STEFAN PFUERTNER (https://pixels.com/featured/dark-landscape-stefan-pfuertner.html)
Τον ‘βλέπαν οι άνθρωποι από μακριά και τον φοβόντουσαν, άλλαζαν δρόμο. κι αν τύχαινε να πρέπει να περάσουν από κοντά του, κατέβαζαν το κεφάλι κι έκαναν πως δεν τον έβλεπαν, τάχα βυθισμένοι στις σκέψεις τους, σε μια στενοχώρια που τους απασχολούσε πολύ. Σπάνια κάποιος περαστικός του πέταγε μια βιαστική καλημέρα και δεν περίμενε να ακούσει την απάντηση -τον πρώτο καιρό μια καλημέρα όλο ευγνωμοσύνη η απάντηση έπειτα, σιγά-σιγά όλο και πιο θυμωμένη, μέχρι που έγιναν κάρβουνα αναμμένα οι καλημέρες του, τις πέταγε με σαρκασμό και αηδία, κι έμοιαζαν με κατάρες πιο πολύ οι καλημέρες του. Τον ενοχλούσε πια ο οίκτος των ανθρώπων, τον ενοχλούσε αυτός ο θολός όλο άγνοια και υποκρισία οίκτος των ανθρώπων.
Ήταν κι εκείνη η μυρωδιά -ανυπόφορη. Κι ούτε που μπορούσε να πει κανείς αν βρώμαγε αυτός πιο πολύ ή οι σβουνιές που μέσα τους είχε φωλιάσει. Τα λυτά μαλλιά του έφταναν σχεδόν ως τα γόνατα. Οι λερές τρίχες κολημμένες σφιχτά η μια πάνω στην άλλη έφτιαναν λιγοστές συμπαγείς τούφες που κρέμονταν σαν σαπισμένα φίδια απ’ το κρανίο του. Τα μάγουλα βαθουλωμένα από τη νηστεία, αποστεωμένο το σώμα, ανύπαρκτο, τα μακριά πληγιασμένα πόδια το σήκωναν με δυσκολία μα αυτός επέμενε να στέκει όρθιος τις πιο πολλές ώρες της μέρας. Όταν καθόταν όμως, και τέντωνε το ξεραμένο δέρμα πάνω στις αρθρώσεις, φαίνονταν οι βαθιές πληγές και το πύο που έτρεχε βασανιστικά απ’ τα πρησμένα κι όλο φουσκάλες δάχτυλα των ποδιών, τις σκισμένες φτέρνες. H φωνή του είχε αλλάξει. Κάποτε ήταν βαθιά κι ευχάριστη, τον άκουγαν οι δικοί του συχνά να τραγουδά, να τραγουδά ευτυχισμένος -κάπως φάλτσα ίσως αλλά σκόρπιζε γύρω το τραγούδι του χρώματα και προσευχές. Τώρα ή φωνή του ακουγόταν σαν κρωξιά κοράκου, πέθαιναν στο λαρύγγι οι ήχοι και βγαίναν τυραγνισμένα κακιωμένα φαντάσματα. Μόνο αργά τη νύχτα -όμως σε τούτο ποιος να ‘ναι ο μάρτυρας;- αργά τη νύχτα, καμιά φορά, αν ήταν ξαστεριά ή το φεγγάρι ολόγιομο και ξύπναγαν βαθιά ξεχασμένες μνήμες μιας άλλης εποχής, τότε που ήταν ευτυχισμένος και άτρωτος, έβγαινε, με δυσκολία αλλά γλυκό, ένα τραγούδι του γάμου, μα πριν τελειώσει το σκέπαζε με γέλιο μαύρο και σαλιωμένο, όλο σιχασιά και θυμό.
Επέμενε να στέκει όρθιος τις πιο πολλές ώρες της μέρας και τη νύχτα ακόμα καμιά φορά. Όχι ακίνητος, όρθιος όμως. Το βλέμμα ανυπότακτο κοίταζε μια ίσια μπροστά σαν κουνάβι μοχθηρό και μια το κεφάλι γύριζε προς τον ουρανό, τα μάτια μίκραιναν, γίνονταν δυο σχισμές μαύρες, στεγνές σαν τρύπες επικίνδυνες, να βγει από μέσα τους η κόλαση, κι από το λιγοστό το άνοιγμα πεταγόταν ένα άλλο βλέμμα ενθουσιαστικό και του θριάμβου.
Περνούσαν τα χρόνια. Λέγαν οι άνθρωποι γι’ αυτόν σπουδαίες ιστορίες -μιλούσαν για πλούτη και ευτυχία ανείπωτη, κάποτε, παλιά, σε ένα άλλο καιρό• είναι καλοί στα παραμύθια οι άνθρωποι. Και κάθε φορά που τέλειωναν μια ιστορία για τον γέροντα στις σβουνιές, έφτυναν τρομαγμένοι τον κόρφο τους κι εύχονταν κανείς να μην έχει την τύχη του, που τα ‘χασε όλα σε μια νύχτα. Δεν έλεγαν πια «δυστυχία» αλλά το όνομά του. Σιγά-σιγά ξέχασαν τον άνθρωπο κι έλεγαν μόνο τις ιστορίες του και το όνομά του σαν ξόρκι ενάντια στο κακό.
Αυτός ήταν εκεί πάντα, στη φωλιά του από σβουνιές, γεμάτος τρύπες στο σώμα και την ψυχή, αποφασισμένος. Άπλωνε κάθε πρωί ένας αετός τα φτερά του από πάνω του, βύθιζε το βλέμμα του το όρνεο στο βλέμμα του ανθρώπου και τον ρωτούσε: «ακόμα;» κι ο άνθρωπος συγκατάνευε με σκοτεινή απόφαση και πείσμα θανατερό «ακόμα».
Στο τέλος βαρέθηκε ο Θεός τούτο το παιχνίδι και του φανερώθηκε ένα ξημέρωμα λίγο λιγότερος για να τον αντέξει ο άνθρωπος. «Ακόμα;» ρώτησε. «Ακόμα» είπε με χαμόγελο ο γέροντας.
Φαρμακερή και άσειστη πίστη.
Αλλά ο Θεός αποχώρησε με ένα μαραμένο χαμόγελο.
Δεν άλλαξε τίποτε.
Μάρτιος - Απρίλιος 20202