Τις πρώτες μέρες της
άνοιξης μας καλούσε πάντα στο σπίτι της η Αννέτα Ψαραδέλλη. Ήταν κάτι σαν
παράδοση της μικρής γυναικοπαρέας μας –φιλίες που οι περισσότερες μετρούσαν ζωή
τριάντα χρόνων και βάλε. Μόνο η Σωσώ ήταν σχετικά καινούρια. Την είχα φέρει εγώ
στην παρέα δέκα χρόνια πριν, όταν την γνώρισα σε ένα από τα σχολεία που
δούλεψα, και μ’ άρεσε ο ντόμπρος χαρακτήρας της και τα μακριά καστανά μαλλιά
της, που έφτιαναν μικρές σφιχτές μπούκλες κι αυτή τα σήκωνε ψηλά σε ένα κοτσάκι
απ’ το οποίο ξέφευγαν χαριτωμένες ατίθασες τούφες. Ατίθασες σαν την Σωσώ.
Το σπίτι της Αννέτας
είναι στο Λυκαβηττό κι έχει όμορφη θεά. Απ’ το μεγάλο μπαλκόνι της βλέπεις όλη
την Αθήνα. Μπαλκόνι λόγος του λέγειν δηλαδή, γιατί το διαμέρισμα είναι στον τελευταίο όροφο της πολυκατοικίας, ένα
κομψό, μεγάλο ρετιρέ, και το μπαλκόνι είναι μια ευρύχωρη βεράντα με αναπαυτικές
πολυθρονίτσες και μια κούνια.
Αράζουμε νωρίς το
απόγευμα μπροστά σε ένα τραπέζι γεμάτο γλυκά και καφέδες και μένουμε ως αργά το
βράδυ, πίνοντας και τρώγοντας μεζεδάκια που έχουμε ετοιμάσει όλες και έχουμε
φέρει περήφανες για τη μαγειρική μας. Δεν είναι σαν τις άλλες συναντήσεις μας,
αυτό είναι μια ιεροτελεστία της σχέσης μας που την έχει σμιλέψει με σιγουριά ο
χρόνος και τα γεγονότα. Έχει και μια
όμορφη πέργολα στο μπαλκόνι της η Αννέτα και μεγάλες γλάστρες με γιασεμιά και
νυχτολούλουδα, μοσχοβολάει ο τόπος, λιγωνόμαστε από τις μυρωδιές και μπαίνει
μέσα μας ένα φρέσκο αεράκι αισιοδοξίας. Συνήθως σ’ αυτές τις συναντήσεις δεν
μιλάμε για πράγματα σοβαρά. Είναι μέρος της παράδοσης η αλαφράδα της συζήτησης,
τα τετριμμένα θέματα, τα απλοϊκά θα έλεγε ένας τρίτος που δεν μας ήξερε και πιο
πολύ ακόμα θα παραξενευόταν κάποιος που μας γνώριζε και γνώριζε καλά της κάθε
μιας τα ενδιαφέροντα και τις ικανότητες. Είναι αυτό το δώρο της φιλίας το πιο
μεγάλο: κοντά στους ανθρώπους σου, που τους αγαπάς και σε ξέρουν και σ’ αγαπούν
με τη σειρά τους, δεν χρειάζεται να προσπαθείς, δεν είναι αναγκαίο να ανοίγεις
τη βεντάλια των ικανοτήτων σου και των γνώσεών σου για να γίνεις αρεστός, δεν έχεις ανάγκη να
λες πράγματα σοβαρά και περισπούδαστα
όλη την ώρα. Με τους φίλους τους πραγματικούς δεν φοβάσαι να πεις ακόμα και
κοινοτοπίες. Δεν θα σε παρεξηγήσουν. Το ίδιο κάνουν κι αυτοί. Είναι απόδειξη
της εμπιστοσύνης αυτή η χαλαρότητα. Μιλάμε, λοιπόν, για πράγματα ανάλαφρα,
ταξίδια, γάμους, βαφτίσια, αγορές, φτιασίδια, καμώματα των παιδιών, μικρές
ιστορίες της καθημερινότητας που θέλει η
μια να μοιραστεί με την άλλη. Για τα σοβαρά βρισκόμαστε άλλες φορές.
Εκείνη την ημέρα είχε
έρθει και η κυρία Μαυρομάτη. Η Έλσα Μαυρομάτη είναι μεγαλύτερη από μας, που
όλες είμαστε συνομήλικες, δυο-τρία χρόνια διαφορά η μια από την άλλη, εγώ με τη
Μαρία μάλιστα είμαστε γεννημένες ίδια χρονιά και ίδιο μήνα. Κι επειδή την
περνάω καμιά δεκαριά μέρες, το μόνιμο αστείο ανάμεσά μας είναι που της ζητώ να
με σέβεται ως μεγαλύτερη. Η κυρία Μαυρομάτη όμως είναι πράγματι μεγαλύτερη,
αρκετά μεγαλύτερη από μας. Δεν είναι μέλος της παρέας μας αλλά την αγαπούμε
όλες γιατί είναι μια γυναίκα σοφή κι αρχοντική, σαν να βγαίνει από γαλλικά
μυθιστορήματα του 19ου αιώνα. Ο λόγος της είναι γλυκός αλλά βαρύς.
Στις λέξεις της δεν υπάρχει περίσσεμα, μετρά τα λόγια της και κάθε που μιλά για
κάτι, έχεις τη σιγουριά πως το σκέφτηκε πολύ, πολύ το βασάνισε στο νου της πριν
το πει. Και τραγουδά όμορφα. Η φωνή της είναι κρυστάλλινη παρά την ηλικία της,
δυνατή φωνή, πλατιά, βγαίνει άκοπα μέσα απ’ το κορμί της και ξεχύνεται απαλή
και μελωδική. Έχει σπουδάσει χρόνια κλασικό τραγούδι, ήθελε να ασχοληθεί και
επαγγελματικά αλλά παντρεύτηκε νωρίς, έκανε τρία παιδιά και τα παράτησε όλα για
το χατίρι τους. Εκείνη την ημέρα ήρθε, λοιπόν, και η κυρία Μαυρομάτη και έτυχε,
με αφορμή που δεν θυμάμαι, να πιάσουμε μια μεγάλη κουβέντα για τα παιδιά και το
μεγάλωμά τους κι όλες είχαν κάτι να πουν, ακόμα κι εγώ που δεν έχω δικά μου
παιδιά, αλλά λόγω επαγγέλματος συναναστρέφομαι με παιδιά και εκατοντάδες ζωές
τις ξέρω με τις χαρές και τα βάσανα της εφηβείας τους. Ακόμα και η Χαρά, που κι
αυτή δεν έχει παιδιά, έλεγε για το παιδί μιας ξαδέρφης της που ζουν στην ίδια
πολυκατοικία και το αγαπά.
Η Χαρά είναι ένα χρόνο
νεότερη μου αλλά δείχνει μια δεκαετία
μικρότερη από την ηλικία της. Είναι χαρούμενος άνθρωπος –«πιο ταιριαστό όνομα
σε άνθρωπο δεν έχω δει» λέει καμιά φορά γι’ αυτήν η Μαρία. Δυναμική, με
χιλιάδες δραστηριότητες, ζαλίζομαι μερικές φορές να την ακούω τι έχει να κάνει
μέσα στη μέρα. Ήταν χρόνια δημοσιογράφος στις πολιτιστικές σελίδες μιας μεγάλης
εφημερίδας, αλλά όταν άρχισε η κρίση, τα πολιτιστικά ένθετα έκλεισαν γρήγορα κι
έμεινε σχεδόν χωρίς δουλειά. Άρχισε να μεταφράζει επαγγελματικά, μιας και ήξερε
αρκετά καλά τρεις γλώσσες, και
προσπαθούσε να ζήσει από αυτό και το ενοίκιο μιας παλιάς μονοκατοικίας στην
Καισαριανή που είχε κληρονομήσει από ένα θείο της πριν από χρόνια. Τα ‘φερνε δύσκολα βόλτα, αλλά
ποτέ της δεν παραπονέθηκε ούτε έχασε το χαμόγελό της. Είναι περήφανος άνθρωπος,
παραπάνω απ’ όσο πρέπει νομίζω, δεν καταδέχεται να την λυπούνται. Η Χαρά γελάει
εύκολα και φωτίζεται το πρόσωπό της, που είναι κάπως ασύμμετρο, η απόσταση
ανάμεσα στα μάτια και στο στόμα πάντα μου φαινόταν μεγαλύτερη απ’ όσο
πρέπει, αλλά είναι πρόσωπο λεπτό κι
ευγενικό, ένα σχεδόν ωραίο πρόσωπο. Κυρίως τα χείλη της που είναι σαρκώδη και
έχουν ένα χρώμα παράξενο, ροζ σκούρο, πολύ όμορφη τη βρίσκω αυτή την ασυνήθιστη απόχρωση του ροζ
που έχουν τα χείλη της.
Η κυρία Μαυρομάτη ξέρει
τη Χαρά από παλιά. Νομίζω ότι γνωρίζει τη μητέρα της ή ήταν γειτόνισσες με τη
μητέρα της, κάπως έτσι. Την ξέρει πάντως από πολύ μικρή και της έχει περίσσια
αδυναμία. «Είναι καλός άνθρωπος» λέει για τη Χαρά, «τόσο καλός που καταντά
ελάττωμα». Μπορεί να έχει δίκιο, το λένε και οι άλλες για τη Χαρά αυτό, μα
εμένα μ’ αρέσει. Σε ένα κόσμο σαν το δικό μας θέλει μεγάλη γενναιότητα να είσαι
ευαίσθητος και καλός, να παραμένεις ευαίσθητος και καλός, δοτικός άνθρωπος, με
καρδιά.
Είχαμε πιάσει λοιπόν την
κουβέντα για τα παιδιά εκείνη την ημέρα και λέγαμε και λέγαμε και τελειωμό δεν
είχαμε κι όλο θυμόμαστε ιστορίες για το παιδί της η κάθε μια, αυτές που είχαν,
ή για το παιδί κάποια άλλης από την παρέα, σκανταλιές, εξυπνάδες τους και κοψοχολιάσματα… Θυμάμαι πως γελούσαμε
πολύ γιατί λέει κάποια στιγμή η Μαρία «Ρε κορίτσια τι ώρα είναι; Θα μας φέρουν
το εκατό οι γείτονες».
Κι ανάμεσα στις ιστορίες
για τα παιδικά κατορθώματα του Αντρέα και του Σταύρου ή των δίδυμων
κοριτσιών της Ελένης λέει απρόσμενα η
κυρία Μαυρομάτη «Δεν σου το συγχώρεσα ποτέ, Χαρά, που δεν παντρεύτηκες. Εσύ απ’
όλες τους πιο πολύ έπρεπε να έχεις γίνει
μάνα». Και την κοίταξε ίσια στα μάτια με
μεγάλη σοβαρότητα και, σαν να την κατηγορούσε για κάτι , το βλέμμα της
συνάντησε το βλέμμα της Χαράς και την ανάγκασε να κατεβάσει τα μάτια «Δεν κάνω
παιδιά, κυρία Έλσα. Το ξέρετε κι εσείς και οι άλλες» είπε η Χαρά κι είχε κόπο η
φωνή της, φανερό πως δεν την ήθελε μια τέτοια κουβέντα, αλλά δεν ήξερε πώς να
την σταματήσει, αν άρχιζε. Πήρε αμήχανα από το τραπέζι το ποτήρι της με το
λευκό κρασί και ήπιε μια γουλιά. Κι αλήθεια όλες το ξέραμε, μας το είχε πει από παλιά, ότι έχει ένα
πρόβλημα με τα ωάρια και δεν μπορεί να συλλάβει αλλά ούτε και ήθελε να μπει
στην διαδικασία των εξωσωματικών.
Για μερικά δευτερόλεπτα
έγινε μικρή σιωπή κι έπεσε μια παγωνιά στην ατμόσφαιρα. Οι άλλες ανέλαβαν να
σώσουν την κατάσταση, «πιάσε μου, δυο τυροπιτάκια, όνειρο σου γίνανε, αγάπη
μου» η μια και «μη μου βάζεις παστίτσιο» η άλλη «παχαίνει» και «α, τι ανάγκη έχεις εσύ, τρως όσο θέλεις και
γραμμάριο δεν βάζεις πάνω σου», τέτοια πράγματα, άλλαξε μονοστιγμίς το κλίμα. Έγιναν δυο τρία πηγαδάκια,
χοροπηδούσαν τα χαμόγελα και τα χαϊδέματα σε μπράτσα και ώμους η μια στην άλλη.
Ξεχάστηκε η δύσκολη στιγμή και ήρθε πάλι
η κουβέντα στα παιδιά, γιατί η κόρη της Βέρας ετοιμαζόταν να παντρευτεί και την
πειράζαμε οι υπόλοιπες που θα γίνει κάποια στιγμή κι αυτή, η πιο κομψή και
νεάζουσα της παρέας μας, γιαγιά.
Η Φαίδρα όλη εκείνη την
ώρα είχε μισοξαπλώσει σε μια πολυθρόνα μ’ ένα ποτήρι στο χέρι. Έκανε πως έπινε.
Ακουμπούσε αργά το ποτήρι στα χείλη, δάγκωνε το στεφάνι, το έγερνε στο στόμα
αλλά δεν άφηνε τη γουλιά να κατέβει. Σχεδόν δεν έβρεχε τα χείλη. Είχε τα μάτια
μισόκλειστα αλλά κοιτούσε επίμονα. Κοιτούσε επίμονα τη Χαρά. Δάγκωνε το ποτήρι,
έβρεχε τάχα τα χείλη και κοιτούσε τη Χαρά. Είχαν περίεργη σχέση οι δυο τους.
Βλέπονταν λιγότερο μεταξύ τους από ό,τι οι άλλες. Αλλά φαινόταν να καταλαβαίνει
η μια την άλλη βαθιά και σχεδόν επικίνδυνα. Κι εγώ που ξέρω καλά τη Χαρά,
καταλάβαινα –δεν το ‘πα ποτέ, αυτά δεν λέγονται- καταλάβαινα πως η Χαρά φοβόταν
μερικές φορές πόσο πολύ την ήξερε η Φαίδρα.
Από την ώρα που είχε
ειπωθεί εκείνη η κουβέντα περί γάμου και μητρότητας, είχε στραβώσει η Φαίδρα.
Κάτι σ’ αυτήν την κουβέντα την είχε πειράξει. Έκλωθε στο νου της να πει ένα
λόγο, το μετάνιωνε, αλλά δεν το βάσταγε πάλι, την έκαιγε να το πει. Αν την
πρόσεχες καλά, ζύγιαζε σαν αιλουροειδές τις δυνατότητες. Και ξαφνικά πήρε το
λόγο, αφήνοντας κάτω το ποτήρι και στρογγυλεύοντας τα χείλη, όπως κάθε φορά που
ήθελε να διηγηθεί μια ιστορία –η Φαίδρα διηγιόταν πολύ όμορφα, με φωνή αργή και
γοητευτική υπέροχες ιστορίες που ποτέ δεν ξέραμε αν ήταν πραγματικές ή τις είχε
πλάσει η αστείρευτη φαντασία της κι αυτή διασκέδαζε να μας βασανίζει αφήνοντάς
μας με ανικανοποίητη την περιέργεια.
«Όταν με ρωτούν εμένα
γιατί δεν έκανα παιδιά, λέω συνήθως ότι παιδιά δεν κάνω. Όπως το λέει η Χαρά. Απ’
αυτήν το ‘μαθα να το λέω. Όσοι το ακούν, λυπούνται ή κάνουν ότι λυπούνται γιατί
στην πραγματικότητα δεν τους ενδιαφέρει. Έτσι την είπαν την κουβέντα γιατί τους
αρέσει να ανακατεύονται στις ζωές των άλλων και να μαζεύουν άχρηστες
πληροφορίες που τις αναμεταδίδουν με ευχαρίστηση αλλά χωρίς αληθινό όφελος.
Θέλω να πω άλλο όφελος παρά την ανήθικη χαρά που δίνει η στέρφα γνώση, η
άχρηστη, όταν την δίνεις σε ένα τρίτο και καμαρώνεσαι. Μερικοί ωστόσο θλίβονται
πραγματικά, γιατί νομίζουν πως υπάρχει πληγή στο λόγο μου. Με χτυπούν φιλικά
στην πλάτη, λένε ένα λόγο τρυφερό, συνήθως άστοχο, αλλά έχει η φωνή γλυκάδα και
συμπόνια. Στην πραγματικότητα, λέω αυτό που αντέχουν ν’ ακούσουν οι άνθρωποι.
Γιατί αν πω ότι δεν ήθελα παιδιά δεν θα το πιστέψουν –βλέπεις, δεν είναι που
δεν αγαπώ τα παιδιά, αλλά δεν τα θέλω κι αυτό δύσκολα το πιστεύουν οι άνθρωποι
πως βγαίνει από την καρδιά μιας γυναίκας.
Κι ακόμα χειρότερα θα γίνονταν τα
πράγματα, αν έλεγα ότι σκότωσα το παιδί
μου…»
«Τι λες, ρε Φαίδρα, γαμώ
τη σου…» την έκοψε η Μαρία. Γυρίσαμε όλες και την κοιτάξαμε, τη Μαρία, και δεν
είδαμε το κοράκι που έσκιζε με τα νύχια του το βλέμμα της Χαράς, την αγωνία
που σκέπασε αναπάντεχα το πρόσωπό της. Αλήθεια
πάντως που σε μας τόσα χρόνια –είκοσι τουλάχιστον λέω- η Φαίδρα ποτέ δεν είχε
μιλήσει για το ζήτημα, σαν να μην την αφορούσε.
«Άστηνα να μιλήσει,
Μαρία» είπε η Αννέτα που δεν προστάτεψε, όπως το συνήθιζε, την συνθήκη της
βραδιάς, δηλαδή να μην μπαίνουν στην κουβέντα βαριά θέματα και εξομολογήσεις.
«Το κορμί μου είναι
δυνατό, η μήτρα μου γερή, δεν είχα ποτέ μου κανένα πρόβλημα. θα μπορούσα να φέρω στον κόσμο δέκα παιδιά. Υπήρξε
μια εποχή μάλιστα που νόμιζα πως το ήθελα. Λίγο πριν πιάσω τα τριάντα, τότε που
λένε πως χτυπά το βιολογικό ρολόι των γυναικών και το κορμί ζητά να γεμίσει με
μια νέα ζωή. Έτσι λένε. Μπορεί και να ‘ναι αλήθεια. Ως ένα σημείο, ζώο είναι ο
άνθρωπος και η φύση ζητά την διαιώνιση. Ένστικτο δυνατό δεν λένε πως είναι ετούτο; Νόμιζα πως ήθελα παιδί εκείνη την
εποχή, λοιπόν, ένα κοριτσάκι ήθελα να το μεγαλώσω με αγάπη και ευθυμία. Γιατί
έτσι λέω πως πρέπει να μεγαλώνουν τα παιδιά, με το γέλιο.
«Τότε…», στάθηκε λίγο σα να ‘θελε να θυμηθεί, «σ’ ένα
ταξίδι στο Παρίσι, κατάλαβα πως ήμουν έγκυος. Κανονικά θα ‘πρεπε να χαρώ αλλά,
από τις πρώτες ώρες ήδη, έπεσε μέσα μου μια πέτρα… Δεν ένιωθα τίποτε. Μήτε
χαρά, μήτε και κάτι άλλο όμως, ανησυχία, να πεις, φόβο, ακόμα και στενοχώρια…
Ήταν μια μέρα μουντή, φυσούσε ένας γλυκός
κρύος αέρας που άλλες φορές μου δρόσιζε την ψυχή, μα τώρα ούτε που τον
καταλάβαινα. Ένιωθα να με τραβά μέσα της μια ομίχλη με δόντια… Προσπαθούσα να
μη μπω μέσα στο αργό, αραχνοΰφαντο αλλά επίμονο στροβίλισμά της όμως έμπαινε αυτή μέσα σε μένα. Και δεν καταλάβαινα
τι μου συνέβαινε…
Έφτασα περπατώντας από την Σορβόνη στην Πον
Μαρί και στάθηκα ώρα να κοιτώ τα νερά του ποταμού που φούσκωναν αργά και
μεγαλόπρεπα. Μαύρα, βρώμικα, πηχτά νερά… Μπορώ να τα κοιτάζω ώρες. Στάθηκα στη
γέφυρα, κοιτούσα τα νερά του ποταμού και δεν σκεφτόμουν τίποτε. Είχα βυθιστεί
μέσα στη συνείδηση του γεγονότος και ένιωθα σα να ‘μουν πάνω σε μια μεγάλη
κούνια και πήγαινα με φόρα ψηλά και πάλι γύριζα κάτω κι ύστερα πάλι επάνω,
ψηλά, να κοντεύω τον ουρανό και πάλι κάτω, τα πόδια μου άγγιζαν μια υγρή,
επικίνδυνη γλίτσα που ζητούσε να με ρουφήξει…
Και τότε κατάλαβα πως δεν ήθελα αυτό το παιδί, πως δεν ήθελα κανένα
παιδί. Δεν ήθελα να έχω παιδί. Όχι, δεν ήταν φόβος μήπως αλλάξει η ζωή μου,
ούτε μήπως το παιδί βάλει σε κίνδυνο την καριέρα μου… Όχι, δεν ήθελα παιδί. Ομολογώ
ότι ξαφνιάστηκα κι εγώ η ίδια από την τόση βεβαιότητα… Γιατί ένιωθα απόλυτα βέβαιη πως δεν ήθελα
παιδί.
Αγόρασα ένα τεστ από
κάποιο φαρμακείο που βρήκα μπροστά μου. Σχεδόν δεν χρειάστηκε να κοιτάξω το
αλλαγμένο χρώμα της ράβδου. Τι θα μου ‘λεγε παραπάνω από ό,τι ήξερα;
Το επόμενο απόγευμα δεν
είχα δουλειά και έμεινα στο σπίτι –η Στεφανία, που έλειπε στο Στρασβούργο
εκείνο τον καιρό, μου είχε δανείσει το διαμέρισμά της στο Ιβρί σιρ Σεν. Θα ήθελα να τηλεφωνήσω σε κάποια από σας, στη
Χαρά μάλλον, αλλά δεν το αποφάσιζα. Φοβόμουν λίγο να ακούσω αυτά που ήξερα πως
θα μου έλεγε. Κοιτούσα το όμορφο απογευματινό φως που λιγόστευε ανεπαίσθητα
λεπτό το λεπτό, κοιτούσα το μικρό δρόμο όπου έβλεπε το δωμάτιό μου, το καφέ Elpenor –πού το βρήκε το όνομα ο ιδιοκτήτης;
Ήξερε άραγε ποιος ήταν ο Ελπήνορας; Είχα δυο μέρες να φάω, ζαλίστηκα, παρά λίγο
να πέσω κάτω. Αρπάχτηκα από το μπράτσο μιας παλιάς πολυθρόνας και με δυσκολία
πήγα στο κρεβάτι μου και ξάπλωσα. Σε λίγες μέρες θα γύριζα πίσω, στην Αθήνα.
Έπρεπε να οργανώσω την κατάσταση. Να κλείσω ραντεβού με το γιατρό, να πάρω
άδεια από τη δουλειά…
Νύχτωνε… Το δωμάτιο
γέμιζε σκιές… Ακούμπησα το χέρι μου στην κοιλιά μου. Δεν ένιωθα τίποτε αλλά
αυτό ήταν εκεί, μια επίμονη στάλα ζωής, στη μέση της μήτρας… Πίεσα την παλάμη μαλακά, η σάρκα υποχώρησε,
το χέρι μου βυθίστηκε μέσα της, πόνεσα από την πίεση. Και πάλι δεν ένιωθα
τίποτα. Υπήρχε αλλά ήταν σαν να μην
υπήρχε, υπήρχε και δεν ήθελα να υπάρχει. Δεν ήθελα να υπάρχει. Αυτή η βούληση
γινόταν τόσο οξεία που σχεδόν μπορούσα να τη δω μπροστά μου, σα γαλάζια κοφτερή
φλόγα που χωρίζει χειρουργικά τα μέταλλα…
Ήθελα να μην υπάρχει… Το
παιδί αυτό ήθελα να μην υπάρχει.
Κι άρχισα να παρακαλάω
–ποιον; Σε Θεό δεν πιστεύω αλλά, έτσι κι αλλιώς, μπορείς να παρακαλέσεις Θεό για ένα τέτοιο
πράγμα; Ποιον παρακαλούσα; Κάτι απρόσωπο αλλά δυνατό… Να ξεφορτωθώ αυτό το
παιδί που ήταν ακόμα μια σταγόνα αίμα και μεγάλωνε ώρα την ώρα μέσα μου. Ζητούσα από το κορμί μου να το διώξει. Όλο το βράδυ… το μόνο
που ήθελα ήταν να φύγει από μέσα μου εκείνο το παιδί, σαν να μην είχε υπάρξει
ποτέ… Τόσο πολύ το ευχήθηκα, τόσο δυνατά
και οριστικά και με πείσμα, εκείνη τη νύχτα και τις άλλες που ακολούθησαν και
τις μέρες που τους ανήκαν, αλλά τις νύχτες πιο πολύ, γιατί η μέρα είναι της
ζωής, αλλά η νύχτα σκεπάζει τα αιτήματα του θανάτου και τις άνομες επιθυμίες,
τόσο πολύ το θέλησα να … –όχι, δεν είπα
ποτέ τη λέξη, αλλά τι να το κρύβω; Αυτό ήταν- τόσο πολύ το θέλησα να πεθάνει
εκείνο το παιδί, πριν γίνει παιδί, πριν γίνει παιδί μου, που ένα μεσημέρι
ένιωσα ένα σπασμό, ένας πόνος αφόρητος μ’ έκανε να διπλωθώ στα δυο, ιδρώτας μ’
έλουσε, δάγκωσα τα χέρια μου για να μη φωνάξω. Ένιωσα το υγρό ανάμεσα στα πόδια
μου κι έτρεξα στην τουαλέτα. Δεν καταλάβαινα τι μου συμβαίνει, ούτε που πήγε το
μυαλό μου εκείνη τη στιγμή.
Αίμα έτρεχε μέσα απ’ τα
πόδια μου. Αίμα. Σκούρο αίμα. Μια κλωστή που στην αρχή ήταν παχιά αλλά μετά
γινόταν λεπτούλα σαν της αράχνης τον ιστό και χανόταν στη λεκάνη.
Συνειδητοποίησα πως έχανα το παιδί. Το παιδί μου κυλούσε μέσα από τα πόδια μου
μια αιμάτινη σκούρα κόκκινη, σχεδόν μαύρη κλωστή. Είχα τόσο πολύ επιθυμήσει το
θάνατό του που αυτό είχε υπακούσει. Το είχα ξεφορτωθεί. Το είχα σκοτώσει.
Έκτοτε δεν ξανάμεινα
έγκυος. Ποτέ. Δεν έχω τίποτε. Η μήτρα μου είναι γερή. Το κορμί μου δυνατό και
υγιές, τα σπλάχνα μου λειτουργούν στην εντέλεια. Αλλά παιδί ξανά δεν έπιασα
ποτέ. Το μόνο παιδί που είχα ποτέ μου το σκότωσα εκείνη την ημέρα. Αν την είχα αφήσει να
ζήσει, κορίτσι θα ‘τανε, είμαι σίγουρη, σήμερα θα ήταν είκοσι τεσσάρων χρόνων,
λίγο μικρότερη από την κόρη σου Αννέτα, δυο χρόνια μεγαλύτερη από τις δίδυμες
Κατερίνα…»
Είχε πέσει βαριά σιωπή
στο μπαλκόνι της Αννέτας. Ευτυχώς χτύπησε ένα κινητό, κάποια το σήκωσε και κάτι
είπε, συνεφέραμε με το κουδούνισμα και τη φωνή αυτής που εξαναγκάστηκε να
γυρίσει απότομα στην πραγματικότητα. Κάποιες μουρμούρισαν πως θέλει να κάνει
εντύπωση η Φαίδρα κι έφτιαξε μια ιστορία πάλι για να μας τρομάξει και να γίνει
το κέντρο της προσοχής. Μας βόλευε αυτή η εκδοχή και η Φαίδρα ως συνήθως
αινιγματική, σήκωσε τους ώμους, όταν η Σωσώ της είπε «Έλα, ρε φιλενάδα. Κόφτο
το δράμα… Δεν πείθεις». Και γελάσαμε τάχα συμφωνούσαμε με τη Σωσώ
αλλά σίγουρες δεν ήμασταν και δεν θέλαμε να το σκεφτούμε παραπάνω.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και σηκώθηκε η Χαρά.
«Κορίτσια, πρέπει να σας αφήσω, αύριο έχω πολλή δουλειά και θα ξυπνήσω απ’ τα
χαράματα». Μας φίλησε μια-μια κι έφυγε. Τελευταία της έμεινε η Φαίδρα. Δεν
σηκώθηκε, αναγκάστηκε να σκύψει η Χαρά για να τη φιλήσει και την κοίταζε ίσια
μέσα στα μάτια με αυθάδεια και θρίαμβο.
Βγήκε η Χαρά, την
συνόδευσε ως την πόρτα η Αννέτα και η κυρία Μαυρομάτη. Στο μεταξύ το κλίμα είχε
πάλι κάπως αλαφρύνει. Το φροντίσαμε η Σωσώ κι εγώ που έχουμε ένα ταλέντο σ’
αυτά. Όση ώρα διάρκεσαν στην πόρτα οι καληνύχτες με τη Χαρά, σηκώθηκε και η Φαίδρα «Μωρέ, να πηγαίνω κι
εγώ» είπε, βιαστικά σηκώθηκε σαν να ‘χε θυμηθεί κάτι που έπρεπε να το κάνει
αμέσως, βιαστικά μας φίλησε κι έφυγε. Δεν δώσαμε σημασία. Οι άλλες ήμασταν αποφασισμένες να το
τραβήξουμε ως αργά.
Στο ασανσέρ πρόλαβε τη
Χαρά. Είχε ήδη μπει στην καμπίνα και η πόρτα είχε σχεδόν κλείσει πίσω της, όταν
την τράβηξε η Φαίδρα με βία, την άνοιξε και μπήκε μαζί της. Μεγάλο ασανσέρ,
ευρύχωρο μ’ ένα τεράστιο καθρέφτη. Κοιτάχτηκαν οι δυο γυναίκες, μέσα από τον
καθρέφτη. Η Φαίδρα και η Χαρά. Πελιδνό το πρόσωπο της Χαράς, με μια παράξενη χαιρεκακία
η Φαίδρα. Όχι χαιρεκακία, δεν ήταν μοχθηρή η Φαίδρα, το αντίθετο… Είχε μια
αυθάδεια το βλέμμα της νοτισμένη με αγάπη. Και μια απόφαση στριφνή κι απρόσμενη.
Τότε φάνηκε που σπάραζε η Χαρά, άσπρη σα
χαρτί, ακόμα και τα χείλη της είχαν χάσει εκείνο το περήφανο σκούρο ροζ που
τόσο αγαπούσα. «Γιατί, Φαίδρα;» ψέλλισε «Γιατί είπες την ιστορία; Και σαν να
‘τανε δική σου; Είπες την ιστορία μου σαν να ‘τανε δική σου; Μόνο εσύ την
ήξερες, μόνο σε σένα την έχω πει… Γιατί;». Η Φαίδρα δεν απάντησε. Κοιτάζοντας
στον καθρέφτη ακόμη, ίσιωσε δυο τσουλουφάκια που είχαν φύγει από το χτένισμά
της, έστρωσε με το δάχτυλο τα φρύδια της, κι έπειτα με μια φωνή ήρεμη και
απαλή, φωνή όλο σιγουριά και δέσμευση, «κάποτε έπρεπε να την ακούσεις» είπε
-και ξαφνικά, απροσδόκητη όπως πάντα, αγκάλιασε τη Χαρά και της έδωσε ένα
μεγάλο φιλί στο στόμα.
Ιούνιος-Αύγουστος
2013