Κοίταξε ο διάκος Αρκάδιος Γιαννούσης το δισκοπότηρο. Πανάκριβη δωρεά μιας ενορίτισσας στη μνήμη της μητέρας της. Ένα παχύ φύλλο χρυσού το έντυνε μέσα κι έξω, κάτω μια σειρά πολύτιμα πετράδια, κόκκινα ρουμπίνια σαν το αίμα του Χριστού κι ένα μεγάλο διαμάντι στη μέση, που στραφτάλιζε αλαζονικά κάθε που ο παπα-Χαράλαμπος σήκωνε το ιερό ποτήριο για να μεταλάβει τους πιστούς. Οι ειδικοί που το εκτίμησαν, είπαν πως η αξία του ξεπέρναγε τις δέκα χιλιάδες ευρώ. Μέγα απόκτημα για τη μικρή και ταπεινή εκκλησία της Παναγίας Παντανάσσης, που ο κόσμος την ήξερε περισσότερο ως η Μικρή Παντάνασσα. O παπά-Χαράλαμπος θα προτιμούσε να χάσει το δεξί του χέρι παρά να στερηθεί το βαρύτιμο απόκτημα.
Κοίταξε ο διάκος Αρκάδιος Γιαννούσης το δισκοπότηρο –στο βλέμμα του φτερούγιζε ένα γεράκι, που έτρωγε τις σάρκες του κεφαλιού και έσπαζε τα κόκαλα, να πεταχτεί από μέσα ο νους του. Κύριε… δεν ακουγόταν η φωνή, μόνο τα χείλη του σχημάτιζαν τη λέξη, λες και είχε αρπαχτεί από αυτήν και ζητούσε βοήθεια, όχι από το Θεό, από τη λέξη που τον ονοματίζει, ένα βήμα πριν την άλλη, τη μεγάλη και αφανέρωτη, που, αν την βρει κανείς και την ομολογήσει, το σύμπαν θα κοπεί στα δυο φρίττοντας. Κύριε…
Έκανε δυο βήματα πίσω, κρατήθηκε από τον τοίχο κι έριξε πάλι μια ματιά στο πολύτιμο σκεύος. Κάθισε μετά, τα γόνατα υψωμένα, έβαλε το κεφάλι πάνω τους και με τα χέρια του τα αγκάλιασε ένα γύρο. Έμεινε έτσι κάμποσα λεπτά. Κύριε… Από το μικρό φεγγίτη έμπαινε άγριο γκρίζο φως, έβρεχε πάλι. Ήταν σκληρός ετούτος ο Φλεβάρης, άπονος. Μέσα στο ναό η παγωνιά ήταν αφόρητη. έξω θα ήταν χειρότερα. Από τον ήσυχο δρόμο μπροστά από την εκκλησία πέρασε ένα αυτοκίνητο. Ο ήχος του ξεμάκρυνε γρήγορα κι έπειτα κάποιος έβρισε δυνατά κι έφτασε ο απόηχος των πρόστυχων λέξεων μέχρι τ’ αυτιά του. Δεν ενοχλήθηκε.
Τα πόδια του μούδιασαν από την άβολη στάση, ένιωσε ένα τράβηγμα στον αυχένα, ξύπνησε μέσα του η συνείδηση του κορμιού και ζήτησε αυτό τα δικαιώματά του. Σηκώθηκε με δυσκολία. Το αίμα κυκλοφόρησε μεσ’ στο κορμί του πάλι, έκανε δυο βήματα προς την αγία τράπεζα. Ακούμπησε τα χέρια του πάνω της, στηρίχτηκε στην αγία τράπεζα και σήκωσε τα μάτια προς τον ουρανό. Κύριε… αυτή τη φορά η λέξη βγήκε καθαρή, την ψιθύρισε με πάθος και ελπίδα, με μια πίστη που τον έκανε να πονάει ολόκληρος. Κύριε… έκανα ό,τι μπορούσα. Μα είναι πολλοί. Παρακάλεσα το λαό σου να δώσει κι έδωσε τρόφιμα και ρούχα, μα είναι πολλοί. Αυτοί που έχουν ανάγκη είναι πολλοί. Πεινούν και υποφέρουν. Τα συσσίτια δεν φτάνουν, χρειάζονται κι άλλα. Έδωσα το σπίτι μου σε μια άστεγη οικογένεια, πούλησα το μερτικό μου από το χτήμα το πατρικό στο χωριό για να στεγάσω όσους μπόρεσα. Είναι πολλοί, Κύριε… Κάθε μέρα αυξάνει ο αριθμός τους, άστεγοι και πεινασμένοι. Κάθε μέρα γίνονται πιο πολλοί και δεν ξέρω πια τι να κάνω. Έχω δυο μέρες να φάω γιατί μοίρασα το φαγητό μου, αλλά είναι πολλοί, Κύριε. Δεν μου ‘μεινε τίποτα πια να δώσω. Τώρα πρέπει Εσύ, Κύριε… Εσύ σε ξύλινο ποτήρι έπινες, με τις χούφτες έπινες κι εμείς από φτωχό ποτήρι θα μεταλάβουμε, δεν πειράζει. Δώσε κι εσύ, Κύριε, τώρα. Πεινούν τα παιδιά σου.
Ανασηκώθηκε, σκούπισε τα μάτια του –δες, δεν το είχε καταλάβει πως έκλαιγε- κι έπειτα με μια κίνηση που βάραινε από αποφασιστική συντριβή, με ντροπή και χαρά ανακατεμένες σε μια νέα πορφυρή μετάληψη, άπλωσε το χέρι, πήρε το δισκοπότηρο και το έκρυψε κάτω από το ράσο του. Κανονικά, θα ‘πρεπε να πει «συγχώρεσε με, Κύριε» αλλά δεν τόλμησε. Δεν ένιωθε άξιος να ζητήσει συγχώρεση. Ήταν βαρύ το αμάρτημα. Αλλά εκείνα τα μάτια των πεινασμένων παιδιών, εκείνοι οι γέροντες με την πίκρα και την απελπισία να πλακώνει βαριά τα γηρατειά τους… Αλλά εκείνοι οι άστεγοι μέσα στο τσουχτερό κρύο…
Ήξερε κάποιον που θα το αγόραζε. Φυσικά το ήξερε πως δεν θα του έδινε ποτέ την αξία του αλλά και πέντε χιλιάδες ευρώ καλά θα ήταν. Εκατοντάδες μερίδες ζεστό φαΐ.
Μέσα του αχνόφεγγε σαν τιμωρία η ματαιότητα του έργου. Είναι πολλοί οι πεινασμένοι και οι άστεγοι, όσα και να δώσεις, πάντα θα είναι περισσότεροι. Την έδιωξε τη σκέψη.
Ποιος έφυγε τελευταίος, Παντελή; είπε ο παπα-Χαράλαμπος στο νεωκόρο. Ο διάκος, απάντησε αυτός τρομαγμένος, να διώξει από πάνω του την υποψία. Α, τον άτιμο, είπε ο παπα-Χαράλαμπος, το μουλωχτό, τον ύπουλο, τον κλέφτη, το ληστή, που με ξεγέλασε.
11 Φεβρουαρίου 2012
παραμονή της διαδήλωσης