Τους πρώτους
μήνες μετά το θάνατο της μητέρας μου, πήγαινα πολύ τακτικά στο νεκροταφείο,
σχεδόν κάθε μέρα, άλλοτε μεσημέρια κι άλλοτε απογεύματα, ανάλογα με τις
υποχρεώσεις της δουλειάς μου. Καθόμουν
αρκετή ώρα στον τάφο και τον περιποιόμουν, να είναι όμορφος και καθαρός, όπως
ήθελε το σπίτι της εκείνη, που ήταν άριστη νοικοκυρά. Η λογική μου έλεγε πως
εκεί μέσα δεν είναι κανείς αλλά η καρδιά μου πονούσε και έλπιζε. Τι ακριβώς
ήταν αυτή η ελπίδα που διερρήγνυε το αναπόδραστο του θανάτου, γοήτευε την ψυχή
και την αντάριαζε δεν ξέρω πια να το πω. Ο πόνος επηρεάζει τη λογική σκέψη, την
τσαλακώνει, την μαχαιρώνει αδίστακτα και από τις τρύπες τρέχει το αίμα των
ψευδαισθήσεων.
Λίγες μέρες
μετά, ούτε μήνας δεν θα ‘ταν, σε ένα τάφο καμιά τριανταριά μέτρα παραπέρα,
κοντά στη βρύση από όπου έπαιρνα νερό για να φροντίζω τον τάφο της μητέρας μου,
έφεραν έναν άντρα πενήντα πέντε χρόνων, που είχε σκοτωθεί σε αυτοκινητιστικό
δυστύχημα. Η χήρα του περνούσε τη μέρα της εκεί. Στην αρχή έκλαιγε δυνατά κι
έφτανε ο βόγγος της ως εμένα γεμάτος πίκρα και θυμό, λόγια ακατέργαστα όπως
βγαίνουν μέσα από την ψυχή χωρίς ειρμό βουτηγμένα σε διάφορα «γιατί» που απευθύνονται
κατηγορητικά άλλοτε στο νεκρό κι άλλοτε στην τύχη, τη μοίρα ή το Θεό, ανάλογα
τι πιστεύει ο καθείς, κι αν δεν πιστεύει πουθενά και το αντέχει, απευθύνονται
σε ένα ακαθόριστο, ασχημάτιστο τίποτα
που παίρνει τη θέση του ενόχου για την συμφορά. Θρηνούσε, ενώ ταυτόχρονα έκανε
με μεγάλη επιμέλεια το νοικοκυριό του τάφου και όλα τα σχετικά τελετουργικά.
Άναβε το καντήλι, θύμιαζε με ένα μεγάλο πήλινο θυμιατήρι, στόλιζε το μνήμα με
λουλούδια, πότιζε τις γλάστρες με βασιλικά και ορτανσίες και κίτρινες φρέζιες.
Ως και πράγματα αγαπημένα του νεκρού έφερνε και τ’ ακουμπούσε προσεκτικά το ένα δίπλα στο άλλο, σαν στρατιωτάκια, να
τον φυλάνε όταν εκείνη δεν ήταν εκεί. Με τον καιρό ο θρήνος της γινόταν βουβός.
Το πρόσωπό της, που πριν το παραμόρφωνε η ένταση, κόκκινο, πρησμένο, με μια και
μοναδική αφόρητη κόκκινη έκφραση, τώρα αποκτούσε τη φυσική του εκφραστικότητα.
Ίσως μάλιστα επειδή είχε περιοριστεί η
διέξοδος του ήχου, οι εκφράσεις ήταν εντονότερες. Έβλεπα, από εκεί που ήμουν τα
χείλη της να κινούνται συνέχεια σχηματίζοντας λέξεις και τα χέρια της να
συνοδεύουν τον άηχο λόγο με πλατιές, ξεκάθαρες χειρονομίες, που διέκοπταν για
λίγο τις άλλες ενασχολήσεις τους τις σχετικές με την φροντίδα του μνήματος.
Έγκον Σίλε, Γυναίκα που θρηνεί
Ήταν
σαραντάρα, μελαχρινή, σγουρομάλλα, μετρίου αναστήματος και γεματούλα, μάλλον
χοντρή ήταν δηλαδή. Τα μαύρα ρούχα τσίτωναν πάνω στους φαρδιούς γοφούς,
διέγραφαν το λοφίσκο της κοιλιάς, ξεχείλιζαν μέσα από το πουκάμισο τα πληθωρικά
στήθη, ασφυκτιούσαν τα μπράτσα μέσα στα μανίκια. Δυσανασχετούσαν τα πόδια που
σήκωναν όλο αυτό το βάρος, οι κοντές γάμπες και τα στρογγυλά, πεταχτά σφυρά,
που στριμώχνονταν στα χαμηλά, στρογγυλομύτικα
παπούτσια της. Περπατούσε κουρασμένα, σα να κούτσαινε μάλιστα από το
δεξί πόδι κάπως, αλλά αυτό το ελάττωμα έκανε την κίνησή της χαριτωμένη,
αφαιρούσε το βάρος, σε έκανε να ξεχνάς το άτσαλο βήμα που έριχνε συχνά το ένα
πόδι πάνω στ’ άλλο σε κωμικά στραβοπατήματα.
Πρέπει να
περνούσε μεγάλο μέρος της μέρας της στο νεκροταφείο, γιατί κάθε φορά που
πήγαινα, όποτε κι αν ήταν, την έβρισκα εκεί. Τις λίγες φορές που δεν ήταν εκεί
πριν από μένα, ήρθε λίγη ώρα μετά φορτωμένη λουλούδια και κεριά. Μόλις έφτανε, άρχιζε
να ψάχνει ανήσυχη να βρει παπά για τρισάγιο, να εξασφαλίσει πως μόλις θα
ετοίμαζε τα απαραίτητα, ο παπάς θα ερχόταν για να ψάλει τα δέοντα:
«Μετὰ πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων, τὴν ψυχὴν τοῦ δούλου
σου,
Σῶτερ, ἀνάπαυσον, φυλάττων αὐτὴν εἰς τὴν μακαρίαν ζωήν, τὴν παρά σοί,
φιλάνθρωπε».
Δεν αργήσαμε να γνωριστούμε. Αυτή με πλησίασε. «Είδατε κανένα παπά;» με ρώτησε μια μέρα,
«Για τρισάγιο». Τον παπά που είχε στην ευθύνη του το μέρος του νεκροταφείου όπου
είχαμε τους ανθρώπους μας δεν τον είχα δει, αλλά κατάλαβα πως ήταν και λίγο
πρόσχημα το ερώτημα, μάλλον ήθελε λίγη κουβεντούλα. «Έχω τον άντρα μου εδώ» μου
είπε. «Ατύχημα. Τράκαρε με το αυτοκίνητο. 55 χρόνων». Τη συλλυπήθηκα, «εγώ έχω
τη μητέρα μου» είπα. «Αδέρφια δεν έχετε; Σας βλέπω και σας μόνη συνέχεια». Της
είπα ότι ήμουν μοναχοπαίδι κι ότι δεν είχα δική μου οικογένεια. Αναστέναξε.
«Κακό πράγμα η μοναξιά» μου είπε «αλλά μη νομίζετε, κι εγώ που έχω δυο αδέρφια
και τρεις κουνιάδες –ο άντρας μου ήταν μοναχογιός και ο μικρότερος στην
οικογένειά του- μόνη μου το περνάω. Ό,τι κλείσει η πόρτα του καθενός, έτσι
είναι η ζωή». Είχα αρχίσει ήδη να βαριέμαι, σαν να το μετάνιωνα που είχα
επιτρέψει το πλησίασμα. Κούνησα το κεφάλι μου για να σταματήσω το μονόλογο, που
εκείνη θα αποκαλούσε, είμαι σίγουρη, συζήτηση.
Έκτοτε
συναντηθήκαμε μερικές φορές στη βρύση, κάποιες φορές της παραχώρησα τη θέση
μου, άλλες με περίμενε υπομονετικά να γεμίσω τα ποτιστήρια μου. Στο μικρό αυτό χρονικό διάστημα είπαμε τις
πρώτες αναπόφευκτες, βιαστικές καλημέρες. Μια μέρα με πλησίασε δειλά και λίγο
ένοχα, σα να φοβόταν μην με ενοχλήσει, «μήπως μπορείτε να μου δώσετε τον
αναπτήρα σας για ένα λεπτό;» με ρώτησε και συμπλήρωσε λες και έπρεπε οπωσδήποτε
να δικαιολογηθεί «Ξέρετε, ξέχασα να γεμίσω τον Zippo και ξέμεινα». Της είπα «μα τι
λέτε, ευχαρίστως…» και όταν τον έφερε πίσω συστηθήκαμε, την έλεγαν Σόνια, από
ένα ορεινό χωριό της Ανατολικής Μακεδονίας αλλά μεγαλωμένη στην Αθήνα. Από τότε
μαζί με την καλημέρα, λέγαμε και δυο τρεις κουβέντες ακόμη, κοινότοπες και
βαρετές, που συνήθως αφορούσαν την ποιότητα των υπηρεσιών του
νεκροταφείου. Κι αυτό πολύ ήταν, δεν
είχα όρεξη για πολλές κουβέντες. Όταν ήμουν εκεί, δεν ήθελα τίποτε και κανείς
να διακόπτει τις σκέψεις μου και τον σιωπηλό διάλογο με τη μητέρα μου. Ακόμα
και οι δεκαοχτούρες που έσκιζαν την ησυχία του νεκροταφείου με την βαρετή
επαναληπτικότητα του κρωξίματος με εκνεύριζαν.
Με το πέρασμα του
χρόνου, αραίωσα τις επισκέψεις στο νεκροταφείο, πήγαινα σχεδόν αποκλειστικά τις
Κυριακές το πρωί. Οι εντάσεις είχαν καταπέσει, είχα αρχίσει πια να αποδέχομαι
την απουσία. Αυτό με τρόμαζε κάπως, μου φαινόταν σαν προδοσία, αλλά συνέβαινε
και δεν μπορούσα να το σταματήσω. Μάθαινα να ζω
χωρίς να την φροντίζω και άφηνα την αγάπη και το χρόνο που της ανήκαν να
μεταφέρεται σε άλλα πρόσωπα και δραστηριότητες, γλυκά και κατευναστικά.
Θεραπευτικά.
Συνεχίσαμε να
ανταλλάσσουμε τις κουβεντούλες μας με τη Σόνια και με το χρόνο αφήναμε να
παρεισφρήσουν και μερικά πράγματα πιο προσωπικά, κάποιες αναμνήσεις, κάποιες
σκέψεις. Πιο πολύ από τη μεριά της, ανοιγόταν πιο εύκολα από μένα. Οι
συναντήσεις μας με τη Σόνια είχαν χάσει πια τον χαρακτήρα της βαρετής και
υποχρεωτικής κοινωνικότητας και μου είχαν γίνει μια ευχάριστη συνήθεια. Ήταν
φλύαρη με κοινότοπες αντιλήψεις, λίγο αδιάκριτη –για την ακρίβεια δεν είχε καλή
αίσθηση των ορίων και οι ερωτήσεις της καμιά φορά έμπαιναν σε πολύ προσωπικά
θέματα που δεν τα συζητάς εύκολα και ειδικά με ανθρώπους που βρίσκεσαι σε
τέτοιου είδους σχέση. Ή μήπως κάνω λάθος; Καμιά φορά είναι πιο εύκολο να λες
πολύ δικά σου πράγματα σε ξένο άνθρωπο, δεν τον λογιάζεις σαν συνομιλητή, είναι
μοναχά ένα αυτί πρόθυμο να σ’ακούσει; Εγωιστικό; Μπορεί, μα έτσι είναι. Πάντως
εκείνη ήταν πιο εξομολογητική, έτοιμη να
πει πράγματα για τη ζωή της και τη ζωή τους. Καμιά φορά άναβε τσιγάρο, το
φύτευε μέσα στα σαρκώδη κόκκινα χείλη της, ρουφούσε με λαχτάρα μια μεγάλη
ρουφηξιά, την έβγαζε από τα ρουθούνια της σε δόσεις και ξεκίναγε μια ιστορία
χωρίς αφόρμηση, λες και είχε προετοιμαστεί στο σπίτι να πει ακριβώς αυτά.
«Νοικοκύρης
ήτανε, δουλευταράς αλλά παιδιά δεν κάναμε. Αυτός έφταιγε. Εγώ είχα πάει σε
πολλούς γιατρούς. Όλοι με είχαν βρει εντάξει. Ο Σωτήρης δεν πήγαινε να κοιταχτεί.
Φοβότανε ν’ακούσει την αλήθεια, πως ήταν στείρος. Και να πεις που στην εποχή
μας δεν έχει τρόπους, φάρμακα, θεραπείες, εξωσωματικές… Τίποτα. Αγύριστο
κεφάλι, κορίτσι μου. Εγώ δούλευα σε ένα μαγαζί στον Κορυδαλλό, πουλάγαμε
υφάσματα. Ήμουν πολύ καλή πωλήτρια. Το αφεντικό με εμπιστευότανε, μέχρι και τα
κλειδιά μου είχε δώσει. Μ’άρεσε η
δουλειά. Κόσμος έμπαινε, κόσμος έβγαινε, κουβέντες, πλάκες με τις άλλες
κοπέλες, με τα γειτονικά μαγαζιά. Όταν παντρευτήκαμε μου το ξέκοψε, θα μείνεις
σπίτι, να μεγαλώσεις τα παιδιά μας, ποια παιδιά μας; Τέλος πάντων.
Παλιομοδίτης. Πού τον βρήκα; Εγώ ήμουν αλλέγρος
τύπος. Τι να πεις; Μήπως μόνο εκείνος
φταίει; Εγώ γιατί δεν έλεγα τίποτα; Αφού δεν μ’άρεσε γιατί δεν έφευγα;»
Τα παιδιά ήταν
ο καημός της. Πολύ συχνά γύριζε την κουβέντα στο θέμα, σαν να την ανακούφιζε να
μιλάει γι’ αυτό, πόσο λαχταρούσε παιδιά
και πόσο δυστυχισμένη ήταν που δεν είχε και με κοίταξε με καχύποπτη έκπληξη
όταν της είπα ότι εγώ δεν είχα ποτέ θελήσει να κάνω παιδί, σαν να μην το
πίστεψε, σαν να την τρόμαζε αυτό, σαν να με έβγαζε από τον κόσμο των
φυσιολογικών ανθρώπων και με τοποθετούσε σε ένα απάνθρωπο και σκοτεινό σύμπαν
εγωισμού και θανάτου. Κι εμένα όμως με εκνεύριζε η εμμονή της.
Διακόσμηση ερυθρόμορφου αγγείου 4ου αι. π.Χ.
Όλ’ αυτά
λέγονταν άλλοτε στο πόδι κι άλλοτε καθόμασταν στο παγκάκι κοντά στον τάφο του
άντρα της. Όταν καθόμασταν εκεί, κατέβαζε τη φωνή της, λες και θα μπορούσε ο
άντρας της να την ακούσει και πιθανώς να την μαλώσει. Το περίεργο ήταν ότι ποτέ
δεν σκεφτήκαμε να βγούμε για ένα καφέ, να ανταλλάξουμε τα τηλέφωνά μας, όλα έμεναν
μέσα στον κλειστό, σιωπηλό κόσμο του νεκροταφείου.
Μου είχε δώσει
την εντύπωση πως με τον άντρα της ήταν ένα ζευγάρι που δεν το ένωνε μεγάλη
αγάπη ούτε βαθιά σχέση είχαν οι δυο σύζυγοι μεταξύ τους, μάλλον ένα ήσυχο,
βαρετό βόλεμα, που το αποζητούσαν στην πραγματικότητα και οι δύο. Δεν ήταν ευχαριστημένη από τη ζωή της μαζί
του, από την ποιότητα της σχέσης τους, αλλά δεν ήξερε να ζητήσει κάτι άλλο. Δεν
είχα καταλάβει πόσο τα συνειδητοποιούσε όλ’ αυτά. Μερικές φορές με μπέρδευε,
μιλούσε για τον άντρα της με λατρεία κι άλλες πάλι με μια πικρή αδιαφορία.
Ένιωθα πως κάτι δεν ήθελε να πει. Ίσως ούτε καν να το σχημάτιζε στο νου της με
διαύγεια την κατάσταση και το αποτύπωμά της στην ψυχή της. Πάντως είχε δηλώσει
ξεκάθαρα πως δεν ήθελε να ζήσει φλογερά
πάθη, κορόιδευε τις τηλεοπτικές σειρές με τους μεγάλους έρωτες και τις
πληθωρικές εκφράσεις των συναισθημάτων, δεν την ενδιέφερε η μεγάλη ζωή. Μιλούσε
συχνά για την ανάγκη της να βρει μια δουλειά, να συμπληρώνει την σύνταξη από τον άντρα της αλλά κυρίως να
βγαίνει λίγο από το σπίτι, να νιώσει ανεξάρτητη. Όμως έμενε στα λόγια, σα να
φοβόταν.
Οι γυναίκες
σαν την Σόνια με εκνευρίζουν. Είναι τυλιγμένες σε μια γλιτσερή ψευτιά που την
έχουν κάνει δεύτερο πετσί τους, όλο υποκρισία, επιτήδευση και εξοργιστική φιλαυτία.
Πάντα έχουν δίκιο, πάντα θεωρούν ότι είναι αδικημένες, πάντα καταφέρνουν να
περνάει το δικό τους με άθλιους τρόπους κι άδικους, πάντα εφευρίσκουν εχθρούς
και ξεσηκώνουν πόλεμο μέχρι την εξόντωσή τους –αν και μερικές φορές
εξοντώνονται οι ίδιες. Η Σόνια, όμως,
δεν ήταν ακριβώς έτσι, μολονότι είχε και πολλά στοιχεία από την μικροαστή
γυναικούλα που αντιπαθώ. Ήταν ένα παράξενο κράμα που ισορροπούσε ωραία πάνω
στην κόψη της δυνητικής. Αν ήταν λίγο τολμηρότερη, θα είχε κάνει το βήμα προς
ένα άλλο κόσμο, όπου βέβαια θα είχε να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες και τις
αβεβαιότητες της ελευθερίας. Γιατί ήταν έξυπνη αλλά ήταν δειλή επίσης. Την
κυριαρχούσε η συνήθεια και το βλέμμα των άλλων. Αυτό το τελευταίο το ‘ξερε, δεν
της άρεσε αλλά ήταν μέρος του εαυτού της και δεν μπορούσε να το πολεμήσει. Οι
περιγραφές της για όσα της συνέβαιναν ήταν χυμώδεις, οι σκέψεις που της
προκαλούσαν, όμως, σχεδόν αφελείς, ίσως γοητευτικά
αφελείς, με μια υπολανθάνουσα πικρή πονηριά. Ήταν στιγμές που με διασκέδαζε και
αυτό μου δημιουργούσε μια κάποια ενοχή.
Το περίεργο
ήταν πως η Σόνια είχε αρχίσει να με απασχολεί και έξω από την πόρτα του
νεκροταφείου. Σκεφτόμουν τις κουβέντες μας και μια δυο φορές έπιασα τον εαυτό
μου να προσπαθεί να βρει λύση στα προβλήματα που μου ανέφερε. Ιδίως από την
στιγμή που ξεκίναγε η προετοιμασία για να πάω στο νεκροταφείο, η Σόνια ερχόταν
στο μυαλό μου πολύ, πολύ καθαρά, είχε γίνει μέρος της διαδικασίας, του
τελετουργικού της επίσκεψης. Ήξερα πως από κάπου θα ξεφυτρώσει μπροστά μου, θα
με χαιρετίσει κι έπειτα πατώντας πότε στο ένα πότε στο άλλο πόδι, τινάζοντας
κάποιο σκουπιδάκι ή μια πευκοβελόνα από τα μαύρα ρούχα της, θα μου πιάσει για
λίγη ώρα την κουβέντα. Πολλές φορές μάλιστα, όταν πηγαίναμε και καθόμασταν στο παγκάκι κοντά
στον τάφο του άντρα της για να τα πούμε, εκείνη κάπνιζε το τσιγάρο της, έπαιζε
με τα παπούτσια της που τα ‘βαζε και τα ‘βγαζε
ασταμάτητα κι όταν αποξεχνιόταν μέσα στο κλίμα οικειότητας και έπεφταν
οι τελευταίες αντιστάσεις, καθώς μου μιλούσε με άγγιζε πότε στον ώμο και πότε στα γόνατα. Με
ενοχλούσε λίγο αλλά δεν έλεγα τίποτε, ένιωθα πως δεν είχε κακή πρόθεση αυτή η
χειρονομία. Μου μιλούσε πολύ για τον άντρα της και τις κουνιάδες της –«τις
είδες να ‘ρθουν μια φορά στον τάφο του αδερφού τους; Όταν όμως έγινε η μοιρασιά
της περιουσίας των γονιών τους, μήνες τον καλόπιαναν για να πάρουν τα
καλύτερα…» αναστέναζε. Είχε μια εμμονή με τα οικονομικά, παρόλο που, απ’ τα
λεγόμενά της τουλάχιστον, δεν είχε ιδιαίτερα προβλήματα –μικρή η σύνταξη από
τον άντρα της, αλλά υπήρχε και ένα ενοίκιο από ένα μαγαζί στον Πειραιά- ωστόσο,
πάλι από κάτι μισόλογα, είχα καταλάβει πως εξοφλούσε ένα δάνειο αρκετά μεγάλο κι
αυτό την άγχωνε πολύ.
Ένα
κυριακάτικο μεσημέρι του χειμώνα, έφτασα κάπως αργότερα από το συνηθισμένο στο
νεκροταφείο. Ο ουρανός ήταν γεμάτος βαριά, μολυβένια σύννεφα, ταξίδευαν αργά,
έπεφταν το ένα πάνω στ’ άλλο, μεγάλωναν, απλώνονταν, γίνονταν συμπαγή,
αδιαπέραστα και απειλητικά. Σε λίγο θ’ άρχιζε να βρέχει. Ίσα που προλάβαινα να
ανάψω το καντήλι, να σκουπίσω τα χαλικάκια της επιφάνειας για να φύγουν φύλλα
και πευκοβελόνες, να κάτσω μετά για λίγο
στην άκρη του τάφου να κοιτάξω τη φωτογραφία της νεκρής μητέρας μου, να της πω
νοερά τα νέα της εβδομάδας κι έπειτα, αναστενάζοντας, να φύγω, ρίχνοντας πίσω
μου γρήγορες, πλάγιες ματιές, σαν να φοβόμουν πως τη στενοχώρησα με την σύντομη
επίσκεψη. Α, ό,τι κι αν λέει το μυαλό, η καρδιά έχει άλλους δρόμους.
Την είδα να
‘ρχεται αλαφιασμένη.
Δεν πήγε στον τάφο του άντρα της, ήρθε κατ’
ευθείαν σε μένα. Φορούσε μαύρα στραβοπατημένα μποτάκια, παλιά, που την
δυσκόλευαν μάλλον στο περπάτημα, σε κάθε βήμα φαινόταν έτοιμη να μπουρδουκλώσει
τα πόδια της και να πέσει κάτω. Είχε κουμπώσει στραβά το παλτό της και είχε
φορέσει πολύ πρόχειρα ένα μπλε σκούρο μαντήλι με μπεζ νταντέλα γύρω από το
λαιμό της –πρώτη φορά φορούσε άλλο χρώμα από μαύρο και πρώτη φορά την έβλεπα
τόσο ατημέλητη. Μόλις με είδε, άπλωσε τα χέρια της προς εμένα και μου φάνηκε
πως γύρευε βοήθεια, σαν αγριοπούλι με σπασμένη φτερούγα μου φάνηκε που γύρευε
βοήθεια.
-Τι σου
συμβαίνει; της είπα, ενώ μάζευα βιαστικά τα φυτίλια και το μπουκάλι με το λάδι
του καντηλιού, γιατί η βροχή πλησίαζε πια επικίνδυνα.
-Τι έχω; Τι
έχω; μου είπε με φωνή πιο δυνατή από τη συνηθισμένη, φαινόταν όχι απλώς
νευριασμένη, φαινόταν έξαλλη. Το δεξί της μάτι πετάριζε, μιλούσε κι έγλειφε τα
χείλη της σαν να διψούσε. Τι έχω; είπε για τρίτη φορά και πριν προλάβει να
ολοκληρώσει ακούστηκαν δυο συνεχόμενες δυνατές αστραπές, μαύρισε τελείως ο
ουρανός και άρχισε να βρέχει. Χοντρές σταγόνες έπεφταν με αυξανόμενη βιαιότητα
στη γη, έφτιαχναν ρυάκια πάνω στο σκασμένο μπετόν των μονοπατιών ανάμεσα στους
τάφους, παρέσυραν φύλλα και κλαδάκια, ο ήχος ήταν τόσο δυνατός που σκέπαζε τις
φωνές μας.
Η Σόνια με
άρπαξε από το χέρι και με υποχρέωσε να τρέξουμε μέχρι ένα μεγάλο οικογενειακό
τάφο λίγα μέτρα πέρα από τον τάφο της μητέρας μου που έμοιαζε με αρχαίο ναό.
Δυο κολώνες μπροστά του στήριζαν ένα πλατύ στέγαστρο, όχι πολύ ικανό να μας
προστατέψει αλλά πάντως κάτι έκανε. Καθίσαμε σε δυο χαμηλά σμιλεμένα κομμάτια
μάρμαρο που έμοιαζαν με καθίσματα εκατέρωθεν της εισόδου του μνημείου –τι
υπερφίαλη κατασκευή, ακαλαίσθητη, εγωιστική, προσβλητική για την απλότητα και
την ισότητα του θανάτου, τραγική, αλλά χρήσιμη εκείνη τη στιγμή. Την άκουγα με
δυσκολία, τη Σόνια. Πιο πολύ έβλεπα τα
λόγια της.
-Ήρθε η τσούλα
του το πρωί, είπε.
(Ίνγκριτ Β. Γουέλς από
https://www.huffingtonpost.com/entry/angry-women-art-show_us_58825a9de4b070d8cad240dc)
Πρέπει να έδειξα έκπληξη γιατί με ρώτησε: τι έπαθες; Δεν σου
πέρναγε από το μυαλό με όσα έλεγα τόσον καιρό, ε; Έντεκα χρόνια παντρεμένοι,
ξεκίνησε τις περιπέτειες από τον τρίτο μήνα, μετά από ένα χρόνο είχα χάσει το
λογαριασμό, αλλά τα τελευταία χρόνια είχε και τη μόνιμη, δηλαδή είχε ένα σωρό
γκόμενες και μια μόνιμη, ακούς; Τι σε
νοιάζει, μου ‘λεγε, σου λείπει κάτι; Ναι, ρε, ήθελα να του πω, μου λείπει… μου λείπει,
η χαρά μου λείπει. Και η αξιοπρέπεια. Το ‘ξεραν όλοι και γέλαγαν μαζί μου.
Ξέρεις τι «την καημένη» έχω ακούσει εγώ πίσω από την πλάτη μου; Δεν μ’ ένοιαζε που
ξενοπήδαγε, δηλαδή στην αρχή έλιωνα, αλλά μετά το πήρα απόφαση, ή θα ‘βρισκα το
κουράγιο να τον παρατήσω ή να σκάσω και να το καταπιώ χωρίς άχνα, αλλά εκείνο
το «καημένη» και το «καομοίρα» ακόμα πιο πολύ, μου χτύπαγε στα νεύρα, με διέλυε.
Ήταν ξεφτίλα, πώς να το πω;
Μήνα το μήνα τα πράγματα χειροτέρευαν. Και να
πεις… δεκατρία χρόνια μικρότερη ήμουνα και κοκέτα και νοστιμούλα αλλά αφέθηκα.
Δεν μ’ ένοιαζε τίποτε. Έτρωγα πολύ, έπαψα να προσέχω το ντύσιμό μου… Τότε, τότε που άρχισε με δαύτηνα… μια τσούλα.
Μ’ έπαιρνε τηλέφωνο και με κορόιδευε… Η τσούλα…
Έγινα μια ασήμαντη, μια γυναικούλα… πονούσα, πονούσα για τη ζωή που
έκανα, πονούσα που δεν τον αγαπούσα πια, που δεν ήθελα ούτε να τον βλέπω. Τον σιχαινόμουνα. Οι προσβολές
του δεν με πείραζαν, με πείραζε η ερημιά και που δεν ήξερα τι να κάνω. Ήμουνα
δειλή και έλεγα ψέματα στον εαυτό μου πως δεν ήξερα τι να κάνω. Μια χαρά ήξερα
αλλά φοβόμουνα. Δηλαδ΄όχι μόνο φοβόμουνα, αλλά να… κι άλλα πράγματα, δεν ήθελα
να χάσω το σπίτι, τις ανέσεις, το όνομα….
Μια μέρα
συνάντησα τον παλιό γιατρό μας –τον αλλάξαμε όταν φύγαμε από την Αμφιθέα και
πήραμε το σπίτι στη Βούλα –έβγαζε πολλά ο μαλάκας και τα σκόρπαγε, πήραμε
μεζονέτα με δάνειο, τώρα θα την πάρει πίσω η τράπεζα, αλλά χέστηκα, ακούς;
Χέστηκα… Έφαγα τη ζωή μου για δαύτο το σπίτι, για να μου μείνει… Τι σού ‘λεγα,
α, ναι, είδα τον παλιό γιατρό μας. Τον συμπαθούσα, το γιατρό λέω, τον
συμπαθούσα, ήταν καλός γιατρός και πρόθυμος, «καλημέρα, γιατρέ μου», του λέω.
Με κοίταξε σαν να μη με αναγνώριζε πέντε χρόνια πελάτισσά του. «Η Σόνια η
Βεργοπούλου είμαι, του λέω, με θυμάστε…;». Κατάλαβα πως ένιωσε άσχημα, «αχ,
αλλάξατε πολύ, μου λέει, τα μαλλιά σας… «, τι να ‘λεγε ο άνθρωπος, πως
πνιγόμουν στο λίπος και δεν είχα πάει κομμωτήριο πάνω από έξι μήνες…; Τότε για
πρώτη φορά το σκέφτηκα, όπως είχα γίνει, σα ‘να χα ξεθωριάσει, ρε κορίτσι μου,
σαν να μην υπήρχα, ένα πλάσμα χωρίς σχήμα, χωρίς… χωρίς… να, ρε παιδί μου, χωρίς μυρωδιά, δεν… δεν… θέλω να πω μια καμία ήμουνα, μια καημένη, μια
κακομοίρα, αυτό ήμουνα γαμώ το μου… τότε το σκέφτηκα. Έβλεπα το γιατρό να
απομακρύνεται, να τον έβλεπες πώς με είχε κοιτάξει… σαν να ήμουν από γυαλί και
πίσω μου αχνοφαινόταν κάπως η ανάμνηση αυτού που ήμουνα, με είχε κοιτάξει σαν
μια καημένη… τότε είπα μέσα μου, θα τον σκοτώσω. Μόνο έτσι θα ησύχαζα, όχι να
φύγω και να τον αφήσω ήσυχο, όχι, ήθελα να τον σκοτώσω, να τον εξαφανίσω απ’
τον κόσμο, να τον δω να πεθαίνει, ζούσα για την στιγμή που θα πέθαινε, που θα
τον κοιτούσα στα μάτια για να βεβαιωθώ ότι καταλαβαίνει πως πεθαίνει και πως
εγώ τον σκοτώνω. Κι έπειτα θα τα
πουλούσα όλα, όλα, όλα δικά μου θα ‘τανε, θα τα πουλούσα, θα άνοιγα μια δική
μου δουλειά, ίσως να πήγαινα να σπουδάσω αισθητική που πάντα το ‘θελα και να
άνοιγα ένα ινστιτούτο, δικό μου, και θα αδυνάτιζα και θα ντυνόμουν όμορφα, και
θα παντρευόμουν ξανά και θα ‘κανα, δυο, τρία παιδιά, τέσσερα παιδιά, πολλά
παιδιά… Θα ροκάνιζα τα λεφτά του, τα
λεφτά από τη μεζονέτα του, με τα παιδιά μου, τα παιδιά ενός άλλου…
Και τότε ήρθε
το ατύχημα… σκοτώθηκε σε ατύχημα, καταλαβαίνεις; Σκοτώθηκε μόνος του, είχε πιει
τον άμπακο και στουκάρισε το αυτοκίνητο σε μια κολώνα κι ήταν κι η τσούλα του
μέσα, αυτή έσπασε το πόδι τη και κάτι μικροτραύματα, αυτός έμεινε στον τόπο…
Γι’ αυτό έρχομαι κάθε μέρα στο νεκροταφείο, τον αναθεματίζω, δεν τον κλαίω. Τον
αναθεματίζω που μου στέρησε τη μοναδική χαρά, μου στέρησε την ευκαιρία να τον
σκοτώσω, α, έπρεπε, να είχα βρει το κουράγιο να το κάνω νωρίτερα, αλλά, να, με
φάγανε οι συμβολισμοί, στην επέτειο του γάμου μας ήθελα να το κάνω, στην επέτειο,
και πήγε και σκοτώθηκε τρεις μήνες πριν…
κι ήρθε τώρα η τσούλα του, είχε το θράσος να μου χτυπήσει την πόρτα και να....
Σχεδόν
σταμάτησα να την ακούω. Αυτό που μου εξομολογήθηκε, ξεπέρναγε κατά πολύ την
φαντασία μου, είχα μείνει άναυδη. Έκλαιγε, υπόφερε και συνέχιζε να μου μιλά για
ώρα, μέχρι που κόπασε η βροχή και ένα δειλό φως χύθηκε από τον ουρανό,
τυλίγοντας μαλακά τη σιωπή του νεκροταφείου. Ένα αυτοκίνητο με δυο εργάτες
φάνηκε από ένα δρομάκι, έρχονταν να πάρουν μέτρα για το μάρμαρο ενός νιόσκαφτου
τάφου.
Oι
άνθρωποι καταφέρνουν ακόμα να με εκπλήττουν.
Σεπτέμβριος
2018