Το Υπουργείο Παιδείας (και Θρησκευμάτων βεβαίως) κάποτε αποφάσισε να αναθεωρήσει μερικώς το Ανθολόγιο Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ΄ Λυκείου και προς τούτο το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο συγκρότησε τη σχετική επιτροπή, «ομάδα εργασίας», όπως είθισται να λέγονται πλέον οι επιτροπές αυτές. Η ανάθεση έγινε, ως συνήθως, με κριτήρια ολίγον αδιαφανή, αλλά εκείνη την περίοδο με άλλα ασχολούνταν οι περί την παιδείαν στοχαζόμενοι και αγωνιζόμενοι και έτσι δεν υπήρξαν μηδέ καν χλιαρές αντιδράσεις. Η προεδρεία ανετέθη στον Σταύρο Βαρανά, γνωστό φιλόλογο, με πλούσιο έργο και μεγάλες πολιτικές και δημοσιογραφικές φιλίες - άλλωστε και ο ίδιος έγραφε τακτικά σε ευρείας κυκλοφορίας και υψηλού κύρους ιστορική πρωινή εφημερίδα. Έργο της ομάδας ήταν να ανανεώσει το ανθολόγιο. Να κρατήσει μια βάση κειμένων από το ήδη υπάρχον, όσα αφαιρέσει να παραμείνουν στο σχολικό πρόγραμμα ως ύλη της Β΄ Λυκείου πλέον, και να πλουτίσει το ανθολόγιο της Γ΄ με νέα κείμενα, ιδίως συγγραφείς από την περίφημη γενιά του 70 και τους κατοπινούς της. Την τελευταία στιγμή, στην εν λόγω ομάδα προστέθηκε και η δεσποινίς Ελεάννα Νίττη Τότσικα, που η παρουσία της ενόχλησε πολλούς, κυρίως για το νεαρόν της ηλικίας της, ήταν μόλις 31 χρόνων. Ήταν επίσης ανηψιά του Χαράλαμπου Νίττη, γραμματέα του Υπουργείου, κόρη της αδερφής του για την ακρίβεια, και, εννοείται, η ιδιότητα του θείου έπαιξε μέγα ρόλο στην τοποθέτησή της. Όχι πως δεν το άξιζε η κοπέλα. Υπήρξε άριστη φοιτήτρια, έκανε εξαιρετικές μεταπτυχιακές σπουδές στη συγκριτική λογοτεχνία στο Παρίσι και πήρε διδακτορικό στη διδακτική της λογοτεχνίας από τη Θεσσαλονίκη. Ήταν και γλωσσομαθής - γνώριζε άπταιστα αγγλικά και γαλλικά και κατάφερνε να διαβάζει με άνεση γερμανικά, αν και δεν τα μιλούσε σχεδόν καθόλου. Η γλωσσομάθεια τής επέτρεπε να έχει πρόσβαση σε ξένη βιβλιογραφία. Είχε στο ενεργητικό και ένα καλό άρθρο σε αμερικάνικο περιοδικό και δυο τρία σε αντίστοιχα ελληνικά και με όλα αυτά ονειρευόταν μια θέση στο Πανεπιστήμιο. Ωστόσο, παρά τα προσόντα της, η θέση της στην ομάδα εργασίας εξασφαλίστηκε μόνο μέσω του θείου της, γιατί στο κάτω-κάτω κι άλλοι πολλοί έχουν τα ίδια ή και περισσότερα προσόντα αλλά σπάνια τα διοχετεύουν δημιουργικά, αφού δεν έχουν συγγενείς ή φίλους σε νευραλγικές θέσεις –όχι απαραίτητα πολιτικές.
Η Ελεάννα Νίττη Τότσικα ήταν επίσης πολύ όμορφη. Το χυμώδες αλλά με τέλειες αναλογίες σώμα της θα το ζήλευε και σταρ του Χόλιγουντ, το πρόσωπό της ήταν αψεγάδιαστο, τα μαλλιά της έπεφταν σα σκούρος χείμαρρος στις πλάτες της. Επειδή όμως ήταν άνθρωπος σεμνός και μετρημένος, και επειδή επιθυμούσε να διακριθεί για τα πνευματικά της χαρίσματα, όπως την είχε διδάξει η φιλόθεη μητέρα της, παρόλο που γνώριζε καλά πόσο όμορφη ήταν, φρόντιζε να το κρύβει όσο καλύτερα μπορούσε, αν είναι δυνατόν να κρυφτεί ποτέ τόση ομορφιά. Ντυνόταν απλά, δεν μακιγιαριζόταν παρά σε εξαιρετικές περιστάσεις, δεν φορούσε κοσμήματα. το άρωμά της ήταν διακριτικό, σχεδόν παιδικό. Ένα μόνο δεν κατάφερνε να υποτάξει: το περπάτημά της - αργό, λικνιστό, ελαφίσιο, τραβούσε τα λιγωμένα βλέμματα των αντρών και ξεσκέπαζε γρήγορα ό,τι είχε προσπαθήσει με επιμέλεια να κρύψει. Ο Σταύρος Βαρανάς γρήγορα την έβαλε στο μάτι, αυτή το κατάλαβε, δεν έδειξε τίποτε αλλά τον απέφευγε με μαεστρία, χρησιμοποιώντας εξαιρετικά πειστικές δικαιολογίες, κάθε φορά που της ζητούσε να βρεθούν οι δυο τους, με πρόσχημα πάντα τη δουλειά τους.
Όταν, μετά από πολύμηνες συναντήσεις και ανταλλαγές ιδεών, αφού καθορίσθηκαν οι άξονες δουλειάς, οι σκοποί, οι στόχοι και όλα τα σχετικά, η ομάδα συναντήθηκε για να συζητηθούν οι πρώτες προτάσεις των μελών της, η δεσποινίς Νίττη Τότσικα κατέφθασε οργανωμένη. Είχε ολοκληρωμένη πρόταση για το μέρος που την αφορούσε, καταγραμμένη σε ένα πεντασέλιδο, και πλήρως αιτιολογημένη. Η δουλειά της ήταν άψογη -το ήξερε και η ίδια. Ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα, λοιπόν, εκείνη την ημέρα ειδικά, είχε επιτρέψει στον εαυτό της να ντυθεί λίγο καλύτερα και να βάλει ένα κάπως πιο έντονο από το συνηθισμένο ροζ κραγιόν στα χείλη της και λίγο μέηκ απ στα μάγουλα και τη μύτη. Η μέρα ήταν φωτεινή. μια αχτίδα ήλιου που έπεφτε πάνω στα πυκνά μαλλιά της και διέγραφε το πρόσωπό της, τής έδινε μεγαλύτερη λάμψη και πρόβαλλε περισσότερο την εξαιρετική καλλονή της νεαρής φιλολόγου. Η Σόνια Καραπάσχου, που καθόταν δίπλα της, στα δεξιά της, δεν μπόρεσε να μη σχολιάσει στην εξ ευωνύμων διπλανή της, χωρίς κακία πάντως, «θα τη φάει με τα μάτια ο Βαρανάς τη μικρή».
Ανάμεσα στις προτάσεις της κοπέλας ήταν και μια που σκόπευε στην ευαισθητοποίηση των εφήβων στη σχέση των ανθρώπων με τα ζώα και γι’ αυτό πρότεινε να ενταχτεί στην ύλη της Γ΄ Λυκείου το διήγημα του Κλέωνα Μακρυκώστα «Η γάτα της Αλίκης». «Το ξέρω» είπε «πως τέτοιες θεματικές μπαίνουν συνήθως σε μικρότερες τάξεις, σε κανένα ανθολόγιο του Γενικού τουλάχιστον Λυκείου δεν υπάρχει έστω ένα κείμενο που να ασχολείται με τα ζώα. Όμως θεωρώ ότι το εν λόγω διήγημα είναι πολύ τρυφερό και θα συγκινήσει ένα παιδί 16 – 17 ετών, θα το κάνει να σκεφτεί πως είμαστε κομμάτι της φύσης κι ας μην το καταλαβαίνουμε, και πως η μοίρα ανθρώπων και ζώων είναι βαθιά ενωμένη, αλληλοεξαρτώνται». «Δεν αντιλέγω, βρε κορίτσι μου» πετάχτηκε ο Καλογήρου, γνωστός ζωόφιλος και άνθρωπος της Εκκλησίας, προσωπικός φίλος του Αρχιεπίσκοπου, του εκάστοτε Αρχιεπίσκοπου. «Είναι όντως ωραίο διήγημα, καλογραμμένο και μικρό σε έκταση, ένας ικανός φιλόλογος το βγάζει σε μια ώρα…», «Μπαίνει και ωραία σε εξετάσεις, τετραμήνου είτε απολυτήριες» είπε η Ελεάννα, που είχε θεωρήσει ότι ο Καλογήρου της πρόσφερε, χωρίς να το θέλει, ένα επιχείρημα που δεν το είχε σκεφτεί η ίδια. «Ναι, ναι, και αυτό, αλλά άλλο ήθελα να πω…» στάθηκε λίγο σαν να μη θυμόταν τι είχε σκοπό να πει κι έπειτα το θυμήθηκε και συνέχισε ανακουφισμένος «α, ναι, αφενός είναι κάπως …ξεκάρφωτο μέσα στο υπόλοιπο βιβλίο αλλά είναι και ο συγγραφέας: ο Μακρυκώστας είναι ελάχιστα γνωστός, το έργο του δεν είναι σπουδαίο, κανένα μυθιστόρημά του, και έχει γράψει κάμποσα, δεν έγινε επιτυχία, δεν έχει επηρεάσει τα γράμματα, η παρουσία του στη λογοτεχνία δεν έχει κανένα βάρος. Έστω, σχεδόν κανένα βάρος». «Δεν κατατάσσεται πουθενά, σε καμιά σχολή, σε καμιά γενιά…» πρόσθεσε η Καραπάσχου, που, όμως, ομολόγησε ότι δεν γνώριζε το διήγημα. «Εμφανίστηκε μεγάλος, γύρω στα πενήντα πριν από είκοσι χρόνια, και γράφει με ένα παλιομοδίτικο λυρισμό που θυμίζει Ζαλοκώστα και Παπαντωνίου» είπε πικρόχολα ο Γιάννης Μ. Παπαδάκης, που μελετούσε το μεταμοντέρνο μυθιστόρημα στην Ελλάδα σε μια διατριβή που δεν έλεγε να τελειώσει.
Η Ελεάννα κατάλαβε ότι η πρότασή της δεν θα περνούσε αλλά δεν εγκατέλειψε τη μάχη. Δεν ήταν θέμα γοήτρου γι’ αυτήν –όχι εντελώς θέμα γοήτρου, για να είμαστε ακριβείς. Η επιμονή της σχετιζόταν με δυο πράγματα, ένα αντικειμενικό, ήταν πολύ ωραίο διήγημα, ευσύνοπτο και τεχνικά άρτιο –και αυτό δεν υπήρχαν επιχειρήματα να το αρνηθεί ούτε ο πιο κακόβουλος κριτικός της λογοτεχνίας. Πίστευε ακράδαντα ότι χρειάζονταν τέτοια κείμενα στην Γ΄ Λυκείου, με τρυφερότητα, με αφέλεια, λίγο παιδικά αλλά να μπορούν να γλυκάνουν την ψυχή του έφηβου, να τον κάνουν να χαμογελάσει διαβάζοντάς τα. Το δεύτερο ήταν υποκειμενικό, πολύ προσωπικό. Είχε διαβάσει αυτό το διήγημα όταν ήταν δώδεκα χρόνων και το είχε αγαπήσει πολύ. Ήθελε πάντοτε να έχει μια γάτα αλλά οι γονείς της δεν την άφηναν, επειδή ζούσαν σε ένα σχετικά μικρό διαμέρισμα στην Κυψέλη και γιατί η μητέρα της δεν αγαπούσε τα ζώα, ιδίως τις γάτες. Το βιβλίο που το περιείχε ήταν η συλλογή διηγημάτων «Τα μυστικά του διπλανού διαμερίσματος», το πρώτο βιβλίο που είχε εκδώσει ο Μακρυκώστας. Το είχε βρει τυχαία στη βιβλιοθήκη του παππού της, είχε και αφιέρωση του συγγραφέα –πολύ θερμή μάλιστα, που μαρτυρούσε προσωπική σχέση των δύο ανθρώπων, αν και ο παππούς, που υπερηφανευόταν για τις καλλιτεχνικές φιλίες του, δεν τον είχε αναφέρει ποτέ.
Τα διάβασε όλα τα διηγήματα της συλλογής μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο και αργότερα ο παππούς, που ήξερε πόσο αγαπούσε αυτή τη συλλογή διηγημάτων- της χάρισε αυτό το βιβλίο με την υπογραφή του συγγραφέα, και έτσι είχε δύο στη δική της βιβλιοθήκη, αφού το είχε αγοράσει η ίδια λίγες μέρες μετά την πρώτη του ανάγνωση. Τα άλλα έργα του Μακρυκώστα δεν της άρεσαν, τής ήταν μάλλον αδιάφορα, δεν τα είχε διαβάσει και όλα.
«Ανάμεσα σε ένα διήγημα με ευδιάκριτη λογοτεχνική ταυτότητα και ένα καλό κείμενο …άπαξ (έκανε το αστείο για να αποφορτίσει κάπως την ένταση), προσωπικά σαν αναγνώστης θα προτιμούσα το δεύτερο. Πιστέψτε με, είναι αρκετά πρόσφατες οι μνήμες μου από το σχολείο, ως παιδιά λαχταράγαμε κείμενα τρυφερά, χαρούμενα και σπανίζουν στα ανθολόγιά μας τέτοια έργα». Η αναφορά στην ηλικία της δεν ήταν καλό επιχείρημα, μάλλον ενόχλησε τους άλλους, ένας δυο μουρμούρισαν μάλιστα γι’ αυτό το θέμα αλλά ο Βαρανάς επανέφερε την ομάδα στην τάξη. Είπαν τη γνώμη τους και οι υπόλοιποι, όλοι τόνισαν ότι το διήγημα ήταν καλό αλλά όλοι επίσης δεν συζητούσαν καν την ένταξή του στο νέο, αναθεωρημένο ανθολόγιο. Τελευταίος πήρε το λόγο ο πρόεδρος. Τους κοίταξε όλους, έναν-έναν, συνόψισε τα επιχειρήματα του καθενός, κατηγοριοποίησε τις αντιρρήσεις –ήταν φοβερός ο Βαρανάς σ’ αυτά- κι έπειτα, αφού έριξε μια φευγαλέα ματιά στο λαιμό της Ελεάννας –το φουλαράκι της είχε χαλαρώσει και ο λαιμός της έβγαινε μια αλαβάστρινη κολόνα μέσα από το γιακά της υπόλευκης ζακέτας της- είπε «Θεωρώ τις αντιρρήσεις σας όλες, βάσιμες - ιδίως το γεγονός πως ο Μακρυκώστας είναι μάλλον μια ιδιάζουσα περίπτωση συγγραφέα δεύτερης κατηγορίας, που όμως έχει, όντως, μια καλή συλλογή διηγημάτων στο ενεργητικό του. Ωστόσο, μολονότι συμμερίζομαι τις περισσότερες ενστάσεις σας, δεν μπορώ να μη συμφωνήσω με τη δεσποινίδα Νίττη - Τότσικα ότι στην εποχή μας με την έξαρση των οικολογικών προβλημάτων, δεν υπάρχουν λογοτεχνικά κείμενα στα ανθολόγια του Λυκείου που να θίγουν τέτοια ζητήματα. Έπειτα η σχέση ανθρώπου και ζώου είναι … πώς να το πω; Διαχρονική; Όχι, όχι, βοηθήστε με, θέλω να πω δεν μπορούμε να περιορίζουμε κείμενα του είδους μόνο στο Γυμνάσιο… Εγώ μάλιστα θα έλεγα να δούμε την περίπτωση στα κείμενα από την ξένη λογοτεχνία να βάλουμε λίγο Σεπούλδεβα». «Α, πολύ καλή ιδέα» υπερθεμάτισε η Μπέλλα Αθανασιάδου, που κάποτε είχε γράψει ένα καλό βιβλίο για τον Καβάφη αλλά από τότε δεν είχε κάνει ξανά τίποτε σπουδαίο και τα ποιήματα που δημοσίευε συχνά πυκνά σε λογοτεχνικά περιοδικά της επαρχίας ήταν βαρετά και ανούσια, σε μορφή και περιεχόμενο. «Ναι, οι λατινοαμερικάνοι, ο Σεπούλδεβα ει-δι-κά… είναι μια καλή ιδέα. Τι λέτε και σεις, κύριε Μανιταράκη, που η γυναίκα σας μεταφράζει από τα ισπανικά;».
Ο Βαρανάς, που είδε η συζήτηση είχε χάσει το στόχο της, έντεχνα γύρισε την κουβέντα στον Μακρυκώστα «εν πάση περιπτώσει, εγώ, προσωπικά εγώ, όχι ως πρόεδρος αλλά ως αναγνώστης και παιδαγωγός, συντάσσομαι με την πρόταση της δεσποινίδος Νίττη- Τότσικα και θεωρώ ότι το διήγημα του Μακρυκώστα πρέπει να περιληφθεί στο ανθολόγιο». Έτσι πίστευε πως θα κέρδιζε την εύνοιά της, θα την έφερνε κοντά του, θα του χρώσταγε μια χάρη για την υποστήριξη, σκόπευε να της ζητήσει να βγουν την Κυριακή.
Επειδή υπήρχαν άλλα πολύ σοβαρά θέματα να συζητηθούν, οι υπόλοιποι επιφυλάχτηκαν να το ξανασκεφτούν και στο τέλος, ύστερα από μερικές συνεδρίες, όπου το θέμα τέθηκε ξανά και ξανά ανάμεσα σε άλλα, η πρόταση της Ελεάννας Νίττη Τότσικα, συνεπικουρούμενη από τη θερμή υποστήριξη του προέδρου, πέρασε και το διήγημα μπήκε στην ύλη της Γ΄ Λυκείου, τελευταίο στο κεφάλαιο «Σύγχρονοι Έλληνες Πεζογράφοι, 1970 και έπειτα». Ο Βαρανάς ωστόσο δεν εξαργύρωσε την υποστήριξη. Η Ελεάννα δεν βγήκε μόνη της μαζί του ούτε για μεσημεριανό καφέ και λίγους μήνες μετά παντρεύτηκε ένα παλιό συμφοιτητή της, με τον οποίο διατηρούσε μυστικά μακροχρόνια σχέση.
Η Γ΄ Λυκείου είναι μια τάξη χαμένη –για τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς. Οι μαθητές είναι ριγμένοι στον αγώνα για την εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια, είτε το θέλουν είτε όχι, όλοι σχεδόν μπαίνουν στο παιχνίδι. Τα μαθήματα που δεν εξετάζονται πανελλαδικά θεωρούνται χαμένες ώρες (στα ιδιωτικά δεν τα κάνουν καθόλου, στο δημόσιο σχολείο τηρούνται τα προσχήματα, αλλά οι διδάσκοντες βλαστημούν το γάλα της μάνας τους και οι μαθητές τα θεωρούν ως ώρα ανάπαυλας ή μια ευκαιρία να ασχοληθούν με τα μαθήματα της κατεύθυνσης. Σπανίως κάποιος εκλεκτός δάσκαλος τραβάει την προσοχή τους με τη χαρισματική διδασκαλία του ή με ζουμερές συζητήσεις αλλά αυτό είναι μια ωραία εξαίρεση που απλώς επιβεβαιώνει τον κανόνα. Ρωτήστε όποιον καθηγητή θέλετε και όποιον μαθητή θέλετε και όποιον γονιό θέλετε για να δείτε πως δεν υπερβάλλω).
Η λογοτεχνία, ως μάθημα κορμού, γενικής παιδείας, ή όπως αλλιώς λέγονται κατά καιρούς αυτά τα μαθήματα, δεν εξετάζεται πανελλαδικά. Από μια μεριά ευτυχώς. Οι φιλόλογοι κάνουν μερικά κείμενα, ίσα να έχουν δυο τρία κοινά όσοι διδάσκουν το μάθημα για να βάλουν κάτι αξιοπρεπές στο τέλος, που θα εξετάσουν και θα βαθμολογήσουν με τερατώδη επιείκεια. Ξοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος των ωρών της λογοτεχνίας στη διδασκαλία της έκθεσης. Γι’ αυτό όταν το αναθεωρημένο ανθολόγιο έφτασε στα σχολεία, λίγοι το ξεφύλλισαν με προσοχή και ακόμη λιγότεροι το διάβασαν όπως και όσο πρέπει. Συνέχισαν να κάνουν μερικά συγκεκριμένα κείμενα, περίπου τα ίδια σε όλα τα Λύκεια της επικράτειας. Μερικοί, όμως, για λόγους που δεν χρειάζεται να τους ψάξουμε, χρησιμοποίησαν κείμενα από τα νέα που προστέθηκαν στην αναθεώρηση και δυο τρεις δίδασκαν κατά καιρούς και το διήγημα του Μακρυκώστα.
Ο συγγραφέας είχε περάσει πια τα εβδομήντα, αν και παρέμενε ακμαίος και πολυγραφότατος. Είχε μάθει, βεβαίως, για την ένταξή του στο «Ανθολόγιο της Γ΄ Λυκείου» και είχε κολακευθεί πολύ. Ήταν οπωσδήποτε μια καταξίωση, σκέφτηκε, και την είχε τόση ανάγκη. Ουδέποτε είχε την αναγνώριση που είχε ονειρευτεί και ο εγωισμός και η ματαιοδοξία του ήταν ανεπανόρθωτα πληγωμένα. Τα βιβλία του έκαναν πολύ μικρές πωλήσεις, συνήθως τα αγόραζαν οι φίλοι του –οι γιοι του στα κρυφά αγόραζαν πολλά αντίτυπα επίσης- μέσα σε δέκα χρόνια για τα τέσσερα βιβλία που είχε εκδώσει είχαν γραφτεί το πολύ πέντε κριτικές –οι τρεις από μια νεαρή φιλόλογο, που ο Μακρυκώστας ήταν φίλος του πατέρα της και τον συμπαθούσε, γι’ αυτό έγραφε για τα βιβλία του. Στην πραγματικότητα δεν της άρεσαν ιδιαιτέρως.
Ένιωθε αδικημένος. Συχνά παραπονιόταν στους φίλους του γι’ αυτό το ζήτημα (μερικοί μάλιστα τον έβρισκαν κουραστικό, αλλά μόνο αν είσαι συγγραφέας μπορείς να καταλάβεις τον καημό). Φανταζόταν πως αυτό συνέβαινε, επειδή ζούσε στο περιθώριο, αποτραβηγμένος σε ένα μακρινό προάστιο της Αθήνας, από όπου δεν έφευγε σχεδόν ποτέ, και δεν ανήκε σε καμιά παρέα, σε κανένα κύκλωμα. Εν μέρει, είχε δίκιο. Οι ερημίτες της γραφής δεν έχουν πέραση στους καιρούς μας. Ακόμη κι αν πρόκειται για ταλαντούχους. Ίσως ιδιαίτερα γι’ αυτούς.
Εν πάση περιπτώσει, εκτός σπανίων εξαιρέσεων, δεν τον καλούσαν αυθορμήτως ποτέ και πουθενά να παρουσιάσει τη δουλειά του. Γι’ αυτό εξεπλάγη υπερβολικά, όταν του τηλεφώνησαν οι μαθητές, δυο μαθητές για να είμαστε ακριβείς, ενός Λυκείου της Πετρούπολης, ζητώντας του να πάει στο σχολείο τους και να τους μιλήσει. Πράγματι, δυο παιδιά της Θεωρητικής Κατεύθυνσης, που επιθυμούσαν διακαώς να γίνουν φιλόλογοι και δη νεοελληνιστές, είχαν διδαχτεί από τη φιλόλογό τους το διήγημα του Μακρυκώστα και τους είχε αρέσει. Θέλησαν να μάθουν περισσότερα για τον συγγραφέα. Έτσι με τη βοήθεια της φιλολόγου τους και της βιβλιοθηκαρίου της σχολικής βιβλιοθήκης, είχαν οργανώσει μια εκδήλωση προς τιμήν του και είχαν κάνει εργασία πάνω στη συλλογή εκείνη των διηγημάτων από την οποία προερχόταν «Η γάτα της Αλίκης», που είχαν διδαχτεί στα κείμενα. Εξεπλάγη και κολακεύτηκε ο Μακρυκώστας με την εκδήλωση αυτή–να, λοιπόν, η ένταξη του διηγήματος αυτού στο σχολικό ανθολόγιο ήταν η καλύτερη αναγνώριση της τόσο λίγο αναγνωρισμένης δουλειάς του. Μίλησε μάλιστα για τη διορατική αθωότητα των νέων και το ανόθευτο κριτήριό τους. Αυτοί οι δυο νεαροί είχαν διαβάσει και άλλα βιβλία του, μεταξύ των οποίων και το τελευταίο του «Μια άνοιξη», που κακώς το υποτίμησε η κριτική, ήταν ένα πολύ καλό μυθιστόρημα, αλλά «πήγε άπατο», όπως λένε στη γλώσσα τους οι συγγραφείς.
Η εκδήλωση στο σχολείο πήγε πολύ καλά, συνδυάστηκε μάλιστα και με μια μικρή έκθεση βιβλίου, ελληνική λογοτεχνία αποκλειστικά. Κάποια παιδιά ζήτησαν να αγοράσουν τη συλλογή διηγημάτων, η οποία όμως είχε από καιρό εξαντληθεί, και έτσι δυο κορίτσια αγόρασαν από την έκθεση το «Μια άνοιξη» και, ελπιστέον, το διάβασαν. Τα δυο αγόρια που είχαν αναλάβει τη διοργάνωση, δημοσίευσαν την παρουσίαση του Μακρυκώστα στη σχολική εφημερίδα και έστειλαν τρία φύλλα της και στο συγγραφέα, που καμάρωνε πολύ γι’ αυτό το άρθρο, όπως αποκαλούσε την εργασία των παιδιών. Ο ένας από τους δύο έγινε πράγματι φιλόλογος (ο άλλος την τελευταία στιγμή το μετάνιωσε και δήλωσε νομικά).
Η Ελεάννα Νίττη Τότσικα, μόνιμη επίκουρος συγκριτικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών, άνοιξε ανόρεχτα τις κυριακάτικες εφημερίδες. Έψαχνε ένα θέμα για να γράψει ένα δυο καλά άρθρα, ένα βιβλίο αν ήταν δυνατό, απαραίτητα για την προαγωγή της στη βαθμίδα του αναπληρωτή. Διάβασε δυο-τρία άρθρα για τα νέα οικονομικά μέτρα (τη διέκοψε η κόρη της που ήθελε να τη βοηθήσει σε ένα πρόβλημα αριθμητικής) και έπειτα γύρισε στις σελίδες πολιτισμού. Εκεί, ανάμεσα σε άλλα θέματα, υπήρχε ένα άρθρο κάποιου νεαρού νεοελληνιστή ονόματι Γιάννης Παπαστράτος, υποψηφίου διδάκτορος της νεοελληνικής φιλολογίας σε αγγλικό πανεπιστήμιο, που καταλάμβανε σχεδόν μία σελίδα της εφημερίδας, και παρουσίαζε το έργο του κακώς αγνοημένου, όπως υποστήριζε, μέχρι τώρα συγγραφέα Κλέωνα Μακρυκώστα. Ο νεαρός στη διατριβή του μελετούσε το θέμα «Οικολογία και Λογοτεχνία στην Ελλάδα από το 1980 και μετά» και ένας από τους πέντε συγγραφείς το έργο των οποίων μελετούσε ως παράδειγμα ήταν ο Μακρυκώστας. Η Ελεάννα θυμήθηκε την ιστορία με το ανθολόγιο, θυμήθηκε επίσης ότι η κατευθυντήρια γραμμή που έδινε η ομάδα εργασίας στην οποία μετείχε, στο «Βιβλίο του Καθηγητή» για την ανάλυση του διηγήματος ήταν να τονιστεί ο οικολογικός (;) προβληματισμός που διαρρέει το διήγημα, η τρυφερή και υποδειγματική σχέση του ανθρώπου με το ζώο, το οποίο, αν και οικόσιτο, διατηρεί μια ζηλευτή ανεξαρτησία. Της έκανε εντύπωση η επιλογή –πού τον ξέθαψε τον Μακρυκώστα, ο πιτσιρίκος;- τηλεφώνησε στην εφημερίδα και ήρθε σε επαφή με το νεαρό συνάδελφό της.
Η συζήτηση μαζί του της έδειξε πτυχές του έργου του συγγραφέα που δεν είχε προσέξει. Ο νεαρός, που είδε στη γνωριμία με την πανεπιστημιακό μια ευκαιρία για τη μελλοντική του καριέρα, εξήγησε ευγενικά και δείχνοντας διακριτικά στη συζήτηση που ακολούθησε το εύρος των γνώσεών του πως είχε διαβάσει τα περισσότερα έργα του συγγραφέα από παλιά. «Από μαθητής για την ακρίβεια. Μια φιλόλογός μας, η μακαρίτισσα η κυρία Γεωργοπούλου, 22 χρόνια καθηγήτρια στο Λύκειο της Πετρούπολης, που πήγα σχολείο, μας έκανε στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας τη «Γάτα της Αλίκης». Μου άρεσε. Διάβασα κι άλλα βιβλία του. Όταν άρχισα τη διατριβή μου, έψαχνα συγγραφείς «αδούλευτους», καταλαβαίνετε. Ο Μακρυκώστας μου έκανε μια χαρά».
Εξαιτίας αυτής της συζήτησης η Ελεάννα Νίττη Τότσικα διάβασε προσεκτικά αρκετά έργα του Μακρυκώστα, που εξακολουθούσε να μην της λέει και πολλά πράγματα. Έπειτα έγραψε κι εκείνη ένα περισπούδαστο άρθρο για το «Δεύτερη ζωή», το τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα, ο οποίος για πολλά χρόνια είχε ουσιαστικά σιωπήσει –ήταν πια πολύ ηλικιωμένος και πολύ άρρωστος. Στο άρθρο της αυτό χρησιμοποίησε ως μέθοδο ένα εξαιρετικά πολύπλοκο σύστημα ανάλυσης του λογοτεχνικού κειμένου του Καναδού μελετητή Τζωρτζ Όσμπορν Τζούνιορ, μια πολύ καινούρια θεωρία που αυτή πρώτη εισήγαγε στην Ελλάδα και συζητήθηκε πολύ. Μάλιστα χρειάστηκε να τεντώσει πολύ το έργο του Μακρυκώστα για να το ταιριάξει με τη θεωρία αλλά τελικά τα κατάφερε άψογα.
Τα δυο αυτά άρθρα, πάντως, άνοιξαν μια συζήτηση για τον συγγραφέα, που τον αγνοούσαν σχεδόν όλοι οι Έλληνες κριτικοί –οι νεότεροι ίσως δεν είχαν ακούσει καν το όνομά του, για να έχουν διαβάσει το έργο του ούτε λόγος. Αλλά όταν δυο πανεπιστημιακοί –ο ένας έστω υποψήφιος- ασχολούνται με ένα συγγραφέα, τότε κάτι συμβαίνει και η περίπτωσή του πρέπει να προσεχθεί.
Λίγο καιρό μετά δημοσιεύτηκαν δυο μελετήματα, το ένα σχετικά μεγάλης έκτασης, για τη διηγηματογραφία του Μακρυκωστα, ένα τρίτο, αρνητικό αυτή τη φορά, ερευνούσε τους λογοτεχνικούς προγόνους του. Σε μια εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας δημοσιεύτηκε ένα σχεδόν υβριστικό άρθρο για τον Μακρυκώστα που συνοψίζεται στη φράση «ποιος τον ξέθαψε αυτόν και γιατί;». Και όλοι ξέρουμε τι σημαίνει ένα υβριστικό άρθρο: μεγάλη επιτυχία. Ο Κλέωνας Μακρυκώστας είδε ξαφνικά τις πωλήσεις των βιβλίων του από εκεί που ήταν σχεδόν μηδενικές για χρόνια να εκτοξεύονται στα ύψη, υπέγραψε συμβόλαιο με μεγάλο εκδοτικό οίκο για να εκδοθούν ξανά όλα τα έργα του, τα εξώφυλλα επιμελήθηκε ο καλύτερος γραφίστας της αγοράς. Τον καλούσαν συχνά πια σε παρουσιάσεις βιβλίων, σε εκδηλώσεις του ΕΚΕΒΙ, μια φορά μίλησε στην τηλεόραση. Ένας Βέλγος μεταφραστής, που ζούσε μόνιμα στην Ελλάδα και μετέφραζε ελληνική λογοτεχνία για γαλλικούς εκδοτικούς οίκους μετέφρασε ένα μυθιστόρημά του στα γαλλικά. Ο Μακρυκώστας ήταν πολύ συγκινημένος με την ξαφνική αναγνώριση. Δεν μπορούσε να ανταποκριθεί σε όλα εξαιτίας της υγείας του αλλά πήγαινε όπου μπορούσε κι άρχισε να υπαγορεύει κάτι καινούριο στον εγγονό του, το οποίο δυστυχώς δεν πρόλαβε να τελειώσει, γιατί πέθανε ξαφνικά από έμφραγμα, πλήρης ημερών, 85 ετών, και πολύ ευτυχισμένος.
Στην κηδεία του παραβρέθηκαν πολλοί επιφανείς λογοτέχνες που στο μεταξύ είχαν φροντίσει να τον γνωρίσουν και να τον βάλουν στις παρέες τους. Τον επικήδειο εκφώνησε η Ελεάννα Νίττη Τότσικα και μίλησε επίσης ο νεαρός Παπαστράτος, που είχε πια τελειώσει τη διατριβή του και είχε προσληφθεί στην Πάτρα ως 407. Η Ελεάννα μάλιστα αποκάλυψε πως ετοίμαζε ένα ολόκληρο βιβλίο γι’ αυτόν, θεώρησε τον εαυτό της περήφανο που αυτή είχε πρώτη ανακαλύψει και παρουσιάσει τον Μακρυκώστα, όταν όλοι τον αγνοούσαν επιδεικτικά, και άδικα, βεβαίως, και για του λόγου το αληθές, διηγήθηκε με συντομία την ιστορία του ανθολογίου. Και όσα έλεγε, τι περίεργο!, τα εννοούσε απολύτως.
Καθώς το ξόδι της κηδείας γύριζε από το νιόσκαφτο τάφο για να πάει στο κυλικείο του νεκροταφείου για τον πατροπαράδοτο καφέ, ο Βαρανάς, που είχε κι αυτός γνωριστεί με τον Μακρυκώστα, έσκυψε και είπε εύθυμα στο αυτί ενός πολύ γνωστού μισογύνη κριτικού μεγάλης αθηναϊκής εφημερίδας, με τον οποίο είχαν στενές σχέσεις «και να σκεφτείς, φίλε μου, πως όλα ξεκίνησαν επειδή εγώ ήθελα να πηδήξω την κυρία καθηγήτρια». Ο άλλος έπνιξε ένα γέλιο –δεν ήταν πρέπον τέτοια ώρα- και τον προσκάλεσε να βγούνε το βράδυ να τα πούνε πίνοντας στο αγαπημένο τους μπαράκι.
Μαρώ Τριανταφύλλου
Δεκέμβριος 2007