skip to main | skip to sidebar

Διηγήματα & νουβέλες

Μαρώ Τριανταφύλλου

Pages

  • Αρχική σελίδα
 
  • Αρχική
  • Σύνδεσμοι
    • Γράφοντας...
    • Η Εποχή

Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2022

ΤΙ ΒΛΕΠΕΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΗΣ

 

 

Εdward Hopper

Ήθελε να πάρει την άδειά της νωρίτερα φέτος. Απ’ τον Ιούνιο αν ήταν δυνατόν και όλες μαζί τις μέρες που δικαιούταν, να τις πάρει μονοκοπανιά όλες τις μέρες. Δεν μπόρεσε. Κάτι δικά της απρόβλεπτα από τη  μια, κάτι προβλήματα υγείας μερικών συναδέλφων, από την άλλη, ανέτρεψαν τα σχέδιά της. Στο σχεδιασμό των αδειών της βγήκαν είκοσι μέρες, τέλος Ιουλίου με αρχές Αυγούστου. Τις τελευταίες μέρες πριν να ξεκινήσει η άδειά της αγκομαχούσε. Προσπαθούσε να μην το δείχνει αλλά ερχόταν με κόπο στο γραφείο, έκανε τη δουλειά της με συνέπεια αλλά χωρίς κέφι. Ασφυκτιούσε. Οι συναδέλφισσές της, η Βέρα και η Ελένη κυρίως, αλλά και η Μαρία, που ήταν περισσότερο απόμακρη, είχαν ανησυχήσει. προσπάθησαν να μάθουν τι της συμβαίνει, μήπως μπορούσαν να βοηθήσουν. Είπε πως δεν έχει τίποτε συγκεκριμένο, μια ακεφιά, ίσως να είναι και ορμονικό, δικαιολογήθηκε. Κι αλήθεια έλεγε δηλαδή. Δεν υπήρχε κάτι συγκεκριμένο που να της δημιουργεί αυτή τη βαρυθυμία, όμως ένιωθε  πως έμπαινε σε ένα τούνελ και πήγαινε και διέξοδος δεν υπήρχε. Μόνο αν γκρέμιζε τους τοίχους αλλά οι τοίχοι ήταν γεροί κι αυτή είχε μόνο τα χέρια της.

Δεν της άρεσε σχεδόν τίποτε γύρω της. Η παρατημένη πόλη, βρώμικη και πνιγερή, οι δρόμοι, μπλοκαρισμένοι από αυτοκίνητα, ο ορίζοντας, που μίκραινε συνεχώς, ο αέρας, που μύριζε καμένο λάστιχο, η ανασφάλεια, ο φόβος. και η βία, η βία που μεγάλωνε ολοένα. Όχι η εγκληματικότητα –ληστείες, φόνοι και τα τέτοια. Πράγματα φανερά δηλαδή. Η βία. Η υπόγεια, σκοτεινή βία στις σχέσεις των ανθρώπων. Όταν οδηγούν, όταν στέκονται στις ουρές, όταν μαγειρεύουν, όταν νανουρίζουν τα μωρά, όταν μιλούν μεταξύ τους για τα καθημερινά, όταν εξαπολύουν άσκεφτα κατηγορίες ο ένας στον άλλον, όταν δεν ανέχονται ο ένας τον άλλον, η βία ακόμα κι όταν αγαπούν.

Την πίεζαν οι συναδέλφισσες στο γραφείο να μιλήσει αλλά πώς να τα πει όλ’ αυτά; Ούτε τα λόγια δεν εύρισκε καλά-καλά, άρχισε να προσποιείται που τάχα έχει πολλά έγγραφα να διεκπεραιώσει, πολλούς φακέλους να επεξεργαστεί, απέφευγε τις πολλές κουβέντες μαζί τους. Εκείνες κατάλαβαν και διακριτικά έκαναν στην άκρη. Μόνο η Μαρία, η πιο απόμακρη από τις τρεις, πήγε ένα μεσημέρι κοντά της, ακούμπησε τρυφερά το χέρι  στον ώμο της και της είπε: «εγώ γιατί νομίζεις κρύβομαι μέσα στον υπολογιστή μου;» Κι έφυγε γρήγορα, πριν να προλάβει η Βασιλική –α, ξέχασα, Βασιλική τη λένε- πριν να προλάβει η Βασιλική να απαντήσει.

Πιο πολύ απ’ όλους ανησυχούσε η αδελφή της. «Μήπως σκέφτεσαι ακόμα το Σταύρο;». Γέλασε εκείνη. « Μετά από τόσους μήνες;» της απάντησε. Τον είχε χωρίσει σχεδόν με χαρά, κι αν αυτό φαίνεται υπερβολικό, που δεν είναι ωστόσο, πάντως σίγουρα τον είχε χωρίσει με ανακούφιση. Η Βούλα το ήξερε, της το είχε εξηγήσει με επιμέλεια. Πάντως αναπαύτηκε λίγο με τη στέρεη λογική της αδελφής της που ζητούσε απτές εξηγήσεις, λογικές και σίγουρες, απλές, για όσα συνέβαιναν γύρω της. Η Βούλα την έκανε να νιώθει ασφαλής.

Η Βασιλική πλησίαζε τα σαράντα, αλλά έμοιαζε πολύ νεότερη κι αν εξαιρέσεις αυτήν την περίοδο, σ’ όλη της τη ζωή ήταν άνθρωπος με πολλά ενδιαφέροντα, όλο ζωντάνια και κίνηση. Αγαπούσε τα λουλούδια, περπατούσε πολύ, ενδιαφερόταν για τους άστεγους και τους μετανάστες. Ασχολιόταν με την πολιτική. Ενεργά, όχι με την κριτική του καναπέ. Με συνέπεια, όχι με μια ψήφο διαμαρτυρίας κάθε δύο ή τρία χρόνια –τέσσερα δεν πήγαμε ποτέ σχεδόν μετά την μεταπολίτευση. Δεν ήταν ενταγμένη κάπου συγκεκριμένα, αλλά έβγαινε στους δρόμους, υπόγραφε διαμαρτυρίες, προωθούσε μηνύματα με πληροφορίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα όπου γης στο Δίκτυο, παθιαζόταν με τα περιβαλλοντικά. Στην αρχή της επαγγελματικής της ζωής είχε ασχοληθεί λίγο και με τα συνδικαλιστικά, μετά σιχάθηκε τους συνδικαλιστές, τσακώθηκε με όλες τις κοντινές της ιδεολογικά παρατάξεις κι όταν πήγαινε στις συνελεύσεις του κλάδου της με λίγους έλεγε καλημέρα κι οι συνδικαλιστές απ’ τη μεριά τους, πιο πολύ την απέφευγαν. Είναι επικίνδυνο να τα βάζεις με σκεπτόμενους, λένε συνήθως πράγματα δυσάρεστα και τεκμηριωμένα, δεν βολεύονται σε γενικότητες, αποδίδουν ευθύνες, ζητούν εξηγήσεις και δεν είναι αισιόδοξοι αλλά ούτε και απογοητευμένοι. Δύσκολο κράμα. Αχειραγώγητο.


Ναι, ήθελε να πάρει την άδεια νωρίτερα εφέτος. Όσο γινότανε νωρίτερα. Όχι πως θα πήγαινε πουθενά, ούτε είχε στο μυαλό της να κάνει κάτι ιδιαίτερο. Ήθελε μόνο να μην πηγαίνει στο γραφείο. Να μην χρειάζεται να σηκώνεται το πρωί και να πηγαίνει στο γραφείο. Για μερικές μέρες έστω. Να μη χρειάζεται να πηγαίνει στο γραφείο. Να μένει στο σπίτι. Να βλέπει τηλεόραση με τις ώρες –ντοκυμαντέρ στα κρατικά κανάλια και παλιές ασπρόμαυρες ελληνικές σειρές. Να μη βγαίνει στο δρόμο. Να μην ακούει αυτοκίνητα. Να μη διαβάζει εφημερίδα. Να μη μαθαίνει νέα. Να σταματήσει να σκέφτεται, για λίγο, και να ξεχάσει, για λίγο, για λίγες μέρες  το τούνελ και τους τοίχους του, τους γερούς πέτρινους τοίχους που πέφτουν μόνο με δυναμίτη.

Ήταν κι εκείνη η επίμονη ενόχληση στην κοιλιά. Τρεις τέσσερις μήνες, κάθε μέρα, κάθε μέρα, την είχε κουράσει. Οι εξετάσεις δεν έδειξαν τίποτε, μπορεί να ήταν νεύρωση όπως είχε πει ο γιατρός –«υπέφερε και η μητέρα σου, αν θυμάμαι καλά από τέτοια κοιλιακά άλγη και ουδέποτε βρήκαμε την αιτία τους», «ναι, ρε Βάσω, δεν θυμάσαι κι η μαμά, όλο πόναγε η κοιλιά της» σχολίασε ανακουφισμένη η αδερφή της-  μπορεί να ήταν νεύρωση αλλά πάλι, για να σιγουρευτούν εντελώς, ας έκανε εκείνη την κολονοσκόπηση. Ευκαιρία ήταν. Θα μπορούσε να κλείσει ένα ραντεβού για την επόμενη εβδομάδα, ώστε να προλάβει να την ελέγξει ο γαστρεντερολόγος –αυτός έφευγε στις 10 Αυγούστου, της το είχε πει την τελευταία φορά που τον επισκέφθηκε (την τελευταία; Μα πώς το είπε έτσι; Η δεύτερη ήταν ουσιαστικά).

 Έκανε ζέστη. Έκανε αφόρητη ζέστη. Είχε μόλις βγει από το μπάνιο κι όμως το ελαφρύ βαμβακερό νυχτικό της, κοντό, φαρδύ με τιραντούλες λεπτές, κεντημένες, είχε ήδη αρχίσει να γεμίζει λεκέδες ιδρώτα εδώ κι εκεί. Ο αέρας ήταν πηχτός, δυσκολευόσουν να ανασάνεις. Ακόμα και μέσα στα σπίτια. Η Βασιλική δεν άντεχε το κλιματιστικό, αλλά η ζέστη ήταν τόση που αναγκάστηκε να το ανοίξει. Απ’ έξω έρχονταν πυρωμένα κύματα και την έλουζαν. Δυσφορούσε. Η τηλεόραση έβγαζε συνέχεια έκτακτα δελτία για τον καύσωνα, με οδηγίες για τους πολίτες, με πληροφορίες για το ύψος της θερμοκρασίας ανά πόλη, για τους διαμετακομισθέντες στα νοσοκομεία, για τον αριθμό των νεκρών από τη ζέστη. Αριθμοί, πολλοί αριθμοί, συνέχεια αριθμοί. Όλη η ζωή σε στατιστικές και αριθμούς.


Edward Hopper

Ήταν νωρίς το απόγευμα. Στη γειτονιά επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Στην πολυκατοικία επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος από τα κλιματιστικά μηχανήματα που λειτουργούσαν συνεχώς. Η κουζίνα έβλεπε στον ακάλυπτο, όπου όλοι οι ένοικοι της πολυκατοικίας είχαν τις κρεβατοκάμαρες. Κι η δική της κρεβατοκάμαρα τον ακάλυπτο έβλεπε. Έφτιαξε καφέ και κάθισε στο τραπέζι, απέναντι από το μεγάλο παράθυρο, ένα μέτρο και είκοσι εκατοστά μήκος, ογδόντα επτά εκατοστά ύψος. Η κουζίνα της ήταν ένα φωτεινό δωμάτιο.

 Ήπιε μια γουλιά καφέ. Έπειτα θυμήθηκε πως έπρεπε να πιει νερό –της είχε πει ο γιατρός να πίνει πολύ νερό γιατί είχε μια ελαφρά αύξηση της κρεατινίνης που στην ηλικία της ήταν ανησυχητική-  σηκώθηκε κι έβαλε ένα μεγάλο ποτήρι παγωμένο νερό. Κάθισε πάλι και το ήπιε γουλιά-γουλιά χωρίς ευχαρίστηση. «Με αυτό ενάμιση λίτρο», μουρμούρισε. «Ως το βράδυ θα φτάσω τα δύο, μπορεί και δυόμιση». Ήπιε μια γουλιά καφέ, αυτόν με μεγαλύτερη ευχαρίστηση παρ’ όλο που δεν είχε βάλει αρκετό καφέ και της φάνηκε λίγο νερόπλυμα.

Σηκώθηκε πάλι, άνοιξε το ραδιόφωνο και περίμενε όρθια δίπλα του τις ειδήσεις που θα άρχιζαν σε λίγα λεπτά. Ήθελε να μάθει για τις πυρκαγιές. Και φέτος, όπως και κάθε χρόνο, είχαν αρχίσει πάλι οι πυρκαγιές. Αγαπούσε τα δέντρα, τα μεγάλα δέντρα, τα αιωνόβια, με το παχύ φύλλωμα, που μοσχοβολάει μετά τις βροχές. λάτρευε τα δάση, τα μεγάλα, πυκνά δάση με τα ανηφορικά μονοπάτια. Της άρεσε να περπατάει με τις ώρες στο πλάι μικρών ποταμιών, να νιώθει τη δροσιά του νερού στα πόδια της, να ακούει τα φουρφουρίσματα των μικρών ζώων μέσα στους θάμνους, τα κελαηδίσματα και τα κρωξίματα των πουλιών, να χαζεύει τις εναλλαγές των χρωμάτων, τις απίστευτες αποχρώσεις του γαλανού και του πράσινου, τα κόκκινα, τα κίτρινα, τα μωβ και τα μπορντώ των λουλουδιών, το γκρίζο της πέτρας, το καστανό του χώματος, το καφέμαυρο της λάσπης και πιο πολύ  τις πινελιές του λευκού σα χάδι δροσιάς και ανάπαυσης σε ψυχές φλογισμένες από την αμαρτία. Τότε η ζωή της φαινόταν ωραία. Γεμάτη υγεία και ομορφιά. Γεμάτη ελπίδα. Τότε μπορούσε να ονειρεύεται ένα μέλλον. Για τους ανθρώπους. Όταν αυτή πια δεν θα υπήρχε.  Ήθελε πολύ να ταξιδέψει κάποτε στον Αμαζόνιο, να ζήσει, για λίγο έστω, μέσα στα δάση της βροχής. Για λίγο έστω. Όχι σαν τουρίστρια. Οργανωμένα δηλαδή, με επισκέψεις σε συγκεκριμένα σημεία, όπου πίνεις αναψυκτικά και αγοράζεις από ταλαιπωρημένους ινδιάνους χωρίς ταυτότητα, σουβενίρ για τους φίλους σου. Όχι έτσι. Μόνη της. Αυτή και το δάσος. Για λίγο έστω. Αλλά να μην ξέρει για πόσο. Μια μέρα, ένα μήνα… 

Σκέφτηκε πως είχε χρόνο μέχρι ν’ αρχίσουν οι ειδήσεις να πάει να φέρει τα πράγματά της από το δωμάτιο –το βιβλίο που διάβαζε, μια βιογραφία της Βιρτζίνια Γουλφ στα αγγλικά, γιατί της άρεσε πολύ η συγγραφέας και γιατί εξασκούσε και τα αγγλικά της, τους χάρτες της και το φάκελο με τους λογαριασμούς. Να τα μεταφέρει από το δωμάτιο, να τα βάλει πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, να τα απλώσει –δεξιά το βιβλίο, αριστερά οι λογαριασμοί και οριζόντια από πάνω τους οι χάρτες. Σχηματίζοντας ένα Π κεφαλαίο, μια πόρτα σχηματίζοντας, οι λογαριασμοί, το βιβλίο και οι χάρτες –τους κοιτούσε και μελετούσε ταξίδια, διαδρομές μέσα στη φύση, ο αέρας ελαφρύς, φρέσκος, καθαρός και τα χρώματα ζωντανά και περήφανα μέσα σε άνετο φως, όσο πρέπει το φως.

 Προλάβαινε μέχρι ν’ αρχίσουν οι ειδήσεις. Αγωνιούσε να ακούσει. Πονούσε με τις φωτιές, ένιωθε στο δέρμα της επάνω την ανυπόφορη ζέστη, τη φωτιά που καίει τους ιστούς, μπαίνει βαθιά μέσα στο σώμα, σκοτώνει ένα-ένα τα στρώματα της ζωής, με πόνο αφόρητο ώσπου στο τέλος φεύγει η ζωή μέσα από το παραμορφωμένο σώμα, το αγνώριστο… Γίνεται η οξιά καμένο ξύλο, ένα τίποτε. γίνεται η αρκούδα ένας άμορφος σωρός από καμένο δέρμα και κόκαλα.  γίνονται οι πεταλούδες στάχτη, τα πουλιά καψαλισμένα σκέλεθρα. γίνονται οι άνθρωποι μια εικόνα τρόμου και ασχήμιας, πτώματα καμένα, χωρίς μορφή, χωρίς ταυτότητα. Όλα ίδια, νεκρά, μέσα στην ομοιότητα του πανικού, στην ομοιομορφία του άθλιου και οδυνηρού θανάτου. Από παιδί αυτό της έφερνε το μεγαλύτερο τρόμο. Η φωτιά. Ο θάνατος μέσα στη φωτιά. Ο πόνος, η ασφυξία από τους καπνούς, ο πόνος… Ο πόνος. Τινάζεται, κατεβάζει την τιραντούλα του νυχτικού και από το ποτήρι της χύνει δυο τρεις σταγόνες νερού στο φλογισμένο ώμο της. Δυο τρεις σταγόνες νερού που είχαν περισσέψει στον πάτο του μεγάλου ποτηριού και ήταν ήδη ζεστές. Το ένοιωσε να κυλάει επάνω της, ένα ρυάκι που τη γαργαλούσε τρυφερά. Για ένα λεπτό και μετά τίποτε. Πήγε να φέρει τα πράγματά της.

 

Τα άπλωσε στο τραπέζι –δεξιά το βιβλίο, αριστερά οι λογαριασμοί, επάνω οι χάρτες, να την πάλι η πορτούλα. Διαφημίσεις στο ραδιόφωνο, όπου να ‘ναι αρχίζουν οι ειδήσεις. Πού θα ξέσπασε νέα πυρκαγιά σήμερα; Φλέγεται η Μεσόγειος. Ερημώνεται η Μεσόγειος. Και η Ελλάδα… Κάθε ώρα, κάθε λεπτό κι ένα νέο μέτωπο φωτιάς, δάση καίγονται, σπίτια καίγονται… Πού το πάνε; Μετά σκέφτεται πως στο ερώτημά της δεν υπάρχει υποκείμενο. Κι αυτό είναι μια παγίδα. Το υποκείμενο είναι πολύ αόριστο. Και οι φράσεις με αόριστο υποκείμενο είναι μια μεγάλη παγίδα, σχεδόν ακυρώνονται, γιατί η πράξη έχει πάντα υποκείμενο. Συγκεκριμένο υποκείμενο, που πρέπει να βρεθεί και να ονοματιστεί. Όπως είναι πραγματική και συγκεκριμένη η φωτιά. Όπως είναι πραγματική και συγκεκριμένη η χαμένη ζωή, η καμένη ζωή. Όπως είναι πραγματικό και συγκεκριμένο το οξυγόνο που θα λείψει. Όπως είναι  πραγματική και συγκεκριμένη ομορφιά που χάνεται. Οι πλημμύρες που θα έρθουν είναι πραγματικές και συγκεκριμένες. Φταίμε όλοι μας, σκέφτεται και το λέει δυνατά. Φταίμε γιατί μόλις κοπάσει ο θρήνος, μόλις σταματήσει να το «παίζει» η τηλεόραση, θα ξεχάσουμε. Δεν θα γυρέψουμε ευθύνες από ανίκανους κυβερνώντες, από αδίστακτους, επίορκους πολιτικούς, βυθισμένους στην ιδιοτέλεια, τα συμφέροντα και την αδιαφορία τους, που δεν φρόντισαν να προλάβουν το κακό, ενώ ήξεραν. Θα αγοράσουμε τα διαμερίσματα που θα χτίσουν οι μεγάλες οικοδομικές εταιρείες πάνω στα καμένα. θα πάψουμε να διαμαρτυρόμαστε για την οικολογική καταστροφή, για τη ζωή μας δεν θα διαμαρτυρόμαστε πια, δεν θα βλέπουμε που ο θάνατος  μας χαμογελάει. Θα μάθουμε ήσυχα – ήσυχα να πληρώνουμε εισιτήριο για τα οργανωμένα πάρκα που θα δημιουργηθούν, θα μιλάμε με θαυμασμό για τους χορηγούς τους, που, ναι, εντάξει, έχουν ως επιχειρήσεις ανεξέλεγκτη κερδοφορία αλλά κάνουν και κάτι για το κοινό καλό, κι ας κερδίζουν κι απ’ αυτό επίσης. Θα χαιρόμαστε να ταΐζουμε ζωάκια που θα εκτελούν το νουμεράκι τους για να εξασφαλίσουν την τροφή και το χάδι τους, θα χρησιμοποιούμε τα μεγάλα, απέραντα, συνεχή συγκροτήματα ξενοδοχείων που θα κρύβουν από τις πόλεις την εικόνα της θάλασσάς τους, θα εμποδίζουν το ευεργετικό αεράκι να ανακουφίζει από την άψα του ήλιου… Αναστέναξε.


Edward Hopper

Κάθισε στο τραπέζι. Ήπιε άλλη μια γουλιά καφέ, ήταν ακόμη πολύ ζεστός. Το κλιματιστικό δρόσιζε το χώρο αλλά την ανάγκαζε να κρατάει κλειστά τα πορτοπαράθυρα και ένιωθε συχνά εκνευρισμό και αποπνιξία. Σκεφτόταν και την ενέργεια που απαιτούσε. Την ανάγκη για οικονομία ενέργειας… αλλά πάλι πώς να αντέξει τόση ζέστη. 42 βαθμοί. Στη σκιά προφανώς. Στο δρόμο, μέσα στον ήλιο πόση θα ήταν η θερμοκρασία 45; 46; 47; Μπορεί και παραπάνω. Και όλο αυτό το τσιμέντο. Τα σπίτια καίνε.

Χτύπησε το κινητό και την διέκοψε απ’ τις σκέψεις της. ήταν ο Γιάννης, ένας παλιός κι αγαπητός φίλος από τα χρόνια της Σχολής, είδε τ’ όνομά του στη φωτεινή επιφάνεια της οθόνης, είχαν πει να πάνε κανένα σινεμά, είχε καιρό να πάει σε ένα θερινό σινεμά, να δει ταινία τρώγοντας ποπ-κορν ή παγωτό. Δεν το σήκωσε όμως για να μη χάσει τις ειδήσεις. «Θα τον πάρω μετά», σκέφτηκε, ενώ το διάλειμμα από την κλήση και την αντίδρασή της σ’ αυτήν, το διάλειμμα στην ένταση που ένιωθε, την ανακούφισε λιγάκι. «Εδώ δεν χρειάζονται μόνο διαμαρτυρίες αλλά ακτιβισμός» συνέχισε τις σκέψεις της για τις πυρκαγιές «και μάλιστα όχι κατά περιοχές, αλλά ένα πλατύ κίνημα τουλάχιστον των χωρών της Μεσογείου αν όχι και όλης της Ευρώπης. Ναι, εντάξει, κάθε περιοχή έχει τις ιδιαιτερότητές της, τα ξεχωριστά αίτια, τα ειδικά. Όμως, στο βάθος, υπάρχει κάτι κοινό, αυτός ο τρόπος ανάπτυξης, αυτό το οικονομικό σύστημα που μαγαρίζει κάθε αθωότητα και κάθε προσδοκία. Α, οπωσδήποτε πρέπει να κινητοποιηθούμε, με κάθε τρόπο. Αλλιώς, δεν θα αργήσει ο θάνατος».

 Άνοιξε το ντοσιέ με τους λογαριασμούς, άρχισε να τους τακτοποιεί ανά κατηγορία. Έπειτα, σε ένα καθαρό φύλλο χαρτί άρχισε να γράφει με ωραία καθαρά, αραιά γράμματα και αριθμούς, ποσά και την εξήγησή τους, το ένα κάτω από το άλλο: ΔΕΗ (εκκαθαριστικός)117, ΟΤΕ 153 («τα κινητά φταίνε, ανεβάζουν το ποσό, μήπως πρέπει να μπω σε καμιά απ’ αυτές τις εταιρείες;»), ΕΥΔΑΠ 18, το κινητό 57,70 («πρέπει να είμαι πιο προσεκτική, γιατί σε συνδυασμό με το σταθερό το έξοδο είναι πολύ μεγάλο»), κοινόχρηστα 27,30 και πάμε τώρα στα άλλα: κάρτα 55 ευρώ και δάνειο 260 («δίνω… δίνω και δεν τελειώνει. 3640 ακόμα, άλλους 14 μήνες και 22 που έχω δώσει, έλεος, δεν το ξανακάνω, μακάρι να με πάνε φυλακή, γονάτισα σ’ αυτό είχε δίκιο ο Σταύρος, ανόητες σπατάλες, ο υπολογιστής, δώρα, μικροπράγματα για το σπίτι, τίποτε απολύτως απαραίτητο, σπα-τά-λες…»). Σύνολο: 718 ευρώ ακριβώς σε σύνολο μισθού 1067 και 30. «Βέβαια είναι και το επίδομα αδείας, αλλά με αυτό πρέπει να διορθώσω το νεροχύτη», σκέφτεται. Κι έπειτα «Να δω τι επείγει: ΟΤΕ, για να μη μου κόψουν το τηλέφωνο, δάνειο και κάρτα, δηλαδή 173+55+260=488 και τα κοινόχρηστα βεβαίως, για να μη λένε στην πολυκατοικία, σύνολο: 515  ευρώ και 30 λεπτά». Παίρνει μια ανάσα αλλά πριν να την τελειώσει, επανέρχεται: «Μάλιστα», σκέφτεται, «γενικώς χάλια. Πρέπει να αρχίσω οικονομίες. Να, ο λογαριασμός του τηλεφώνου, θα μπορούσε να  είναι αισθητά χαμηλότερος, 50 ευρώ το λιγότερο. Πρέπει, ας πούμε, να σταματήσω να τηλεφωνώ σε κινητά. Τη Βούλα, για παράδειγμα, δεν χρειάζεται να την παίρνω για ψύλλου πήδημα στο κινητό της, ας της στέλνω κάποιο μήνυμα και να μιλάμε μετά, όταν μπορούμε να επικοινωνήσουμε σε σταθερό», λέει αποφασιστικά. «Μιλάμε πολύ, ό,τι κι αν γίνει, όσο κι αν προσέξω, μιλάμε πολύ. Και ο λογαριασμός του κινητού, ίσως να μην είναι τόσο υψηλός, αλλά καλό θα ήταν να τον κατεβάσω τουλάχιστον 20 ευρώ. Αυτό είναι πιο εύκολο, νομίζω, άλλωστε είναι και θέμα υγείας, όλη αυτή η ακτινοβολία…  Η ΔΕΗ… εδώ μάλλον δύσκολα μπορεί να γίνει κάτι, τι να περικόψει κανείς, το θερμοσίφωνα, το κλιματιστικό, την τηλεόραση, το στερεοφωνικό τα σαββατοκύριακα;» Και το δάνειο, εκείνο που την καίει είναι το δάνειο. Πολλά λεφτά κάθε μήνα. Όταν το πήρε, δεν της φάνηκε μεγάλο το ποσό. Τρία χρόνια είναι, είπε μέσα της θα περάσουν. Τότε το μόνο που την ένοιαζε ήταν να απαλλαγεί από τα χρέη  στις κάρτες. Με το δάνειο τότε τις ξόφλησε και με ό,τι περίσσεψε έφτιαξε τα ηλεκτρολογικά του σπιτιού που είχαν σοβαρό πρόβλημα. Αλλά έχει γονατίσει. Της έχει γίνει άγχος, ονειρεύεται πως από κάπου βρίσκει λεφτά και το ξοφλάει. Ήδη από τον τρίτο μήνα και μετά άρχισε να ονειρεύεται πως κερδίζει στο λαχείο 7-8 χιλιάδες ευρώ, ίσα-ίσα δηλαδή το ποσό του δανείου, αποπληρώνει και ησυχάζει. Κάθε μήνα το ποσό που ονειρευόταν να κερδίσει στο λαχείο μειωνόταν, 6,5 χιλιάδες, 6χιλιάδες, 5… Βέβαια δεν έπαιρνε ποτέ λαχεία αλλά αυτό ήταν άλλη ιστορία.

 Το δάνειο της είχε γίνει έμμονη ιδέα. Το σκεφτόταν συνέχεια. Έτρεμε μη τύχει κάτι και δεν μπορέσει να δώσει τη δόση της, από την αγωνία της πήγαινε να πληρώσει δυο και τρεις μέρες πριν. Μια φορά που τα εξομολογιόταν αυτά σε μια παρέα, ο άντρας της Ολυμπίας έβαλε τα γέλια. «Ρε Βασιλική, είπε, δεν είσαι καλή πελάτισσα, όμως». Αυτή χλώμιασε. «Τι θέλεις να πεις;» ρώτησε. «Δεν έχουν ανάγκη πελάτες σαν και σένα οι τράπεζες, χρυσή μου, ανθρώπους να μην πληρώνουν θέλουν, να ανεβαίνει το ποσό, κι αν είναι δυνατό, να προχωρήσουν και σε καμιά κατάσχεση ακινήτου, ξέρεις τώρα». Το αστειάκι –τι αστειάκι δηλαδή…- την πανικόβαλλε περισσότερο, αγχώθηκε ακόμα πιο πολύ με το δάνειο. Άρχισε να φοβάται για το μόνο περιουσιακό στοιχείο που είχε στο όνομά της, το σπίτι της. Η Βούλα πάλι της έλεγε καθησυχαστικά όλη την ώρα «καλά, χριστιανή μου, κι αν σου τύχει καμιά στραβή, δεν θα σε βοηθήσω εγώ; Δεν είναι δα και εκατομμύρια αυτά που χρωστάς». Την ανακούφιζε λίγο αλλά το άγχος, σα φαρμακερό καβούρι, της έτρωγε τα σπλάχνα. Μετρούσε τους μήνες σα φυλακισμένος. Πολλές φορές μετέτρεπε τους μήνες σε μέρες, τις μέρες σε ώρες, τις ώρες σε λεπτά, τα λεπτά σε δευτερόλεπτα.  14 μήνες και τρεις μέρες: 365+61+3=429 μέρες, 10 296 ώρες, 617 760 λεπτά, 37 065 700 δευτερόλεπτα. Την έπιασαν τα γέλια με τα καμώματά της αλλά το άγχος της απλώς κρύφτηκε. Εντάξει, σκέφτηκε, θα δώσω, λοιπόν αυτά τα 515 και 30 και τα υπόλοιπα το άλλο μήνα, με τον επόμενο μισθό. Δηλαδή ποια υπόλοιπα, μη κι έχουν τελειωμό; Να, ας πούμε, δάνειο, κάρτες, κοινόχρηστα και κινητό επαναλαμβάνονται κάθε μήνα. Τέλος πάντων τα κοινόχρηστα θα είναι μικρότερα, όπως πάντα τον Ιούλιο και Αύγουστο, το κινητό θα το έχει κατεβάσει λίγο, θα πληρώσει  λοιπόν τη ΔΕΗ. Και βλέπουμε.  Ο νεροχύτης μπορεί να περιμένει. Και ένα και δύο μήνες ακόμη. Του κάνει κάτι γιατροσόφια δικά της και τον ξεβουλώνει. Δεν υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα. Κι αν βγει κανένα έκτακτο έξοδο –όπως ο γάμος της Αδριανής τις προάλλες- υπάρχουν γύρω στα 1000 ευρώ στην άκρια, θα το αντιμετωπίσει με αξιοπρέπεια. Ακόμα και μια αρρώστια, δεν υπάρχει πρόβλημα. Καλά της λέει η Βούλα. Εντάξει, εντάξει… Όλα εντάξει, όλα υπό έλεγχον. Μόνο το δάνειο την απασχολεί ακόμη, της έχει γίνει έμμονη ιδέα.

Οι λογαριασμοί είναι τώρα απλωμένοι μπροστά της. Καλύπτουν το χώρο ανάμεσα στο φάκελο που τους περιέχει και το βιβλίο, έχουν σκεπάσει τους ρολαρισμένους χάρτες, για την ακρίβεια τα ρολά χρησιμεύουν ως στηρίγματα για να τοποθετηθούν κάποιοι λογαριασμοί, οι άλλοι είναι ξαπλωμένοι πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού. Η πόρτα που είχε σχηματιστεί, τώρα έχει κλείσει, την έχουν σκεπάσει αποδείξεις, αποκόμματα, τα φύλλα από το τετράδιο πάνω στα οποία έχει κάνει τους υπολογισμούς της. Ξαφνικά θυμάται. Οι ειδήσεις. ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ. Είχε ξεχαστεί και δεν είχε ακούσει τις ειδήσεις. Ήταν 5και 39. Δεν είχε ακούσει ούτε το συνοπτικό δελτίο στο ημίωρο.

Την έπιασε μια ταραχή. Ερχότανε από βαθιά. Μέσα από τα σπλάχνα της. Μια ταραχή και ένα σφίξιμο, λες κι είχε κάνει κάτι κακό, ένα έγκλημα λες κι είχε κάνει. Δεν καταλάβαινε. Ακόμα δεν καταλάβανε τι της συνέβαινε, γιατί ένιωθε αυτό το σφίξιμο, αυτήν την ταραχή, αυτήν τη μεγάλη ενοχή. Άρχισε να δαγκώνει με μανία τα νύχια της, να τραβάει τα πετσάκια με τα δόντια, ώσπου ο δείκτης του δεξιού χεριού μάτωσε και την πονούσε αφόρητα. Σαν κάψιμο.

Μάζεψε τα χαρτιά, τα ‘βαλε πίσω στο ντοσιέ, το έκλεισε. Έβαλε πάνω το βιβλίο και δίπλα τους χάρτες. 5 και 42, σε 18 λεπτά θα έχει δελτίο ειδήσεων και μάλιστα στις έξι είναι μεγαλύτερο, λεπτομερειακότερο, περισσότερο προσεγμένο. Πήρε τα πράγματα από το τραπέζι και τα πήγε πίσω στο δωμάτιό της. Τα τακτοποίησε στις θέσεις τους και γύρισε στην κουζίνα. Το ραδιόφωνο έπαιζε παλιά ελληνικά τραγούδια. Πολύ παλιά τραγούδια. προπολεμικά. Τι θα πει προπολεμικά; Πριν από τον πόλεμο. Μια εποχή πριν από τον πόλεμο, λέμε τώρα. Από ποιον πόλεμο όμως; Κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ, που λέει κι ένας ποιητής. Αλλάζει μορφές και μας ξεγελάει. Ναι. Το μάτι της πέφτει έξω από το παράθυρο. Το παράθυρο της μικρής περιποιημένης κουζίνας της. Κάνει ζέστη, ο ήλιος ραπίζει τον άσπρο τοίχο που υψώνεται μπροστά από το παράθυρό της. Μεγάλος άσπρος τοίχος με μια αδύναμη μακριά ραγισματιά να διακόπτει την ασπράδα του. Αυτό βλέπει από το παράθυρο της κουζίνας της, ένα μεγάλο άσπρο αδιαπέραστο τοίχο.

Δεν ήταν έτσι από την αρχή. Κάποτε, πριν να χτιστεί η διπλανή πολυκατοικία, έβλεπε το δρόμο, μια πλατιά λεωφόρο χωρίς πολλή κυκλοφορία, που κατέληγε στη θάλασσα. Και τη θάλασσα την έβλεπε. Μια κουκκίδα αχνογάλαζο στο βάθος του ορίζοντα αλλά πάντως ήταν εκεί η θάλασσα κι όταν ήταν παιδί η κουζίνα ήταν το αγαπημένο της δωμάτιο. Μαγείρευε η μάνα τους κι αυτή άπλωνε τα βιβλία και τα τετράδια του σχολείου πάνω στο τραπέζι της κουζίνας και κοιτούσε από το παράθυρο ένα μεγάλο κομμάτι ουρανού με χίλια χρώματα, την ήσυχη λεωφόρο, τα καχεκτικά δεντράκια στη διαχωριστική λουρίδα, τους κακοκουρεμένους θάμνους και το πατημένο γκαζόν που επέμεναν να χαιρετίζουν χαρούμενα κάθε πρωί τη μέρα και την κουκκιδίτσα αχνογάλαζου, την υποψία της θάλασσας. Διάβαζε με χαρά τότε. Η μάνα της γκρίνιαζε, «δεν έχεις δωμάτιο εσύ; Το χρειάζομαι το τραπέζι, θ’ ανοίξω φύλλο», η Βούλα γέλαγε –κατά βάθος της άρεσε που η μικρή διάβαζε στην κουζίνα κι είχε όλο το δωμάτιό τους στη διάθεσή της. Τώρα που οι γονείς τους πια δεν υπάρχουν και μένει μόνη στο πατρικό τους –«εσύ να το κρατήσεις, Βασιλική. Εγώ προτιμώ το σπίτι στην Ανάβησσο, που εσένα ποτέ δεν σου άρεσε»- κάθεται πάντα στην κουζίνα για να διαβάσει ή να ασχοληθεί με τους λογαριασμούς. Και πάντα θυμάται με νοσταλγία ένα κομμάτι ουρανού με χίλια χρώματα, την ήσυχη λεωφόρο, τα καχεκτικά δεντράκια στη διαχωριστική λουρίδα, τους κακοκουρεμένους θάμνους και το πατημένο γκαζόν που επέμεναν να χαιρετίζουν χαρούμενα κάθε πρωί τη μέρα και την κουκκιδίτσα αχνογάλαζου, την υποψία της θάλασσας, στο βάθος του ορίζοντα.

 Βλέπει, λοιπόν, τον άσπρο τοίχο, βλέπει επίσης το μισό παράθυρο να σκεπάζεται από την πλαστική τέντα, σαν να το κόβει το παράθυρο στα δυο και το καταπίνει το παράθυρο αυτή η πλαστική τέντα - ράγες-ράγες, οριζόντιες ράγες, η μια πάνω από την άλλη, γκρίζες πλαστικές ράγες. Σιχαίνεται τις τέντες αλλά με τον ήλιο αυτό, τον κακό, σκληρό, αφόρητο και εκδικητή ήλιο, είναι απαραίτητες.  Βλέπει το σκοινί του απλώματος –το παράθυρο δίνει σε ένα υποτυπώδες μπαλκονάκι, που χρησιμοποιεί σαν αποθήκη και για το άπλωμα των ρούχων. Βλέπει επίσης το κάθετο χοντρό λευκό στήριγμα του παράθυρου που χωρίζει το παράθυρο στα δυο. Αλουμινένιο παράθυρο με χοντρό άθραυστο τζάμι. Λευκό το χρώμα του αλουμίνιου. Έχουμε και λέμε: ένα λευκό κάθετο αλουμινένιο δοκάρι λευκό, ένα σκοινί απλώματος λευκό, μια πλαστική τέντα γκριζόλευκη, και ένας αδιαπέραστος τεράστιος άσπρος τοίχος. Πουθενά μια ρωγμή, πουθενά ένα άνοιγμα. Η καρδιά της σφίχτηκε. Έκλεισε με δύναμη την κουρτίνα –η άγρια απότομη κίνηση είχε τέτοια δύναμη που βγήκε η μισή σχεδόν από το κουρτινόξυλο. Η κουρτίνα ήταν αδιάφανη, ροζ παλ κεντητή, την είχε αγοράσει από ένα πλανόδιο πωλητή στη λαϊκή της γειτονιάς της, σχεδόν έτοιμη για κρέμασμα, γι’ αυτό είχε πέσει κάπως λειψή για το παράθυρο της, αλλά της άρεσε το χρώμα, η αδιαφάνεια και το κέντημα της μηχανής με τα αφελή ροζ άσπρα και κίτρινα λουλουδάκια σε μπεζ μίσχο. Έκλεισε την κουρτίνα κι έδιωξε από τα μάτια της το βασανιστικό λευκό, που την τύλιγε σαν τους τοίχους του τούνελ. Κι όταν τα άνοιξε πάλι, ο τοίχος ήταν εκεί, το λευκό ήταν εκεί, εκεί και το τούνελ, που κατάπινε ιδέες και λύσεις και έπρεπε χέρια να σπάσουν τους τοίχους του. Α, ναι, απ’ το παράθυρο έβλεπε το λευκό τοίχο. Πάλι. Κάθισε στην καρέκλα με σφιγμένη, αμήχανη καρδιά, έδεσε τα χέρια της πάνω στο τραπέζι σα μαθήτρια που  θέλει ν’ ακούσει προσεκτικά το μάθημά της και να το μάθει καλά. Περίμενε τις ειδήσεις με θυμό, με αγωνία και με μια αίσθηση αμαρτίας που όσο περνούσε η ώρα μεγάλωνε βασανιστικά και την τυραννούσε.

 

 

 

Ιούλιος- Δεκέμβριος  2007

 

 

Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 1:51 π.μ. 0 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Μοιραστείτε το στο TwitterΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest

Σάββατο 22 Μαΐου 2021

 

ΑΛΚΗΣΤΗ


                                                     Leonora Carrigton, Muher Conciencia(1972)

      

ἀρκοῦμεν ἡμεῖς οἱ προθνῄσκοντες σέθεν

(Ευριπίδη, Άλκηστις, στ. 383)

 

       Στην αρχή η αγάπη της είχε φόβο -ή μπορεί να ήταν φόβος που είχε αγάπη. Τον περίμενε στον κήπο μόνη της· ήταν η πρώτη φορά που θα τον συναντούσε. Διάβαζε πάνω σε μια φαρδιά, αναπαυτική πολυθρόνα, διάβαζε ένα μεγάλο ποίημα που μιλούσε για την αγάπη. Αυτός ήρθε και στάθηκε μπροστά της, είδε την σκιά του που έπεσε πάνω στις σελίδες του βιβλίου της και σκοτείνιασε τις λέξεις. Κρατούσε στα χέρια του ένα κίτρινο τριαντάφυλλο και της το πρόσφερε, πριν την καλημερίσει, πριν της πει πόσο όμορφη ήταν η μέρα επειδή αυτή υπήρχε μέσα στη μέρα και πόσο χαιρόταν που τη γνώριζε και που σε λίγο θα γινόταν γυναίκα του.  Έτεινε το χέρι του και απίθωσε στη χούφτα της το κίτρινο τριαντάφυλλο. Η κίνησή του είχε μια σιγουριά κι η σιγουριά αυτή είχε  μέσα της κάτι βίαιο και σπάνιο και καταιγιστικό. Έπειτα την υποχρέωσε να κλείσει τα δάχτυλά της γύρω από το κίτρινο τριαντάφυλλο και να το κρατήσει στο χέρι της. Ήταν τόσο δροσερό· τα πέταλά του ήταν απαλά σα μάγουλα μωρού και στη μέση κάθε πετάλου απλωνόταν με χάρη αλλά διακριτικά μια σταγόνα από ρόδινο. Τι ιδέα κι αυτή, το πρώτο λουλούδι που της χάρισε να είναι ένα κίτρινο τριαντάφυλλο... Αν ήταν άσπρο, θα ‘ταν γι’ αυτήν, αν ήταν κόκκινο θα ‘ταν γι’ αυτό που θα μπορούσαν να γίνουν, αλλά ένα κίτρινο τριαντάφυλλο... Θα μπορούσε να είναι μια κίνηση αδέξιας αθωότητας ή, το αντίθετο, μια πράξη δόλιου υπολογισμού. Το φύλαξε μέσα στο βιβλίο της, το έκλεισε ανάμεσα στις σελίδες που διάβαζε την στιγμή της συνάντησης και δεν ξανάνοιξε ποτέ εκείνο το  βιβλίο. Μια φορά, χρόνια αργότερα, όταν θέλησε να διαβάσει πάλι εκείνο το ποίημα, έστειλε και της αγόρασαν ένα άλλο αντίτυπο του βιβλίου.

       Έζησε χρόνια μαζί του αγαπώντας τον χωρίς έκπληξη,  γέννησε παιδιά, τα μεγάλωσε με στοργή και ευθύτητα, αυγάτεψε το βιος του σπιτιού τους, λάμπρυνε το όνομά του,  υπέμενε τη μονοτονία της προσπάθειας με υπομονή και σύνεση. Της άρεσε τα καλοκαιριάτικα βράδυα να κάθεται κοντά του στη βεράντα σιωπηλή και να τον ακούει να της διηγείται ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια. Στην πραγματικότητα δεν τον άκουγε, δεν είχε ακούσει ποτέ ούτε μια από τις ιστορίες του, γι’αυτό μπορούσε εκείνος  να τις λέει ξανά και ξανά χωρίς να τον διακόπτει βαριεστημένη, χωρίς να του λέει πως της έχει ξαναπεί την ιστορία και την ξέρει, κουβέντα φαρμακερή για κάθε αφηγητή. Αυτό που της άρεσε στην πραγματικότητα ήταν να κάθεται πολύ κοντά του και να ανασαίνει τον αέρα που έβγαινε από το στήθος του καθώς εκρήγνυνταν σκληρά σύμφωνα ή χόρευαν βροντώδη φωνήεντα. Κατάπινε τον αέρα με μικρές μπουκιές και τον άφηνε να την πλημμυρίσει  Μ’ όλ’ αυτά τα μόρια υγρού αέρα που έβγαιναν απ’ τα πνεμόνια του έχοντας αγγίξει τους ιστούς και τα υγρά και το αίμα του, τον εγκαθιστούσε μέσα της, είχε μέσα της  ένα κομμάτι από το κορμί του  που συναιρέθηκε για μια στιγμή και για πάντα με το δικό της. Τότε ήταν ευτυχισμένη, τότε ήξερε πως τον αγαπούσε χωρίς φόβο πια κι αυτή η αγάπη της έδινε μια ηδονική ταυτότητα, μυστική ταυτότητα, που δεν μπορούσε να την μοιραστεί με κανέναν αλλά και σε κανέναν δεν επέτρεπε να την αμφισβητήσει. Ήταν η γυναίκα του κι αυτός ο άντρας ήταν ο άντρας της.

       Όταν έμαθε την αρρώστια του, φοβήθηκε. Ποιο θα ‘ταν μετά το θάνατό του το όνομά της; Των παιδιών της η μοίρα ποια θα ήταν; Άρχισε να προσεύχεται από μέσα της κι έφτασε μια μέρα που ζήτησε να πάρουν οι θεοί την αρρώστια του και να  την δώσουν σ’ αυτήν, να πεθάνει στη θέση του. Κι όταν το είπε, όταν έκανε λόγο την σκέψη που αχνοσχηματιζότανε από καιρό στο νου της κι έπειτα την ξεστόμισε, στην αρχή αδύναμα και διστακτικά κι έπειτα με θαρραλέα αυταπάρνηση,  ένιωσε μια βαθιά ανακούφιση, σαν να ‘χε κλείσει ένα τραύμα.

       Ανέβηκε στο δωμάτιό τους, που πια ήταν μόνο δικό του δωμάτιο,  για να αλλάξει τα σεντόνια του – δεν άφηνε κανέναν άλλον να αγγίξει τα στρωσίδια του, αυτή  τα άλλαζε δυο φορές τη μέρα, μια το πρωί κι έπειτα άλλη μια, αργά το απόγευμα, την ώρα που έπεφτε ο ήλιος και κάθε φορά έστρωνε το κρεβάτι με περισσή προσοχή, τεντώνοντας σχολαστικά τις άκρες των σεντονιών και φουσκώνοντας τα μαξιλάρια για να ‘ναι μαλακά και αναπαυτικά να πλαγιάσει πάνω τους αυτός μόνος κι απελπισμένος.  Ανέβηκε λοιπόν στο δωμάτιό του, κι ενώ δεν είχε πρόθεση, του εξομολογήθηκε το αίτημά της στους θεούς. Και είδε με έκπληξη, αλλά όχι τόση όση θα μπορούσε να νιώσει, την άγρια χαρά που φώτισε το βλέμμα του. Δεν ήθελε να το σκεφτεί, μα της πέρασε σαν αστραπή από το νου πως έμοιαζε το βλέμμα του με του φονιά, έπειτα κατάλαβε πως ήταν πιο πολύ σαν του πλήθους την ώρα της θυσίας. Όπως και να ‘χε, δεν είδε τον παραμικρό ενδοιασμό, την θλίψη, την ευγνωμοσύνη. Η δειλία του την τύλιγε τώρα σαν δηλητηριασμένος μαντύας. Ασφυκτιούσε  από κάτι που έμοιαζε με πόνο,  ένα ποτάμι περνούσε από μέσα της, άρπαζαν τα νερά του ό,τι έβρισκαν. Τότε ακριβώς κατάλαβε πως πια δεν τον αγαπούσε και γέμισε από αηδιαστική περιφρόνηση η καρδιά της.  Μπορούσε πια να πεθάνει χωρίς τύψεις που τον άφηνε πίσω μόνο του χωρίς την αγάπη της να τον σκεπάζει προστατευτικά στα κρύα του χειμώνα και στα λάθη του. Μπορούσε να πεθάνει γι’ αυτόν χωρίς την ελάχιστη επιθυμία να τον γεννήσει για να τον αγαπήσει ξανά  όπως θα ήθελε να τον αγαπά.

       Δεν το μετάνιωσε που πέθανε γι’ αυτόν αλλά που ήταν αυτός ο άντρας για τον οποίο πέθανε. Παρ’ όλ’ αυτά, ως το τελευταίο λεπτό περίμενε να τον ακούσει να την καλεί πίσω, να της πει πως δεν μπορεί να την αφήσει να πεθάνει στη θέση του. Όχι με τον αηδιαστικό ηρωισμό της βεβαιότητας, όχι με την υποκρισία του πολιτικού μπροστά στα πλήθη. Τότε αυτή με ευγνωμοσύνη θα έπαιρνε το χέρι του, θα το ακουμπούσε στην καρδιά της και πάλι θα διάλεγε τον θάνατο.

       Το τελευταίο που σκέφτηκε καθώς χανόταν σε μια σιωπηλή δίνη από φως ήταν το σπίτι της και τα παιδιά της μέσα σ’ αυτό.

Ιούνιος -Αύγουστος 2020

Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 8:24 μ.μ. 1 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Μοιραστείτε το στο TwitterΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest

Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

Υπόληψις




Dark Landscape Digital Art by Stefan Pfuertner

STEFAN PFUERTNER (https://pixels.com/featured/dark-landscape-stefan-pfuertner.html)



         Τον ‘βλέπαν οι άνθρωποι από μακριά και τον φοβόντουσαν, άλλαζαν δρόμο. κι αν τύχαινε να πρέπει να περάσουν από κοντά του, κατέβαζαν το κεφάλι κι έκαναν πως δεν τον έβλεπαν, τάχα βυθισμένοι στις σκέψεις τους, σε μια στενοχώρια που τους απασχολούσε πολύ. Σπάνια κάποιος περαστικός του πέταγε μια βιαστική καλημέρα και δεν περίμενε να ακούσει την απάντηση -τον πρώτο καιρό μια καλημέρα όλο ευγνωμοσύνη η απάντηση έπειτα, σιγά-σιγά όλο και πιο θυμωμένη, μέχρι που έγιναν κάρβουνα αναμμένα οι καλημέρες του, τις πέταγε με σαρκασμό και αηδία, κι έμοιαζαν με κατάρες πιο πολύ οι καλημέρες του. Τον ενοχλούσε πια ο οίκτος των ανθρώπων, τον ενοχλούσε αυτός ο θολός όλο άγνοια και υποκρισία οίκτος των ανθρώπων.
            Ήταν κι εκείνη η μυρωδιά -ανυπόφορη. Κι ούτε που μπορούσε να πει κανείς αν βρώμαγε αυτός πιο πολύ ή οι σβουνιές που μέσα τους είχε φωλιάσει. Τα λυτά μαλλιά του έφταναν σχεδόν ως τα γόνατα. Οι λερές τρίχες κολημμένες σφιχτά η μια πάνω στην άλλη έφτιαναν λιγοστές συμπαγείς τούφες που κρέμονταν σαν σαπισμένα φίδια απ’ το κρανίο του. Τα μάγουλα βαθουλωμένα από τη νηστεία, αποστεωμένο το σώμα, ανύπαρκτο, τα μακριά πληγιασμένα πόδια το σήκωναν με δυσκολία μα αυτός επέμενε να στέκει όρθιος τις πιο πολλές ώρες της μέρας. Όταν καθόταν όμως, και τέντωνε το ξεραμένο δέρμα πάνω στις αρθρώσεις, φαίνονταν οι βαθιές πληγές και το πύο που έτρεχε βασανιστικά απ’ τα πρησμένα κι όλο φουσκάλες δάχτυλα των ποδιών, τις σκισμένες φτέρνες. H φωνή του είχε αλλάξει. Κάποτε ήταν βαθιά κι ευχάριστη, τον άκουγαν οι δικοί του συχνά να τραγουδά, να τραγουδά ευτυχισμένος -κάπως φάλτσα ίσως αλλά σκόρπιζε γύρω το τραγούδι του χρώματα και προσευχές. Τώρα ή φωνή του ακουγόταν σαν κρωξιά κοράκου, πέθαιναν στο λαρύγγι οι ήχοι και βγαίναν τυραγνισμένα κακιωμένα φαντάσματα. Μόνο αργά τη νύχτα -όμως σε τούτο ποιος να ‘ναι ο μάρτυρας;- αργά τη νύχτα, καμιά φορά, αν ήταν ξαστεριά ή το φεγγάρι ολόγιομο και ξύπναγαν βαθιά ξεχασμένες μνήμες μιας άλλης εποχής, τότε που ήταν ευτυχισμένος και άτρωτος, έβγαινε, με δυσκολία αλλά γλυκό, ένα τραγούδι του γάμου, μα πριν τελειώσει το σκέπαζε με γέλιο μαύρο και σαλιωμένο, όλο σιχασιά και θυμό.
          Επέμενε να στέκει όρθιος τις πιο πολλές ώρες της μέρας και τη νύχτα ακόμα καμιά φορά. Όχι ακίνητος, όρθιος όμως. Το βλέμμα ανυπότακτο κοίταζε μια ίσια μπροστά σαν κουνάβι μοχθηρό και μια το κεφάλι γύριζε προς τον ουρανό, τα μάτια μίκραιναν, γίνονταν δυο σχισμές μαύρες, στεγνές σαν τρύπες επικίνδυνες, να βγει από μέσα τους η κόλαση, κι από το λιγοστό το άνοιγμα πεταγόταν ένα άλλο βλέμμα ενθουσιαστικό και του θριάμβου.
Περνούσαν τα χρόνια. Λέγαν οι άνθρωποι γι’ αυτόν σπουδαίες ιστορίες -μιλούσαν για πλούτη και ευτυχία ανείπωτη, κάποτε, παλιά, σε ένα άλλο καιρό• είναι καλοί στα παραμύθια οι άνθρωποι. Και κάθε φορά που τέλειωναν μια ιστορία για τον γέροντα στις σβουνιές, έφτυναν τρομαγμένοι τον κόρφο τους κι εύχονταν κανείς να μην έχει την τύχη του, που τα ‘χασε όλα σε μια νύχτα. Δεν έλεγαν πια «δυστυχία» αλλά το όνομά του. Σιγά-σιγά ξέχασαν τον άνθρωπο κι έλεγαν μόνο τις ιστορίες του και το όνομά του σαν ξόρκι ενάντια στο κακό.
        Αυτός ήταν εκεί πάντα, στη φωλιά του από σβουνιές, γεμάτος τρύπες στο σώμα και την ψυχή, αποφασισμένος. Άπλωνε κάθε πρωί ένας αετός τα φτερά του από πάνω του, βύθιζε το βλέμμα του το όρνεο στο βλέμμα του ανθρώπου και τον ρωτούσε: «ακόμα;» κι ο άνθρωπος συγκατάνευε με σκοτεινή απόφαση και πείσμα θανατερό «ακόμα».
        Στο τέλος βαρέθηκε ο Θεός τούτο το παιχνίδι και του φανερώθηκε ένα ξημέρωμα λίγο λιγότερος για να τον αντέξει ο άνθρωπος. «Ακόμα;» ρώτησε. «Ακόμα» είπε με χαμόγελο ο γέροντας.
       Φαρμακερή και άσειστη πίστη.
       Αλλά ο Θεός αποχώρησε με ένα μαραμένο χαμόγελο.
       Δεν άλλαξε τίποτε.

Μάρτιος - Απρίλιος 20202
Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 3:48 μ.μ. 0 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Μοιραστείτε το στο TwitterΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest

Τρίτη 17 Μαρτίου 2020

Καϊρία, βοΐτι


Image result for hand in painting
       

          - Καϊρία βοΐτι...
         Τι μου λέει; Δεν καταλαβαίνω. Είναι μικροκαμωμένος και μελαμψός. Τα μάτια του μοιάζουν με μαύρες χάντρες, σκοτεινό και απελπισμένο το βλέμμα σαν να θέλει να κρυφτεί, άτολμα βγαίνει από τα μάτια, κάνει ένα γύρο και ξαναγυρίζει πίσω. Πίσω από τα στενά χείλη δυο σειρές κιτρινισμένα δόντια αγωνίζονται να σχηματίσουν ένα χαμόγελο. Είναι άσχημος και βρώμικος. Είναι περισσότερο βρώμικος από άσχημος κι αυτό τον κάνει πολύ άσχημο. Τα μαλλιά του κολλούν λιγδιασμένα, το πουκάμισό του είναι παλιό, τρύπιο και το χρώμα του είναι ένα αβέβαιο κίτρινο.
          - Καϊρία βοΐτι...,
        ξαναλέει και αρχίζω να ανησυχώ που με πλησιάζει, που  μυρίζω την ανάσα του, που μυρίζω στην ανάσα του σκόρδο και κάτι πικρό και χαλασμένο. Η καρδιά μου χτυπά περίεργα. Μια ανησυχία πάει και στερεώνεται στο στήθος μου, κατεβάζει τα πόδια της μέχρι το στομάχι μου και κάνει τραμπάλα μέσα στο κορμί μου. Νιώθω την ανάσα μου να δυσκολεύει. Πάω δυο βήματα πίσω, σηκώνω ελαφρά την αριστερή παλάμη και προσπαθώ να τον σταματήσω. Δεν θέλω να με πλησιάσει περισσότερο. Είναι μεσημέρι κι ο δρόμος είναι άδειος. Δεν φοβάμαι. Ανησυχώ. Έχω άγχος, όχι να πάρει και να σηκώσει, δεν έχω λόγο να κρύβομαι, από ποιον κρύβομαι άλλωστε; Φοβάμαι. Τι θέλει από μένα; Αυτός ο ξένος τι θέλει από μένα; Ψαχουλεύω στην τσέπη μου μήπως βρω κανένα μισόευρω να του δώσω και σφίγγω με δύναμη την τσάντα μου πάνω στο γοφό μου. Το στόμα μου έχει στεγνώσει. Προσπαθώ να μαζέψω λίγο σάλιο να καταπιώ, να πάρω δύναμη. Είναι ξυπόλητος κι έχει μια πληγή στον αστράγαλο, μια μεγάλη κόκκινη πληγή, που έχει αρχίσει να μαυρίζει λίγο στην άκρη.
           Σταμάτησε απότομα.  Έμεινε μισό το βήμα του. Τον βλέπω, κατεβάζει αβέβαιος κάπως το πόδι του, σαν να παραπατά, αλλά όχι, βρίσκει την ισορροπία του, η απόσταση μεταξύ δεν μικραίνει πια. Στο λαιμό φορά μια πολύ λεπτή αλυσιδίτσα μ’ ένα μισοφέγγαρο. Βγάζει από την τσέπη του ένα τσαλακωμένο χαρτί και μου το απλώνει. Δεν κουνιέμαι από τη θέση μου. Ψάχνω σαν παγιδευμένο αγρίμι να δω από πού θα μπορούσα να ξεφύγω. Φοράω τακούνια δεν μπορώ να τρέξω. Γιατί έβαλα τακούνια σήμερα; Το χέρι του τρέμει. Προσπαθεί να με κάνει να πάρω το χαρτί. Δεν καταλαβαίνω τι θέλει, δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Τότετο πιάνει με τα δυο του χέρια, το τεντώνει, το σηκώνει λίγο, περίπου ως το ύψος των ματιών μου -βλέπω θλίψη στα μάτια του και μια ιδέα προσβολής που την καταπίνει σαν αναγκεμένος. Το χαρτί κάτι γράφει, κουνά το κεφάλι προτρέποντάς με να το διαβάσω: Σαλαμίνος 11 Α.  Με μπλε στιλό και τα γράμματα κακοσχηματισμένα από χέρι αβέβαιο για τις γνωσεις του. Το διαβάζω, το συλλαβίζω μετά δυνατά. Κι αυτός παίρνει μια έκφραση ερωτηματική, με το χέρι του με ρωτάει «πού;».
         Τότε καταλαβαίνω. Ψάχνει μια διεύθυνση. Ψάχνει την Σαλαμίνος 11 Α. Ο δεύτερος κάθετος αριστερά μας είναι η Σαλαμίνος. Το 11 Α κάτι μου θυμίζει, τι όμως; Α, ναι... το μεγάλο φαρμακείο... Του δείχνω με το χέρι, αριστερά, μετράω με τα δάχτυλα, ένα, δύο,  και μετά κάνω μια κίνηση που σημαίνει στρίψε αριστερά και θα βρεις το 11 Α. Κατάλαβε. Με κοιτά λίγο σα θυμωμένος, αλλά χτυπά το στήθος του για να μ’ ευχαριστήσει. Κάνει να φύγει, κάνω να φύγω. Σταματάει πάλι, λέει Ε... και πάλι ε... , γυρίζω το κεφάλι και τον κοιτώ. Τι θέλει; Βγάζει από το τσεπάκι του πουκάμισου μια φωτογραφία και μου τη δείχνει. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, πάω κοντά και κοιτάζω. Ένα παιδάκι ως δέκα χρόνων. «Ρόστό. Ρόστό» μου λέει και μου δείχνει μαζί μια ιατρική συνταγή.

         Και φεύγει. Ανακούφιση.
17.3.2020

Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 3:25 μ.μ. 0 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Μοιραστείτε το στο TwitterΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020


Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ

Ο απίστευτος κόσμος του Vincent van Gogh ζωντανεύει μέσα από ένα εκπληκτικό animation


καὶ γάρ π[ο]τα Τίτωνον ἔφαντο βροδόπαχυν Αὔων
ἔρωι φ[υρ]άθεισαν βάμεν’ εἰς ἔσχατα γᾶς φέροισα[ν,
ἔοντα [κ]άλον καὶ νέον, ἀλλ’ αὖτον ὔμως ἔμαρψε
χρόνωι πόλιον γῆρας, ἔχ[ο]ντ’ ἀθανάταν ἄκοιτιν.
Σαπφώ


Το ξέρεις το φως του καλοκαιριού, μεσημέρι καλοκαιριού, τέλη Ιούλη. Θηριώδες. Το φως, λέω, είναι θηριώδες. Και η ζέστη το ίδιο. Θεριό ανήμερο πέφτει με βάρος ασήκωτο και πλακώνει το έρμο σώμα –σαν να κολυμπά σε κάτι πηχτό κι αμάχητο, παραδίδεται ντροπιασμένο στην κούραση, η χαύνωση το καταλεί.

Βάδιζε με δυσκολία ο γέροντας πάνω στο μακρύ, τον ατέλειωτο δρόμο που ένωνε την πολίχνη με τα σιταροχώραφα του μεγάλου κάμπου. Μέτραγε αυτός το κάθε βήμα, έσφιγγε με  τα μακριά σκελετωμένα του  δάχτυλα το χοντρό ραβδί του, ελπίζοντας πως θα τον φτάσουν οι δυνάμεις του να το ολοκληρώσει και τούτο το βήμα και να σχεδιάσει το επόμενο. Κι ο δρόμος, α, τούτος ο φαρδύς άστοργος χωματόδρομος, που ξεκίναγε  από τα τελευταία σπίτια της πόλης, γυμνός, ούτ’ ένα δέντρο, ούτ’ ένας θάμνος καν να ησυχάσει πάνω του το μάτι, ν’ αναπαυτεί η πυρωμένη ανάσα σε μια ελπίδα δροσιάς. Δρόμος μακρύς κι ολόισιος, και πάνω στο φρυγμένο χώμα, το άνυδρο, πότ’ εκεί ποτ’ εδώ, κάτι τεράστιες μυρμηγκοφωλιές απ’ όπου έβγαιναν τα υπομονετικά μυρμήγκια, μαύρα και χοντρά, και τριγύριζαν για το σπυρί που αναλογούσε στο καθένα να φέρει στη φωλιά. Μυρμήγκια κι άλλο τίποτα. Α, όχι, όχι, ήταν κι εκείνες οι απελπισμένες κρωξιές των ορνέων που τριγυρνάνε μάταια να βρουν ένα ψοφίμι να κορέσουν τα λιμασμένα στομάχια τους. Ανελέητες κι απειλητικές έσπαζαν  την σιωπή και καρφώνονταν  στ’ αυτιά όποιου τύχαινε να περνά από κει.
Κανένα άλλο ίχνος ζωής, κάποιο σημάδι ότι πέρασε από δω άνθρωπος, έστω και πριν  μέρες, κάτι που να γεννήσει την ελπίδα μιας φευγαλέας συνάντησης.
Με δυσκολία βάδιζε. Ο γέροντας λέω με δυσκολία βάδιζε κι όλο σταμάταγε να ξαποστάσει, η σκόνη είχε βάψει άσπρα τα γυμνά πόδια του, κουρελιασμένα τα ρούχα του, που κάποτε πρέπει να ‘ταν όμορφα κι ακριβά, άφηναν να φαίνεται μεριές-μεριές το κοκκαλιάρικο σώμα του. Ο ιδρώτας έτρεχε αλμυρός και βρώμικος, χοντρές σταγόνες έπεφταν απ’ το μέτωπό του κι ακολουθώντας τη ραγισμένη σάρκα κατέβαιναν ενοχλητικές μέσα από τους δρόμους των ρυτίδων ως τα μπερδεμένα κατάλευκα γένια. Να τον, σταμάτησε πάλι, και κοιτάζει ίσια μπροστά ενώ σκουπίζει μ’ ένα βρώμικο πανί το φαλακρό κρανίο - τα κόκκαλά του σχεδόν ξεχωρίζουν κάτω από το λεπτό, άτριχο  δέρμα, δυο τρία καφετιά σημαδάκια σαν αταξίδευτα, αχαρτογράφητα νησιά στο κορφοκέφαλο. Σταμάτησε κάτω από τον ανελέητο ήλιο και κοιτάζει ίσια μπροστά. Το αδιόρατο σχήμα ενός βουνού πέρα μακριά, τόσο μακριά που ούτε καν φαίνεται κάτι παραπάνω από μια αχνή κορυφογραμμή, που προβάλλει με δυσκολία μέσα από το ακίνητο φως. Εκεί θέλει να πάει ακόμα κι αν του πάρει αιώνες για να φτάσει. Εκεί πρέπει να φτάσει, στην ψηλότερη κορφή του βουνού, ν’ αφήσει πίσω του το κίτρινο και να συναντήσει το λευκό, το ειρηνικό λευκό, το αλαφρύ και πουπουλένιο χιόνι, το αθώο, σαν το πρώτο λουλούδι της άνοιξης, σαν θάνατος στον πιο μελένιο γλυκασμό.

                Ήταν νέα και όμορφη σαν το πρωινό φως, έπεφταν λαμπερά τα κόκκινα μαλλιά στους ώμους της, κελαηδισμοί ακούγονταν από το πετάρισμα των βλεφάρων της και το κορμί της ένα γέλιο ηδονικό. Την είχε αγαπήσει πολύ, τότε την είχε αγαπήσει πολύ και κράτησε πολύ η αγάπη του πριν γίνει οργή και μίσος. Αυτή τον είχε αγαπήσει περισσότερο, λύγισε του πατέρα της τον δισταγμό:  «Άστον μου» του ‘λεγε κι έτρεχαν τα δάκρυα απ’ τα χρυσά της μάτια, έτρεχαν και του ‘βρεχαν  τα πόδια του πατέρα που έσμιγε με απορία και στενοχώρια τα πυκνά φρύδια του –μια ρυτίδα του  τσαλάκωνε  το μέτωπο, μια ρυτίδα βαθιά και απότομη σα μαχαιριά.  Κι αυτή, γονατισμένη μπρος του ακούμπαγε το μέτωπο στα δάχτυλα των ποδιών του και σκούπιζε τα δάκρυά της με τα μαλλιά της και πάλι γύρναγε  το πρόσωπο προς τον πατέρα κι έλεγε με σπαραγμό «Άστον μου. Για πάντα».
                «Είσαι σίγουρη πως θέλεις πράγματι αυτό που ζητάς;» τη ρώτησε ο συγνεφοσυνάχτης. «Πώς αυτό που ζητάς, έτσι όπως το ζητάς, είναι αυτό που θέλεις;» κι αυτή είπε πάλι με αγωνία «Άστον μου. Για πάντα»
Και πήρε δώρο ακριβό την αθανασία του.  Όπως την ζήτησε. Η άσκεφτη.

Απ’τους θεούς μη ζητάς κι αν ζητήσεις, φρόντισε η προσευχή σου να ‘χει τα λόγια ξεκάθαρα και το αίτημα από κρύσταλλο. Τίποτα μην ξεχάσεις. Τίποτα μην παραβλέψεις. Σκέψου καλά. Γιατί οι θεοί μπορεί να συγκατανεύσουν και να σου δώσουν ό,τι ζήτησες μα αυτό μονάχα θα σου δώσουν και τίποτ’ άλλο.
Των θεών τα δώρα, κατάρα για τους θνητούς, πού να τ’ αντέξουν. Ό,τι δεν είναι των χεριών μας  φτιάξιμο, του νου μας μπόρεση και δημιουργία, ό,τι έρθει αναπάντεχα από το σύμπαν των θεών και εγκατασταθεί στις κοινωνίες των ανθρώπων και στο κορμί τους, κατάρα είναι κι όχι ευχή. Γιατί ο κόσμος τους είναι άλλος, φτιαγμένος από μάγια και δυνάμεις αέρινες και δεν έχει λάθη μα των ανθρώπων ο κόσμος είναι φτιαγμένος από κόπο, από πέτρα και ξύλο και από σκέψη κοφτερή, μα που παίρνει καμιά φορά, όχι, όχι καμιά φορά,  συχνά τους παίρνει, δρόμους σκολιούς και πηγαίνει τους ανθρώπους σε λάθη. Κι αυτό κάνει τη ζωή μας ακριβή. Το λάθος και το λίγο της. Τα άλλα είναι κατάρα,  λέω, Οδυσσέα.

Γερνούσε αυτός, μαραινόταν το κορμί, καμπούριαζε, θόλωνε το βλέμμα, η ακοή αδυνάτιζε, τα πόδια δεν τον κράταγαν, τα δόντια έπεφταν ένα-ένα. Γερνούσε, σακατευόταν, αρρώστιες έδερναν αλύπητα το κορμί του, το μυαλό του αγρίευε κι αποχωρούσε. Γερνούσε στην αιωνιότητα κι ελπίδα θανάτου δεν φαινόταν. Γι’ αυτό ξεκίνησε να πάει να βρει τους θεούς, στην μακρινή τους κατοικία, να πέσει στα πόδια τους, έτσι γέροντας κι αδύναμος και να ζητήσει να πάρουν πίσω το θάμα και να του χαρίσουν την ευλογία της ανάπαψης.

Οκτώβριος 2019


 (Δημοσιεύτηκε στο  diastixon.gr στις 26.1.2020 
 https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/pezografia/13581-o-kitrinos-dromos)


Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 10:55 π.μ. 0 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Μοιραστείτε το στο TwitterΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest

Δευτέρα 13 Μαΐου 2019


Η ΠΑΝΤΟΦΛΙΤΣΑ

Τον παππού μου από την πλευρά του πατέρα μου δεν τον γνώρισα. Ούτε ήξερα πολλά πράγματα γι’ αυτόν. Με της μάνας μου τους γονιούς μεγάλωσα, άνθρωποι του λαού, απλοί, θεοσεβούμενοι, μεροκαματιάρηδες –με μια πλεκτική μηχανή κι ένα φορτηγάκι μεγάλωσαν τα παιδιά τους, καλά παιδιά και η μάνα μου και οι δυο αδερφές της και ο θείος Μάνος, που έγινε γιατρός και τον θαυμάζαμε όλοι. Η μάνα του πατέρα μου είχε πεθάνει νωρίς, πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Έτσι ήξερα. Ο πατέρας του πάλι έβγαλε τον πόλεμο με δυσκολίες και μετά χάθηκε. Έτσι ήξερα. Μέσα στο παιδικό μυαλό μου εκείνο το «χάθηκε» πήρε μυθικές διαστάσεις, έγινε παραμύθι, τον πήραν τάχα ξωθιές μια νύχτα στο χωριό ή, σ’ αυτό κατέληξα στην εφηβεία μου, τον σκότωσαν οι γερμανοί στο τέλος του πολέμου, λίγο πριν φύγουν. Προσδιόριζα το χρόνο εκεί στο τέλος της Κατοχής, γιατί από κάτι λόγια του πατέρα μου είχα καταλάβει πως μέχρι το ’44 ο πατέρας του ζούσε. «Με έστειλε», μου διηγήθηκε μια μέρα, «τον Απρίλη του ’44 στην ξαδέρφη του στο χωριό κι έμεινα εκεί ως το τέλος περίπου του πολέμου, ήρθα πίσω στην Αθήνα τον Σεπτέμβρη, αλλά έφυγα πάλι, οριστικά αυτή τη φορά, για το χωριό στις αρχές του ’45. Ήμουν 13 χρόνων πάνω-κάτω τότε». «Κι έμεινε μόνος του ο παππούς;» ρώτησα. «Ο πατέρας μου είχε πια χαθεί» μου απάντησε κι είδα το βαρύ σύννεφο που μαζεύονταν στο βλέμμα του κάθε φορά που η κουβέντα πήγαινε στα γονικά του, στον πατέρα του πιο πολύ, να σκοτεινιάζει το όμορφο πρόσωπό του και να βαθαίνει τις ρυτίδες που χάραζαν ήδη το μέτωπο και άφηναν μικρές χαράδρες στο πανώχειλο.
            Έφυγα μετά το Πανεπιστήμιο για σπουδές στο εξωτερικό, πρόκοψα στα ξένα κι έμεινα καιρό, χρόνια πολλά έμεινα, πάνω από τη μισή μου ζωή την πέρασα έξω. Γύρισα πίσω τον καιρό που οι άλλοι άρχισαν να φεύγουν απ’ την Ελλάδα, στις αρχές της κρίσης. Δεν την άντεχα άλλο την ξενιτιά, ήταν κι ο τόπος που είχα διαλέξει μίζερος κι ανήλιαγος, δεν ήθελα να ζήσω άλλο εκεί, στην αγγλική πόλη που δούλευα, βουτηγμένη στην ομίχλη και το αλκοόλ. Προς το τέλος και τα λεπτά μου φαίνονταν αφόρητα, τα μέτραγα ένα-ένα. Μόνο εκείνο το κορίτσι σκεφτόμουνα, με τα αχυρένια μαλλιά, λεπτά σαν τούλι αράχνης, πώς να την αφήσω πίσω; –την πήρα κι αυτήν μαζί μου. Πεισματάρα και περήφανη σαν αμαζόνα, δεν μου ‘χε πει τίποτε για το παιδί, στο αεροπλάνο μου το ξεφούρνισε γελώντας.
            Τα πράγματα στην Ελλάδα μέρα τη μέρα γίνονταν και πιο δύσκολα. Ο κόσμος κάτι έλπισε, απογοητεύτηκε πάλι, άρχισαν οι απειλές και τα διλήμματα, ψεύτικα διλήμματα και άπρεπα, τα μεγάλα λόγια, οι δικαιολογίες, άλλαζαν οι λέξεις νοήματα απροειδοποίητα, υπόγεια, τρομαχτικά και σκότιζαν το νου.  Είχαν συνηθίσει χρόνια και χρόνια οι άνθρωποι στην ανάθεση, κάθισαν γρήγορα πίσω στον καναπέ κι αναθεμάτιζαν και έβρισκαν πάλι απαντήσεις στη γλύκα της συνωμοσίας και στους εχθρούς της πατρίδας.  Έγερνε η κοινωνία μέρα τη μέρα στη συντήρηση, την πιο σκληρή και φοβερή συντήρηση, άλλο να μην πω.

Ο πατέρας μου ήταν από χρόνια συνταξιούχος, τη μητέρα μου τη χτύπησε η άνοια νωρίς, χάθηκε μέσα στον πολτό του διαλυμένου της μυαλού, πέθανε ένα βράδυ ήσυχα, δεν αναγνώριζε  κανέναν, ούτε να φάει πια δεν μπορούσε. Αναπαύτηκε. Ένα βράδυ μιλάγαμε για ‘κείνην  με τον πατέρα μου, μιλάγαμε συχνά για ‘κείνην με τον πατέρα μου, πολύ την αγαπούσε, του στοίχισε  πάρα πολύ όταν έφυγε κι ας μην ήταν πια παρά ένα σώμα άδειο που ‘χε το σχήμα της μονάχα κι άλλο τίποτε απ’ τη μάνα μου. «Να την προσέχεις τη γυναίκα σου» μου είπε ξαφνικά, «είναι καλή κοπέλα και σ’ αγαπάει, σου είναι αφοσιωμένη, σε σέβεται, να την σέβεσαι κι εσύ. Θα κλείσω τα μάτια μου ήσυχος». Του έπιασα το χέρι, του μίλησα για τον εγγονό του, χαμογέλασε αλλά χωρίς κουράγιο. «Δυο γυναίκες αγάπησα πολύ, γιε μου, και οι δυο κακοθανάτισαν, η μάνα μου πήγε απ’ το ίδιο της το χέρι κι η γυναίκα μου έσβησε στο βάλτο του μυαλού της, πνίγηκε μέσα στο σκοτάδι του» κι έβαλε τα κλάματα.
            Μου πήρε ώρα να τον ησυχάσω και μόνο όταν συνέφερε ο γέροντας, συνειδητοποίησα τι μου είχε πει. Κανονικά δεν έπρεπε να την ανοίξω την κουβέντα μετά από τέτοια έξαρση, αλλά δεν άντεξα. «Πατέρα», είπα, « κατάλαβα καλά; Μου είπες προηγουμένως ότι η γιαγιά αυτοκτόνησε;». «Όχι, τώρα», μου απάντησε, «θα σου πω, σύντομα θα σου τα πω όλα».

            Παρ’ όλ’ αυτά πέρασε καιρός και δεν ξανανοίξαμε την κουβέντα.

            Μετά τα ναζισταριά σκότωσαν τον Φύσσα. Δεν είμαι άνθρωπος της πολιτικής, την ενημέρωσή μου την κυνηγάω κι όταν πρέπει κατεβαίνω στους δρόμους, αλλά ποτέ δεν μετείχα σε κόμματα και κινήσεις. Όμως με τούτο το θεριό είναι αλλιώς. Κάθε άνθρωπος που έχει τα μυαλά του στη θέση τους, οφείλει να το πολεμά. Κατεβήκαμε με την Έριν στις διαδηλώσεις, γραφτήκαμε και σε μια αντιφασιστική οργάνωση στη γειτονιά μας και πηγαίναμε όποτε μπορούσαμε. Η δολοφονία του Φύσσα με είχε στοιχειώσει, διάβαζα άπληστα για τη Χρυσή Αυγή και η Έριν μαζί μου, μη σου πω πιο πολύ εκείνη –τα ελληνικά της ήταν πια σχεδόν τέλεια.
            Ένα βράδυ, μετά που κοιμίσαμε τον μικρό, με πήρε η γυναίκα μου παράμερα «Ο πατέρας σου», μου είπε, «δεν είναι καλά. Κάτι τον βασανίζει». «Δεν καταλαβαίνεις, κορίτσι μου», της είπα,  «ο θάνατος της μάνας μου τον έχει τσακίσει». «Όχι», μου είπε με σιγουριά «κάτι άλλο είναι, σαν να ‘χει ένα τραύμα παλιό που ανοίγει πολλές φορές μέσα στη μέρα και δεν το αντέχει». Αποφάσισα να του μιλήσω αλλά δεν βγήκε τίποτε. Τώρα πια τον πρόσεχα περισσότερο, σα να ‘χε δίκιο η Έριν, η σκοτεινιά που σκυθρώπαζε το πρόσωπό του απ’ όταν ήμουν παιδί ήταν τώρα πιο βαριά, αβάσταχτη.


            Μια Κυριακή απόγευμα, η οργάνωση ετοίμασε μια εκδήλωση στην κεντρική πλατεία της πόλης μας. Πήρα τον πατέρα μου και πήγαμε. Πριν τελειώσει η εκδήλωση, σηκώθηκε κι έφυγε. Τον είδα να περπατά με σκυφτό κεφάλι, τους ώμους γερτούς, το βήμα του αργό, σερτό σα να ‘χε πέτρες στα πόδια του κι αγωνιζότανε να περπατήσει. Κάποιος συνομήλικός του, που καθόταν σε ένα παγκάκι και χάζευε τους λόγους και τα τραγούδια, τον γνώρισε και τον χαιρέτισε αλλά εκείνος δεν αντιγύρισε τον χαιρετισμό. Δεν τον είδε καν. Μου φάνηκε πολύ γερασμένος. Όχι, κάπως αλλιώς μου φάνηκε, σαν κατάδικος. Με τρόμαξε. Έφυγα μόλις έληξε η εκδήλωση,  δεν κάθισα να βοηθήσω στο μάζεμα, σχεδόν δεν καληνύχτισα και πήγα στο σπίτι του ανήσυχος.
            Στην αρχή δεν ήθελε να μου μιλήσει. Μετά όμως κάθισε απέναντί μου, με κοίταξε σαν να με έβλεπε για τελευταία φορά και μου είπε με φωνή ασθμαίνουσα –έβγαιναν οι λέξεις σαν μπουκιές αίμα από το στόμα του, δύσκολη η ανάσα του. «Έστω, έτσι κι αλλιώς πρέπει να μιλήσω πριν πεθάνω. Στο χρωστάω και το χρωστάω και στον εαυτό μου».
            Πήγε στην κουζίνα, έφερε δυο ποτήρια τσίπουρο «δεν κάνει, πατέρα» του είπα. Μισογέλασε και μου χάιδεψε τα μαλλιά. «Έπρεπε να ‘χαμε κάνει κι άλλα παιδιά» μου είπε. «Κι εσείς μη μείνετε μόνο με τον Άγγελο, να κάνετε κι άλλα παιδιά. Την αγαπάω τη γυναίκα σου, είναι καλή κοπέλα, ευγενική, λίγο πιο ωμή απ’ όσο πρέπει, σ’ ακούει πιο πολύ απ’ όσο κάνει γυναίκα ν’ ακούει τον άντρα της αλλά δεν πειράζει, θ’ αλλάξει κι αυτή, η ζωή θα την αλλάξει. Μη κι η μάνα μου ήξερε, όταν έκανε εμένα ήξερε, θαρρείς, τι θα ‘φτανε να πράξει στο τέλος;». Κάτι πήγα να πω αλλά μ’ έκοψε. «Μη ρωτήσεις τίποτε. Δεν χρειάζεται. Θα στα πω όλα, ένα-ένα με τη σειρά του»
            »Μέγα βάρος κουβαλάω μέσα μου, συγχώρεση δεν  θα ‘βρω, να το ξέρεις, κι αν υπάρχει Θεός, έχει ανοίξει την πύλη της κόλασης και με περιμένει. Μα να σου πω, κόλαση μεγαλύτερη απ’  αυτήν που έζησα στη ζωή μου, λέω πως δεν θα υπάρξει. Η άλλη κόλαση, εκεί που οι άνθρωποι περνούν την αιωνιότητα καταδικασμένοι σ’ ένα κόσμο χωρίς φως, χωρίς αγάπη, χωρίς συντροφιά, ίσως να ‘ναι πιο υποφερτή από τις τύψεις που με τσακίζουν πάνω από μισό αιώνα. Γέλιο ολόκληρο δεν χάρηκα ποτέ. Στο γάμο μου, στη γέννησή σου… τίποτε… ήταν εκεί και φαρμάκωναν κάθε μου ώρα.
Τη ζωή μου που ξέρεις, όχι, δεν είναι αλήθεια, έφτιαξα ένα παραμύθι για σένα… και για τους άλλους, αλλά πιο πολύ για σένα. Πριν γεννηθείς, γέννησα το παραμύθι που θα σου έλεγα, σαν θα γύρευες να μάθεις για μένα και τη ζωή μου, για το παρελθόν μου, τα γονικά μου, τα νιάτα μου. Εγώ, εγώ… είδα τη μάνα μου να πεθαίνει από το ίδιο της το χέρι. Ήταν Γενάρης του ’43, λίγο μετά τα Χριστούγεννα. Έδεσε μια ζώνη στο δοκάρι του  ταβανιού, στην κουζίνα μας, την πέρασε στο λαιμό της, ανέβηκε σ’ ένα σκαμνί –στην γκαζιέρα έβραζε φαγητό, καλό φαγητό, κοτόπουλο και μοσχομύριζε το κρέας κι ο αγέρας στο μαγεριό είχε πλημμυρίσει από τη λιπαρή ευωδιά πασπαλισμένη με την άψα του πιπεριού, πιπέρι το ’43, κοτόπουλο, ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Ανέβηκε στο σκαμνί, τύλιξε τη ζώνη στο λαιμό της, έδωσε μια στο σκαμνί… Εκείνη την ώρα μπήκα στην κουζίνα. Και την είδα, κρεμασμένη, να χτυπιέται, να τινάζει τα πόδια της σα ζώο που το σφάζουν, να βγαίνουν σάλια κι αφροί από το στόμα της, τα μάτια γουρλωμένα να πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους, η γλώσσα μπλαβιασμένη κρεμόταν πια έξω απ’ το στόμα, όλο το πρόσωπο πρησμένο, κοκκινόμαυρο, το πρόσωπο είπα, όχι δεν ήταν το πρόσωπο της μάνας μου αυτό, αγνώριστο, αγωνιζότανε να αναπνεύσει, κλωτσούσε στον αέρα, είδα τη μια παντοφλίτσα της να πέφτει κάτω… Την κοίταζα ξέπνοος, δεν καταλάβαινα τι γινότανε, το μυαλό μου είχε σταματήσει… Να σκεφτώ να πάρω ένα μαχαίρι να κόψω τη ζώνη να την κατεβάσω; Παιδί ήμουνα, πώς να ξέρω... Με είχε δει, είμαι σίγουρος ότι με είχε δει. Κατάλαβα το πιο απελπισμένο βλέμμα που μπορεί να δώσουν μάτια ανθρώπινα να μπαίνει μέσα στην ψυχή μου σαν ξυράφι, μα δεν κατάλαβα τι σήμαινε το βλέμμα εκείνο. Για ένα ήμουν σίγουρος η μάνα μου πέθανε στερεμένη από αγάπη, δεν είχε μέσα της μια σταλιά αγάπη ούτε για τον εαυτό της ούτε για μένα, αυτό το ήξερα καλά, μη με ρωτήσεις πώς, το ήξερα. Η μάνα μου πέθανε μέσα σε μια απέραντη, ερημική σιχασιά χωρίς να αγαπάει κανέναν.

Φαίνεται ότι άρχισα να ουρλιάζω, γιατί ήρθε ο πατέρας μου και με γρήγορες σίγουρες κινήσεις πρώτα έσβησε την γκαζιέρα κι έπειτα έκοψε τη ζώνη και κατέβασε το άψυχο πια κορμί της. Είχα παγώσει. «Τι κοιτάς έτσι;» μου φώναξε ο πατέρας μου. «Η μάνα σου πέθανε. Σύρε να φωνάξεις τη θεια σου τη Στέλλα –έμενε δυο δρόμους παρακάτω η θεία μου- αλλά μην της πεις τι έγινε. Μόνο πως είπα εγώ ότ’ είναι ανάγκη, μεγάλη ανάγκη να έρθει αμέσως».
«Κοτόπουλο ψένετε;» είπε η θεία Στέλλα την ώρα που γονάτιζε πάνω από την πεθαμένη μου μάνα και της έστρωνε τα ρούχα και τα μαλλιά. «Μην πείτε τίποτα. Για να την θάψουν χριστιανικά» μας συμβούλεψε.

Γύρισα στο σπίτι κάνε μια βδομάδα μετά. Στο μεταξύ είχα μείνει σ’ αυτηνής της θειας της Στέλλας, κακιά γυναίκα, συμφεροντολόγα, άπονη, δεν την ήθελα αλλά μόνο με τα παιδιά της μπορούσα να παίζω. Τ’ άλλα παιδιά στη γειτονιά… κανένα δεν μ’ έπαιζε, κανένα δεν μου μιλούσε. Σχολειό δεν πήγαινα. Με είχαν σταματήσει.
 Τρέμανε τα πόδια μου σαν μπήκα μέσα στο σπίτι, ο πατέρας μου ήταν εκεί και δεν έλεγε λέξη, μόνο έπινε αργά μεγάλες γουλιές από ένα θολό, κατσιασμένο κρασί σαν κάτουρο.  Πήγα κοντά του, μα με απόδιωξε χωρίς μιλιά. Κάθισα στην πόρτα και τον κοιτούσα σαν πεινασμένο σκυλί και τρέχανε τα μάτια μου, έντεκα χρονώ δεν ήμουνα καλά-καλά, ήθελα μια αγκαλιά. Ύστερα από ώρα γύρισε προς τα μένα, είχε τα μάτια κόκκινα του αιμάτου και το πρόσωπό του ήταν σαν θυμωμένου ζώου. Τον φοβήθηκα. Πάντα τον φοβόμουν, όχι μη με δείρει όπως φοβούνταν συνήθως τους πατεράδες τα παιδιά, αλλά είχε αυτό το αλλούτερο, απρόβλεπτος, θεριό, σαν να ‘μενε ανάμεσα στον κόσμο των ανθρώπων και των ζώων αναποφάσιστος, δεν είχε κανόνες, δεν έσκυβε στα πρέπει των ανθρώπων, ένα ήξερε μονάχα: να περνάει το δικό του. «Τι θες;» μου είπε, «εδώ δεν είναι κανείς, δεν βλέπεις; Φύγε, σύρε πίσω στη θεια σου, της έδωσα για να σε φροντίσει μέχρι να μπορείς να φροντίζεις μόνος σου τον εαυτό σου».
Είχε στεγνώσει το στόμα μου, όσο μιλούσε, έβλεπα τη μάνα μου κρεμασμένη, σαν να ήταν κέντημα σε κουρτίνα διάφανη η εικόνα της κι όλα να τα ‘βλεπα μέσα απ’ αυτήν και πιότερο τον πατέρα μου που μου μιλούσε σαν να έφταιγα…  Μέσα μου, η ψυχή μου ήταν παγωμένη, δεν ένιωθα τίποτε, δεν πονούσα, σα να ‘χε εγκλωβιστεί  σ’ ένα παγόβουνο ο πόνος μου κι είχε έρθει το παγόβουνο μέσα μου κι είχε λιώσει την ψυχή μου κι είχε πάρει τη θέση της, ένα παγόβουνο κοφτερό κι επικίνδυνο, δεν μπορούσα ούτε να ανασάνω. Όλος ο κόσμος είχε γίνει το κορμί της κρεμασμένης και η λαχτάρα να μ’ αγκαλιάσει ο πατέρας μου. Να μου εξηγήσει, να μου πει πως μ’ αγαπά και πως έχω λάθος, κι η μάνα μάς αγαπούσε. Άκουγα μέσα μου θορύβους, κρακ, κρακ, σαν να ‘σπαγαν γυαλιά, μεγάλα χοντρά γυαλιά –πώς έκανε εκείνη η μεγάλη γυάλα που ‘φερες από την Κρακοβία και την ξεχάσαμε πάνω στο αναμμένο μάτι, θυμάσαι το θόρυβο που έκανε σαν άνοιξε στα δυο;  έτσι…
Κάποτε κατάφερα να κουνήσω τα πόδια μου και σιγά-σιγά πήγα στην κουζίνα. Όλα ήταν συγυρισμένα, στο νεροχύτη τα πιάτα πλυμένα, το τραπέζι, που η μάνα το ‘χε τραβήξει λίγο στην άκρια εκείνη την ημέρα ήταν πάλι στη θέση του, ένα πιάτο σκεπασμένο με πετσέτα πάνω του είχε κάτι φαγώσιμο, οι καρέκλες γύρω από το τραπέζι, στο «φανάρι» διακρινόταν ένα μισοκάρβελο. Ένιωθα την απουσία της παντού. Και μόνο όταν σήκωσα τα μάτια στο παραθυράκι κι είδα στο πρεβάζι τα δυο γλαστράκια, ένα με λεβάντα κι ένα με βασιλικό, ένιωσα τη μάνα μου εκεί, μου βγήκε μια φωνή αδύναμη σαν ποντίκι που το πατάνε και τρεκλίζοντας έφτασα εκεί, πήρα το γλαστράκι με τη λεβάντα στα χέρια μου και το φιλούσα σαν να ‘τανε τα μάγουλά της, και την καλούσα να ξαναγυρίσει πίσω, και της ζητούσα συγχώρεση... Πώς έπεσε το μάτι μου στο ερμάρι που φυλάγαμε τα πιάτα, στο ποδαράκι το πίσω, που ήταν κολλημένο στον τοίχο, είδα κάτι να μαυρίζει, ασυναίσθητα έσκυψα και το μάζεψα. Ήταν εκείνη η παντοφλίτσα της.
Με την παντοφλίτσα αυτήν στην τσέπη έφυγα από το σπίτι και γύρισα στης θείας Στέλλας και λίγες μέρες μετά ο πατέρας μου μ’ έστειλε σε κάτι συγγενείς μας σ’ ένα χωριό που δεν τους είχα ξαναδεί, άνθρωποι του μόχτου, όλο ίσκιους η ψυχή τους.

Ο πόλεμος τέλειωνε. Στο χωριό οι άνθρωποι μόνο αυτό συζητούσαν. Για τους γερμανούς, για τους συμμάχους που είχαν τη μια νίκη πίσω από την άλλη και γι’ αυτούς στα βουνά. Γνώρισα μερικούς από αυτούς στα βουνά τότε, κρατούσαν όπλα και κατέβαιναν με χίλιες προφυλάξεις στο χωριό να δουν τους δικούς τους. Πολύ λίγοι από ‘κεινο το χωριό είχαν ανέβει στα βουνά, οι πιο πολλοί συνέχισαν να τα κάνουν όλα όπως και  πριν αλλά με φόβο, μέγα φόβο. Συχνά πυκνά οι γερμανοί έμπαιναν στα σπίτια, χτυπούσαν αλύπητα ακόμα και γέρους και γυναίκες, άρπαζαν, σκότωναν. Μεθούσαν κι ένα βράδυ μεθυσμένοι στρατιώτες βίασαν και σκότωσαν τη δασκάλα του χωριού. Δυο μέρες την έψαχναν. Βρήκαν το πτώμα της σε κάτι λόχμες στην βόρεια έξοδο του χωριού μισόγυμνο, μπλαβισμένο το πρόσωπό της. Τους μισούσα. Τους έβλεπα σα δαίμονες που είχαν βγει μέσα από τη γη για να σκορπίσουν θάνατο στον κόσμο. Δεν καταλάβαινα πολλά, μόλις που κόντευα τα δώδεκα πια. Μέσα στο παιδικό μυαλό μου οι γερμανοί , ο Χίτλερ συνδέθηκαν με το θάνατο της μάνας μου, έφταιγαν αυτοί που η μάνα μου κρεμάστηκε –γιατί κρεμάστηκε, το ήξερα, κι ας είχαν προσπαθήσει όλοι να μου πουν ότι δεν είδα αυτό που είδα, ότι τάχα το ‘φτιαξα με το μυαλό μου… Στο τέλος, σαν είδαν πως  δεν άλλαζα γνώμη με φοβέρισαν να μην το πω ποτέ, ούτε να το σκέφτομαι δεν είχα δικαίωμα, αλλά εγώ μόνο αυτό σκεφτόμουν, μόνο αυτό, κάθε μέρα, όλη μέρα…. Ούτε και στη θεία στο χωριό το είπαμε -αυτή νόμιζε πως είχε πεθάνει σε ατύχημα η μάνα, έπεσε της είχαν πει και χτύπησε το κεφάλι της και έμεινε στον τόπο. Τους γερμανούς τους μισούσα, ναι,  ήθελα να τους κάνω κακό, να τους εξαφανίσω κι όλο ονειρευόμουνα τουφέκια και κατορθώματα και τη μάνα μου ζωντανή να με θαυμάζει και να με αγαπάει.

Κάποτε τέλειωσε ο πόλεμος, έφυγαν οι γερμανοί, μέτραγε ο κόσμος τις πληγές του. Έφυγαν οι γερμανοί αλλά οι συνεργάτες τους έμειναν πίσω σαν νικητές. Στο χωριό που έμενα ήταν ένας, ο Λαυρέντης, αντί να κρυφτεί, περπάταγε κορδωτός και φοβέριζε, έλεγε ονόματα και έδειχνε φωτογραφίες, τάχα που ήταν κολλητός με πρόσωπα σπουδαία της πολιτικής και της οικονομίας. Κι όλο έλεγε πως έπρεπε κάτι γερό να γίνει να ξεβρωμίσει ο τόπος. Σου είπα ότι ήμουν δώδεκα χρονώ, περίπου δώδεκα, και άβγαλτος, τίποτα δεν ήξερα, ποιους εννοούσε τάχα ο Λαυρέντης, αλλά πήγαινε ο νους μου στους ανθρώπους του βουνού, ίσως γιατί κάθε φορά που ο Λαυρέντης ξέρναγε χολή, σήκωνε το κεφάλι ψηλά κι έδειχνε με μια πρόστυχη κίνηση τα βουνά.
Ο πατέρας μου όλους αυτούς τους μήνες δεν είχε εμφανιστεί ποτέ, δεν είχε στείλει ένα μήνυμα, τίποτε. Ούτε όταν τέλειωσε ο πόλεμος έδωσε σημεία ζωής, άρχισα ν’ ανησυχώ. Ρώτησα την συγγένισσα «θεια, μην έχεις νέα από τον πατέρα μου; Πότε θα ‘ρθει να με πάρει;» «Γιατί, πουλί μου», είπε η γυναίκα,  «δεν σ’ αρέσει εδώ μαζί μας;». «Όχι, καλά είναι, αλλά, να, θέλω να πάω πια στο σπίτι μου» της είπα. Κούνησε εκείνη το χέρι και της έφυγε ένα γέλιο φαρμακερό «Πάει πια εσένα το σπίτι σου, γιε μου», είπε. ‘Έκανε πολλά ο πατέρας σου λένε… Μείνε εδώ μέχρι να ξεχαστούνε, γι’ αυτό σ’ έφερε στο χωριό» και πριν προλάβω να τη ρωτήσω, γύρισε την πλάτη της και εξαφανίστηκε. Δεν μ’ άφησε ξανά να της ανοίξω κουβέντα.
Μια μέρα το πήρα απόφαση, άφησα ένα σημείωμα, πήρα λίγο ψωμί σ’ ένα μαντήλι και γύρισα μ’ ένα φορτηγό στην Αθήνα. Βρήκα το σπίτι μας παρατημένο, ρημαγμένο, πρέπει να ‘ταν μήνες ακατοίκητο. «Ο πατέρας σου λείπει μακριά. Θα γυρίσει σε κανα δυο μήνες», μου είπε η θεία Στέλλα με τα μούτρα ξινισμένα, «καλύτερα να γυρίσεις στο χωριό» Δεν την άκουσα, τον περίμενα. Είχα χάσει τη μάνα μου, δεν άντεχα να μην έχω και πατέρα. Γρουσούζης και κακότροπος ήταν πάντοτε, αλλά ήταν ο πατέρας μου, θα ‘κανα υπομονή μέχρι να ‘ρθει να ξαναρχίσουμε τη ζωή μας. Δεν ήξερα, ευλογημένη άγνοια και καταραμένη μαζί, δεν ήξερα…

Γύρισε νωρίτερα, πολύ νωρίτερα γύρισε ο πατέρας μου. Ένα απόγευμα του Αυγούστου. Το θυμάμαι ακόμα με λεπτομέρειες. Καθόμουνα στην αυλή μας κι έβλεπα ένα γατί που έψαχνε μέσα στα σκουπίδια για κανα φαγώσιμο. Το ‘κανα χάζι πώς χιμούσε μέσα στο κουβαδάκι με τα σκουπίδια κι έχωνε το κεφάλι του ως μέσα κι έπειτα το ‘βγαζε, έτρεχε ένα γύρο στην αυλή και ξαναρχότανε πίσω με ορμή ελπίζοντας. Έπεφτε ο ήλιος κατακόκκινος, σαν να αιμορραγούσε ο ουρανός. Είχα στην τσέπη μου την παντοφλίτσα της μακαρίτισσας της μάνας μου και τη χάιδευα και τα ‘χα χαμένα, δεν ήξερα τι μου γινότανε, παιδί ήμουνα, ο πόλεμος είχε διαλύσει το σπίτι μου. Τις λίγες μέρες που ήμουν εκεί έβλεπα παράξενα πράγματα, άνθρωποι κατσούφηδες, προβληματισμένοι, σκιές βαριές στα βλέμματα, πέρναγα και σκουντιόντουσαν, μιλούσαν και μόλις μ’ έβλεπαν έκοβαν την κουβέντα, δεν άφηναν τα παιδιά τους να με πλησιάσουν, χειρότερα από τα χρόνια της Κατοχής τώρα. Σκέφτηκα πως είχε να κάνει με τη μάνα μου, που είχε δώσει τέλος μόνη της στη ζωή της αλλά δεν ήταν σωστό, εγώ τι έφταιγα, δεν μου ‘φτανε η ορφάνια μου, δεν μου ‘φτανε που έλειπε ο πατέρας μου, μόνο μου ένα παιδί ούτε  δώδεκα χρονώ καλά-καλά; Τότε γύρισε ο πατέρας μου.
Θαρρείς μου μίλησε; Μ’ έσπρωξε κι έπεσε ξερός στο κρεβάτι, το χνώτο του μύριζε οινόπνευμα, τα μάγουλά του αξύριστα από μέρες, το παντελόνι έζεχνε. Περίμενα ξάγρυπνος να συνέρθει. Αυτό έγινε το άλλο μεσημέρι. Μου ζήτησε καφέ και μου ‘δωσε λεφτά για να φέρω φαγητό και τσιγάρα. Ούτε αγκαλιά, ούτε χάδι, ούτε κουβέντα, τίποτε. Σαν γύρισα πίσω με όσα ζήτησε, έβαλε να φάμε και αφού απόφαγε «δεν σου ‘πα να μείνεις στο χωριό;» μου είπε με φωνή βραχνή και άχρωμη. Δεν απάντησα, τι να του ‘λεγα για όσα βασανίζανε την ψυχή μου. Σάμπως θα καταλάβαινε; «Αύριο πρωί-πρωί θα σε στείλω πίσω μ’ ένα φίλο μου, έχει φορτηγό αυτός», μου είπε «τον θυμάσαι τον Ζακολύκο, τον Παρασκευά; Τον θυμάσαι;». Δεν το θυμόμουνα κι ούτε είχε σημασία. «Άσε με να μείνω μαζί σου, πατέρα» είπα κι εκείνος γέλασε. «Εγώ δεν σε ήθελα, η μάνα σου είχε λυσσάξει για παιδί, τώρα πάλι τι να σε κάνω; Έχω δουλειές».
Παρ’ όλ’ αυτά, στο χωριό δεν γύρισα κι ούτε θυμάμαι γιατί δεν ήρθε αυτός ο Ζακολύκος να με πάρει. Έμεινα στο σπίτι. Μου ‘χε μπει η ιδέα να πάω στο σχολείο.

Άνθρωποι μπαινόβγαιναν στο σπίτι μας, ποιοι ήταν, άνθρωποι που δεν τους είχα δει ποτέ παλιότερα. Σπάνια είχαμε επισκέψεις τα χρόνια που ζούσε η μάνα μου. Απ’ αυτούς που έρχονταν οι πιο πολλοί μοιάζαν του πατέρα μου. Πίνανε, καπνίζανε, μιλάγανε πολύ, μερικές φορές γελάγανε-ένα γέλιο βροντερό και πρόστυχο- η ματιά τους είχε κάτι φαρμακερό. Τους φοβόμουνα, κάτι πιο πολύ τους σιχαινόμουνα, νόμιζα ότι άφηναν πίσω τους μια γλίτσα επικίνδυνη που με απειλούσε, σαν να κινδύνευα να πέσω μέσα της και να χαθώ στην αηδία της. Είχα αρχίσει να καταλαβαίνω κάποια πράγματα, όταν μια μέρα, μεσημέρι ήτανε το θυμάμαι καλά, σκεφτόμουνα πάλι τη μάνα μου, άκουσα κλάματα έξω από το σπίτι μας και θόρυβο δυνατό –πέτρες, πετούσαν πέτρες στο σπίτι. Έκανα ν’ ανοίξω το παράθυρο κι είδα την κυρά- Στάσα, που ‘χε τους δίδυμους. Φόραγε μαύρα κι έκλαιγε, σφάδαζε, αναθεμάτιζε γη κι ουρανό, φώναζε τα παιδιά της… Και καταριότανε τον πατέρα μου. Βγήκαν οι γείτονες ένα γύρω να την μαζέψουν, «φτάνει, κυρά-Στάσα, μπες μέσα, έχεις κι άλλα παιδιά, τι θέλεις;» Κι όπως άνοιξα το παράθυρο για να δω τι γίνεται, τι ‘ναι οι φωνές ετούτες, άκουσα τον Παναγιώτη, που ‘χε το μπαρμπέρικο, να μου λέει «Μπες μέσα, ρε μούλικο του ρουφιάνου». Και πετάχτηκε μια γειτόνισσα απ’ αυτές που κράταγαν την κυρά- Στάσα και λέει «τι φταίει, Παναγή κι αυτό το ορφανό; Μη δεν την έφαγε και τη μάνα του ο αντίχριστος;»
Κεραυνός να με είχε βρει, δεν θα ‘τανε χειρότερα. Αυτά που θολά και μπερδεμένα προσπαθούσα να τα βάλω σε μια σειρά, τώρα τα καταλάβαινα όλα. Μου πήρε μερικές μέρες να μαζέψω το νου μου και να μάθω όσα χρειάζονταν. Ήθελα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί, να πεθάνω ήθελα, να πάω κοντά στη μάνα μου. Ο πατέρας μου… ο φονιάς… και ο φονιάς της.

Λίγες μέρες μετά, εκεί που καθόμασταν το βράδυ στο τραπέζι, τα ‘χα μελετημένα όλα, «Εσύ φταις που η μάνα μου κρεμάστηκε;» του πέταξα απότομα και χωρίς καμιά προετοιμασία. Μάσησε ήσυχα τη μπουκιά του, κατέβασε το πηρούνι του στο πιάτο του, γύρισε προς το μέρος μου και νόμιζα πως το βλέμμα του θα με σκότωνε. Πήρε ανάσα βαθιά, σα να του ‘χε λείψει ο αέρας από ώρα και το ίδιο απότομα, σαν που τον είχα ρωτήσει,  μου είπε «Όσο ήταν εδώ οι γερμανοί τους δούλεψα με την ψυχή μου και γέμισα παράδες. Πώς νομίζεις ήταν γεμάτο το τραπέζι μας και κόκκινα τα μάγουλά σου όταν στη γειτονιά ψοφάγαν απ’ την πείνα… Και τώρα είναι εποχή για τις μεγάλες μπάζες… Ξεβρωμίζουμε τον τόπο απ’ τους ξυπόλυτους, τους μαγαρισμένους, αφέντες είμαστε και στα χρόνια της κατοχής αφέντες ήμασταν κι αφέντες θα είμαστε για πάντα. Ακούς που τέλειωσε ο πόλεμος; Τρίχες… Ο πόλεμος δεν θα τελειώσει ποτέ, ο πόλεμος είναι λεφτά και εξουσία, γιατί να τελειώσει; εμείς είμαστε οι νικητές, κάνω έτσι χραπ! Κι όποιο κεφάλι μου γουστάρει το ρίχνω στο τσουβάλι. Τι με κοιτάς; Κι η μάνα σου έτσι με κοίταξε εκείνη την ημέρα… Στην αρχή με τρόμο, ακούς, με κοίταξε με τρόμο λες κι έβλεπε βουρδούλακα να βγαίνει από τον τάφο, τρόμο, τα μάτια της γουρλώσανε –μια σιχασιά- τα χείλια της κάτασπρα, έτρεχε σάλιο εδώ στο πλάι, κι έτρεμε σύγκορμη, την αηδίασα. Σηκώθηκα, έβγαλα το λουρί και της χάραξα την πλάτη και τα μούτρα, δεν έβγαλε τσιμουδιά, εκεί γουρλωμένα τα μάτια και να τρέμει του θανάτου. Κουλουριάστηκε σε μια γωνιά και κοίταζε τον τοίχο σαν να ‘βλεπε τον μπαρμπα – Μιχάλη ατό του να την φωνάζει. Θα της περάσει, είπα μέσα μου κι έβαλα να φάω. Το άλλο πρωί –εσύ ήσουν στα ξαδέρφια σου, στη Στέλλα- το άλλο πρωί τη βρήκα να ‘ναι ακόμα εκεί, να, κοίτα, εδώ που σου δείχνω, ανάμεσα στο ερμάρι και το νεροχύτη, είχε περάσει εκεί όλη τη νύχτα. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Τι κάνεις εκεί, μωρή; της λέω κι όσοι δεν μου απάνταγε τόσο θύμωνα και τα ‘βλεπα όλα κόκκινα. Έφτυσα στο πάτωμα κι έκανα να φύγω για να μην την καθαρίσω εκείνη τη στιγμή και τότε είδα πώς με κοιτούσε. Αναποδιασμένο το βλέμμα της, γυρισμένο προς τα μέσα,  με μισούσε, με σιχαινότανε και με μισούσε. Είχε μάθει ποιος ήμουνα και τι δουλειές έκανα και με μισούσε… Το φοβήθηκα το μάτι της και για να μην το καταλάβει και με πάρει για αδύναμο, την άρπαξα από τα μαλλιά και τη σήκωσα στα πόδια της και της έριξα δυο χαστούκια. Δεν κουνήθηκε. «Αυτός είμαι» της είπα «και μαζί μου θα μείνεις για πάντα, γυναίκα μου και δούλα μου. Μπρος βάλε να μαγερέψεις».  Και δεν κουνήθηκε, ρε φίλε, δεν έβγαλε άχνα, μόνο με κοίταζε με σιχασιά, με περιφρόνηση η ξυπόλητη η μάνα σου, της πλύστρας η κόρη. Τρεις μήνους τέσσερις, γυναίκα μου δεν ήταν πια, στο κατώφλι δεν έβγαινε, όλο αυτό τον καιρό οι μόνες κουβέντες που μου ‘πε ήταν να προσέχω μην καταλάβεις τίποτε εσύ, μόνο για σένα νοιαζότανε. Μετά χειροτέρευε η κατάσταση, τη βαρέθηκα, σαν κουφάρι πεθαμένο μέσα στο σπίτι μου, μ’ ανατρίχιαζε. Μετά άρχισε να μην τρώει, πέντε μέρες, δέκα, πόσο ν’ αντέχει ο άνθρωπος…  δεν έβαλε στο στόμα της μπουκιά, σιγά που μ’ ένοιαζε. Στο τέλος κρεμάστηκε κι ησυχάσαμε από δαύτη. Και να σου πω, γιόκα μου, -το ‘πε το «γιόκα μου» σα βρισιά και βρισιά το ‘νιωσα κι εγώ- καλό μου ‘κανε. Η γειτονιά βεβαίωσε τα όσα είχε μισοκαταλάβει, τώρα μπορούσα πια ελεύθερα να είμαι αυτό που ήμουνα, τώρα οι γειτόνοι πια με κοίταζαν με υποταγή εκτός από κάτι κωλόπαιδα που, όταν συναντιόμασταν, έσερναν το μεγάλο δάχτυλο κατά μήκος του λαιμού, μαχαίρι τάχαμου και μ’ απειλούσαν. Τους κανόνισα τους περισσότερους. Τώρα θα κανονίσω και τους υπόλοιπους και θ’ ανοίξω μια ταβέρνα, δυο στρέμματα μαγαζί, εδώ στη γειτονιά κι όποιος κουνήσει, εγώ, θα τον θάψω αντί για κοκκόρι σφαγμένο στα θεμέλια της…».
Τέτοια μου είπε και τ’ άκουσα όλα, τ’ άκουσα και γέμισε το μυαλό μου μπάλες φωτιάς και αίμα. Πονούσα, όλο μου το κορμί, το κεφάλι μου, η ψυχή μου πονούσε…  Από την οργή, από το μίσος και τη ντροπή.


Σα να μην άντεχε άλλο τότε ο πατέρας μου, σταμάτησε για λίγο. Έριξε το κεφάλι πίσω κι έκλεισε τα μάτια. Όλη αυτή την ώρα που τον άκουγα με κομμένη ανάσα, παρατηρούσα το πρόσωπό του και δεν το αναγνώριζα. Αγωνία και πόνος και ντροπή και μίσος, ένα μίσος καυτό, αγωνιζόντουσαν να κυριαρχήσουν πάνω του, να το κατακτήσουν και να μείνουν εκεί, ξεθωριάζοντας τα χαρακτηριστικά του. Φοβήθηκα μην πάθει τίποτε, έβλεπα τις φουσκωμένες φλέβες να πάλλονται και τρόμαζα, ήταν υπερτασικός, η συγκίνηση μπορεί να τον οδηγούσε σε κανένα εγκεφαλικό, του ‘πιασα το χέρι «Ηρέμησε, πατέρα, να ξαπλώσεις καλύτερα, τα λέμε άλλη φορά».  Δεν ήθελε. Κούνησε το κεφάλι του δεξιά- αριστερά πολλές φορές, «άσε με, πρέπει, μόνο λίγο νερό, κρύο, από το ψυγείο…». Του ‘φερα ήπιε, συνέφερε κάπως.
«Μη με κόβεις, άσε με να στα πω… Δεν είχε τελειώσει ακόμα. Είχε κι άλλα να πει. Έστριψε τσιγάρο, το άναψε και συνέχισε. Έφαγα πολλούς μου είπε, θα φάω κι άλλους. Να ξεβρωμίσει ο τόπος, να μείνουμε οι νοικοκυραίοι να φαγωθούμε μεταξύ μας, να αυγατέψουμε το μερτικό μας ο καθένας. Αλλά η μάνα σου ήθελε και τα ‘παθε. Καλά δεν πέρναγε; Δήθεν η ψυχή της, η συνείδηση…  Συνείδηση λένε οι χαζοί τη χαζομάρα τους, οι νικητές δεν έχουμε τέτοια στο κεφάλι μας, περπατάμε ίσια μπροστά κι ό,τι βρούμε εμπόδιο στο διάβα μας, το σαρώνουμε, γι’ αυτό είμαστε νικητές, ούτε ιδέες, ούτε τέτοια κουραφέξαλα, μόνο η νίκη μετράει και να ‘σαι πάντα με το στρατόπεδο των νικητών…». Τότε πια έκλεισα τα αυτιά μου με τα χέρια μου και πήρα να κλαίω με λυγμούς κι έπειτα το ‘βαλα στα πόδια κι έτρεχα, έτρεχα, μέχρι το λόφο του Μπλάτζα πήγα τρέχοντας κι έμεινα εκεί πάνω στις ερημιές μόνο μου, δώδεκα χρονώ παιδί, μέχρι που ξημέρωσε και μίλαγα μόνος μου κι έλεγα πως ο  πατέρας μου ήταν ρουφιάνος των γερμανών και τώρα πάλι ρουφιάνος ήτανε και πως είχε σκοτώσει τη μάνα μου και  πως τον μισούσα… Και μέσα μου σηκώνονταν κύματα από λάβα και μ’ έκαιγαν, έκαιγαν το νου μου και την ψυχή μου και τη μνήμη μου και σαν να γένναγε το κορμί μου γυαλιά και σίδερα και ‘βγαιναν απ’ τις σάρκες μου κόβοντάς τες χοντρά κομμάτια. Παραλίγο να τρελαινόμουνα εκείνη τη νύχτα, εκείνο το ξημέρωμα, δεν ήθελα τη ζωή μου, να πάω να βρω τη μάνα μου ήθελα, αλλά μετά σκέφτηκα, δεν ξέρω πώς, μέσα σε κείνη την αντάρα του μυαλού μου γεννήθηκε μια σκέψη καθαρή, κρυστάλλινη. Βολικό που θα του ‘ρχότανε να πεθάνω. Δεν μ’ αγαπούσε, δεν θα του ‘λειπα, και δεν θα υπήρχε κανείς να εκδικηθεί το θάνατό της. Ήξερε καλά –το καταλάβαινα πως το ήξερε- πως δεν μπορούσε να με πλάσει όπως ήθελε, ναι, θα του ήταν βολικό να βγω από τη μέση. Και με τη θέλησή μου, σαν τη μάνα μου. Απ’ την τρέλα της πήρε, θα έλεγε στον κόσμο, αν έπρεπε κάτι να πει. Και θα συνέχιζε να κάνει ό,τι έκανε χρόνια τώρα, σκορπώντας γύρω του πόνο και θάνατο.  Ένιωσα πως έπρεπε να σκοτώσω το φονιά της, πως αυτό ήταν το χρέος μου και η εξιλέωσή μου για το τέρας που με γέννησε, μικρή ανάπαψη  για μένα που γεννήθηκα από ένα τέτοιο σατανά.

Κι αποφάσισα να τον βγάλω από τη μέση».

Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου, ήρθε η κουβέντα του και με χτύπησε σαν κεραυνός, τι είχε πει; Δεν μπορεί στ’ αλήθεια να το εννοούσε, χειρότερα ακόμα να το έπραξε. Ο πατέρας μου είδε την έκφραση του προσώπου μου, κατάλαβε πώς πάλευα μέσα μου να δεχτώ τέτοιες κουβέντες κι ακούμπησε το χέρι του στα μαλλιά μου. Είδα στο βλέμμα του μια ανακούφιση…  Κατάλαβα πως ήξερε ότι τον αγαπούσα και τον θαύμαζα, τον είχα πρότυπο κι άγιο μου αλλά και πως ό,τι κι αν μου εξομολογιόταν δεν θα ‘χανε την αγάπη μου και καθώς αυτό γινόταν ξεκάθαρο στο νου του, μπορούσε να συνεχίσει και να ξεφορτώσει την ψυχή του, να μοιραστεί το μυστικό του, μ’ εμένα το σπλάχνο και τον εξομολόγο του. Κατάλαβα πόσο με αγαπούσε που δεν δίσταζε να ανοίξει την ψυχή του και να μου δείξει τι υπήρχε εκεί μέσα, ο πατέρας μου, και σιώπησα για να τον βοηθήσω.
«Μη, μη με κοιτάς έτσι, ναι, σκότωσα τον πατέρα μου.  Δεν ήταν δύσκολο, γιατί δεν το περίμενε. Τον έκαψα ζωντανό εκείνο το ίδιο βράδυ. Ροχάλιζε μεθυσμένος. Δεν ήταν δύσκολο. Κι αυτό ήταν το χειρότερο. Που δεν μου φάνηκε δύσκολο. Που πήρα τόσο εύκολα κι απλά το ρόλο του εκδικητή. Που έγινα σαν αυτόν. Φονιάς.
Έφυγα με τα πόδια, μόνος μου. Με τα ρούχα που φορούσα και την παντοφλίτσα της μάνας μου στην τσέπη. Χωρίς όνομα. Ο γιος της μάνας μου. Όχι ο γιος του ρουφιάνου των γερμανών. Ο γιος της κρεμασμένης. Μόνος μου.  Τρέμοντας να μη μάθει κανείς ποιος ήμουν πραγματικά. Με ένα πόνο που μου έσφαζε ολημερίς τα σπλάχνα, την εικόνα της κρεμασμένης, με ένα πόνο βαθύ σαν καρφί στη μέση του κεφαλιού, που δεν μετάνιωνα μήτε λεπτό για το φόνο του πατέρα μου, ούτε μια τύψη ούτε ένα δάκρυ. Θόλωνε ο νους μου αλλά δεν κατάφερνα να νιώσω μια στάλα  δροσιά για τον πατέρα μου. Όσο μεγάλωνα, όσο μάθαινα τι έγινε εκείνα τα χρόνια, της Κατοχής, τον εμφύλιο και τα μετά τα ήξερα καλά ατός μου, τα ‘ζησα, τα θυμάμαι, τόσο πιο πολύ η ψυχή μου γέμιζε μίσος για τον άντρα εκείνο που έγινε άθελά του πατέρας μου και μια φορά, κλαίγοντας πικρά, τα ‘βαλα και με τη μακαρίτισσα που καταδέχτηκε να τον πάρει στο κρεβάτι της και να τον υποχρεώσει να της σπείρει στα σπλάχνα ένα παιδί, εμένα. Όλη μου τη ζωή σιχαίνομαι τον εαυτό μου, γιατί έχω το αίμα του, είμαι κομμάτι του κι όσες φορές κι αν τον σκοτώσω, πάλι ζει μέσα σε μένα, ακόμα και που τον σκέφτομαι και λέω την ιστορία του –μην κοιτάς που εσύ πρώτη φορά την ακούς, εγώ κάθε μέρα τη λέω στον εαυτό μου- ακόμα, που λες, που τον σκέφτομαι και λέω την ιστορία μας, είναι σαν να ζωντανεύει, σαν να ‘ναι πάλι ζωντανός, νικητής. Εγώ επέλεξα την πλευρά των νικημένων…»

Δεν άντεξα, τον αγκάλιασα, έκλεισα το κεφάλι του στις χούφτες μου, σαν παιδί τον ακούμπησα στο στήθος μου και του φιλούσα τα αραιά λευκά μαλλάκια του. Έμεινε για λίγο έτσι στην αγκαλιά μου κι έπειτα απελευθερώθηκε, στήθηκε καλά και ίσια πάνω στην καρέκλα του και με ρώτησε «Με περιφρονείς, παιδί μου; Τώρα που έμαθες ποιος είμαι με περιφρονείς; Με μισείς που σε υποχρέωσα να έχεις ένα τέτοιο παππού κι ένα φονιά πατέρα;». «Σ’ αγαπάω, πατέρα», είπα, ελπίζοντας ότι η αγάπη μου θα μπορούσε να απαλύνει τις πληγές.  «Σ’ αγαπάω πολύ, ακόμα πιο πολύ τώρα». Δεν φάνηκε να με πιστεύει, αλλά του ‘κανε καλό η κουβέντα. «Τέτοια θεριά σαν τον παππού σου δηλητηριάζουν τη ζωή, είναι καρκίνοι στο κορμί της ανθρωπότητας. Οι νικητές… και τα τσιράκια τους. Σιχάματα… αλλά ήταν πατέρας μου και τον σκότωσα… Ήταν πατέρας μου… αλλά τον σκότωσα. Έκαμα το χρέος μου… Και δεν έχω συγχώρεση, δεν ζητάω συγχώρεση, δεν την δικαιούμαι αλλά έκανα το καθήκον μου, έτσι νομίζω» Κι έπειτα έβαλε το χέρι στην τσέπη κι έβγαλε κάτι και το ακούμπησε μπροστά μου πάνω στο τραπέζι. Μια παλιά, ταλαιπωρημένη παντοφλίτσα. «Είναι η παντοφλίτσα της μάνας μου. Να την πάρεις εσύ τώρα. Να την φυλάξεις καλά. Άγια γυναίκα, βασανισμένη. Να τη φυλάξεις καλά κι όταν γεράσεις να το δώσεις στον Άγγελο κι αυτός να το δώσει στο δικό του παιδί.  Ένα τέρας ήτανε… Αλλά υπάρχουν τόσα τέρατα ακόμη. Να φυλάξεις τη γυναίκα σου και το παιδί σου. Μακάρι να μη χρειαστεί ποτέ να φτάσεις τόσο μακριά, αλλά αν χρειαστεί μη διστάσεις».
Δεν είπα τίποτε πια. Με το ένα χέρι κρατούσα την παντοφλίτσα και με το άλλο του σκούπιζα το πρόσωπο από τον ιδρώτα και τα δάκρυα.

Ο πατέρας μου πέθανε λίγες μέρες μετά. Η Έριν είπε ότι είχε ήρεμο πρόσωπο. Και με ρώτησε μετά πολλές φορές γιατί έβαλα να σκαλίσουν πάνω στο μάρμαρο του τάφου του κάτι που έμοιαζε με παντοφλίτσα.

Φεβρουάριος – Ιούλιος 2018
Διαβάστε περισσότερα »
Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 8:20 π.μ. 0 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Μοιραστείτε το στο TwitterΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα
Εγγραφή σε: Αναρτήσεις (Atom)
  • Κείμενα
  • Δημοφιλή
  • Πρόσφατα

Δημοφιλή

  • (χωρίς τίτλο)
      ΑΛΚΗΣΤΗ                                                      Leonora Carrigton, Muher Conciencia(1972)        ἀρκοῦμεν ἡμεῖς οἱ προθν...
  • Έκπληξις
                Το καφενείο ήταν από 'κεινα τα παλιά, που λίγα έχουν πλέον απομείνει ξεχασμένα σε κάποιες μάλλον φτωχές, ξεχασμένες κι αυ...
  • ΤΙ ΒΛΕΠΕΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΗΣ
        Εdward Hopper Ήθελε να πάρει την άδειά της νωρίτερα φέτος. Απ’ τον Ιούνιο αν ήταν δυνατόν και όλες μαζί τις μέρες που δικαιούταν, να τ...
  • Καϊρία, βοΐτι
                      - Καϊρία βοΐτι...          Τι μου λέει; Δεν καταλαβαίνω. Είναι μικροκαμωμένος και μελαμψός. Τα μάτια του μοιάζο...
  • ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ (3)
    Με βήματα αργά προσεκτικά διασχίζει το τοπίο του Σαββάτου Πριν προσγειωθεί στην Κυριακή βλασταίνει χάρες σε αναμονές ανυπεράσπισ...
  • (χωρίς τίτλο)
    Παιδάκι, να ένα μήλο Ένα όμορφο μαύρο παιδί καθόταν μεσημέρι Κυριακής έξω από το σπίτι του. Ήταν ένα ζεστό χειμωνιάτικο μεσημέρι σε μ...
  • Η ΧΗΡΑ
             Τους πρώτους μήνες μετά το θάνατο της μητέρας μου, πήγαινα πολύ τακτικά στο νεκροταφείο, σχεδόν κάθε μέρα, άλλοτε μεσημέρι...
  • ΗΡΟΔΟΤΟΥ 7 ΚΑΙ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ
    Η πολυκατοικία στην οποία μένω είναι σχετικά παλιά για τα μέτρα με τα οποία μετράμε πια την παλαιότητα των πολυκατοικιών της Αθήνας. ...
  • ...ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
    Πρωτοχρονιά έκανε πάντοτε στο σπίτι των γονιών της. Ήταν μια παλιά συνήθεια της οικογένειάς της, που σαν άνθρωποι της πόλης δεν τηρούσαν γε...
  • Υπόληψις
    STEFAN PFUERTNER ( https://pixels.com/featured/dark-landscape-stefan-pfuertner.html )          Τον ‘βλέπαν οι άνθ...

Πληροφορίες

Μαρώ
Προβολή πλήρους προφίλ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κείμενα

  • ▼  2022 (1)
    • ▼  Ιανουαρίου (1)
      • ΤΙ ΒΛΕΠΕΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΗΣ
  • ►  2021 (1)
    • ►  Μαΐου (1)
  • ►  2020 (3)
    • ►  Απριλίου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2019 (4)
    • ►  Μαΐου (2)
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (1)
  • ►  2018 (3)
    • ►  Οκτωβρίου (1)
    • ►  Ιουλίου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
  • ►  2016 (4)
    • ►  Αυγούστου (2)
    • ►  Ιουλίου (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2015 (2)
    • ►  Δεκεμβρίου (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (1)
  • ►  2014 (1)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
  • ►  2013 (3)
    • ►  Αυγούστου (2)
    • ►  Μαΐου (1)
  • ►  2012 (7)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (1)
    • ►  Μαΐου (1)
    • ►  Απριλίου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2011 (11)
    • ►  Δεκεμβρίου (2)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
    • ►  Οκτωβρίου (2)
    • ►  Σεπτεμβρίου (2)
    • ►  Αυγούστου (4)
 

Κατηγορίες

  • Διήγημα (13)
  • Ποίηση (1)

Αναγνώστες

Marotora. Από το Blogger.
 

Ηρώ Νικοπούλου

  • histopia
    Η λογική της ενδοαριστερής βίας: κομματικοί εναντίον τροτσκιστών/αρχειομαρξιστών
    Πριν από 8 χρόνια

Κατηγορίες

  • Διήγημα (13)
  • Ποίηση (1)

About Me

Μαρώ
Προβολή πλήρους προφίλ
 
© 2011 Διηγήματα & νουβέλες | Σχεδίαση: Ν. Cabilis & WindGames