Εγώ βρήκα το πτώμα. Τέλη Γενάρη. Αλκυονίδες. Όμορφη μέρα, φωτεινή -ένας ήλιος καλός και ζεστός, άσπρος ήλιος, καθαρός. Είχα βγει να πάρω λίγο αέρα, να περπατήσω στην ακρογιαλιά. Τουμπανιασμένο. Καιρό θα ήταν μέσα στο νερό. Το δέρμα λευκό, σα βρώμικο άσπρο πανί. Δαγκωμένο από ψάρια, έλειπε το μισό πρόσωπο. Στην άδεια κόγχη του δεξιού ματιού μπαινόβγαινε ένα μικρό καβούρι. Και μεριές-μεριές πράσινες βούλες της σαπίλας. Σίχαμα. Δεν έβαλα τις φωνές. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί οι άνθρωποι, οι γυναίκες πιο πολύ, φωνάζουν όταν αντικρίζουν τον θάνατο. Έκανα όμως δυο, τρία βήματα προς τα πίσω και κάλεσα από το κινητό την αστυνομία.
Ποιος ήταν δεν το μάθαμε ποτέ. Είπαν μόνο " άντρας γύρω στα σαράντα. Μάλλον από ναυαγισμένη βάρκα προσφύγων".
Δυο χρόνια τώρα δεν έχω ένα όνομα να μνημονεύσω στο θεό μου. Λέω μόνο στις προσευχές μου "ανάπαψέ τον, θεέ μου, και δώσ' του την πατρίδα που λαχτάρισε"
Αλλά ο θεός μου δεν μ' ακούει.
Ποιος ήταν δεν το μάθαμε ποτέ. Είπαν μόνο " άντρας γύρω στα σαράντα. Μάλλον από ναυαγισμένη βάρκα προσφύγων".
Δυο χρόνια τώρα δεν έχω ένα όνομα να μνημονεύσω στο θεό μου. Λέω μόνο στις προσευχές μου "ανάπαψέ τον, θεέ μου, και δώσ' του την πατρίδα που λαχτάρισε"
Αλλά ο θεός μου δεν μ' ακούει.
(Δημοσιεύτηκε στη σελίδα μου του Facebook στις 23.12.2015)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου