Leonora Carrigton, Muher Conciencia(1972)
ἀρκοῦμεν ἡμεῖς οἱ προθνῄσκοντες σέθεν
(Ευριπίδη, Άλκηστις, στ. 383)
Στην αρχή η αγάπη της είχε φόβο -ή μπορεί να ήταν
φόβος που είχε αγάπη. Τον περίμενε στον κήπο μόνη της· ήταν η πρώτη φορά που θα
τον συναντούσε. Διάβαζε πάνω σε μια φαρδιά, αναπαυτική πολυθρόνα, διάβαζε ένα
μεγάλο ποίημα που μιλούσε για την αγάπη. Αυτός ήρθε και στάθηκε μπροστά της,
είδε την σκιά του που έπεσε πάνω στις σελίδες του βιβλίου της και σκοτείνιασε
τις λέξεις. Κρατούσε στα χέρια του ένα κίτρινο τριαντάφυλλο και της το
πρόσφερε, πριν την καλημερίσει, πριν της πει πόσο όμορφη ήταν η μέρα επειδή
αυτή υπήρχε μέσα στη μέρα και πόσο χαιρόταν που τη γνώριζε και που σε λίγο θα
γινόταν γυναίκα του. Έτεινε το χέρι του
και απίθωσε στη χούφτα της το κίτρινο τριαντάφυλλο. Η κίνησή του είχε μια
σιγουριά κι η σιγουριά αυτή είχε μέσα
της κάτι βίαιο και σπάνιο και καταιγιστικό. Έπειτα την υποχρέωσε να κλείσει τα
δάχτυλά της γύρω από το κίτρινο τριαντάφυλλο και να το κρατήσει στο χέρι της.
Ήταν τόσο δροσερό· τα πέταλά του ήταν απαλά σα μάγουλα μωρού και στη μέση κάθε
πετάλου απλωνόταν με χάρη αλλά διακριτικά μια σταγόνα από ρόδινο. Τι ιδέα κι
αυτή, το πρώτο λουλούδι που της χάρισε να είναι ένα κίτρινο τριαντάφυλλο... Αν
ήταν άσπρο, θα ‘ταν γι’ αυτήν, αν ήταν κόκκινο θα ‘ταν γι’ αυτό που θα
μπορούσαν να γίνουν, αλλά ένα κίτρινο τριαντάφυλλο... Θα μπορούσε να είναι μια
κίνηση αδέξιας αθωότητας ή, το αντίθετο, μια πράξη δόλιου υπολογισμού. Το
φύλαξε μέσα στο βιβλίο της, το έκλεισε ανάμεσα στις σελίδες που διάβαζε την
στιγμή της συνάντησης και δεν ξανάνοιξε ποτέ εκείνο το βιβλίο. Μια φορά, χρόνια αργότερα, όταν
θέλησε να διαβάσει πάλι εκείνο το ποίημα, έστειλε και της αγόρασαν ένα άλλο
αντίτυπο του βιβλίου.
Έζησε χρόνια μαζί του αγαπώντας τον χωρίς
έκπληξη, γέννησε παιδιά, τα μεγάλωσε με
στοργή και ευθύτητα, αυγάτεψε το βιος του σπιτιού τους, λάμπρυνε το όνομά
του, υπέμενε τη μονοτονία της
προσπάθειας με υπομονή και σύνεση. Της άρεσε τα καλοκαιριάτικα βράδυα να
κάθεται κοντά του στη βεράντα σιωπηλή και να τον ακούει να της διηγείται
ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια. Στην πραγματικότητα δεν τον άκουγε, δεν
είχε ακούσει ποτέ ούτε μια από τις ιστορίες του, γι’αυτό μπορούσε εκείνος να τις λέει ξανά και ξανά χωρίς να τον
διακόπτει βαριεστημένη, χωρίς να του λέει πως της έχει ξαναπεί την ιστορία και
την ξέρει, κουβέντα φαρμακερή για κάθε αφηγητή. Αυτό που της άρεσε στην
πραγματικότητα ήταν να κάθεται πολύ κοντά του και να ανασαίνει τον αέρα που
έβγαινε από το στήθος του καθώς εκρήγνυνταν σκληρά σύμφωνα ή χόρευαν βροντώδη
φωνήεντα. Κατάπινε τον αέρα με μικρές μπουκιές και τον άφηνε να την
πλημμυρίσει Μ’ όλ’ αυτά τα μόρια υγρού
αέρα που έβγαιναν απ’ τα πνεμόνια του έχοντας αγγίξει τους ιστούς και τα υγρά
και το αίμα του, τον εγκαθιστούσε μέσα της, είχε μέσα της ένα κομμάτι από το κορμί του που συναιρέθηκε για μια στιγμή και για πάντα
με το δικό της. Τότε ήταν ευτυχισμένη, τότε ήξερε πως τον αγαπούσε χωρίς φόβο
πια κι αυτή η αγάπη της έδινε μια ηδονική ταυτότητα, μυστική ταυτότητα, που δεν
μπορούσε να την μοιραστεί με κανέναν αλλά και σε κανέναν δεν επέτρεπε να την
αμφισβητήσει. Ήταν η γυναίκα του κι αυτός ο άντρας ήταν ο άντρας της.
Όταν έμαθε την αρρώστια του, φοβήθηκε. Ποιο θα
‘ταν μετά το θάνατό του το όνομά της; Των παιδιών της η μοίρα ποια θα ήταν;
Άρχισε να προσεύχεται από μέσα της κι έφτασε μια μέρα που ζήτησε να πάρουν οι
θεοί την αρρώστια του και να την δώσουν
σ’ αυτήν, να πεθάνει στη θέση του. Κι όταν το είπε, όταν έκανε λόγο την σκέψη
που αχνοσχηματιζότανε από καιρό στο νου της κι έπειτα την ξεστόμισε, στην αρχή
αδύναμα και διστακτικά κι έπειτα με θαρραλέα αυταπάρνηση, ένιωσε μια βαθιά ανακούφιση, σαν να ‘χε
κλείσει ένα τραύμα.
Ανέβηκε στο δωμάτιό τους, που πια ήταν μόνο δικό
του δωμάτιο, για να αλλάξει τα σεντόνια
του – δεν άφηνε κανέναν άλλον να αγγίξει τα στρωσίδια του, αυτή τα άλλαζε δυο φορές τη μέρα, μια το πρωί κι
έπειτα άλλη μια, αργά το απόγευμα, την ώρα που έπεφτε ο ήλιος και κάθε φορά
έστρωνε το κρεβάτι με περισσή προσοχή, τεντώνοντας σχολαστικά τις άκρες των
σεντονιών και φουσκώνοντας τα μαξιλάρια για να ‘ναι μαλακά και αναπαυτικά να
πλαγιάσει πάνω τους αυτός μόνος κι απελπισμένος. Ανέβηκε λοιπόν στο δωμάτιό του, κι ενώ δεν
είχε πρόθεση, του εξομολογήθηκε το αίτημά της στους θεούς. Και είδε με έκπληξη,
αλλά όχι τόση όση θα μπορούσε να νιώσει, την άγρια χαρά που φώτισε το βλέμμα
του. Δεν ήθελε να το σκεφτεί, μα της πέρασε σαν αστραπή από το νου πως έμοιαζε
το βλέμμα του με του φονιά, έπειτα κατάλαβε πως ήταν πιο πολύ σαν του πλήθους
την ώρα της θυσίας. Όπως και να ‘χε, δεν είδε τον παραμικρό ενδοιασμό, την
θλίψη, την ευγνωμοσύνη. Η δειλία του την τύλιγε τώρα σαν δηλητηριασμένος
μαντύας. Ασφυκτιούσε από κάτι που
έμοιαζε με πόνο, ένα ποτάμι περνούσε από
μέσα της, άρπαζαν τα νερά του ό,τι έβρισκαν. Τότε ακριβώς κατάλαβε πως πια δεν
τον αγαπούσε και γέμισε από αηδιαστική περιφρόνηση η καρδιά της. Μπορούσε πια να πεθάνει χωρίς τύψεις που τον
άφηνε πίσω μόνο του χωρίς την αγάπη της να τον σκεπάζει προστατευτικά στα κρύα
του χειμώνα και στα λάθη του. Μπορούσε να πεθάνει γι’ αυτόν χωρίς την ελάχιστη
επιθυμία να τον γεννήσει για να τον αγαπήσει ξανά όπως θα ήθελε να τον αγαπά.
Δεν το μετάνιωσε που πέθανε γι’ αυτόν αλλά που
ήταν αυτός ο άντρας για τον οποίο πέθανε. Παρ’ όλ’ αυτά, ως το τελευταίο λεπτό
περίμενε να τον ακούσει να την καλεί πίσω, να της πει πως δεν μπορεί να την
αφήσει να πεθάνει στη θέση του. Όχι με τον αηδιαστικό ηρωισμό της βεβαιότητας,
όχι με την υποκρισία του πολιτικού μπροστά στα πλήθη. Τότε αυτή με ευγνωμοσύνη
θα έπαιρνε το χέρι του, θα το ακουμπούσε στην καρδιά της και πάλι θα διάλεγε
τον θάνατο.
Το τελευταίο που σκέφτηκε καθώς χανόταν σε μια
σιωπηλή δίνη από φως ήταν το σπίτι της και τα παιδιά της μέσα σ’ αυτό.
Ιούνιος -Αύγουστος 2020
Μπράβο Μαρώ! Άρεσε και στην Πόπη και σε μένα.Ανεξάρτητα από το συγκείμενο του Ευριπίδη, που δεν το έχω διαβάσει, και τον πιθανό πλάγιο φωτισμό του, στην πρώτη ανάγνωση μου εντυπώθηκαν τα εξής: μια έντονη σωματοποίηση των συναισθημάτων που τα "καρφώνει" στο κείμενο συγκρατώντας τα στο μεταίχμιο γραφής και άγραφου και μια προβληματική της αυτοθυσίας που λυτρώνεται τελικά από την πίστη στην προσωπική επιλογή ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Για τον χειρισμό και τη διαύγεια της γλώσσας σου ισχύει ο ίδιος υψηλός βαθμός που παίρνεις πάντα. Να είσαι καλά να γράφεις.
ΑπάντησηΔιαγραφή