Η πολυκατοικία στην οποία μένω είναι σχετικά παλιά για τα μέτρα με τα
οποία μετράμε πια την παλαιότητα των πολυκατοικιών της Αθήνας. Έχει χτιστεί
στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, το '62 για την ακρίβεια, και μοιάζει μ’
ένα κακόγουστο μπεζ κουτί τεσσάρων ορόφων απ’ το οποίο προεξέχουν στενά
μπαλκόνια με λεπτά, γκρίζα καγκελάκια μάλλον χαμηλά, δεμένα στην κορφή τους με
φαρδιά κουπαστή, εντελώς δυσανάλογη προς το μέγεθος τους. Το εντυπωσιακότερο,
όμως, χαρακτηριστικό του κτιρίου είναι η κεντρική πόρτα: μεγάλη και πολυποίκιλτη,
με συγκινητική κακογουστιά και εντελώς άσχετη με το είδος του σπιτιού στο οποίο
χρησιμεύει ως είσοδος. Θυμίζει μάλλον πόρτα εισόδου σε επαρχιακό ξενοδοχείο,
σαν αυτά των λουτροπόλεων. Εκατέρωθεν υπάρχουν δυο ξενοίκιαστα από χρόνια
μαγαζιά. το
ένα ήταν καφενείο αλλά ο ιδιοκτήτης γέρασε πολύ, τα παράτησε, ο γιος του ήθελε
να το μετατρέψει σε σουβλατζίδικο, οι ένοικοι αντέδρασαν αρνητικά, έγιναν πολλά
τότε, μέχρι και σε δικαστήρια τρέχαμε, το κακό απετράπη, η κνίσα του εδέσματος
δεν ενόχλησε ποτέ τις μύτες μας αλλά τόσα χρόνια άδεια αυτά τα δυο μαγαζιά, με
ραγισμένα τζάμια - που τα συγκρατούν όπως-όπως αλλεπάλληλα στρώματα
συγκολλητικών ταινιών- βρώμικα,
σκονισμένα, καταρρέουν μέρα με τη μέρα, και, εκτός από την ασχήμια τους, έχουν
γίνει και εστίες μόλυνσης για τα σπίτια μας, αφού, παρά τις συχνές απολυμάνσεις
και ποντίκια βλέπουμε και ακόμα συχνότερα κατσαρίδες. Αποτελούν μάλιστα αφορμή
πολύωρων συνελεύσεων και αναποτελεσματικής γκρίνιας.
Η πολυκατοικία είναι μικρή. 18
διαμερίσματα έχει όλα κι όλα, εξ ου και τα τσουχτερά κοινόχρηστα τους
χειμωνιάτικους μήνες. Τα περισσότερα διαμερίσματα κατοικούνται από μετανάστες,
κυρίως αλβανούς, που έχουν αποφασίσει να μείνουν μόνιμα στην Ελλάδα. Κάποιοι τα
έχουν αγοράσει, άλλοι, οι περισσότεροι, μένουν με ενοίκιο. Η γειτονιά μας είναι
από τις σχετικά φτηνές και καλές. την προτιμούν πολλοί. Από μια
παραξενιά της τύχης, ο τρίτος όροφος ολόκληρος κατοικείται από τους ίδιους
ανθρώπους που αγόρασαν τα διαμερίσματα τότε που χτίστηκε το κτίριο. Κάνουν
παρέα μεταξύ τους, με τους υπόλοιπους πολλές σχέσεις δεν έχουν, μια καλημέρα,
μια καλησπέρα και αυτό είναι όλο. Είναι μια διακριτή ομάδα μέσα στο μικρόκοσμο
των συνενοίκων, είναι «αυτοί του τρίτου». Παράπονο πάντως δεν έχω από κανένα.
Όλοι οι ένοικοι, «του τρίτου» και οι άλλοι, είναι απλοί άνθρωποι, νοικοκυραίοι
που έλεγε κι η γιαγιά μου. Οι σχέσεις
μας είναι καλές, και ευτυχώς, αν εξαιρέσω μερικές γκρινιάρικες φωνές,
δεν δημιουργήθηκε ποτέ θέμα για τους μετανάστες γείτονες, όπως συμβαίνει σε
άλλες πολυκατοικίες ακόμα και στη γειτονιά μας. Οι σχέσεις μας, λοιπόν, είναι
καλές, χαιρετιόμαστε στ’ ασανσέρ, βοηθάμε ο ένας τον άλλον ν’ ανεβάσει τα
γεμάτα καροτσάκια της λαϊκής, κάνουμε υπομονή, όταν κάποιος έχει γιορτή με
μουσικές πολλές και θόρυβο που κρατάει ως τα ξημερώματα, τέτοια πράγματα. Στα
όρια της τυπικότητας και της ζεστασιάς.
Μ’ αρέσει έτσι, περισσότερα δεν μου πάνε. Είμαι κλειστός άνθρωπος. Δυο
τρεις φίλους που έχω απ’ τα μικράτα μου μού αρκούν, μ’ αυτούς πορεύομαι κι
άλλους δε θέλω.
Παρ’ όλ’ αυτά, την Αρετή τη συμπάθησα απ’ την πρώτη στιγμή. Ήταν
πληθωρική, φωνακλού, με φωνή δυνατή, καμπανιαστή, αλλά, περιέργως, ευχάριστη.
Είχε ένα κελαρυστό επιτονισμό που μ’
έκανε να υποψιαστώ καταγωγή από νησί αλλά λάθεψα. Ήταν φλύαρη και γελούσε πολύ
μ’ ένα γέλιο γάργαρο, αν και κάπως οξύ, κι ήταν αεικίνητη κι ακούραστη. Και
δοτική, πραγματικά δοτική. Η προσφορά στον άλλον ερχόταν ως εσωτερική
παρόρμηση, η διάθεση να μοιραστεί αυτό που είχε το ίδιο. Σαν μια απόλυτα φυσική
λειτουργία. Εκείνο ωστόσο που με εντυπωσίασε ήταν η βαθιά και ουσιαστική της
ευγένεια, η σοφία του μέτρου στη σχέση της με τον άλλον. Αν και όλα επάνω της,
ακόμα και ο σωματότυπός της -κοντούλα και σχεδόν χοντρή, με πρόσωπο στρογγυλό,
μικρή μύτη, μάτια που χάνονταν πίσω απ’ τα φουσκωμένα μάγουλα κι ένα στόμα με
χείλη σαρκώδη αλλά κάπως άχρωμα, ωστόσο καθόλου άσχημη, το αντίθετο μάλλον
χαριτωμένη και νοστιμούλα ήταν- αν και όλα πάνω της, λοιπόν, προδιέθεταν
αρνητικά, πως θα ‘ταν ενοχλητική δηλαδή, αν όχι και φορτική μάλιστα, στην
πραγματικότητα ήξερε πού ακριβώς πρέπει να σταματήσει, πότε να πλησιάσει τον
άλλον, πότε να τον αφήσει στην ησυχία του και τις έγνοιες του κι αν μπορούσε να
κάνει κάτι για να διευκολύνει, το έκανε αθόρυβα, διακριτικά, μερικές φορές δεν
το καταλάβαινες πως είχε βάλει το χέρι της για να βρεθεί μια λύση στο πρόβλημά σου.
Από νωρίς έπιασα τον εαυτό μου να τη θαυμάζει. Εγώ ποτέ μου δεν τα κατάφερνα.
Ακόμα κι όταν το ‘θελα πολύ να βοηθήσω, δεν ήμουν αρκετά αποτελεσματική.
Έργο της Nadine Defer
Την γνώρισα την εποχή που αγόρασα το
διαμέρισμα κι έτυχε κι εκείνη την ίδια πάνω κάτω περίοδο να έχει αγοράσει το
δικό της. Αρχίσαμε μαζί να ανακαινίζουμε τα σπίτια μας και για τρεις μήνες
μοιραζόμασταν άλλοτε υπομονετικά κι άλλοτε γκρινιάζοντας τα προβλήματα που έχει
μια μεγάλη ανακαίνιση. Κι αλήθεια ήταν πως σχεδόν τα ξαναχτίσαμε τα σπίτια μας,
αφού το μόνο που αφήσαμε απείραχτο ήταν οι εσωτερικοί τοίχοι.
Τρεις μήνες ο όροφος της κάθε μιας
έμοιαζε με γιαπί και οι δυο μας, κάθε απόγευμα, με πανιά και
σφουγγαρίστρες, καθαρίζαμε τους
διαδρόμους, το ασανσέρ και την είσοδο της πολυκατοικίας. Προσλάβαμε μάλιστα και
τον ίδιο υδραυλικό κι έμπαινε συχνά η μια στο σπίτι της αλληνής να δει πώς πάνε
τα πράγματα, σε ποιο σημείο βρίσκονται τα μερεμέτια, να πάρει καμιά ιδέα, να
ζητήσει μια συμβουλή, να συγκρίνει τιμές ή να παραπονεθεί για κάποιες
κακοτεχνίες. Ομολογώ ότι η Αρετή ήταν καταπληκτική. Με εντυπωσίαζε η ταχύτητα
με την οποία αποφάσιζε αλλαγές, το γούστο της να συνταιριάζει χρώματα, η
ικανότητά της να βρίσκει λύσεις στα μικρά αδιέξοδα των εργασιών ανακαίνισης.
Παράλληλα δούλευε πολύ. Έκανε υπερωρίες κι έπαιρνε δουλειά στο σπίτι επίσης,
γιατί η αγορά του διαμερίσματος και οι ανακαινίσεις κόστισαν πολύ και ήταν
καταχρεωμένη και η μικρή κληρονομιά από μια μακρινή σχετικά θεία που της
επέτρεψε να αγοράσει το σπίτι εξανεμίστηκε γρήγορα, αφήνοντας γραμμάτια για το
σπίτι και χρέη για την ανακαίνιση. Ωστόσο, παρά την κούραση της δουλειάς και
παρά το γεγονός ότι αμέσως μετά το γραφείο ερχόταν κατ’ ευθείαν στο σπίτι κι
έμενε ως αργά παρακολουθώντας, κάνοντας παρατηρήσεις, υποδεικνύοντας και
περιποιούμενη τους εργάτες, ποτέ δεν παραπονέθηκε. Το αντίθετο μάλιστα.
Ευτυχέστερο άνθρωπο μάλλον δεν έχω συναντήσει ποτέ μου. Το πρόσωπό της έλαμπε
καθώς κοίταζε τις καινούριες πόρτες να μπαίνουν στη θέση τους, μια αγαλλίαση
φωτεινή και νοτισμένη άρωμα τριαντάφυλλο σκέπαζε τρυφερά το πρόσωπό της μπροστά
σε κάθε φρεσκοβαμμένο τοίχο, σε κάθε πλακάκι του πατώματος, μια άφατη χαρά την
πλημμύριζε, καθώς αργά το βράδυ σ’ ένα καροτσάκι της λαϊκής μάζευε τα σκουπίδια
της ημέρας σε σακούλες και τα κατέβαζε στους μεγάλους μεταλλικούς κάδους
σκουπιδιών που βρίσκονταν απέναντι από την είσοδο.
Όσον καιρό κράτησαν οι εργασίες
ανακαίνισης, συχνά πυκνά εμφανίζονταν οι γονείς της. Ήταν μοναχοπαίδι η Αρετή
και παρά που ήταν περίπου τριάντα πέντε χρόνων,
δεν έλεγαν να την αφήσουν να πάρει ανάσα κι ανακατεύονταν συνέχεια στη
ζωή και τις επιλογές της. Ήταν φανερό πως καθόλου δεν συμφωνούσαν με την
απόφασή της να μείνει μόνη της κι όλο έκρουαν κώδωνες κινδύνων φανταστικών, πως
τάχα δεν θα τα ‘βγαζε πέρα, πως είχε ξανοιχτεί πολύ και γρήγορα θ’ αναγκαζόταν
να τα πουλήσει όλα και να ξαναγυρίσει πίσω, στην πατρική εστία, αφού θα είχε
καταστραφεί οικονομικά και πως δεν θα τα κατάφερνε να ζήσει μόνη της, γιατί
δούλευε και πού θα εύρισκε χρόνο για το καθημερινό νοικοκυριό και άλλα τέτοια
απίστευτα. Επίσης παρενέβαιναν πολύ και στις επιλογές της σ’ ό, τι αφορούσε τα
ζητήματα των επισκευών. Τίποτε δεν τους άρεσε, σε όλα εύρισκαν ψεγάδια και
επέμεναν πως για όλα την είχαν κοροϊδέψει, η ποιότητα των πραγμάτων που είχε
διαλέξει ήταν κακή, την είχαν γελάσει, της είχαν φάει λεφτά, ενώ αν τους είχε
αφήσει να την καθοδηγήσουν, να πάνε αυτοί στη θέση της να βρουν ό,τι
χρειαζόταν, θα ήταν αλλιώς, θα ήταν όλα καλύτερα και θα της είχαν κοστίσει
λιγότερο. Κι ήταν πραγματικά παράδοξα τα σχόλια τους, αν λάβει κανείς υπόψη του
αυτό που έλεγα πρωτύτερα, την ικανότητά της δηλαδή σ’ αυτά τα πράγματα.
Επειδή ήταν γενικά χαρούμενος άνθρωπος και όλα αυτά τα διηγιόταν με
εξαιρετικό χιούμορ, νόμιζα πως αγνοούσε την γκρίνια των δικών της, πως, ακόμη
περισσότερο, την περιγελούσε. Δεν ήταν έτσι. Πίσω από τις εύθυμες περιγραφές
της, στις οποίες πάντα κατέληγε να επαινεί τους γονείς της για τις αρετές τους
και τις θυσίες που έκαναν για να τη μεγαλώσουν, και να τους δικαιολογεί ως
ένα σημείο, αφού το κίνητρό τους ήταν η
αγάπη και το ενδιαφέρον, άρχισα γρήγορα να διαβλέπω μια από χρόνια καλά
κρυμμένη οργή και μια ανασφάλεια που την πολεμούσε όσο μπορούσε αλλά που τελικά
ο συνδυασμός τους νικούσε τη φτωχή Αρετή και την έκανε συχνά να παίρνει
αποφάσεις γρήγορα και επιπόλαια, παρορμητικά, τέτοιες που συνήθως μας οδηγούν
σε λάθη, μόνο και μόνο για να κρατήσει μια σχετική αυτονομία, να μην τους
αφήσει χρόνο ή άλλο περιθώριο για τις παρεμβάσεις τους. Μου είχε διηγηθεί όλα
τα χρόνια της γειτονίας μας, και της φιλίας μας μπορώ να πω, δεκάδες ιστορίες λαθών
που με έκαναν να τρομάζω και να θυμώνω, γιατί και έξυπνη ήταν και ικανή και δεν
το καταλάβαινα πώς άφηνε τον εαυτό της να παρασύρεται σε ανόητους και άκομψους
χειρισμούς. Το χειρότερο, γιατί, ενώ έβλεπε πολύ καθαρά την πραγματικότητα,
προτιμούσε να κλείνει τα μάτια και να την αντικαθιστά μ’ ένα ψέμα, παραδεισένιο
ίσως, αλλά πάντως ψέμα. Κυρίως σε ό,τι είχε να κάνει με τους ανθρώπους. Οι
γονείς της αμφισβητούσαν σχεδόν όλους τους φίλους της κι αυτή από αντίδραση
γέμιζε τη ζωή της με κόσμο που πολλές φορές δεν είχε ούτε την ποιότητα που της
άξιζε ούτε την ανιδιοτέλεια που περίμενε απ' αυτόν. Κι έτσι, χωρίς να το θέλει,
δικαιώνονταν οι γονείς της με όλα τα «πρόσεχε», με όλα τα «μην είσαι αφελής και
εύπιστη», με όλα τα «στα λέγαμε εμείς». Δεν ήθελα να τη βλέπω να υποφέρει μετά
και να μετανιώνει. Και δεν το άντεχα
περισσότερο, γιατί την είχα γνωρίσει λαμπερή κι αποτελεσματική, και έτσι την
είχα στο νου μου –η άλλη εικόνα, αυτή που απέκτησα, όταν τη γνώρισα καλύτερα
πια, δεν μπόρεσε ποτέ να ξεθωριάσει αρκετά εκείνη την πρώτη.
Την είχα δει άλλωστε, όταν κατάφερνε να γίνει λιγότερο συναισθηματική,
όταν έπαυε να λειτουργεί σαν πεισμωμένο παιδάκι, όταν δεν επέτρεπε στο άγχος να
την καταβάλει, την είχα δει τότε να
πετυχαίνει ενδιαφέροντα πράγματα και δύσκολα –και στη δουλειά της και στην, να
το πω, ιδιωτική της ζωή.
Ας είναι. Έλεγα για τους γονείς της. Αν και γενικά τους επέτρεπε μια
υπερμεγέθη παρουσία στη ζωή της και συχνά μπροστά τους ζάρωνε, γινόταν σα μικρό
παιδί –την είχα πιάσει να λέει ψέματα για τις τιμές αγαθών που αγόραζε, για
ρούχα, ας πούμε, μα πιο πολύ για είδη του σπιτιού αλλά και για να κρύψει πού θα πήγαινε το
βράδυ, επειδή οι γονείς της δεν ενέκριναν την παρέα ή διαφωνούσαν με τον τόπο-
στα θέματα του σπιτιού έδειξε μια φοβερή αποφασιστικότητα, σχεδόν έκανε
επίδειξη αυτάρκειας και περιόρισε την
παρέμβασή τους στο ελάχιστο. Ακόμα κι εγώ που έχω πολύ περιορισμένες
σχέσεις με τους γονείς μου –ομολογώ πως μερικές φορές ντρέπομαι γιατί ο αδελφός
μου τραβάει όλο το ‘λούκι’ των ευθυνών και των υποχρεώσεων απέναντί τους, ενώ
εγώ περιορίζομαι σε τυπικές επισκέψεις μια φορά το μήνα και ένα διήμερο που
περνάω τον δεκαπενταύγουστο στο εξοχικό τους στην Ανάβυσσο, για να γιορτάσουμε
τα γενέθλια της μητέρας- ακόμα κι εγώ, λοιπόν, επέτρεψα στους γονείς μου μια πιο
ενεργητική συμμετοχή στις επισκευές. Ο πατέρας μου, που ως συνταξιούχος είχε
πολύ ελεύθερο χρόνο, προσφέρθηκε να με αντικαταστήσει στην επίβλεψη των
διαφόρων εργασιών αρκετά πρωινά που δεν μπορούσα να λείψω από τη δουλειά, ενώ
επίσης συγκέντρωσε διευθύνσεις και προσφορές για τις διάφορες αγορές και πολλές
φορές έκανε ο ίδιος τις αγορές αυτές αντί για μένα. Ναι, η Αρετή με επιμονή,
άλλοτε με ήρεμο τρόπο και συχνότερα
με διαπληκτισμούς και φωνές, κατόρθωσε να κρατήσει τους γονείς της
μακριά από το σπίτι. Αυτό το σπίτι ήταν απολύτως δική της υπόθεση.
Όσο καιρό διαρκούσαν τα μερεμέτια, ιδιαιτέρως την απασχολούσαν οι
πόρτες. Έψαξε με ιδιαίτερη προσοχή τον ξυλουργό που θα κατασκεύαζε τα κουφώματα
και βρήκε τον κατάλληλο στο πρόσωπο ενός γέρου μάστορα πολύ μερακλή, πέρασε
άπειρες ώρες μελετώντας περιοδικά διακόσμησης και διαφημιστικά διαφόρων εταιρειών ως να
διαλέξει και να υποδείξει στον τεχνίτη ακριβώς το σχέδιο και το σκάλισμα που
ήθελε, ρώτησε παντού για το καλύτερο ξύλο, το πιο ανθεκτικό που ταυτόχρονα θα
κοβόταν και θα σκαλιζόταν εύκολα και θα έδινε ακριβώς το αποτέλεσμα που είχε
φανταστεί. Εκεί, ωστόσο, που κορυφώθηκε
η έγνοια της ήταν η εξώπορτα. Έβαλε μια εξώπορτα βαριά, με πόμολο χοντρό και
γυαλιστερή κλειδαριά ασφαλείας και την διακόσμησε πρόσθετα μ’ ένα χεράκι
μεταλλικό, στο χρώμα του οξειδωμένου
μπρούτζου, που κρατούσε έναν κρίκο λίγο πιο ανοιχτόχρωμο, όπως αυτοί που
βλέπουμε στα παλιά σπίτια ή στις ταινίες εποχής.
Όταν τέλειωσαν οι ξυλουργικές εργασίες και τοποθετήθηκαν τα ντουλάπια
και τα παντζούρια και βέβαια οι πόρτες, με φώναξε και με παιδιάστικη χαρά
άρχισε να μου τις δείχνει μία-μία. Ήταν τόσο χαρούμενη, τόσο περήφανη, σαν να
είχε ανακαλύψει ένα τεράστιο θησαυρό που θα της επέτρεπε από δω και πέρα να
γλεντήσει τη ζωή της ξέγνοιαστα και άκοπα. Μου τις έδειξε τις πόρτες μία-μία,
λοιπόν, και με καλούσε να σταθώ μπροστά στην κάθε μια τους και να θαυμάσω το
περίτεχνο σκάλισμα, την προσεγμένη κατασκευή, τους μεγάλους μεντεσέδες και κυρίως
τα πόμολα και τις κλειδαριές: τα πόμολα στο χρώμα του καπνισμένου ασημιού με
μια γιρλάντα στο τελείωμά τους και οι κλειδαριές με το κλειδί πάνω τους, «κοίτα
το κλειδί» , μου έλεγε, «δεν είναι αυτό που μου έδωσαν στο μαγαζί μαζί με τις
κλειδαριές. Όχι. Πήγα σε ειδικό και μου το έφτιαξε. το πιάσιμό του
είναι μαργαρίτα, κανονική μαργαρίτα, κοίτα, έχει και κομπαλάκια στο στρογγυλό
της… Μια περιουσία μου στοίχισαν τα κλειδιά αλλά χαλάλι τους. Δεν είναι
υπέροχα;» Κι εγώ, παρ’ όλο που εντυπωσιάζομαι δύσκολα, της είπα καλά λόγια για
τα κλειδιά και τα πόμολα και τις πόρτες. Τις παίνεψα τις πόρτες της μια ιδέα
παραπάνω απ’ ότι θα το έκανα κανονικά, γιατί κατάλαβα πόσο το ήθελε. Και η
Αρετή άκουγε αχόρταγα τα κοπλιμέντα και
τις μικρές υπερβολές μου και ήθελε κι άλλα, ακόμη περισσότερα. Πάντως, στ’
αλήθεια οι πόρτες που έβαλε είχαν φίνετσα κι αρχοντιά ιδιαίτερη, άλλωστε το
κόστος τους υπήρξε τεράστιο, και ξεχώριζαν μέσα στην υπόλοιπη κατασκευή που
είχε μεν κομψότητα αλλά δεν έπαυε να δείχνει παντού πως επρόκειτο για το
διαμέρισμα μιας μετρίως αμοιβομένης δημοσίας υπαλλήλου.
Μετά, όταν κάτσαμε στα δυο άβολα σκαμνάκια που χρησιμοποιούσαν οι
εργάτες για το διάλειμμά τους, και ήπιαμε τον καφέ που έφτιαξε στο γκαζάκι και
σέρβιρε στα πλαστικά ποτηράκια –«καραβίσιος», είπε, «αλλά επιφυλάσσομαι να σου
κάνω τραπέζι για τα καλορίζικα»- μου διηγήθηκε πως, όταν ήταν μικρή ονειρευόταν
πως ζούσε σ’ ένα πύργο, «ξέρεις», είπε, «απ’ αυτούς τους μεσαιωνικούς, τότε με
τους ιππότες, κι είχα ένα δωμάτιο μεγάλο, ψηλοτάβανο, μ’ ένα ωραίο παράθυρο και
μια πόρτα ξύλινη, απ’ αυτές τις τεράστιες που χρειάζονται δυο άντρες για να τις
κλείσουν, ξέρεις… Και είχε, λέει η πόρτα και αμπάρα κι εγώ την έκλεινα κι έβαζα
και την αμπάρα μετά, φρούριο το δωμάτιο, ποιος να μπει μέσα…».
Ποτέ μου δεν είχα μια ανάμνηση από τα παιδικά μου χρόνια να διηγηθώ κι
έτσι περιορίστηκα να χαμογελάσω.
Στα χρόνια που ακολούθησαν την συνέλαβα αρκετές φορές να καθυστερεί το
κλείδωμα ή το ξεκλείδωμα της εξώπορτας μόνο και μόνο για να απολαύσει τον ήχο
του κλειδιού, ένα ήχο σκληρό και υπόκωφο, να απολαύσει πραγματικά τον ήχο του
κλειδιού που γύριζε τέσσερις φορές ως να κλειδώσει καλά η πόρτα κι έπειτα, απ’
το ασανσέρ να ρίχνει μια θαυμαστική ματιά γεμάτη τρυφερότητα και αγάπη σ’ αυτό
το βαρύ καλοδουλεμένο κομμάτι ξύλου -ενισχυμένο εσωτερικά με μέταλλα και άλλα
υλικά, με τα τέσσερα διαφορετικά εσωτερικά έμβολα που μάγκωναν γερά στον
τοίχο- που απομόνωνε και προστάτευε το
σπίτι της.
Έργο του Ken Powers
Τα πέντε χρόνια που ακολούθησαν,
η σχέση μου με την Αρετή εξακολούθησε να είναι το ίδιο καλή. Παλιά, όταν
μου έλεγαν για το άξενο των πόλεων και τη μοναξιά των διαμερισμάτων, κατέβαζα
το κεφάλι και δεν μιλούσα. Τι να ‘λεγα; Πως αν κάτι μ’ αρέσει στις μεγάλες
απρόσωπες πολυκατοικίες είναι ακριβώς αυτό, που κανείς δεν έχει την πρόθεση για
μια σχέση πέρα από τα τυπικά και απαραίτητα για την εύρυθμη λειτουργία του
οικήματος; Κάποτε ούτε καν αυτό; Με την Αρετή, όμως, κατάλαβα γιατί λένε πως ο
καλός ο γείτονας είναι ευλογία. Ένα απόγευμα κατέβηκε χαρούμενη να μου
προτείνει να πιούμε καφέ. Ήταν νωρίς ακόμη για να βγω και δέχτηκα. Παρ’ όλο που
της πρότεινα να τον ψήσω εγώ και να μείνουμε στο σπίτι μου, αυτή επέμεινε να
ανεβούμε στο δικό της. Είχε φτιάξει κουλουράκια πορτοκαλιού, είπε, και κομπόστα
μήλου κι ήθελε να τα δοκιμάσω. Ήταν έξοχη μαγείρισσα και η ζαχαροπλαστική ήταν
το φόρτε της. Συχνά καλούσε φίλους και τους έκανε πλούσια τραπέζια με πολύπλοκα
φαγητά και γλυκά. Της άρεσε να την παινεύουν για την ικανότητά της, της άρεσε
να ζητούν και δεύτερο πιάτο και δεύτερο κομμάτι γλυκό. Γενικά, την απογείωναν
οι φιλοφρονήσεις για τη νοικοκυροσύνη
της.
Ήταν ωραίο το απόγευμα, φωτεινό, ζεστό, έμοιαζε να είχε ανατείλει μια
μικρή άνοιξη μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Το σαλόνι της ήταν λουσμένο σ’ αυτό
το τόσο αγαπημένο μου φως του απογεύματος που μαλακό και τρυφερό αγγίζει τα
πράγματα, χαϊδεύει τα σώματα τυλίγοντάς τα σε μια λυτρωτική θαλπωρή, μαλακώνει
τα περιγράμματα κάνοντάς τα όλα μια ιδέα πιο όμορφα, τόσο όσο πρέπει για να
ξεχαστεί κανείς και νιώσει πώς θα ήταν η ευτυχία. Το σπίτι της Αρετής ήταν το
πιο νοικοκυρεμένο και καθαρό σπίτι που έχω δει ποτέ μου. Μερικές φορές την
πείραζα «Αρετή» της έλεγα «μόνο στις διαφημίσεις υπάρχουν τόσο καθαρά και
περιποιημένα σπίτια». Ήταν λες και δεν το κατοικούσε κανείς. Λες και ερχόταν
κάθε πρωί μια εργατική γυναίκα, το φρόντιζε ως την τελευταία λεπτομέρεια κι
έπειτα το κλείδωνε κι έφευγε ως την άλλη μέρα. Η Αρετή ασχολιόταν πολύ με το
σπίτι αλλά αυτό δεν την κούραζε, το αντίθετο, της έδινε χαρά και ευεξία, την
έκανε κεφάτη και αισιόδοξη. Κοίταζε τα καλογυαλισμένα πατώματα, τα αστραφτερά
τζάμια, το πεντακάθαρο μπάνιο, τις άψογα σιδερωμένες κουρτίνες, τα
καλοτακτοποιημένα ντουλάπια που μοσχοβολούσαν από τα αποξηραμένα λουλούδια που
τοποθετούσε γι’ αυτό το σκοπό στο βάθος τους και χαμογελούσε με ικανοποίηση,
Έβγαινε στο μπαλκόνι με τις μικρές ανθισμένες γλάστρες, κοιτούσε το στενό
δρόμο, την απέναντι πολυκατοικία, θεάματα μάλλον καταθλιπτικά και χαμογελούσε.
Παρακολουθούσε τα λουλούδια της να προκόβουν και χαμογελούσε.
Μόλις μπήκα στο σαλόνι διαπίστωσα πως
είχε πάρει καινούριες κουρτίνες και τις είχε ράψει μόνη της –έπιανε και
σ’ αυτό το χέρι της. «Με γεια» είπα «πολύ ωραίες». Χαμογέλασε πονηρά. «Έλα να
σου δείξω και την κρεβατοκάμαρα» είπε. Είχε στρώσει πάνω στο κρεβάτι μια έξοχη
δαντελένια κουβέρτα και ωραία άσπρα μαξιλάρια με βολάν στο τελείωμα από φίνο
βαμβακερό ύφασμα. «Μόνη μου την έπλεξα» περηφανεύτηκε «και τα μαξιλάρια εγώ τα
‘φτιαξα. Είχε τέτοια η νονά μου, όταν ήμουν μικρή, και πάντα ήθελα να στολίσω
με δυο ίδια το κρεβάτι μου».
Ένιωσα την ανάγκη ν’ αγγίξω το
κρεβάτι που έμοιαζε να βγαίνει από ρομαντικό όνειρο, αφράτο, απαλό, σχεδόν
μύριζε ζάχαρη κι άπλωσα το χέρι μου χωρίς να το σκεφτώ, μα το τράβηξα αμέσως.
Φοβήθηκα μήπως το τσαλακώσω ή ακόμα και να το λερώσω ίσως, τόσο τέλεια και
εύθραυστα λευκό που ήταν. Η Αρετή γέλασε. «Πιάστο, καλέ, δεν θα λιώσει. Ξέρεις
τι γερή κλωστή έχω χρησιμοποιήσει; Αυτά είναι αθάνατα. Και τα εγγόνια μου θα τα
βρούνε» Κι έπειτα, πάλι γελώντας, άνοιξε την ντουλάπα της που μοσχομύριζε
κανέλλα και τριαντάφυλλο κι έβγαλε ένα πακέτο «Κι αυτό για σένα» μου είπε και
μου το πρόσφερε. Την κοίταξα απορημένη κι αυτή με κάλεσε ανυπόμονα να το
ανοίξω. Ήταν δυο μικρά τετράγωνα μαξιλαράκια πλεγμένα στο χέρι, πολύ κομψά και
χαριτωμένα. Τα είχε πλέξει για μένα. Δεν συγκινούμαι εύκολα αλλά εκείνη την ώρα
συγκινήθηκα πολύ.
Όταν καθίσαμε στο σαλόνι για τον καφέ και τα υπέροχα κουλουράκια
πορτοκαλιού που δεν χόρταινα να τρώω, μου αποκάλυψε το μυστικό της. «Γνώρισα
κάποιον» μου είπε συνεσταλμένα, δειλά σαν κοριτσάκι. Ήταν συνάδελφος που
μετατέθηκε στο γραφείο της από άλλη υπηρεσία, η Αρετή έλεγε πως ήταν καλός
άνθρωπος και πως το πράγμα ήταν μάλλον σοβαρό. Μου ‘δωσαν μεγάλη χαρά τα νέα
της, ήξερα πως ήθελε να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια αλλά εδώ και πολλά
χρόνια, ύστερα από ένα άτυχο αρραβώνα, ήταν μόνη της. Μου μίλησε εκτενώς γι’
αυτόν τον άντρα και με ρώτησε αν ήθελα να τον γνωρίσω. «Εσύ», μου είπε, «είσαι
συγκρατημένη, δεν ενθουσιάζεσαι εύκολα, κόβει το μάτι σου. Θέλω μια γνώμη». Αν
και αυτός ο ρόλος δεν μου άρεσε και της εξήγησα πως εκείνη έπρεπε να είναι
σίγουρη ότι ταιριάζουν, στο τέλος δέχτηκα. Κατάλαβα πόσο ήθελε μια γνώμη
τρίτου, πιο αντικειμενική, πριν μιλήσει
στους γονείς της. Κανονίσαμε να περάσω προς το τέλος της εβδομάδας να την πάρω απ’ το γραφείο και να πάμε όλοι
μαζί για φαγητό στην Καισαριανή.
Δυο μέρες μετά, μου χτύπησε πάλι την πόρτα. «Ξέμεινα από ζάχαρη», είπε,
«θα μου δώσεις ένα πακέτο;». Δεν ήταν η ίδια. Την κάλεσα μέσα, δεν ήθελε. Από
το άνοιγμα της πόρτας, όπου στεκόταν, είδε που είχα ήδη γεμίσει τα μαξιλάρια
και τα είχα στολίσει στον καναπέ μου «Το ‘ξερα πως θα πήγαιναν ωραία» σχολίασε.
Πήρε τη ζάχαρη και έφυγε. Ήταν φανερό πως κάτι έτρεχε. Ανέβηκα επάνω και
επέμεινα να μου πει τι συμβαίνει. Έβαλε τα κλάματα. Είχαν χωρίσει. Της είπε πως
είχε λάθος καταλάβει, αυτός δεν είχε τίποτε ιδιαίτερο στο μυαλό του κι αν ήταν
να παντρευτεί θα προτιμούσε μια νεότερη γυναίκα. Έκλαψε για ώρα κι έπειτα
συνήρθε, σκούπισε τα μάτια της, σα να ένιωσε ένοχη που με είχε τόσην ώρα
απασχολήσει με τα δικά της. «Ας μην το συζητάμε άλλο» είπε «εγώ φταίω άλλωστε.
Τι πάω και μπλέκω; Καλά μου λέει η μαμά μου». Θέλησα να μάθω τι της έλεγε η
μητέρα της αλλά αρνήθηκε να μου πει. Ήταν φανερό πως, όπως έκανε συνήθως σε
τέτοιες περιπτώσεις, τα ‘χε βάλει με τον εαυτό της. Μόνο που για καιρό έλεγε
και ξανάλεγε «Ευτυχώς που δεν τους το είχα πει. Το σκέφτεσαι;». Δεν το
σκεφτόμουν, επειδή δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί θα ήταν τόσο φοβερό να το
είχαν μάθει οι γονείς της. Είχα ξεχάσει πόσο παρεμβατικοί ήταν και πόσο της
υπέβαλλαν την ιδέα πως εκείνη φταίει για όλα, πως κάνει πάντα στραβές επιλογές,
είναι εύπιστη, αφελής και όλα τα σχετικά των οποίων το συμπέρασμα πάντα ήταν
πως έπρεπε να γυρίσει πίσω, στο μόνο μέρος που την αγαπούσαν, στο μόνο μέρος
όπου θα ήταν πραγματικά ασφαλής, στο πατρικό της σπίτι.
Άλλη μια φορά συνέβη κάτι παρόμοιο με την ίδια πάλι κατάληξη. Έλειπα
εκείνο τον καιρό –η υπηρεσία με είχε στείλει για ένα εξάμηνο εκτός Αθηνών- και
τα πληροφορήθηκα μετά, όταν όλα είχαν τελειώσει. Δεν έδειχνε πια στενοχωρημένη,
μου τα διηγήθηκε ψύχραιμα με γενναίες δόσεις από το γνωστό της χιούμορ. Έκτοτε
δεν συνέβη τίποτε άξιο λόγου. Όλα συνέχισαν να είναι όπως πάντα.
Gustav Klimt, Ζωή και Θάνατος
Ένα βράδυ αργά χτύπησε η πόρτα. Είχα πλαγιάσει και σηκώθηκα μάλλον
δυσαρεστημένη. Απ’ το χτύπημα ήξερα ότι ήταν η Αρετή. Άνοιξα και την είδα
χλωμή, κατάχλωμη, πανιασμένη. Τα μαλλιά της ξεχτένιστα κι έτρεμε, τα μάτια της
ήταν κατακόκκινα, φαινόταν να έχει κλάψει για ώρα. Μόλις άνοιξα, μ’ έσπρωξε,
μπήκε μέσα και μ’ αγκάλιασε. Κάτι πήγαινε να πει, δεν τα κατάφερνε, πνιγότανε,
τα χείλη της συσπώνταν ανίκανα να σχηματίσουν μια λέξη. Την έβαλα να κάτσει,
της έφερα νερό, με τα πολλά συνέφερε, το είπε. Είχε χάσει τον πατέρα της. Μόλις
είχε πεθάνει ο πατέρας της. Έμφραγμα, δεν τον πρόλαβαν, είπε. Ίσα που τον
μετέφεραν στο νοσοκομείο κι εκεί ξεψύχησε. Είχε έρθει στο σπίτι να πάρει ρούχα,
η μητέρα της ήταν με τις θείες της στο πατρικό της. Φυσικά τη συνόδεψα ως εκεί και
ξενύχτησα μαζί τους τον νεκρό.
Για καιρό αρνιόταν να το πιστέψει αυτό που συνέβη. Για πολύ καιρό
περίμενε να χτυπήσει το κουδούνι ο
πατέρας της. Περίμενε να τον δει στο άνοιγμα της πόρτας. Κράτησε στην πιατοθήκη
το καφεφλίτζανό του, κράτησε το τασάκι του –του είχε αγοράσει ένα μεγάλο
πλαστικό τασάκι γιατί μόνο τέτοια βολευόταν ο μακαρίτης. Τα ‘βγαζε, τα
ακουμπούσε όμορφα-όμορφα σ’ ένα δίσκο πάνω στο τραπέζι, τα κοίταζε κι έκλαιγε.
Τον αγαπούσε πολύ τον πατέρα της. Ήταν ένας άντρας ψηλός, γεροδεμένος,
με δυνατά μπράτσα. Το πλατύ μέτωπο, πλατύ απ’ την κατασκευή του και όχι γιατί
τα μαλλιά του είχαν αραιώσει με τα χρόνια, χαράκωναν τρεις μεγάλες βαθιές
ρυτίδες που έδιναν την εντύπωση ότι κάτι
τον απασχολούσε όλη την ώρα. Ήταν έξυπνος άνθρωπος, ικανός, αν και κάπως νωθρός
και διστακτικός, γι’ αυτό άλλωστε και είχε αφήσει το προβάδισμα στη γυναίκα
του. Αυτός ήταν ο άξιος δουλευτής που φρόντιζε την οικογένειά του, να μην της
λείψει τίποτε, και η γυναίκα του χειριζόταν τα υπόλοιπα. Διοικούσε το σπιτικό με αυστηρή πειθαρχία και αυταρχισμό. Τίποτε
και κανείς δεν ξέφευγε τον έλεγχό της. Μέσα στο σπίτι.
Τον αγαπούσε τον πατέρα της η
Αρετή κι εκείνος την αγαπούσε πολύ, με τον τρόπο του βέβαια, μ’ ένα τρόπο
λανθασμένο, βάρβαρο και ανώριμο, με μια αγάπη ανακατεμένη αξεδιάλυτα με το φόβο
πως δεν την έλεγχε, του ‘χε ξεφύγει πια, κι ίσως κάποτε την έχανε ακόμα πιο
πολύ. Θα την ήθελε να ζαρώνει πλάι του και να την προστατεύει. Δεν ήταν έτσι κι
αυτό τον έθλιβε, μερικές φορές τον τσάκιζε, την έλεγε ανυπάκουη κι έτσι την αντιμετώπιζε,
σαν μικρό, ανυπάκουο παιδί. Τον αγαπούσε τον πατέρα της η Αρετή κι εκτιμούσε
επίσης την εξυπνάδα του και την τιμιότητά του. Δεν του το ‘χε πει ή, για την
ακρίβεια, δεν του το είχε πει τόσο καθαρά όσο θα ήθελε, δεν του το είχε πει
ρητά ποτέ πόσο τον εκτιμούσε κι όσο κράτησε το πένθος της –της πήρε πάνω από
έξι μήνες να συνέρθει- αυτό ήταν που ερχόταν ξανά και ξανά τυραννικό. Μα μήπως
προλαβαίνει ποτέ κανείς να πει τα όσα θα ήθελε στους γονείς του;
Εκείνες τις μέρες, όπως ήταν
εύλογο, ένιωσα την ανάγκη να επικοινωνήσω με τους δικούς μου. Τους τηλεφώνησα
και τους προσκάλεσα σε ένα ακριβό εστιατόριο, που άρεσε πολύ στον πατέρα μου
αλλά τους ήταν δύσκολο να πηγαίνουν τακτικά εξαιτίας των μέτριων οικονομικών
τους. Και τα δικά μου οικονομικά το ίδιο μέτρια ήταν αλλά μπορούσα, διάβολε, να
τους προσφέρω ένα περιποιημένο δείπνο. Στενοχωρέθηκα μόνο που έλειπε ο αδελφός
μου. Είχαμε καιρό να βρεθούμε και να μιλήσουμε.
Ένα απόγευμα ανέβηκα και χτύπησα την πόρτα της. Δεν ήταν εκεί. Απ’ το
θάνατο του πατέρα της και μετά είχε πυκνώσει τις επισκέψεις στο πατρικό της,
κρατούσε συντροφιά στην μητέρα της, που,
απαρηγόρητη για τον αιφνίδιο θάνατο του συζύγου της, είχε παρουσιάσει κάποια
μικροπροβλήματα στην υγεία της. Ο γιατρός είπε πως δεν ήταν τίποτε αλλά η κυρία
Λιάνα τα μεγαλοποίησε στο κεφάλι της και παρέσυρε και την Αρετή στην υπερβολή.
Άρχισε να κοιμάται στο σπίτι της μητέρας της όλο και πιο συχνά, σχεδόν κάθε
βράδυ. Ερχόταν μετά τη δουλειά στο δικό της σαν τον κλέφτη. Έκανε τα απαραίτητα
του νοικοκυριού, πότιζε τα λουλούδια της, κατέβαινε και σε μένα, όταν είχε
χρόνο, κι αμέσως έφευγε για να πάει πάλι στη μητέρα της. Άρχισε να καπνίζει
αλλά μετά από λίγο το σταμάτησε. Δεν την βοηθούσε καθόλου.
Της άφησα ένα σημείωμα πως είχα περάσει και ήθελα να δω τι κάνει. Όταν
ήρθε, βρήκε το σημείωμα και κατέβηκε αμέσως. Ήταν χλωμή, κουρασμένη, αφηρημένη, πεταγόταν απ’ το ένα θέμα στο
άλλο. Στο μάγουλό της είχαν βγει τρία τέσσερα κόκκινα στίγματα –η Αρετή είχε
πάντα πολύ καθαρό δέρμα- τα μάτια της είχαν μαύρους κύκλους. Ήταν εντελώς
απεριποίητη, κακοχτενισμένη, με τσαλακωμένη φούστα και στραβοπατημένα
παπούτσια. Τη μάλωσα. Δεν έπρεπε να το κάνει αυτό στον εαυτό της, της είπα,
αλλά ακόμη και για κοινωνικούς λόγους δεν έπρεπε να το κάνει. Δεν μπορούσε να
πηγαίνει τόσο ατημέλητη στη δουλειά της, πρόσθεσα.
Έφαγε λίγο γλυκό και άρχισε να μιλάει. Είπε πως δεν έχει καθόλου χρόνο,
πως είναι ξέπνοη απ’ την κούραση, πως δεν τα βγάζει πέρα με τις υποχρεώσεις, τη
δουλειά της, τις υπερωρίες, τα δύο σπίτια… Είπε επίσης πως είναι πολύ ανήσυχη
με την υγεία της μητέρας της αλλά προτού προλάβω να τη ρωτήσω τι ακριβώς
συμβαίνει –σκόπευα μάλιστα να της προτείνω ένα γνωστό μου γιατρό, πολύ καλό για
περιπτώσεις όπως της κυρίας Λιάνας, αν και ήξερα πως η μητέρα της δεν
συμπαθούσε τους γιατρούς και προτιμούσε να υποφέρει, να λέει τουλάχιστον πως
υποφέρει, παρά να επισκεφτεί κάποιον ειδικό- προτού, λοιπόν, προλάβω να πω
κάτι, άλλαξε τόνο. Η φωνή της έσταξε κάτι φαρμακερό και φοβισμένο που, όμως,
τυλίχτηκε αμέσως μέσα στον δισταγμό, το ‘λεγε και το ‘παιρνε πίσω μαζί αλλά δεν
μπορούσε να μην το πει. «Το φοβόμουν πάντα. Όταν θα φύγει ο ένας… Το έτρεμα…
Ξέρω πως θέλει να γυρίσω πίσω. Δεν το λέει ευθέως αλλά αυτό θέλει. Μου το
φέρνει πλάγια. Πως είναι δύσκολο να συντηρεί κανείς δυο σπίτια, πως έχουν
μειωθεί τα έσοδά μας κι αν είχαμε μια πηγή,
πώς να το πω, πρόσθετου εισοδήματος, ένα ενοίκιο ας πούμε, θα μας
ανακούφιζε πολύ και κυρίως παραπονείται πως δεν είναι καλά, όλο κάτι έχει,
δύσπνοιες, πονοκεφάλους, έναν επίμονο βήχα, μια ενόχληση στο λαιμό, ξέρεις
τώρα…» Σταμάτησε, ανάγλυψε τα χείλη της και με φανερή ενοχή πια συνέχισε «Δε
θέλω να γυρίσω…» κι έβαλε τα κλάματα. Προσπάθησα να την παρηγορήσω, να της
εξηγήσω ότι αυτό δεν ήταν κάτι κακό, πως δεν εγκατέλειπε τη μητέρα της μένοντας
στο σπίτι της, ίσα-ίσα.
Φαινόταν απαρηγόρητη, καταλάβαινα πως δεν με άκουγε αλλά συνέχισα να
της λέω πως η φροντίδα της μητέρας της δεν σήμαινε και απαραίτητα την
συγκατοίκηση, πως έπρεπε οπωσδήποτε να κρατήσει τη ζωή της και την αυτονομία
της και παράλληλα να προσέχει την μητέρα της και να της προσφέρει ό,τι της ήταν
απαραίτητο, προσοχή, αγάπη, συντροφιά, χρήματα. Της έφερα και κάποια
παραδείγματα γνωστών μου που είχαν κάνει το ίδιο και δεν είχε κανείς παράπονο,
ούτε ο γονιός ούτε το παιδί. «Δεν μπορείς να το καταλάβεις» μου είπε. «Μπορεί
να έχεις δίκιο αλλά η μητέρα μου θα το δει σαν εγκατάλειψη, σαν προδοσία. Όμως
δεν μπορώ και να γυρίσω. Δεν είχα ποτέ δικό μου σπίτι, θέλω να πω το σπίτι μου
το πατρικό δεν ήταν ποτέ σπίτι μου, ήταν το σπίτι της μάνας μου. Αυτό ήταν το πρώτο δικό μου σπίτι. Το πρώτο
δικό μου κάτι γενικά. Στης μάνας μου
αυτή ήταν η βασίλισσα. Δεν μ’ άφηνε να κάνω τίποτα. Κι όταν έκανα κάτι, όσο
καλά κι αν το ‘κανα, πήγαινε και το ξανάκανε, δεν της άρεσαν τα δικά μου. Και
ποτέ δεν μ’ άφηνε να μαγειρέψω. Τίποτα δε λαχτάρησα περισσότερο στη ζωή μου από
μια δική μου κουζίνα, με κατσαρόλες, κουτάλες, ντουλάπια γεμάτα με τρόφιμα που
εγώ θα είχα επιλέξει, ένα ψυγείο με φαγητά που εγώ θα είχα μαγειρέψει». Κι
έπειτα άρχισε να μου λέει πως, όταν μετακόμισε εδώ, άρχισε να ψωνίζει με μανία
πράγματα για το σπίτι, σεντόνια, πετσέτες, τραπεζομάντιλα, διακοσμητικά
πετσετάκια, μπιμπελό, ρολόγια, καδράκια, και κυρίως είδη κουζίνας. Στα
ντουλάπια της, είπε, θα έβρισκα δεκάδες,
αχρησιμοποίητα είδη κουζίνας, ντουζίνες από πιάτα και καφεφλίτζανα και κουτάλια
και φόρμες κάθε είδους, σχήματος και μεγέθους. Είπε πως δεν μπορούσε ν’
αντισταθεί στον πειρασμό, με λαιμαργία τα ψώνιζε, φόρτωνε την πιστωτική της
κάρτα και περίμενε με αγωνία να
κατεβάσει το χρέος για να ξαναψωνίσει. Ένιωθε δυστυχής, όταν δεν μπορούσε
να πάρει μια εξάδα ποτήρια ή ένα δίσκο σερβιρίσματος που είχε δει σε μια από
τις συχνές επισκέψεις της σε σχετικά μαγαζιά και της είχαν αρέσει. Κι όχι
πράγματα ακριβά, όχι, μου το τόνισε με ιδιαίτερη έμφαση αυτό, δεν της άρεσαν οι
ακριβές φίνες πορσελάνες και τα βαριά κρύσταλλα. Της καθημερινότητας
αντικείμενα ήθελε. Μόνο τέτοια. Και πως ήθελε να μαγειρεύει, πως την έκανε
ευτυχισμένη το μαγείρεμα.
Έπειτα, απότομα, άλλαξε συζήτηση. Έμεινε πολύ εκείνη την ημέρα
φλυαρώντας για ζητήματα άσχετα. Λες και ήθελε να ξεθωριάσει τα προηγούμενα.
Έργο του Leon Zernitsky
Μετά το πρώτο εξάμηνο από το θάνατο του πατέρα της, άρχισε να
συνέρχεται. Γύρισε στο σπίτι της, πολύ λίγα βράδια έμενε πια στης μητέρας της.
Φρόντιζε πάλι την εμφάνισή της, μάλιστα με ιδιαίτερη προσοχή και σαφώς παραπάνω
απ’ ότι παλιότερα, δεχόταν πάλι φίλους,
«οι μουσαφίρηδες είναι χαρά» έλεγε και μου θύμιζε τη γιαγιά μου που
θεωρούσε τους μουσαφίρηδες «μπερεκέτι», περιποιόταν το σπίτι με εξαιρετική
επιμέλεια. Μάλιστα βρήκε ένα ειδικό υγρό, κάτι σαν λούστρο, και γυάλιζε την
εξώπορτα δυο φορές την εβδομάδα. Δυο φορές την εβδομάδα κρέμαγε τα κλειδιά στη
μέση της, έπαιρνε ένα σκαμνάκι, το ‘βαζε μπροστά στην πόρτα, σκαρφάλωνε πάνω
του κι άρχιζε να τρίβει με δύναμη το πάνω μισό. Κατόπιν κατέβαινε, τραβούσε το
σκαμνάκι στην άκρια, γονάτιζε, κι έκανε το υπόλοιπο. Έπειτα απομακρυνόταν λίγο
και την κοίταζε με ικανοποίηση. Περίπου όπως ο καλλιτέχνης το τελειωμένο πλέον
έργο του. Με πιάνανε τα γέλια, όταν την έβλεπα, μου φαινότανε τόσο υπερβολικό,
αυτό το συχνό γυάλισμα της πόρτας, που
δεν ήθελα καν να τη μαλώσω. Κάποτε μάλιστα για να την πειράξω, της αγόρασα ένα
γυαλιστικό για το χεράκι. Δεν ήξερα, όμως, ότι ήδη χρησιμοποιούσε κάτι
παρόμοιο. Το δοκίμασε, το βρήκε αποτελεσματικό, καλύτερο από το προϊόν που
αγόραζε εκείνη και χάρηκε τόσο, που αναγκάστηκα τελικά να μην της αποκαλύψω πως
επρόκειτο για αστείο. Όλα έμοιαζαν να έχουν πάρει πάλι το δρόμο τους.
Τότε συνέβη η επίθεση στους δίδυμους πύργους στη Νέα Υόρκη.
Παρακολούθησα από την τηλεόραση την κατάρρευση των πύργων, τα διαγγέλματα του
προέδρου των ΗΠΑ, είδα εκατοντάδες φορές το αεροπλάνο να καρφώνεται στα κτίρια,
τόσο που στο τέλος έγινε μια εικόνα
χωρίς ιδιαίτερο νόημα, ανεξάρτητη από το θάνατο, είδα ξανά και ξανά τα
ίδια ρεπορτάζ με μαρτυρίες που δεν διέφεραν η μια απ’ την άλλη, είδα ζωντανούς
να καπηλεύονται ποικιλοτρόπως τους νεκρούς, άλλοι με κηρύγματα πολέμου κι άλλοι
περιφέροντας στις οθόνες τον πόνο τους και τις κασετούλες με τα τελευταία λόγια
των αγαπημένων τους, κάτι «σ’ αγαπώ, θέλω να ‘στε ευτυχισμένοι, είσαι ό,τι
καλύτερο μου έτυχε» κι άλλα τέτοια. Είμαι άνθρωπος ψυχρός, λογικός. Δεν ένιωσα
καμιά συγκίνηση. Έχω δει πολύ θάνατο στα χρόνια που υπάρχω στον κόσμο. Πέθαναν
άνθρωποι που μου ήταν αγαπητοί, συγγενείς, φίλοι, διανοητές που είχα μάθει να
σκέπτομαι μελετώντας τους. Έχω δει πολύ θάνατο. Δεν θυμάμαι μέρα που να μην
ήταν γεμάτες οι εφημερίδες από αναγγελίες θανάτων, σε κάθε γωνιά του πλανήτη κι
ένας πόλεμος . πολλή βία, πολύς πόνος. Περιβάλλομαι, περιβαλλόμαστε
από θάνατο. Και κανένας θάνατος δεν είναι λιγότερο ή περισσότερο σημαντικός από
κάποιον άλλον. Δεν είμαι ανάλγητη. Δεν μπορώ να συγκινηθώ. Έτσι τουλάχιστον
όπως λένε οι άλλοι ότι συγκινούνται. Η ζωή με πονάει περισσότερο, τη ζωή δεν
αντέχω και την αδυναμία μου μπροστά στον πόνο.
Όχι, αλήθεια, δεν είμαι ανάλγητη αλλά δεν συγκινήθηκα έτσι όπως το
είπαν άλλοι. Θύμωνα με τις βαρύγδουπες δηλώσεις πολιτικών και δημοσιογράφων, η
μέρα, λέει, που άλλαξε τον κόσμο. Δικαιολογίες για τον τρόμο που ήρθε μετά. Κατάλαβα
γρήγορα ότι μπήκαμε σε νέες μορφές πολέμου. Ασύλληπτες, φοβερότερες απ' αυτές
που γνωρίζαμε ως τώρα, μπερδέμενα στρατόπεδα, ποιος ο εχθρός, ποιος ο φίλος,
πράγματα κρυμμένα, ιλιγγιώδη, από πού να φυλαχτείς… Ήξερα πάντοτε ότι κανείς
μας δεν είναι αθώος. Ζούμε σε ένα κόσμο που η άγνοια είναι αμάρτημα. Όλοι
ξέρουμε, οφείλουμε να ξέρουμε. Και όλοι πληρώνουμε. Θερίζουμε αυτό που σπείραμε
οι ίδιοι ή επιτρέψαμε να σπαρθεί. Δεν υπάρχει διαφυγή ούτε έλεος.
Λίγες μέρες μετά έγινε η επέμβαση των αμερικανών στο Αφγανιστάν. Η
κατάσταση με είχε απορροφήσει, έβλεπα συνέχεια ειδήσεις, έτρεχα στα ολιγάνθρωπα
αντιπολεμικά συλλαλητήρια, διάβαζα με μανία εφημερίδες, πύκνωσα τις συναντήσεις
με τους δυο τρεις φίλους μου που μοιραζόμασταν προβληματισμούς και ανησυχίες. Εκείνες
τις μέρες ξέχασα την Αρετή. Όταν συναντηθήκαμε τυχαία ένα πρωινό στην είσοδο,
ήταν ελαφρώς καταβεβλημένη, φανερό πως κάτι την απασχολούσε πολύ. Μιλήσαμε λίγο, στο πόδι, για την κατάσταση
και τη ρώτησα αν της συμβαίνει κάτι «Μπα, τίποτε…» είπε και συμπλήρωσε "πώς να 'μαι με όλ’
αυτά; πώς να είναι κανείς…" Έπειτα
με ρώτησε «Θα είσαι καθόλου σήμερα στο
σπίτι;». Απάντησα καταφατικά και είπε πως θα έρθει, λίγο νωρίς όμως, γιατί το
απόγευμα θα πήγαινε στη μητέρα της.
Ήρθε πράγματι κατά τις τέσσερις, μάλλον κατ’ ευθείαν
απ’ τη δουλειά. «Λες να ‘χουμε κανα πόλεμο;» μου είπε μόλις κάθισε. Πιάσαμε μια
μακριά κουβέντα για την κατάσταση. Ήταν πολύ καλά ενημερωμένη για όλα. Ήξερε
και δεκάδες ανέκδοτα απ’ αυτά που κυκλοφόρησαν αμέσως μετά τις 11 Σεπτεμβρίου
αλλά, αν και μου τα διηγήθηκε με την γνωστή παραστατικότητά της, μου εξήγησε
πως την ενοχλούσαν, το καταλάβαινε, είπε, πως ξορκίζεις το κακό έτσι, αλλά και
πάλι της φαινόταν υπερβολικό, μερικά μάλιστα ήταν πολύ σκληρά, απάνθρωπα, αυτή
τη λέξη θυμάμαι πως την είπε δυο φορές.
Είχε χαλαρώσει, έτρωγε με όρεξη το πιάτο που της
είχα ετοιμάσει, είχε βγάλει τις γόβες της και είχε βάλει τα πόδια της πάνω στον
καναπέ. Και ξαφνικά, ενώ συνεχίζαμε τη συζήτηση για το Αφγανιστάν, άρχισε να
μιλάει για τη μητέρα της. Θυμάμαι μάλιστα ότι ήταν τόσο απότομη η μετάβαση,
χωρίς πρόλογο, χωρίς καμιά προετοιμασία που δυσκολεύτηκα να καταλάβω αμέσως τι
μου έλεγε.
H μητέρα της, είπε, φοβόταν πολύ. Όχι αυτό που
συμβαίνει σε κάθε νοήμονα άνθρωπο μπροστά σε καταστάσεις σαν αυτές που ζούμε
τώρα, ανησυχία, δηλαδή, αγωνία, τέτοια πράγματα. Είπε πως ήταν πιο σοβαρό, ήταν
αληθινές κρίσεις φοβίας, πως ήταν σε κατάσταση πανικού. Είχαν ξυπνήσει μέσα της
οι μνήμες των πολέμων που είχε ζήσει, της γερμανικής κατοχής και του εμφύλιου.
«Ξέρεις", είπε "η μαμά μου είχε έναν αδερφό λίγο μεγαλύτερο από
κείνην. Έγραφε συνθήματα στους τοίχους, τον σκότωσαν μπροστά στα μάτια της οι
Γερμανοί. Η μαμά μου είχε βγει στους δρόμους για να εξασφαλίσει λίγα τρόφιμα,
πεινούσαν πολύ στο σπίτι της, περνούσαν μέρες χωρίς να βάλουν μια μπουκιά στο
στόμα τους, εκείνη τη μέρα είχε βρει λαχανίδες και λίγο ψωμί, γυρνούσε
χαρούμενη. από μακριά είδε
τους Γερμανούς να τραβούν με βία τον αδερφό της έξω από το σπίτι, να τον
σέρνουν πάνω στο σκονισμένο δρόμο, τον χτύπησαν κι έπειτα ακούμπησαν το πιστόλι
στο κεφάλι του και πυροβόλησαν. Έχουν
περάσει τόσα χρόνια κι η μάνα μου ακόμα
πετάγεται στον ύπνο της φωνάζοντας τ’ όνομά του. Βλέπει ξανά και ξανά να
σκοτώνουν τον αδερφό της κι εκείνη να πετάει τις λαχανίδες και να τρέχει, της
γλίστρησαν, λέει, και της ξέφυγαν απ’ τα χέρια κι έτρεξε προς τον αδερφό της
αλλά πήρε χαμπάρι πως μαζεύονταν
απειλητικά γύρω από τις σκορπισμένες λαχανίδες άλλα παιδιά, γύρισε πίσω, τις
μάζεψε τις λαχανίδες όπως-όπως και πάλι έτρεξε προς το άψυχο κορμί του αδερφού
της. Το βλέπει συνέχεια αυτό… Της ξανάρθαν όλα στο νου, της ξανάρθε στο νου η
πείνα, αυτός ο ξεχασμένος από χρόνια τρόμος και της σκοτείνιασε το μυαλό. Βλέπεις», σχολίασε η
Αρετή σα να ‘παιρνε για λίγο απόσταση από την ίδια της την αφήγηση, «τόσα
χρόνια βλέπαμε κι ακούγαμε, μα ήταν άλλων το πρόβλημα, μακριά από μας, δεν μας
άγγιζε. Στέλναμε κανένα ρούχο, μερικά κουτιά γάλα, τίποτα πενταροδεκάρες και
νομίζαμε ότι αυτό έφτανε». Είπε πως το κακό παράγινε από την ώρα που άρχισαν να
μιλούν για βιολογικό πόλεμο και πως η μητέρα της κλείνει πόρτες και παράθυρα,
πλένει συνέχεια τα χέρια της, απολυμαίνει την κουζίνα και το μπάνιο και πίνει
νερό εμφιαλωμένο που, όμως, έχει εμφιαλωθεί πριν από τον Σεπτέμβρη. «Πού να βρω
τέτοιο νερό;» μου είπε απελπισμένη. Και συμπλήρωσε «δεν ξέρω τι να κάνω…
Σκέφτομαι να ρωτήσω κανένα ειδικό. Ένα ψυχίατρο, ένα ψυχολόγο». Της έδωσα το
τηλέφωνο μιας ψυχολόγου με εξαιρετικές περγαμηνές. Το πήρε κουνώντας
απογοητευμένη το κεφάλι. Ήξερε πως η μητέρα της δεν θα κατέφευγε ποτέ στη
βοήθειά της. Η κυρία Λιάνα πίστευε, όπως όλοι στην κατάστασή της, πως είχε
δίκιο που φοβόταν, αυτή είχε ζήσει τον πόλεμο, ενώ η Αρετή ήταν αναίσθητη,
γιατί δεν καταλάβαινε τον κίνδυνο, γιατί, έλεγε, εκείνη δεν είχε ζήσει πόλεμο
για να ξέρει. Κι όλο θυμόταν τον άντρα της και έλεγε πως έχουν χάσει τον
προστάτη τους και πως αν ζούσε εκείνος θα φοβόταν λιγότερο… Μ’ αυτά τα
τελευταία λόγια η Αρετή συνήρθε, ξαναβρήκε λίγο το κέφι της, της φαινόταν πολύ
αστεία αυτή η σκέψη της μητέρας της, πως θα μπορούσε τάχα ο πατέρας να τις
προστατέψει, της φαινόταν, είπε, συγκινητικό που η μητέρα της είχε τόση
εμπιστοσύνη στον άντρα της.
Κι είναι αλήθεια πως, μετά το θάνατό του, η κυρία
Λιάνα είχε δώσει στο σύζυγό της σχεδόν υπερφυσικές ιδιότητες και η
ανασφάλειά τις μεγάλωνε ακόμη
περισσότερο. Είχε μάθει όλη της σχεδόν τη ζωή να είναι η σύζυγός του Αντώνη.
Τώρα η ταυτότητά της είχε πληγεί ανεπανόρθωτα.
Προσπάθησα να καθησυχάσω την Αρετή, πως είναι πράγματα
που συμβαίνουν αυτά, πως οι μεγάλοι
άνθρωποι έχουν τέτοιες παραξενιές κι άλλα παρόμοια. Έφυγε λίγο βιαστικά, όταν
είδε πως η ώρα ήταν περασμένες έξι. Έπρεπε να σιδερώσει μερικά ρούχα και να
πάει στης μητέρας της. «Δεν μπορεί πια να κοιμηθεί μόνη της» είπε. «Να σκεφτείς
ότι κοιμόμαστε στο ίδιο κρεβάτι».
Το ίδιο βράδυ η κυρία Λιάνα έπαθε το εγκεφαλικό. Δεν
ήταν πολύ σοβαρό, απ’ τις περιπτώσεις που αποκαλούμε «ελαφρές», γι’ αυτό και η
νοσηλεία της ήταν βραχυχρόνια και μάλλον για λόγους προληπτικούς. Η Αρετή είχε
ταραχτεί πολύ, δεν ήταν μόνο οι εύλογοι φόβοι για τη ζωή της μητέρας της .
ξύπνησαν μέσα της μνήμες οδυνηρές απ’ το θάνατο του πατέρα της, δεν άντεχε,
έλεγε, να περάσει τα ίδια πάλι και μάλιστα σε τόσο κοντινό διάστημα. Την
καταλάβαινα καλά.
Την απόφαση να φύγει την πήρε εσπευσμένα, φοβάμαι
χωρίς να το σκεφτεί καλά. Είχε πάντα μια υπερβολική αίσθηση του καθήκοντος. Αν
και το ‘καθήκον’ ήταν μια πολύ συγκεχυμένη έννοια μέσα της. Ήταν πολλά, πάρα
πολλά, αυτά που θεωρούσε ως ‘καθήκοντά’ της, συχνά το βάρος τους τη γονάτιζε
άδικα. Δεν είχε μάθει να λέει ‘όχι’, να αρνείται μια υποχρέωση που της
φόρτωναν, καλοπροαίρετα ή υστερόβουλα. Η προτεραιότητά της ήταν οι άλλοι. Για
τον εαυτό της έκανε πολύ λίγα και ζητούσε ακόμη λιγότερα. Δεν μου άρεσε αυτό.
Θαυμάζω το μέτρο και θεωρώ ότι και στην προσφορά μέτρο χρειάζεται. Οι άνθρωποι
κακομαθαίνουν και δεν έχουν όριο στις απαιτήσεις τους. Η αγάπη και η αλληλεγγύη
έχουν σημασία για να σταθεί ο άλλος στα πόδια του, αλλά μετά, αν σε νοιάζει πραγματικά
αυτός ο άλλος, ο όποιος άλλος, πρέπει να τον βοηθήσεις να αναλάβει την ευθύνη
της ζωής του και την ευθύνη του για τον κόσμο. Δεν ξέρω πώς να το πω αλλιώς,
την ελευθερία τού μαθαίνουμε, αν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο.
Η Αρετή με τον τρόπο της δοκίμαζε τους ανθρώπους.
Ανάμεσά τους έψαχνε απεγνωσμένα αυτόν που θα αναγνώριζε από μόνος του τα όρια
και τις δυνατότητές της και δεν θα εκμεταλλευόταν τη δοτικότητά της. Το έβρισκα
παιδιάστικο και οδυνηρό. Πολύ εγωιστικό επίσης. Μέχρι τη στιγμή εκείνη κανείς
δεν είχε περάσει τη δοκιμασία, όμως, όλοι όσοι έμπαιναν, με τον έναν ή τον
άλλον τρόπο σ’ αυτή τη διαδικασία, ξέμεναν ενοχλητικά στη ζωή της. Της
φορτώνονταν και αυτή θεωρούσε χρέος της να συνεχίζει την προσφορά. Ήξερε με
ποιους είχε να κάνει αλλά συνέχιζε. Δίνοντάς τους ευκαιρίες και ελπίζοντας πως
είχε κάνει λάθος. Πως εκείνη είχε κάνει λάθος. Ήξερε πως δεν ήταν έτσι τα
πράγματα αλλά συνέχιζε.
Την απόφαση να φύγει και να γυρίσει στο πατρικό της, λοιπόν, την πήρε
χωρίς να το πολυσκεφτεί. Δεν μπορούσε να την αφήσει, είπε. Πως την έχει ανάγκη
η μητέρα της, πρώτη φορά που την έχει πραγματική ανάγκη και γι’ αυτό είχε χρέος
να πάει να ζήσει μαζί της. Τη ρώτησα αν το θέλει κάτι τέτοιο, αν θα αντέξει
αυτήν την επιστροφή. Ήταν σχεδόν βέβαιη πως όχι. Ήξερε με σιγουριά ότι σύντομα
θα το μετάνιωνε αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Κι όταν επέμεινα να τη
ρωτώ γιατί, άργησε λίγο να μου απαντήσει, σαν να μην ήθελε, σαν να ‘πρεπε πολύ
να ψάξει τις λέξεις για να το εκφράσει και την κούραζε: «εσύ έχεις ένα αδερφό» είπε.
«Κάποιον να μοιραστεί τον πόνο και την ευθύνη. Όχι να σε καταλάβει γενικά ή και
να σε βοηθήσει γενικά. Να μοιραστεί
αυτόν τον πόνο κι αυτήν την ευθύνη. Των συγκεκριμένων ανθρώπων. Να κλάψει αυτόν
τον άνθρωπο που ήταν τόσο γονιός του όσο
και γονιός σου και να φροντίσει αυτή τη μητέρα που είναι τόσο μητέρα του όσο
και μητέρα σου» . Την κάλεσα να θυμηθεί ότι αυτή είναι μια πολύ ιδεαλιστική
εικόνα των αδελφών και πως στην πραγματικότητα ούτε οι μεταξύ τους σχέσεις
είναι πάντα οι αναμενόμενες ούτε αυτές προς τους γονείς τους. Της υπέδειξα
περιπτώσεις, ακόμα και κοινών γνωστών, όπου το ένα από τα αδέρφια επωμίστηκε
τις ευθύνες και τα άλλα ήταν μακριά, ακόμα και τη δική μου περίπτωση δεν
παρέλειψα να της υπενθυμίσω, που ήμασταν απομακρυσμένοι με τον αδελφό μου και
που εγώ τον εκμεταλλευόμουνα λίγο έχοντάς του αφήσει όλες τις ευθύνες. «Δεν
εννοώ αυτό» είπε. «Άλλο λέω. Αν πάθουν κάτι οι γονείς σου, ο Τάκης ξέρει πως
ένα τουλάχιστον ακόμη πλάσμα στον κόσμο θα έχει τον ίδιο πόνο». Πήγα να φέρω κι
άλλες αντιρρήσεις, δεν μ' άφησε. « Η
μάνα μου τώρα έχει μόνο εμένα. Είναι
απολύτως εξαρτημένη από μένα. Πόνεσε πολύ, όταν έφυγα. Πόνεσε πολύ, όταν
έφυγε ο πατέρας μου. Κάποιος απ’ τους
δυο πρέπει να γυρίσει. Εκείνος είναι αδύνατο. Οφείλω να γυρίσω εγώ».
Η φωνή της ήταν ήρεμη αλλά στο βάθος της ριγούσε η αμφιβολία. Την
πολεμούσε και νικιόταν. Φαινόταν καθαρά πως δεν το ήθελε αυτό που έκανε. «Γιατί
το κάνεις αυτό στον εαυτό σου;» ρώτησα, ενώ ένιωθα να θυμώνω μαζί της. Είχε
άραγε καταλάβει τι είχε ξεστομίσει μόλις πριν από λίγο; Τα λόγια της τα
τελευταία τα είχε ακούσει η ίδια, τα καταλάβαινε; Συγκρατήθηκα και είπα κάτι
άλλο: «Στο τέλος-τέλος, πες της να έρθει να μείνει εδώ, στο σπίτι σου. Δυάρι
είναι αλλά χώρο έχει για δυο άτομα». Γέλασε. «Το πρότεινα, νομίζεις πως δεν το
πρότεινα;» είπε. «Της είπα να της δώσω το καθιστικό, να βάλω μέσα κρεβάτι,
κομοδίνο, τηλεόραση, ό,τι χρειάζεται. Δεν ήθελε ούτε να τ’ ακούσει. Μου είπε
πως δεν θα ήθελε να χαλάσω το σπίτι μου για το χατίρι της. Έφτασα να της
προτείνω να αντικαταστήσω το διπλό κρεβάτι της κρεβατοκάμαρας με δύο μονά, για
να κοιμόμαστε στο ίδιο δωμάτιο. Αρνείται. Δε θέλει ν’ αφήσει το σπίτι της με
τίποτα. Κλαίει, της ανεβαίνει η πίεση.
Εσύ δηλαδή τι θα έκανες;». Ένιωσα να θυμώνω για τα καλά. «Ο πατέρας σου έφυγε
πια» είπα «Και η μητέρα σου πρέπει να το πάρει πλέον απόφαση. Δεν είναι σύζυγος
κανενός. Δεν μπορεί να αντικαταστήσει αυτόν που έχασε με σένα. Εσύ είσαι η κόρη
της, έχεις τη ζωή σου». Με κοίταξε με έκπληξη, είδα μέσα στο βλέμμα της μιαν
αστραπή, ο δισταγμός πάλευε με την απόφαση, η αβεβαιότητα με το καθήκον, η
άσπονδη νίκη με τη μακροπρόθεσμη συνθλιβή. Γέλασε νευρικά και «Έλα, καλέ, άσε τα ψυχαναλυτικά… Στο είπα και
πριν, η μαμά μου μ’ έχει ανάγκη, πρώτη φορά στη ζωή της με έχει πραγματικά
ανάγκη, τώρα πια εξαρτάται από μένα. Τι να κάνω; Να την παρατήσω;»
Δεν είπα τίποτε άλλο. Τώρα τα είχα όλα καταλάβει στην εντέλεια.
Pablo Picasso
Έβαλε ενοικιαστήριο δυο μέρες μετά. Ήρθε και πήρε ρούχα σ’ ένα μικρό
σακ βουαγιάζ και πέρασε για ένα καφέ. Ήταν Σαββάτο πρωί, μ’ έπιασε πάνω στην
εβδομαδιάτικη φασίνα. Στην αρχή δεν ήθελε να κάτσει, να μην ενοχλήσει, να μη με
καθυστερήσει απ’ τις δουλειές, είπε, στο τέλος πείστηκε. Είχα καιρό να τη δω ν’
ανάβει τσιγάρο. νόμιζα πως το είχε κόψει εντελώς. Τη ρώτησα τι
σκόπευε να κάνει με τα πράγματά της και είπε πως το είχε κανονίσει, θα τα έβαζε
στην αποθήκη ενός φίλου της για την ώρα και μετά θα έβλεπε. Καταλάβαινα πως το
είχε μετανιώσει αλλά δεν μπορούσε πια να κάνει πίσω. Είχε εγκλωβιστεί στην
υπόσχεσή της. «Πάλι βιάστηκες, Αρετή» είπα.
Πριν φύγει, είπε πως κάτι ξέχασε και ζήτησε ν’ αφήσει το σακ βουγιάζ
και ν’ ανέβει για λίγο επάνω. Άργησε να γυρίσει και ανέβηκα να δω μήπως
χρειάζεται τίποτε. Τη βρήκα μπροστά στην πόρτα. Είχε ακουμπήσει το κορμί της
πάνω στην πόρτα, είχε περάσει τα δάχτυλα του δεξιού χεριού στο μικρό άνοιγμα
ανάμεσα στους δυο κεντρικούς μεντεσέδες και το αριστερό μπράτσο την είχε
αγκαλιάσει γερά. Το μάγουλό της ακουμπούσε πάνω στο ξύλο, μου φάνηκε πως
τη φιλούσε . Είχε ρίξει όλο το βάρος της
πάνω στην πόρτα και λικνιζόταν ελαφρά παρασύροντάς την σ’ ένα ανεπαίσθητο μπρος
πίσω. Το μάγουλό της κολλημένο πάνω της και τα χείλη της σ’ ένα αδιόρατο αλλά
βέβαιο ασπασμό. Ξερόβηξα, τινάχτηκε, γύρισε και με κοίταξε ταραγμένη, είπε πως
ήθελε να δει αν τρίζει, της φάνηκε, είπε πως έτριζε και τη δοκίμαζε. Κλείδωσε
και κατεβήκαμε μαζί. Πήρε μαζί της και μια πλαστική σακκουλίτσα με σκουπίδια.
Την ώρα που σήκωνε το σακ βουγιάζ είπε «ναι». «Τι «ναι», Αρετή; » ρώτησα. Είπε
πως ναι, είχα δίκιο, βιάστηκε, αλλά δεν
άντεχε τα διλήμματα και τις μεγάλες πιέσεις, πως είχε ήδη μετανιώσει αλλά δεν
μπορούσε να κάνει πίσω, έπρεπε να το κάνει και εφόσον έπρεπε θα το έκανε, πως
το είχε υποσχεθεί στη μητέρα της και οι υποσχέσεις δεν παίρνονται πίσω. Είπε
επίσης πως θα ήθελε να κρατήσει το σπίτι
αλλά δεν μπορούσε, δεν θα είχε καθόλου χρόνο να το φροντίζει και δεν θα ήθελε
με τίποτε να το δει να καταρρέει και να πεθαίνει. Είπε «να πεθαίνει» και τόνισε
τη λέξη ιδιαίτερα. Άλλωστε, συνέχισε, αν το κρατούσε, θα ήταν ο νους της
συνέχεια εδώ και αυτό ήταν άδικο για τη μητέρα της. «Στο κάτω-κάτω», είπε, «δική
μου απόφαση ήταν και, όπως όλοι, οφείλω
να αναλάβω το κόστος των επιλογών μου».
Την παρακολουθούσα από το μπαλκόνι να φεύγει. Την είδα να διασχίζει
κάθετα το μικρό μας δρόμο, να πηγαίνει απέναντι, την είδα επίσης που στάθηκε
για λίγο στη μέση του δρόμου, πίσω από μια μεγάλη κηλίδα από λάδι αυτοκινήτου
που γυάλιζε από ψηλά, στάθηκε και κοιτούσε το δρόμο μας, τις άλλες
πολυκατοικίες, το μικρό σούπερ μάρκετ που εξυπηρετούσε τις ξαφνικές ανάγκες μας
ή ήταν η γρήγορη λύση, όταν βαριόμασταν να πάμε στο μεγάλο του εμπορικού
κέντρου, ένα χιλιόμετρο παραπέρα, την είδα να κοιτάει το αυτοκίνητο που ερχόταν
κατά πάνω της, έμοιαζε να θέλει να περάσει απέναντι πριν να τη φτάσει, αλλά
ξαφνικά βράδυνε απελπιστικά το βήμα της,
ακινητοποιήθηκε στη μέση του δρόμου… την είδα να το κοιτάει και να
παραμένει ακίνητη κι αμέριμνη, στον ώμο το σακ βουαγιάζ, στο άλλο χέρι η μικρή
πλαστική σακούλα με τα σκουπίδια. Ένιωσα να μου φεύγει η ζωή από τα πόδια, τι
έκανε… κοκάλωσα στο μπαλκόνι, έκλεισε η φωνή μου, τα χείλη μου έμεναν σφιγμένα,
ήθελα να φωνάξω και δεν μπορούσα, θα τη
χτυπούσε το αυτοκίνητο…
Η αγωνία με κατάπινε και με αδρανοποιούσε. Στο τέλος κατάφερα ν' ανοίξω
το στόμα και τότε το όνομά της ξεχείλισε και έσπασε το φράγμα των δοντιών που
πεισματικά έκλειναν το δρόμο της γλώσσας και κρατούσαν ακίνητα τα χείλη, το
όνομά της, κάλεσμα ζωώδες, ενστικτικό, κραυγή αγριμιού μπροστά στο αρπακτικό
που απειλεί το άλλο αγρίμι, έγινε η φωνή προέκταση των χεριών μου, να τη
σπρώξει δυνατά, να την απομακρύνει από τον κίνδυνο. Ράγισα από την αγωνία,
έγινα αγωνία. Αρετή… Τίποτε άλλο. Αρετή…
Αλλά αυτό που νόμιζα κραυγή ήταν πνιχτός ψίθυρος. Κατέρρεα.
Η Αρετή ωστόσο την κρίσιμη στιγμή ήρεμα πολύ έκανε ένα καθόλου βιαστικό
και πολύ σταθερό βήμα στο πλάι, και απέφυγε το αυτοκίνητο που ήδη την είχε
φτάσει, λίγο ακόμα και θα την ακουμπούσε, ο οδηγός του εκείνη τη στιγμή
αντιλήφθηκε τον κίνδυνο που είχε διατρέξει, θα την είχε χτυπήσει την τρελή
γυναίκα που στεκόταν στη μέση του δρόμου, έβγαλε το κεφάλι του και της πέταξε
μια οργισμένη βρισιά. Έπειτα συνέχισε το δρόμο του και γρήγορα χάθηκε απ’ τα
μάτια μου.
Η Αρετή άνοιξε ήσυχα, λες και δεν είχε τίποτε συμβεί, τον κάδο των
απορριμμάτων που βρισκόταν απέναντι από την είσοδο της πολυκατοικίας μας, έριξε
μέσα τη σακούλα με τα σκουπίδια, έκλεισε το καπάκι αργά και προσεκτικά, ίσιωσε
το σακ βουαγιάζ στον ώμο της κι έπειτα γύρισε προς εμένα, που ακόμα δεν είχα
συνέρθει, σήκωσε το κεφάλι προς το μπαλκόνι μου, σήκωσε και το χέρι και με
χαιρέτησε: «γεια χαρά!», φώναξε με τη δυνατή, καμπανιαστή, αλλά, περιέργως,
ευχάριστη φωνή της, τη φωνή με τον κελαριστό επιτονισμό που στην αρχή μ’ είχε
κάνει να υποψιαστώ καταγωγή από νησί,
και πήρε το δρόμο της.
Αθήνα, Σεπτέμβριος-Νοέμβριος 2001
(νέα επεξεργασία Ιούλιος 2018)