Χρειάστηκε 4000 ευρώ και
πήγε σε τοκογλύφο. Δεν ήταν για δικιά της ανάγκη. ένας φίλος της, καλό παιδί, έπρεπε να
κάνει μια εγχείριση. Σοβαρή εγχείριση και κόστιζε πολύ. Αυτός ήταν άνεργος και αυτή –Μαρίνα τ' όνομά της- είχε δεν είχε 500 ευρώ στην τράπεζα, άντε και να ‘βαζε άλλα
300 απ’ το μισθό εκείνου του μήνα, δουλειά δεν κάνανε έτσι. Τον λυπήθηκε το φίλο της –φίλοι
ήτανε, αν και όχι κολλητοί- έτρεχε αυτός να βρει τα χρήματα αλλά από πουθενά
δεν έβλεπε φως, το πήρε απόφαση και πήγε. Στον τοκογλύφο.
Για να τον βρει, ρώτησε
ένα συνάδελφό της που έπαιζε χαρτιά και συχνά έπεφτε στην ανάγκη τέτοιων
ανθρώπων. Αυτός την πήγε στον Ζούραμπ – έτσι τον λένε τον τοκογλύφο. Ζούραμπ.
Είχε καταγωγή από την Γεωργία αλλά ζούσε στην Ελλάδα πολλά χρόνια. Πάνω από
είκοσι. Της έκλεισε ραντεβού σ’ ένα γραφείο στον Πειραιά, κοντά στο λιμάνι.
Παλιά πολυκατοικία, παρατημένη, από μακριά έμοιαζε ακατοίκητη, αλλά δεν ήταν.
Είχε πέντ’- έξι γραφεία πιασμένα. Το δικό του ήταν στον τρίτο όροφο. Ανέβηκε
από τη σκάλα, δεν εμπιστεύτηκε το ασανσέρ. Βρώμικη η σκάλα και σκοτεινή, αλλά
το ασανσέρ έδειχνε ετοιμόρροπο και φοβήθηκε να μπει -είχε και μια ελαφριά
κλειστοφοβία. Ανέβηκε αργά-αργά, σταματούσε κάθε δυο-τρία σκαλιά να πάρει
ανάσα. Κάτι το άγχος της, κάτι το αγύμναστο κορμί, αδύναμα κάπως τα πνευμόνια
της, δεν ήθελε να την πιάσει καμιά δύσπνοια και να ξεφυσάει και να μη βγαίνει η
φωνή της, όταν θα ‘πρεπε να διαπραγματευτεί με ψυχραιμία.
Σαν έφτασε και χτύπησε
την πόρτα, της άνοιξε ένας μεγαλόσωμος άντρας με ξανθά κοντά μαλλιά. Της έκανε
εντύπωση που μέρα ζεστή –τέτοια ήταν, ζεστή ημέρα- φορούσε μαύρο δερμάτινο
μπουφάν. Ωραίο μπουφάν, ακριβό. «Ο κύριος Ζούραμπ;» ρώτησε κι είχε μια δυσκολία
στη φωνή, κάτι παραπάνω από δισταγμό πάντως. «Όχι», απάντησε αυτός. «Εσύ ποια
είσαι;» «Έχω ραντεβού με τον κύριο Ζούραμπ» και είπε το όνομά της. «Περίμενε
εδώ», της είπε ο άντρας με το μπουφάν. Μπήκε σε ένα άλλο δωμάτιο και βγήκε μετά
από λίγο. Όσο να ‘ρθει, αυτή, Μαρίνα την είπαμε, έγλειφε τα χείλη της και δάγκωνε το εσωτερικό των μάγουλων, να το
ματώσει. Δεν της είπε τίποτα, μόνο της έδειξε με μια κίνηση του κεφαλιού που
μπορούσε να περάσει.
Το γραφείο ήταν μεγάλο
και σκονισμένο. Εκατοντάδες ξέχειλα ντοσιέ βρίσκονταν εδώ κι εκεί σαν πεταμένα
αλλά δεν ήταν. Πάνω σε ένα τραπέζι βρίσκονταν ένας υπολογιστής σε λειτουργία
και πίσω από το τραπέζι ένα βρώμικο ενυδρείο μέσα στο οποίο κολυμπούσαν
τεμπέλικα μισή ντουζίνα γέρικα ψάρια. Το ένα ήταν ασημένιο με τεράστια ουρά,
διπλάσια από το τοσοδούλι σώμα του και εμφανώς μαδημένη. Ίσως κάποιο άλλο ψάρι
να την είχε δαγκώσει. Ο φωτισμός ήταν τεχνητός. Το μεγάλο παράθυρο στα δεξιά
ήταν κλειστό και οι ξεχαρβαλωμένες περσίδες ερμητικά κλεισμένες.
Αυτός καθόταν σε μια αναπαυτική
δερμάτινη πολυθρόνα και κάπνιζε ένα αριστοτεχνικά στριμμένο χοντρό τσιγάρο. Ήταν γύρω στα
εξήντα, τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά του άσπριζαν σιγά-σιγά και αραίωναν, το πρόσωπο
του ήταν πλατύ, κόκκινο, καλά στηριγμένο σε ένα δυνατό, μεγάλο λαιμό. Στο δεξί
του χέρι φορούσε ένα αυτοκρατορικό δαχτυλίδι. Καλημέρισε δειλά και κάθισε σε
μια καρέκλα απέναντι του, μολονότι αυτός ούτε την είχε χαιρετίσει ούτε κάθισμα
της είχε προσφέρει. «Με στέλνει ο Μάνος»,
είπε. «Ξέρω», της απάντησε αυτός ύστερα από μερικά παγωμένα, μακρόσυρτα, χαιρέκακα δευτερόλεπτα.
Δεν μπόρεσε να συνεχίσει.
Προσπάθησε να κυριαρχήσει τον εαυτό της, αλλά δεν τα κατάφερνε. Ξεχείλιζε μέσα
της ένας φόβος που έφτανε ως τις φτέρνες. και μια σιχασιά. Θα ήθελε να του πει
πως έκανε λάθος, να ζητήσει μια τυπική συγγνώμη και να φύγει. Θυμός ανέβαινε
από τα σπλάχνα στο κεφάλι και αηδία. Σαν να ‘χε πατήσει κάτι γλοιώδες και
βρώμικο κι έπρεπε να τρέξει να βρει ένα πανί να καθαρίσει τα παπούτσια της.
Ένιωθε που ένα κακό την απειλούσε και ήταν αλήθεια. Έμπαινε σε μια δύσκολη
περιπέτεια.
Κυριάκος Κατζουράκης
Αυτό που την τρόμαζε ήταν
τα μάτια του. Μάτια νεκρού ψαριού με μια μπαγιάτικη, ξεχασμένη γυαλάδα. Χωρίς
βλέμμα. Κι όμως ένιωσε αμέσως ότι, χωρίς να κινηθεί καθόλου, χωρίς να παίξει
καν τα βλέφαρά του, την ακτινογράφησε. Αυτό το όχι-βλέμμα διέτρεξε το σώμα
της σαν τρυπάνι που ανοίγει συνεχόμενες τρύπες στη σκληρή άσφαλτο.
Ακτινογράφησε και την ψυχή της. Ήταν
σίγουρη πως μέσα σε λίγα λεπτά την ήξερε πολύ καλά και μπορούσε να παίξει το
παιχνίδι με τους όρους του. Που έτσι κι αλλιώς το μπορούσε δηλαδή.
Του εξήγησε τι
χρειαζόταν, της εξήγησε πού θα έφτανε η οφειλή της. Οι τόκοι ήταν δυσθεώρητοι.
Το αρχικό ποσό σχεδόν διπλασιαζόταν και έπρεπε να εξοφληθεί μέσα σε λίγους
μήνες. Της εξηγούσε αργά και με λεπτομέρειες, σαν συμβολαιογράφος που
απευθύνεται σε αδαή πελάτη. Η προφορά του ήταν βαριά –πάταγε τα σύμφωνα και τα
τσαλάκωνε, στα φωνήεντα έδινε μια αβαθή υγρότητα, ίσα που σέρνονταν λίγο
παραπάνω μες στο στόμα. Όμως μιλούσε άριστα ελληνικά. Ορθή σύνταξη, προσεγμένο
λεξιλόγιο… Ήταν εντυπωσιακό.
Συμφώνησε με τους όρους
–αυτό που την ενδιέφερε ήταν πώς θα
ξεπλήρωνε και πόσο θα ήταν η μηνιαία δόση, ξεροκατάπιε όταν της ανέφερε το
σπίτι της, «ναι, δικό μου είναι», είπε, «κληρονομιά των γονιών μου, τριάρι
ρετιρέ, 87 τετραγωνικά, κατασκευής ’82…». Το ‘ξερε που κινδύνευε το σπίτι της
για τέσσερα χιλιάρικα αλλά είχε αποφασίσει να ρισκάρει. Αυτός μετά ειδοποίησε να φέρουν ένα συμβόλαιο
να το υπογράψουν και οι δύο. Όσο να το φέρουν, «τι δουλειά κάνεις;» τη ρώτησε. «Δασκάλα», είπε η
Μαρίνα, «δεν σας είπε ο Μάνος πως είμαστε συνάδελφοι;». «Α, δασκάλα…», σχολίασε
αυτός, «δασκάλα… Και ποια τάξη έχεις φέτος;». «Την τρίτη», απάντησε αυτή. «Την τρίτη»,
επανέλαβε αυτός. «Οχτώ χρόνων , έ;». «Ναι, περίπου». «Δεν έχεις παιδιά, έτσι;» είπε πάλι ο
τοκογλύφος. «Όχι», απάντησε ψιθυριστά και κάπως ενοχλημένα η Μαρίνα, «δεν είμαι
παντρεμένη». «Για παιδιά σε ρώτησα», της
είπε απότομα.
Πήγαινε κάθε μήνα, στις
13, ευλαβικά, και έδινε τη δόση. Έτρεμε
μήπως αργήσει έστω και μια ώρα, το συμβόλαιο ήταν τόσο περίπλοκο, το
καταλάβαινε πως την είχε δεμένη
χειροπόδαρα και πως δεν μπορούσε να την προστατεύσει τίποτε και κανείς. Κυρίως
ο νόμος. Όλη μέρα αυτό σκεφτόταν. Να ξοφλήσει. Ολόκληρη η ζωή της μετατέθηκε
στη μέρα που θα εξοφλούσε. Πήγαινε, λοιπόν, κάθε μήνα στις 13, αργά το
μεσημέρι, μετά τις 3, και έδινε τη δόση. Τον πρώτο μήνα τα πήρε ο ξανθός άντρας
με το μαύρο μπουφάν, μετά τα έπαιρνε ο ίδιος ο Ζούραμπ. Ποτέ δεν έλεγαν πάνω
από πέντε λέξεις. Μια φορά, όπως έμπαινε, είδε να βγαίνει μια πολύ όμορφη, καλοζωισμένη γυναίκα γύρω στα τριάντα πέντε. Είχε τέλειες
αναλογίες και μακριά κόκκινα μαλλιά φρεσκοχτενισμένα. Ένα χτένισμα περίπλοκο,
κομψό, τρίχα δεν περίσσευε. Πέρασε από δίπλα της χωρίς να της
μιλήσει, αφήνοντας ένα πολύτιμο άρωμα. Το δωμάτιο μοσχοβόλαγε ακόμα όταν έφυγε,
το ίδιο και ο διάδρομος έξω από το γραφείο του Ζούραμπ, που εκείνη την ημέρα
ήταν σχεδόν σκοτεινός - στο λιγοστό φως από το παράθυρο του φωταγωγού διέκρινε
πως είχαν βγάλει τη λάμπα. Για κάποιο λόγο ήταν σίγουρη πως η νέα γυναίκα ήταν
η σύζυγος του τοκογλύφου -και πράγματι ήταν, αν και κανείς δεν βρέθηκε να της το
βεβαιώσει.
Μια φορά πήγε μια μέρα
νωρίτερα, γιατί 13 έπεφτε Κυριακή. Δεν ήταν αυτός εκεί. Ήταν η γυναίκα του.
Αυτή πήρε τα λεφτά αμίλητη. Δεν τα έβαλε όμως στο συρτάρι. μπροστά της άνοιξε την τσάντα της και τα
πέταξε μέσα χύμα με μια κίνηση όλο αναίδεια. Αυτή ταράχτηκε, η άλλη το είδε και
με μια ξινή περιφρόνηση της είπε «το ίδιο είναι». Πρώτη φορά την άκουγε να μιλάει. Είχε
τραγουδιστή προφορά, αναγνώρισε τα νησιά στη φωνή της.
Γιώργος Ρόρρης
Την επόμενη φορά ήταν
πάλι ο τοκογλύφος. Αυτή τη φορά άνοιξε την πόρτα ένα πολύ νέο κορίτσι όμορφο
αλλά αδιαμόρφωτο ακόμα, μ’ εκείνη την προκλητική αλλά άβολη κίνηση, σαν να μην
ξέρει τι να κάνει με το κορμί της και πώς να διαχειριστεί το μπόι που ήρθε
μάλλον ξαφνικά. Την κοίταξε κοροϊδευτικά και καχύποπτα. Λες και περίμενε να κάνει
κάτι κακό η Μαρίνα, κάτι κακό και βίαιο και εκείνη έπρεπε να το προλάβει.
Έμεινε ανάερη μια αμοιβαία αντιπάθεια.
Πρώτη φορά στο γραφείο οι
περσίδες ήταν μισοσηκωμένες κι έμπαινε φως φυσικό. Λεπτές, ανήμπορες λουρίδες
από φυσικό φως, αρκετές όμως για να συναγωνίζονται περήφανα το λιπαρό κίτρινο
φως ενός παλιού λαμπτήρα πυρακτώσεως που πρέπει να ‘καιγε μέρα νύχτα εκεί μέσα.
Στο καινούριο φως το πρόσωπο του τοκογλύφου είχε μια άλλη διάσταση. Πάνω του
είχε καρφωθεί κάτι πρωτόγονο. Όχι άγριο, αλλά πρωτόγονο, και δεν μπορούσε να
κρυφτεί. Μια επιβολή που άλλαζε χρώματα συνέχεια κι όλα τα χρώματα ήταν έντονα
και κατέληγαν σε ένα βαλτωμένο πράσινο. Ένα έντονο, σκληρό βαλτωμένο πράσινο.
Που τρυπούσε επιθετικά τη θέληση του άλλου και την πάγωνε. Τον παγίδευε σαν
έντομο τον άλλον.
Της έδειξε με το χέρι την καρέκλα. «Έφυγε η
κόρη μου;» τη ρώτησε. «Α, κόρη σας ήταν…», είπε η Μαρίνα και αναγνώρισε
έτσι στην προκλητική αυθάδεια του
νεανικού προσώπου την ξινή νωχελική αναίδεια της μάνας της. «Λυπάμαι δεν είδα, ίσως». «Καλά»,
είπε αυτός, «όχι ότι έχει καμιά σημασία». Πήρε τα λεφτά και την ώρα που η
Μαρίνα ετοιμαζόταν να σηκωθεί, «πώς πάει το σχολείο»; τη ρώτησε. «Καλά», είπε
αυτή άχρωμα. «Πρέπει να είσαι καλή δασκάλα», της είπε. Η Μαρίνα χαμογέλασε. «Ναι»,
είπε πάλι ο Ζούραμπ, «είσαι» (και τόνισε το ρήμα), «είσαι καλή δασκάλα, το
ξέρω. Θα μπορούσαμε να διδάσκουμε στο ίδιο σχολείο». Η Μαρίνα δεν κατάλαβε τι
εννοούσε αλλά δεν ήθελε να ρωτήσει. Ανυπομονούσε να φύγει. Αυτός πάλι που
έπιασε στον αέρα την απορία της, είπε χαμογελώντας, «Δεν αναρωτήθηκες πώς μιλάω
τόσο καλά τη γλώσσα σου; Στην πατρίδα μου σπούδαζα γλώσσες. Μετάφραση». Κι εκεί
τέλειωσε η κουβέντα τους αλλά έμεινε η επίγευση μιας εύθραυστης συμπάθειας. Στο
δρόμο η Μαρίνα παραξενεμένη την κατάλαβε αυτή την συμπάθεια και της φάνηκε ολότελα
παράλογη. Ένας τοκογλύφος που της έπαιρνε κάθε μήνα το μισό μισθό της, που εποφθαλμιούσε
το σπίτι της, ΠΟΥ δεν θα δίσταζε και να σκοτώσει ακόμα όποιον δεν του πλήρωνε τα
ατέλειωτα χρεωστούμενα, που γένναγαν μήνα το μήνα όλο και μεγαλύτερα ποσά,
μέχρι να γονατίσει νικημένος ο χρεώστης και να παραδώσει ό,τι έχει και δεν έχει
στον τοκογλύφο, αυτός ο τοκογλύφος έδειχνε να την συμπαθεί. Μετά δεν το
ξανασκέφτηκε.
Την επόμενη φορά, πάλι
της έκανε νόημα να καθίσει και της πρόσφερε τσιγάρο. «Ευχαριστώ», είπε, «δεν καπνίζω».
«Το’ χεις κόψει καιρό;» ρώτησε αυτός. «Όχι, δεν κάπνιζα ποτέ», είπε κάπως κοφτά
η Μαρίνα –δεν της άρεσε να μπει σε μια προσωπική κουβέντα μαζί του. Έσβησε κι
αυτός το δικό του. «Κάθισε», της είπε. Κάθισε η Μαρίνα, αν και ένιωθε άβολα,
πιο πολύ από άλλες φορές. Τον τελευταίο καιρό τα οικονομικά της είχαν
δυσκολέψει πολύ, δεν ήταν μόνο η δόση στον τοκογλύφο, όλα είχαν ακριβύνει, οι
λογαριασμοί έρχονταν φουσκωμένοι, δυσκολευόταν να τα βγάλει πέρα. Αναγκαζόταν
να τρέφεται με ρύζια και μακαρόνια για να χορταίνει. Έτρωγε πολύ ψωμί για να
χορταίνει. Πάχυνε. Το τζιν στένεψε στους μηρούς. Ξεχείλιζε το σώμα της μέσα από
το παντελόνι που ήταν έτοιμο να εκραγεί. Χώρια που ήταν τριμμένο στο εσωτερικό
των μηρών, λίγο ήθελε να σκιστεί το ύφασμα σ’ εκείνο το σημείο. Και το
πουκάμισο είχε στενέψει. Ανάμεσα στο δεύτερο και τρίτο κουμπί δημιουργούταν ένα
άνοιγμα σα μάτι και από μέσα διακρινόταν ο παλιός, χαλαρωμένος στηθόδεσμος.
Κάθισε λοιπόν η Μαρίνα τραβώντας το πουκάμισο
για να έρθει στα ίσα του, πλην ματαίως.
«Είσαι καλή γυναίκα»,
είπε έξαφνα ο Ζούραμπ, «δεν σε θέλω για πελάτισσα. Μη με κοιτάς έτσι, ξέρω τι
σου λέω. Δεν συγχωρώ, δεν λυπάμαι, όποιος δεν πληρώνει, στέλνω τους ανθρώπους
μου και τον κάνουν κομμάτια. Αν ήθελα, θα σε είχα τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί
και θα σου είχα φάει το σπίτι. Αλλά δεν θέλω. Είσαι καλή γυναίκα. Πόσοι θα
έκαναν νομίζεις αυτό που έκανες εσύ; Όχι για ένα φίλο αλλά για τη μάνα τους την
ίδια. Λίγοι, κυρά-δασκάλα, πολύ λίγοι».
Έπειτα έβγαλε ένα κουτί
μπισκότα και της πρόσφερε. Η Μαρίνα πάλι αρνήθηκε, αλλά αυτός επέμεινε. «Πάρε,
μη ντρέπεσαι, είναι από την πατρίδα μου, σπιτικά, μη βλέπεις που τα βάλαμε στο
μεταλλικό κουτί. Κάπως έπρεπε να μου τα φέρουν». Η Μαρίνα άπλωσε το χέρι και
πήρε ένα, επειδή ένιωσε αναγκασμένη. Δάγκωσε μια μικρή μπουκίτσα και την μάσησε
καλά πριν την καταπιεί. Ήταν νόστιμο και η γεύση του της θύμιζε αμυδρά την
παιδική της ηλικία. Έπιασε ένα βλέμμα του πάνω της σεβαστικό και μεγάλο. Και
τρυφερό. Λουσμένο στα τριαντάφυλλα ήταν το βλέμμα αυτό. Φευγαλέο βλέμμα. Το
απέσυρε αμέσως κι επέβαλλε στο πρόσωπό του πάλι το σκληρό τίποτα. Μόνο που το
ράγισμα ήταν προφανές. Η Μαρίνα αρνιόταν να συμπεράνει.
«Γιατί δεν έκανες παιδιά;»
τη ρώτησε απότομα. Αυτή τινάχτηκε, από το ξαφνικό και την αδιακρισία,
πειραγμένη τινάχτηκε κι ήταν έτοιμη να σηκωθεί να φύγει. «Κάτσε», της είπε
αυτός. Και μετά από μια λεπτή, ξερή σιωπή, «Ποιος σου το ‘κανε, κυρία Μαρίνα;». «Σας παρακαλώ», είπε αυτή. «Μην πειράζεσαι»,
είπε ο τοκογλύφος. «Το ξέρω… Το βλέπω
πάνω σου. Αυτό είναι το ρούχο σου, όχι τα ρούχα που φοράς. Περπατάς μέσα στη
φυλακή της απόρριψης. Για ποια σε άφησε; Ήταν πιο όμορφη, πιο πλούσια;». «Σταματήστε»,
φώναξε η Μαρίνα, «δεν σας έχω δώσει ποτέ το δικαίωμα». Αλλά μέσα της ένιωθε μια
τεράστια έκπληξη κι ένα απέραντο μελανό φόβο. Πώς μπορούσε να ξέρει; Κανείς πια
δεν ήξερε. Αυτός συνέχισε σαν να μην την
είχε ακούσει:
Ηρώ Νικοπούλου
«Οι άντρες είμαστε
παλιάνθρωποι και ηλίθιοι, κυρία Μαρίνα. Εγωιστές, φιλόδοξοι, βλάκες. Όταν
καταλάβουμε τι έχει σημασία πραγματικά, είναι αργά. Οι καλές γυναίκες έχουν
φύγει. Άλλες μένουν μόνες τους κι άλλες πάνε στην αγκαλιά άλλων αντρών. Είμαι
62 χρονώ. Έφυγα από τη πατρίδα μου πριν από 35 χρόνια. Άφησα πίσω μου μια
κοπέλα. Μ’ αγαπούσε. Δεν της είπα ούτε αντίο. Την παράτησα. Για να ζήσω τη ζωή
μου. Για να έχω πολλά λεφτά και πολλές γυναίκες. Δεν μ’ ένοιαζε ο τρόπος να
κάνω λεφτά. Κοιμήθηκα με δεκάδες
γυναίκες. Όμορφες γυναίκες απ’ αυτές που βλέπεις στα περιοδικά. Μια την
παντρεύτηκα κιόλας. Την ξέρεις, την έχεις γνωρίσει εδώ. Δεν είμαι ευτυχισμένος.
Χρόνια τώρα σκέφτομαι τη Λιόσα. Λιόσα το λέγανε εκείνο το κορίτσι στην πατρίδα.
Όσο περνάνε τα χρόνια, τόσο πιο πολύ τη σκέφτομαι. Έβαλα και την παρακολουθούν.
Κάθε βδομάδα μου στέλνουν νέα της. Είναι πια 56 χρονώ. Έχει παχύνει, αλλά έχει
ακόμα όμορφα μαλλιά. Είναι δασκάλα σαν εσένα. Παντρεύτηκε κι έκανε τέσσερα
παιδιά. Έχει τέσσερα παιδιά από έναν άλλον άντρα, όχι από μένα. Εμένα δεν με
θυμάται πια…
»Είσαι καλή γυναίκα,
κυρία Μαρίνα. Σε πέντε μήνες θα με
ξοφλήσεις. Δεν θέλω να σε ξαναδώ. Μην μπλέξεις ξανά με το σινάφι μου.
Όση ανάγκη και να ‘χεις. Και κοίταξε να ξεχάσεις. Δεν έχεις πατήσει καλά-καλά
τα πενήντα. Έχεις ζωή ακόμα μπροστά σου».
Η Μαρίνα βγήκε πολύ
ταραγμένη απ’ το γραφείο. Φίδια δάγκωναν την ψυχή της. Και φοβόταν. Φοβόταν
πολύ. Τον οξυδερκή άντρα που της είχε ανοίξει την καρδιά του. Ήταν επικίνδυνο
που της είχε ανοίξει την καρδιά του. Δεν ξέρει ποτέ κανείς τι είναι ικανός να
κάνει κάποιος που σου ανοίχτηκε τόσο
πολύ.
Αλλά δεν έγινε τίποτε.
Τους επόμενους πέντε μήνες κατέθετε ευλαβικά τη δόση κάθε 13η του
μήνα και δεν αντάλλαξαν ξανά παρά
μερικές αδύναμες καλημέρες.
Ο φίλος της έζησε τρεις
μήνες μετά την εγχείριση και πέθανε ένα πρωινό στο νοσοκομείο, όπου είχε εισαχθεί
μερικές μέρες πριν το τέλος.
Ο συνάδελφος της ο Μάνος
ακόμα έχει πάρε-δώσε με τον τοκογλύφο Ζούραμπ.
Καλλιθέα, Σεπτέμβρης του 2014
Κυρια Μαρω,το διηγημα σας αυτο φερνει ενα νεο αερα μιας εποχης πιο ωριμης και συναισθηματικης σε καθε παλαιο αναγνωστη σας.Πολυ ωραίο διήγημα και σωστα δομημένο!Αδημονώ την κυκλοφορία ενός νεου μυθιστορηματος σας με τον ιδιο δυναμισμο και συναισθηματισμο οπως και το συγκεκριμενο.Πολλα μπραβο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαποιος επιδοξος και ανωνυμος συγγραφεας-μαθητης σας
Εξαιρετικά καλογραμμένο και καθηλωτικό διήγημα. Να είστε καλά που μου χαρίσατε αυτά τα λεπτά ποιότητας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα σας παρακολουθώ.