Πρωτοχρονιά έκανε πάντοτε στο σπίτι των γονιών της. Ήταν μια παλιά συνήθεια της οικογένειάς της, που σαν άνθρωποι της πόλης δεν τηρούσαν γενικά έθιμα και παραδόσεις, να είναι μαζί στο γύρισμα του χρόνου, να σβήνουν τα φώτα δώδεκα παρά ένα λεπτό, να τα ανάβουν έπειτα μόλις οι δείκτες του ρολογιού που είχαν ενωθεί για να δείξουν μεσάνυχτα άρχιζαν δειλά αλλά μοιραία να χωρίζουν, να λένε με τρυφερότητα «χρόνια πολλά» ο ένας στον άλλον και να κόβουν την πίτα με γέλια στοιχηματίζοντας για το φλουρί. Ήταν μοναχοπαίδι –αυτός που θα μπορούσε να είναι ο μεγαλύτερος αδερφός της είχε πεθάνει πριν από τη δική της γέννηση κι άλλα παιδιά δεν αποφάσισαν να κάνουν οι γονείς της, σαν να φοβήθηκαν μη προκαλέσουν τη μοίρα. Ήταν όμως πολύ ανεξάρτητη από μικρή. Πριν να γίνει είκοσι χρόνων έφυγε από το σπίτι και ζούσε μόνη της από τη δουλειά της. Ωστόσο είχε στους γονείς της αδυναμία και τους επισκεπτόταν συχνά πυκνά. Τους φρόντιζε με τρυφερότητα. όχι από καθήκον ή ευγνωμοσύνη. Της ήταν εντελώς αυτονόητη αυτή η φροντίδα. Έτσι κι αλλιώς ήταν γεροί άνθρωποι, χωρίς προβλήματα υγείας. Όμως κρατούσε και τις απαραίτητες αποστάσεις ώστε να μην μπορούν να παρεμβαίνουν και πολύ στη ζωή της.
Ναι, πρωτοχρονιά έκανε πάντοτε στο σπίτι των γονιών της. Δεν της το είχαν ζητήσει. Το έκανε οικειοθελώς. Της άρεσε. Αντιθέτως, δεν της άρεσαν τα οργανωμένα ρεβεγιόν, σε σπίτια και ταβέρνες. Στο σπίτι της περνούσε καλά. Έμπαινε ο καινούριος χρόνος ήσυχα, έπειτα, κατά τη μία, οι γονείς της πήγαιναν για ύπνο κι εκείνη έμενε μόνη της, μπροστά στην τηλεόραση, να παρακολουθεί αφηρημένη τα εορταστικά προγράμματα. κάπου-κάπου, αν το αυτί της έπιανε ένα τραγούδι που της άρεσε, το σιγομουρμούριζε μαζί με τον τραγουδιστή, έπειτα χανόταν πάλι σε σκέψεις και όνειρα, ώσπου βυθιζόταν στον ύπνο κι εκείνη ως αργά την άλλη μέρα. Όταν βγήκαν τα βίντεο και μετά τα DVD player, τα πρωτοχρονιάτικα βράδια στο σπίτι έγιναν ακόμη πιο ευχάριστα, αφού νοίκιαζε τα αγαπημένα της χολιγουντιανά μιούζικαλ και παρακολουθούσε τη μια πίσω από την άλλη δυο και τρεις ταινίες όλη τη νύχτα.
Η πρώτη πρωτοχρονιά μετά το θάνατο του πατέρα ήταν δύσκολη, πολύ δύσκολη. Θλίψη και κατήφεια βάραινε το σπίτι και τις ψυχές τους, τη δική της και της μητέρας της. Η γερόντισσα έκλαιγε όλη την ώρα και αναθυμιότανε τον άντρα της και τις χάρες του και συνεχώς τον μελετούσε. Με το ζόρι την έπεισε να ανοίξουν τηλεόραση για να δουν το γύρισμα του χρόνου στο Σύνταγμα, με το ζόρι την έπεισε να κόψουν την πίτα που είχε αγοράσει την παραμονή το μεσημέρι. Η μάνα της αρνήθηκε επίμονα να πάρει εκείνη το μαχαίρι και να την τεμαχίσει ονομάζοντας ένα-ένα τα κομμάτια, του Χριστού, του Άη Βασίλη, του Φτωχού… «Την πίτα την έκοβε πάντα ο νοικοκύρης του σπιτιού, ο πατέρας σου, εγώ τώρα δεν μπορώ, να την κόψεις εσύ. εσύ είσαι τώρα ο αρχηγός της οικογένειας». Δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει μέσα στην πίκρα της –του είχε αδυναμία του πατέρα της και δυσκολευόταν πολύ να δεχτεί την απουσία. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ τον εαυτό της ως αρχηγό σε κάτι, σε μια ομάδα, ας πούμε, και από την άλλη, δυο άνθρωποι μόνοι τους ήταν αυτή και η μάνα της, τι έννοια είχε τούτος ο λόγος; Αλλά είχε και το ήξερε. Έκοψε, λοιπόν, χωρίς πολλά σχόλια την πίτα, αλλά από συνήθεια (μπορεί και όχι, κάνει πολλά παιχνίδια το ασυνείδητο) έκοψε κι ένα κομμάτι για τον πατέρα και το χειρότερο εκεί βρισκόταν το φλουρί. Έτσι την επόμενη πήγε στο νεκροταφείο ταραγμένη και το άφησε στο νιόσκαφτο τάφο. Δεν πίστευε σε οιωνούς και προμηνύματα αλλά ταράχτηκε με τη σύμπτωση.
Στα έντεκα χρόνια που ακολούθησαν ως το θάνατο της μητέρας της, εξακολούθησε να πηγαίνει στο πατρικό της για την Πρωτοχρονιά. Οι δυο γυναίκες συνέχισαν να κάνουν μόνες τους ό,τι ακριβώς έκαναν κι όταν ζούσε ο πατέρας: εκείνη έκανε τα ψώνια (μόνη της πλέον, ενώ στο παρελθόν πήγαινε με τον πατέρα της), η μητέρα ετοίμαζε το σπίτι και λίγους μεζέδες για το βράδυ, άνοιγαν τηλεόραση, περίμεναν να ακούσουν τον παρουσιαστή να μετρά ανάποδα, έσβηναν κι άναβαν τα φώτα –η μητέρα της μάλιστα άναβε και το καντήλι – έκοβαν την πίτα… Μετά πέθανε και η μητέρα.
«Θα έρθεις οπωσδήποτε να κάνουμε πρωτοχρονιά όλοι μαζί», της είπε η καλύτερη της φίλη εκείνη τη χρονιά. Αυτή δεν ήθελε, αρνήθηκε επίμονα, αλλά η άλλη δεν σήκωνε κουβέντα. Δεν ήθελε να την αφήσει ολομόναχη τέτοια μέρα και με το πένθος τόσο πρόσφατο, εξήγησε στον άντρα της που τη μάλωσε για την τόση επιμονή. Αυτή πάλι κατάλαβε την καλή πρόθεση, το φόβο της φίλης της μη και περάσει τη νύχτα κλαίγοντας, το εκτίμησε, και, μολονότι ήταν σίγουρη πως δεν θα πέρναγε καλά, πήγε. Για να μη χαλάσει το χατίρι της Βέρας. Και όντως δεν πέρασε καλά, φεύγοντας, όμως, γύρω στις δύο, είπε ότι όλα ήταν τέλεια και ευχαρίστησε για την πρόσκληση. Αν δεν είχε χωρίσει με τον Παναγιώτη, θα τον έπαιρνε από τις σκάλες ακόμη στο τηλέφωνο για να βρεθούν να περπατήσουν μέσα στην πρωτοχρονιάτικη νύχτα. Της άρεσε πάντα ένας περίπατος το βράδυ της πρωτοχρονιάς, αργά, όταν οι δρόμοι έχουν πια αδειάσει. Αφού δεν μπορούσε να περπατήσει με τον Παναγιώτη, έκανε τον περίπατο μόνη της- ένα μικρό περίπατο γύρω από το σπίτι της, κι έπειτα γύρισε και κοιμήθηκε. Είχε μιαν ακόμη οφειλή: ένα τραπέζι που την είχαν καλεσμένη το μεσημέρι, στου φίλου της του Βασίλη. Πήγε κι εκεί. Έτσι εκείνη τη χρονιά, την πρώτη χρονιά μετά το θάνατο της μητέρας της ένιωσε ένα βάρος στην ψυχή και πως δεν είχε αλλάξει ο χρόνος ένιωσε και πως θα ‘σερνε τη θλίψη της πρώτης χρονιάς της ορφάνιας για ένα ολόκληρο χρόνο. Περίεργα πράγματα…
Την επόμενη, όμως χρονιά ήταν αποφασισμένη να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Στο μεταξύ είχε εμφανιστεί ένας καινούριος άντρας στη ζωή της. Αυτός της πρότεινε να πάνε ένα ταξίδι, να κάνουν πρωτοχρονιά στο εξωτερικό, ίσως στο Λονδίνο. Του το ξέκοψε. «Θα βρεθούμε την επόμενη, το βράδυ της πρωτοχρονιάς είναι οικογενειακό». Αυτός δεν σκέφτηκε να τη ρωτήσει τι εννοούσε, πιθανώς να νόμιζε πως ήταν καλεσμένη σε συγγενείς. Και σ’ όσους φίλους τηλεφώνησαν με προσκλήσεις και προτάσεις, είπε τα ίδια. Κι άλλοι νόμισαν πως θα πάει σε τίποτε θείους και ξαδέλφια κι άλλοι πως το λέει σα δικαιολογία, για να περάσει την πρωτοχρονιά με τον Παντελή, έτσι τον έλεγαν τον καινούριο άντρα στη ζωή της. Αυτό έβαλε με το νου της και η καλύτερή της φίλη και, καθώς έκλεινε το τηλέφωνο πρόσθεσε μια νότα πονηριάς στις ευχές για την ημέρα. Δεν την ένοιαξε. Ας νόμιζαν ό,τι ήθελαν, αρκεί να έκανε πρωτοχρονιά όπως ήθελε αυτή, όπως την είχε σχεδιάσει από καιρό μέσα της. Όχι, δεν θα άφηνε αυτή τη φορά κανένα να της χαλάσει τα σχέδια.
Γνώριζε τον χασάπη από παιδί κι αυτός τη γνώριζε επίσης πολύ καλά. Είχε γεράσει πια και δεν έβλεπε πολύ καλά αλλά τον είχε εμπιστοσύνη. Αντίθετα δεν πολυσυμπαθούσε το γιο του, μπαγαποντάκος της φαινότανε, σα λειψό πάντα στο ζύγι το κρέας, αλλά δε μίλαγε ούτε ποτέ έκανε τον κόπο να πάει παραδίπλα να το ζυγίσει για να βεβαιωθεί. Μπήκε στο κρεοπωλείο με αέρα φουριόζο, τη χαιρέτισε ο ιδιοκτήτης, χάρηκε που τον βρήκε μόνο του, αγόρασε αρνί και λίγες μπριζόλες μοσχαρίσιες και λουκάνικο, λίγο κιμά και δυο στήθη από κοτόπουλο (το σιχαινόταν το κοτόπουλο, μόνο το στήθος κατόρθωνε να τρώει κι αυτό αφού το μαγείρευε με τόνους κανέλλας και άλλων μπαχαρικών). Έπειτα πήγε στο σούπερ μάρκετ και ψώνισε τυριά, αλλαντικά, αλεύρι, βούτυρο και ζάχαρη και δυο μεγάλα κουτιά βανίλιες και ένα μεγάλο βαζάκι φουσκωτικό κι ό,τι άλλο χρειαζόταν για τη γιορτή αλλά και για την καθημερινότητα που θα την ακολουθούσε, κυρίως απορρυπαντικά.
Μαζεύτηκαν στο ταμείο πολλές σακούλες και βαριές. Πώς θα τα κουβάλαγε ως το σπίτι της; Είχε και το κρέας. Η ταμίας της πρότεινε να της τα φέρει ως την πόρτα της η ειδική υπηρεσία που είχε γι’ αυτό το κατάστημα, «χωρίς καμιά επιβάρυνση» τόνισε, αλλά εκείνη, όχι, δεν το είχε σχεδιάσει έτσι, ήθελε να τις πάει μόνη της στο σπίτι τις σακούλες, να τις ανεβάσει με το ασανσέρ, να τις βγάλει από το θάλαμο, να τις αραδιάσει μπροστά στην πόρτα, να ψάξει τα κλειδιά, να ξεκλειδώσει, να τις βάλει μια-μια μέσα στο χωλ, να σηκώσει τα μάτια και να δει το δέντρο στολισμένο –α, ναι είχε στολίσει το δέντρο, ένα μικρό γύρω στο ένα μέτρο, που αγόρασε στις 15 Δεκεμβρίου μαζί με πολλά φωτάκια, χρυσόσκονη, ψεύτικο χιόνι και λίγες κόκκινες και χρυσές μπάλες. Να μεταφέρει έπειτα τις σακούλες στην κουζίνα, να τις αδειάσει, να τακτοποιήσει τα ψώνια, άλλα στο ψυγείο, άλλα στα ντουλάπια κι άλλα να τα αραδιάσει πάνω στον πάγκο ώστε να είναι έτοιμη για το μαγείρεμα την επόμενη. Έτσι το ήθελε. Γι’ αυτό παρακάλεσε να της δανείσουν για λίγη ώρα ένα καροτσάκι, δεν έμενε μακριά, είπε, θα το επέστρεφε αμέσως.
Ήταν πελάτισσα χρόνια, τη γνώριζαν οι παλιοί υπάλληλοι και ο διευθυντής του καταστήματος τη γνώριζε επίσης –της είχε ζητήσει κάποτε μια συμβουλή για ασφαλιστικά ζητήματα, του είχε λύσει το πρόβλημά του πολύ γρήγορα και με εχεμύθεια, και έκτοτε τη χαιρετούσε με σεβασμό, μάλλον τη φλέρταρε κιόλας διακριτικά. Όταν του είπε τι ήθελε, προθυμοποιήθηκε να την πάει ο ίδιος με το αυτοκίνητό του στο σπίτι της –κανένας κόπος, αντιθέτως, ευχαρίστησή μου, κυρία Κλαίρη (την αποκαλούσε με αυτόν τον αστείο τρόπο, προσπαθώντας δειλά και πονηρά να διασχίσει την απόσταση ως τον ενικό)- αυτή επέμενε στο καροτσάκι, δεν της χάλασε χατίρι.
Το βράδυ συγύρισε το σπίτι, κρέμασε φρεσκοπλυμένες και καλοσιδερωμένες κουρτίνες, άλλαξε πετσετάκια, έβαλε κεριά γύρω-γύρω, κόκκινα και χρυσά, άλλα μόνα τους, άλλα μέσα σε φωλιές από χόρτο και ψεύτικο γκι, άλλα μέσα σε χριστουγεννιάτικα πολύχρωμα κηροπήγια. Έβγαλε από τα ντουλάπια κούπες και πιατέλες με γιορτινά στολίδια –αγόραζε ένα δυο τέτοια γυαλικά κάθε χρόνο και είχε πλέον πολλά και σε μεγάλη ποικιλία. Έβγαλε και το καλό σερβίτσιο της μαμάς της, άσπρο με νταντελωτή μπορντούρα χρυσαφιά και τα κρυστάλλινα ποτήρια που είχε πάρει τέσσερα χρόνια πριν με την πιστωτική της κάρτα και τα μαχαιροπήρουνα τα καλά επίσης –αυτά δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο ούτε πολύ κομψά ούτε ακριβά αλλά τα αγαπούσε και τα έβγαζε μόνο όταν είχε τραπέζι σε φίλους. Κουρασμένη, αποκοιμήθηκε παρακολουθώντας μια αδιάφορη ταινία στην τηλεόραση.
Στο δρόμο αγόρασε γλυκά και λουλούδια, δυο μπουκάλια κόκκινο κρασί πολύ καλής ποιότητας από μια κάβα που της είχε εμπιστοσύνη, γιατί αυτή δεν ήξερε από ποτά, πήρε και μια κρεμμύδα και τρία μεγάλα ρόδια. Είχε ενημερώσει το φούρνο της γειτονιάς της να της κρατήσει ένα βασιλόψωμο, αυτήν την κουλούρα με το καρύδι στη μέση, την αρωματισμένη με γλυκάνισο, που δεν της άρεσε αλλά τη θεωρούσε απαραίτητη για το γιορτινό τραπέζι. Από μια Φιλιππινέζα, που πούλαγε παιχνίδια στο δρόμο, αγόρασε έναν Άη-Βασίλη που έπαιζε σαξόφωνο (τρελαινόταν για τέτοια πράγματα) κι αφού πήγε λίγα μέτρα παρακάτω, το μετάνιωσε, γύρισε πίσω κι αγόρασε άλλους τρεις σε παραλλαγές για να τους χαρίσει στα παιδιά της γειτόνισσας –είχε κανονίσει να έρθουν στις πέντε το απόγευμα να της πουν τα κάλαντα.
Όταν έφτασε στο σπίτι πέταξε τα ψώνια στο πάτωμα, έβγαλε τις μπότες από τα πόδια της και τακτοποίησε τα λουλούδια στα βάζα. Έπειτα τσίμπησε κάτι πολύ λιτό στα γρήγορα, έβαλε γιορταστική μουσική στο CD player κι άρχισε να ετοιμάζει για το βράδυ. Σιγοτραγουδούσε, έμπαινε, έβγαινε, τακτοποιούσε, στόλιζε κι άρχιζε σιγά-σιγά να μαγειρεύει. Της άρεσε το μαγείρεμα και τα κατάφερνε περίφημα, όσο, όμως, ζούσε η μητέρα της, ποτέ δεν την άφηνε να κάνει τίποτε, η κουζίνα της ήταν ένα άβατο για όλους και προπαντός για την κόρη της. Αυτή νευρίαζε, την ενοχλούσε που δεν είχε συμμετοχή στις προετοιμασίες του τραπεζιού, εκτός από πράγματα πολύ απλά («κόψε σαλάτα», «πάνε το κρασί στο σαλόνι» και τα τέτοια), αλλά τι να ‘λεγε; Ήταν το σπίτι της μητέρας της. Άρχισε, λοιπόν, σιγά-σιγά να μαγειρεύει. Μιλούσε μόνη της. «Λοιπόν, μπαμπά, θα βάλω αρνάκι στο φούρνο με πατάτες», «Ρε μάνα, πώς τις κόβαμε τις πατάτες; Στα τέσσερα; Ή να τις κόψω πιο μικρές; Σα μεγάλες μου φαίνονται και δεν θα ψηθούνε καλά». Θυμήθηκε τον Παντελή και τον πήρε ένα τηλέφωνο στα γρήγορα «Κακούργα», της είπε εκείνος γελαστά, «που μ’άφησες μόνο μου, τέτοια μέρα», «Έ, τι να κάνουμε», είπε αυτή, «έχω τη γιορτή σήμερα, άλλωστε αύριο θα πάμε στου Βασίλη μαζί» -έτσι το είχαν κανονίσει, να πάνε στη γιορτή του δικού της φίλου. Μετά ήρθαν τα γειτονόπουλα με τη μαμά τους, είπαν τα κάλαντα, πήραν τα δώρα τους, το χαρτζιλίκι τους, έκατσαν λίγο κι έφυγαν. Της άρεσε να ακούει τα κάλαντα, αυτή δεν τα είχε πει ποτέ, οι δικοί της δεν την άφηναν, μοναχοπαίδι και φοβούνταν.
Συνέχισε τις προετοιμασίες. Έκοψε τα μαρούλια για τη σαλάτα, άνοιξε μια κονσέρβα καλαμπόκι, ετοίμασε τη βινεγκρέτα και την έβαλε στο ψυγείο. Έπειτα άνοιξε χώρο και ετοίμασε τα υλικά για τη βασιλόπιττα –το αλεύρι, τα αυγά, το βούτυρο, τις βανίλιες, τη ζάχαρη, το φουσκωτικό, όλα. Ετοίμασε τη ζύμη σύμφωνα με μια παλιά συνταγή που είχαν από μια γριά γειτόνισσα μικρασιάτισσα, κι όταν ήταν σχεδόν έτοιμη για να τη βάλει στο φούρνο πια, άνοιξε το πορτοφόλι της κι έβγαλε ένα ευρώ, το ‘πλυνε καλά, με χλωρίνη, το ξέβγαλε, το τύλιξε σφιχτά σε ασημόχαρτο, το βύθισε στη μέση της ζύμης κι έπειτα ανακάτεψε για λίγο ακόμα τα υλικά μέχρι που το φλουρί χάθηκε μέσα στη γλυκιά μυρωδάτη μάζα, που σε λίγο θα γινόταν μια νόστιμη πίτα. Έριξε το ταψί στο φούρνο και την παρακολουθούσε με αγωνία να φουσκώνει. «Καλή γίνεται, κοίτα, μάνα, και μοσχοβολάει». Ετοίμασε το ταψί για το ψητό, στόλισε κουραμπιέδες και μελομακάρονα στις πιατέλες, σε μια άλλη έβαλε λίγες δίπλες.
Στο μεταξύ είχε σκοτεινιάσει, άναψε τα φώτα, άνοιξε την τηλεόραση κι άρχισε να στρώνει το τραπέζι. Έβαλε καθαρό άσπρο τραπεζομάντιλο, ένα μόνο σερβίτσιο αλλά πλήρες και με την πρέπουσα διάταξη, στόλισε το τραπέζι της με ένα πανεράκι πρασινάδα και τέλος έβαλε ωραίες χαρτοπετσέτες με τον Άη-Βασίλη πάνω στο έλκηθρο. Κοίταξε την ώρα, κόντευε οκτώ.
Έβγαλε την πίτα κα την άφησε πάνω στο μάρμαρο να κρυώνει κι έριξε στο φούρνο το ταψί με το αρνί. Μέχρι τις δέκα θα είναι έτοιμο, σκέφτηκε. Η πίτα ήταν για φωτογραφία. Αυτοθαυμάστηκε για λίγα λεπτά, μιλώντας τρυφερά στον εαυτό της. Επιθεώρησε έπειτα το σπίτι, όλα στην εντέλεια. Ένιωσε μια βαθιά χαρά. Σε λιγότερο από τέσσερις ώρες θα έμπαινε ο καινούριος χρόνος.
Άνοιξε το παράθυρο και ανάσανε βαθιά τον αέρα της νύχτας. Έκανε κρύο αλλά ο ουρανός ήταν καθαρός. Άδειος ο δρόμος κι όλα τα παράθυρα φωτισμένα. Άλλες φορές την πιάνανε τα νεύρα της με τον στολισμό των μπαλκονιών, τους κιτσάτους φωτεινούς Αη-Βασίληδες, τα άπειρα φωτάκια που έρρεαν από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, τις γιρλάντες και όλα τα σχετικά. Και με τη διακόσμηση των δήμων θύμωνε, τόσο ανούσια, τόση έλλειψη φαντασίας. Εκείνο το βράδυ, αντιθέτως, χαμογέλασε. Είδε τη νύχτα με παιδιάστικη αφέλεια. Θυμήθηκε μια πρωτοχρονιά πριν από χρόνια, που περίμεναν τη μικρή αδερφή του πατέρα της να γεννήσει από ώρα σε ώρα. Το μωρό εκείνης της χρονιάς τώρα ήταν μια σχεδόν τριαντάρα γυναίκα… Το κουδούνισμα του τηλεφώνου την έφερε πίσω στο χρόνο. Ήταν η καλύτερή της φίλη, που της υπενθύμιζε το μεσημεριάτικο τραπέζι. «Οπωσδήποτε, μ’ ακούς; Άσε τις πονηριές, σε περιμένουμε οπωσδήποτε. Στο Βασίλη θα πάτε το βράδυ». Κάτι πήγε να πει αυτή, πού θα το βάλω τόσο φαΐ και τα τέτοια, η Βέρα ανένδοτη, υποχώρησε μόνο στην ώρα, δύο το μεσημέρι.
Όταν έβγαλε το ταψί από το φούρνο, σέρβιρε σε μια από τις γιορταστικές πιατέλες, τακτοποίησε και όλα τα υπόλοιπα, έστρωσε τις άκριες του τραπεζομάντιλου ώστε να είναι άψογο και κάθισε στην καρέκλα της. Άλλαξε κανάλι στην τηλεόραση, απάντησε σε δυο τηλέφωνα, το ένα ήταν ο Παντελής, «ναι, αγάπη μου, ετοιμάζομαι, όχι, είμαι ακόμα με τη φόρμα», έπειτα σηκώθηκε, πήγε στην κρεβατοκάμαρα και έφερε το κινητό της –της άρεσε να παίρνει τα μηνύματα που έστελναν οι φίλοι αμέσως μετά την αλλαγή του χρόνου, έστελνε κι αυτή κάμποσα.
Πριν να κάτσει στο τραπέζι, συγυρίστηκε λίγο, δεν άλλαξε ρούχα, αλλά χτένισε τα μαλλιά της κι έβαλε άρωμα. Φόρεσε και τις καινούριες παντόφλες –«είναι μπερεκέτι να φοράς κάτι καινούριο, όταν μπαίνει ο χρόνος», έλεγε η μητέρα της.
Ήρθε μετά στο σαλόνι και κάθισε στο τραπέζι. Τσίμπησε λίγο από το πιάτο, αλλά ήταν πολύ κουρασμένη και δεν πεινούσε. «Δεν πειράζει», σκέφτηκε, «λίγο αργότερα». Παρακολουθούσε το πρόγραμμα της κρατικής τηλεόρασης με κάλαντα από όλη την Ελλάδα και δημοτικούς χορούς. Άρεσαν πολύ του πατέρα της, μολονότι ο ίδιος δεν χόρευε ποτέ και τραγουδούσε σπάνια. Ωστόσο, όταν μπορούσε, έβλεπε στην τηλεόραση τα κυριακάτικα μεσημέρια εκπομπές που παρουσίαζαν συγκροτήματα παραδοσιακών χορών και σχολίαζε τις ικανότητές τους με ευχαρίστηση.
Πονούσε η πλάτη της –ήταν και τελείως αγύμναστη, είχε πάρει και λίγο βάρος τελευταία, βάλε που είχε κουραστεί επίσης για να ετοιμάσει τη γιορτή για το πρωτοχρονιάτικο βράδυ της- είπε να αράξει στον καναπέ, να χαλαρώσει λίγο, να ξεκουραστεί. Έβαλε δυο γουλιές κρασί σε ένα κρυστάλλινο ποτήρι με πόδι, αφού άνοιξε με δυσκολία το μπουκάλι –άλλωστε έπινε ελάχιστα, δεν το συνήθιζε το ποτό. Μισοξάπλωσε βάζοντας δυο μαξιλάρια σαν προσκέφαλο, έβαλε δίπλα της το τηλεχειριστήριο και το κινητό, τράβηξε το ριχτάρι και το ‘ριξε πάνω της. Το δωμάτιο ήταν φωτεινό και ζεστό, τα λαμπάκια του δέντρου αναβόσβηναν, μια γιρλάντα από φωτάκια γύρω από την κάλτσα των δώρων, που είχε κρεμάσει στο χερούλι ενός συρταριού, αναβόσβηνε επίσης, γύρω από το δέντρο είχε σκορπίσει τα δώρα που είχε αγοράσει για τους φίλους. Ναι, το δωμάτιο ήταν ζεστό και φιλικό και χαρούμενο, γεμάτο μυρωδιές και μουσική, τόσο γιορτινό και όμορφο, όσο ποτέ, όσο καμιά άλλη πρωτοχρονιά. Σιγομουρμούρισε ένα τραγούδι μαζί με τον τραγουδιστή στην τηλεόραση, είδε το ρολόι στην πάνω δεξιά μεριά της οθόνης να γράφει 0.45.35, 0.45.34, 0.45.33, μετρούσε ανάποδα, καλλιτέχνες έβγαιναν κι έλεγαν ευχές, ωραία που ήταν η πίτα πάνω στο τραπέζι, φουσκωτή, ξεροψημένη, και με μαρέγκα είχε γράψει επάνω «Ευτυχισμένος ο νέος χρόνος» (ο νέος, όχι ο «καινούριος», που της άρεσε πιο πολύ, ήταν μεγαλύτερη λέξη, έκανε το χρόνο πιο καινούριο, περισσότερο γεμάτο από προσδοκίες και ελπίδες, αλλά είχε πολλά γράμματα και δεν χωρούσε). Μοσχοβόλαγε, η βασιλόπιττα. Μπορεί φέτος να της έπεφτε το φλουρί, δεν είχε κερδίσει ποτέ το φλουρί ούτε στο σπίτι, ούτε στη δουλειά, πουθενά… Σε λιγότερο από μισή ώρα θα ‘σβηνε τα φώτα, θα τα ξαναάναβε και θα ήταν μια νέα χρονιά και θα έκοβε τη βασιλόπιττα, λιγόστευαν συνεχώς τα κομμάτια, του Χριστού, του Άη-Βασιλιού, του Φτωχού, της νοικοκυράς, δηλαδή του εαυτού της…
Το φωτάκι των μηνυμάτων στο κινητό αναβόσβηνε σαν τρελό. Κοίταξε και βρήκε 57 μηνύματα και 23 αναπάντητες κλήσεις –οι 11 από τον Παντελή και οι 7 από τη Βέρα. Ξαφνικά την έπιασαν τα γέλια. «Ώστε τώρα είναι του χρόνου» είπε και αποφάσισε να διαλέξει το γέλιο. Έσβησε τα φώτα του δωμάτιου, τα άναψε πάλι και τα ξανάσβησε (τι να τα κάνει με τόσο φως έξω;). «Καλή χρονιά», είπε. Κοίταξε τη φωτογραφία των γονιών της από την εκδρομή στη Θεσσαλονίκη πριν από είκοσι χρόνια, που στόλιζε το σύνθετο σε περίοπτη θέση και με φαρδιά ασημένια κορνίζα. «Καλή χρονιά» τους είπε. Άναψε ένα κόκκινο κεράκι μπροστά της και χαμογέλασε. Χάιδεψε με το δείκτη τα πρόσωπά τους. Τρυφερά, πολύ τρυφερά και νοσταλγικά.
Έπειτα άναψε κι άλλα, πολλά κεριά και κεράκια και αποφασιστικά κάθισε στο στρωμένο τραπέζι. Πήρε μπροστά της τη βασιλόπιττα, τη σταύρωσε με το μεγάλο μαχαίρι του ψωμιού, όπως είχε μάθει από τον πατέρα της, και βύθισε το μαχαίρι μέσα της, «ένα για το Χριστό, ένα για τον Άη Βασίλη, ένα για το Φτωχό, ένα για τη νοικοκυρά, δηλαδή για μένα…». Πήρε το κομμάτι της και το ψαχούλεψε, με μια σχετική αγωνία, αλλά πάλι φλουρί δεν βρήκε. Το έβαλε σε ένα πιατάκι δίπλα της κι άρχισε να τρώει από τα σερβιρισμένα πιάτα. Η σαλάτα είχε μαραθεί αλλά ήταν νόστιμη, ένα δυο μεζεδάκια που είχε ετοιμάσει τρώγονταν και κρύα, μόνο το ψητό δεν κατάφερε να τιμήσει όπως έπρεπε, είχε παγώσει το βούτυρο και της έφερνε αναγούλα. Έκοψε μια φέτα ψωμί που μύριζε γλυκάνισο και τη μασούλισε αδιάφορα, έπειτα έσταξε μια γουλιά κρασί στο ποτήρι της και πίνοντάς την αργά-αργά, «καλή χρονιά να έχουμε», είπε δυνατά, «με υγεία και χαρά, και του χρόνου να ‘μαστε καλά»… Και καθώς έλεγε αυτό το «και του χρόνου» πάτησε πάλι τα γέλια, «βρε τι έπαθα, με πήρε ο ύπνος για τα καλά, με πήρε ο ύπνος πέρυσι και ξύπνησα φέτος, πάει την έχασα την πρωτοχρονιά…» Έδωσε εντολή στο κινητό να πάρει τον Παντελή, μετά θα σηκωνόταν, θα άνοιγε την πόρτα θα έσπαγε το ρόδι, θα κρέμαγε στην εξώπορτα την κρεμμύδα, θα έγραφε ένα ωραίο μήνυμα και θα το έστελνε με προώθηση σε φίλους, συγγενείς και συναδέλφους και έπειτα θα έπιανε να ετοιμάζεται για το σπίτι της Βέρας.
Όσο μιλούσε στον Παντελή, μασουλούσε μπουκίτσες από τα όσα είχε ετοιμάσει για το βράδυ της πρωτοχρονιάς. Της φαινόταν αδιανόητο να μη φάει λίγο από το γιορταστικό δείπνο που είχε ετοιμάσει για τον εαυτό της, για να χαιρετίσει, όπως το συνήθιζε, τον ερχομό της νέας χρονιάς. Άλλωστε, όπως έλεγε κι ο πατέρας της, παιδί της κατοχής, «να φας λίγο, εντάξει, αλλά να φας κάτι, έτσι για το καλό, για να ‘ναι το στομάχι γεμάτο όλη τη χρονιά…». Το κεράκι μπροστά στη φωτογραφία των γονιών της έκαιγε γλυκά. Σήκωσε το ποτήρι με το κόκκινο κρασί και ευχήθηκε κοιτώντας τη φωτογραφία «και του χρόνου». Άρχισε να μαζεύει τα πιάτα από το τραπέζι, ξέροντας, βαθιά μέσα της, πως όλα άρχιζαν από την αρχή.
(Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό περιοδικό
Poiein -www.poiein.gr- στις 28.12.2007)