Το καφενείο ήταν από 'κεινα τα παλιά, που λίγα έχουν πλέον απομείνει ξεχασμένα σε κάποιες μάλλον φτωχές, ξεχασμένες κι αυτές, συνοικίες της Αθήνας. Μαζεύονταν εκεί οι ηλικιωμένοι της γειτονιάς, άντρες γερασμένοι, μικροσυνταξιούχοι, με τις αρρώστιες τους, τα οικογενειακά τους βάσανα, τις εμμονές και τα πάθη που, ψέματα λένε τα βιβλία, δεν τα καταλαγιάζει ο χρόνος. ίσα-ίσα, τα μεγαλώνει, κάνει τις μικρές παραξενιές των νιάτων, ανυπόφορα ελαττώματα. Έρχονταν και μερικοί νεώτεροι, πατημένα τα πενήντα βεβαίως, με ψαρά μαλλιά και μπόλικες ρυτίδες, άλλοι ξερακιανοί, με σουβλερά πηγούνια και χοντρά φρύδια κι άλλοι με τις κοιλιές φουσκωμένες, έτοιμες να σκίσουν τα κακοκουμπωμένα παντελόνια τους και να πεταχτούν ελεύθερες από την ασφυξία της ζώνης. Όλοι ετούτοι κουβαλούσαν την παλιά νοοτροπία των αντρών κι αγαπούσαν τον αντρότοπο του καφενείου, την ατμόσφαιρα και τις μυρωδιές του. Τα τελευταία χρόνια ερχόντουσαν και μερικοί ξένοι -στην πλειονότητά τους Πακιστανοί, με το δέρμα σκούρο και τα μάτια νυσταγμένα από τον κάματο της μέρας, οι περισσότεροι ήταν μικροπωλητές σε διάφορα φανάρια της πόλης. Τα φτηνά ενοίκια της συνοικίας τούς είχαν τραβήξει -τα σπίτια παλιά, οι νοικοκύρηδες που τα νοίκιαζαν άλλοι δεν είχαν κι άλλοι δεν ήθελαν να ξοδέψουν για να τα ανακαινίσουν, τα νοίκιαζαν, λοιπόν, όπως-όπως και σε τσουχτερές τιμές σε παρέες μεταναστών που δεν είχαν άλλη λύση. Πολλοί μαζί τους φαινότανε κάπως λιγότερο το μερτικό τους στο μηνιαίο έξοδο. Στην αρχή, όταν πήραν δειλά-δειλά να έρχονται στο καφενείο, οι συνηθισμένοι θαμώνες του, που όλοι γνωρίζονταν και μιλούσαν μεταξύ τους με τα μικρά τους ονόματα, στραβομουτσούνιασαν . με τον καιρό, όμως, τους συνηθίσανε, με μερικούς δέσανε και φιλίες κι άμα χανόντουσαν οι ξένοι για κάποιες μέρες, ρωτούσαν με ανησυχία, μη και συνέβη τίποτε, καμιά αρρώστια, καμιά "σκούπα" ξαφνική -ποτέ δεν ξέρεις.
Η σάλα δεν ήταν μικρή. Έβγαζε γύρω στα δέκα πέντε τραπέζια, κοντά το ένα στο άλλο βαλμένα, παλιά τραπέζια, μαντεμένια, όλο γδαρσίματα, μεριές-μεριές τσαλακωμένο το υλικό, με βαθουλώματα και γύρω τους, παλιές και φθαρμένες, ξύλινες καρέκλες, όχι πολύ αναπαυτικές, με ένα σκάλισμα στην πλάτη που θύμιζε μονόγραμμα άλλα δεν ήταν, σκασμένο το ξύλο τόπους-τόπους, όλο αγκίθες και ξεφτίσματα, το κάθισμά τους ανοιχτότερο στο χρώμα -τόσα χρόνια, τόσοι άνθρωποι που κάθισαν πάνω τους, άφησαν το αποτύπωμά τους, το ξεθώριασμα τούτο της φθοράς. Κάθε τραπέζι είχε το τασάκι του -τα πιο πολλά ήταν πλαστικά, "δώρα" διαφημιστικά εταιριών τσιγάρων και ποτών. Τα δύο τελευταία χρόνια πρόσθεσε ο ιδιοκτήτης, γιατί το είχε δει να το κάνουν στα μεγάλα μαγαζιά, τα μοντέρνα, κι επέτρεψε στον εαυτό του ένα μικρό, ανώδυνο νεωτερισμό, πρόσθεσε, λοιπόν, ένα κερί αρωματικό, αντικαπνιστικό κερί, που ελάχιστοι θαμώνες άναβαν τα βράδυα, κι αυτοί κυρίως για το γούστο κι όχι από ανάγκη. Άλλωστε όσοι σύχναζαν εκεί ήταν σχεδόν όλοι καπνιστές, φανατικοί του τσιγάρου, μεγαλωμένοι μέσα στην κάπνα, στην αποπνικτική ομίχλη της που θολώνει την ατμόσφαιρα, μπουκώνει τα πνευμόνια και κόβει την ανάσα, κάνοντας πάντα κάποιον να λέει διακριτικά -καμιά φορά και να απαιτεί θυμωμένα κι ορμητικά- "δεν ανοίγουμε καμιά πόρτα, κανα παράθυρο, πολύ καπνό έχει εδώ μέσα, θα σκάσουμε". Όσο να πεις κι οι πιο θεριακλήδες έρχονται ώρες που δεν αντέχουν τη βαριά κάπνα. Οι θαμώνες ήταν, λοιπόν, φανατικοί καπνιστές, από τα εφηβικά τους χρόνια ακόμη και ποτέ οι γιατροί δεν τους τρόμαξαν μιλώντας απειλητικά για εμφράγματα και καρκίνους των πνευμόνων.
Σε κάποια τραπέζια από νωρίς (το καφενείο άνοιγε γύρω στις 9 το πρωί και έκλεινε λίγο πριν τα μεσάνυχτα, καμιά φορά και πολύ αργότερα, συνήθως όταν ήταν εκλογές, ντέρμπι σημαντικά του ποδοσφαίρου είτε κάποιοι είχαν αφοσιωθεί σε καμιά ζόρικη και ενδιαφέρουσα παρτίδα χαρτί), σε κάποια τραπέζια κοντά στον τοίχο από νωρίς ήταν ανοιγμένα τάβλια με τα πούλια ωραία ταχτοποιημένα, τα ζάρια στη μέση, έτοιμα για να μην καθυστερούν όσοι επιθυμούσαν να τα χρησιμοποιήσουν. Σε μια άκρη του μαγαζιού υπήρχε ένα ιδιαίτερο τραπέζι, μεγαλύτερο αυτό από τα άλλα, πάντα στρωμένο με την πράσινη τσόχα, έτοιμο για τα καθημερινά πολύωρα παιχνίδια, που άφηναν αρκετά στον καφετζή, καθώς όσο περνούσε η ώρα, τα ποσά ανέβαιναν, "το χόντραιναν" το παιχνίδι, όσο είναι δυνατό σε γειτονιές μεροκαματιάρηδων και χαμηλόμισθων ανθρώπων -αν και πάντα ο πειρασμός είναι μεγάλος και πολλούς τους παίρνει από κάτω το πάθος του παιχνιδιού και τους κλείνει το σπίτι. Έπαιρνε τα νόμιμα, λοιπόν, ο καφετζής, έβγαζε και αρκετά απ' τους καφέδες και τα ποτά που κατανάλωναν αυτοί που έπαιζαν κι όσοι παρακολουθούσαν γύρω-γύρω.
Ο παππούς της σύχναζε σε τέτοια καφενεία και καμιά φορά την έπαιρνε μαζί του, έτσι τα ήξερε. Για την αλήθεια, τα θυμόταν κάπως γενικά, ένα περίγραμμα του χώρου, φευγαλέες εικόνες και ήχοι -τα πούλια του ταβλιού, φωνές, πόρτες που ανοιγόκλειναν τρίζοντας, τέτοια πράγματα. τα έδενε έπειτα η φαντασία της με δικά της γεμίσματα από διαβάσματα και παλιές ελληνικές ταινίες. Ο παππούς της είχε πεθάνει νωρίς -αυτή ό,τι είχε αρχίσει την τετάρτη δημοτικού- και λίγα πρόλαβε να μάθει από τον αντρόκοσμο του καφενείου -γιατί έτσι το είχε στο νου της το καφενείο, ένα χώρο αντρικό, που μύριζε τσιγάρο, ιδρώτα και ούζο, που ήταν γεμάτος από τον ξερό, δυνατό ήχο που κάνουν τα πούλια του ταβλιού, άσκοπες βρισιές κάθε φορά που τα ζάρια δεν έφερναν το ποθητό αποτέλεσμα και εβίβες με τα ουζοπότηρα.
Η μυρωδιά ήταν το πρώτο που πρόσεξε. Μια μυρωδιά ούζου και τηγανισμένου λουκάνικου, με μια ιδέα από φρέσκο αγγούρι, που το σιχαινόταν. Ήταν εννέα και μισή, ο καφετζής, που μόλις είχε ανοίξει, την κοίταξε λίγο απορημένος, σα θυμωμένος επίσης, δεν περίμενε ακόμη πελάτες, το μαγαζί δεν ήταν έτοιμο. Αυτός - εξηντάρης, κοντός, με στενούς ώμους και μεγάλη κοιλιά- σκούπιζε και τακτοποιούσε τα τραπέζια. Ίσως να μην ήταν μόνο η ώρα. Μια γυναίκα, και μάλιστα μια άγνωστη στη γειτονιά του γυναίκα , σίγουρα τον ξένισε, τον παραξένεψε, δεν την είδε θετικά την παρουσία της στο μαγαζί του. Μπορεί πάλι απλώς να ήταν κουρασμένος ή και να βαριόταν κιόλας. Αυτή πάντως δεν έδωσε σημασία στην ξινισμένη έκφρασή του, μουρμούρισε μια τυπική καλημέρα, κοίταξε αδιάφορα το χώρο και διάλεξε για να καθίσει ένα τραπέζι κοντά στο ανατολικό παράθυρο. Το καφενείο ήταν γωνιακό, τα μεγάλα, αμφίβολης καθαριότητας, τζάμια του έβλεπαν σε δυο δρόμους μικρούς και στενούς με χαμηλή κυκλοφορία. Πάνω στο ένα τζάμι ήταν γραμμένο με μεγάλα συμμετρικά κεφαλαία κόκκινα γράμματα: ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ "Η ΑΡΓΩ". Εκεί πήγε και κάθισε, στο τραπεζάκι ακριβώς κάτω από τη λέξη "ΑΡΓΩ". Ήρθε ο καφετζής μουτρωμένος και πήρε παραγγελία. "Ένα διπλό ελληνικό χωρίς ζάχαρη, βαρύ", ζήτησε ευγενικά και κοφτά. Δεν πρόσθεσε το "παρακαλώ", όπως συνήθιζε. Δεν σκέφτηκε να το προσθέσει. "Ένα διπλό βαρύ σκέτο", επανέλαβε ο καφετζής, για να εμπεδώσει την παραγγελία είτε για να της υποδείξει τον σωστό τρόπο εκφοράς της παραγγελίας του καφέ χωρίς ζάχαρη.
Έβγαλε από την τσάντα της τα τσιγάρα της, ένα γαλάζιο πλαστικό αναπτήρα και το κινητό της τηλέφωνο. Έβγαλε και το χοντρό σημειωματάριό της. Καθώς το άνοιξε, έπεσε από μέσα ένα κακοδιπλωμένο διαφημιστικό εκδοτικού οίκου που ειδικεύεται στην αρχαιότητα. Το ίσιωσε, το χάζεψε λίγο, χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία στους τίτλους που έβλεπε, έπειτα το δίπλωσε προσεκτικά δυο φορές και το έβαλε στην τσάντα της, σε μια μεγαλούτσικη θήκη μπροστά. Είχε σπουδάσει ιστορία, είχε μάλιστα φτάσει και στο μεταπτυχιακό, αλλά δεν μπόρεσε να συνεχίσει, τα οικονομικά της οικογένειας δεν ήταν ανθηρά. Χωρίς να το καταλάβει καλά-καλά, άρχισε, λόγω ενός θείου, να ασχολείται με τη δημοσιογραφία. Δεν της άρεσε. Ούτε πληρωνόταν ικανοποιητικά, αναγκαζόταν συχνά να κάνει κι άλλες δουλειές -διορθώσεις, επιμέλειες- επίσης κακοπληρωμένες. Μερικές φορές έκανε ακόμα όνειρα, να τα παρατήσει και να ασχοληθεί με αυτά που αγαπούσε, με το Λουκιανό ας πούμε και την εποχή του, που ήταν το πάθος της, γεμάτη παράξενα και θαύματα εποχή που διασώζει με πνεύμα σκωπτικό στις ιστορίες του ο παιχνιδιάρης συγγραφέας. Αλλά ήξερε πως αυτά ήταν μόνο όνειρα. Είχε πάψει από καιρό να υποφέρει. Έψαξε λίγο τις σελίδες του σημειωματάριου και ανακάλυψε μια μικρή φωτογραφία. Την κοίταξε προσεκτικά για λίγα λεπτά, λες για να κρατήσει καλά στη μνήμη το πρόσωπο, κι έπειτα την ακούμπησε στο τραπεζάκι δίπλα της ανάποδα. Άναψε ένα τσιγάρο κοιτάζοντας αφηρημένα έξω. Τράβηξε μια μεγάλη ρουφηξιά και την έφτυσε με δύναμη πάνω στο τζάμι. Έχωσε τη μύτη της μέσα στο ανάστατο αραιό σύννεφο και ανάσαινε βαθιά τον καπνό, έπειτα έπαιξε τη γλώσσα στον ουρανίσκο για να χαρεί τη γεύση κι ακούμπησε το τσιγάρο στο παλιό, πλαστικό τασάκι - η θήκη της υποδοχής ήταν καμένη από κάποιον απρόσεκτο θαμώνα και η διαφήμιση μιας παλιάς μάρκας τσιγάρων που δεν κυκλοφορεί πια, μια ροζέτα στον πάτο ήταν, είχε ξεθωριάσει από την πολυχρησία. Το άφησε εκεί να καίγεται, όπως το συνήθιζε. Μια γυναίκα πέρασε σέρνοντας ένα καροτσάκι της λαϊκής φορτωμένο με σακούλες από σούπερ μάρκετ γνωστής αλυσίδας τέτοιων μαγαζιών για μεσαία και χαμηλά στρώματα, δυο αυτοκίνητα κόκκινα της ίδιας μάρκας, το ένα πίσω από το άλλο -γέλασε με τη σύμπτωση- ένας ηλικιωμένος άντρας με σκούρο, καρό σακάκι, πιο ζεστό απ' ό,τι πρέπει για την εποχή πέρασε φουριόζος και σκυθρωπός από το απέναντι πεζοδρόμιο. Της φάνηκε πως κινούσε τα χείλη του, σαν να μονολογούσε. Λίγα λεπτά μετά τον ξαναείδε να περνά, πάλι φουριόζος, πάλι σκυθρωπός, με μια χαρακιά βαθιά στο μέτωπο που έδειχνε κάτι να τον απασχολεί πολύ, κάτι να τον βασανίζει, τώρα είχε μια εφημερίδα παραμάσχαλα. Κούτσαινε λίγο, ανεπαίσθητα, από το δεξί πόδι. Πρέπει να είχε υπάρξει ωραίος άνδρας στα νιάτα του. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή που σκέφτηκε πως ο ηλικιωμένος βιαστικός κύριος θα πρέπει να είχε υπάρξει ωραίος, ήρθε ένα μήνυμα στο κινητό και την ανάγκασε να τραβήξει τα μάτια της από το δρόμο. "Πώς πάει;" έλεγε το μήνυμα, πάτησε "απάντηση", έγραψε "Θα δείξει" και πίεσε το κουμπί "αποστολή". Ήρθε και ο καφετζής με τον καφέ και το νερό. Έκανε μια κίνηση του κορμιού ακούσια προς τα πίσω λες και θα βοηθούσε τον καφετζή να ακουμπήσει με μεγαλύτερη ευκολία το φλιτζάνι με τον καφέ στο τραπέζι. Κούνησε το κεφάλι της με τρόπο που ήθελε να πει ευχαριστώ. Μια ριπή ανέμου που φύσηξε εκείνη την ώρα παρέσυρε μερικά λουλούδια από τη νεραντζιά που βρισκόταν στο πεζοδρόμιο μπροστά στην τζαμαρία του καφενείου. Τα παρακολούθησε να πέφτουν με τρυφερά και αβέβαια ζιγκ-ζαγκ, να πέφτουν με μικρή διαφορά χρόνου πάνω στις βρώμικες πλάκες του πεζοδρομίου, να σέρνονται μερικά εκατοστά κι έπειτα να μένουν ακίνητα, μια ξέπνοη ομορφιά που σε λίγο θα διαλυθεί κάτω από το απρόσεχτο παπούτσι ενός περαστικού. Σκέφτηκε πόσο πολύ της άρεσε να περπατάει το φθινόπωρο στους δρόμους και να πατάει ξεραμένα κίτρινα φύλλα, να ακούει το σκρατς! καθώς αυτά έσπαζαν σε πολλά μικρά κομμάτια που με αγωνία συγκρατούνταν ακόμα σε ένα ενιαίο σώμα, μέχρι να έρθει το επόμενο πόδι να τα πατήσει και να διαλύσει εντελώς, σκορπίζοντας τα κομμάτια τους εδώ κι εκεί.
Λίγο μετά μια παρέα μπήκε στο καφενείο, ο καφετζής τους καλημέρισε εγκάρδια αλλά λιγόλογα. Κάθισαν σ' ένα τραπέζι κοντά στον τοίχο και κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα αλλά χαρούμενα. Όλοι είχαν περάσει τα εξήντα, ήταν ντυμένοι με φτωχική αξιοπρέπεια, καθαροί, καλοσιδερωμένοι, φαινόταν το έμπειρο χέρι μιας νοικοκυράς που είχε περιποιηθεί την εμφάνισή τους. Πίσω τους κρύβονταν χρόνια δουλειάς σε καταστήματα και συνεργεία, ήρθε η σύνταξη πια, άραξαν, βαριούνται οι περισσότεροι, περνάει ο χρόνος, σκέφτονται το θάνατο και φοβούνται, γκρινιάζουν, τον ξεχνάνε για λίγο και προχωράνε, άλλη μια μέρα κι άλλη μία, τα παιδιά έχουν μεγαλώσει, εγγόνια έχουν έρθει, αναπολούν τα παλιά, θυμώνουν, γκρινιάζουν, κακιώνουν μεταξύ τους, με συγγενείς τους, με τις γυναίκες τους, τα ξαναβρίσκουν, άλλη μια μέρα…
Όσο περνούσε η ώρα και η συζήτηση φούντωνε, οι τόνοι ανέβαιναν, ο ένας μπερδευόταν στα λόγια του άλλου, χωρίς να το θέλει άκουγε τη συζήτησή τους -για τα οικονομικά μέτρα της νέας κυβέρνησης, για τις υποσχέσεις που πάλι έμειναν υποσχέσεις. Τότε ήρθε ένας ακόμα και προστέθηκε στην παρέα. Τα αραιά, άσπρα μαλλιά του, οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια, το κουρασμένο, βαρύ βήμα, φανέρωναν πως είχε περάσει από καιρό τα εξήντα, ίσως μάλιστα να ήταν πια ήδη εβδομηντάρης. "Καλώς το 'δάσκαλο' " είπαν μερικοί, με τρόπο που φανέρωνε πως ήταν παρατσούκλι αλλά που το δεχόταν ο άντρας χωρίς να πειράζεται, κι ένας τους του 'βαλε καρέκλα να κάτσει δίπλα του. "Εδώ, Στάθη" του είπε με ευχαρίστηση. Μπήκε γρήγορα κι αυτός στην κουβέντα, φαίνεται πως κάποια διαφωνία ενέσκυψε, μάλλον για τους Ολυμπιακούς αγώνες, που θα γίνονταν σε λίγους μήνες. Έπιανε κουβέντες στον αέρα, "εθνικό στοίχημα", "οικονομική καταστροφή", "θα πληρώνουν και τα τρισέγγονά μας", "θα έρθουν πολλοί ξένοι, τουρισμός"… Τους παρατηρούσε διακριτικά με την άκρη του ματιού, ενώ την ίδια ώρα κοιτούσε και στο δρόμο, την κίνηση που πύκνωνε.
Είχε κάτσει επίτηδες σε κείνο το καφενείο. Για δουλειά, ένα θέμα που της είχε φορτώσει η εφημερίδα, ένα θέμα από αυτά που μισούσε. Έπρεπε να πείσει μια παλιά δόξα του αθλητισμού να της δώσει συνέντευξη. Αυτός, άνθρωπος απλός και σεμνός, που σιχαινότανε τέτοιου τύπου δημοσιότητες ("ό,τι είχα να πω, το είπα στους στίβους με τα πόδια μου" της είπε στο τηλέφωνο) αρνιότανε κατηγορηματικά. Είχε έρθει, λοιπόν, στη γειτονιά του -έμενε στην απέναντι ακριβώς πολυκατοικία- με τη φωτογραφία του στην τσάντα και τις ερωτήσεις έτοιμες, γραμμένες στο σημειωματάριό της, και τον περίμενε να κατέβει για να του μιλήσει από κοντά, ελπίζοντας πως τελικά θα τα κατάφερνε.
Είδε πάλι τον σκυθρωπό ηλικιωμένο άντρα να περνάει με γρήγορο βήμα -χαμογέλασε, "αυτός όλη μέρα σουλατσάρει στη γειτονιά;" σκέφτηκε. Της φάνηκε αστείο. Την ίδια στιγμή ένας από την παρέα των αντρών έβαλε μια φωνή, διακόπτοντας την κουβέντα, "ο Λέανδρος!" Και έτρεξε στην πόρτα. Την άνοιξε και βγάζοντας το κεφάλι έξω φώναξε δυνατά "Λέανδρε! Λέανδρε!".
Κατάλαβε ότι απευθυνόταν στον βιαστικό άντρα με το σκυθρωπό ύφος, που είχε πια απομακρυνθεί αρκετά. Φαίνεται πάντως πως άκουσε τ' όνομά του, γιατί ανέκοψε το βήμα, στερέωσε την εφημερίδα που κρατούσε κάτω από τη μασχάλη του και έψαξε ένα γύρο να δει από πού ερχόταν η φωνή που τον καλούσε. Εντόπισε τον άντρα στο καφενείο, κούνησε ελαφρά το κεφάλι, ένας ενοχλημένος χαιρετισμός μάλλον, σαν να χαιρετούσε και την ίδια στιγμή το έπαιρνε πίσω, και έφυγε πάλι γρήγορα, πριν προλάβει ο άντρας στο καφενείο να ολοκληρώσει την πρόσκληση που είχε αρχίσει να διατυπώνει με τη βαριά, άκομψη, καμπανιαστή φωνή του. "Έλα, ρε Λέανδρε, εδώ στο καφενείο είμαστε όλοι. Έλα να πιούμε ένα καφέ".
Ο άντρας μπήκε μέσα πάλι, φαινόταν αμήχανος, ντρεπόταν που ο άλλος δεν είχε απαντήσει στην πρόσκλησή του, σαν προσβεβλημένος έδειχνε, με ένα χαμόγελο πλατύ που προσπαθούσε να στήσει μια γέφυρα επικοινωνίας με τους άλλους και να δικαιολογήσει την κατάσταση, το πρόσωπό του κόκκινο. "Βρε, τον μπαγάσα!" είπε, καθώς κάθισε πίσω στη θέση του, "απαράλλαχτος τόσα χρόνια, μονόχνωτος, καλή κουβέντα από το στόμα του δεν παίρνεις." "Τι θέλεις και 'συ και τον παρακαλάς, δεν τον ξέρεις;" είπε ένας άλλος πικρόχολα. "Εγώ;" έκανε ο άντρας που είχε πρωτοασχοληθεί με τον περαστικό, "εγώ;" επανέλαβε ενοχλημένα. "Να, έτσι… για να μη λέει…" "Τι να μη λέει…" πετάχτηκε ένας τρίτος, "αυτός, χριστιανέ μου, παντρευόταν η κόρη του γείτονά του, μεσοτοιχία τα διαμερίσματα, δίπλα οι πόρτες, σου λέει, και δεν βγήκε, έτσι για τα μάτια, να πει ένα συχαρίκι στον άνθρωπο, τι λες τώρα;" Κι έπιασαν έτσι, ένας-ένας, να κόβουν και να ράβουν του Λέανδρου τις αναποδιές και τις κακίες. Έλεγαν για ώρα διάφοροι, που δεν λέει σε άνθρωπο καλημέρα, που δεν δίνει τ' αγγέλου του νερό, που δεν έχει κάνει ένα καλό στη ζωή του, που μόνος κι έρημος ρημάζει και μέρα νύχτα στους δρόμους περπατάει γρήγορα, και υπαινίχτηκαν πολλά, για μοχθηρίες και κακίες και πιθανές διαστροφές αλλά όλα κουβέντες του αέρα χωρίς αποδείξεις.
Κάποια στιγμή που είχαν πει πια πολλά σχεδόν όλοι κι είχαν αρχίσει τις υπερβολές και τις εικασίες και έβαζε ο καθείς τη φαντασία του και δούλευε κι από μια κίνηση, μια λέξη, μια υπόνοια έστηνε ιστορίες ολάκερες, πετάχτηκε αυτός που είχε μπει τελευταίος, και που κάποιοι τον είχαν αποκαλέσει "δάσκαλο", και ανέβασε τη φωνή ψηλά και κάλυψε τους άλλους επιτακτικά και απότομα. Είχε φωνή σταθερή, μπάσα, καλλιεργημένη φωνή, σαν τους παλιούς ψάλτες που δεν χρειάζονταν μικρόφωνα για να ακουστούν οι ύμνοι μέχρι έξω από τις εκκλησίες που έψελναν. Διέκρινε ένα θυμό στη φωνή αυτή, ενοχλημένος ακούστηκε ο άντρας αυτός με τα λόγια, τον ήξερε καλύτερα τον Λέανδρο, όπως φάνηκε μετά, αλλά επίσης δεν πρέπει να του άρεσαν τα κουτσομπολιά και οι φήμες οι ανυπόστατες που σπιλώνουν τα ονόματα των ανθρώπων και αφήνουν πάντα πίσω τους μια υποψία άπρεπη και μειωτική. "Δεν είναι έτσι όπως τα λέτε", είπε. Οι άλλοι σιώπησαν με μιας και γύρισαν προς το μέρος του αντρός. Φαίνεται πως του είχαν ξεχωριστό σεβασμό κι εκτίμηση. Ένας δυο που κάτι έλεγαν ακόμη, τέλειωσαν με σιγανή φωνή τη φράση τους και πήραν να ακούνε τον άντρα. "Δεν ξέρετε εσείς τίποτε για το Λέανδρο", είπε αυτός, κι ενώ φάνηκε στην αρχή να έχει κάτι σημαντικό να ανακοινώσει, αυτός απότομα σταμάτησε σαν να το μετάνιωσε, σαν να μην ήταν σίγουρος αν έπρεπε να μιλήσει. Οι δυο που έπαιζαν τάβλι έκλεισαν το παιχνίδι και γύρισαν τις καρέκλες τους προς το τραπέζι των πολλών. "Λέγε, Στάθη", είπε ο ένας τους, "γιατί το λες αυτό; Αλήθεια είναι πως τον Λέαντρο όλοι μας τον έχουμε άχτι. Κακός άνθρωπος, γρουσούζης, μουλωχτός, αμίλητος, σαν να μισεί τον κόσμο…". "Όχι", είπε αυτός που τον φώναζαν Στάθη, "λάθος έχετε, δεν τον ξέρετε εσείς το Λέανδρο, δεν έχει πολλά χρόνια σε τούτη τη γειτονιά. με το Θεό τα έχει πιο πολύ".
Τον κοίταξαν παραξενεμένοι και, παρ' όλο που φαινότανε πως άλλη λέξη δεν θα πει, αυτοί έμοιαζαν να περιμένουν. Μάταια. Σε λίγο κάποιος έκανε ένα άσχετο σχόλιο, ένας άλλος του απάντησε, πήρε φωτιά άλλη συζήτηση. Ο Λέανδρος ξεχάστηκε πάλι. Αυτή κοιτούσε αφηρημένα έξω, την πόρτα της πολυκατοικίας όπου έμενε ο αθλητής. Ήρθαν κι άλλοι να βρουν παρέα στο καφενείο. Αυτός που ήξερε για τον παράξενο άντρα και τον είχε υπερασπιστεί, ο Στάθης, με ένα νιοφερμένο ξεμοναχιάστηκαν σ' ένα τραπεζάκι δίπλα ακριβώς από το δικό της. "Πέρασε ο Λέανδρος, Στέφανε" είπε εκείνος στην παρέα του "κι άρχισαν πάλι τα σχόλια". "Δεν φταίνε μόνο αυτοί όμως" είπε ο Στέφανος "Κι αυτός προκαλεί, ρε παιδί μου". "Δεν ξέρετε εσείς… " είπε πάλι ο Στάθης. "Το 'χεις πει πολλές φορές αυτό" του σχολίασε ο άλλος "αλλά ποτέ δεν έχει εξηγήσει τι εννοείς". Έμεινε λίγο σιωπηλός ο Στάθης, ρούφηξε μια γουλιά από τον καφέ του και σα να μιλούσε στον εαυτό του είπε ξαφνικά:
"Στη γειτονιά αυτή, που μένουμε τώρα, εγώ ήρθα πριν πολλά χρόνια, όταν πρωτοπαντρεύτηκα, ο Λέανδρος, όμως, έχει δεν έχει πέντε χρόνια. Εμείς, όταν ήμουν παιδί μέναμε στου Αρμπούζογλου το εργοστάσιο από πίσω, στα προσφυγικά. Εκεί έμενε και η οικογένεια του Λέανδρου, έτσι τον ξέρω. Η μάνα του, ο πατέρας του τα δυο κορίτσια, που ήτανε πολύ μικρότερά μας, και αυτός. Τους ξέραμε καλά, οι μάνες μας μάλιστα κάνανε και λίγο παρέα. Ο Λέανδρος είναι συνομήλικος του μακαρίτη του αδελφού μου, του Δημοσθένη. Μαζί πήγαιναν σχολείο, μόνο που ο Δημοσθένης προχώρησε, τέλειωσε το εξατάξιο, ενώ ο Λέανδρος τα παράτησε. Δηλαδή δεν τα παράτησε ακριβώς. Η οικογένεια ήταν φτωχή, έπρεπε να δουλέψει, ούτε την πρώτη Γυμνασίου δεν τέλειωσε καλά-καλά. Ήταν γερό παλικάρι, καλοφτιαγμένο, με δυνατά μπράτσα και γρήγορα πόδια. Από μικρός ήταν κλειστός, στοχαστικός, άνθρωπος του καθήκοντος. Δεν του άρεσαν οι πολλές παρέες, παιδί καθόταν μακριά από τα άλλα, δεν συμμετείχε παρά σπάνια στα παιχνίδια τους, προτιμούσε να σκαλίζει ξύλα και να φτιάνει ωραία πράματα, καράβια και καραγκιόζηδες -να 'βλεπες κάτι καραγκιόζηδες, με τις καμπούρες και τις μυτόγκες, έξοχοι ήτανε. Παρότι του άρεσαν τα γράμματα, δεν βαρυγκόμησε που αναγκάστηκε να τα αφήσει. Έπιασε δουλειά, στην αρχή παραγιός σε καφενείο, αργότερα δούλεψε σε άλλες δουλειές, ώσπου άνοιξε το εργαστήριό του και σιγά-σιγά πρόκοψε. Στο μεταξύ πέθανε ο πατέρας του. Δούλευε πολύ για να τα φέρει βόλτα, βοηθούσαν και τα κορίτσια, μετά εκείνα παντρεύτηκαν, άνοιξαν δικά τους σπίτια. Όταν παντρεύτηκε και η δεύτερη, η Δέσποινα, ο Λέανδρος είχε πατήσει τα σαράντα. Δεν είχε πλέον μεγάλες ανάγκες αλλά δούλευε πολύ από συνήθεια, ξημερωνότανε στο εργαστήριο.
Όπως ήτανε μικρός, έτσι και μετά, δεν του άρεσαν οι πολλές παρέες, τα γλέντια, τα τραγούδια, ούτε με τις γυναίκες είχε πολλά-πολλά, αν και κάτι είχε ακουστεί κάποτε για ένα σαράκι που τον έτρωγε για μια παντρεμένη, αλλά τίποτε δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ. Ό,τι αγαπούσε πιο πολύ ήταν να φεύγει τις Κυριακές το πρωί και να περπατάει με τις ώρες. Με ήλιο, με βροχή, με κρύο, ο κόσμος να χάλαγε, ο Λέανδρος έφευγε χαράματα και γύριζε αργά το απόγευμα στο σπίτι. Όχι πως πήγαινε κάπου συγκεκριμένα. Έπαιρνε ένα δρόμο και ξεχνιότανε, έστριβε χωρίς να ξέρει πού, ανηφόριζε, κατηφόριζε στενά, έβγαινε σε άγνωστες πλατείες, μπροστά σε καινούρια ψηλά κτίρια, σε μεγάλα εργοστάσια… κατέγραφε στο νου του ό,τι τον ενδιέφερε με προσοχή, σε όλες του τις λεπτομέρειες, τα άλλα τα ξεχνούσε παντελώς… Δεν ήξερε ποτέ να πει πού ακριβώς είχε σεργιανίσει, ποιες γειτονιές είχε γυρίσει… όλο δρόμοι, παράδρομοι, α, ναι, και ποτέ ανθρώπινα πρόσωπα. Το λίγο που μιλούσε, ακόμα πιο λίγο για τέτοια προσωπικά, δεν τον άκουσα ποτέ να λέει κάτι για μια όμορφη γυναίκα που συνάντησε, ένα αστείο ανθρωπάκι, ένα καυγά, βρε αδερφέ, κάτι που να 'χει μέσα του άνθρωπο. Μόνο κτίρια, πλατείες, δρόμους και μικρά, μισογκρεμισμένα σπίτια. Αν έλεγε καμιά φορά κάτι, με μένα είχε μερικές κουβέντες, μόνο για τέτοια ήτανε.
Όσο περνούσαν τα χρόνια γινόταν μονόχνωτος, στριφνός, δύσκολα του έπαιρνες κουβέντα από το στόμα. Τίποτε δεν εύρισκε καλό γύρω του, με τίποτε δεν ήταν ευχαριστημένος. Γκρίνιαζε πολύ κι επειδή δεν του άρεσαν και τα πολλά λόγια με τους ανθρώπους, γκρίνιαζε από μέσα του, κι έβγαινε μια στριμάρα στο πρόσωπό του που τον έκανε αντιπαθητικό στους άλλους. Τζαναμπέτη τον ανέβαζαν, γρουσούζη τον κατέβαζαν οι γείτονες. Λίγοι άνθρωποι τον χαιρετούσαν κι ακόμα λιγότεροι επέμεναν να τον τσιγκλάνε για συναναστροφές και συντροφιά. Σπάνια κατέβαινε στου Πλακουτσή το ταβερνάκι, - το ξέρεις, έτσι;- για να πιει ένα κρασί και να ανταλλάξει δυο κουβέντες με τον Μικέ τον Κουκουέ και το Βλαδίμηρο τον αλλήθωρο, ξέρεις, του Αλαμόπουλου, του γουναρά, το γαμπρό. Πολιτικά μιλάγανε συνήθως και ο Βλαδίμηρος που είχε κάνει δυο φεγγάρια ναυτικός τους διηγιότανε καμιά ιστορία από τις θάλασσες.
Πάντως, μοναχικός, μονόχνωτος, πες ό,τι θέλεις, όλοι στη γειτονιά το ξέρανε πως είχε μπέσα, δίκιο δεν έφαγε καμιανού, δεν άφησε και κανέναν να του φάει το δικό του. Ο λόγος του συμβόλαιο, έπαιρνε μια δουλειά, θα την τέλειωνε τη μέρα που είχε υποσχεθεί, μακάρι να γκρεμιζότανε ο κόσμος γύρω του, αναλάμβανε μια υποχρέωση, θα την έφερνε σε πέρας, ό,τι κι αν γινότανε. Όσο περνούσαν τα χρόνια, ο Λέανδρος γινόταν περισσότερο μοναχικός, περισσότερο παράξενος και περισσότερο μπεσαλής. Τιμιότητα και μοναξιά αύξαιναν μέσα του. Με τους ανθρώπους τα πήγαινε όλο και χειρότερα, τα κορίτσια, οι αδερφές του αραίωσαν τις σχέσεις, ώσπου στο τέλος τις έκοψαν εντελώς. Πέθανε και ο Μικές στα ξαφνικά, από έμφραγμα, έπαψε να πηγαίνει πια στου Πλακουτσή το ταβερνάκι. Όλη μέρα δούλευε ή διάβαζε εφημερίδα μόνος του στο εργαστήρι του, ρέμβαζε από το παράθυρο, σκεφτικός και συνοφρυωμένος, χαμένος σε ένα πέλαγο σκέψεις -κανείς δεν ήξερε τι τον απασχολούσε ή αν τον απασχολούσε κιόλας κάτι, αφού όλο αυτό μπορεί να ήταν ένας τρόπος να μην αφήνει τους ανθρώπους να τον πλησιάζουν. Κι ήταν κρίμα αυτό που έκανε, γιατί ήταν έξυπνος άνθρωπος, κι όταν καμιά φορά αποφάσιζε να μπει σε μια κουβέντα και ν' ανοίξει το στόμα του, ένιωθες πως αυτό που έλεγε είχε βάρος και σημασία, οι απόψεις του ήταν δουλεμένες, είχαν αξία, έκανε προβλέψεις πολιτικές που θα τις ζήλευαν μεγάλοι επιστήμονες από αυτούς που βγαίνουν στην τηλεόραση και μας ζαλίζουν τα μυαλά.
Ένα βράδυ, αργούτσικα, δέκα θα 'τανε, μπορεί και παραπάνω, πέρασα από το εργαστήριό του τυχαία και είδα φως - τέλειωνε μια επείγουσα παραγγελία και είχε μείνει ως αργά, όπως μου 'πε μετά. Είπα να μπω να του πω μια καλησπέρα. Με δέχτηκε απρόθυμα, μου 'δειξε μια καρέκλα στο πλάι του τραπεζιού που δούλευε και συνέχισε το έργο του σιωπηλός. Κανονικά θα 'πρεπε να φύγω αλλά κάτι με κράτησε. Σηκώθηκα να περιεργαστώ τα πράγματα γύρω μου και όπως ψαχούλευα σε ένα ράφι, ανάμεσα στις κατασκευές του Λέανδρου και στα εργαλεία του, ανακάλυψα μια Καινή Διαθήκη.
- Δεν ήξερα, Λέανδρε, του είπα, πως είσαι θρησκευάμενος. Δεν σ' έχω δει στην εκκλησία μήτε μια φορά -εγώ τότε ήμουνα αριστερός ψάλτης στον Άη-Γιώργη και ήξερα.
- Όχι, μου είπε, ψάχνω να καταλάβω τι πιστεύουν οι άλλοι. Τον κοίταξα απορημένος. Άναψε τσιγάρο -σπάνια κάπνιζε, ρούφηξε μια γουλιά από τη ρετσίνα του, σηκώθηκε αργά από τον πάγκο του, πήγε σε ένα καμαράκι μικρό, μια αποθηκούλα που είχε πίσω, κι έφερε μια νταμιτζάνα κι ένα ποτήρι .
- Την έφερα από τα Μεσόγεια την Κυριακή που είχα πάει να δω τη Δέσποινα, μου είπε. Απόρησα, δεν ήξερα ότι βλεπόντουσαν ακόμα, πίστευα κι εγώ, όπως και όλοι στη γειτονιά, ότι δεν είχαν πια πάρε-δώσε με τις αδελφές του.
- Τι κάνει η Δέσποινα, τον ρώτησα.
-Τι να κάνει κι αυτή, μου απάντησε. Να με κείνο το Σωτήρη βασανίζεται. Παλιοτόμαρο, ό,τι βγάζει το τρώει στα χαρτιά. Τα 'χασα. Στενοχωρέθηκα και με την αποκάλυψη -μια κούκλα ήταν η Δέσποινα και καλό κορίτσι, αλλά μου 'ρθε παράξενο πολύ να μου μιλάει τόσο ανοιχτά ο Λέανδρος.
- Καθίκια είμαστε οι άνθρωποι, Στάθη, συνέχισε, καθίκια. Κακό γένος, πρέπει να λείψουμε από τον κόσμο, να ξεβρωμίσει. Ξέρεις ποια είναι η μεγαλύτερη απόδειξη πως δεν υπάρχει Θεός; Εμείς οι άνθρωποι είμαστε η απόδειξη. Αν υπήρχε Θεός, έτσι όπως τον λέει τούτο το βιβλίο -και μου 'δειξε τη Διαθήκη- αν υπήρχε Θεός, παντοδύναμος και παντογνώστης, πάνσοφος και πανάγαθος, θα 'κανε ένα τέτοιο λάθος; Θα 'φτιαχνε ένα πλάσμα τόσο κουτό και αλαζονικό; Κι αν το 'κανε δεν θα το διόρθωνε ευθύς; Θα το άφηνε να λερώνει τη γη με τις αθλιότητές του; Πόλεμοι, βία, αδικίες; Ο δυνατός να σέρνει τον αδύνατο κι ο αδύνατος να μη βλέπει τη δύναμή του, να μην αντιστέκεται; Απελπισία… Αν μπορούσα, θα έπαιρνα πέτρες, όπλα θα έπαιρνα, κανόνια, βόμβες και δεν θα άφηνα τίποτα όρθιο. Από το εργαστήρι μου και το κουρείο του Μενέλαου, εδώ δίπλα, θα άρχιζα και θα τέλειωνα στα παλάτια και στα κοινοβούλια. Να μη μείνει κανείς… Ούτε μωρό παιδί. Μίσος έχω μέσα μου για τον άνθρωπο.
Για να μην τα πολυλογώ, πάνε δέκα πέντε χρόνια, μπορεί και παραπάνω, βέβαια, δέκα οχτώ… Πότε ήταν τη χρονιά που η Εθνική πήρε το πανευρωπαϊκό στο μπάσκετ; Το '87 δηλαδή, συμπλήρωσε ο άλλος. Ναι, γεια σου, ρε Παντελή, τότε ήτανε. Πήγε να παραδώσει μια παραγγελία και τον χτύπησε ένα μηχανάκι. Ήταν βράδυ, το σημείο απόμερο, ο οδηγός το 'σκασε, ο Λέανδρος έμεινε αρκετή ώρα στο δρόμο αιμορραγώντας, ευτυχώς, κάποιος περαστικός τον ανακάλυψε, ειδοποίησε το 166 και σώθηκε η ζωή του. Αλλά τα πόδια του είχαν πάθει μεγάλη ζημιά, μετα από δυο εγχειρίσεις, οι γιατροί απελπίστηκαν, ο Λέανδρος ήταν πια καταδικασμένος να περάσει τη ζωή του στο καροτσάκι, χώρια που και το αριστερό χέρι θα 'χε κουσούρι.
Πολύ λίγο τον είχα δει τότε. Δεν άφηνε πια κανέναν να τον πλησιάσει, άνοιγε με κόπο το εργαστήρι, κλειδωνότανε μέσα, κατέβαζε τα ρολά και δούλευε σαν τρελός. Έπαψε να λέει ακόμα και ένα γεια. Όποιος τόλμαγε να του χτυπήσει το τζάμι, άκουγε βρισιές από μέσα, τον έδιωχνε. Έπαψαν να ασχολούνται μαζί του. Η λύπη γι' αυτό που έπαθε πριν γίνει οίκτος, έγινε θυμός. Τότε μετακόμισε στη γειτονιά πάλι η αδερφή του, η Δέσποινα. Φαίνεται πως το ατύχημα του αδερφού της, που ένιωσε πως ό,τι κι αν της έλεγε, όσο άγρια κι αν την έδιωχνε, την είχε ανάγκη, της έδωσαν κουράγιο και παράτησε τον άντρα της -είχε παντρευτεί και η κόρη της πια και είχε ανοίξει δικό της σπίτι, δεν την είχε ανάγκη τη μάνα της. Ήρθε με το ζόρι και εγκαταστάθηκε στην αρχή στο σπίτι του αδερφού της. Άγια γυναίκα. Τον υπέμεινε αγόγγυστα. Τα λόγια τα πικρά, την άσχημη συμπεριφορά, όλα. Ό,τι κι αν κάνεις, θα μείνω, του 'λεγε κι αυτός σκύλιαζε πιο πολύ. Μια μέρα της πέταξε ένα πιάτο φακή στα μούτρα, έφτυνε τα φάρμακά του, έδινε μάχη η Δέσποινα για να τον κάνει να τα κατεβάσει.
Η Δέσποινα ήταν άνθρωπος της εκκλησίας. Πίστευε στο Θεό και προσευχότανε μέρα νύχτα να γίνει το θαύμα και ο αδερφός της να περπατήσει πάλι. Όποτε μπορούσε, έτρεχε σε μοναστήρια, σε ιερείς που είχε ακούσει πως είναι αφιερωμένοι στο Θεό και έχουν τη δύναμη να του ζητήσουν χάρες, πήγαινε στην εκκλησία λάδι και πρόσφορα και λαμπάδες στο μπόι του αδερφού της και ασημένια φυλαχτά, ομοιώματα ποδιών με άσπρες κορδελίτσες και τα ακούμπαγε στης αγαπημένης της αγίας τα πόδια. Κανε το θαύμα σου, Αγία μου Παρασκευή, έλεγε κι εγώ… θα δεις… και δεν ήξερε πια τι να τάξει, όλα τα είχε τάξει, λαμπάδες, χρυσά καντηλέρια, να πάει γονατιστή ένα χιλιόμετρο στο μοναστήρι… Ο Λέανδρος όσο την έβλεπε λύσσαζε. Μια φορά της έσπασε το καντήλι., χύθηκαν στο πάτωμα νερά και λάδια και φιτίλια, η Δέσποινα ακάθεκτη. Εκείνη την εποχή άρχισε να έρχεται και η μεγάλη, η Ιωάννα.
Ένα απόγευμα τη φώναξε την Ιωάννα η Δέσποινα και της ζήτησε να κάτσει μαζί του όσο να γυρίσει εκείνη. Μπορεί ν' αργήσω, της είπε, ίσως χρειαστεί να λείψω όλη νύχτα. Να με περιμένεις, μη φύγεις. Και μην τον αφήσεις από τα μάτια σου. Στη γυναίκα μου, που τη συνάντησε τυχαία στη στάση, τα είπε όλα και της μαρτύρησε και πού θα πήγαινε, γιατί με τη γυναίκα μου μιλάγανε πολύ κι έτσι μάθαινα τι γίνεται στου Λέανδρου το σπίτι. Είχε ακούσει, είπε, για μια γερόντισσα στα Γλυκά Νερά που έκανε, λέει, θαύματα και θα την επισκεπτόταν να την παρακαλέσει για το Λέανδρο να του δώσει φώτιση και την υγειά του. Ο απελπισμένος από τα μαλλιά πιάνεται, καταλαβαίνεις τώρα. Εν πάση περιπτώσει…"
Σταμάτησε να πιει δυο γουλιές καφέ. Αυτή, χωρίς να το θέλει, κοίταξε ανυπόμονα προς το μέρος του. Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως τόση ώρα άκουγε άπληστα κι ήθελε να μάθει κι άλλα. Μόλις και μετά βίας πρόλαβε να επιβληθεί στον εαυτό της και να μην της ξεφύγει ένα δυνατό, και αδιάκριτο βεβαίως, "Λοιπόν;" που είχε ήδη σχηματίσει στο στόμα της. Ευτυχώς δεν περίμενε πολύ.
"Πέρασαν μέρες, δεν έτυχε να βρεθώ από τα μέρη του Λέανδρου. Μια Τετάρτη μεσημέρι με έφερε ο δρόμος από κει, είπα να του πω μια καλημέρα κι ας μ' έβριζε. Βρήκα το μαγαζί κλειστό. Ανησύχησα, ρώτησα στη γειτονιά, δεν τα μάθατε, μου είπε ο περιπτεράς, έγινε θαύμα. Περπάτησε ο κύριος Λέανδρος. Έψαξα, βρήκα την Ιωάννα και τα έμαθα. Ξημερώματα εκείνης της ημέρας ανέβασε πυρετό. Είχε ρίγη δυνατά, που έγιναν στο τέλος σπασμοί, τρανταζόταν το κορμί του, έχανε τις αισθήσεις του, συνερχόταν για λίγο, πάλι κατάπεφτε. Του δινε η Ιωάννα ασπιρίνες, τον έτριβε, του 'βαζε κρύες κομπρέσες, τίποτε. Στο τέλος τρομαγμένη κάλεσε ασθενοφόρο και τον πήγαν στο νοσοκομείο. Πέσανε από πάνω του οι γιατροί, εξετάσεις , παραεξετάσεις, να δούνε τι συμβαίνει, δεν έβγαζαν άκρη, άτυπο από το ένα, άτυπο από το άλλο, μεσημέριασε κι ο πυρετός δεν έλεγε να κατέβει. Άρχισαν μια ισχυρή αγωγή με διάφορους συνδυασμούς φαρμάκων. Στο μεταξύ ήρθε η Δέσποινα, πληροφορήθηκε τι έγινε και πού τον είχαν κι έτρεξε. Όλη νύχτα έμεινε στο νοσοκομείο δίπλα του. Την άλλη μέρα το πρωί, έδρασαν τα φάρμακα, πήρε να συνέρχεται ο Λέανδρος κι όταν γύρισε πίσω για τα καλά, είπε τρομαγμένος στην αδερφή του, φώναξε ένα γιατρό, το πόδι μου τ΄ αριστερό με φαγουρίζει του θανάτου. Αυτό ήταν τρεις μέρες μετά έμπαινε στο χειρουργείο και στο μήνα πάνω είχε βγει την πρώτη βόλτα με πατερίτσες. Οι γιατροί μίλησαν για ιατρικό παράδοξο, άρχισαν να ερευνούν την περίπτωση, τι φάρμακα πήρε, τι συνδυασμούς, ποια ουσία ενεργοποίησε τα κοιμισμένα νεύρα και γιατί, μέχρι και σε παγκόσμιο συνέδριο αναφέρθηκε η περίπτωσή του, στο τέλος κάπου κατέληξαν, αν και ακόμα ψάχνουν. Έγινε αιτία ο Λέανδρος να βρουν ελπίδα πολλοί άνθρωποι στον κόσμο με το ίδιο πρόβλημα.
Όμως η Δέσποινα χτυπιέται μέρα νύχτα πως ήταν θαύμα Θεού, πως ήταν οι προσευχές της γερόντισσας που έγιαναν τον αδερφό της, πως την άκουσε η αγία Παρασκευή και άλλα πολλά τέτοια και τρέχει σε εκκλησίες όλη την ώρα και κάνει προσφορές ευχαριστήριες. Ο Λέανδρος, αφού συνήρθε από την έκπληξη της θεραπείας του, προσπάθησε να της εξηγήσει λογικά τι είχε συμβεί, αυτά που του 'χαν πει οι γιατροί με λεπτομέρειες, αλλά αυτή ανένδοτη βεβαίως, ήταν σίγουρη πως είχαν αξιωθεί το θαύμα. Το Λέανδρο από όλα πιο πολύ τον διαόλιζε η μπακάλικη σχέση του ανθρώπου με το Θεό, το ζητιάνικο, το διαρκές κάνε μου τούτο και κάνε μου κείνο του ανθρώπου. Αφού είναι τόσο φτηνοί με το Θεό τους, έλεγε, σκέψου τι είναι συναμετάξυ τους. Κι αν υποθέσουμε ότι υπάρχει, ρε αδερφή, της είπε μια μέρα θυμωμένα, πετώντας μακριά κάτι σταυρουδάκια και μπαμπάκια βουτηγμένα στο λάδι από καντήλια μοναστηριών που του 'χε φέρει η Δέσποινα να ασπαστεί και να τα βάλει φυλαχτά στον κόρφο του, κι αν υποθέσουμε ότι υπάρχει, γιατί ασχολήθηκε μαζί μου που τον αρνιέμαι και δεν έκανε καλά κάποιον που τον πιστεύει και τον δοξολογεί μέρα νύχτα. Ανεξερεύνητες οι βουλές του, είπε η Δέσποινα με σεβασμό. Ίσως θέλει να σε κάνει όργανό του, να πιστέψουν οι άνθρωποι μέσα από σένα.
Ο Λέανδρος δεν μίλησε. Γύρισε περιφρονητικά την πλάτη του και βγήκε από το σπίτι και περπάτησε πολύ, όπως παλιά. Πήγε στο Ταμείο του -αυτά που σου λέω τώρα μου τα 'χει πει ο ίδιος και γράμμα δεν σου βάζω παραπάνω- σφράγισε το βιβλιάριό του για τα φάρμακά του, πέρασε από την Εφορία για να τελειώσει μια δουλειά, ύστερα περιπλανήθηκε άσκοπα εδώ κι εκεί. Μέσα στη βουή της πόλης, όπως πέρναγε σκυθρωπός ανάμεσα στους ανθρώπους, όπως τους έσπρωχνε και τον έσπρωχναν και ο ιδρώτας τους, λέει, ανακατευόταν με τον δικό του, η ανάσα τους με τη δική του, του ήρθε κατά νου ο λόγος της αδερφής του κι άρχισε μέσα του να βράζει από θυμό. Κάθισε σ' ένα πάρκο, άναψε τσιγάρο, σκάλισε με το πόδι του το χώμα, κλώτσησε ένα σκυλί που τον πλησίασε κι έπειτα μουρμούρισε όλο οργή: κι αν υπάρχει ακόμα, ποιος του έδωσε το δικαίωμα να ασχοληθεί μαζί μου, γιατί να επιλέξει εμένα, με ποιο δικαίωμα χρησιμοποιεί το σώμα μου για να κάνει επίδειξη της δύναμής του; Α, όχι, όχι, αυτό δεν το επιτρέπω … και σηκώνοντας τα μάτια στον ουρανό έβγαλε μια φωνή δυνατή και αλλόκοτη: γιατί εμένα;
Από τότε έγινε πιο σκοτεινός, πιο δύσκολος, πιο μοναχικός. Χρειάζεται γερά νεύρα για να τον αντέξεις, μεγάλη υπομονή για να μη τον διαολοστείλεις. Δεν ανταποδίδει τους χαιρετισμούς, και να το κάνει μοιάζει ο χαιρετισμός του με βρισιά, δε λέει καλό λόγο σε κανένα, βρίζει, κακομιλάει σε όλο τον κόσμο, αν μπορούσε θα 'βαζε φωτιά και θα 'καιγε τη γη. Και περπατάει, μέρα νύχτα περπατάει, σχεδόν τρέχει, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, κι αν τον παρατηρήσεις, συχνά μέσα απ' τα δόντια του μουρμουρίζει: γιατί εμένα;"
Ο άντρας συνέχισε για λίγη ώρα ακόμη την ιστορία του Λέανδρου αλλά αυτή είχε πάψει πια να ακούει. Έψαχνε με το μάτι το δρόμο, όχι για τον παλιό αθλητή, μήπως περάσει πάλι ο παράξενος Λέανδρος. Δεν φάνηκε ξανά όση ώρα έμεινε και κακοκαρδίστηκε. Όπως είχε μπροστά το σημειωματάριό της, γύρισε στην τελευταία σελίδα και σημείωσε βιαστικά: Λέανδρος, η ιστορία ενός θαύματος. Έπειτα προσηλώθηκε πάλι στην πόρτα της απέναντι πολυκατοικίας, μήπως δει τον παλιό αθλητή να βγαίνει. Απ' την ιστορία του Λέανδρου συγκράτησε μόνο την πιθανότητα ενός νέου θέματος για την εφημερίδα.
Αθήνα, Ιούλιος - Αύγουστος 2004