκριμένο που να της δημιουργεί αυτή τη βαρυθυμία, όμως ένιωθε  πως έμπαινε σε ένα τούνελ και πήγαινε και διέξοδος δεν υπήρχε. Μόνο αν γκρέμιζε τους τοίχους αλλά οι τοίχοι ήταν γεροί κι αυτή είχε μόνο τα χέρια της.

Δεν της άρεσε σχεδόν τίποτε γύρω της. Η παρατημένη πόλη, βρώμικη και πνιγερή, οι δρόμοι, μπλοκαρισμένοι από αυτοκίνητα, ο ορίζοντας, που μίκραινε συνεχώς, ο αέρας, που μύριζε καμένο λάστιχο, η ανασφάλεια, ο φόβος. και η βία, η βία που μεγάλωνε ολοένα. Όχι η εγκληματικότητα –ληστείες, φόνοι και τα τέτοια. Πράγματα φανερά δηλαδή. Η βία. Η υπόγεια, σκοτεινή βία στις σχέσεις των ανθρώπων. Όταν οδηγούν, όταν στέκονται στις ουρές, όταν μαγειρεύουν, όταν νανουρίζουν τα μωρά, όταν μιλούν μεταξύ τους για τα καθημερινά, όταν εξαπολύουν άσκεφτα κατηγορίες ο ένας στον άλλον, όταν δεν ανέχονται ο ένας τον άλλον, η βία ακόμα κι όταν αγαπούν.

Την πίεζαν οι συναδέλφισσες στο γραφείο να μιλήσει αλλά πώς να τα πει όλ’ αυτά; Ούτε τα λόγια δεν εύρισκε καλά-καλά, άρχισε να προσποιείται που τάχα έχει πολλά έγγραφα να διεκπεραιώσει, πολλούς φακέλους να επεξεργαστεί, απέφευγε τις πολλές κουβέντες μαζί τους. Εκείνες κατάλαβαν και διακριτικά έκαναν στην άκρη. Μόνο η Μαρία, η πιο απόμακρη από τις τρεις, πήγε ένα μεσημέρι κοντά της, ακούμπησε τρυφερά το χέρι  στον ώμο της και της είπε: «εγώ γιατί νομίζεις κρύβομαι μέσα στον υπολογιστή μου;» Κι έφυγε γρήγορα, πριν να προλάβει η Βασιλική –α, ξέχασα, Βασιλική τη λένε- πριν να προλάβει η Βασιλική να απαντήσει.

Πιο πολύ απ’ όλους ανησυχούσε η αδελφή της. «Μήπως σκέφτεσαι ακόμα το Σταύρο;». Γέλασε εκείνη. « Μετά από τόσους μήνες;» της απάντησε. Τον είχε χωρίσει σχεδόν με χαρά, κι αν αυτό φαίνεται υπερβολικό, που δεν είναι ωστόσο, πάντως σίγουρα τον είχε χωρίσει με ανακούφιση. Η Βούλα το ήξερε, της το είχε εξηγήσει με επιμέλεια. Πάντως αναπαύτηκε λίγο με τη στέρεη λογική της αδελφής της που ζητούσε απτές εξηγήσεις, λογικές και σίγουρες, απλές, για όσα συνέβαιναν γύρω της. Η Βούλα την έκανε να νιώθει ασφαλής.

Η Βασιλική πλησίαζε τα σαράντα, αλλά έμοιαζε πολύ νεότερη κι αν εξαιρέσεις αυτήν την περίοδο, σ’ όλη της τη ζωή ήταν άνθρωπος με πολλά ενδιαφέροντα, όλο ζωντάνια και κίνηση. Αγαπούσε τα λουλούδια, περπατούσε πολύ, ενδιαφερόταν για τους άστεγους και τους μετανάστες. Ασχολιόταν με την πολιτική. Ενεργά, όχι με την κριτική του καναπέ. Με συνέπεια, όχι με μια ψήφο διαμαρτυρίας κάθε δύο ή τρία χρόνια –τέσσερα δεν πήγαμε ποτέ σχεδόν μετά την μεταπολίτευση. Δεν ήταν ενταγμένη κάπου συγκεκριμένα, αλλά έβγαινε στους δρόμους, υπόγραφε διαμαρτυρίες, προωθούσε μηνύματα με πληροφορίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα όπου γης στο Δίκτυο, παθιαζόταν με τα περιβαλλοντικά. Στην αρχή της επαγγελματικής της ζωής είχε ασχοληθεί λίγο και με τα συνδικαλιστικά, μετά σιχάθηκε τους συνδικαλιστές, τσακώθηκε με όλες τις κοντινές της ιδεολογικά παρατάξεις κι όταν πήγαινε στις συνελεύσεις του κλάδου της με λίγους έλεγε καλημέρα κι οι συνδικαλιστές απ’ τη μεριά τους, πιο πολύ την απέφευγαν. Είναι επικίνδυνο να τα βάζεις με σκεπτόμενους, λένε συνήθως πράγματα δυσάρεστα και τεκμηριωμένα, δεν βολεύονται σε γενικότητες, αποδίδουν ευθύνες, ζητούν εξηγήσεις και δεν είναι αισιόδοξοι αλλά ούτε και απογοητευμένοι. Δύσκολο κράμα. Αχειραγώγητο.


Ναι, ήθελε να πάρει την άδεια νωρίτερα εφέτος. Όσο γινότανε νωρίτερα. Όχι πως θα πήγαινε πουθενά, ούτε είχε στο μυαλό της να κάνει κάτι ιδιαίτερο. Ήθελε μόνο να μην πηγαίνει στο γραφείο. Να μην χρειάζεται να σηκώνεται το πρωί και να πηγαίνει στο γραφείο. Για μερικές μέρες έστω. Να μη χρειάζεται να πηγαίνει στο γραφείο. Να μένει στο σπίτι. Να βλέπει τηλεόραση με τις ώρες –ντοκυμαντέρ στα κρατικά κανάλια και παλιές ασπρόμαυρες ελληνικές σειρές. Να μη βγαίνει στο δρόμο. Να μην ακούει αυτοκίνητα. Να μη διαβάζει εφημερίδα. Να μη μαθαίνει νέα. Να σταματήσει να σκέφτεται, για λίγο, και να ξεχάσει, για λίγο, για λίγες μέρες  το τούνελ και τους τοίχους του, τους γερούς πέτρινους τοίχους που πέφτουν μόνο με δυναμίτη.

Ήταν κι εκείνη η επίμονη ενόχληση στην κοιλιά. Τρεις τέσσερις μήνες, κάθε μέρα, κάθε μέρα, την είχε κουράσει. Οι εξετάσεις δεν έδειξαν τίποτε, μπορεί να ήταν νεύρωση όπως είχε πει ο γιατρός –«υπέφερε και η μητέρα σου, αν θυμάμαι καλά από τέτοια κοιλιακά άλγη και ουδέποτε βρήκαμε την αιτία τους», «ναι, ρε Βάσω, δεν θυμάσαι κι η μαμά, όλο πόναγε η κοιλιά της» σχολίασε ανακουφισμένη η αδερφή της-  μπορεί να ήταν νεύρωση αλλά πάλι, για να σιγουρευτούν εντελώς, ας έκανε εκείνη την κολονοσκόπηση. Ευκαιρία ήταν. Θα μπορούσε να κλείσει ένα ραντεβού για την επόμενη εβδομάδα, ώστε να προλάβει να την ελέγξει ο γαστρεντερολόγος –αυτός έφευγε στις 10 Αυγούστου, της το είχε πει την τελευταία φορά που τον επισκέφθηκε (την τελευταία; Μα πώς το είπε έτσι; Η δεύτερη ήταν ουσιαστικά).

 Έκανε ζέστη. Έκανε αφόρητη ζέστη. Είχε μόλις βγει από το μπάνιο κι όμως το ελαφρύ βαμβακερό νυχτικό της, κοντό, φαρδύ με τιραντούλες λεπτές, κεντημένες, είχε ήδη αρχίσει να γεμίζει λεκέδες ιδρώτα εδώ κι εκεί. Ο αέρας ήταν πηχτός, δυσκολευόσουν να ανασάνεις. Ακόμα και μέσα στα σπίτια. Η Βασιλική δεν άντεχε το κλιματιστικό, αλλά η ζέστη ήταν τόση που αναγκάστηκε να το ανοίξει. Απ’ έξω έρχονταν πυρωμένα κύματα και την έλουζαν. Δυσφορούσε. Η τηλεόραση έβγαζε συνέχεια έκτακτα δελτία για τον καύσωνα, με οδηγίες για τους πολίτες, με πληροφορίες για το ύψος της θερμοκρασίας ανά πόλη, για τους διαμετακομισθέντες στα νοσοκομεία, για τον αριθμό των νεκρών από τη ζέστη. Αριθμοί, πολλοί αριθμοί, συνέχεια αριθμοί. Όλη η ζωή σε στατιστικές και αριθμούς.


Edward Hopper

Ήταν νωρίς το απόγευμα. Στη γειτονιά επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Στην πολυκατοικία επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος από τα κλιματιστικά μηχανήματα που λειτουργούσαν συνεχώς. Η κουζίνα έβλεπε στον ακάλυπτο, όπου όλοι οι ένοικοι της πολυκατοικίας είχαν τις κρεβατοκάμαρες. Κι η δική της κρεβατοκάμαρα τον ακάλυπτο έβλεπε. Έφτιαξε καφέ και κάθισε στο τραπέζι, απέναντι από το μεγάλο παράθυρο, ένα μέτρο και είκοσι εκατοστά μήκος, ογδόντα επτά εκατοστά ύψος. Η κουζίνα της ήταν ένα φωτεινό δωμάτιο.

 Ήπιε μια γουλιά καφέ. Έπειτα θυμήθηκε πως έπρεπε να πιει νερό –της είχε πει ο γιατρός να πίνει πολύ νερό γιατί είχε μια ελαφρά αύξηση της κρεατινίνης που στην ηλικία της ήταν ανησυχητική-  σηκώθηκε κι έβαλε ένα μεγάλο ποτήρι παγωμένο νερό. Κάθισε πάλι και το ήπιε γουλιά-γουλιά χωρίς ευχαρίστηση. «Με αυτό ενάμιση λίτρο», μουρμούρισε. «Ως το βράδυ θα φτάσω τα δύο, μπορεί και δυόμιση». Ήπιε μια γουλιά καφέ, αυτόν με μεγαλύτερη ευχαρίστηση παρ’ όλο που δεν είχε βάλει αρκετό καφέ και της φάνηκε λίγο νερόπλυμα.

Σηκώθηκε πάλι, άνοιξε το ραδιόφωνο και περίμενε όρθια δίπλα του τις ειδήσεις που θα άρχιζαν σε λίγα λεπτά. Ήθελε να μάθει για τις πυρκαγιές. Και φέτος, όπως και κάθε χρόνο, είχαν αρχίσει πάλι οι πυρκαγιές. Αγαπούσε τα δέντρα, τα μεγάλα δέντρα, τα αιωνόβια, με το παχύ φύλλωμα, που μοσχοβολάει μετά τις βροχές. λάτρευε τα δάση, τα μεγάλα, πυκνά δάση με τα ανηφορικά μονοπάτια. Της άρεσε να περπατάει με τις ώρες στο πλάι μικρών ποταμιών, να νιώθει τη δροσιά του νερού στα πόδια της, να ακούει τα φουρφουρίσματα των μικρών ζώων μέσα στους θάμνους, τα κελαηδίσματα και τα κρωξίματα των πουλιών, να χαζεύει τις εναλλαγές των χρωμάτων, τις απίστευτες αποχρώσεις του γαλανού και του πράσινου, τα κόκκινα, τα κίτρινα, τα μωβ και τα μπορντώ των λουλουδιών, το γκρίζο της πέτρας, το καστανό του χώματος, το καφέμαυρο της λάσπης και πιο πολύ  τις πινελιές του λευκού σα χάδι δροσιάς και ανάπαυσης σε ψυχές φλογισμένες από την αμαρτία. Τότε η ζωή της φαινόταν ωραία. Γεμάτη υγεία και ομορφιά. Γεμάτη ελπίδα. Τότε μπορούσε να ονειρεύεται ένα μέλλον. Για τους ανθρώπους. Όταν αυτή πια δεν θα υπήρχε.  Ήθελε πολύ να ταξιδέψει κάποτε στον Αμαζόνιο, να ζήσει, για λίγο έστω, μέσα στα δάση της βροχής. Για λίγο έστω. Όχι σαν τουρίστρια. Οργανωμένα δηλαδή, με επισκέψεις σε συγκεκριμένα σημεία, όπου πίνεις αναψυκτικά και αγοράζεις από ταλαιπωρημένους ινδιάνους χωρίς ταυτότητα, σουβενίρ για τους φίλους σου. Όχι έτσι. Μόνη της. Αυτή και το δάσος. Για λίγο έστω. Αλλά να μην ξέρει για πόσο. Μια μέρα, ένα μήνα… 

Σκέφτηκε πως είχε χρόνο μέχρι ν’ αρχίσουν οι ειδήσεις να πάει να φέρει τα πράγματά της από το δωμάτιο –το βιβλίο που διάβαζε, μια βιογραφία της Βιρτζίνια Γουλφ στα αγγλικά, γιατί της άρεσε πολύ η συγγραφέας και γιατί εξασκούσε και τα αγγλικά της, τους χάρτες της και το φάκελο με τους λογαριασμούς. Να τα μεταφέρει από το δωμάτιο, να τα βάλει πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, να τα απλώσει –δεξιά το βιβλίο, αριστερά οι λογαριασμοί και οριζόντια από πάνω τους οι χάρτες. Σχηματίζοντας ένα Π κεφαλαίο, μια πόρτα σχηματίζοντας, οι λογαριασμοί, το βιβλίο και οι χάρτες –τους κοιτούσε και μελετούσε ταξίδια, διαδρομές μέσα στη φύση, ο αέρας ελαφρύς, φρέσκος, καθαρός και τα χρώματα ζωντανά και περήφανα μέσα σε άνετο φως, όσο πρέπει το φως.

 Προλάβαινε μέχρι ν’ αρχίσουν οι ειδήσεις. Αγωνιούσε να ακούσει. Πονούσε με τις φωτιές, ένιωθε στο δέρμα της επάνω την ανυπόφορη ζέστη, τη φωτιά που καίει τους ιστούς, μπαίνει βαθιά μέσα στο σώμα, σκοτώνει ένα-ένα τα στρώματα της ζωής, με πόνο αφόρητο ώσπου στο τέλος φεύγει η ζωή μέσα από το παραμορφωμένο σώμα, το αγνώριστο… Γίνεται η οξιά καμένο ξύλο, ένα τίποτε. γίνεται η αρκούδα ένας άμορφος σωρός από καμένο δέρμα και κόκαλα.  γίνονται οι πεταλούδες στάχτη, τα πουλιά καψαλισμένα σκέλεθρα. γίνονται οι άνθρωποι μια εικόνα τρόμου και ασχήμιας, πτώματα καμένα, χωρίς μορφή, χωρίς ταυτότητα. Όλα ίδια, νεκρά, μέσα στην ομοιότητα του πανικού, στην ομοιομορφία του άθλιου και οδυνηρού θανάτου. Από παιδί αυτό της έφερνε το μεγαλύτερο τρόμο. Η φωτιά. Ο θάνατος μέσα στη φωτιά. Ο πόνος, η ασφυξία από τους καπνούς, ο πόνος… Ο πόνος. Τινάζεται, κατεβάζει την τιραντούλα του νυχτικού και από το ποτήρι της χύνει δυο τρεις σταγόνες νερού στο φλογισμένο ώμο της. Δυο τρεις σταγόνες νερού που είχαν περισσέψει στον πάτο του μεγάλου ποτηριού και ήταν ήδη ζεστές. Το ένοιωσε να κυλάει επάνω της, ένα ρυάκι που τη γαργαλούσε τρυφερά. Για ένα λεπτό και μετά τίποτε. Πήγε να φέρει τα πράγματά της.

 

Τα άπλωσε στο τραπέζι –δεξιά το βιβλίο, αριστερά οι λογαριασμοί, επάνω οι χάρτες, να την πάλι η πορτούλα. Διαφημίσεις στο ραδιόφωνο, όπου να ‘ναι αρχίζουν οι ειδήσεις. Πού θα ξέσπασε νέα πυρκαγιά σήμερα; Φλέγεται η Μεσόγειος. Ερημώνεται η Μεσόγειος. Και η Ελλάδα… Κάθε ώρα, κάθε λεπτό κι ένα νέο μέτωπο φωτιάς, δάση καίγονται, σπίτια καίγονται… Πού το πάνε; Μετά σκέφτεται πως στο ερώτημά της δεν υπάρχει υποκείμενο. Κι αυτό είναι μια παγίδα. Το υποκείμενο είναι πολύ αόριστο. Και οι φράσεις με αόριστο υποκείμενο είναι μια μεγάλη παγίδα, σχεδόν ακυρώνονται, γιατί η πράξη έχει πάντα υποκείμενο. Συγκεκριμένο υποκείμενο, που πρέπει να βρεθεί και να ονοματιστεί. Όπως είναι πραγματική και συγκεκριμένη η φωτιά. Όπως είναι πραγματική και συγκεκριμένη η χαμένη ζωή, η καμένη ζωή. Όπως είναι πραγματικό και συγκεκριμένο το οξυγόνο που θα λείψει. Όπως είναι  πραγματική και συγκεκριμένη ομορφιά που χάνεται. Οι πλημμύρες που θα έρθουν είναι πραγματικές και συγκεκριμένες. Φταίμε όλοι μας, σκέφτεται και το λέει δυνατά. Φταίμε γιατί μόλις κοπάσει ο θρήνος, μόλις σταματήσει να το «παίζει» η τηλεόραση, θα ξεχάσουμε. Δεν θα γυρέψουμε ευθύνες από ανίκανους κυβερνώντες, από αδίστακτους, επίορκους πολιτικούς, βυθισμένους στην ιδιοτέλεια, τα συμφέροντα και την αδιαφορία τους, που δεν φρόντισαν να προλάβουν το κακό, ενώ ήξεραν. Θα αγοράσουμε τα διαμερίσματα που θα χτίσουν οι μεγάλες οικοδομικές εταιρείες πάνω στα καμένα. θα πάψουμε να διαμαρτυρόμαστε για την οικολογική καταστροφή, για τη ζωή μας δεν θα διαμαρτυρόμαστε πια, δεν θα βλέπουμε που ο θάνατος  μας χαμογελάει. Θα μάθουμε ήσυχα – ήσυχα να πληρώνουμε εισιτήριο για τα οργανωμένα πάρκα που θα δημιουργηθούν, θα μιλάμε με θαυμασμό για τους χορηγούς τους, που, ναι, εντάξει, έχουν ως επιχειρήσεις ανεξέλεγκτη κερδοφορία αλλά κάνουν και κάτι για το κοινό καλό, κι ας κερδίζουν κι απ’ αυτό επίσης. Θα χαιρόμαστε να ταΐζουμε ζωάκια που θα εκτελούν το νουμεράκι τους για να εξασφαλίσουν την τροφή και το χάδι τους, θα χρησιμοποιούμε τα μεγάλα, απέραντα, συνεχή συγκροτήματα ξενοδοχείων που θα κρύβουν από τις πόλεις την εικόνα της θάλασσάς τους, θα εμποδίζουν το ευεργετικό αεράκι να ανακουφίζει από την άψα του ήλιου… Αναστέναξε.


Edward Hopper

Κάθισε στο τραπέζι. Ήπιε άλλη μια γουλιά καφέ, ήταν ακόμη πολύ ζεστός. Το κλιματιστικό δρόσιζε το χώρο αλλά την ανάγκαζε να κρατάει κλειστά τα πορτοπαράθυρα και ένιωθε συχνά εκνευρισμό και αποπνιξία. Σκεφτόταν και την ενέργεια που απαιτούσε. Την ανάγκη για οικονομία ενέργειας… αλλά πάλι πώς να αντέξει τόση ζέστη. 42 βαθμοί. Στη σκιά προφανώς. Στο δρόμο, μέσα στον ήλιο πόση θα ήταν η θερμοκρασία 45; 46; 47; Μπορεί και παραπάνω. Και όλο αυτό το τσιμέντο. Τα σπίτια καίνε.

Χτύπησε το κινητό και την διέκοψε απ’ τις σκέψεις της. ήταν ο Γιάννης, ένας παλιός κι αγαπητός φίλος από τα χρόνια της Σχολής, είδε τ’ όνομά του στη φωτεινή επιφάνεια της οθόνης, είχαν πει να πάνε κανένα σινεμά, είχε καιρό να πάει σε ένα θερινό σινεμά, να δει ταινία τρώγοντας ποπ-κορν ή παγωτό. Δεν το σήκωσε όμως για να μη χάσει τις ειδήσεις. «Θα τον πάρω μετά», σκέφτηκε, ενώ το διάλειμμα από την κλήση και την αντίδρασή της σ’ αυτήν, το διάλειμμα στην ένταση που ένιωθε, την ανακούφισε λιγάκι. «Εδώ δεν χρειάζονται μόνο διαμαρτυρίες αλλά ακτιβισμός» συνέχισε τις σκέψεις της για τις πυρκαγιές «και μάλιστα όχι κατά περιοχές, αλλά ένα πλατύ κίνημα τουλάχιστον των χωρών της Μεσογείου αν όχι και όλης της Ευρώπης. Ναι, εντάξει, κάθε περιοχή έχει τις ιδιαιτερότητές της, τα ξεχωριστά αίτια, τα ειδικά. Όμως, στο βάθος, υπάρχει κάτι κοινό, αυτός ο τρόπος ανάπτυξης, αυτό το οικονομικό σύστημα που μαγαρίζει κάθε αθωότητα και κάθε προσδοκία. Α, οπωσδήποτε πρέπει να κινητοποιηθούμε, με κάθε τρόπο. Αλλιώς, δεν θα αργήσει ο θάνατος».

 Άνοιξε το ντοσιέ με τους λογαριασμούς, άρχισε να τους τακτοποιεί ανά κατηγορία. Έπειτα, σε ένα καθαρό φύλλο χαρτί άρχισε να γράφει με ωραία καθαρά, αραιά γράμματα και αριθμούς, ποσά και την εξήγησή τους, το ένα κάτω από το άλλο: ΔΕΗ (εκκαθαριστικός)117, ΟΤΕ 153 («τα κινητά φταίνε, ανεβάζουν το ποσό, μήπως πρέπει να μπω σε καμιά απ’ αυτές τις εταιρείες;»), ΕΥΔΑΠ 18, το κινητό 57,70 («πρέπει να είμαι πιο προσεκτική, γιατί σε συνδυασμό με το σταθερό το έξοδο είναι πολύ μεγάλο»), κοινόχρηστα 27,30 και πάμε τώρα στα άλλα: κάρτα 55 ευρώ και δάνειο 260 («δίνω… δίνω και δεν τελειώνει. 3640 ακόμα, άλλους 14 μήνες και 22 που έχω δώσει, έλεος, δεν το ξανακάνω, μακάρι να με πάνε φυλακή, γονάτισα σ’ αυτό είχε δίκιο ο Σταύρος, ανόητες σπατάλες, ο υπολογιστής, δώρα, μικροπράγματα για το σπίτι, τίποτε απολύτως απαραίτητο, σπα-τά-λες…»). Σύνολο: 718 ευρώ ακριβώς σε σύνολο μισθού 1067 και 30. «Βέβαια είναι και το επίδομα αδείας, αλλά με αυτό πρέπει να διορθώσω το νεροχύτη», σκέφτεται. Κι έπειτα «Να δω τι επείγει: ΟΤΕ, για να μη μου κόψουν το τηλέφωνο, δάνειο και κάρτα, δηλαδή 173+55+260=488 και τα κοινόχρηστα βεβαίως, για να μη λένε στην πολυκατοικία, σύνολο: 515  ευρώ και 30 λεπτά». Παίρνει μια ανάσα αλλά πριν να την τελειώσει, επανέρχεται: «Μάλιστα», σκέφτεται, «γενικώς χάλια. Πρέπει να αρχίσω οικονομίες. Να, ο λογαριασμός του τηλεφώνου, θα μπορούσε να  είναι αισθητά χαμηλότερος, 50 ευρώ το λιγότερο. Πρέπει, ας πούμε, να σταματήσω να τηλεφωνώ σε κινητά. Τη Βούλα, για παράδειγμα, δεν χρειάζεται να την παίρνω για ψύλλου πήδημα στο κινητό της, ας της στέλνω κάποιο μήνυμα και να μιλάμε μετά, όταν μπορούμε να επικοινωνήσουμε σε σταθερό», λέει αποφασιστικά. «Μιλάμε πολύ, ό,τι κι αν γίνει, όσο κι αν προσέξω, μιλάμε πολύ. Και ο λογαριασμός του κινητού, ίσως να μην είναι τόσο υψηλός, αλλά καλό θα ήταν να τον κατεβάσω τουλάχιστον 20 ευρώ. Αυτό είναι πιο εύκολο, νομίζω, άλλωστε είναι και θέμα υγείας, όλη αυτή η ακτινοβολία…  Η ΔΕΗ… εδώ μάλλον δύσκολα μπορεί να γίνει κάτι, τι να περικόψει κανείς, το θερμοσίφωνα, το κλιματιστικό, την τηλεόραση, το στερεοφωνικό τα σαββατοκύριακα;» Και το δάνειο, εκείνο που την καίει είναι το δάνειο. Πολλά λεφτά κάθε μήνα. Όταν το πήρε, δεν της φάνηκε μεγάλο το ποσό. Τρία χρόνια είναι, είπε μέσα της θα περάσουν. Τότε το μόνο που την ένοιαζε ήταν να απαλλαγεί από τα χρέη  στις κάρτες. Με το δάνειο τότε τις ξόφλησε και με ό,τι περίσσεψε έφτιαξε τα ηλεκτρολογικά του σπιτιού που είχαν σοβαρό πρόβλημα. Αλλά έχει γονατίσει. Της έχει γίνει άγχος, ονειρεύεται πως από κάπου βρίσκει λεφτά και το ξοφλάει. Ήδη από τον τρίτο μήνα και μετά άρχισε να ονειρεύεται πως κερδίζει στο λαχείο 7-8 χιλιάδες ευρώ, ίσα-ίσα δηλαδή το ποσό του δανείου, αποπληρώνει και ησυχάζει. Κάθε μήνα το ποσό που ονειρευόταν να κερδίσει στο λαχείο μειωνόταν, 6,5 χιλιάδες, 6χιλιάδες, 5… Βέβαια δεν έπαιρνε ποτέ λαχεία αλλά αυτό ήταν άλλη ιστορία.

 Το δάνειο της είχε γίνει έμμονη ιδέα. Το σκεφτόταν συνέχεια. Έτρεμε μη τύχει κάτι και δεν μπορέσει να δώσει τη δόση της, από την αγωνία της πήγαινε να πληρώσει δυο και τρεις μέρες πριν. Μια φορά που τα εξομολογιόταν αυτά σε μια παρέα, ο άντρας της Ολυμπίας έβαλε τα γέλια. «Ρε Βασιλική, είπε, δεν είσαι καλή πελάτισσα, όμως». Αυτή χλώμιασε. «Τι θέλεις να πεις;» ρώτησε. «Δεν έχουν ανάγκη πελάτες σαν και σένα οι τράπεζες, χρυσή μου, ανθρώπους να μην πληρώνουν θέλουν, να ανεβαίνει το ποσό, κι αν είναι δυνατό, να προχωρήσουν και σε καμιά κατάσχεση ακινήτου, ξέρεις τώρα». Το αστειάκι –τι αστειάκι δηλαδή…- την πανικόβαλλε περισσότερο, αγχώθηκε ακόμα πιο πολύ με το δάνειο. Άρχισε να φοβάται για το μόνο περιουσιακό στοιχείο που είχε στο όνομά της, το σπίτι της. Η Βούλα πάλι της έλεγε καθησυχαστικά όλη την ώρα «καλά, χριστιανή μου, κι αν σου τύχει καμιά στραβή, δεν θα σε βοηθήσω εγώ; Δεν είναι δα και εκατομμύρια αυτά που χρωστάς». Την ανακούφιζε λίγο αλλά το άγχος, σα φαρμακερό καβούρι, της έτρωγε τα σπλάχνα. Μετρούσε τους μήνες σα φυλακισμένος. Πολλές φορές μετέτρεπε τους μήνες σε μέρες, τις μέρες σε ώρες, τις ώρες σε λεπτά, τα λεπτά σε δευτερόλεπτα.  14 μήνες και τρεις μέρες: 365+61+3=429 μέρες, 10 296 ώρες, 617 760 λεπτά, 37 065 700 δευτερόλεπτα. Την έπιασαν τα γέλια με τα καμώματά της αλλά το άγχος της απλώς κρύφτηκε. Εντάξει, σκέφτηκε, θα δώσω, λοιπόν αυτά τα 515 και 30 και τα υπόλοιπα το άλλο μήνα, με τον επόμενο μισθό. Δηλαδή ποια υπόλοιπα, μη κι έχουν τελειωμό; Να, ας πούμε, δάνειο, κάρτες, κοινόχρηστα και κινητό επαναλαμβάνονται κάθε μήνα. Τέλος πάντων τα κοινόχρηστα θα είναι μικρότερα, όπως πάντα τον Ιούλιο και Αύγουστο, το κινητό θα το έχει κατεβάσει λίγο, θα πληρώσει  λοιπόν τη ΔΕΗ. Και βλέπουμε.  Ο νεροχύτης μπορεί να περιμένει. Και ένα και δύο μήνες ακόμη. Του κάνει κάτι γιατροσόφια δικά της και τον ξεβουλώνει. Δεν υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα. Κι αν βγει κανένα έκτακτο έξοδο –όπως ο γάμος της Αδριανής τις προάλλες- υπάρχουν γύρω στα 1000 ευρώ στην άκρια, θα το αντιμετωπίσει με αξιοπρέπεια. Ακόμα και μια αρρώστια, δεν υπάρχει πρόβλημα. Καλά της λέει η Βούλα. Εντάξει, εντάξει… Όλα εντάξει, όλα υπό έλεγχον. Μόνο το δάνειο την απασχολεί ακόμη, της έχει γίνει έμμονη ιδέα.

Οι λογαριασμοί είναι τώρα απλωμένοι μπροστά της. Καλύπτουν το χώρο ανάμεσα στο φάκελο που τους περιέχει και το βιβλίο, έχουν σκεπάσει τους ρολαρισμένους χάρτες, για την ακρίβεια τα ρολά χρησιμεύουν ως στηρίγματα για να τοποθετηθούν κάποιοι λογαριασμοί, οι άλλοι είναι ξαπλωμένοι πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού. Η πόρτα που είχε σχηματιστεί, τώρα έχει κλείσει, την έχουν σκεπάσει αποδείξεις, αποκόμματα, τα φύλλα από το τετράδιο πάνω στα οποία έχει κάνει τους υπολογισμούς της. Ξαφνικά θυμάται. Οι ειδήσεις. ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ. Είχε ξεχαστεί και δεν είχε ακούσει τις ειδήσεις. Ήταν 5και 39. Δεν είχε ακούσει ούτε το συνοπτικό δελτίο στο ημίωρο.

Την έπιασε μια ταραχή. Ερχότανε από βαθιά. Μέσα από τα σπλάχνα της. Μια ταραχή και ένα σφίξιμο, λες κι είχε κάνει κάτι κακό, ένα έγκλημα λες κι είχε κάνει. Δεν καταλάβαινε. Ακόμα δεν καταλάβανε τι της συνέβαινε, γιατί ένιωθε αυτό το σφίξιμο, αυτήν την ταραχή, αυτήν τη μεγάλη ενοχή. Άρχισε να δαγκώνει με μανία τα νύχια της, να τραβάει τα πετσάκια με τα δόντια, ώσπου ο δείκτης του δεξιού χεριού μάτωσε και την πονούσε αφόρητα. Σαν κάψιμο.

Μάζεψε τα χαρτιά, τα ‘βαλε πίσω στο ντοσιέ, το έκλεισε. Έβαλε πάνω το βιβλίο και δίπλα τους χάρτες. 5 και 42, σε 18 λεπτά θα έχει δελτίο ειδήσεων και μάλιστα στις έξι είναι μεγαλύτερο, λεπτομερειακότερο, περισσότερο προσεγμένο. Πήρε τα πράγματα από το τραπέζι και τα πήγε πίσω στο δωμάτιό της. Τα τακτοποίησε στις θέσεις τους και γύρισε στην κουζίνα. Το ραδιόφωνο έπαιζε παλιά ελληνικά τραγούδια. Πολύ παλιά τραγούδια. προπολεμικά. Τι θα πει προπολεμικά; Πριν από τον πόλεμο. Μια εποχή πριν από τον πόλεμο, λέμε τώρα. Από ποιον πόλεμο όμως; Κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ, που λέει κι ένας ποιητής. Αλλάζει μορφές και μας ξεγελάει. Ναι. Το μάτι της πέφτει έξω από το παράθυρο. Το παράθυρο της μικρής περιποιημένης κουζίνας της. Κάνει ζέστη, ο ήλιος ραπίζει τον άσπρο τοίχο που υψώνεται μπροστά από το παράθυρό της. Μεγάλος άσπρος τοίχος με μια αδύναμη μακριά ραγισματιά να διακόπτει την ασπράδα του. Αυτό βλέπει από το παράθυρο της κουζίνας της, ένα μεγάλο άσπρο αδιαπέραστο τοίχο.

Δεν ήταν έτσι από την αρχή. Κάποτε, πριν να χτιστεί η διπλανή πολυκατοικία, έβλεπε το δρόμο, μια πλατιά λεωφόρο χωρίς πολλή κυκλοφορία, που κατέληγε στη θάλασσα. Και τη θάλασσα την έβλεπε. Μια κουκκίδα αχνογάλαζο στο βάθος του ορίζοντα αλλά πάντως ήταν εκεί η θάλασσα κι όταν ήταν παιδί η κουζίνα ήταν το αγαπημένο της δωμάτιο. Μαγείρευε η μάνα τους κι αυτή άπλωνε τα βιβλία και τα τετράδια του σχολείου πάνω στο τραπέζι της κουζίνας και κοιτούσε από το παράθυρο ένα μεγάλο κομμάτι ουρανού με χίλια χρώματα, την ήσυχη λεωφόρο, τα καχεκτικά δεντράκια στη διαχωριστική λουρίδα, τους κακοκουρεμένους θάμνους και το πατημένο γκαζόν που επέμεναν να χαιρετίζουν χαρούμενα κάθε πρωί τη μέρα και την κουκκιδίτσα αχνογάλαζου, την υποψία της θάλασσας. Διάβαζε με χαρά τότε. Η μάνα της γκρίνιαζε, «δεν έχεις δωμάτιο εσύ; Το χρειάζομαι το τραπέζι, θ’ ανοίξω φύλλο», η Βούλα γέλαγε –κατά βάθος της άρεσε που η μικρή διάβαζε στην κουζίνα κι είχε όλο το δωμάτιό τους στη διάθεσή της. Τώρα που οι γονείς τους πια δεν υπάρχουν και μένει μόνη στο πατρικό τους –«εσύ να το κρατήσεις, Βασιλική. Εγώ προτιμώ το σπίτι στην Ανάβησσο, που εσένα ποτέ δεν σου άρεσε»- κάθεται πάντα στην κουζίνα για να διαβάσει ή να ασχοληθεί με τους λογαριασμούς. Και πάντα θυμάται με νοσταλγία ένα κομμάτι ουρανού με χίλια χρώματα, την ήσυχη λεωφόρο, τα καχεκτικά δεντράκια στη διαχωριστική λουρίδα, τους κακοκουρεμένους θάμνους και το πατημένο γκαζόν που επέμεναν να χαιρετίζουν χαρούμενα κάθε πρωί τη μέρα και την κουκκιδίτσα αχνογάλαζου, την υποψία της θάλασσας, στο βάθος του ορίζοντα.

 Βλέπει, λοιπόν, τον άσπρο τοίχο, βλέπει επίσης το μισό παράθυρο να σκεπάζεται από την πλαστική τέντα, σαν να το κόβει το παράθυρο στα δυο και το καταπίνει το παράθυρο αυτή η πλαστική τέντα - ράγες-ράγες, οριζόντιες ράγες, η μια πάνω από την άλλη, γκρίζες πλαστικές ράγες. Σιχαίνεται τις τέντες αλλά με τον ήλιο αυτό, τον κακό, σκληρό, αφόρητο και εκδικητή ήλιο, είναι απαραίτητες.  Βλέπει το σκοινί του απλώματος –το παράθυρο δίνει σε ένα υποτυπώδες μπαλκονάκι, που χρησιμοποιεί σαν αποθήκη και για το άπλωμα των ρούχων. Βλέπει επίσης το κάθετο χοντρό λευκό στήριγμα του παράθυρου που χωρίζει το παράθυρο στα δυο. Αλουμινένιο παράθυρο με χοντρό άθραυστο τζάμι. Λευκό το χρώμα του αλουμίνιου. Έχουμε και λέμε: ένα λευκό κάθετο αλουμινένιο δοκάρι λευκό, ένα σκοινί απλώματος λευκό, μια πλαστική τέντα γκριζόλευκη, και ένας αδιαπέραστος τεράστιος άσπρος τοίχος. Πουθενά μια ρωγμή, πουθενά ένα άνοιγμα. Η καρδιά της σφίχτηκε. Έκλεισε με δύναμη την κουρτίνα –η άγρια απότομη κίνηση είχε τέτοια δύναμη που βγήκε η μισή σχεδόν από το κουρτινόξυλο. Η κουρτίνα ήταν αδιάφανη, ροζ παλ κεντητή, την είχε αγοράσει από ένα πλανόδιο πωλητή στη λαϊκή της γειτονιάς της, σχεδόν έτοιμη για κρέμασμα, γι’ αυτό είχε πέσει κάπως λειψή για το παράθυρο της, αλλά της άρεσε το χρώμα, η αδιαφάνεια και το κέντημα της μηχανής με τα αφελή ροζ άσπρα και κίτρινα λουλουδάκια σε μπεζ μίσχο. Έκλεισε την κουρτίνα κι έδιωξε από τα μάτια της το βασανιστικό λευκό, που την τύλιγε σαν τους τοίχους του τούνελ. Κι όταν τα άνοιξε πάλι, ο τοίχος ήταν εκεί, το λευκό ήταν εκεί, εκεί και το τούνελ, που κατάπινε ιδέες και λύσεις και έπρεπε χέρια να σπάσουν τους τοίχους του. Α, ναι, απ’ το παράθυρο έβλεπε το λευκό τοίχο. Πάλι. Κάθισε στην καρέκλα με σφιγμένη, αμήχανη καρδιά, έδεσε τα χέρια της πάνω στο τραπέζι σα μαθήτρια που  θέλει ν’ ακούσει προσεκτικά το μάθημά της και να το μάθει καλά. Περίμενε τις ειδήσεις με θυμό, με αγωνία και με μια αίσθηση αμαρτίας που όσο περνούσε η ώρα μεγάλωνε βασανιστικά και την τυραννούσε.

 

 

 

Ιούλιος- Δεκέμβριος  2007

 

 

Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 1:51 π.μ. 0 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest

Σάββατο 22 Μαΐου 2021

 

ΑΛΚΗΣΤΗ


                                                     Leonora Carrigton, Muher Conciencia(1972)

      

ἀρκοῦμεν ἡμεῖς οἱ προθνῄσκοντες σέθεν

(Ευριπίδη, Άλκηστις, στ. 383)

 

       Στην αρχή η αγάπη της είχε φόβο -ή μπορεί να ήταν φόβος που είχε αγάπη. Τον περίμενε στον κήπο μόνη της· ήταν η πρώτη φορά που θα τον συναντούσε. Διάβαζε πάνω σε μια φαρδιά, αναπαυτική πολυθρόνα, διάβαζε ένα μεγάλο ποίημα που μιλούσε για την αγάπη. Αυτός ήρθε και στάθηκε μπροστά της, είδε την σκιά του που έπεσε πάνω στις σελίδες του βιβλίου της και σκοτείνιασε τις λέξεις. Κρατούσε στα χέρια του ένα κίτρινο τριαντάφυλλο και της το πρόσφερε, πριν την καλημερίσει, πριν της πει πόσο όμορφη ήταν η μέρα επειδή αυτή υπήρχε μέσα στη μέρα και πόσο χαιρόταν που τη γνώριζε και που σε λίγο θα γινόταν γυναίκα του.  Έτεινε το χέρι του και απίθωσε στη χούφτα της το κίτρινο τριαντάφυλλο. Η κίνησή του είχε μια σιγουριά κι η σιγουριά αυτή είχε  μέσα της κάτι βίαιο και σπάνιο και καταιγιστικό. Έπειτα την υποχρέωσε να κλείσει τα δάχτυλά της γύρω από το κίτρινο τριαντάφυλλο και να το κρατήσει στο χέρι της. Ήταν τόσο δροσερό· τα πέταλά του ήταν απαλά σα μάγουλα μωρού και στη μέση κάθε πετάλου απλωνόταν με χάρη αλλά διακριτικά μια σταγόνα από ρόδινο. Τι ιδέα κι αυτή, το πρώτο λουλούδι που της χάρισε να είναι ένα κίτρινο τριαντάφυλλο... Αν ήταν άσπρο, θα ‘ταν γι’ αυτήν, αν ήταν κόκκινο θα ‘ταν γι’ αυτό που θα μπορούσαν να γίνουν, αλλά ένα κίτρινο τριαντάφυλλο... Θα μπορούσε να είναι μια κίνηση αδέξιας αθωότητας ή, το αντίθετο, μια πράξη δόλιου υπολογισμού. Το φύλαξε μέσα στο βιβλίο της, το έκλεισε ανάμεσα στις σελίδες που διάβαζε την στιγμή της συνάντησης και δεν ξανάνοιξε ποτέ εκείνο το  βιβλίο. Μια φορά, χρόνια αργότερα, όταν θέλησε να διαβάσει πάλι εκείνο το ποίημα, έστειλε και της αγόρασαν ένα άλλο αντίτυπο του βιβλίου.

       Έζησε χρόνια μαζί του αγαπώντας τον χωρίς έκπληξη,  γέννησε παιδιά, τα μεγάλωσε με στοργή και ευθύτητα, αυγάτεψε το βιος του σπιτιού τους, λάμπρυνε το όνομά του,  υπέμενε τη μονοτονία της προσπάθειας με υπομονή και σύνεση. Της άρεσε τα καλοκαιριάτικα βράδυα να κάθεται κοντά του στη βεράντα σιωπηλή και να τον ακούει να της διηγείται ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια. Στην πραγματικότητα δεν τον άκουγε, δεν είχε ακούσει ποτέ ούτε μια από τις ιστορίες του, γι’αυτό μπορούσε εκείνος  να τις λέει ξανά και ξανά χωρίς να τον διακόπτει βαριεστημένη, χωρίς να του λέει πως της έχει ξαναπεί την ιστορία και την ξέρει, κουβέντα φαρμακερή για κάθε αφηγητή. Αυτό που της άρεσε στην πραγματικότητα ήταν να κάθεται πολύ κοντά του και να ανασαίνει τον αέρα που έβγαινε από το στήθος του καθώς εκρήγνυνταν σκληρά σύμφωνα ή χόρευαν βροντώδη φωνήεντα. Κατάπινε τον αέρα με μικρές μπουκιές και τον άφηνε να την πλημμυρίσει  Μ’ όλ’ αυτά τα μόρια υγρού αέρα που έβγαιναν απ’ τα πνεμόνια του έχοντας αγγίξει τους ιστούς και τα υγρά και το αίμα του, τον εγκαθιστούσε μέσα της, είχε μέσα της  ένα κομμάτι από το κορμί του  που συναιρέθηκε για μια στιγμή και για πάντα με το δικό της. Τότε ήταν ευτυχισμένη, τότε ήξερε πως τον αγαπούσε χωρίς φόβο πια κι αυτή η αγάπη της έδινε μια ηδονική ταυτότητα, μυστική ταυτότητα, που δεν μπορούσε να την μοιραστεί με κανέναν αλλά και σε κανέναν δεν επέτρεπε να την αμφισβητήσει. Ήταν η γυναίκα του κι αυτός ο άντρας ήταν ο άντρας της.

       Όταν έμαθε την αρρώστια του, φοβήθηκε. Ποιο θα ‘ταν μετά το θάνατό του το όνομά της; Των παιδιών της η μοίρα ποια θα ήταν; Άρχισε να προσεύχεται από μέσα της κι έφτασε μια μέρα που ζήτησε να πάρουν οι θεοί την αρρώστια του και να  την δώσουν σ’ αυτήν, να πεθάνει στη θέση του. Κι όταν το είπε, όταν έκανε λόγο την σκέψη που αχνοσχηματιζότανε από καιρό στο νου της κι έπειτα την ξεστόμισε, στην αρχή αδύναμα και διστακτικά κι έπειτα με θαρραλέα αυταπάρνηση,  ένιωσε μια βαθιά ανακούφιση, σαν να ‘χε κλείσει ένα τραύμα.

       Ανέβηκε στο δωμάτιό τους, που πια ήταν μόνο δικό του δωμάτιο,  για να αλλάξει τα σεντόνια του – δεν άφηνε κανέναν άλλον να αγγίξει τα στρωσίδια του, αυτή  τα άλλαζε δυο φορές τη μέρα, μια το πρωί κι έπειτα άλλη μια, αργά το απόγευμα, την ώρα που έπεφτε ο ήλιος και κάθε φορά έστρωνε το κρεβάτι με περισσή προσοχή, τεντώνοντας σχολαστικά τις άκρες των σεντονιών και φουσκώνοντας τα μαξιλάρια για να ‘ναι μαλακά και αναπαυτικά να πλαγιάσει πάνω τους αυτός μόνος κι απελπισμένος.  Ανέβηκε λοιπόν στο δωμάτιό του, κι ενώ δεν είχε πρόθεση, του εξομολογήθηκε το αίτημά της στους θεούς. Και είδε με έκπληξη, αλλά όχι τόση όση θα μπορούσε να νιώσει, την άγρια χαρά που φώτισε το βλέμμα του. Δεν ήθελε να το σκεφτεί, μα της πέρασε σαν αστραπή από το νου πως έμοιαζε το βλέμμα του με του φονιά, έπειτα κατάλαβε πως ήταν πιο πολύ σαν του πλήθους την ώρα της θυσίας. Όπως και να ‘χε, δεν είδε τον παραμικρό ενδοιασμό, την θλίψη, την ευγνωμοσύνη. Η δειλία του την τύλιγε τώρα σαν δηλητηριασμένος μαντύας. Ασφυκτιούσε  από κάτι που έμοιαζε με πόνο,  ένα ποτάμι περνούσε από μέσα της, άρπαζαν τα νερά του ό,τι έβρισκαν. Τότε ακριβώς κατάλαβε πως πια δεν τον αγαπούσε και γέμισε από αηδιαστική περιφρόνηση η καρδιά της.  Μπορούσε πια να πεθάνει χωρίς τύψεις που τον άφηνε πίσω μόνο του χωρίς την αγάπη της να τον σκεπάζει προστατευτικά στα κρύα του χειμώνα και στα λάθη του. Μπορούσε να πεθάνει γι’ αυτόν χωρίς την ελάχιστη επιθυμία να τον γεννήσει για να τον αγαπήσει ξανά  όπως θα ήθελε να τον αγαπά.

       Δεν το μετάνιωσε που πέθανε γι’ αυτόν αλλά που ήταν αυτός ο άντρας για τον οποίο πέθανε. Παρ’ όλ’ αυτά, ως το τελευταίο λεπτό περίμενε να τον ακούσει να την καλεί πίσω, να της πει πως δεν μπορεί να την αφήσει να πεθάνει στη θέση του. Όχι με τον αηδιαστικό ηρωισμό της βεβαιότητας, όχι με την υποκρισία του πολιτικού μπροστά στα πλήθη. Τότε αυτή με ευγνωμοσύνη θα έπαιρνε το χέρι του, θα το ακουμπούσε στην καρδιά της και πάλι θα διάλεγε τον θάνατο.

       Το τελευταίο που σκέφτηκε καθώς χανόταν σε μια σιωπηλή δίνη από φως ήταν το σπίτι της και τα παιδιά της μέσα σ’ αυτό.

Ιούνιος -Αύγουστος 2020

Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 8:24 μ.μ. 1 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest

Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

Υπόληψις




Dark Landscape Digital Art by Stefan Pfuertner

STEFAN PFUERTNER (https://pixels.com/featured/dark-landscape-stefan-pfuertner.html)



         Τον ‘βλέπαν οι άνθρωποι από μακριά και τον φοβόντουσαν, άλλαζαν δρόμο. κι αν τύχαινε να πρέπει να περάσουν από κοντά του, κατέβαζαν το κεφάλι κι έκαναν πως δεν τον έβλεπαν, τάχα βυθισμένοι στις σκέψεις τους, σε μια στενοχώρια που τους απασχολούσε πολύ. Σπάνια κάποιος περαστικός του πέταγε μια βιαστική καλημέρα και δεν περίμενε να ακούσει την απάντηση -τον πρώτο καιρό μια καλημέρα όλο ευγνωμοσύνη η απάντηση έπειτα, σιγά-σιγά όλο και πιο θυμωμένη, μέχρι που έγιναν κάρβουνα αναμμένα οι καλημέρες του, τις πέταγε με σαρκασμό και αηδία, κι έμοιαζαν με κατάρες πιο πολύ οι καλημέρες του. Τον ενοχλούσε πια ο οίκτος των ανθρώπων, τον ενοχλούσε αυτός ο θολός όλο άγνοια και υποκρισία οίκτος των ανθρώπων.
            Ήταν κι εκείνη η μυρωδιά -ανυπόφορη. Κι ούτε που μπορούσε να πει κανείς αν βρώμαγε αυτός πιο πολύ ή οι σβουνιές που μέσα τους είχε φωλιάσει. Τα λυτά μαλλιά του έφταναν σχεδόν ως τα γόνατα. Οι λερές τρίχες κολημμένες σφιχτά η μια πάνω στην άλλη έφτιαναν λιγοστές συμπαγείς τούφες που κρέμονταν σαν σαπισμένα φίδια απ’ το κρανίο του. Τα μάγουλα βαθουλωμένα από τη νηστεία, αποστεωμένο το σώμα, ανύπαρκτο, τα μακριά πληγιασμένα πόδια το σήκωναν με δυσκολία μα αυτός επέμενε να στέκει όρθιος τις πιο πολλές ώρες της μέρας. Όταν καθόταν όμως, και τέντωνε το ξεραμένο δέρμα πάνω στις αρθρώσεις, φαίνονταν οι βαθιές πληγές και το πύο που έτρεχε βασανιστικά απ’ τα πρησμένα κι όλο φουσκάλες δάχτυλα των ποδιών, τις σκισμένες φτέρνες. H φωνή του είχε αλλάξει. Κάποτε ήταν βαθιά κι ευχάριστη, τον άκουγαν οι δικοί του συχνά να τραγουδά, να τραγουδά ευτυχισμένος -κάπως φάλτσα ίσως αλλά σκόρπιζε γύρω το τραγούδι του χρώματα και προσευχές. Τώρα ή φωνή του ακουγόταν σαν κρωξιά κοράκου, πέθαιναν στο λαρύγγι οι ήχοι και βγαίναν τυραγνισμένα κακιωμένα φαντάσματα. Μόνο αργά τη νύχτα -όμως σε τούτο ποιος να ‘ναι ο μάρτυρας;- αργά τη νύχτα, καμιά φορά, αν ήταν ξαστεριά ή το φεγγάρι ολόγιομο και ξύπναγαν βαθιά ξεχασμένες μνήμες μιας άλλης εποχής, τότε που ήταν ευτυχισμένος και άτρωτος, έβγαινε, με δυσκολία αλλά γλυκό, ένα τραγούδι του γάμου, μα πριν τελειώσει το σκέπαζε με γέλιο μαύρο και σαλιωμένο, όλο σιχασιά και θυμό.
          Επέμενε να στέκει όρθιος τις πιο πολλές ώρες της μέρας και τη νύχτα ακόμα καμιά φορά. Όχι ακίνητος, όρθιος όμως. Το βλέμμα ανυπότακτο κοίταζε μια ίσια μπροστά σαν κουνάβι μοχθηρό και μια το κεφάλι γύριζε προς τον ουρανό, τα μάτια μίκραιναν, γίνονταν δυο σχισμές μαύρες, στεγνές σαν τρύπες επικίνδυνες, να βγει από μέσα τους η κόλαση, κι από το λιγοστό το άνοιγμα πεταγόταν ένα άλλο βλέμμα ενθουσιαστικό και του θριάμβου.
Περνούσαν τα χρόνια. Λέγαν οι άνθρωποι γι’ αυτόν σπουδαίες ιστορίες -μιλούσαν για πλούτη και ευτυχία ανείπωτη, κάποτε, παλιά, σε ένα άλλο καιρό• είναι καλοί στα παραμύθια οι άνθρωποι. Και κάθε φορά που τέλειωναν μια ιστορία για τον γέροντα στις σβουνιές, έφτυναν τρομαγμένοι τον κόρφο τους κι εύχονταν κανείς να μην έχει την τύχη του, που τα ‘χασε όλα σε μια νύχτα. Δεν έλεγαν πια «δυστυχία» αλλά το όνομά του. Σιγά-σιγά ξέχασαν τον άνθρωπο κι έλεγαν μόνο τις ιστορίες του και το όνομά του σαν ξόρκι ενάντια στο κακό.
        Αυτός ήταν εκεί πάντα, στη φωλιά του από σβουνιές, γεμάτος τρύπες στο σώμα και την ψυχή, αποφασισμένος. Άπλωνε κάθε πρωί ένας αετός τα φτερά του από πάνω του, βύθιζε το βλέμμα του το όρνεο στο βλέμμα του ανθρώπου και τον ρωτούσε: «ακόμα;» κι ο άνθρωπος συγκατάνευε με σκοτεινή απόφαση και πείσμα θανατερό «ακόμα».
        Στο τέλος βαρέθηκε ο Θεός τούτο το παιχνίδι και του φανερώθηκε ένα ξημέρωμα λίγο λιγότερος για να τον αντέξει ο άνθρωπος. «Ακόμα;» ρώτησε. «Ακόμα» είπε με χαμόγελο ο γέροντας.
       Φαρμακερή και άσειστη πίστη.
       Αλλά ο Θεός αποχώρησε με ένα μαραμένο χαμόγελο.
       Δεν άλλαξε τίποτε.

Μάρτιος - Απρίλιος 20202
Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 3:48 μ.μ. 0 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα
Εγγραφή σε: Αναρτήσεις (Atom)
  • Κείμενα
  • Δημοφιλή
  • Πρόσφατα

Δημοφιλή

  • (χωρίς τίτλο)
      ΑΛΚΗΣΤΗ                                                      Leonora Carrigton, Muher Conciencia(1972)        ἀρκοῦμεν ἡμεῖς οἱ προθν...
  • Έκπληξις
                Το καφενείο ήταν από 'κεινα τα παλιά, που λίγα έχουν πλέον απομείνει ξεχασμένα σε κάποιες μάλλον φτωχές, ξεχασμένες κι αυ...
  • Ο ΣΚΥΛΟΣ ΝΩΝΤΑΣ. Μια ιστορία χωρίς κρυφά μηνύματα και υψηλούς στόχους.
    Είμαι ζωοφοβική. Δεν ντρέπομαι   να το ομολογήσω.   Ή, ακριβέστερα, δεν ντρέπομαι να το ομολογήσω πλέον. Πώς γεννήθηκε αυτός ο φόβος μέσα...
  • Η ΧΗΡΑ
             Τους πρώτους μήνες μετά το θάνατο της μητέρας μου, πήγαινα πολύ τακτικά στο νεκροταφείο, σχεδόν κάθε μέρα, άλλοτε μεσημέρι...
  • H ΚΟΡΑΛΙΑ
    Την ιστορία της Κοραλίας τη διηγήθηκα μια φορά στην πολύ καλή μας ζωγράφο, την Κλεοπάτρα Δίγκα. "Να κάτσεις και να τη γράψεις...
  • (χωρίς τίτλο)
    «Πάτερ ημών» Απ’ την παιδική μου ηλικία πολλά δεν θυμάμαι. Φευγαλέες εικόνες, λεπτομέρειες προσώπων και σωμάτων, ποτέ πρόσωπα ολόκληρ...
  • Υπόληψις
    STEFAN PFUERTNER ( https://pixels.com/featured/dark-landscape-stefan-pfuertner.html )          Τον ‘βλέπαν οι άνθ...
  • (χωρίς τίτλο)
      Έϊβαλα, έϊβαλα, ω! Lotte Laserstein,  Selbstporträt mit weissem Kragen, περ. 1923      Το σπίτι στην Καλλιθέα το κληρονόμησα από μια θεία ...
  • Στιγμές άπαξ (Παρίσι, χειμώνας του 1986. Και είκοσι χρόνια μετά)
    Από πολύ μικρό παιδί, τότε που όλοι έχουν λόγο στο μέλλον σου κι όλοι ξέρουν τι πρέπει «να γίνεις σαν θα μεγαλώσεις», ξεσήκωνε το νου μ...
  • Καϊρία, βοΐτι
                      - Καϊρία βοΐτι...          Τι μου λέει; Δεν καταλαβαίνω. Είναι μικροκαμωμένος και μελαμψός. Τα μάτια του μοιάζο...

Πληροφορίες

Μαρώ
Προβολή πλήρους προφίλ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κείμενα

  • ▼  2024 (1)
    • ▼  Ιουλίου (1)
      •  Έϊβαλα, έϊβαλα, ω!Lotte Laserstein, 
  • ►  2022 (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2021 (1)
    • ►  Μαΐου (1)
  • ►  2020 (3)
    • ►  Απριλίου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2019 (4)
    • ►  Μαΐου (2)
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (1)
  • ►  2018 (3)
    • ►  Οκτωβρίου (1)
    • ►  Ιουλίου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
  • ►  2016 (4)
    • ►  Αυγούστου (2)
    • ►  Ιουλίου (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2015 (2)
    • ►  Δεκεμβρίου (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (1)
  • ►  2014 (1)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
  • ►  2013 (3)
    • ►  Αυγούστου (2)
    • ►  Μαΐου (1)
  • ►  2012 (7)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (1)
    • ►  Μαΐου (1)
    • ►  Απριλίου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2011 (11)
    • ►  Δεκεμβρίου (2)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
    • ►  Οκτωβρίου (2)
    • ►  Σεπτεμβρίου (2)
    • ►  Αυγούστου (4)
 

Κατηγορίες

  • Διήγημα (13)
  • Ποίηση (1)

Αναγνώστες

Marotora. Από το Blogger.
 

Ηρώ Νικοπούλου

  • histopia
    Η λογική της ενδοαριστερής βίας: κομματικοί εναντίον τροτσκιστών/αρχειομαρξιστών
    Πριν από 10 χρόνια

Κατηγορίες

  • Διήγημα (13)
  • Ποίηση (1)

About Me

Μαρώ
Προβολή πλήρους προφίλ
 
© 2011 Διηγήματα & νουβέλες | Σχεδίαση: Ν. Cabilis & WindGames