Ήθελε να πάρει την άδειά της νωρίτερα φέτος. Απ’ τον Ιούνιο αν ήταν
δυνατόν και όλες μαζί τις μέρες που δικαιούταν, να τις πάρει μονοκοπανιά όλες
τις μέρες. Δεν μπόρεσε. Κάτι δικά της απρόβλεπτα από τη μια, κάτι προβλήματα υγείας μερικών
συναδέλφων, από την άλλη, ανέτρεψαν τα σχέδιά της. Στο σχεδιασμό των αδειών της
βγήκαν είκοσι μέρες, τέλος Ιουλίου με αρχές Αυγούστου. Τις τελευταίες μέρες
πριν να ξεκινήσει η άδειά της αγκομαχούσε. Προσπαθούσε να μην το δείχνει αλλά ερχόταν
με κόπο στο γραφείο, έκανε τη δουλειά της με συνέπεια αλλά χωρίς κέφι.
Ασφυκτιούσε. Οι συναδέλφισσές της, η Βέρα και η Ελένη κυρίως, αλλά και η Μαρία,
που ήταν περισσότερο απόμακρη, είχαν ανησυχήσει. προσπάθησαν να
μάθουν τι της συμβαίνει, μήπως μπορούσαν να βοηθήσουν. Είπε πως δεν έχει τίποτε
συγκεκριμένο, μια ακεφιά, ίσως να είναι και ορμονικό, δικαιολογήθηκε. Κι
αλήθεια έλεγε δηλαδή. Δεν υπήρχε κάτι συγκεκριμένο που να της δημιουργεί αυτή
τη βαρυθυμία, όμως ένιωθε πως έμπαινε σε
ένα τούνελ και πήγαινε και διέξοδος δεν υπήρχε. Μόνο αν γκρέμιζε τους τοίχους
αλλά οι τοίχοι ήταν γεροί κι αυτή είχε μόνο τα χέρια της.
Δεν της άρεσε σχεδόν τίποτε γύρω της. Η παρατημένη πόλη, βρώμικη και
πνιγερή, οι δρόμοι, μπλοκαρισμένοι από αυτοκίνητα, ο ορίζοντας, που μίκραινε
συνεχώς, ο αέρας, που μύριζε καμένο λάστιχο, η ανασφάλεια, ο φόβος.
και η βία, η βία που μεγάλωνε ολοένα. Όχι η εγκληματικότητα –ληστείες, φόνοι
και τα τέτοια. Πράγματα φανερά δηλαδή. Η βία. Η υπόγεια, σκοτεινή βία στις
σχέσεις των ανθρώπων. Όταν οδηγούν, όταν στέκονται στις ουρές, όταν
μαγειρεύουν, όταν νανουρίζουν τα μωρά, όταν μιλούν μεταξύ τους για τα
καθημερινά, όταν εξαπολύουν άσκεφτα κατηγορίες ο ένας στον άλλον, όταν δεν
ανέχονται ο ένας τον άλλον, η βία ακόμα κι όταν αγαπούν.
Την πίεζαν οι συναδέλφισσες στο γραφείο να μιλήσει αλλά πώς να τα πει όλ’
αυτά; Ούτε τα λόγια δεν εύρισκε καλά-καλά, άρχισε να προσποιείται που τάχα έχει
πολλά έγγραφα να διεκπεραιώσει, πολλούς φακέλους να επεξεργαστεί, απέφευγε τις
πολλές κουβέντες μαζί τους. Εκείνες κατάλαβαν και διακριτικά έκαναν στην άκρη.
Μόνο η Μαρία, η πιο απόμακρη από τις τρεις, πήγε ένα μεσημέρι κοντά της,
ακούμπησε τρυφερά το χέρι στον ώμο της
και της είπε: «εγώ γιατί νομίζεις κρύβομαι μέσα στον υπολογιστή μου;» Κι έφυγε
γρήγορα, πριν να προλάβει η Βασιλική –α, ξέχασα, Βασιλική τη λένε- πριν να
προλάβει η Βασιλική να απαντήσει.
Πιο πολύ απ’ όλους ανησυχούσε η αδελφή της. «Μήπως σκέφτεσαι ακόμα το
Σταύρο;». Γέλασε εκείνη. « Μετά από τόσους μήνες;» της απάντησε. Τον είχε
χωρίσει σχεδόν με χαρά, κι αν αυτό φαίνεται υπερβολικό, που δεν είναι ωστόσο,
πάντως σίγουρα τον είχε χωρίσει με ανακούφιση. Η Βούλα το ήξερε, της το είχε
εξηγήσει με επιμέλεια. Πάντως αναπαύτηκε λίγο με τη στέρεη λογική της αδελφής
της που ζητούσε απτές εξηγήσεις, λογικές και σίγουρες, απλές, για όσα
συνέβαιναν γύρω της. Η Βούλα την έκανε να νιώθει ασφαλής.
Η Βασιλική πλησίαζε τα σαράντα, αλλά έμοιαζε πολύ νεότερη κι αν εξαιρέσεις αυτήν την περίοδο, σ’ όλη της τη ζωή ήταν άνθρωπος με πολλά ενδιαφέροντα, όλο ζωντάνια και κίνηση. Αγαπούσε τα λουλούδια, περπατούσε πολύ, ενδιαφερόταν για τους άστεγους και τους μετανάστες. Ασχολιόταν με την πολιτική. Ενεργά, όχι με την κριτική του καναπέ. Με συνέπεια, όχι με μια ψήφο διαμαρτυρίας κάθε δύο ή τρία χρόνια –τέσσερα δεν πήγαμε ποτέ σχεδόν μετά την μεταπολίτευση. Δεν ήταν ενταγμένη κάπου συγκεκριμένα, αλλά έβγαινε στους δρόμους, υπόγραφε διαμαρτυρίες, προωθούσε μηνύματα με πληροφορίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα όπου γης στο Δίκτυο, παθιαζόταν με τα περιβαλλοντικά. Στην αρχή της επαγγελματικής της ζωής είχε ασχοληθεί λίγο και με τα συνδικαλιστικά, μετά σιχάθηκε τους συνδικαλιστές, τσακώθηκε με όλες τις κοντινές της ιδεολογικά παρατάξεις κι όταν πήγαινε στις συνελεύσεις του κλάδου της με λίγους έλεγε καλημέρα κι οι συνδικαλιστές απ’ τη μεριά τους, πιο πολύ την απέφευγαν. Είναι επικίνδυνο να τα βάζεις με σκεπτόμενους, λένε συνήθως πράγματα δυσάρεστα και τεκμηριωμένα, δεν βολεύονται σε γενικότητες, αποδίδουν ευθύνες, ζητούν εξηγήσεις και δεν είναι αισιόδοξοι αλλά ούτε και απογοητευμένοι. Δύσκολο κράμα. Αχειραγώγητο.
Ναι, ήθελε να πάρει την άδεια νωρίτερα εφέτος. Όσο γινότανε νωρίτερα. Όχι
πως θα πήγαινε πουθενά, ούτε είχε στο μυαλό της να κάνει κάτι ιδιαίτερο. Ήθελε
μόνο να μην πηγαίνει στο γραφείο. Να μην χρειάζεται να σηκώνεται το πρωί και να
πηγαίνει στο γραφείο. Για μερικές μέρες έστω. Να μη χρειάζεται να πηγαίνει στο
γραφείο. Να μένει στο σπίτι. Να βλέπει τηλεόραση με τις ώρες –ντοκυμαντέρ στα
κρατικά κανάλια και παλιές ασπρόμαυρες ελληνικές σειρές. Να μη βγαίνει στο
δρόμο. Να μην ακούει αυτοκίνητα. Να μη διαβάζει εφημερίδα. Να μη μαθαίνει νέα.
Να σταματήσει να σκέφτεται, για λίγο, και να ξεχάσει, για λίγο, για λίγες
μέρες το τούνελ και τους τοίχους του,
τους γερούς πέτρινους τοίχους που πέφτουν μόνο με δυναμίτη.
Ήταν κι εκείνη η επίμονη ενόχληση στην κοιλιά. Τρεις τέσσερις μήνες, κάθε
μέρα, κάθε μέρα, την είχε κουράσει. Οι εξετάσεις δεν έδειξαν τίποτε, μπορεί να
ήταν νεύρωση όπως είχε πει ο γιατρός –«υπέφερε και η μητέρα σου, αν θυμάμαι
καλά από τέτοια κοιλιακά άλγη και ουδέποτε βρήκαμε την αιτία τους», «ναι, ρε
Βάσω, δεν θυμάσαι κι η μαμά, όλο πόναγε η κοιλιά της» σχολίασε ανακουφισμένη η
αδερφή της- μπορεί να ήταν νεύρωση αλλά
πάλι, για να σιγουρευτούν εντελώς, ας έκανε εκείνη την κολονοσκόπηση. Ευκαιρία
ήταν. Θα μπορούσε να κλείσει ένα ραντεβού για την επόμενη εβδομάδα, ώστε να
προλάβει να την ελέγξει ο γαστρεντερολόγος –αυτός έφευγε στις 10 Αυγούστου, της
το είχε πει την τελευταία φορά που τον επισκέφθηκε (την τελευταία; Μα πώς το
είπε έτσι; Η δεύτερη ήταν ουσιαστικά).
Έκανε ζέστη. Έκανε αφόρητη ζέστη. Είχε μόλις βγει από το μπάνιο κι όμως το ελαφρύ βαμβακερό νυχτικό της, κοντό, φαρδύ με τιραντούλες λεπτές, κεντημένες, είχε ήδη αρχίσει να γεμίζει λεκέδες ιδρώτα εδώ κι εκεί. Ο αέρας ήταν πηχτός, δυσκολευόσουν να ανασάνεις. Ακόμα και μέσα στα σπίτια. Η Βασιλική δεν άντεχε το κλιματιστικό, αλλά η ζέστη ήταν τόση που αναγκάστηκε να το ανοίξει. Απ’ έξω έρχονταν πυρωμένα κύματα και την έλουζαν. Δυσφορούσε. Η τηλεόραση έβγαζε συνέχεια έκτακτα δελτία για τον καύσωνα, με οδηγίες για τους πολίτες, με πληροφορίες για το ύψος της θερμοκρασίας ανά πόλη, για τους διαμετακομισθέντες στα νοσοκομεία, για τον αριθμό των νεκρών από τη ζέστη. Αριθμοί, πολλοί αριθμοί, συνέχεια αριθμοί. Όλη η ζωή σε στατιστικές και αριθμούς.
Ήταν νωρίς το απόγευμα. Στη γειτονιά επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Στην
πολυκατοικία επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος από
τα κλιματιστικά μηχανήματα που λειτουργούσαν συνεχώς. Η κουζίνα έβλεπε στον
ακάλυπτο, όπου όλοι οι ένοικοι της πολυκατοικίας είχαν τις κρεβατοκάμαρες. Κι η
δική της κρεβατοκάμαρα τον ακάλυπτο έβλεπε. Έφτιαξε καφέ και κάθισε στο
τραπέζι, απέναντι από το μεγάλο παράθυρο, ένα μέτρο και είκοσι εκατοστά μήκος,
ογδόντα επτά εκατοστά ύψος. Η κουζίνα της ήταν ένα φωτεινό δωμάτιο.
Ήπιε μια γουλιά καφέ. Έπειτα
θυμήθηκε πως έπρεπε να πιει νερό –της είχε πει ο γιατρός να πίνει πολύ νερό
γιατί είχε μια ελαφρά αύξηση της κρεατινίνης που στην ηλικία της ήταν
ανησυχητική- σηκώθηκε κι έβαλε ένα
μεγάλο ποτήρι παγωμένο νερό. Κάθισε πάλι και το ήπιε γουλιά-γουλιά χωρίς
ευχαρίστηση. «Με αυτό ενάμιση λίτρο», μουρμούρισε. «Ως το βράδυ θα φτάσω τα
δύο, μπορεί και δυόμιση». Ήπιε μια γουλιά καφέ, αυτόν με μεγαλύτερη ευχαρίστηση
παρ’ όλο που δεν είχε βάλει αρκετό καφέ και της φάνηκε λίγο νερόπλυμα.
Σηκώθηκε πάλι, άνοιξε το ραδιόφωνο και περίμενε όρθια δίπλα του τις
ειδήσεις που θα άρχιζαν σε λίγα λεπτά. Ήθελε να μάθει για τις πυρκαγιές. Και
φέτος, όπως και κάθε χρόνο, είχαν αρχίσει πάλι οι πυρκαγιές. Αγαπούσε τα
δέντρα, τα μεγάλα δέντρα, τα αιωνόβια, με το παχύ φύλλωμα, που μοσχοβολάει μετά
τις βροχές. λάτρευε τα δάση, τα μεγάλα, πυκνά δάση με τα ανηφορικά
μονοπάτια. Της άρεσε να περπατάει με τις ώρες στο πλάι μικρών ποταμιών, να
νιώθει τη δροσιά του νερού στα πόδια της, να ακούει τα φουρφουρίσματα των
μικρών ζώων μέσα στους θάμνους, τα κελαηδίσματα και τα κρωξίματα των πουλιών,
να χαζεύει τις εναλλαγές των χρωμάτων, τις απίστευτες αποχρώσεις του γαλανού
και του πράσινου, τα κόκκινα, τα κίτρινα, τα μωβ και τα μπορντώ των λουλουδιών,
το γκρίζο της πέτρας, το καστανό του χώματος, το καφέμαυρο της λάσπης και πιο
πολύ τις πινελιές του λευκού σα χάδι
δροσιάς και ανάπαυσης σε ψυχές φλογισμένες από την αμαρτία. Τότε η ζωή της
φαινόταν ωραία. Γεμάτη υγεία και ομορφιά. Γεμάτη ελπίδα. Τότε μπορούσε να
ονειρεύεται ένα μέλλον. Για τους ανθρώπους. Όταν αυτή πια δεν θα υπήρχε. Ήθελε πολύ να ταξιδέψει κάποτε στον Αμαζόνιο,
να ζήσει, για λίγο έστω, μέσα στα δάση της βροχής. Για λίγο έστω. Όχι σαν
τουρίστρια. Οργανωμένα δηλαδή, με επισκέψεις σε συγκεκριμένα σημεία, όπου
πίνεις αναψυκτικά και αγοράζεις από ταλαιπωρημένους ινδιάνους χωρίς ταυτότητα,
σουβενίρ για τους φίλους σου. Όχι έτσι. Μόνη της. Αυτή και το δάσος. Για λίγο
έστω. Αλλά να μην ξέρει για πόσο. Μια μέρα, ένα μήνα…
Σκέφτηκε πως είχε χρόνο μέχρι ν’ αρχίσουν οι ειδήσεις να πάει να φέρει τα
πράγματά της από το δωμάτιο –το βιβλίο που διάβαζε, μια βιογραφία της Βιρτζίνια
Γουλφ στα αγγλικά, γιατί της άρεσε πολύ η συγγραφέας και γιατί εξασκούσε και τα
αγγλικά της, τους χάρτες της και το φάκελο με τους λογαριασμούς. Να τα
μεταφέρει από το δωμάτιο, να τα βάλει πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, να τα
απλώσει –δεξιά το βιβλίο, αριστερά οι λογαριασμοί και οριζόντια από πάνω τους
οι χάρτες. Σχηματίζοντας ένα Π κεφαλαίο, μια πόρτα σχηματίζοντας, οι
λογαριασμοί, το βιβλίο και οι χάρτες –τους κοιτούσε και μελετούσε ταξίδια,
διαδρομές μέσα στη φύση, ο αέρας ελαφρύς, φρέσκος, καθαρός και τα χρώματα
ζωντανά και περήφανα μέσα σε άνετο φως, όσο πρέπει το φως.
Προλάβαινε μέχρι ν’ αρχίσουν οι
ειδήσεις. Αγωνιούσε να ακούσει. Πονούσε με τις φωτιές, ένιωθε στο δέρμα της
επάνω την ανυπόφορη ζέστη, τη φωτιά που καίει τους ιστούς, μπαίνει βαθιά μέσα
στο σώμα, σκοτώνει ένα-ένα τα στρώματα της ζωής, με πόνο αφόρητο ώσπου στο
τέλος φεύγει η ζωή μέσα από το παραμορφωμένο σώμα, το αγνώριστο… Γίνεται η οξιά
καμένο ξύλο, ένα τίποτε. γίνεται η αρκούδα ένας άμορφος σωρός από
καμένο δέρμα και κόκαλα. γίνονται
οι πεταλούδες στάχτη, τα πουλιά καψαλισμένα σκέλεθρα. γίνονται οι
άνθρωποι μια εικόνα τρόμου και ασχήμιας, πτώματα καμένα, χωρίς μορφή, χωρίς
ταυτότητα. Όλα ίδια, νεκρά, μέσα στην ομοιότητα του πανικού, στην ομοιομορφία
του άθλιου και οδυνηρού θανάτου. Από παιδί αυτό της έφερνε το μεγαλύτερο τρόμο.
Η φωτιά. Ο θάνατος μέσα στη φωτιά. Ο πόνος, η ασφυξία από τους καπνούς, ο
πόνος… Ο πόνος. Τινάζεται, κατεβάζει την τιραντούλα του νυχτικού και από το
ποτήρι της χύνει δυο τρεις σταγόνες νερού στο φλογισμένο ώμο της. Δυο τρεις
σταγόνες νερού που είχαν περισσέψει στον πάτο του μεγάλου ποτηριού και ήταν ήδη
ζεστές. Το ένοιωσε να κυλάει επάνω της, ένα ρυάκι που τη γαργαλούσε τρυφερά.
Για ένα λεπτό και μετά τίποτε. Πήγε να φέρει τα πράγματά της.
Τα άπλωσε στο τραπέζι –δεξιά το βιβλίο, αριστερά οι λογαριασμοί, επάνω οι
χάρτες, να την πάλι η πορτούλα. Διαφημίσεις στο ραδιόφωνο, όπου να ‘ναι
αρχίζουν οι ειδήσεις. Πού θα ξέσπασε νέα πυρκαγιά σήμερα; Φλέγεται η Μεσόγειος.
Ερημώνεται η Μεσόγειος. Και η Ελλάδα… Κάθε ώρα, κάθε λεπτό κι ένα νέο μέτωπο
φωτιάς, δάση καίγονται, σπίτια καίγονται… Πού το πάνε; Μετά σκέφτεται πως στο
ερώτημά της δεν υπάρχει υποκείμενο. Κι αυτό είναι μια παγίδα. Το υποκείμενο
είναι πολύ αόριστο. Και οι φράσεις με αόριστο υποκείμενο είναι μια μεγάλη
παγίδα, σχεδόν ακυρώνονται, γιατί η πράξη έχει πάντα υποκείμενο. Συγκεκριμένο
υποκείμενο, που πρέπει να βρεθεί και να ονοματιστεί. Όπως είναι πραγματική και
συγκεκριμένη η φωτιά. Όπως είναι πραγματική και συγκεκριμένη η χαμένη ζωή, η
καμένη ζωή. Όπως είναι πραγματικό και συγκεκριμένο το οξυγόνο που θα λείψει.
Όπως είναι πραγματική και συγκεκριμένη
ομορφιά που χάνεται. Οι πλημμύρες που θα έρθουν είναι πραγματικές και συγκεκριμένες.
Φταίμε όλοι μας, σκέφτεται και το λέει δυνατά. Φταίμε γιατί μόλις κοπάσει ο
θρήνος, μόλις σταματήσει να το «παίζει» η τηλεόραση, θα ξεχάσουμε. Δεν θα
γυρέψουμε ευθύνες από ανίκανους κυβερνώντες, από αδίστακτους, επίορκους
πολιτικούς, βυθισμένους στην ιδιοτέλεια, τα συμφέροντα και την αδιαφορία τους,
που δεν φρόντισαν να προλάβουν το κακό, ενώ ήξεραν. Θα αγοράσουμε τα
διαμερίσματα που θα χτίσουν οι μεγάλες οικοδομικές εταιρείες πάνω στα καμένα.
θα πάψουμε να διαμαρτυρόμαστε για την οικολογική καταστροφή, για τη ζωή μας δεν
θα διαμαρτυρόμαστε πια, δεν θα βλέπουμε που ο θάνατος μας χαμογελάει. Θα μάθουμε ήσυχα – ήσυχα να
πληρώνουμε εισιτήριο για τα οργανωμένα πάρκα που θα δημιουργηθούν, θα μιλάμε με
θαυμασμό για τους χορηγούς τους, που, ναι, εντάξει, έχουν ως επιχειρήσεις
ανεξέλεγκτη κερδοφορία αλλά κάνουν και κάτι για το κοινό καλό, κι ας κερδίζουν
κι απ’ αυτό επίσης. Θα χαιρόμαστε να ταΐζουμε ζωάκια που θα εκτελούν το
νουμεράκι τους για να εξασφαλίσουν την τροφή και το χάδι τους, θα χρησιμοποιούμε
τα μεγάλα, απέραντα, συνεχή συγκροτήματα ξενοδοχείων που θα κρύβουν από τις
πόλεις την εικόνα της θάλασσάς τους, θα εμποδίζουν το ευεργετικό αεράκι να
ανακουφίζει από την άψα του ήλιου… Αναστέναξε.
Κάθισε στο τραπέζι. Ήπιε άλλη μια γουλιά καφέ, ήταν ακόμη πολύ ζεστός. Το
κλιματιστικό δρόσιζε το χώρο αλλά την ανάγκαζε να κρατάει κλειστά τα
πορτοπαράθυρα και ένιωθε συχνά εκνευρισμό και αποπνιξία. Σκεφτόταν και την
ενέργεια που απαιτούσε. Την ανάγκη για οικονομία ενέργειας… αλλά πάλι πώς να
αντέξει τόση ζέστη. 42 βαθμοί. Στη σκιά προφανώς. Στο δρόμο, μέσα στον ήλιο
πόση θα ήταν η θερμοκρασία 45; 46; 47; Μπορεί και παραπάνω. Και όλο αυτό το
τσιμέντο. Τα σπίτια καίνε.
Χτύπησε το κινητό και την διέκοψε απ’ τις σκέψεις της. ήταν ο
Γιάννης, ένας παλιός κι αγαπητός φίλος από τα χρόνια της Σχολής, είδε τ’ όνομά
του στη φωτεινή επιφάνεια της οθόνης, είχαν πει να πάνε κανένα σινεμά, είχε
καιρό να πάει σε ένα θερινό σινεμά, να δει ταινία τρώγοντας ποπ-κορν ή παγωτό.
Δεν το σήκωσε όμως για να μη χάσει τις ειδήσεις. «Θα τον πάρω μετά», σκέφτηκε,
ενώ το διάλειμμα από την κλήση και την αντίδρασή της σ’ αυτήν, το διάλειμμα
στην ένταση που ένιωθε, την ανακούφισε λιγάκι. «Εδώ δεν χρειάζονται μόνο
διαμαρτυρίες αλλά ακτιβισμός» συνέχισε τις σκέψεις της για τις πυρκαγιές «και μάλιστα
όχι κατά περιοχές, αλλά ένα πλατύ κίνημα τουλάχιστον των χωρών της Μεσογείου αν
όχι και όλης της Ευρώπης. Ναι, εντάξει, κάθε περιοχή έχει τις ιδιαιτερότητές
της, τα ξεχωριστά αίτια, τα ειδικά. Όμως, στο βάθος, υπάρχει κάτι κοινό, αυτός
ο τρόπος ανάπτυξης, αυτό το οικονομικό σύστημα που μαγαρίζει κάθε αθωότητα και
κάθε προσδοκία. Α, οπωσδήποτε πρέπει να κινητοποιηθούμε, με κάθε τρόπο. Αλλιώς,
δεν θα αργήσει ο θάνατος».
Άνοιξε το ντοσιέ με τους
λογαριασμούς, άρχισε να τους τακτοποιεί ανά κατηγορία. Έπειτα, σε ένα καθαρό
φύλλο χαρτί άρχισε να γράφει με ωραία καθαρά, αραιά γράμματα και αριθμούς, ποσά
και την εξήγησή τους, το ένα κάτω από το άλλο: ΔΕΗ (εκκαθαριστικός)117, ΟΤΕ 153
(«τα κινητά φταίνε, ανεβάζουν το ποσό, μήπως πρέπει να μπω σε καμιά απ’ αυτές
τις εταιρείες;»), ΕΥΔΑΠ 18, το κινητό 57,70 («πρέπει να είμαι πιο προσεκτική,
γιατί σε συνδυασμό με το σταθερό το έξοδο είναι πολύ μεγάλο»), κοινόχρηστα
27,30 και πάμε τώρα στα άλλα: κάρτα 55 ευρώ και δάνειο 260 («δίνω… δίνω και δεν
τελειώνει. 3640 ακόμα, άλλους 14 μήνες και 22 που έχω δώσει, έλεος,
δεν το ξανακάνω, μακάρι να με πάνε φυλακή, γονάτισα σ’ αυτό είχε δίκιο ο
Σταύρος, ανόητες σπατάλες, ο υπολογιστής, δώρα, μικροπράγματα για το σπίτι,
τίποτε απολύτως απαραίτητο, σπα-τά-λες…»). Σύνολο: 718 ευρώ ακριβώς σε σύνολο
μισθού 1067 και 30. «Βέβαια είναι και το επίδομα αδείας, αλλά με αυτό πρέπει να
διορθώσω το νεροχύτη», σκέφτεται. Κι έπειτα «Να δω τι επείγει: ΟΤΕ, για να μη
μου κόψουν το τηλέφωνο, δάνειο και κάρτα, δηλαδή 173+55+260=488 και τα κοινόχρηστα
βεβαίως, για να μη λένε στην πολυκατοικία, σύνολο: 515 ευρώ και 30 λεπτά». Παίρνει μια ανάσα αλλά
πριν να την τελειώσει, επανέρχεται: «Μάλιστα», σκέφτεται, «γενικώς χάλια.
Πρέπει να αρχίσω οικονομίες. Να, ο λογαριασμός του τηλεφώνου, θα μπορούσε
να είναι αισθητά χαμηλότερος, 50 ευρώ το
λιγότερο. Πρέπει, ας πούμε, να σταματήσω να τηλεφωνώ σε κινητά. Τη Βούλα, για
παράδειγμα, δεν χρειάζεται να την παίρνω για ψύλλου πήδημα στο κινητό της, ας
της στέλνω κάποιο μήνυμα και να μιλάμε μετά, όταν μπορούμε να επικοινωνήσουμε
σε σταθερό», λέει αποφασιστικά. «Μιλάμε πολύ, ό,τι κι αν γίνει, όσο κι αν
προσέξω, μιλάμε πολύ. Και ο λογαριασμός του κινητού, ίσως να μην είναι τόσο
υψηλός, αλλά καλό θα ήταν να τον κατεβάσω τουλάχιστον 20 ευρώ. Αυτό είναι πιο
εύκολο, νομίζω, άλλωστε είναι και θέμα υγείας, όλη αυτή η ακτινοβολία… Η ΔΕΗ… εδώ μάλλον δύσκολα μπορεί να γίνει
κάτι, τι να περικόψει κανείς, το θερμοσίφωνα, το κλιματιστικό, την τηλεόραση,
το στερεοφωνικό τα σαββατοκύριακα;» Και το δάνειο, εκείνο που την καίει είναι
το δάνειο. Πολλά λεφτά κάθε μήνα. Όταν το πήρε, δεν της φάνηκε μεγάλο το ποσό.
Τρία χρόνια είναι, είπε μέσα της θα περάσουν. Τότε το μόνο που την ένοιαζε ήταν
να απαλλαγεί από τα χρέη στις κάρτες. Με
το δάνειο τότε τις ξόφλησε και με ό,τι περίσσεψε έφτιαξε τα ηλεκτρολογικά του
σπιτιού που είχαν σοβαρό πρόβλημα. Αλλά έχει γονατίσει. Της έχει γίνει άγχος,
ονειρεύεται πως από κάπου βρίσκει λεφτά και το ξοφλάει. Ήδη από τον τρίτο μήνα
και μετά άρχισε να ονειρεύεται πως κερδίζει στο λαχείο 7-8 χιλιάδες ευρώ, ίσα-ίσα
δηλαδή το ποσό του δανείου, αποπληρώνει και ησυχάζει. Κάθε μήνα το ποσό που
ονειρευόταν να κερδίσει στο λαχείο μειωνόταν, 6,5 χιλιάδες, 6χιλιάδες, 5…
Βέβαια δεν έπαιρνε ποτέ λαχεία αλλά αυτό ήταν άλλη ιστορία.
Το δάνειο της είχε γίνει έμμονη
ιδέα. Το σκεφτόταν συνέχεια. Έτρεμε μη τύχει κάτι και δεν μπορέσει να δώσει τη
δόση της, από την αγωνία της πήγαινε να πληρώσει δυο και τρεις μέρες πριν. Μια
φορά που τα εξομολογιόταν αυτά σε μια παρέα, ο άντρας της Ολυμπίας έβαλε τα
γέλια. «Ρε Βασιλική, είπε, δεν είσαι καλή πελάτισσα, όμως». Αυτή χλώμιασε. «Τι
θέλεις να πεις;» ρώτησε. «Δεν έχουν ανάγκη πελάτες σαν και σένα οι τράπεζες,
χρυσή μου, ανθρώπους να μην πληρώνουν θέλουν, να ανεβαίνει το ποσό, κι αν είναι
δυνατό, να προχωρήσουν και σε καμιά κατάσχεση ακινήτου, ξέρεις τώρα». Το
αστειάκι –τι αστειάκι δηλαδή…- την πανικόβαλλε περισσότερο, αγχώθηκε ακόμα πιο
πολύ με το δάνειο. Άρχισε να φοβάται για το μόνο περιουσιακό στοιχείο που είχε
στο όνομά της, το σπίτι της. Η Βούλα πάλι της έλεγε καθησυχαστικά όλη την ώρα
«καλά, χριστιανή μου, κι αν σου τύχει καμιά στραβή, δεν θα σε βοηθήσω εγώ; Δεν
είναι δα και εκατομμύρια αυτά που χρωστάς». Την ανακούφιζε λίγο αλλά το άγχος,
σα φαρμακερό καβούρι, της έτρωγε τα σπλάχνα. Μετρούσε τους μήνες σα
φυλακισμένος. Πολλές φορές μετέτρεπε τους μήνες σε μέρες, τις μέρες σε ώρες,
τις ώρες σε λεπτά, τα λεπτά σε δευτερόλεπτα.
14 μήνες και τρεις μέρες: 365+61+3=429 μέρες, 10 296 ώρες, 617 760
λεπτά, 37 065 700 δευτερόλεπτα. Την έπιασαν τα γέλια με τα καμώματά της αλλά το
άγχος της απλώς κρύφτηκε. Εντάξει, σκέφτηκε, θα δώσω, λοιπόν αυτά τα 515 και 30
και τα υπόλοιπα το άλλο μήνα, με τον επόμενο μισθό. Δηλαδή ποια υπόλοιπα, μη κι
έχουν τελειωμό; Να, ας πούμε, δάνειο, κάρτες, κοινόχρηστα και κινητό
επαναλαμβάνονται κάθε μήνα. Τέλος πάντων τα κοινόχρηστα θα είναι μικρότερα,
όπως πάντα τον Ιούλιο και Αύγουστο, το κινητό θα το έχει κατεβάσει λίγο, θα
πληρώσει λοιπόν τη ΔΕΗ. Και
βλέπουμε. Ο νεροχύτης μπορεί να περιμένει.
Και ένα και δύο μήνες ακόμη. Του κάνει κάτι γιατροσόφια δικά της και τον
ξεβουλώνει. Δεν υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα. Κι αν βγει κανένα έκτακτο έξοδο
–όπως ο γάμος της Αδριανής τις προάλλες- υπάρχουν γύρω στα 1000 ευρώ στην
άκρια, θα το αντιμετωπίσει με αξιοπρέπεια. Ακόμα και μια αρρώστια, δεν υπάρχει
πρόβλημα. Καλά της λέει η Βούλα. Εντάξει, εντάξει… Όλα εντάξει, όλα υπό
έλεγχον. Μόνο το δάνειο την απασχολεί ακόμη, της έχει γίνει έμμονη ιδέα.
Οι λογαριασμοί είναι τώρα απλωμένοι μπροστά της. Καλύπτουν το χώρο
ανάμεσα στο φάκελο που τους περιέχει και το βιβλίο, έχουν σκεπάσει τους
ρολαρισμένους χάρτες, για την ακρίβεια τα ρολά χρησιμεύουν ως στηρίγματα για να
τοποθετηθούν κάποιοι λογαριασμοί, οι άλλοι είναι ξαπλωμένοι πάνω στην επιφάνεια
του τραπεζιού. Η πόρτα που είχε σχηματιστεί, τώρα έχει κλείσει, την έχουν
σκεπάσει αποδείξεις, αποκόμματα, τα φύλλα από το τετράδιο πάνω στα οποία έχει
κάνει τους υπολογισμούς της. Ξαφνικά θυμάται. Οι ειδήσεις. ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ. Είχε
ξεχαστεί και δεν είχε ακούσει τις ειδήσεις. Ήταν 5και 39. Δεν είχε ακούσει ούτε
το συνοπτικό δελτίο στο ημίωρο.
Την έπιασε μια ταραχή. Ερχότανε από βαθιά. Μέσα από τα σπλάχνα της. Μια
ταραχή και ένα σφίξιμο, λες κι είχε κάνει κάτι κακό, ένα έγκλημα λες κι είχε
κάνει. Δεν καταλάβαινε. Ακόμα δεν καταλάβανε τι της συνέβαινε, γιατί ένιωθε
αυτό το σφίξιμο, αυτήν την ταραχή, αυτήν τη μεγάλη ενοχή. Άρχισε να δαγκώνει με
μανία τα νύχια της, να τραβάει τα πετσάκια με τα δόντια, ώσπου ο δείκτης του
δεξιού χεριού μάτωσε και την πονούσε αφόρητα. Σαν κάψιμο.
Μάζεψε τα χαρτιά, τα ‘βαλε πίσω στο ντοσιέ, το έκλεισε. Έβαλε πάνω το
βιβλίο και δίπλα τους χάρτες. 5 και 42, σε 18 λεπτά θα έχει δελτίο ειδήσεων και
μάλιστα στις έξι είναι μεγαλύτερο, λεπτομερειακότερο, περισσότερο προσεγμένο.
Πήρε τα πράγματα από το τραπέζι και τα πήγε πίσω στο δωμάτιό της. Τα
τακτοποίησε στις θέσεις τους και γύρισε στην κουζίνα. Το ραδιόφωνο έπαιζε παλιά
ελληνικά τραγούδια. Πολύ παλιά τραγούδια. προπολεμικά. Τι θα πει
προπολεμικά; Πριν από τον πόλεμο. Μια εποχή πριν από τον πόλεμο, λέμε τώρα. Από
ποιον πόλεμο όμως; Κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ, που λέει κι ένας ποιητής.
Αλλάζει μορφές και μας ξεγελάει. Ναι. Το μάτι της πέφτει έξω από το παράθυρο.
Το παράθυρο της μικρής περιποιημένης κουζίνας της. Κάνει ζέστη, ο ήλιος ραπίζει
τον άσπρο τοίχο που υψώνεται μπροστά από το παράθυρό της. Μεγάλος άσπρος τοίχος
με μια αδύναμη μακριά ραγισματιά να διακόπτει την ασπράδα του. Αυτό βλέπει από
το παράθυρο της κουζίνας της, ένα μεγάλο άσπρο αδιαπέραστο τοίχο.
Δεν ήταν έτσι από την αρχή. Κάποτε, πριν να χτιστεί η διπλανή
πολυκατοικία, έβλεπε το δρόμο, μια πλατιά λεωφόρο χωρίς πολλή κυκλοφορία, που
κατέληγε στη θάλασσα. Και τη θάλασσα την έβλεπε. Μια κουκκίδα αχνογάλαζο στο
βάθος του ορίζοντα αλλά πάντως ήταν εκεί η θάλασσα κι όταν ήταν παιδί η κουζίνα
ήταν το αγαπημένο της δωμάτιο. Μαγείρευε η μάνα τους κι αυτή άπλωνε τα βιβλία
και τα τετράδια του σχολείου πάνω στο τραπέζι της κουζίνας και κοιτούσε από το
παράθυρο ένα μεγάλο κομμάτι ουρανού με χίλια χρώματα, την ήσυχη λεωφόρο, τα
καχεκτικά δεντράκια στη διαχωριστική λουρίδα, τους κακοκουρεμένους θάμνους και
το πατημένο γκαζόν που επέμεναν να χαιρετίζουν χαρούμενα κάθε πρωί τη μέρα και
την κουκκιδίτσα αχνογάλαζου, την υποψία της θάλασσας. Διάβαζε με χαρά τότε. Η
μάνα της γκρίνιαζε, «δεν έχεις δωμάτιο εσύ; Το χρειάζομαι το τραπέζι, θ’ ανοίξω
φύλλο», η Βούλα γέλαγε –κατά βάθος της άρεσε που η μικρή διάβαζε στην κουζίνα
κι είχε όλο το δωμάτιό τους στη διάθεσή της. Τώρα που οι γονείς τους πια δεν
υπάρχουν και μένει μόνη στο πατρικό τους –«εσύ να το κρατήσεις, Βασιλική. Εγώ
προτιμώ το σπίτι στην Ανάβησσο, που εσένα ποτέ δεν σου άρεσε»- κάθεται πάντα
στην κουζίνα για να διαβάσει ή να ασχοληθεί με τους λογαριασμούς. Και πάντα
θυμάται με νοσταλγία ένα κομμάτι ουρανού με χίλια χρώματα, την ήσυχη λεωφόρο,
τα καχεκτικά δεντράκια στη διαχωριστική λουρίδα, τους κακοκουρεμένους θάμνους
και το πατημένο γκαζόν που επέμεναν να χαιρετίζουν χαρούμενα κάθε πρωί τη μέρα
και την κουκκιδίτσα αχνογάλαζου, την υποψία της θάλασσας, στο βάθος του
ορίζοντα.
Βλέπει, λοιπόν, τον άσπρο τοίχο,
βλέπει επίσης το μισό παράθυρο να σκεπάζεται από την πλαστική τέντα, σαν να το
κόβει το παράθυρο στα δυο και το καταπίνει το παράθυρο αυτή η πλαστική τέντα -
ράγες-ράγες, οριζόντιες ράγες, η μια πάνω από την άλλη, γκρίζες πλαστικές
ράγες. Σιχαίνεται τις τέντες αλλά με τον ήλιο αυτό, τον κακό, σκληρό, αφόρητο
και εκδικητή ήλιο, είναι απαραίτητες.
Βλέπει το σκοινί του απλώματος –το παράθυρο δίνει σε ένα υποτυπώδες
μπαλκονάκι, που χρησιμοποιεί σαν αποθήκη και για το άπλωμα των ρούχων. Βλέπει
επίσης το κάθετο χοντρό λευκό στήριγμα του παράθυρου που χωρίζει το παράθυρο
στα δυο. Αλουμινένιο παράθυρο με χοντρό άθραυστο τζάμι. Λευκό το χρώμα του
αλουμίνιου. Έχουμε και λέμε: ένα λευκό κάθετο αλουμινένιο δοκάρι λευκό, ένα
σκοινί απλώματος λευκό, μια πλαστική τέντα γκριζόλευκη, και ένας αδιαπέραστος
τεράστιος άσπρος τοίχος. Πουθενά μια ρωγμή, πουθενά ένα άνοιγμα. Η καρδιά της
σφίχτηκε. Έκλεισε με δύναμη την κουρτίνα –η άγρια απότομη κίνηση είχε τέτοια
δύναμη που βγήκε η μισή σχεδόν από το κουρτινόξυλο. Η κουρτίνα ήταν αδιάφανη,
ροζ παλ κεντητή, την είχε αγοράσει από ένα πλανόδιο πωλητή στη λαϊκή της
γειτονιάς της, σχεδόν έτοιμη για κρέμασμα, γι’ αυτό είχε πέσει κάπως λειψή για
το παράθυρο της, αλλά της άρεσε το χρώμα, η αδιαφάνεια και το κέντημα της
μηχανής με τα αφελή ροζ άσπρα και κίτρινα λουλουδάκια σε μπεζ μίσχο. Έκλεισε
την κουρτίνα κι έδιωξε από τα μάτια της το βασανιστικό λευκό, που την τύλιγε
σαν τους τοίχους του τούνελ. Κι όταν τα άνοιξε πάλι, ο τοίχος ήταν εκεί, το
λευκό ήταν εκεί, εκεί και το τούνελ, που κατάπινε ιδέες και λύσεις και έπρεπε
χέρια να σπάσουν τους τοίχους του. Α, ναι, απ’ το παράθυρο έβλεπε το λευκό
τοίχο. Πάλι. Κάθισε στην καρέκλα με σφιγμένη, αμήχανη καρδιά, έδεσε τα χέρια
της πάνω στο τραπέζι σα μαθήτρια που
θέλει ν’ ακούσει προσεκτικά το μάθημά της και να το μάθει καλά. Περίμενε
τις ειδήσεις με θυμό, με αγωνία και με μια αίσθηση αμαρτίας που όσο περνούσε η
ώρα μεγάλωνε βασανιστικά και την τυραννούσε.
Ιούλιος- Δεκέμβριος 2007