Παιδάκι, να ένα μήλο
Ένα όμορφο μαύρο παιδί καθόταν
μεσημέρι Κυριακής έξω από το σπίτι του. Ήταν ένα ζεστό χειμωνιάτικο μεσημέρι σε
μια γειτονιά μακριά από το κέντρο της πόλης, με μικρά χαμηλά σπίτια και λιγοστές παλιές βρώμικες πολυκατοικίες.
Το σπίτι ήταν παλιό και φτωχικό, μια
μονοκατοικία που μετρούσε πάνω από μισό αιώνα ζωής και μάλλον δεν την είχε ποτέ
κανείς επισκευάσει σ'όλα τούτα τα χρόνια, η πόρτα φθαρμένη, φθαρμένες
και οι πράσινες γρίλιες του μεγάλου παράθυρου που έβλεπε στο δρόμο, το χρώμα
ξέφτιζε και φαινόταν από κάτω το αρρωστημένο ξύλο.
Το παιδί καθόταν στο κατώφλι της πόρτας, ένα σκαλάκι από
πέτρα ντυμένο με ένα παλιό γκριζωπό μωσαϊκό –η άκρη του ήταν στρογγυλεμένη, έλειπαν μερικές πετρούλες από το μωσαϊκό. Η πόρτα ήταν
μισάνοιχτη, έτσι όποιος κοίταζε μέσα μπορούσε να ξεχωρίσει γωνιές από ένα τραπέζι κι ένα ντιβάνι σκεπασμένο με ένα
κόκκινο, τσαλακωμένο πανί σαν χοντρό σεντόνι. Ακουγόταν λίγο και η τηλεόραση
–μάλλον ταινία, σε μια γλώσσα γεμάτη
λιπαρά σύμφωνα και στενούτσικα φωνήεντα.
Το παιδί κρατούσε ένα μεγάλο
πράσινο μήλο. Δεν το ‘τρωγε, το κοιτούσε πού και πού αναποφάσιστο. Δεν φαινόταν
να μην του αρέσει, ίσως ήθελε να περάσει λίγο η ώρα. Να έρθει το απόγευμα για
να το φάει.
Μιριάνα Γοτοβακ, Πράσινο μήλο
(https://pixels.com/featured/green-apple-mirjana-gotovac.html)
Ο δρόμος που πέρναγε μπροστά από
το σπίτι του ήταν άδειος. Όλοι οι γείτονες ήταν μέσα στα σπίτια. Μερικοί μπορεί
να κοιμόντουσαν, άλλοι να έβλεπαν τηλεόραση, κάποιοι μπορεί να έκαναν δουλειές
–να έπλεναν, ας πούμε τα πιάτα από το μεσημεριανό φαγητό ή, αν ήταν παιδιά, να έπαιζαν με τα κινητά τους. Το παιδί κοίταζε αφηρημένα το σπίτι
απέναντι. Ήταν άδειο. Οι δυο Πακιστανοί που έμεναν εκεί είχαν φύγει πριν από
λίγες μέρες για τη Γερμανία κι όλη η γειτονιά –ξένοι άνθρωποι οι περισσότεροι
που είχαν έρθει σε μια άγνωστη, υποσχετική ήπειρο για να βρουν καλύτερη
τύχη-όλη η γειτονιά τους καλοτύχιζε. Τους Πακιστανούς που είχαν φύγει γα τη
Γερμανία.
Το μαύρο παιδί κοίταζε αφηρημένα
απέναντι και κουνούσε λίγο νευρικά το πόδι του. Ίσως να περίμενε μήπως βγει κάποιο άλλο παιδί, συνομήλικο, να
παίξουν, αλλά όλα τα παιδιά της γειτονιάς ήταν στα σπίτια τους. Και οι πόρτες
των σπιτιών κλειστές.
Αυτός άφησε το αυτοκίνητο λίγο
έξω από τα όρια της γειτονιάς και ήρθε ως εκεί με τα πόδια. Είδε από μακριά το
μαύρο παιδί. Ένα όμορφο παιδί γύρω στα δέκα, με πυκνά πολύ κατσαρά μαλλιά,
επιδερμίδα οπαλένια χωρίς ψεγάδι και δυο μεγάλα, τρυφερά κόκκινα χείλη σαν φουσκωμένα
πανιά σε βαρκάκι που ταξιδεύει αμέριμνο στο Αιγαίο. Και κρατούσε στα χέρια ένα
μήλο. Ένα σκληρό, ξινό, πράσινο μήλο απ’αυτά που δεν αρέσουν συνήθως στα
παιδιά, αλλά σ’αυτό το παιδί άρεσαν τα μεγάλα, σκληρά, ξινά πράσινα μήλα.
Είδε το παιδί και κοντοστάθηκε.
Το μαύρο παιδί δεν τον είδε. Αυτός
ανάγλειψε τα χείλη, έστρωσε αμήχανα τα μαλλιά του, σαν να το σκέφτηκε για ένα
λεπτό, λιγότερο μάλλον από ένα λεπτό. Το χειμωνιάτικο φως, λαγαρό και
αργόσυρτο, έπεφτε πάνω στο καλοσχηματισμένο κορμί του παιδιού, στα μακριά
πόδια, στα λεπτά αλλά δυνατά χεράκια. Αυτός δεν είχε παιδιά αλλά δεν ήταν αυτός
ο λόγος. Του άρεσαν τα παιδιά αλλά ούτε αυτός ήταν ο λόγος. Προχώρησε ευθυτενής
με βήματα μεγάλα και σίγουρα, κάθε πατημασιά άφηνε ένα κιτρινωπό αποτύπωμα απ’
όπου άχνιζε το μίσος. Σπρωγμένος από την αλύπητη πρόθεση, πλησίασε το μαύρο
παιδί απ’τη μεριά που εκείνο δεν τον έβλεπε. Το πλησίασε σαν εξασκημένος αίλουρος, αυτό το όμορφο μαύρο παιδί ήταν
μια μουτζούρα στον κόσμο του, ένα λάθος της φύσης που έπρεπε να το διορθώσει, μια
τρύπα που του προκαλούσε αηδία... Τα παιδιά τους, πιο πολύ αυτά, τα παιδιά τους
που μεγαλώνουν εδώ και γεμίζουν σκοτεινές βρώμικες κηλίδες το συνεχές λευκό των
αγαλμάτων και την οικειότητα των σχημάτων που μπορεί να πάρει ένα πρόσωπο.
Ήταν τόσο διασκεδαστικό να βλέπει
το αίμα να ξεπηδά από τους κροτάφους –κι ούτε ένας ήχος, ίσως μόνο ένας αλαφρύς
αναστεναγμός σαν ζώο που το σφάζουν χωρίς να έχει καταλάβει από τα πριν τον
ερχομό του θανάτου, τέτοιο ξεγέλασμα. Το βαρύ γκλομπ με τη σιδερένια λαβή το
είχε πάντα μαζί του, στην εσωτερική τσέπη της καμπαρντίνας του. Ήταν τόσο
διασκεδαστικό το τρέμισμα του κορμιού, η αιώρηση μπρος πίσω, η έκπληξη και ο
πόνος στο βλέμμα, το ρυάκι από πηχτό αίμα που έβρεξε τα κατσαρά μαλλιά, το
πετάρισμα στο βλέμμα καθώς έσβηνε αργά αλλά εύκολα.
Το μήλο γλίστρησε από τα χέρια
του μαύρου παιδιού, κύλησε και σταμάτησε ενάμιση μέτρο παραπέρα. Αυτός το
σήκωσε και το πήρε μαζί του.
Θα το έτρωγε με ευχαρίστηση το
βράδυ αναπολώντας νοσταλγικά μία-μία τις λεπτομέρειες.
Μάρτιος 2018
Με την ίδια συγκίνηση και την ίδια περηφάνεια που σ έχω φίλη - κοσμεί ήδη το φτωχό μου τοιχαλάκι....
ΑπάντησηΔιαγραφήΜας χρειάζονται πολλά ακόμα -πολλά....
Πόσο με συγκινείς, Όλγα μου!
ΔιαγραφήΑυτό το μήλο που κατρακύλησε... σαν να έσταξε πικρό βάρος στην καρδιά μου. Η δυναμική του Κρίσενβελτ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπημένη μου Ελένη!!!
Διαγραφή