ΤΗΣ ΕΛΕΓΕ Η ΜΑΝΑ ΤΗΣ νὰ παντρευτεῖ, νὰ ἔχει μιὰ παρέα στὰ γερατειά της. Τῆς φαινότανε πρόστυχος λόγος γιὰ νὰ ζήσεις μαζὶ μ’ ἕναν ἄνθρωπο. Τῆς ἔλεγε ὁ πατέρας της νὰ παντρευτεῖ, νὰ κάνει παιδιά, κάποιος νὰ τὴ γηροκομήσει. Τῆς φαινότανε ἄγριος λόγος γιὰ νὰ φέρεις στὸν κόσμο νέα ζωή. Γερὸ σκαρὶ ἤτανε, ἀρρώστια μέχρι τὰ ἑξήντα της δὲν κατάλαβε, ἄλλο νὰ πεῖς ἀπὸ τὰ τυπικά, συνάχια, γρίπες καὶ τὰ τέτοια. Πρώτη φορὰ ἀρρώστησε στὰ ἑξήντα. Δὲν ἔδωσε τὴ σημασία πού ‘πρεπε στὸ κρύωμα, γύρισε αὐτὸ σὲ πνευμονία. Δώδεκα μέρες νοσοκομεῖο, μὲ τὰ ὀξυγόνα καὶ τοὺς ὀρούς, κι ἄλλο ἐνάμισι μήνα στὸ σπίτι κρεβατωμένη.
Σηκώθηκε μὲ κόπο, πάντως πολὺ λιγότερο ἀπὸ χτές, κι ἀπὸ προχτὲς πολὺ καλύτερα. Γέρευε μέρα τὴ μέρα. Ἤθελε κάτι ζεστὸ νὰ πιεῖ νὰ τῆς πραΰνει τὸ στῆθος. Μὲ τὴν κρίση, ποῦ λεφτὰ νὰ πάρει ἕναν ἄνθρωπο, μιὰ κοπέλα νὰ τὴν φροντίζει. Μόνη της τά ‘βγαλε πέρα. Μὲ τὶς φίλες της. Μιὰ ἡ Ἀρετὴ ἐρχότανε, μιὰ ἡ Μαρία καὶ ὅποτε μποροῦσαν καὶ οἱ ἄλλες. Νά ‘ναι καλὰ ὅλοι της οἱ φίλοι, δίπλα της στάθηκαν ἀγόγγυστα.
Ἐκεῖ ποὺ ἔριχνε τὸ τσάι μοσχοβολιστὸ μὲς στὸ φλιτζάνι, τῆς ἦρθε στὸ νοῦ ὁ Ἄρης, ποὺ εἶχε ἡμέρες νὰ τὸν σκεφτεῖ, ἀπ’ ὅταν γύρισε ἀπ’ τὸ νοσοκομεῖο. Ἂν ζοῦσε, θά ‘χε πατημένα τὰ ἑξήντα πέντε. «Οὔτε ἡ σκόνη ἀπὸ τὰ κοκκαλάκια του…» ἔλεγε κάθε ποὺ τὸν σκεφτόταν. Τὸ παιδὶ τους τὸ πρῶτο θὰ κόντευε τὰ σαράντα. Δὲν μπορεῖ νὰ μὴν εἶχαν κι ἕνα δεύτερο.
Γύρεψε ψωμὶ νὰ τὸ βουτήξει μὰ εἶχε τελειώσει, εἶχαν τελειώσει καὶ οἱ φρυγανιές. Ἀνοιχτὸ ἀπέναντι τὸ μίνι μάρκετ, ἀλλὰ ποιὸς νὰ πάει; Δὲν τὴν ἔνοιαξε καὶ πολύ. Τὸ ἑπόμενο πρωὶ περίμενε τὴν Ἀρετὴ μὲ ψώνια. Κανονισμένα τά ‘χαν μεταξύ τους, ἡ Ἀρετὴ τῆς ἑβδομάδας τὰ ἀπαραίτητα, τῆς κάθε μέρας —γάλα, ψωμὶ κι ἐφημερίδα— ἡ Μαρία.
Πῆρε τὸ φλιτζάνι στὸ κρεβάτι κι ἄνοιξε τὴν τηλεόραση, μὰ ἔνιωσε βαριὰ τὰ βλέφαρά της. Ἀκούμπησε τὸ φλιτζάνι στὸ κομοδίνο μισοπιωμένο καὶ σκεπάστηκε μὲ τὰ ζεστὰ σκεπάσματα. Ἔγειρε στὸ πλάι καὶ διπλώθηκε σὰν ἔμβρυο στῆς μάνας τὴν κοιλιά. Πρώτη φορὰ μετὰ ἀπὸ χρόνια ἀπομάκρυνε λιγάκι τὸ χέρι ἀπὸ τὸ σῶμα της κι ἔψαυσε τὰ σεντόνια – σὰ νά ‘ψάχνε κάτι. Ἕνα σχῆμα γνωστὸ στῆς ἀπουσίας τὸ σχῆμα πάνω. Χαμογέλασε κι ἀνάσανε βαθιά. Εὐγνωμοσύνη ἔνιωθε κάθε φορὰ ποὺ ἀνάσαινε χωρὶς τὰ ὀξυγόνα τοῦ νοσοκομείου. Γέρευε μέρα τὴ μέρα. «Ἔχω πολὺ καιρὸ νὰ πάω στὸ νεκροταφεῖο» σκέφτηκε. Κι ὑποσχέθηκε πὼς σὰν γίνει τελείως καλὰ θὰ πάρει τὴ Μαρία καὶ τὴν Ἀρετή, νὰ ἔρθουν καὶ οἱ ἄντρες τους, θὰ πεῖ καὶ τῆς Σούλας καὶ τῆς Κατερίνας, νὰ κατεβοῦνε στὸ χωριὸ ν’ ἀνάψουνε στοῦ Ἄρη τὸν τάφο ἕνα κερί. Θά ‘χει φτιάξει κι ὁ καιρός. «Εἶναι ὄμορφα στὸ χωριὸ τὴν ἄνοιξη», σκέφτηκε. Κι ἀποκοιμήθηκε μὲ μιὰ σταγόνα νοσταλγία ἀτσαλάκωτη νὰ τῆς δαγκώνει τὴν ψυχή· χωρὶς καμιὰ ἀγωνία.
25 Μαρτίου 2013
Πρώτη δημοσίευση:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου