Στη Μάνια.
Πέρασαν κιόλας 17 χρόνια;
Ένα από τα τελευταία χειμωνιάτικα βράδυα του περασμένου χρόνου ήρθε απρόοπτα στο σπίτι η αγαπημένη μου φίλη Θεανώ Καληώρα. Ήτανε αργά κι έκανε κρύο έξω. Της πρότεινα ένα πιάτο από τη σούπα που μου 'μαθε η Σόνια, μια Ουκρανή συμφοιτήτριά μου στο Παρίσι. έφαγε δυο κουταλιές ανόρεχτα κι έπειτα, αφήνοντας το πιάτο δίπλα της, άρχισε να μου λέει τα παρακάτω, ενώ ταυτόχρονα ξέπλεκε τη χοντρή πλεξούδα της, που έπλεκε κάθε πρωί, από την εποχή ακόμη του σχολειού.
"Δεν ξέρω τι μ' έπιασε και θέλω να σου πω για τη νύχτα του πατσά. Ίσως γιατί φέτος κλείνουν εικοσιπέντε χρόνια από τότε που πέθανε η γιαγιά μου και εικοσιπέντε χρόνια είναι πολλά. Είναι τόσα πράγματα που ξεχάστηκαν κι άλλα που κοντεύουν να ξεχαστούνε πια και δεν θέλω. Αρνούμαι πεισματικά να δεχτώ τους νέους καιρούς. Η νέα αυτή βαρβαρότητα με τρομάζει. Και πάνω απ' όλα με τρομάζει η λήθη. Τι σημασία έχει ο χρόνος χωρίς τη διάρκεια; Τι είναι τα γεγονότα χωρίς αυτούς που τα θυμούνται, τα σκέφτονται και τα ερμηνεύουν; Εμείς τι είμαστε χωρίς τη μνήμη; Τα τελευταία χρόνια έχω την εντύπωση ότι ζούμε ένα διαρκές παρόν. Το προηγούμενο μόλις λεπτό μοιάζει μακρινό και ασήμαντο, το επόμενο μια πληκτική αναμονή. σα να πειστήκαμε πως ό,τι θα 'ρθει δεν αξίζει, μόνο να εξασφαλίσουμε απ' τα τώρα το παρόν που θα 'ναι το μέλλον μας, να το εξασφαλίσουμε με προσεκτικά διατυπωμένα συμβόλαια. Κυρίως μακριά από εκπλήξεις, από την ανεξέλεγκτη ποικιλία στιγμών, από τις πιθανές εξέρσεις τους, που θα μπορούσαν να δείξουν τα πόδια του γυμνού βασιλιά και την άσχημη χοντρή κοιλιά του που μας κυοφορεί. Νομίζω πως μάθαμε πια να σιωπούμε με ευχαρίστηση. Ήρθε τις προάλλες μια φίλη στο σπίτι και έφερε ένα C.D.. "άκου" μου λέει. Ήταν κελαηδίσματα πουλιών, ο άνεμος που θρόιζε μέσα από φύλλα δέντρων, δυο ζώα που αγαπιόντουσαν στην έρημο κι ο ήχος της φωτιάς που τρώει το ξύλο. Όλα ταχτοποιημένα το ένα δίπλα στο άλλο, με τη σειρά. Και μπερδεύτηκα. Θύμωσα απ' τη μια. Η φύση σε μπουκάλι, είπα, σα διαφήμιση. Μετά, ξεχνώντας την πρακτική χρησιμότητα του δίσκου για ερευνητές ή για το θέατρο, με πήρε ένα παράπονο. Στο πεζοδρόμιο κάτω απ' το σπίτι μου υπάρχει μια θαλερή, μικρή νερατζιά κι έρχεται τα πρωινά ένα πουλί και κελαηδά. Χρόνια προσπαθώ να κλείσω στο χαρτί με τις λέξεις μου το κελάηδημά του. Είπα μήπως κι αυτός που υπομονετικά μάζεψε ήχους του δάσους, το ίδιο ήθελε. Να σώσει στη μνήμη των ανθρώπων ένα υπόλειμμα ομορφιάς και αθωότητας. Ένα ελάχιστο δείγμα του αυτονόητου κόσμου που λίγο λίγο πεθαίνει τρομαγμένος και απορών μαζί μας.
" Πάνω στο 2 θα 'ρθει η συντέλεια", έλεγε η γιαγιά μου. Άλλα εννοούσε βέβαια η αθώα γυναίκα, όμως μου φαίνεται πως χωρίς να το καταλαβαίνει, προφήτευε μια μεγάλη αλήθεια. Η συντέλεια δεν είναι άλλο από ένα κόσμο χωρίς μνήμη. Που είναι το ίδιο μ' ένα κόσμο χωρίς μέλλον. Γι' αυτό θα στα πω. Για να τα περισώσω κι επειδή μόνο αφηγούμενοι, θυμόμαστε. Η μνήμη δεν αξίζει τόσο, αν δεν την μοιράζεσαι κι αν δεν την πλαταίνεις με τις μνήμες των άλλων. Γι' αυτό αγαπώ την ιστορία των αφανών.
Μέναμε σε μια μονοκατοικία που 'χε αυλή στο πίσω μέρος και στην αυλή μια κερασιά, καχεκτική κάπως και κουρασμένη, αλλά καθόλου λιγότερο όμορφη γι' αυτό. Και φύγαμε από τη μονοκατοικία και πήγαμε σε μια κοντινή πολυκατοικία. Ήταν το όνειρο της μαμάς μου: ένα διαμέρισμα. Ήταν εκείνη η φρικαλέα εποχή της αντιπαροχής, που γέμισε την πόλη μου τσιμεντένια εκτρώματα και την βύθισε σε μια αναίσχυντη και θλιβερή καθετότητα. Η Αθήνα: μια πόλη που κυριαρχεί η κάθετη γραμμή. Ευθείες κάθετες γραμμές, μια αθλιότης! Η μαμά μου νόμιζε πως η κατοχή ενός διαμερίσματος σήμαινε αυτόματα και κοινωνική άνοδο. Αργότερα πολύ κατάλαβε πόσο λάθος έκανε που πουλήσαμε εκείνο το σπιτάκι και εγκλωβιστήκαμε στο δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας που απέναντί της είχε μια άλλη πολυκατοικία και δίπλα της το ίδιο. Ανεξάρτητα πάντως από το αισθητικό πρόβλημα που μου δημιουργεί η διαβίωση σ' αυτά τα κάθετα χωριά, το δυάρι μας το αγάπησα αφάνταστα, τόσο που, ακόμα και τώρα, όταν λέω "το σπίτι μου", το πρώτο που σκέφτομαι είναι το δυάρι εκείνο και πολύ μετά το σπίτι που μένω και στο οποίο εγκαταστάθηκα πριν από δέκα, όχι, έντεκα χρόνια.
Η πολυκατοικία είχε 14 διαμερίσματα. Τα 13 και της κας. Λίτσας. Την κα. Λίτσα δεν την συμπαθούσε κανείς, γιατί ήταν εριστική και είχαν πολλά να λένε για την προσωπική της ζωή. Τώρα τελευταία που την συνάντησα μετά από είκοσι, όχι, σχεδόν τριάντα χρόνια, κατάλαβα πως μάλλον την αδικούσαν οι άλλες ένοικοι. Ήταν η μόνη εργαζόμενη γυναίκα της πολυκατοικίας -ή καλύτερα, η μόνη παντρεμένη που εργαζόταν. Ο άντρας της ήταν ένας ανάξιος λόγου ανθρωπάκος, τον είχε παντρευτεί μόνο και μόνο "για να μη μείνει ανύπαντρη και λέει ο κόσμος" είπε μια μέρα στη μαμά μου. Αυτή ήταν δυναμική και όμορφη. Πολύ ζωντανός άνθρωπος. Ήθελε να ζήσει. Κοντά σ' αυτόν μαράζωνε. Ξέσπαγε στα παιδιά. Ένα βράδυ αποφάσισε πως τα παιδιά δεν φταίνει σε τίποτε και γύρεψε αλλού αυτό που δεν είχε απ' τον κυρ-Λευτέρη. Το πάθος. Μόνο που, μικροαστή γεμάτη αναστολές και ταμπού, δεν βρήκε το θάρρος να τον χωρίσει. "για τα παιδιά" βεβαίως, κι ακόμα μαζί του βολοδέρνει και κακογερνάει.
Οι άλλες 13 τα βρήκαν πολύ ωραία μεταξύ τους, τόσο που τα πρωινά οι περισσότερες πόρτες μέναν ανοιχτές και στα ενδιάμεσα των υποχρεώσεων του νοικοκυριού, πεταγόταν η μια στην άλλη για ένα τσιγάρο κι ένα καφέ στα γρήγορα. Συν δυο συν τρεις μάλιστα είχαν γίνει και στενές φίλες, κι ακόμα και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, οι φιλίες κρατάνε κι ας μην έχει μείνει καμιά στην παλιά πολυκατοικία.
Τις θυμάμαι καλά μία μία, όπως ήταν τότε. Το Δεσποινάκι, νιόπαντρη, άβγαλη κοπελούδα, μ' ένα χαμόγελο γλυκό και μια φωνή παραδεισένια. κατεβασμένα τα μάτια της και θλιμμένα, το 'πε πολύ αργότερα πως ο άντρας της την έδερνε και έφευγε βράδυα ολόκληρα απ' το σπίτι. η Ειρήνη και η Μαρία, η Ζαφειρώ, η κα. Γιολάντα του εφοριακού, η Βιβή και η Όλγα, η Μαριάννα, ένα περήφανο κορίτσι που έβγαλε λεβέντικα την αρρώστια του άντρα της χωρίς ένα παράπονο, με το χαμόγελο και το τραγούδι, κι ούτε είπε ποτέ πως για να πληρωθεί η κηδεία του πούλησε ως και τα τασάκια του σπιτιού της, κι έλεγε, χειμώνα καιρό, πως δεν κρυώνει καθόλου για να μην καταλάβει κανείς πως είχε δώσει το παλτό της σε μια νοσοκόμα για να τον φροντίζει τις λίγες ώρες που αυτή γύρναγε στο σπίτι για να συγυριστεί και να πλύνει. "Δεν έπρεπε, Μαριάννα μου", της είπε η μάνα μου, "όλοι θα βοηθούσαμε". "Αυτό δεν ήθελα, Αθηνά", της απάντησε εκείνη. "Να με λυπούνται". Η Πίτσα και η Καίτη που ήταν οι καλαμπουριτζούδες της παρέας, η Νίκη, που όλες την πρόσεχαν, γιατί δεν κράταγε μυστικό και ανακάτευε λόγια . και η Αγγελική, που, πράγμα απίστευτο για τον μικρόκοσμο της πολυκατοικίας μας, έκλεβε. Όχι, δεν ήταν κλεπτομανής . απλά έκλεβε. Η μάνα μου έπεσε απ'΄τα σύννεφα, δεν ήξερε πώς ν' αντιδράσει, αν ΄πεπρεπε να το πει στη Βιβή και την Όλγα που ήταν οι στενότερες φίλες της, και που μαζί με αυτήν, την Αγγελική, αποτελούσαν αξεδιάλυτη τετράδα. Τη λύση την έδωσε τελικά η Όλγα που, όταν το ανακάλυψε, λίγο αργότερα από τη μάνα μου, είχε το θάρρος να το πει δυνατά στις άλλες δύο. Δεν έπαψαν να την κάνουν παρέα, απλά έγιναν πιο προσεκτικές και δεν την άφηναν ποτέ μόνη. Το κακό ήταν ότι από τότε κλονίστηκε η εμπιστοσύνη της Αθηνάς στους ανθρώπους, η αγγελική ξέπεσε στα μ΄΄ατια της πολύ κι αυτή η ιστορία επιτάχυν την αγορά νέου σπιτιού και την αναχώρησή μας από την παλιά πολυκατοικία.
Συν δυο συν τρεις κάνανε περισσότερη παρέα μεταξύ τους, αλλά δυο φορές το χρόνο μαζεύονταν όλες, και οι 13, 14 μαζί με τη Βάσω, τη θυρωρό, μια κοπέλα συμπαθητική αλλά κάπως απότομη, 15 μαζί με τη μακαρίτισσα την κα. Λουλουδία, τη μητέρα της Όλγας, και 16 φυσικά μαζί με τη γιαγιά μου. Ήταν η νύχτα του πατσά.
Καζάνι από το Λαογραφικό
Μουσείο Καλλιμασιάς
Ο πατσάς -η γιαγιά μου τον είχε για θηλυκό, "η πατσά" έλεγε- αγοράζονταν από την προηγούμενη. Πήγαινε η μαμά και τον έπαιρνε από ένα χασάπη στη Ν. Σμύρνη -ένα και μοναδικό χασάπη, της εμπιστοσύνης της. από αλλού ποτέ. Τον έφερνε στο σπίτι και την επόμενη άρχιζε η ιεροτελεστία της ετοιμασίας του. Απ' τα χαράματα έπιανε η γιαγιά να τον καθαρίσει. Τα λιγνά, επιδέξια χέρια της, που έπλεκαν με το βελόνι μικρά ανθεκτικά στο χρόνο αριστουργήματα (όλα όσα έχεις δει να στολίζουν το σπίτι μου, πετσετάκια και τραπεζομάντηλα και μαξιλάρια και η μπλούζα μου η ζαχαρί που τόσο σ' αρέσει, όλα εκείνη τα 'χει φτιάξει κι από τη μάνα μου ήρθαν σε μένα. κι αν είχα παιδιά, θα τα 'δινα κι εγώ στις κόρες μου, λέω), αυτά, λοιπόν, τα λιγνά, επιδέξια χέρια της σήκωναν τα έντερα και τα ποδαράκια και τα ξεχώριζαν. Μετά έβαζε νερό σε μια τεράστια κατσαρόλα, που εκείνη την έλεγε "καζάνα", κι είχε δυο μεγάλα, μαύρα χερούλια στα πλάγια, κι ήταν παλιά, πολύ παλιά, ποιος ξέρει από πότε ήταν στο σπίτι μας. Καμιά φορά σκέφτομαι μη και την είχε φέρει μαζί της από την πατρίδα της, τη μακρινή Σελεύκεια. Ξέρω πως γελιέμαι, όμως μ' αρέσει να το σκέφτομαι και να ξεγελιέμαι. έβαζε, λοιπόν, νερό στην καζάνα κι όταν αυτό άρχιζε να κοχλάζει, τα περίχυνε με το ζεματιστό νερό, ενώ ταυτόχρονα έξυνε με μανία και επιτηδειότητα την κοιλιά και τα ποδαράκια. Αυτό επαναλαμβανόταν πολλές πολλές φορές ώσπου να καθαρίσει ο πατσάς. Εντελώς. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας δεν ήταν πια απλώς καθαρός, ήταν απολυμασμένος. Μόνο τότε η γιαγιά αποφάσιζε ότι μπορούσε να σταματήσει. Κι είχε πια, συνήθως, μεσημεριάσει. Τον έβαζε τότε σε μια κατσαρόλα και τον άφηνε. Το απόγευμα έφτιαχνε το σκορδοστούμπι, ανακάτευε δηλαδή ξίδι με μπόλικο καφτερό σκόρδο και το άφηνε "να ψηθεί" έλεγε, να δέσει δηλαδή το ξίδι με το σκόρδο, να ποτίσει το ένα από το άλλο.
Το βράδυ γύρω στα μεσάνυχτα έβγαινε πάλι η καζάνα. Έβαζε μέσα το πατσά και τα ποδαράκια και νερό που τον σκέπαζε καλά και σχεδόν γέμιζε την καζάνα και τοποθετούσε την καζάνα στη φωτιά. Τότε άρχιζε το γλέντι.
Ο πατέρας είχε αποκοιμηθεί, το ίδιο και οι περισσότεροι άνδρες της πολυκατοικίας. Η μάνα μου άνοιγε την πόρτα κι άρχιζαν να μαζεύονται οι γυναίκες. Με τα τσιγάρα, τα εργόχειρα, τις πασιέντζες τους. άλλη με τα νυχτικά, άλλη με τη ρόμπα της καθημερινή λάτρας, άλλη με το πρόχειρο φουστάνι της, με τις παντόφλες ή τα πασουμάκια τους, άλλες αχτένιστες κι άλλες με τα μπικουτί ή με πρόχειρα πιασμένο το μαλλί. Ξύνανε ελαφρά το ξύλο της εξώπορτας, που ήταν ήδη μισάνοιχτη, για να ειδοποιήσουν για τον ερχομό τους, και μπαίνανε. Ερχόντουσαν κατ' ευθείαν στην κουζίνα.
Ήταν μικρή η κουζίνα μας, πού χώραγαν όλες τους; Το σπίτι γέμιζε από γυναίκες. Η μάνα μου τις υποδεχόταν με ψιθυρίσματα. Βασίλισσα αληθινή της νύχτας του πατσά όμως ήταν η γιαγιά μου που ανακάτευε με μια ξύλινη κουτάλα το φαγητό που σιγόβραζε. Συνήθως σιωπηλή, κάποτε να διηγείται τις ιστορίες του τόπου της. Κόλλαγα τα μάτια μου επάνω της και δε χόρταινα να τη βλέπω να ανακατεύει αργά αργά και προσεκτικά, με απόλυτη προσήλωση και σοβαρότητα. Σα να ερχόταν από τα βάθη του χρόνου, μια σοφή γραία των σπηλαίων που μαθαίνει τα μυστικά της ζωής στις νεώτερες, μια ιέρεια θρησκείας που ξεχάστηκε απ' τους πολλούς κι όμως αυτή επιμένει και ζει μέσα σε σπάνια πλάσματα και χαρισματικά.
Μουρμουριστά μιλάγανε όλες και λέγανε νέα της ημέρας, της οικογένειας τα βάσανα, για τον μικρόκοσμο του σπιτικού τους, αστεία πολλά επίσης. Αστεία που τις έκαναν να λιγώνονται από τα γέλια, μέχρι που δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια τους, ειδικά όταν η κα. Λουλουδία έλεγε ανέκδοτα γεμάτα πιπεράτα υπονοούμενα -τα μισά σε ποντιακή διάλεκτο, γιατί ήτανε Πόντια και παινευότανε γι' αυτό. Γελάγανε όλες με την ψυχή τους αλλά χωρίς ήχο, σχεδόν χωρίς ήχο. Μια απίστευτη σιωπή τόσο γεμάτη, τόσο πλούσια, διόνυσοι και νεράιδες χόρευαν δαιμονισμένα στα κορμιά τους που ξέχναγαν τους καθωσπρεπισμούς της μέρας και όλα όσα κουβάλαγαν αυτοί μαζί τους κι αφήνονταν στη γοητεία μιας τελετής που και οι ίδιες δεν την ήξεραν, αλλά συμμετείχαν σ' αυτή με την ψυχή τους.
Και περίμεναν να γίνει ο πατσάς. με ανυπομονησία. Άκουγαν το κόχλασμα του νερού υπόκωφο αλλά δυνατό κι η μυρωδιά τις λίγωνε. Συχνά πυκνά ρωτούσαν τη γιαγιά μου: "ακόμα κυρα-Λαμπρινή;" κι ας το 'ξεραν πως αργεί.
Σεζάν, "Γερόντισσα με ροζάριο"
Στο μεταξύ η μάνα μου ετοίμαζε καφέδες, έβγαζε γλυκά και βουτήματα, κι όταν η νύχτα είχε πια για τα καλά προχωρήσει, έφτιαχνε και πρόχειρους μεζέδες, αν δεν τους είχε προετοιμάσει από νωρίς δηλαδή. Κι ανακατεύονταν μέσα στη σιγαλιά της νυχτός σύντομα μουγκρητά ευχαρίστησης από την ευχωχία των μεζέδων με τον κελαρυστό ήχο του ούζου που έπεφτε στα ποτήρια και τον στραφταλιστό ήχο του πάγου που γκλιγκλίνιζε χαρούμενα στα χαμηλά ουζοπότηρα. Και το δωμάτιο ήταν ζεστό, γεμάτο απ' τις ανάσες τους και τους λιπαρούς ατμούς του πατσά. Κι ακουγόταν από την καζάνα ο υπόκωφος ήχος του χοχλακίσματος, ένα υπέροχο ηφαίστειο, μοια οπή της γης απ' όπου θα ξεπηδούσε σε λίγο λες η αρχέγονη θάλασσα, κουβαλώντας μόρια άγνωστων ουσιών και την αρχή της ζωής.
Χαράματα πια, γύρω στις έξι, ο πατσάς ήταν πια έτοιμος. Επιτέλους. Η η γιαγιά τον έβγαζε απ' τον παχύ ζωμό και τον τεμάχιζε σε μικρά, πολύ μικρά κομμάτια. Έπειτα η μαμά έβγαζε τα πιάτα. Ρίχνανε με τη μεγάλη κουτάλα ζουμί κι από πάνω μπόλικο ψιλοκομμένο πατσά και το ράντιζαν με πολύ σκορδοστούμπι. Στο μεταξύ η κυρα-Λουλουδία έκοβε μεγάλα κομμάτια βούτυρο κια τα 'καιγε στο τηγάνι. Μ' αυτό περίχυναν το κάθε πιάτο. Συνήθως υπήρχε και μπαγιάτικο ψωμί που το 'κοβαν μπουκίτσες και το 'ριχναν στα πιάτα να μουσκέψει μέσα στη σούπα. Αυτό ρουφούσε το υγρό και φούσκωνε, γινόταν διπλό και τριπλό κι έπαιρνε ένα χρώμα ανοιχτό κίτρινο. Όταν το ψωμί μας δεν επαρκούσε, η Αθηνά είχε ειδοπιήσει να φέριε η κάθε μια την προμήθειά της. Τέλος έπαιρνε η κάθε μια το πιάτο της κι έτρωγε όσο μπορούσε -γιατί τα πιάτα αυτά ήταν στην πραγματικότητα γαβάθες που η ποσότητα την οποία χωρούσαν, μπορούσε να χορτάσει δυο και τρεις πεινασμένους- και το υπόλοιπο το πήγαιναν στα σπίτια τους να δοκιμάσουν και οι δικοί τους. Άλλες πάλι έφευγαν αμέσως με τα ξέχειλα πιάτα τους, κάνοντας μικρά, φοβισμένα βήματα, να μη χύσουν σταγόνα του πολύτιμου υγρού.
Τις βλέπω ακόμη... Βαστούν τα πιάτα τους με τα δυο τους χέρια τεντωμένα ελαφρά μπροστά από το σώμα τους, τα μάτια τους κομμένα από την ολονύχτια αγρυπνία, χλωμά τα μάγουλα, ανάστατα τα μαλλιά, ξεφεύγουν ατίθασες τούφες πάνω στο μέτωπο, δαγκώνουν λίγο τα χείλη, φοβούνται μήπως χύσουν στο πάτωμα το πλούσιο υγρό που μεταφέρουν, χαμογελούν ευτυχισμένες και χορτάτες από τη νύχτα των ιερών οργίων... Φέυγουν μια μια -η μία πίσω από την άλλη- σχηματίζοντας μία μικρή πομπή η κάθε μια και μοιάζουν με μύστεις αρχαίων μυστηρίων που μεταφέρουν και δοκιμάζουν τη λατρευτική τους προσφορά στην αγαπημένη θεά, κορύφωμα και τέλος του μυστηρίου.
Πριν ξυπνήσει ο πατέρας το σπίτι είχε πια αδειάσει κι η μαμά μαζί με τη γιαγιά είχαν ήδη αρχίσει το συγύρισμα κι εγώ βρισκόμουν χορτάτη και ευτυχής, μέσα σε μια μακάρια ιλαρότητα στο κρεβάτι μου. Την ώρα που εκείνος ερχόταν στην κουζίνα για τον πρωινό του καφέ τίποτε δεν πρόδιδε πλέον την πανδαισία της προηγόύμενης νύχτας. Τίποτα εκτός από τη βαριά τσιγαρίλα που αργούσε πολύ να εξαφανιστεί. Ο πατέρας δεν έτρωγε πάντως πατσά. Τον σιχαινόταν.
Είναι είκοσι πέντε χρόνια τώρα που κι εγώ επίσης δεν ξανάφαγα πατσά. Από τότε που πέθανε η γιαγιά. Τώρα πια που δεν υπάρχει η γιαγιά και τα μάγια της, τον σιχαίνομαι κι εγώ σαν τον πατέρα μου.
Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Πλανόδιον, τεύχος 29, Ιούνιος 1999
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου