«Πάτερ ημών»
Απ’ την παιδική μου ηλικία πολλά
δεν θυμάμαι. Φευγαλέες εικόνες, λεπτομέρειες προσώπων και σωμάτων, ποτέ πρόσωπα
ολόκληρα, κάποια χρώματα, λίγες γεύσεις…
Στις περισσότερες αναμνήσεις υπάρχει πάντα η γιαγιά Ελένη.
Η γιαγιά απ’ την πλευρά της
μητέρας μου λίγο έμεινε στη ζωή μου. Πέθανε πριν κλείσω τα οκτώ, μα και τόσο
ήταν αρκετό για ν’ αφήσει βαθύ το σημάδι της πάνω μου. Άνθρωπος άκακος, αγνός,
του Θεού αρνί και σπουδαία νοικοκυρά. Μαγείρευε υπέροχα και έπλεκε με τα μικρά
κουρασμένα χέρια της, έπλεκε ασταμάτητα και γέμιζε συρτάρια ολόκληρα με
πετσετάκια για τα έπιπλα και τραπεζομάντηλα.
Πολλά δεν ξέρω γι’ αυτήν. Συγκεχυμένες
πληροφορίες από τη μάνα μου και κάποια σπαράγματα από δικά της λόγια που τα
συνδέω, όπως μπορώ, ανακατεύοντας γνώσεις της Ιστορίας που έλαβα κατόπιν, τόσο
που κάποτε δεν είμαι καθόλου σίγουρη αν αυτό που ξέρω το ξέρω πραγματικά ή μια
γνώση ιστορική πήρε το σχήμα της μάμμης μου. Πρόσφυγας είχε έρθει –κάπου έχω
ένα πολυκαιρισμένο, εύθραυστο χαρτί που το βεβαιώνει- από τη περιοχή της
Σελεύκειας. Πρέπει να ήταν από καλοστεκούμενη οικογένεια, ίσως και αρχοντική.
Την πάντρεψαν εκείνες τις δύσκολες ώρες του ξεριζωμού με ένα ράφτη από την
Καππαδοκία, τζαναμπέτη και ζηλιάρη, δεν πέρασε καλά μαζί του. Η ίδια δεν
πρόλαβε να μάθει γράμματα, δεν ήξερε να γράφει και να διαβάζει, με σταυρό
υπέγραφε για να πάρει την σύνταξή της, αλλά, όπως συνήθως οι άνθρωποι απ’ τα
μέρη της, ήταν θεοσεβούμενη και ήξερε απ’ έξω προσευχές και απολυτίκια της
εκκλησίας. Κάτω απ’ το μαξιλάρι της είχε ένα βίο της Αγίας Μαρίνας και μια
σύνοψη και, όσο στεκόταν στα πόδια της, κάθε Κυριακή έβαζε τα καλά της, σκέπαζε
το κεφάλι με το μαντήλι της –χωρίς μαντήλι δεν έβγαινε έξω ποτέ- και πήγαινε να εκκλησιαστεί. Μου μάθαινε κι
εμένα προσευχές. Και ωραία, μεγάλα παραμύθια.
Τα ελληνικά δεν τα μιλούσε καλά,
τα τούρκικα άρχιζε να τα ξεχνά. Ξεκίναγε μια φράση στη μια γλώσσα και την
τέλειωνε στην άλλη. Η μια γλώσσα στέριωνε γοητευτικά μέσα στην άλλη κι έφτιανε
μαγικές κουβέντες και νοήματα και αν δεν είχα μπροστά στα μάτια μου το
τρομαγμένο βλέμμα της κάθε φορά που μιλούσε για την ώρα του ξεριζωμού, θα ‘λεγα
πως καταγόταν από μια χώρα νεραϊδένια, έξω από τους χάρτες των ανθρώπων, όπου
οι λαοί ζουν σαν άνθρωποι, γλώσσες και παραδόσεις και πολιτισμοί είναι φωτερά
πούπουλα αγγέλων και όχι βαρίδια του ξεχωρισμού και του μίσους.
Πολλούς συγγενείς δεν είχαμε,
ούτε από τη μεριά της μάνας ούτε απ’ του πατέρα μου την πλευρά. Για την
ακρίβεια, δεν είχαμε σχέσεις με πολλούς συγγενείς. Τα ονόματα που ήξερα ήταν συγκεκριμένα,
οι βαθμοί συγγενείας κοντινοί. Ελπινίκη
και Μισλέμ δεν ήταν ονόματα που είχα ξανακούσει στο σπίτι. Αλλά εκείνη την
ημέρα, η μητέρα μου και η γιαγιά σηκώθηκαν νωρίτερα από το συνηθισμένο για να
ετοιμάσουν πιο προσεκτικά το σπίτι και να μαγειρέψουν. Γέμισε το σπίτι μας
μυρωδιές –μπαχάρια σε ατέλειωτους συνδυασμούς, πίτες και γλυκά, για να
υποδεχτούν τις δυο γυναίκες, ξαδέρφες της γιαγιάς, που είχε χρόνια να τις δει.
Και οι δυο τους, μάνα και κόρη, καθώς ετοίμαζαν το τραπέζι έλεγαν ιστορίες για
την Ελπινίκη και την Μισλέμ – Βηθλεέμ ήταν το κανονικό της όνομα, σπάνιο αλλά
όχι μοναδικό και σαφώς λιγότερο σπάνιο στα μέρη της και στην εποχή της από ό,τι
σήμερα.
Ήρθαν οι δυο γυναίκες νωρίς το
μεσημέρι. Τις φέρνω κάπως στο νου μου ακόμα, σχεδόν μισό αιώνα μετά. Δυο
αξιοπρεπείς γηραιές κυρίες που φορούσαν και οι δυο καπέλο –η μια με ένα φόρεμα
μελιτζανί με λαιμόκοψη, φούστα μαύρη και σκουρόχρωμο πουκάμισο με στρογγυλό
γιακαδάκι η άλλη, δεν μπορώ πια να τις ξεχωρίσω, ποια ήταν η Ελπινίκη και ποια
η Μισλέμ, αδερφές ήταν και πάντα η μια δίπλα στην άλλη, έλεγε η μάνα μου όταν,
αργότερα, μου μιλούσε καμιά φορά γι’ αυτές. Σεμνές, απέριττες, με ένα μικρό
χρυσό σταυρό διακριτικά φορεμένο στο λαιμό με ψιλή αλυσίδα, λεπτές, κάπως
μονοκόμματες με πρόσωπο γερασμένο –πάνω του σημάδια του χρόνου και της θλίψης,
μια θλίψη που έμαθα πολύ αργότερα ποια ήταν η πηγή της και σε τι τις οδήγησε.
Παρά το συγκρατημένο
παρουσιαστικό τους, ήταν τρυφερές και διαχυτικές, κάπως φλύαρες θυμάμαι, αλλά
ίσως τις αδικώ, είχαν χρόνια να βρεθούν με την ξαδέρφη τους, είχαν χρόνια να
δουν την ανιψιά τους και φυσικά δεν γνώριζαν εμένα. Μιλούσαν αχόρταγα και
προσπαθούσαν να κλείσουν γεγονότα χρόνων και ακόμα περισσότερων χρόνων μνήμες
και αναμνήσεις στις λίγες ώρες της επίσκεψης. Η γιαγιά ήταν χαρούμενη, τα
γαλανά μάτια της έλαμπαν και το φαφούτικο της στόμα γελούσε ευτυχισμένο. Δεν
καταλάβαινα και πολλά απ’ όσα λέγανε, γιατί κι αυτές όπως η γιαγιά, ανακατεύανε
πολλά τούρκικα λόγια στις κουβέντες τους, φράσεις ολόκληρες, πιο πολλές απ’ τη
γιαγιά, κι όταν μιλούσαν με τη γιαγιά μόνο τα τούρκικα χρησιμοποιούσαν,
φαινόταν πως τους έρχονταν πιο εύκολα.
Όταν κάτσαμε στο τραπέζι για το μεσημεριανό –ο
πατέρας έλειπε στη δουλειά- οι θεοσεβούμενες γυναίκες ετοιμάστηκαν για την
προσευχή και η μητέρα για να τις τιμήσει ζήτησε από αυτές να την πουν. Μια από
τις δυο τους, όποια ήθελε. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και συνεννοήθηκαν χωρίς
δυσκολία, την προσευχή να την πει η μεγαλύτερη αδερφή. Σταυρώσαμε τα χέρια πάνω
στο λευκό τραπεζομάντηλο, μπροστά στα άδεια ακόμη πιάτα κι εκείνη με φωνή
μονότονη αλλά κατανυκτική άρχισε να λέει λόγια που δεν τα καταλάβαινα. Ήξερα
πολλές προσευχές και τις ήξερα ολόσωστα, η μαμά μου επέμενε πολύ σ’ αυτό, να
τις λέω σωστά και καθαρά –και λέω τώρα πια που ίσως εκεί οφείλω την αγάπη της γλώσσας
και την ευτυχία που νιώθω κολυμπώντας σε διάφορες συγχρονίες της και ιδιώματά
της- ναι, ήξερα ένα σωρό προσευχές και τις έλεγα όλες σχεδόν το βράδυ πριν πέσω
για ύπνο, κι ας μην καταλάβαινα όλα όσα
έλεγαν, τις ήξερα και τις έλεγα σαν τρυφερά ξόρκια που μετέφεραν τη γλύκα και
την προστασία ενός Θεού που ήξερε και μπορούσε τα πάντα. Αυτά τα λόγια που
άκουγα, τούτη εδώ η προσευχή μου ήταν παντελώς άγνωστη κι απ’ τους ήχους που
άρθρωνε το μαραμένο στόμα της γριάς θείας δεν μπορούσα να σχηματίσω καμιά γνωστή
λέξη. Έβλεπα όμως ότι στα μάτια της είχε απλωθεί μια πλούσια υγρή γαλήνη και η
ευγνωμοσύνη για το φαγητό και για την συνάντηση. «Είναι το ‘Πάτερ ημών’ στα
τούρκικα» μου εξήγησε η μαμά μου που κατάλαβε την απορία μου. «Κάνει να λέμε
αλλιώς τις προσευχές;» ρώτησα τη μαμά μου αργότερα, όταν είχαν φύγει οι
γερόντισσες θείες. «Δεν ξέρουν καλά ελληνικά», είπε η μητέρα μου «προσεύχονται
στη γλώσσα που γνωρίζουν καλύτερα. Ο Θεός ξέρει όλες τις γλώσσες και
καταλαβαίνει τις ψυχές των ανθρώπων».
Οι θείες λίγα χρόνια μετά
σκοτώθηκαν σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Έφυγαν μαζί οι δυο αδερφές, όπως
μαζί είχαν ζήσει όλοι τους τη ζωή. Τη μέρα εκείνη που ήρθαν σπίτι μας την
θυμάμαι συχνά. Ιδίως όταν ακούω κηρύγματα μίσους και αποκλεισμού στο όνομα του
Θεού, προσβλητικά για το Θεό κηρύγματα. Αλλά και, από την άλλη, όταν συναντώ ανθρώπους από άλλες μεριές του
κόσμου, που έφτασαν εδώ αναζητώντας την ελπίδα, ανθρώπους που δεν μιλάμε την
ίδια γλώσσα αλλά μπορούμε θαυμάσια να συνεννοηθούμε για όσα μας πονάνε και για
όσα ονειρευόμαστε.
Ιούλιος 2018
[To διήγημα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Σύναξη" τ. 148, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2018]
Vincente Manansala (1910 –1981), Προσευχή πριν από το γεύμα
εξαιρετικό κείμενο, εξαιρετική ιστορία.
ΑπάντησηΔιαγραφή.. ακόμα και ο πίνακας στο τέλος αποκάλυψη....πολλά τα ευχαριστώ...
Σε ευχαριστώ, Σέβη μου. Να είσαι πάντα καλά.
Διαγραφή