Από παιδί είχα την συνήθεια να
σταματώ στις κολώνες και να διαβάζω τα κηδειόσημα. Με ενδιέφερε κυρίως η
ηλικία. Αν ο άνθρωπος ήταν ηλικιωμένος, κάπως ησύχαζα. Νευρίαζα όταν έγραφαν μόνο το όνομά του και την
ημερομηνία της κηδείας του κι έπειτα των συγγενών του τα μικρά ονόματα
κατηγοριοποιημένα ανά βαθμό συγγένειας, αρχίζοντας από την στενότερη.
Προσπαθούσα τότε να μαντέψω απ’ το αν είχε παιδιά και εγγόνια, πόσο περίπου
χρόνων να ήτανε κι αν είχε ζήσει όσο έπρεπε.
Περιέργως δεν έφτιαχνα με τη
φαντασία μου καμιά εικόνα του προσώπου. Δεν έμπαινα καν στον κόπο να δώσω μια
σχηματική μορφή, το πιθανό πρόσωπο, το περίγραμμα έστω ενός φανταστικού
σώματος, που θα υποστασιοποιούσε το όνομα και την ηλικία. Κάτι που ωστόσο μου
συμβαίνει αυθόρμητα, όταν διαβάζω τους καταλόγους των ονομάτων των ηθοποιών που
έπαιξαν σε μια ταινία. Το κάθε όνομα μου γεννά μια εικόνα και κατά ένα περίεργο
λόγο, συχνά μπορώ να ταυτίσω ένα όνομα με το πρόσωπο ενός ηθοποιού που δεν
γνώριζα. Δεν το πετυχαίνω πάντα αλλά οπωσδήποτε έχω μεγάλα ποσοστά επιτυχίας κι
είναι ένα ευχάριστο παιχνίδι για μένα. Με τα ονόματα στα κηδειόσημα ποτέ δεν με
απασχόλησαν τέτοια πράγματα. Ήταν ηλικίες. Δεν διατηρούσαν από τον άνθρωπο που
υπήρξε παρά τον αριθμό των χρόνων που έζησε αποστεγνωμένο από εμπειρίες
και δραστηριότητες, από συναισθήματα,
παρορμήσεις και λάθη.
Πρέπει πάντως να ομολογήσω ότι τα
ονόματα δεν πέρναγαν πάντα αδιάφορα μπροστά από τα μάτια μου. Υπάρχουν,
βλέπεις, κάποια ονόματα παράξενα, που τα διαβάζεις και δεν πιστεύεις στα μάτια
σου κι άλλα που πρέπει να προσέξεις να μη βάλεις τα γέλια και σε παρεξηγήσει ο
περαστικός, πως τάχα κάτι είχες εναντίον του μακαρίτη και τώρα επιχαίρεις που
έχει πεθάνει, πως είσαι δηλαδή χαιρέκακος και ανάλγητος άνθρωπος. Να, ας πούμε,
θυμάμαι σα να ‘τανε χτες και όχι χωρίς
μια σχετική ντροπή, μια ιστορία που μου συνέβη στη Λιβαδειά. Δεν θυμάμαι πώς
είχαμε βρεθεί εκεί μια παρέα φοιτητών, εκδρομή ήταν; Κάποια πολιτική εκδήλωση
και είχαμε πάει για να την ενισχύσουμε; Όπως και να ‘χει, ξέκοψα από τους υπόλοιπους
και μαζί με μια συμφοιτήτρια κάναμε ένα
μεγάλο νυχτερινό περίπατο στους δρόμους της πόλης, προς την Κρύα. Ήταν ένα
βράδυ κρύο και υγρό, οι δρόμοι της πόλης έρημοι, ακούγαμε τα βήματά μας και τον
αχό της Έρκυνας. Ξάφνου είδα μπροστά μου ένα μεγάλο κηδειόσημο, κολλημένο πάνω
σε μια ξύλινη κολόνα και στάθηκα, κατά το συνήθειο μου, να το διαβάσω: Σουλτάνα
Παινεμένη. Έμεινα μερικά δευτερόλεπτα να το κοιτάω προσπαθώντας να σκεφτώ πώς
θα αποκαλούσαν τη γυναίκα αυτή όταν ήταν εν ζωή και –είχε κολλήσει το
μυαλό μου- πώς θα έλεγαν τα αρσενικά
μέλη της συνεπώνυμης οικογένειας. Το «Παινεμένης» δεν μου πέρναγε καν από το
μυαλό. «Την γνώριζες;» με ρώτησε η συμφοιτήτρια ακουμπώντας το χέρι της στον
ώμο μου –ποιος ξέρει τι εικόνα έδινα, έτσι απορροφημένη από το κηδειόσημο, που
θεώρησε η κοπέλα ότι μάλλον είδα όνομα γνωστό και κεραυνοβολήθηκα. «Όχι»
έσπευσα να τη διαβεβεβαιώσω, «Κοίτα όμως το όνομα». Πλησίασε η νέα γυναίκα κι
όταν το διάβασε, με μια φωνή έκπληκτη, σαν να τη γνώριζε αυτή τώρα, είπε αρκετά δυνατά, τόσο που θα μπορούσε να
ενοχλήσει του κοιμώμενους πολίτες της γειτονιάς «Πέθανε η Σουλτάνα Παινεμένη;».
Και χωρίς να το θέλουμε βάλαμε και οι δυο τα γέλια και προχωρώντας στο δρόμο,
χέρι-χέρι, σαν τα παιδάκια έτοιμα να χορέψουν την τσιγκολελέτα, λέγαμε ρυθμικά
πνιγμένες στα γέλια για ώρα «Πέθανε η Σουλτάνα Παινεμένη, πέθανε η Σουλτάνα
Παινεμένη».
Όταν είσαι νέος –ήμασταν δεν ήμασταν 22 χρόνων
θυμάμαι- όσο σοβαρός και εχέφρων και να ‘σαι όσο σεβαστικός, ο θάνατος είναι
τόσο μακριά που μοιάζει άλλοτε με αισθητικό γεγονός κι άλλοτε με ένα ψέμα που
σκαρφίστηκαν κάποιοι για να αλυσοδένουν τους ανθρώπους με φόβους και αμαρτία.
Πάντως τα κηδειόσημα συνέχισα να
τα κοιτάω. Στα πρώτα μου νιάτα, οι ηλικίες που συναντούσα συνήθως ήταν από 72
μέχρι 76. Είπα «συνήθως», γιατί πάντα υπάρχουν εκπλήξεις, προς τα πάνω
ευχάριστες, αλλά πολύ οδυνηρές προς τα κάτω,
η επάρατος ή τα μηχανάκια. Ηλικίες από «8» έβλεπα σπάνια. Όσο περνούσαν
τα χρόνια, έπαψα να κοιτάω τα κηδειόσημα με μια διάθεση στατιστικής εν γένει,
που είχε να κάνει με τη δική μου σχέση με το θάνατο, μια σχέση ερωτικού πάθους,
αφού όλη μου τη ζωή –τι οξύμωρο αυτό- όλη μου τη ζωή παλεύω με τη γοητεία του,
τον προκαλώ, τον κοροϊδεύω, τον νοιάζομαι, τον φοβάμαι, τον περιμένω στη γωνία,
παίζω μαζί του κρυφτό, τον φλερτάρω σαν ποθητό εραστή, τον πολεμάω ανελέητα, ξέρω πως στο τέλος θα
νικήσει αλλά πριν συμβεί αυτό θέλω να με θυμάται. Ο θάνατος. Έπαψα, λοιπόν, να
τα κοιτάω με στατιστική διάθεση και
άρχισα να τα μετράω με ένα άλλο γνώμονα. Οι γονείς μου μεγάλωναν,
γερνούσαν. Έτρεμα πως μια μέρα θα κόλλαγαν ένα κηδειόσημο στη γειτονιά μου που
θα είχε πάνω το όνομά τους. Και μετρούσα την απόσταση ανάμεσα στις
αναγραφόμενες ηλικίες και τη δική τους και έκανα την αφαίρεση για να δω πόσα
χρόνια ακόμα θα τους είχα, θα μπορούσα να τους έχω δηλαδή, αν όλα πήγαιναν καλά
και έφευγαν από αυτόν τον κόσμο με φυσικό θάνατο, από γηρατειά. Έχουν καημούς
τα μοναχοπαίδια. Καημούς που δεν τους ξέρει ο κόσμος και δεν μπορούν να τους
μοιραστούν με κανένα.
Εκείνη την εποχή –είχα πατημένα
πια τα 35- άρχισα να παρατηρώ ότι στα κηδειόσημα οι ηλικίες είχαν ανέβει. Τα
πιο πολλά αναφέρονταν σε ανθρώπους που είχαν μπει πια στην ένατη δεκαετία της
ζωής τους και πολλοί την είχαν φτάσει ως τη μέση και παραπάνω –αργότερα
δειλά-δειλά αλλά δυναμικά άρχισαν να φαίνονται όλο και πιο πολλά κηδειόσημα με
ηλικίες γύρω στα 92. «Μην είσαι, χαζή» μου είπε ο φίλος μου ο Χάρης μια μέρα
που του το συζήταγα. «Δεν το ξέρεις ότι έχει ανέβη ο μέσος όρος ζωής; Το προσεγμένο φαγητό, η
πρόοδος της ιατρικής και τα καλά φάρμακα έχουν αυξήσει το προσδόκιμο
αρκετά». Θυμήθηκα τότε πως την εποχή που
έγραφα το διδακτορικό μου και χρειάστηκε να ψάξω λίγο τις ηλικίες των μονομάχων
στις ρωμαϊκές αρένες, έπεσα πάνω σε μια παρατήρηση κάποιου ιστορικού αγγλόφωνου
για το προσδόκιμο ζωής στον 2ο
αι. Οι άνθρωποι τότε, έλεγε περίπου ο επιστήμονας, πέθαιναν αρκετά νέοι,
ειδικά οι γυναίκες με τις επιπλοκές του τοκετού, αλλά όσοι
κατάφερναν να γεράσουν, έφταναν συχνά στην εσχατογηρία και στην
συντριπτική τους πλειοψηφία ανήκαν στις υψηλές κοινωνικά και οικονομικά τάξεις.
Όταν άρχισε η μάνα μου να
μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία –ο πατέρας μου έφυγε ξαφνικά από ανακοπή, μας πήρε
πολύ καιρό να το συνειδητοποιήσουμε πως δεν θα γυρνούσε ξανά- όταν άρχισε η
μάνα μου να μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία, κοίταζα τα κηδειόσημα με κομμένη την
ανάσα. Πριν καν δω το όνομα, έψαχνα με αγωνία την ηλικία. Όχι, να, όλοι
–εντάξει σχεδόν όλοι- ήταν μεγαλύτεροι της, άρα είχε ακόμα καιρό. Το ξέρω πως η
σκέψη ήταν παιδαριώδης, πως ο θάνατος καθενός είναι προσωπικός, το βιολογικό
του ρολόι δικό του, αλλά δεν άντεχα να μην το σκέφτομαι. Η ανάγκη της
ανακούφισης από την ένταση και το άγχος ήταν τόση που κατέστελνα ευχαρίστως τη
λογική. Για κάθε άνθρωπο υπάρχει ένας
μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο και μετά όλοι οι
άλλοι. Για άλλον είναι το παιδί του, για άλλον ο ερωτικός του σύντροφος,
για μένα ήταν αυτή η μικροσκοπική, αγράμματη γυναίκα που συγκέντρωνε πάνω της
όλες τις γλυκές, αγκαθερές αντιφάσεις των ανθρώπων.
Μετά το θάνατό της, γύρισα στο σπίτι και
είπα, σαν τον ήρωα του αγαπημένου μου Μπαλζάκ, το δικό μου «à nous deux maintenant», όχι φυσικά στο Παρίσι, όπως
ο Ραστινιάκ, αλλά σε μια καθημερινότητα που δεν θα την περιείχε πια και έπρεπε να αναμετρηθώ μαζί της και
να μάθω να τη διαχειρίζομαι. Και κοίταγα πάλι τα κηδειόσημα. Πιο πολύ από πριν.
Με ένα συναίσθημα ανάμεικτο με οργή και ενοχή. Κάθε φορά που διάβαζα μια ηλικία
μεγαλύτερη από τη δική της –και διάβαζα συχνά- μέτραγα τα περισσευούμενα χρόνια
και στενοχωριόμουνα. Αυτός είχε ζήσει κάτι παραπάνω. Θα μπορούσε κι εκείνη να
είχε φτάσει την ηλικία του.
Τώρα πια που συμφιλιώθηκα κάπως
–όσο είναι δυνατό να το πεις αυτό- με την απουσία της, δεν ξέχασα τα
κηδειόσημα. Τα κοιτάω πάλι. Τώρα όμως πιο πολύ πέφτει το μάτι μου στα ονόματα.
Τρέμω μη διαβάσω επώνυμο γνωστό και όνομα οικείο. Οι γονείς των ανθρώπων της
γενιάς μου φεύγουν ένας-ένας. Σχεδόν κανείς μας πια δεν είναι παιδί κανενός.
Μεγαλώσαμε. Ενηλικιωθήκαμε. Όλοι μας έχουμε από ένα τουλάχιστον τάφο στο
παρελθόν μας. Τώρα τελευταία άρχισε ο θάνατος να χτυπάει και τις πόρτες της
γενιάς μου. Ναι, κοιτάζω τα κηδειόσημα με τρόμο. Μη και ανακαλύψω ξαφνικά ένα
παλιό ξεχασμένο φίλο, ένα γείτονα που είχε από χρόνια αλλάξει γειτονιά.
Μου περνάει κι απ’ το νου ο δικός
μου θάνατος. Όχι σαν γεγονός. Πώς το λέει ο Επίκουρος; Ουδέν προς ημάς. Αλλά
για τα διαδικαστικά του. Ποιος θα με θα με θάψει; Τι μέτρα πρέπει να λάβω ώστε
οι φίλοι που θα αναγκαστούν να ασχοληθούν με αυτό –συγγενείς δεν έχω- οι φίλοι
που αναγκαστικά, λοιπόν, θα αναλάβουν το καθήκον, να μην κουραστούν και να μη
ξοδευτούν επίσης, στις εποχές που ζούμε δεν περισσεύουν για τους ζωντανούς, οι
νεκροί συγχωρνάνε. Και πάλι γυρνάει ο νους μου στους αγαπημένους μου αιώνες,
στο τέλος του πρώτου αιώνα μετά το Χριστό, έγινε συνήθειο άνθρωποι μοναχικοί
–των κατώτερων τάξεων στην πλειονότητά τους- να μετέχουν σε μια ταφική λέσχη.
Πάει να πει, πλήρωναν με το μήνα και παρακολουθούσαν τελετές και άλλες
θρησκευτικές δραστηριότητες και, όταν ερχόταν η ώρα, η λέσχη τους αναλάμβανε
όλη τη φροντίδα του νεκρού κορμιού τους και τις προσευχές για την ψυχή τους.
Εκεί που των άλλων το κηδειόσημο γράφει για παιδιά και για εγγόνια, το δικό μου
θα έχει ένα σεμνό: Οι φίλοι και οι σύντροφοι. Και δεν θα υπάρχουν ονόματα. Η
ποθητή ανωνυμία της συλλογικότητας που γύρεψα σε όλη μου τη ζωή. Η μόνη που
εξασφαλίζει πραγματικά τη λάμπουσα ατομικότητα αλλά ταυτόχρονα προφυλάσσει από
το σαράκι του εγωισμού. Οι φίλοι και οι σύντροφοι Η μέγιστη τιμή και χαρά μου.
Έγινε και ένα παράξενο τα
τελευταία χρόνια επίσης: συνειδητοποίησα που όσο μεγαλώνω τόσο πιο πολύ
παθιάζομαι με τη ζωή, τόσο πιο πολύ την αγαπάω. Αποφασιστικά, οριστικά και
γάργαρα. Και τη βλέπω τη ζωή την ίδια σαν αντίσταση. Δεν θα τους αφήσω να με
καταβάλουν. Θα ζήσω. Όσο μπορώ πιο πολύ. Με χαμόγελο και πάθος.
Πάντως, τον τελευταίο καιρό, που
η κρίση βαθαίνει κι όλα γύρω σκοτεινιάζουν ανελέητα, παρατηρώ πως στα
κηδειόσημα οι ηλικίες χαμήλωσαν ξαφνικά. Είναι γεγονός πως ακόμα κι ο θάνατος
έχει μια αναπόδραστη ταξική πλευρά.
(Νοέμβριος, 2012)