Ήταν κάποτε, πολύ παλιά, μιὰ γυναίκα μοναχή πού
είχε ένα κτήμα κι ένα σπίτι μέσα στο κτήμα. Όταν ήταν πολύ νέα τα κατάφερνε
καλά με τις δουλειές και χρειαζόταν μόνο περιστασιακά εργάτες. Έσκαβε,
έσπερνε, πότιζε, μάζευε τη σοδειά, φρόντιζε τα ζώα της και μοναχή κατέβαινε
με την πραμάτεια στην αγορὰ κι έκαμε την πούληση. Αλλά σαν πέρασε ο
καιρός, άρχιζε να βαραίνει και κομματάκι δυσκολευότανε. Όλο και
πιο πίσω πήγαιναν τα πράγματα και μαράζωνε το κτήμα. Αναγκάστηκε να
πάρει έναν εργάτη, νέον άντρα, παλικάρι στα τριάντα του, αυτή είχε
περάσει πια τα πενήντα.
Ήταν όμορφος ο
εργάτης και μια μέρα η μοναχή γυναίκα κατάλαβε ότι είχε γι’ αυτόν αταίριαστα
αισθήματα. Δεν έδωσε σημασία – έτσι είχε μάθει να ξεπερνάει τα
πράγματα που την τάραζαν. Είπε «φουρτούνα είναι και θα τελειώσει».
Μα δεν τέλειωνε. Τ’ αντίθετο, όσο περνούσε ο καιρὸς τόσο πιο βαθιὰ τον
αγαπούσε. Μα το ‘κρυβε καλά. Τις νύχτες που ‘πεφταν να κοιμηθούν, άφηνε
στο κρεβάτι της μια γωνιά, όση ένα σώμα και πριν την πάρει ο ύπνος, γύριζε
προς εκείνη τη μεριά με κλάματα στα μάτια και πόνο στην καρδιά κι αγκάλιαζε
την απουσία με τα δυο της χέρια κι απίθωνε στην άκρια του μαξιλαριού
της προς εκείνη την πλευρά ένα μεγάλο φιλί, ερωτικό. Αποκοιμιότανε
έπειτα κι ο ύπνος της ήταν βαρύς και δίχως όνειρα. Τον πρώτο χειμώνα
του ‘πλέξε ένα σκούφο και του τον χάρισε κι έκανε αυτός χαρές μεγάλες.
Στην πραγματικότητα του ‘χε πλέξει δυο ολόιδια σκουφιά. Τον άφησε και
το φόρεσε μερικές φορές κι όταν πότισε η κλωστή από το κορμί του, το
άλλαξε με το άλλο, το όμοιό του. Και κράτησε το φορεμένο για ‘κείνην.
Το ‘κρυψε κι όταν μπορούσε, το ‘βγαζε από το συρτάρι, το κοίταζε κι έκλαιγε.
«Τι με βρήκε;» αναρωτιότανε πονεμένη.
Ήταν καλός εργάτης
ο νέος άντρας, δουλευτής, προκομμένος κι αυτή άξια, καλά πήγαινε το
κτήμα. Ήρθαν όμως καιροί δίσεχτοι. Έπεσε ξερασία μεγάλη στον τόπο.
Ήρθε πείνα. Η μοναχή γυναίκα μοιραζότανε το φαΐ της με το παλικάρι
– για να λέμε την αλήθεια αυτή έτρωγε ελάχιστα και με χίλιες δικαιολογίες
του έδινε και το δικό της μερτικό κι αυτή αδυνάτιζε ολοένα. Μα και
πάλι ο νέος άντρας δεν εχόρταινε. Τι να σου κάνει λίγο ψωμί, καμιά πατάτα
και λίγα μαραγκιασμένα φρούτα όταν είσαι δυο μέτρα κορμί;
Ήρθε μια μέρα
που δεν υπήρχε πια τίποτε. Έβρασε χόρτα αλάδωτα. «Πεινάω» είπε ο νέος
άντρας. Και την επόμενη πάλι «πεινάω» είπε κι είχε η φωνή του φαρμάκι.
Την δάγκωνε σαν οχιά. Οι μέρες περνούσαν και τα πράγματα χειροτέρευαν.
Ένα μεσημέρι που πάλι άδειο ήταν το τραπέζι κι είδε το βλέμμα του χαρακωμένο,
δεν άντεξε. Πήρε ένα μαχαίρι κοφτερό και χάραξε τον καρπό της βαθιά.
Ξεχύθηκε αίμα ζεστό και κόκκινο. «Πιε» του είπε. «Πιε, να τραφείς. Να
πάρεις δύναμη.» Την κοίταξε τρομαγμένος αλλά μετά από λίγο πήρε το
χέρι της με ευγνωμοσύνη και ρούφηξε δυο τρεις γουλιές. Κι είχε το αίμα
εκείνο μια γεύση αλλούτερη και φωτεινή. Το ‘κανε αυτό και την επόμενη
μέρα η γυναίκα και της επόμενης την επόμενη. Και κάθε μέρα. Τον έτρεφε
με αγάπη από το κορμί της και την ψυχή της. Κι ήρθε μια μέρα που άλλο αίμα
δεν της έμεινε. Στράγγιξε αυτός και την τελευταία γουλιά και πέθανε
εκείνη ευτυχισμένη στην αγκαλιά του.
Ο νέος άντρας την
έθαψε κατά πως έπρεπε κι έφυγε από τον τόπο. Γύριζε μετά μονάχος στα
βουνά. Ζητούσε ξανά τη γεύση του αιμάτου της. Την ζητούσε απελπισμένα.
Έπινε από άλλους ανθρώπους αλλά την γεύση τη δική της σε κανενού το
αίμα δεν την έβρισκε κι όλο έψαχνε. Κι ακόμα ψάχνει.
Έτσι γίνηκε ο
πρώτος βρικόλακας. Από αγάπη. Κι αγάπη ψάχνει αλλά δεν το ξέρει.
Αύγουστος, 2015
Πρώτη δημοσίευση: Πλανόδιον-Ιστορίες Μπονζάι, 20.9.2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου