- Καϊρία βοΐτι...
Τι μου λέει; Δεν
καταλαβαίνω. Είναι μικροκαμωμένος και μελαμψός. Τα μάτια του μοιάζουν με μαύρες
χάντρες, σκοτεινό και απελπισμένο το βλέμμα σαν να θέλει να κρυφτεί, άτολμα
βγαίνει από τα μάτια, κάνει ένα γύρο και ξαναγυρίζει πίσω. Πίσω από τα στενά
χείλη δυο σειρές κιτρινισμένα δόντια αγωνίζονται να σχηματίσουν ένα χαμόγελο.
Είναι άσχημος και βρώμικος. Είναι περισσότερο βρώμικος από άσχημος κι αυτό τον
κάνει πολύ άσχημο. Τα μαλλιά του κολλούν λιγδιασμένα, το πουκάμισό του είναι
παλιό, τρύπιο και το χρώμα του είναι ένα αβέβαιο κίτρινο.
- Καϊρία βοΐτι...,
ξαναλέει και αρχίζω να
ανησυχώ που με πλησιάζει, που μυρίζω την
ανάσα του, που μυρίζω στην ανάσα του σκόρδο και κάτι πικρό και χαλασμένο. Η
καρδιά μου χτυπά περίεργα. Μια ανησυχία πάει και στερεώνεται στο στήθος μου,
κατεβάζει τα πόδια της μέχρι το στομάχι μου και κάνει τραμπάλα μέσα στο κορμί
μου. Νιώθω την ανάσα μου να δυσκολεύει. Πάω δυο βήματα πίσω, σηκώνω ελαφρά την
αριστερή παλάμη και προσπαθώ να τον σταματήσω. Δεν θέλω να με πλησιάσει
περισσότερο. Είναι μεσημέρι κι ο δρόμος είναι άδειος. Δεν φοβάμαι. Ανησυχώ. Έχω
άγχος, όχι να πάρει και να σηκώσει, δεν έχω λόγο να κρύβομαι, από ποιον
κρύβομαι άλλωστε; Φοβάμαι. Τι θέλει από μένα; Αυτός ο ξένος τι θέλει από μένα; Ψαχουλεύω
στην τσέπη μου μήπως βρω κανένα μισόευρω να του δώσω και σφίγγω με δύναμη την
τσάντα μου πάνω στο γοφό μου. Το στόμα μου έχει στεγνώσει. Προσπαθώ να μαζέψω
λίγο σάλιο να καταπιώ, να πάρω δύναμη. Είναι ξυπόλητος κι έχει μια πληγή στον
αστράγαλο, μια μεγάλη κόκκινη πληγή, που έχει αρχίσει να μαυρίζει λίγο στην
άκρη.
Σταμάτησε απότομα. Έμεινε μισό το βήμα του. Τον βλέπω, κατεβάζει
αβέβαιος κάπως το πόδι του, σαν να παραπατά, αλλά όχι, βρίσκει την ισορροπία
του, η απόσταση μεταξύ δεν μικραίνει πια. Στο λαιμό φορά μια πολύ λεπτή
αλυσιδίτσα μ’ ένα μισοφέγγαρο. Βγάζει από την τσέπη του ένα τσαλακωμένο χαρτί
και μου το απλώνει. Δεν κουνιέμαι από τη θέση μου. Ψάχνω σαν παγιδευμένο αγρίμι
να δω από πού θα μπορούσα να ξεφύγω. Φοράω τακούνια δεν μπορώ να τρέξω. Γιατί
έβαλα τακούνια σήμερα; Το χέρι του τρέμει. Προσπαθεί να με κάνει να πάρω το χαρτί.
Δεν καταλαβαίνω τι θέλει, δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Τότετο πιάνει με τα δυο
του χέρια, το τεντώνει, το σηκώνει λίγο, περίπου ως το ύψος των ματιών μου
-βλέπω θλίψη στα μάτια του και μια ιδέα προσβολής που την καταπίνει σαν
αναγκεμένος. Το χαρτί κάτι γράφει, κουνά το κεφάλι προτρέποντάς με να το
διαβάσω: Σαλαμίνος 11 Α. Με μπλε στιλό
και τα γράμματα κακοσχηματισμένα από χέρι αβέβαιο για τις γνωσεις του. Το
διαβάζω, το συλλαβίζω μετά δυνατά. Κι αυτός παίρνει μια έκφραση ερωτηματική, με
το χέρι του με ρωτάει «πού;».
Τότε καταλαβαίνω. Ψάχνει
μια διεύθυνση. Ψάχνει την Σαλαμίνος 11 Α. Ο δεύτερος κάθετος αριστερά μας είναι
η Σαλαμίνος. Το 11 Α κάτι μου θυμίζει, τι όμως; Α, ναι... το μεγάλο
φαρμακείο... Του δείχνω με το χέρι, αριστερά, μετράω με τα δάχτυλα, ένα, δύο, και μετά κάνω μια κίνηση που σημαίνει στρίψε
αριστερά και θα βρεις το 11 Α. Κατάλαβε. Με κοιτά λίγο σα θυμωμένος,
αλλά χτυπά το στήθος του για να μ’ ευχαριστήσει. Κάνει να φύγει, κάνω να φύγω.
Σταματάει πάλι, λέει Ε... και πάλι ε... , γυρίζω το κεφάλι και τον κοιτώ. Τι
θέλει; Βγάζει από το τσεπάκι του πουκάμισου μια φωτογραφία και μου τη δείχνει.
Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, πάω κοντά και κοιτάζω. Ένα παιδάκι ως δέκα χρόνων. «Ρόστό.
Ρόστό» μου λέει και μου δείχνει μαζί μια ιατρική συνταγή.
Και φεύγει. Ανακούφιση.
17.3.2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου