Η μανούλα μου, αλαφρύ το
χώμα που τη σκεπάζει, ήταν άγια γυναίκα. Άνθρωπο δεν πείραζε στη ζωή της. Του
Θεού άνθρωπος, με πίστη βαθιά, όχι όμως στης εκκλησίας τις ρήσεις και τις
εντολές. Είχε δική της σχέση με το Θεό και την Παναγία, δικές της
προσευχές. Έζησε ήσυχα και ήσυχα έφυγε,
λίγες μέρες κράτησε το ψυχορράγημά της. Ξένο πράμα δεν το άγγιζε ποτέ. Κι ένα
κέρασμα ακόμα ντρεπόταν πολλές φορές να το πάρει κι ας το ‘θελε το γλυκάκι που
της πρόσφεραν. «Να βρίσκαμε, ρε Λευτερία ένα πορτοφόλι γεμάτο χιλιάρικα», της
είπε κάποτε μια φιλενάδα της. Πάνε πολλά χρόνια, είχαμε δραχμές τότε και το
χιλιάρικο είχε αξία, σκέψου, σου μιλάω για εποχές που δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμα
τα πεντοχίλιαρα. Την κοίταξε λίγα δευτερόλεπτα η μάνα μου, χαμογέλασε, σαν να
της άρεσε η ιδέα και μετά αμέσως σκοτείνιασε το πρόσωπό της, ένας φόβος χύθηκε
στα χαρακτηριστικά της, μια ανησυχία, «Όχι, μωρέ Φιφή», είπε, λες και το ‘χαν
βρει το πορτοφόλι κι ετοιμάζονταν να μοιραστούν το ποσό. «Όχι, δεν ξέρεις
ποιανού μπορεί να είναι..». «Σε καλό σου, χριστιανή μου» είπε η φίλη, «κανενός
πλούσιου θα ‘ναι, αν έχει μέσα τόσα λεφτά». «Όχι, είπε», είπε η μάνα μου,
«μπορεί να ‘ναι κανενού φτωχού και κάπου να τα πηγαίνει, σε νοσοκομείο ή σε
χρέη». Όταν, τυχαία, λίγο καιρό μετά, ένας γείτονας λογιστής έχασε το πορτοφόλι
του με λεφτά της εταιρείας μέσα και κόντεψε να τρελαθεί, φτωχός άνθρωπος, πού
να τα βρει να καλύψει το έλλειμμα…, «Είδες;», μου είπε εμένα, μικρό παιδί τότε
«Είδες που σας τα ‘λεγα;» και ακουμπούσε με το δείχτη το μελίγγι της
στοχαστικά. Και ικανοποιημένα. Έτσι μ’ έμαθε κι εμένα. Κι ίσως γι’ αυτό να έγινα αριστερή -που δεν ήταν στις προθέσεις της, μιας κι η
ίδια από πολιτικά δεν σκάμπαζε κι όπως οι πολλοί εμπιστευόταν κάθε φορά ένα
πρόσωπο κι έλπιζε πως θα μας σώσει και θα κάνει το καλό στον τόπο. Πότε τον ένα
και πότε τον άλλο. Με τον καημό έφυγε, που κανένας δεν υπερασπίζεται το φτωχό
και που όλοι την ξεγέλασαν και της είπαν ψέματα. Της θύμωνα. Αλλά δεν έπρεπε. Μπορούσα να μάθω
από αυτά που σκεφτόταν. Δεν το έκανα. Είχα το δικό μου δρόμο κι εκείνη,
μεγαλωμένη μέσα στον τρόμο της Κατοχής και
του Εμφύλιου, φοβόταν για την τύχη μου. «Θα σου κάνουν φάκελο». της χάιδευα τις άσπρες μπουκλίτσες της γελώντας,
τραβούσα ένα παιχνιδιάρικο δαχτυλιδάκι στο κορφοκέφαλο μπλέκοντας ένα-δυο δάχτυλα μέσα του. Η μάνα μου. Πάνε χρόνια
δίχως της.
Αυτή η άγια γυναίκα που η
καρδιά της γέμιζε λύπηση και συμπόνια για τον αναγκεμένο κι έβγαζε να δώσει
ό,τι είχε για να ανακουφίσει τον άλλον –πολλές φορές την είχαν ξεγελάσει δήθεν
φίλοι, που εκμεταλλεύθηκαν την καλοσύνη της και την αγαθοσύνη της ψυχής
της- μια φορά άπλωσε χέρι σε ξένη
περιουσία. Και ώσπου πέθανε, διηγιόταν την ιστορία ξανά και ξανά σαν να ‘θελε να δικαιολογηθεί και να την
δικαιολογήσουν και οι άλλοι, και πάλι όμως δεν είχε συγχωρέσει τον εαυτό της.
Στην Κατοχή ήταν
κοριτσάκι 13-14 χρονών. Με την ηλικία της είχαμε ένα πρόβλημα. Τα χαρτιά της
έλεγαν πως ήταν γεννημένη το ’24, η ίδια
επέμενε πως ήταν 4 χρόνια μικρότερη και μάλλον δίκιο θα ‘χε, από υπολογισμούς
που κάναμε σε σχέση με μια συνομήλικη ξαδέρφη της, που όμως τα χαρτιά της
έδειχναν πως είχε γεννηθεί το ’28. Τι να πεις; Εδώ σήμερα με τόσους υπολογιστές
κι αυτό το κράτος δεν μπορεί να βρει άκρια, τότε με τον πόλεμο και τις
καταστροφές θα τα κατάφερνε; Ας είναι. Η
γιαγιά μου είχε έρθει από τα μέρη της Ανατολής, πρόσφυγας, καλοθρεμμένη κόρη
ευκατάστατης οικογένειας, αναγκάστηκε να δουλέψει για να μεγαλώσει τα παιδιά
της δίπλα σε ένα τζαναμπέτη σύζυγο, που ζήλευε τα ξανθά μαλλιά της, τα γαλανά
μάτια της και το κομψό, ανάλαφρο κορμί της, γι’ αυτό φρόντιζε συχνά πυκνά να τη
χτυπά αναίτια μέχρι λιποθυμίας. Στις αρχές του πολέμου έφυγε από το σπίτι
αφήνοντας μόνες τους τη γυναίκα του και την κόρη του. Άφθαστη νοικοκυρά η
γιαγιά, με λίγο αλεύρι και νερό έκανε θαύματα και τάιζε την οικογένειά της,
αλλά με τη δουλειά δυσκολευόταν πολύ, δεν τα κατάφερνε, δεν ήξερε πώς να
γυρέψει το μεροκάματο, πού να τρέξει. Η πείνα τις έζωσε. Μια συγγένισσα είπε τότε που ένα σπίτι στον
Κορυδαλλό, καλό σπίτι και πλούσιο, το ‘χε ένας τελώνης που έμενε μόνος με τη
μάνα του, ένα σπίτι στον Κορυδαλλό είπε η συγγένισσα, χρειαζόταν ένα κορίτσι να
βοηθάει στις δουλειές. Θα ‘χε εξασφαλισμένο το φαγητό και κανένα ρούχο και θα
της έδιναν και κάτι για το σπίτι της. Πήγε η μάνα μου. Η γιαγιά δεν ήθελε, «το
παιδί είναι μικρό ακόμα…» έλεγε, ενώ την αλήθεια τη μουρμούριζε στα εικονίσματα
«υπερέτρια το παιδί μου…;» και δεν το άντεχε.
Κοριτσάκι, λοιπόν,
καχεκτικό σαν κλαράκι από λιανό δέντρο, αδύνατο, πεινασμένο, έφτασε με ένα
μπογαλάκι στον Κορυδαλλό κι έπιασε δουλειά. Ο τελώνης ήταν καλός άνθρωπος,
πονετικός. Η μάνα του όμως ήταν στρίγκλα και βρήκε την ευκαιρία να παίξει όσο
πιο σκληρά μπορούσε το ρόλο του αφεντικού πάνω στο αδύναμο παιδί. Τη διάταζε
όλη την ώρα, δεν την άφηνε να πάρει ανάσα, μόλις την έβλεπε να κάθεται ένα
λεπτό, εφεύρισκε μια άχρηστη δουλειά και την έβαζε με το ζόρι να την κάνει
αμέσως. Η γυναίκα αυτή ήταν και τσιγκούνα. Δεν έδινε του αγγέλου της νερό.
Παρόλο που το κελάρι τους ήταν γεμάτο τρόφιμα και καλούδια, δεν βοηθούσε κανένα
στη γειτονιά. Και στην ταλαίπωρη μικρούλα δεν έδινε παρά λίγες σταφίδες και μια
φέτα ψωμί, ενώ άλλα είχε κανονίσει ο γιος της. Αυτός μάλιστα, επειδή φοβόταν
που θα συμβεί κάτι τέτοιο, προειδοποίησε τη μάνα μου και της έδωσε κλειδί του
κελαριού, όπου φυλούσαν μεγάλες ποσότητες φαγώσιμων. «Να τρως», της είπε, «άσε
τη μάνα μου να λέει. Κάνε το μόνο κρυφά, να μη σε βλέπει, δεν μπορώ τις φωνές
της». Όταν ο ίδιος ήταν στο σπίτι πάντως φρόντιζε να τρώει η μάνα μου κανονικά,
αδιαφορώντας για την γκρίνια της δικής του, που μερικές φορές έφτανε σε
παροξυσμούς και καυγάδες.
Μια μέρα έφεραν στο σπίτι
δυο μεγάλα κοφίνια ελιές. Ξέχειλα. Καθώς τα κουβαλούσαν για να τα κατεβάσουν οι
εργάτες στο υπόγειο, έπεφταν ελιές στο πάτωμα. Η μάνα μου, που βοηθούσε στη
μεταφορά, έσκυψε και άρπαξε με τα κόκκινα από τα νεροπλυσίματα χεράκια της
μερικές ελιές και τις έχωσε στο πεινασμένο στόμα της, λαίμαργα και βιαστικά να
μη την δει κανείς. Φοβόταν τη γριά αλλά ντρεπόταν κιόλας. Στο σπίτι της μπορεί
να ήταν φτωχοί, αλλά η γιαγιά μου αλλιώς την είχε μάθει. Απ’ αυτό που φοβόταν
δεν ξέφυγε. Η γριά γυναίκα την είδε και δίνοντας της μια σπρωξιά, τάχα μου
χάδι, είπε με κακία αλλά δήθεν αστεία «δεν είναι οι ελιές σταφίδες, ποντικάκι».
Από τότε της έμεινε το παρατσούκλι και η γυναίκα αυτή την έλεγε «ποντικάκι».
Πέρασαν τρεις –τέσσερις
δύσκολοι μήνες. Σ’ αυτό το διάστημα είχε δει ελάχιστα τη γιαγιά μου. Μια μέρα,
η συγγένισσα που την έφερε στο σπίτι ήρθε αλαφιασμένη να τη βρει. «Λευτερία, η
μάνα σου δεν είναι καλά, πεθαίνει». Η μανούλα μου έχασε τη γη κάτω από τα πόδια
της. Τη λάτρευε τη γιαγιά μου, όπως εγώ λάτρευα εκείνη. Για κάθε άνθρωπο
υπάρχει ένας άλλος άνθρωπος στον κόσμο, ένας και μοναδικός, ο πιο αγαπημένος,
που, αν υπάρχει άλλη ζωή, μια όποια ζωή μετά το θάνατο, αν υποθέσουμε ότι
υπάρχει, και σε ρωτήσουν «ποιον θέλεις
να δεις τώρα εδώ που ήρθες;», θα πεις χωρίς δισταγμό ένα όνομα και θα
αναζητήσεις μέσα στο χάος τη μορφή του, αναγνωρίζοντάς την χωρίς δυσκολία μέσα
στους χιλιάδες, τα εκατομμύρια νεκρούς. Νομίζω που αν μου τύχαινε να μου
απευθύνουν ένα τέτοιο ερώτημα, τη μάνα μου θα έλεγα. Με βεβαιότητα.
Ήρθε λοιπόν η συγγένισσα
και την ενημέρωσε που πεθαίνει η μάνα της, μέρες στο κρεβάτι. «Στο σπίτι σας
δεν υπάρχει μπουκιά φαγί» συμπλήρωσε «είναι μέρες νηστική». Η μάνα μου
τρελάθηκε. Το μυαλό της σκοτείνιασε. Η εικόνα της ανήμπορης μητέρας της
καρφώθηκε στο νου της και της πλημμύρισε τα σπλάχνα της με πόνο ανείπωτο. Ένα
μαχαίρι την έκοβε κομμάτια κι η αγωνία την συνέθλιψε. Έμεινε για λίγο ακίνητη
στη μέση της κουζίνας, χωρίς να ξέρει τι να κάνει, πού να πάει, από ποιον να
ζητήσει βοήθεια. Στο σπίτι ήταν μόνο η τυραννική γριά, ο γιος της έλειπε σε
ταξίδι, θα ερχόταν μέρες μετά. Στη μέση της, πάνω από την ποδίτσα που σκέπαζε
την κοιλιά της και της κατέβαινε ως τα γόνατα της μικροκαμωμένης έφηβης, από ένα πρόχειρο σχοινάκι κρεμόταν το κλειδί
του κελαριού. Το ψηλάφισε και μια λάμψη θανατερή ανέβηκε και έσκισε το βλέμμα
της. Ταλαντεύτηκε λίγο. Πώς να το κάνει; Αλλά ήρθε στο νου της η εικόνα της
μάνας της στο κρεβάτι, να πεθαίνει από πείνα, και δεν άντεξε. Ύψωσε τα μάτια
στον ουρανό, «σχώρα με» είπε «κι εσύ το ίδιο θα ‘κανες» και χύθηκε στο κελάρι.
Κοίταξε γύρω-γύρω και ανακάλυψε ένα τεράστιο σωρό ακριβά υφάσματα. Τόπια
ολόκληρα από μεταξωτά να ντυθεί μια ολόκληρη πόλη. Κομμάτια από γούνες,
νταντέλες και μάλλινα. Τράβηξε το πρώτο
τόπι ύφασμα που βρήκε μπροστά της. Μαύρη νταντέλα για πλερέζες. Έβγαλε το
φουστανάκι της και τύλιξε με το ύφασμα σφιχτά το λιγνό κορμάκι, όσο πιο σφιχτά
μπορούσε. Κυλούσαν δάκρυα από τα μάτια της. Ο φόβος για τη ζωή της μάνας
συναγωνιζόταν την ενοχή για την πράξη, αλλά δεν είχε περιθώριο. Λίγα μέτρα
ύφασμα για μια ανθρώπινη ζωή. Έπειτα ξανάβαλε το φουστανάκι της, έδεσε την
ποδιά της και γέμισε την τσέπη της με σταφίδες. Ανέβηκε μετά στην κουζίνα,
σκαρφάλωσε σε ένα σκαμνί και έφτασε με δυσκολία το «φανάρι» που κρεμόταν από το
ταβάνι και μέσα φυλούσαν ψωμί και παξιμάδια. Κατέβασε το μεγάλο καρβέλι και
έκοψε μερικές φέτες. Δεν το ξανάβαλε στη θέση του. Το άφησε πάνω στο τραπέζι
μαζί με το μαχαίρι και τα ψίχουλα. Και χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω της
βγήκε τρέχοντας στο δρόμο.
Η γριά γυναίκα την πήρε
χαμπάρι που βγήκε χωρίς άδεια κι άρχιζε να φωνάζει πίσω της με τη στριγγιά
αυταρχική φωνή της «Πού πας, ποντικάκι; Ε, πού πας, ποντικάκι;» αλλά η μανούλα
μου δεν την άκουγε. Έτρεχε σαν άνεμος να
προφτάσει να σώσει τη δική της μάνα. «Δεν μ’ ένοιαζαν οι Γερμανοί που μπορούσαν
χωρίς αιτία να βγάλουν το πιστόλι και να σε σκοτώσουν. Δεν έδινα σημασία σε
τίποτα. Έτρεχα να πάω στη μάνα μου. Στο δρόμο πούλησα την πλερέζα και πήρα γάλα
και μερικά τρόφιμα ακόμα, ό,τι βρήκα, ό,τι μπόρεσα. Με ξεγέλασαν. Μου τα πήραν για μια μπουκιά
ψωμί. Δεν μ’ ένοιαζε. Έφτασα στο σπίτι μας ξέπνοη. Κορυδαλλός Τζιτζιφιές με τα
πόδια. Πεινούσα κι εγώ αλλά δεν άγγιζα τίποτα μέχρι να φτάσω. Πονούσαν τα
ποδαράκια μου και κρύωνα, κάνε να ’μουν και ξυπόλητη, αυτό, Μαρία μου, δεν το θυμάμαι. Τη βρήκα άσπρη του
θανάτου πάνω στο κρεβάτι, ούτε μιλούσε ούτε κουνιόταν. Ζέστανα το γάλα και της
το πότισα. Έκανα παπάρα το ψωμί για να μπορέσει να το καταπιεί. Είχε κλείσει το
στομάχι, δυσκολεύτηκε. Τη συνέφερα. Την έσωσα τη μάνα μου, παιδί μου. Ας με
συγχωρέσει ο Θεός κι ας συγχωρέσει κι αυτούς που έχουν και δεν δίνουν».
Μου τη διηγήθηκε ξανά,
για χιλιοστή φορά την ιστορία, λίγες μέρες πριν μπει στο νοσοκομείο από όπου
δεν ξαναγύρισε πια. Τη βάραινε μετά από τόσα χρόνια ακόμα. Κι αν μερικές φορές
η χροιά της φωνής της πήγαινε πιο πολύ να καταδείξει τα βάσανα της ζωής της,
ωστόσο ποτέ δεν συναντήθηκε πραγματικά μ’ αυτό που έκανε. «Σωστά έπραξες» της
έλεγα. «Κι εγώ το ίδιο θα ‘κανα στη θέση σου, όχι μόνο για τη μάνα μου αλλά και
για ένα ξένο». «Σωστά λάθος, μόνο ο Θεός το ξέρει» μου είπε εκείνη την
τελευταία φορά και πέρασε δυο βελονιές ακόμη στο ρούχο που έραβε. «Μόνο ο Θεός το ξέρει», επανέλαβε, αφήνοντας
στην άκρη το ρούχο, «όμως η πείνα σε κάνει κακό άνθρωπο και αμαρτάνεις χωρίς να
το θέλεις». Κι έπειτα σηκώθηκε και τράβηξε στην κρεβατοκάμαρα «Βάλε μου να δω
το Γιάννη Αγιάννη» -δυο έργα αγαπούσε
και τα ‘χε δει σε όσες εκδοχές έφτασαν στην Ελλάδα τους «Άθλιους» και τον
«Ρομπέν των Δασών».
Αλαφρύ το χώμα που τη
σκεπάζει την άγια γυναίκα, σε λίγο κλείνουν τέσσερα χρόνια από το θάνατό της. Αν
ζούσε, θα ‘τρεμε πως έρχονται πάλι εκείνα τα χρόνια, της πείνας και του
θανάτου. Και άδικο δεν θα ‘χε. Μερικές φορές σκέφτομαι -α, τι λέει το άθλιο στόμα μου- αλλά το
σκέφτομαι, καλύτερα που έφυγε πριν αρχίσει η κρίση. Γιατί να ζούσε την αγωνία
που κάποιος άλλος θα βρισκόταν στη θέση της και θα επαναλάμβανε για χάρη της
τώρα την ίδια αμαρτία…
28.2.2013
(πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ, τ. 48, Άνοιξη 2013)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου