Στην Ελευθερία
Ακουμιανάκη
-Μαμά, τι θα πει ταρλάδες;
-Πού το βρήκες;
-Στον Κοσμά Πολίτη. Έχουμε μια εργασία πάνω στο
μυθιστόρημα «…στου Χατζηφράγκου» και γράφει: « Φέρανε μαζί τους κι έναν, σαν να
λέμε, από το λαό, για να δείξουν κατανόηση –ο Λαός, ο Λαός- έναν παραλή
μπακάλη, τον Φασουλά, με σπίτια και ταρλάδες…». Τι είναι οι «ταρλάδες»;
-Ταρλάς είναι η αλάνα, μωρό μου, ένα μεγάλο άχτιστο
οικόπεδο, ας πούμε, είναι ένας ταρλάς.
Είναι τούρκικη λέξη. Εμείς οι μικρασιάτες παλιότερα την χρησιμοποιούσαμε πολύ,
της είπα.
-Ευχαριστώ, μαμά, είπε η Ριρή και συνέχισε το
διάβασμά της. Ειρήνη τη λένε τη μικρή
μου κόρη, το όνομα της μαμάς μου, αλλά εμείς ακόμα τη φωνάζουμε Ριρή, όπως όταν
ήταν πολύ μικρή, κάνει ότι νευριάζει αλλά στην πραγματικότητα της αρέσει κι όλο
βάζει τον πατέρα μου να της τραγουδά με τη βραχνή γεροντίστικη φωνή του εκείνη
τη «Ριρίκα» της παλιάς οπερέτας.
Η μητέρα μου καθόταν αναπαυτικά στη βαθιά μπορντώ
πολυθρόνα της, στην άκρη του δωμάτιου,
κοντά στο παράθυρο, και έπλεκε. Είχε βρει ένα ωραίο σχέδιο από μια φίλη της και
προσπαθούσε να αντιγράψει τα μοτίβα. «Τι θα το κάνεις, μαμά;» την είχα ρωτήσει
το μεσημέρι. «Α, δεν ξέρω ακόμη», μου απάντησε, «θα πλέξω δυο σειρές να το έχω
και μετά θα δούμε». Ήταν πολύ απορροφημένη από το μέτρημα και νόμιζα ότι δεν
άκουγε την κουβέντα μας με το παιδί. Όμως έκανα λάθος. Ξαφνικά άφησε ένα δυνατό
αναστεναγμό που μας έκανε, και μένα και τη Ριρή, να γυρίσουμε προς το μέρος
της. Ακούμπησε το βελονάκι της στο φαρδύ μπράτσο της πολυθρόνας, αλλά κράτησε
το κουβάρι με το νήμα στην ποδιά της και το ‘παιζε μέσα στα κουρασμένα της
δάχτυλα με τις φλογισμένες αρθρώσεις.
-Απέναντι από το σπίτι μας είχαμε ένα ταρλά, τον θυμάσαι,
Λουΐζα; Τον πρόλαβες κι εσύ… Πριν χτιστεί η μεγάλη πολυκατοικία στα ’72.
Τη θυμόμουν εκείνη τη μεγάλη αλάνα. Πριν πουλήσουμε
το μικρό προσφυγικό μας διαμέρισμα, το ‘χαμε για ένα διάστημα νοικιασμένο. Όταν
πηγαίναμε να εισπράξουμε το ενοίκιο, η μαμά μου μας άφηνε να παίξουμε για λίγο
σ’ εκείνη την αλάνα. Καμιά φορά βρίσκαμε κι άλλα παιδιά εκεί και δεν μας έκανες
καρδιά να φύγουμε, όταν ερχόταν σε λίγο να μας πάρει. «Τη θυμάμαι, πώς δεν τη
θυμάμαι, μαμά μου…» είπα. «Είχε κι ένα μισογκρεμισμένο παραγκάκι στην άκρη της
και μας άρεσε να χωνόμαστε μέσα στα χαλάσματα, τάχα που αν ψάχναμε, θα βρίσκαμε
κάτι σπουδαίο. Παιδιά ήμασταν…»
-Ήταν του Αναστάση το καλυβάκι, είπε η μαμά μου.
-Ποιος ήταν ο Αναστάσης, καλέ μαμά;
-Κάθε γειτονιά έχει κι ένα παράξενο άνθρωπο, ένα
τρελό. Εμείς είχαμε τον Αναστάση, Θεός ‘σχωρέστον κι εμάς πιο πολύ.
Νόμιζα που πάλι θα έλεγε μια από τις ιστορίες της,
αλλά δεν συνέχισε. Σκούπισε τα γυαλάκια της με την άκρη της ρόμπας της και
ξανάπιασε το πλέξιμο. Μια, δυο, τρεις θηλιές και πάλι σταμάτησε. Έβγαλε τα
γυαλιά της πρεσβυωπίας, κοίταξε την
εγγονή της που προσπαθούσε με δυσκολία να συγκεντρωθεί πάνω στο βιβλίο της και
είπε σιβυλλικά σαν να ‘κλεινε μια κουβέντα από ώρα αρχινισμένη: «Είναι ριζωμένο μέσα μας το θεριό».
-Τι εννοείς, μαμά; τη ρώτησα γιατί κατάλαβα ότι κάτι την έτρωγε.
-Τίποτα, μου απάντησε, να με την κουβέντα σας
θυμήθηκα τον Αναστάση. Πέθανε στην Κατοχή ο καψερός.
Η μητέρα μου
είχε ζήσει παιδί τα χρόνια της Κατοχής –την πείνα, το φόβο, το θάνατο. Ιστορίες
από ‘κεινα τα χρόνια έρχονταν ξανά και ξανά στο λόγο της. Εμένα και την αδερφή
μου με τέτοιες ιστορίες μας μεγάλωσε, όχι με τα παραμύθια που συνήθως λένε στα
παιδιά. Τα βασανιστήρια στην Γκεστάπο, τα ρακένδυτα πεινασμένα παιδιά, τα
πτώματα μέσα στα καροτσάκια που τα πήγαιναν οι συγγενείς να τα πετάξουν
ανώνυμα βράδυ στο νεκροταφείο για να μη
χάσουν οι οικογένειες το πολύτιμο δελτίο σίτισης και οι κουκουλοφόροι καταδότες
είχαν γίνει μέρος της παιδικής μας ηλικίας. Και νομίζω ότι ήταν –χωρίς να είναι
συνειδητό από μέρους των γονιών μας- η καλύτερη πολιτική παιδεία που μπορούσα
να φανταστώ. Ως ένα σημείο, ακολούθησα το μοντέλο αυτό και με τα παιδιά μου. Οι κόρες μου όμως, και η μεγάλη, η Ζωή, και
κυρίως η μικρή, η Ριρή, βαριόντουσαν λίγο τις ιστορίες της γιαγιάς. Τις είχαν
ακούσει πια σχεδόν όλες πολλές φορές,
τις ήξεραν απ’ έξω. Έψαχναν να βρουν ευκαιρία να ξεγλιστρήσουν από το
δωμάτιο, όταν άρχιζε να τις διηγείται.
Όμως τούτον τον Αναστάση δεν τον είχε ξαναναφέρει. Ετοιμάστηκα να τη
ρωτήσω ποιος ήταν και τι είχε γίνει αλλά με πρόλαβε η Ριρή.
-Αυτή την ιστορία δεν μας την έχεις
ξαναπεί, γιαγιά… Για πες...
- Ο ξένος κι ο διαφορετικός δεν έχουν μοίρα, άρχισε
η μαμά μου κι ήταν πιο πολύ σα να μίλαγε στον εαυτό της. Κι οι αθρώποι έχουμε
εύκολες τις πέτρες. Τότε στον πόλεμο φάνηκε το θεριό, πήρε όψη και πολιτεία με
τον Χίτλερ και γέμισε τον κόσμο θάνατο
και πόνο. Αλλά, παιδί μου, το θεριό έχει τ’ αυγά του στις ψυχές όλων μας και
μόλις βρουν την ευκαιρία κάνουν κρακ! και βγαίνουν τα όρνεα και ορίζουν την
ψυχή και τις πράξεις μας. Σκέφτονται για μας, μιλούν για μας και για μας
πράττουν. Είναι έτσι ο κόσμος μας. Σκληρός και άδικος. Την ομορφιά δεν την
αντέχει, το δίκιο δεν το υποφέρει. Αυτοί που είναι ψηλά κοιτάγουν το συφέρο
τους και το συφέρο τους είναι εμείς οι από κάτω να τρωγόμαστε και να μην έχουμε
μέσα μας καλοσύνη και συμπόνια, παρά όση χρειάζεται για να μπορούμε να κάνουμε
το κακό».
Δεν καταλάβαινα πού το πήγαινε κι ήμουν έτοιμη να
τη ρωτήσω τι εννοεί –είχα ένα φόβο τελευταία, είχε περάσει από καιρό τα ογδόντα, ξεχνούσε πολύ
κι ήταν φορές που χανόταν για ώρα μέσα στο νου της, σαν να ταξίδευε μόνη της σε
ένα κόσμο δικό της που ακόμα κι αν γινόταν να μας προσκαλέσει, δεν είχε τρόπο
να μας δείξει το δρόμο να φτάσουμε και να μπούμε μέσα του. Πήγα λοιπόν να τη
ρωτήσω, αλλά με πρόλαβε.
- Δεν ξέρεις τι θέλω να πω, έτσι δεν είναι; Σωστά…
Δεν έτυχε να σου μιλήσω, κόρη μου, ποτέ για τον Αναστάση. Ούτε ο πατέρας σου…
Μπορεί να μην μπόραγα πιο πολύ.
»Στην Κατοχή μέναμε χαμηλά στην πόλη, κοντά στη
θάλασσα. Στην προσφυγική πολυκατοικία που ξέρεις, εκεί γεννήθηκε η αδερφή σου,
αλλά φύγαμε όταν η Μαίρη έγινε δυο χρονώ και έτσι εσύ γεννήθηκες σε τούτο το
ίδιο σπίτι που μένουμε τώρα. Εκείνος ο χειμώνας δεν είχε ταίρι. Πείνα και κρύο…
Σπάζαμε ό,τι ξύλινο υπήρχε μέσα στο σπίτι και ανάβαμε φωτιά να ζεσταθούμε αλλά
πού να ζεσταθείς, όταν είσαι μέρες νηστικός. Δεν είχαν ακόμη οργανωθεί τα συσσίτια
από τα παιδιά. Η μάνα μου έβγαινε στο δρόμο μπας και βρει τίποτε φαγώσιμο,
κατέβαινε στο γιαλό μήπως βρει κανα μύδι, να βάλουμε κάτι στο στομάχι μας, κι εμείς, εγώ κι ο αδερφός μου δηλαδή,
βγαίναμε στις αγορές να πουλήσουμε ό,τι υπήρχε στο σπίτι για λίγα δράμια λάδι
και μερικές χούφτες αλεύρι. Σπίτια ολόκληρα πουλιόντουσαν για λίγα τρόφιμα,
κοσμήματα, οι προίκες των κοριτσιών, οι παρθενιές τους…
Ένας λυγμός έκοψε την αφήγηση, τον κατάπιε, έκανε
να συνεχίσει, πάλι ανέβηκε σαν κόμπος στο λαιμό, κοκκίνισε το πρόσωπό της,
φοβήθηκα.
-Άστα, μανούλα, τι τα θυμάσαι τώρα, πέρασαν πια.
-Πέρασαν; Έβγαλε μια φωνή σαν να με μάλωνε για
πράξη κακιά, για μεγάλη αστοχία. Πέρασαν; επανέλαβε στον ίδιο τόνο και με θυμό
μαζί τώρα. Πώς πέρασαν; Ξανάρθαν, θες να πεις. Εσύ δεν τρέχεις κάθε Σάββατο με
τους φίλους σου να μαζέψετε τρόφιμα για να ταΐσετε κόσμο; Σε πόσες οικογένειες
είπες που δίνετε σακούλες; Εκατό-εκατό πενήντα; Κι είναι εδώ της περιοχής… Κι αλλού τα ίδια δεν είναι; Κοιτάς που
σταματήσανε να τα γράφουνε οι εφημερίδες; Ακόμα αυτοκτονάνε ανθρώποι από χρέγια
και γιατί ξέμειναν και απελπιστήκαν. Μοναχοί ανθρώποι, δυστυχισμένοι. Έλα τώρα,
με παρηγοράς; Τι είμαι; Μωρό και δεν καταλαβαίνω; Πόλεμο έχουμε ξανά και μη
θαρρείς που δεν θα πάρει και την άλλη τη μορφή γρήγορα. Σήμερα είναι στα μέρη της
μάνας μου αύριο εδώ. Μην έχεις ανάπαψη.
Πήγα κοντά της και την χάιδεψα, την έκλεισα λίγο
στην αγκαλιά μου να την ησυχάσω, της φίλησα την κορφούλα του κεφαλιού, από
παιδί εκεί μ’ άρεσε να τη φιλάω κι ήταν πάντα τόσο ροζαλί το δέρμα του κεφαλιού
της, ένα χρώμα σαν του μωρού. «Καλά, καλά», μου είπε και μ’ έστειλε να κάτσω
στην καρέκλα μου, δίπλα στο παιδί, «δεν σε μαλώνω».
»Οι άθρωποι,
παιδιά μου, τρελαίνονται κάθε τόσο και ξεκινάνε πόλεμο. Πολύς ο πλούτος στον κόσμο, πρέπει ν’ αλλάξει
χέρια. Αλλά άλλο σας έλεγα, α, ναι, για το μεγάλο χειμώνα, στην Κατοχή. Πείνα,
μεγάλη πείνα. Οι πόρτες των σπιτιών μας έβλεπαν σε μιαν αυλή, εμείς μέναμε στον
πρώτο όροφο. Πέντε σπίτια, πέντε πόρτες, η μια δίπλα στην άλλη, και μπροστά
τους ένα μπαλκόνι χωρίς χωρίσματα. Μαζευόμασταν οι γείτονες παρέες-παρέες να
ξεχάσουμε την πείνα και το φόβο μας. Ακόμα κι όταν γινόταν η συσκότιση, μέναμε μέχρι
αργά μαζί… για μας βλέπεις δεν ήταν
δύσκολο, ανοίγαμε την πόρτα και πέρναγε ο ένας στο σπίτι του αλλουνού ήσυχα-ήσυχα
από το μπαλκονάκι. Κι ό,τι είχαμε το μοιραζόμασταν κι έφερε μια μέρα η Θυμιώ
σταφίδες και ψωμί μπόλικο και το απίθωσε μπροστά μας και πήγε να κάτσει στην
παρέα, αλλά σηκωθήκανε οι άντρες να τη διώξουνε και της πετάξανε το φαγητό, «η
πουτάνα των Γερμανών δεν έχει θέση ανάμεσά μας» και συγκατάνευσαν κι οι
γυναίκες. Κατέβασε το κεφάλι η Θυμιώ και δεν απολογήθηκε. Πήγε να φύγει με
σφιγμένα δόντια και τα μάτια δακρυσμένα. Και σηκώθηκε η μάνα μου –η γιαγιά σου,
Δανάη μου- η άγια γυναίκα, που την υπολήπτονταν όλοι στη γειτονιά κι ο λόγος
της είχε βάρος και αιτία και την κράτησε από το χέρι και την έκρυψε στην αγκαλιά
της και είπε στους άλλους «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω… για τα παιδιά
της το κάνει» κι έσκυψε και μάζεψε ένα κομμάτι ψωμί το φύσηξε, το ‘κοψε στα δυο
κι έδωκε μια μπουκιά στη Θυμιώ και μια μικρούτσικια, τοσοδούλα, ψίχουλο, την
έβαλε στο στόμα της και κανείς δεν είπε τίποτα ξανά για τη Θυμιώ. Κι όταν
μαθεύτηκε μετά το θάνατό της –γιατί την σκότωσαν οι Ιταλοί τη φουκαριάρα, λίγο
πριν τελειώσει η Κατοχή και ξεκουμπιστούν οι Γερμαναράδες και οι Ιταλιάνοι, που
μη τους νομίζετε και δαύτους καλύτερους, πιο ξελυρωμένοι ήτανε, πιο παπαφίγκοι,
όχι καλύτεροι, ίδια γουρούνια φασισταράδες ήτανε κι αυτοί, αλλιώς δεν θα ‘τανε
μαζί με τους χιτλερικούς στον πόλεμο. Τι έλεγα; Α, ναι, όταν μαθεύτηκε, λοιπόν,
πως είχε κρύψει και μετά φυγάδεψε δυο οικογένειες Οβριών, έντεκα άτομα το
σύνολο, έκλεισαν τελείως ολονών τα στόματα και η θύμησή της έμεινε αγνή. Πάντως
η Θυμιώ δεν έσωσε μόνο τους έντεκα Οβριούς, έσωσε και πολλούς στη γειτονιά που
αλλιώς θα ‘χαν πεθάνει από πείνα. Βλέπεις, οι Γερμανοί άρπαζαν τα τρόφιμα και
οι Εγγλέζοι έκαναν αποκλεισμό. Ήρθαν μετά τα συσσίτια με το ΕΑΜ και
αναθαρρήσαμε, αλλά μην φαντάζεσαι, η πείνα, πείνα και ο φόβος, φόβος. Και οι
μαυραγορίτες και οι δωσίλογοι, οι κουκουλοφόροι… Τέλος πάντων, άλλο θέλω να σας
πω και ξεστράτισα.
»Απέναντι από μας ήταν ταρλάς… Στο τέλος του ταρλά,
ξεκίναγε μια άλλη πολυκατοικία σαν τη δική μας, προσφυγική. Εκεί μένανε οι
Σαμογλαίοι. Τρεις οικογένειες ήτανε, τους ξέραμε χρόνια. Πιο πολύ την Βασιλική
και το σπίτι της αλλά και τους άλλους. Ήσυχοι αθρώποι, νοικοκυραίοι. Κάνανε
παιδιά, τα μεγαλώνανε, τα παντρεύανε, κάνανε παιδιά τα παιδιά τους, μεγαλώναν
οι φαμίλιες τους. Μεγάλη προκοπή δεν είχαν αλλά τα κουτσοβόλευαν και πριν τον
πόλεμο πείνα δεν γνώρισαν –τεχνίτες όλοι τους, μπαλωματήδες, τσαγκάρηδες,
ραφτάδες και ένας τους γίνηκε παπάς, αυτός πέθανε μικρός από φυματίωση, θέριζε
τότε, χτικιό το λέγαμε, ακούς, Ριρή;
Κούνησε η Ριρή το κεφάλι της καταφατικά. Και, όπως
γύρισα να την κοιτάξω, είδα τα μάτια της στυλωμένα πάνω στη γιαγιά της και να
της νεύει να συνεχίσει, σαν να την ενοχλούσαν οι διακοπές. Κάτι κινούσε το
ενδιαφέρον της σε τούτη την ιστορία. Ίσως που άκουγε πρώτη φορά την ιστορία για
τους Σαμογλαίους, ίσως γιατί δεν ήξερε πού το πήγαινε η γιαγιά της ούτε τι
ακριβώς την έκανε να αρχίσει να τη
διηγείται.
»Δυο βάσανα είχανε τούτοι οι γείτονες, ένας αδερφός
τους είχε μπλέξει με τις σκόνες και τα χασίσια από παιδί –τον μάζευαν όλη την
ώρα από τους δρόμους, περιουσία έφαγε στην πρέζα και στο τέλος πήγε σαν το
σκυλί στ’ αμπέλι, στη μέση του δρόμου τον βρήκαν, μεγάλη δόση ήτανε; κακό πράμα
στις φλέβες του και τον σκότωσε; Θα σας γελάσω. Το άλλο ήταν ο Αναστάσης. Αυτός
δεν ήταν Σαμογλαίος, ήταν Κούρτσογλου, της γυναίκας του Θανάση αδερφός, αλλά
τον είχαν μαζί τους από παιδί. Αυτό το έρμο είχε σαλεμένο το μυαλό. Άλλοι
λέγανε έτσι γεννήθηκε, άλλοι πως όταν ήταν μωρό τον κλώτσησε η γαϊδούρα του
πατέρα του του μανάβη, άκρη δεν βρίσκεις μ’ αυτά, πάντως δεν έστεκε καλά.
Μίλαγε μοναχό του, γούρλωνε τα μάτια του ξαφνικά σα να ‘βλεπε μπροστά του τον
οξαποδώ κι έπιανε τοίχο. Κόλλαγε την πλάτη του στον τοίχο να γίνει ένα με τον
σοβά, γλίστραγε έπειτα και κουβαριαζότανε στο χώμα με το κεφάλι χωμένο μέσα στα
γόνατα κι έβγαζε κάτι ήχους σπαρακτικούς κι αλλόκοτους να ανατριχιάζει το πετσί
σου ολόκληρο. Οι άθρωποι στη γειτονιά το φοβόντουσαν το παιδί. Τα άλλα παιδιά
το παίρνανε στο κατόπι και το πετροβολούσανε –τσούρμο πίσω του η πιτσιρικαρία
με ξύλα και πέτρες να τον κυνηγούν κι αυτό να τρέχει αλαφιασμένο σαν το
τρομαγμένο λαγούδι που νιώθει πάνω του την ανάσα των κυνηγόσκυλων, να τρέχει
και να ουρλιάζει και να κουνάει τα χέρια του –κάτι χέρια μακριά δυο φορές πάνω
κάτω το κανονικό- να τα κουνάει σα να μαχόντανε αόρατα ξωτικά, κούναγε τα χέρια
του κι έτσι που ήτανε άσχημο και λιανό και μακρυχέρικο έμοιαζε σαν ζωντανεμένο
σκιάχτρο. Έβγαινε η Γιωργία, η αδερφή του και τον μάζευε και γύριζε κατάρες στα
παιδιά που τυραννούσαν το αρνί του Θεού, έτσι τον έλεγε –και πράγματι έτσι
ήταν, κανέναν δεν πείραζε, μήτε άνθρωπο μήτε ζώο. Όταν δεν ήταν σε κρίση, του
άρεσε να κάθεται στην αυλίτσα κα να χαζεύει τα μυρμήγκια. Ώρες πέρναγε με τα
μυρμήγκια και γέλαγε και τους μιλούσε σαν να ‘ταν φίλοι του.
»Η Γιωργία τον φρόντιζε πιο πολύ σα μάνα παρά σαν
αδερφή, είχαν ορφανέψει από πολύ μικρά –όταν τη ζήτησε ο Θανάσης, που ‘τανε στα πατώματα για χάρη της, του το ‘βαλε όρο «ό,τι κι αν γίνει θα πάρουμε
μαζί μας και τον αδερφό μου, αλλιώς ξέχνα με». Τον έπλενε, τον χτένιζε, του
‘βαζε νερό και φαγί και καθόταν δίπλα του μέχρι να φάει και να πιεί κι όταν τον
έπιανε η αντάρα, τον αγκάλιαζε και τον φρουρούσε μέχρι να καταλαγιάσει. Κάποτε
τον έβαλε μερικούς μήνες στο Δρομοκαΐτειο αλλά τον βασάνιζαν τον φτωχό εκεί
μέσα και τον πήρε πίσω. Για να ‘μαι ειλικρινής, ο Θανάσης πήγε και τον έφερε
και με την καρδιά του. Οι άλλοι Σαμογλαίοι λίγη σημασία έδιναν στον Αναστάση.
Διασκέδαζαν με τα καμώματά του, κρυφά τον τσίγκλαγαν να κάνει καμιά απρέπεια να
‘χουν να λένε, ήταν το θέμα τους όταν δεν είχαν για τι άλλο να μιλήσουν.
Γκρίνιαζαν όταν έκανε καμιά ξεχωριστή παλαβομάρα –όπως μια μέρα που έβγαλε τα
ρούχα του κι έτρεχε γυμνός, τσίτσιδος γύρω-γύρω στη γειτονιά- πως τάχα τους
κάνει ρεζίλι και πρέπει να τον κλείσουν πάλι, αλλά ερχόταν η Γιωργία και τα
κανόνιζε, ησύχαζαν για να πιάσουν ξανά το βιολί τους λίγο αργότερα.
»Η γειτονιά ήταν αλλιώς, όσο κι αν τον προστάτευε η
Γιωργία, όταν λίγο της ξέφευγε , πάντα βρίσκονταν κάποιοι μάγκες να τον πειράξουν
για να κάνουν χάζι. Πάντως ήταν κι αρκετοί αθρώποι που τον λυπόντουσαν κι όταν
τον έβλεπαν στο δρόμο, άλλοτε τον γύριζαν γλυκά στο σπίτι του κι άλλες μονάχα
ειδοποιούσαν την Γιωργία να τον ψάξει. Καμιά φορά, όταν πέρναγε από το μικρό
καφενείο με τη συκιά, ο καφετζής τον φίλευε κανα λουκούμι ή του ‘κοβε κανένα
ώριμο σύκο και μια φορά θυμωμένος δεν άφησε κάποιους έξυπνους, που ήθελαν να
τον ποτίσουν ούζο για να κάνουνε χάζι.
»Όπως και να ‘χει, ο Αναστάσης ξύπναγε φόβους και
συγκρίσεις μέσα μας κι είχα ακούσει με τα αυτιά μου γκαστρωμένες στο μήνα τους
να προσεύχονται δυνατά να βγει το παιδί τους γερό και να μην έχουν τα βάσανα
του Αναστάση κι άλλες γυναίκες πάλι, όσο περίμεναν παιδί, δεν ήθελαν να τον
συναπαντήσουν το φτωχό, μπας και κολλήσει το παιδί τους τρέλα ή βγει λειψό. Έτσι
νομίζανε τότε οι αθρώποι.
»Όταν μεγάλωσε λιγάκι κι έγινε παλικάρι, του
έφτιαξαν ένα δωμάτιο μια σταλιά ίσα για ένα κρεβάτι και το τραπεζάκι με την
κανάτα για το νίψιμο, στην άκρη της αλάνας, κολλητό με το σπίτι τους, ένα
καλύβι πρόχειρο ήταν δηλαδή από πλιθιά, ίσα για να κοιμάται τα βράδια. Τότε
ήρθε ο πόλεμος κι η Κατοχή και τα πράγματα δυσκόλεψαν. Στη θάλασσα, λίγο πιο
πέρα από τα προσφυγικά μας ήταν από παλιά χτισμένες βίλες, ωραία σπίτια,
αριστοκρατικά με κήπους. Τα επιτάξανε οι Γερμανοί και έτσι έκαναν συχνά την
περατζάδα τους από τη γειτονιά μας. Πέρναγαν συνέχεια στρατιωτικά καμιόνιακι
αυτές οι μηχανές με το καλάθι, που με τρομάζανε πιο πολύ απ’ όλα. Ακόμα και
σήμερα αν τύχει να τις δω καμιά τέτοια σε ταινία, γιατί στο δρόμο πια δεν
βλέπω, τρομάζω και σταυροκοπιέμαι. Μέρα νύχτα ακούγαμε τουφεκιές και άγριες
φωνές σε μια γλώσσα που δεν την καταλαβαίναμε καθόλου αλλά μας έκοβε τα πόδια
και μας γέμιζε θυμό και αηδία την ίδια στιγμή. Στη γειτονιά μας φύτρωναν όλα τα
λουλούδια. Είχαμε παιδιά και κοπέλες που το ‘λεγε η ψυχή τους, είχαμε όμως και
τους άτιμους, τους δωσίλογους και τους μαυραγορίτες.
»Τον πρώτο καιρό, η ζωή του Αναστάση δεν άλλαξε και
πολύ. Μόνο που έπρεπε να τον προσέχει λίγο παραπάνω η Γιωργία, γιατί έβγαινε
στο δρόμο και έκανε τρέλες όταν πέρναγαν τα καμιόνια και άντε να εξηγούσες σε
δαύτους, που σκότωναν για ψύλλου πήδημα, ότι ήταν το άκακο αρνί, ο σαλός του
Χριστού που τον έλεγε ο παπα-Ζαφείρης,
και δεν είχαν να φοβηθούν. Άσε που μπορεί να τον έκοβαν φέτες για χάζι.
»Μετά όμως ήρθε η μεγάλη πείνα. Ολόλυζαν τα παιδιά
λιμασμένα, άδεια τα στήθια των γυναικών, δεν κατέβαινε γάλα πια, άδεια και τα
τσουκάλια. Σκότωνες για μια λαχανίδα, για μια τσουκνίδα, για μια γλειψιά λάδι.
Πέθαιναν οι άνθρωποι στο δρόμο. Και κρύο, κρύο…
Ο Αναστάσης πεινούσε κι αυτός και παρακάλαγε για λίγο φαγητό, λίγο
παραπάνω φαγητό. Ο νους του χανόταν όλο και πιο πολύ, όλη μέρα παραμίλαγε και
σκότωνε θεριά στον αέρα με τα χέρια
του. Κι όλη μέρα έκλαιγε πεινασμένος και
τραβολόγαγε τη Γιωργία και φώναζε κι έφτασε να αρπάζει το φαγί των παιδιών της.
Μέχρι που τον χτύπησε μια μέρα ο Θανάσης και η Γιωργία δεν μίλησε, πρώτη φορά.
Είδαν κι αποείδαν, τον έχωσαν μέσα στο καμαράκι του αλλά επειδή δεν καθότανε
φρόνιμος, ούρλιαζε και χτύπαγε την πόρτα να την σπάσει να βγει έξω, τον
αλυσοδέσανε. Δεν το είπαν αλλά το καταλάβαμε στη γειτονιά όταν κάποιοι
παρατήρησαν ότι είχαν μέρες να τον δουν και άλλοι έλεγαν πως τον ακούνε να
κλαψουρίζει και να γυρεύει φαγητό στο καμαράκι του. «Σταυρό σηκώνουνε οι
Σαμογλαίοι με τον τρελό. Να μην έχεις να ταΐσεις τα παιδιά σου και να πηγαίνει
χαμένη η μερίδα στο άρρωστο στόμα. Τι θέλει και ζει; Σάμπως έχει μέλλον ο
ζαβός;» Τέτοιες κουβέντες κυκλοφορούσαν στη γειτονιά. Κι είχαν ακουστεί κι
άλλα, πως τάχα συμβούλεψαν το Θανάση να τον πάει με βάρκα στ’ ανοιχτά, κρυφά
απ’ τη γυναίκα του, και να τον ρίξει στο νερό, αλλά μπορεί να ήτανε και λόγια
κατοπινά ετούτα, γιατί ούτε ονόματα ακούστηκαν ούτε ο Θανάσης ποτέ τα
επιβεβαίωσε, το αντίθετο μπορώ να σας πω.
»Πέρναγαν οι μέρες και δυσκόλευαν τα πράγματα όλο
και πιο πολύ. Η Γιωργία έκοβε από το δικό της πιάτο για να δώσει δυο μπουκιές
του αδερφού της, που είχε αγριέψει αλυσοδεμένος στην παράγκα κι έβγαιναν απ’ το
στόμα του κάτι κραυγές ανήκουστες και βρισιές, λόγια βαριά που σου ‘κανε
εντύπωση πού τα ‘χε μάθει ο Αναστάσης και τα ξεστόμιζε τώρα χωρίς ντροπή.
Ζητούσε φαγητό με μια φωνή ολόισια, μήτε τα πάνω της μήτε τα κάτω της, φωνή
ίδια συνεχώς που ράγιζε η ψυχή σου να τον ακούς να παρακαλάει κι έπειτα να
γρυλλίζει σα ζώο και να ξεχύνει λόγια τυραννικά στ’ αυτιά της αδερφής του…
»Μια μέρα που ‘βρασε η Γιωργία μερικές λαχανίδες κι
έβγαλε δυο να της πάει στον Αναστάση, την σταμάτησε ο Θανάσης στην πόρτα πριν
ανοίξει. «Έχουμε παιδιά, Γιωγιώ μου», της είπε και κατέβασε τα μάτια. Μάλωσε το
ζευγάρι εκείνη την ημέρα, μάλωσε πολύ. Προσπάθησαν να μην ακουστούν αλλά φτενοί
οι τοίχοι, βγήκαν λόγια προς τα έξω, τα υπόλοιπα τα συμπλήρωσε η φαντασία των αθρώπων
και το κουτσομπολιό, που τέτοιες ώρες αντί να καταλαγιάζει, θέριευε. Έπεσε να
πεθάνει η Γιωργία «το δικό μου φαγί είναι, απ’ τη δική μου τη μερίδα», του
είπε, «δεν το παίρνω απ’ τα παιδιά μας». «Κι αν πεθάνεις εσύ, Γιωγιώ μου, τι θα
κάνουμε;» της έλεγε ο Θανάσης. Πήρε μέρες τούτη η κατάσταση και οι περισσότεροι
στη γειτονιά του έδιναν δίκιο και όποιοι ανακατεύτηκαν, ζητούσαν απ’ τη Γιωργία
να λογικευτεί –«ασ’ τον τον καψερό, Γιωργία, να φύγει, να ησυχάσει. Τυραννιέται
διπλά ετούτος από μας», της έλεγαν. Μα ήταν κι αυτοί που έλεγαν μην
ανακατεύεστε στην οικογένεια, μη τους βάζετε στο νου να πάρουν ζωή αθρώπου, μας
βλέπει κι ο Θεός.
»Έδωσαν πήραν όλα τούτα, αρρώστησε η Γιωργία, στην
ψυχή αρρώστησε, δε μίλαγε, όλη μέρα με το κεφάλι κάτω. Τι έγινε ακριβώς, κανείς
δεν έμαθε. Μια μέρα είδαμε να βγάζουν τον Αναστάση πεθαμένο από την κάμαρη.
Σκελετωμένο το κορμί, το πρόσωπο αγριεμένο και στο χέρι το αριστερό μια πληγή
σα βραχιόλι και φαρδιά δυο δάχτυλα, από
την αλυσίδα.
»Το βράδυ είχε πεθάνει μόνος του. Από την πείνα.
Κανείς δεν είπε τίποτε, τόσοι πέθαναν απ’ τον ίδιο λόγο, αλλά στο βάθος όλοι
ξέραμε τι είχε γίνει. Τον θάψανε με
τρόπο πρεπούμενο και με όλα του Θεού τα πράγματα. Η Γιωργία πολύ καιρό έκλαιγε
και τον αποζητούσε. Μετά, την πήρε με το μέρος της η ζωή, είχε παιδιά να
μεγαλώσει. Μετά τον πόλεμο, έφυγαν και πήγαν στο Αίγιο κι έπειτα εργάτες στη
Γερμανία, δεν τους ξαναείδαμε. Έμαθα πως τα παιδιά της κάναν προκοπή στα ξένα.
»Σας ακούω που τα λέτε συναμετάξυ σας και στην
τηλεόραση τ’ ακούω… για το παλληκάρι που φάγανε στον Πειραιά, για το ξένο τ’
άμοιρο στα Πετράλωνα, και τρέμω. Σηκώνει πάλι κεφάλι το θεριό. Αλλά ο πιο
μεγάλος κίνδυνος είναι όταν δεν ξέρεις το φίδι που κουβαλάς μέσα σου και το
αφήνεις και σκορπάει δηλητήριο με την κάθε ευκαιρία. Αυτό το φίδι δίνει δύναμη
και πολιτεία στο άλλο το μεγάλο κι όταν
εκείνο ξεκουλουριαστεί ματοκυλάει την ανθρωπότητα, γιατί αυτή είναι η δουλειά
του».
Κουράστηκε η μαμά
μου και σταμάτησε. Μου ζήτησε λίγο γάλα να δροσίσει το λαιμό της και να πάρει
δυνάμεις. Απλή γυναίκα του λαού, αγράμματη,
με τη σοφία της ζωής, σπουδαίες λέξεις δεν ήξερε αλλά έπιανε πολλά
πράγματα με το νου της και εξηγούσε τον κόσμο, όπως ίσως εμείς ποτέ δεν θα
μπορέσουμε. Ήξερε την πολυπλοκότητά του, τις αντιφάσεις του, κι επειδή δεν είχε άλλο τρόπο να τα πει, έλεγε
ιστορίες που ‘χε ζήσει. Όπως αυτή του Αναστάση.
Της έφερα το γάλα
και το κατέβασε με αργές γουλιές. Σκούπισε με ένα άσπρο μαντιλάκι τα χείλη της
και πριν πιάσει πάλι το πλεχτό της, είπε μια τελευταία κουβέντα. «Μα να σας πω
και τούτο. Τη μέρα που βγάζαν πεθαμένο τον Αναστάση απ’ την παράγκα του, ήμουν
κι εγώ εκεί, όλη η γειτονιά είχε βγει για να δει –έτσι ήταν τότε τα συνήθεια.
Τότε είδα για πρώτη φορά τον πατέρα σου. Ήμουν σκάρτα έντεκα χρονών κι εκείνος
δώδεκα στα δέκα τρία. Τον είδα πώς κοίταζε με φρίκη. Κι αμέσως το ήξερα ότι
αυτό το αγόρι θα γινόταν ο άντρας μου και ο πατέρας των παιδιών μου».
Αύγουστος 2016
[Η εικονογράφηση είναι πίνακες του γάλλου ζωγράφου Jean Roustin (1928-2013)]