Στην Κάτια,
για τα φετινά της γενέθλια
[…]
-Η ερωτική έκσταση δεν είναι
άλλο παρά μια ικανοποιημένη φιλοδοξία, είπα με σταθερή φωνή κοιτώντας την
ίσια στα μάτια. Υποχρεώνοντάς την να πάψει να πηγαινοέρχεται μεταφέροντας
χαρτιά από το ένα γραφείο στο άλλο, δήθεν ότι τα ταχτοποιούσε.
-Ποιος το λέει αυτό; με ρώτησε καταλαβαίνοντας ότι δεν είναι δικό μου,
όχι τόσο από το ύφος όσο από τον τρόπο που το κάρφωσα στο πρόσωπό της.
-Δεν ξέρω, κάποιος…
-Βλακεία είναι, με διέκοψε
-Νομίζω ο Μούζιλ της είπα χαιρέκακα, ξέροντας πως τον λατρεύει αλλά με
τη σιγουριά πως αυτή του τη σκέψη δεν την ήξερε, έτσι διατυπωμένη σαν αφορισμό
δεν την ήξερε. Μπλόκαρε. Παρακολουθούσα με χαρά την εξέλιξη της αμηχανίας της,
πώς φούσκωσε τα μάγουλά της κάνοντας το πρόσωπό της μια αστεία μάζα από σάρκινα
μπαλονάκια, πώς προσπαθούσε να ισορροπήσει την λατρεία της για τον Μούζιλ με
την κουβέντα που πέταξε άσκεφτα «βλακεία είναι». Θα μου έλεγε βεβαίως ότι έτσι
ξεκομμένο από το πλαίσιο δεν έχει νόημα, πως θα έπρεπε να της δώσω την ακριβή
παραπομπή για να καταλάβει, αλλά στο βάθος ήξερε ότι δεν μπορούσε να το πάρει
πίσω, επίσης ήξερε ότι όντως η φράση αυτή περιέκλειε μια ανοησία.
-Προφανώς κάτι άλλο θα εννοεί και οπωσδήποτε πρέπει να ξέρει κανείς
πού εντάσσεται μια τέτοια φράση, μια τέτοια ιδέα…
Γέλασα πολύ και δυνατά, γέλασα τόσο που άρχισε να φαίνεται ψεύτικο το
γέλιο μου και για να είμαι ειλικρινής ήταν και λίγο στο τέλος. «Βλέπεις…», της
είπα, χαϊδεύοντας τρυφερά τη μικρή, φτενή αλογοουρά της, «βλέπεις πως δεν είναι
το περιεχόμενο μιας φράσης αλλά η αυθεντία που την εκστομίζει; Αν ο Σαίξπηρ είχε γράψει για την πορτοκαλιά
πανδαισία των καρότων, σήμερα θα απαγγέλλαμε με ηδονή τους στίχους και θα
ψάχναμε μυστικά νοήματα στις λέξεις και τη σειρά τους… χα…».
-Έχεις μια τάση να τα ισοπεδώνεις όλα, ρε παιδί μου, είπε αλλά κατά
βάθος είχε ήδη παραδεχτεί την ήττα της. Ο.Κ. θα του δώσω μια ακόμη ευκαιρία του
πιτσιρικά. Μα, πες μου, την αλήθεια όμως, πράγματι σ’ αρέσει;
-Αν είχε τα μάτια σου, θα τον ερωτευόμουν κιόλας, της απάντησα
περνώντας με νόημα τη γλώσσα πάνω από τα χείλη για να την πειράξω. Ρε Φιλιώ,
είναι καλός, γιατί δεν το βλέπεις και μ’ εκνευρίζεις;
Στην πραγματικότητα αυτός ο Ανδρόνικος κάπως ελάχιστα με ενδιέφερε.
Ένα ακόμα αλλαζονικό, άδειο, αγράμματο σκατόπαιδο που περνιέται για συγγραφέας,
κάτι μεταμοντερνιές του κώλου, ανακατέματα άτεχνα, πασαλείμματα από κακοχωνεμένα,
αστάθμητα, διάσπαρτα διαβάσματα, τι νομίζουν όλοι τούτοι που πιστεύουν πως είναι ο Φώκνερ –τι είπα τώρα; Πόσοι τον
έχουν διαβάσει τον Φώκνερ από τέτοιους επίδοξους νομπελίστες, χα- , ότι φέρνουν
την επανάσταση επειδή, αντί να διηγηθούν μια ιστορία από την αρχή προς το
τέλος, την κόβουν σε κομμάτια, όπου λάχει, τα σκορπίζουν μετά στο πάτωμα και
βάζουν τρεις αφηγητές να διαλέγουν όσα προλάβουν να πάρει το χέρι τους και να
τα πετούν στα μούτρα ενός αθώου και
ανέμπνευστου αναγνώστη που θα τα διαβάσει εκστασιασμένος απνευστί; Όταν δεν
ξέρεις να γράφεις, μετατρέπεις την αμετροεπή φιλοδοξία σου σε ύφος και το
κάνεις μανιέρα. Κρύβεις ότι δεν έχεις να πεις τίποτα φωνάζοντας παντού και δυνατά ότι δεν υπάρχει τίποτα να ειπωθεί
και πως αυτή την αλήθεια μόνο εσύ, ο μέγας τίποτας την ανακάλυψες μόλις τώρα
και την γράφεις. Έλεος!
Δεν θα επέμενα για τον πρασινομάτη Ανδρόνικο κάπως, έτσι κι αλλιώς του
ενός βιβλίου είναι, άντε δύο, μετά θα πάει στο θείο του να του βρει δουλειά και
θα μιλάει στα παιδιά του για τις λογοτεχνικές του δάφνες –άλλωστε όλο και
κάποια ομάδα, σύλλογος, ένωση λογοτεχνών θα τον πάρει υπό την προστασία της. Δεν
θα επέμενα καθόλου, αλλά ο θείος ήταν το θέμα, βουλευτής του κυβερνώντος
κόμματος, φίλος κατά κάποιο τρόπο από τα φοιτητικά χρόνια, όμως κυρίως μια καλή
πόρτα. Θα του έκανα το χατίρι να εκδώσουμε το καμάρι του, που τον έκοψα με τη
μία ότι του ‘χει αδυναμία, αλλά θα μου ξεπλήρωνε τη χάρη και θα μου την
ξεπλήρωνε ακριβά. Όση αηδία θα ένιωθα όταν, ντυμένη με το ωραίο μου φόρεμα, με
δεκάδες χαϊμαλιά γύρω από το λαιμό μου, με άψογο μακιγιάζ και γοητεία, θα
ανέβαινα στο βήμα για να παρουσιάσω στο κοινό με συγκίνηση τον σπουδαίο νέο
λογοτέχνη που ο δικός μας εκδοτικός οίκος ανακάλυψε και προτείνει, όλη αυτή την
αηδία από το άθλιο ψέμα, το δικό μου και όλων που θα παρακολουθούν δήθεν με
προσοχή, ενώ θα μετρούν λεπτά και δευτερόλεπτα που τους χωρίζουν από το
λυτρωτικό χειροκρότημα που θα σημάνει το τέλος της εκδήλωσης και θα μπορούν να
ξεχυθούν ελεύθερα για τις δημόσιες σχέσεις τους, τα θλιβερά γκομενιλίκια τους ή
απλά να φύγουν για το πραγματικό ενδιαφέρον της βραδιάς, κάποιο ραντεβουδάκι
δηλαδή κρυφό ή φανερό, α, ναι, όση αηδία θα ένιωθα τότε και μετά, όποτε θα
έπρεπε να παραβρεθώ σε παρόμοιες παρουσιάσεις ανά την χώρα για να τονώσουμε τις
πωλήσεις, όλη εκείνη την αηδία θα την ξεπλήρωνε με κάποια σοβαρή και δύσκολη
χάρη που θα του ζητούσα με χαμόγελο παιχνιδιάρικο, ποτίζοντάς την με κανένα
υποσχετικό υπονοούμενο, και πάντως υπενθυμίζοντάς του ότι εγώ ήμουν δίπλα του
όταν με χρειάστηκε και έβαλα σε κίνδυνο την αξιοπιστία του εκδοτικού μου οίκου
για να εκδώσω τον ανηψιό του και να προωθήσω λυσσαλέα τη δουλειά του, ενώ,
φαντάζομαι, ούτε αυτός έχει παραμικρή ψευδαίσθηση για την αξία της
λογοτεχνίας του: σκουπίδια, αγαπητέ μου Νίκο, σκουπίδια… Θρίαμβος!
Η Φιλιώ με κοιτούσε και προσπαθούσε να καταλάβει τι σκεφτόμουν. Δεν
θέλω να ξέρει τι σκέφτομαι, τίποτε από όλα αυτά τα θλιβερά υποκατάστατα σκέψεων
που πετάνε βαριά μέσα στο μυαλό μου σηκώνοντας σκόνη από τα κόκκαλα του κρανίου
μου που συνθλίβονται και κονιορτοποιούνται από ντροπή κι έπειτα θολώνουν τις
ανεπαίσθητες σταγόνες αίματος που ρέουν μέσα στα αγγεία και κρατούν ζωντανό τον
εγκέφαλο, τις θολώνουν με ένα βρώμικο και άρρωστο και στέρεο γκρίζο. Δεν θέλω
να τα ξέρει, δεν θέλω να ξέρει τις αγωνίες που περνάω κάθε τέλος του μήνα για
να βγουν οι πληρωμές και οι δόσεις των χρεών και όλα, εκείνα τα φριχτά ξενύχτια
με το λογιστή μας που συνήθως καταλήγουμε ξημερώματα λιώμα από τις βότκες και
τις τεκίλες σε ένα παγκάκι στο Σύνταγμα, εγώ κι αυτός. Δημιουργική λογιστική,
ποιος τον είπε τον όρο; Τέλειος, μωρό μου. Θα την κρατήσω ανοιχτή την
επιχείρηση, μακάρι να χρειαστεί και να σκοτώσω.
Αλλά η Φιλιώ, όχι, δεν θέλω να ξέρει τίποτε από όλ’ αυτά, τουλάχιστον
το βαθμό που όλα αυτά υπάρχουν και είναι τα μόνα που πραγματικά υπάρχουν. Δεν
καταλαβαίνει τα οικονομικά, πιστεύει εύκολα τις εξηγήσεις μου, δεν ρωτάει και
πολλά, καλύτερα έτσι. Την Φιλιώ την νοιάζουν τα βιβλία μας, το καλό όνομα του
εκδοτικού οίκου, η ποιότητα. Μιλάει για
κουλτούρα, για σεβασμό, για ταλέντο. Έξω λυσσάει ο θάνατος, τρέχει το δηλητήριο
στους δρόμους, μάγοι με χάρτινα ραβδιά ορίζουν τι σκεφτόμαστε, με ποιες λέξεις
το εκφράζουμε και ποιος λέει τις λέξεις αυτές για να τον λατρέψουμε. Πού και
πού ξεφεύγει κάποιος αθώος, σύντομα θα λιώσει μέσα στην τεράστια κοιλιά τους σα
μυγούλα μέσα στα θανατερά, τοξικά υγρά της αράχνης. Ο καλύτερος τρόπος να
τινάξεις την επικίνδυνη αθωότητα είναι να την βάλεις μέσα σε μια κορνίζα και να
την κάνεις αντικείμενο προσκυνήματος. Αποχυμωμένη σαν τις κάρες των αγίων με το
κατάξερο δέρμα κολλημένο πάνω στα εύθριπτα κόκκαλα θα περιμένουμε να κάνει το
θαύμα αλλά πάντα το θαύμα θα είναι μούφα, μολονότι θα δροσίζει κάποιες ψυχές
πριν τις σκοτώσει.
Όχι, όχι η Φιλιώ δεν θέλω να ξέρει. Έχει ένα ρομαντισμό και είναι
άσπρη και βελούδινη, τόσο άσπρη και τόσο βελούδινη που ώρες – ώρες θέλω να
κυλιστώ πάνω της σαν να ήταν μια καθαρή, φρεσκοπλυμένη χνουδωτή πετσέτα. Να κοιμηθώ μέσα στην πετσετένια αγκαλιά της
μια ολόκληρη μέρα και μια ολόκληρη νύχτα, να κοιμηθώ χωρίς διακοπή, να δω
όνειρα που δεν θα τα θυμάμαι την άλλη μέρα, αλλά θα μυρίζουν καραμέλα και
οδοντόπαστα κι αυτή τη μυρωδιά θα την κουβαλάω με κέφι όπου κι αν πάω εκείνη τη
μέρα, όλη μέρα. Η Φιλιώ έχει ένα πλατύ, ροδαλό πρόσωπο και τα μάτια της, τα
μάτια της είναι τεράστια, έχει τα πιο μεγάλα μάτια που έχω δει ποτέ μου, σκούρα
μάτια, καστανά σκούρα, πολύ σκούρα σχεδόν μαύρα κι είναι τα μάτια της σαν από
πορτραίτο Φαγιούμ, τόσο μεγάλα και τόσο
ζεστά –στα πορτραίτα Φαγιούμ κατάλαβα τι
σημαίνει αιωνιότητα, τι σημαίνει η ζωή νικά το θάνατο, όχι, όχι η ζωή, η τέχνη
νικά το θάνατο, το πτώμα εξαφανίζεται και επιστρέφει κραταιή και αιώνια η
συνείδηση. Τέτοια είναι τα μάτια της Φιλιώς, αιώνια, και η αθωότητα στο βλέμμα
της, η πίστη στο βλέμμα της, η βεβαιότητά της, τρυπά την συνείδησή μου και με
προκαλεί. Κι έπειτα δεν ξέρω τι μου
συμβαίνει, εκεί που θέλω να την προστατέψω, με πιάνει μια κακία, κοχλάζει μέσα
μου ένας βδελυρός θυμός, σα λιωμένο λιπαρό σαπούνι, ένας θυμός που βρωμάει
θειάφι και καμένο γάλα και θέλω να πέσω πάνω της και να την χτυπήσω, με τα
νύχια μου να της κατεβάσω τα μάγουλα κι έπειτα να γλείψω τις πληγές μέχρι που
να μη μείνει στάλα αίμα αλλά τα κόκκινα αυλάκια να γίνουν φουσκωμένα ροζ
ποταμάκια από πόνο και να της πω «δεν ήμουν εγώ» κι αυτή να το πιστέψει.
Ο πατέρας μου τήν έφερε στην επιχείρηση. Ήταν φοιτήτρια ακόμη κι ήθελε
ένα χαρτζιλίκι, στο βάθος οι σπουδές της δεν την ενδιέφεραν, ήθελε να γίνει
ηθοποιός, πήγαινε σε μια φτηνή, άθλια δραματική σχολή, ονειρευόταν ρόλους και
χειροκροτήματα. Δεν είχε ταλέντο. Όσο κι αν προσπάθησε, δεν είχε ταλέντο. Ήταν
εργατική, δούλεψε σκληρά αλλά ποτέ δεν κατάφερε κάτι πάνω από μια εξουθενωτική
μετριότητα που ίσως να γινόταν ανεκτή με το χρόνο. Δεν το ήθελε, τα παράτησε,
ξαναγύρισε στον εκδοτικό οίκο κι έμεινε μαζί μας είκοσι χρόνια, μέχρι που
πέθανε ο πατέρας μου αλλά και μετά που πέθανε ο πατέρας μου πάλι δεν μας άφησε.
Και στη μαμά μου στάθηκε, σ’ όλη της την αρρώστια δίπλα της στο νοσοκομείο, μια
αφοσίωση τρυφερή και συγκινητική, την
είχε απορροφήσει η αρρώστια της μαμάς μου τότε. Εγώ πάλι δεν πήγαινα πολύ. Δεν
μπορούσα να τη βλέπω να συρρικνώνεται μέσα στα σεντόνια της, κίτρινη και άσχημη
όσο ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ, όχι, αυτό το ρυπαρό πλάσμα με το ρυτιδωμένο
δέρμα και τα καφετιά μυτερά δόντια δεν ήταν η μαμά μου, η λαμπερή, έξυπνη και
υπομονετική μαμά μου, δεν πήγαινα να τη δω, η Φιλιώ με πήγε με το ζόρι την
παραμονή του θανάτου της αλλά δεν ήταν η μαμά εκεί, εκεί ήταν μια γριά που
μύριζε θάνατο, δεν την αποχαιρέτησα ποτέ. Αλλά η Φιλιώ ήταν εκεί, 32 μέρες συνεχόμενες. Αυτήν νόμιζαν όλοι για κόρη της.
-Τι ώρα είναι; τη ρώτησα γιατί ήθελα να ακούσω τη φωνή της.
-3 παρά τέταρτο, φώναξε. Άκουσα εκείνη την σκοτεινή πιτσιλιά που
διαρρέει τη φωνή της όταν είναι τσαντισμένη. Δεν έχεις ρολόι;
-Σταμάτησε, είπα κοφτά. Γιατί
σ’αρέσει ο Μούζιλ; Δεν έκανε τον κόπο να μου απαντήσει. Αλλά μετά από λίγο μου
είπε: «το ραντεβού με τον Καραθανάση το ξέχασες; Δεν θα πας; Μήπως θέλεις να
πάω εγώ;»
Και ήξερα ότι είχα κερδίσει το στοίχημα. Αγαπώ αφόρητα την
προβλεψιμότητά της. Είναι τόσο προβλέψιμη που κατορθώνει να με εκπλήττει
τελικά. Είχε λυγίσει. Ένιωθα την ενοχή στη φωνή της. Δεν της άρεσαν οι εντάσεις. Θα ερχόταν τώρα
μέσα να μου ξαναπεί ακριβώς την ίδια φράση. Θα έβλεπα το σώμα της να παίρνει
πρώτα μια στάση προσοχής κι έπειτα να συστρέφεται ελαφρά σαν να ήθελε να
ξεπιαστεί με ένα δυο προσεκτικά, διακριτικά τεντωματάκια, να χαλαρώνει, να
καταφεύγει σε ένα παιδιάστικο ακκισμό. Θα ίσιωνε το μπλε φορεματάκι, μια πιετούλα, δυο πιετούλες,
θα ίσιωνε την καρφίτσα στο δεξί ώμο κι ας ήταν ολόσωστα στη θέση της. Όταν
πέθανε ο πατέρας μου φόρεσε δυο μήνες μαύρα. Για τη μαμά μου έξι μήνες. Έμπαινε
κάθε πρωί με φρέσκα λουλούδια στα χέρια.
Άλλαζε το νερό στα βάζα μπροστά στις φωτογραφίες, πέταγε τα μαραμένα,
πρόσθετε τα φρέσκα. Μαύρο φόρεμα ή μαύρο ταγιέρ, ποτέ παντελόνι. Κι ήταν όμορφη
μέσα στα μαύρα, της πήγαινε η θλίψη και η ενοχή της πήγαινε πολύ. Με τρέλαινε
που προσπαθούσε να κρυφτεί, να μην τη δω να κλαίει, να μην τη δω να σφίγγει
πάνω στο πλούσιο στήθος της, που όταν τυχαία με ακουμπούσε με έκανε να θέλω να
την πάρω στην αγκαλιά μου και να της σκίσω τη λεπτή μπλουζίτσα και να αγγίξω απαλά,
σαν ήταν φτιαγμένη από πούπουλα αγγέλων τη λευκή, τρυφερή σάρκα, να χαϊδέψω το
σχήμα του, να κολλήσω τα χείλη μου πάνω στη μικρή ρώγα, α, ναι, δεν ήθελε να την δω να σφίγγει πάνω στο στήθος της ξετρελαμένη
από πόνο και νοσταλγία την φωτογραφία του πατέρα μου. Της πήγαινε η θλίψη και η
ενοχή και ξέπλυνε την ενοχή της στο νοσοκομείο φροντίζοντας τη μητέρα μου, τη
δική μου μητέρα, αυτήν που γέννησε το παιδί του, το παιδί του πατέρα μου, του
εραστή της και ίσως του μοναδικού άντρα στη ζωή της και το εννοώ το μοναδικός
άντρας, γιατί όσα χρόνια την ξέρω ποτέ δεν είχε μια σχέση, ποτέ δεν ήρθε κάπου
συνοδευμένη. Έζησε μια ζωή αφοσιωμένη στον άντρα της μητέρας μου και στον δικό
μου πατέρα. Νομίζει ακόμα πως ούτε η μαμά μου ήξερε αλλά η μαμά μου δεν είχε
απλώς καταλάβει, ήξερε πολύ καλά τι συνέβαινε και την λυπόταν γιατί δεν ήταν η
μόνη, για την ακρίβεια ήταν μια ασήμαντη παρουσία στη ζωή του πατέρα μου,
ασήμαντη και ακίνδυνη τόσο που η μαμά μου συγκινιόταν όταν μιλούσε για την Φιλιώ
και στενοχωριόταν που ήταν υποχρεωμένη να την αφήνει να ζει μέσα στο ψέμα της
αλλά τι μπορούσε να κάνει; Η Φιλιώ ήταν πάντα μια εκπληκτική υπάλληλος πολύ
χαμηλών αποδοχών κι όταν μια φορά αποφάσισε να φύγει, ο πατέρας μου την πήγε
μια τριήμερη εκδρομή κι εκείνη έμεινε από ανοησία και έρωτα. Αλλά κυρίως από μια θλιβερή
ενοχή που με έκανε να γελάω τόσο που πονούσα και την αγαπούσα ακόμα πιο πολύ
και ήθελα να ρίξω μια γροθιά στο μπαμπά μου που την κορόιδευε κι ας τον
αγαπούσα πολύ κι ας με διασκέδαζαν οι ερωτικοί μακιαβελισμοί του και κυρίως η
επιχειρηματική ευφυΐα του και το κοφτερό μάτι με το οποίο ξεχώριζε τα
λογοτεχνικά ταλέντα, τις εμπορικές επιτυχίες και τους ανθρώπους που μπορούσε να
εκμεταλλευτεί.
Όταν πέθαναν και οι δυο γονείς μου, η δουλειά πέρασε εντελώς στα χέρια
μου. Και στης Φιλιώς. Έβγαζε δουλειά
τριών συνεργατών και ήταν αποτελεσματική. Η πιάτσα την θαύμαζε για την
κουλτούρα της και την ακεραιότητά της. Μου χρειαζόταν. Την έκανα συνεταίρο με
μικρό ποσοστό, για λόγους δικαιοσύνης. Και εφορίας. Κάθε φορά που την κοιτάζω,
θέλω να της φωνάξω δυνατά, να της πετάξω κατάμουτρα πόσο ανόητη είναι που
νιώθει ευγνωμοσύνη γι’ αυτό το 20% , αλλά δεν το κάνω. Θα πρέπει να της εξηγήσω
πολλά και βαριέμαι.
Όπως το περίμενα. Μπήκε στο γραφείο μου, λίγο μουτρωμένη αλλά θέλει να
περάσει η ένταση, να ηρεμήσουμε. Αν υπήρχε κάτι που ήθελα –κάτι άλλο που ήθελα
από αυτήν- τούτη είναι η καλύτερη ώρα για να το πάρω χωρίς αντίσταση. Αλλά δεν
μπορώ να της ζητήσω αυτό που θέλω, αυτό που θέλω πραγματικά. Έβαλα το χέρι μου
ανάμεσα στα πόδια και έσφιξα την παλάμη με τα γόνατά μου, της χαμογέλασα με την
αποστομωτική αυθάδεια που το κάνω από παιδί και παίρνω ό,τι θέλω. «Θα φύγω σε
δέκα λεπτά. Δεν φαντάζομαι ο Καραθανάσης να με καθυστερήσει πολύ. Θέλω να βγω
με το Γιάννη απόψε…».
Άφησα ένα μικρό υπονοούμενο, σαν παιχνιδιάρικο φιδάκι. Χαμογέλασε «Τα
πάτε καλά;» με ρώτησε. Της απάντησα με μια γκριμάτσα που σήμαινε «περίπου»
χωρίς ενθουσιασμό. Στην πραγματικότητα τον σιχαινόμουν το Γιάννη. Όλη αυτή η
επίδειξη συναισθημάτων, τα ατέλειωτα κοπλιμέντα που φάνταζαν τόσο ψεύτικα στα
χείλη του, τα λουλούδια, τα δώρα, οι γεμάτες προσμονή σιωπές, η επιτήδευση στο
λόγο, η εμμονή του στο γάμο μας, όλα μου προκαλούσαν αηδία και σύγχυση. Ούτε κι
απόψε θα τον καλούσα να ανέβει στο διαμέρισμά μου. Για την ακρίβεια θα ακύρωνα
το ραντεβού. Ναι, αυτό θα έκανα, θα ακύρωνα το ραντεβού. Στις 11 και τέταρτο
ακριβώς, θα τηλεφωνούσα στην Φιλιώ και θα την παρακαλούσα να έρθει στο σπίτι
μου γιατί δεν είμαι καλά. Με διασκεδάζει να φαντάζομαι την αγωνία στο πρόσωπό
της όταν, πιστεύοντας αυτό που της λέω, τρέχει να έρθει κοντά μου για να με
βοηθήσει. Διασχίζει ολόκληρη την πόλη με το αυτοκίνητο, ενώ σιχαίνεται να
οδηγεί το βράδυ, έρχεται και κάθεται κοντά μου γεμάτη ανησυχία, προσπαθεί να με
παρηγορήσει, αγόγγυστα… Θα ‘θελα να μου πει μια φορά όχι, μια φορά να με
βρίσει, να μου πει πως είμαι μια κακομαθημένη τσούλα. Δεν το ‘χει κάνει ποτέ,
δεν το ‘χει κάνει ποτέ στην κόρη του άντρα που αγαπάει. Δεν έρχεται σε μένα,
έρχεται στην κόρη του πατέρα μου. Θα της
πω πάλι διάφορα ψέματα για κάποιο δήθεν καυγά με το Γιάννη, θα ακούσω την κρίση
της και τις συμβουλές της. Θα ‘θελα να της πω πως όλη μου τη ζωή ήταν η ζωή μου
αλλά δεν θα της το πω. Θα συνεχίσω να της λέω ψέματα για κάποιο Γιάννη που
υπήρξε ή δεν υπήρξε στη ζωή μου- το ίδιο αδιάφορο και άθλιο είναι. Ποτέ δεν θα
γίνω γι’ αυτήν κάτι άλλο από την κόρη του εραστή της. Θα με υπακούει με
ευγνωμοσύνη μέχρι να με τρελάνει και να μπήξω τα μακριά σκληρά νύχια μου βαθιά
στο λαιμό της, τόσο βαθιά και τόσο βίαια που το κεφάλι της να ξεκολλήσει από
τους ώμους της και να γεμίσει τα μάτια μου με αίμα.
-Μην ξεχάσεις να κλείσεις ένα ραντεβού με τον πιτσιρικά, και αύριο αν
μπορεί, είπα βγαίνοντας - και πάλι
έκλεισα μέσα στη χούφτα μου για ένα δυο δευτερόλεπτα την μικρή, φτενή αλογοουρά
της.
Αύγουστος 2016
Οι φωτογραφίες είναι της Εύας Νάθενα από τα φωτογραφικά άλμπουμ (με την σειρά που τις βλέπουμε):
Color of Skin
WHITE is the QUEEN https://www.facebook.com/photo.php?fbid=1582212455406212&set=a.1582212432072881.1073741946.100008524181008&type=3&theater
Green of Introversion
https://www.facebook.com/photo.php?fbid=1585198091774315&set=a.1585198071774317.1073741951.100008524181008&type=3&theater
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου