skip to main | skip to sidebar

Διηγήματα & νουβέλες

Μαρώ Τριανταφύλλου

Pages

  • Αρχική σελίδα
 
  • Αρχική
  • Σύνδεσμοι
    • Γράφοντας...
    • Η Εποχή

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

...ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


Πρωτοχρονιά έκανε πάντοτε στο σπίτι των γονιών της. Ήταν μια παλιά συνήθεια της οικογένειάς της, που σαν άνθρωποι της πόλης δεν τηρούσαν γενικά έθιμα και παραδόσεις,  να είναι μαζί στο γύρισμα του χρόνου, να σβήνουν τα φώτα δώδεκα παρά ένα λεπτό, να τα ανάβουν έπειτα μόλις οι δείκτες του ρολογιού που είχαν ενωθεί για να δείξουν μεσάνυχτα άρχιζαν δειλά αλλά μοιραία να χωρίζουν, να λένε με τρυφερότητα «χρόνια πολλά» ο ένας στον άλλον και να κόβουν την πίτα με γέλια στοιχηματίζοντας για το φλουρί. Ήταν μοναχοπαίδι –αυτός που θα μπορούσε να είναι ο μεγαλύτερος αδερφός της είχε πεθάνει πριν από τη δική της γέννηση κι άλλα παιδιά δεν αποφάσισαν να κάνουν οι γονείς της, σαν να φοβήθηκαν μη προκαλέσουν τη μοίρα. Ήταν όμως πολύ ανεξάρτητη από μικρή. Πριν να γίνει είκοσι χρόνων έφυγε από το σπίτι και ζούσε μόνη της από τη δουλειά της. Ωστόσο είχε στους γονείς της αδυναμία και τους επισκεπτόταν συχνά πυκνά. Τους φρόντιζε με τρυφερότητα. όχι από καθήκον ή ευγνωμοσύνη. Της ήταν εντελώς αυτονόητη αυτή η φροντίδα. Έτσι κι αλλιώς ήταν γεροί άνθρωποι, χωρίς προβλήματα υγείας. Όμως κρατούσε και τις απαραίτητες αποστάσεις ώστε να μην μπορούν να παρεμβαίνουν και πολύ στη ζωή της.
Ναι, πρωτοχρονιά έκανε πάντοτε στο σπίτι των γονιών της. Δεν της το είχαν ζητήσει. Το έκανε οικειοθελώς. Της άρεσε. Αντιθέτως, δεν της άρεσαν τα οργανωμένα ρεβεγιόν, σε σπίτια και ταβέρνες. Στο σπίτι της περνούσε καλά. Έμπαινε ο καινούριος χρόνος ήσυχα, έπειτα, κατά τη μία, οι γονείς της πήγαιναν για ύπνο  κι εκείνη έμενε μόνη της, μπροστά στην τηλεόραση, να παρακολουθεί αφηρημένη τα εορταστικά προγράμματα. κάπου-κάπου, αν το αυτί της έπιανε ένα τραγούδι που της άρεσε, το σιγομουρμούριζε μαζί με τον τραγουδιστή, έπειτα χανόταν πάλι σε σκέψεις και όνειρα, ώσπου βυθιζόταν στον ύπνο κι εκείνη ως αργά την άλλη μέρα. Όταν βγήκαν τα βίντεο και μετά τα DVD player, τα πρωτοχρονιάτικα βράδια στο σπίτι έγιναν ακόμη πιο ευχάριστα, αφού νοίκιαζε τα αγαπημένα της χολιγουντιανά μιούζικαλ και παρακολουθούσε τη μια πίσω από την άλλη δυο και τρεις ταινίες όλη τη νύχτα.



Η πρώτη πρωτοχρονιά μετά το θάνατο του πατέρα ήταν δύσκολη, πολύ δύσκολη. Θλίψη και κατήφεια βάραινε το σπίτι και τις ψυχές τους, τη δική της και της μητέρας της. Η γερόντισσα έκλαιγε όλη την ώρα και αναθυμιότανε τον άντρα της και τις χάρες του και συνεχώς τον μελετούσε. Με το ζόρι την έπεισε να ανοίξουν τηλεόραση για να δουν το γύρισμα του χρόνου στο Σύνταγμα, με το ζόρι την έπεισε να κόψουν την πίτα που είχε αγοράσει την παραμονή το μεσημέρι. Η μάνα της αρνήθηκε επίμονα να πάρει εκείνη το μαχαίρι και να την τεμαχίσει ονομάζοντας ένα-ένα τα κομμάτια, του Χριστού, του Άη Βασίλη, του Φτωχού… «Την πίτα την έκοβε πάντα ο νοικοκύρης του σπιτιού, ο πατέρας σου, εγώ τώρα δεν μπορώ, να την κόψεις εσύ. εσύ είσαι τώρα ο αρχηγός της οικογένειας». Δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει μέσα στην πίκρα της –του είχε αδυναμία του πατέρα της και δυσκολευόταν πολύ να δεχτεί την απουσία. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ τον εαυτό της ως αρχηγό σε κάτι, σε μια ομάδα, ας πούμε, και από την άλλη, δυο άνθρωποι μόνοι τους ήταν αυτή και η μάνα της, τι έννοια είχε τούτος ο λόγος; Αλλά είχε και το ήξερε. Έκοψε, λοιπόν, χωρίς πολλά σχόλια την πίτα, αλλά από συνήθεια (μπορεί και όχι, κάνει πολλά παιχνίδια το ασυνείδητο) έκοψε κι ένα κομμάτι για τον πατέρα και το χειρότερο εκεί βρισκόταν το φλουρί. Έτσι την επόμενη πήγε στο νεκροταφείο ταραγμένη και το άφησε στο νιόσκαφτο τάφο. Δεν πίστευε σε οιωνούς και προμηνύματα αλλά ταράχτηκε με τη σύμπτωση.
Στα έντεκα χρόνια που ακολούθησαν ως το θάνατο της μητέρας της, εξακολούθησε να πηγαίνει στο πατρικό της  για την Πρωτοχρονιά. Οι δυο γυναίκες συνέχισαν να κάνουν μόνες τους ό,τι ακριβώς έκαναν κι όταν ζούσε ο πατέρας: εκείνη έκανε τα ψώνια (μόνη της πλέον, ενώ στο παρελθόν πήγαινε με τον πατέρα της), η μητέρα ετοίμαζε το σπίτι και λίγους μεζέδες για το βράδυ, άνοιγαν τηλεόραση, περίμεναν να ακούσουν τον παρουσιαστή να μετρά ανάποδα, έσβηναν κι άναβαν τα φώτα –η μητέρα της μάλιστα άναβε και το καντήλι – έκοβαν την πίτα… Μετά πέθανε και η μητέρα.
«Θα έρθεις οπωσδήποτε να κάνουμε πρωτοχρονιά όλοι μαζί», της είπε η καλύτερη της φίλη εκείνη τη χρονιά. Αυτή δεν ήθελε, αρνήθηκε επίμονα, αλλά η άλλη δεν σήκωνε κουβέντα. Δεν ήθελε να την αφήσει ολομόναχη τέτοια μέρα και με το πένθος τόσο πρόσφατο, εξήγησε στον άντρα της που τη μάλωσε για την τόση επιμονή. Αυτή πάλι κατάλαβε την καλή πρόθεση, το φόβο της φίλης της μη και περάσει τη νύχτα κλαίγοντας, το εκτίμησε, και, μολονότι ήταν σίγουρη πως δεν θα πέρναγε καλά, πήγε. Για να μη χαλάσει το χατίρι της Βέρας. Και όντως δεν πέρασε καλά, φεύγοντας, όμως, γύρω στις δύο, είπε ότι όλα ήταν τέλεια και ευχαρίστησε για την πρόσκληση. Αν δεν είχε χωρίσει με τον Παναγιώτη, θα τον έπαιρνε από τις σκάλες ακόμη στο τηλέφωνο για να βρεθούν να περπατήσουν μέσα στην πρωτοχρονιάτικη νύχτα. Της άρεσε πάντα ένας περίπατος το βράδυ της πρωτοχρονιάς, αργά, όταν οι δρόμοι έχουν πια αδειάσει. Αφού δεν μπορούσε να περπατήσει με τον Παναγιώτη, έκανε τον περίπατο μόνη της- ένα μικρό περίπατο γύρω από το σπίτι της, κι έπειτα γύρισε και κοιμήθηκε. Είχε μιαν ακόμη οφειλή: ένα τραπέζι που την είχαν καλεσμένη το μεσημέρι, στου φίλου της του Βασίλη. Πήγε κι εκεί. Έτσι εκείνη τη χρονιά, την πρώτη χρονιά μετά το θάνατο της μητέρας της  ένιωσε ένα βάρος στην ψυχή και πως δεν είχε αλλάξει ο χρόνος ένιωσε και πως θα ‘σερνε τη θλίψη της πρώτης χρονιάς της ορφάνιας για ένα ολόκληρο χρόνο. Περίεργα πράγματα…


Την επόμενη, όμως χρονιά ήταν αποφασισμένη να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Στο μεταξύ είχε εμφανιστεί ένας καινούριος άντρας στη ζωή της. Αυτός της πρότεινε να πάνε ένα ταξίδι, να κάνουν πρωτοχρονιά στο εξωτερικό, ίσως στο Λονδίνο. Του το ξέκοψε. «Θα βρεθούμε την επόμενη, το βράδυ της πρωτοχρονιάς είναι οικογενειακό». Αυτός δεν σκέφτηκε να τη ρωτήσει τι εννοούσε, πιθανώς να νόμιζε πως ήταν καλεσμένη σε συγγενείς. Και σ’ όσους φίλους τηλεφώνησαν με προσκλήσεις και προτάσεις, είπε τα ίδια. Κι άλλοι νόμισαν πως θα πάει σε τίποτε θείους και ξαδέλφια κι άλλοι πως το λέει σα δικαιολογία, για να περάσει την πρωτοχρονιά με τον Παντελή, έτσι τον έλεγαν τον καινούριο άντρα στη ζωή της. Αυτό έβαλε με το νου της και η καλύτερή της φίλη και, καθώς έκλεινε το τηλέφωνο πρόσθεσε μια νότα πονηριάς στις ευχές για την ημέρα. Δεν την ένοιαξε. Ας νόμιζαν ό,τι ήθελαν, αρκεί να έκανε πρωτοχρονιά όπως ήθελε αυτή, όπως την είχε σχεδιάσει από καιρό μέσα της. Όχι, δεν θα άφηνε αυτή τη φορά κανένα να της χαλάσει τα σχέδια.

 Την προπαραμονή ζήτησε να φύγει από το γραφείο δυο ώρες νωρίτερα. Για το λόγο αυτό ακριβώς είχε πάει στη δουλειά  μισή ώρα νωρίτερα το πρωί. Άλλωστε ήταν ευσυνείδητη υπάλληλος, παραγωγική, αποτελεσματική, κανείς προϊστάμενος δεν είχε παράπονο μαζί της, ίσα-ίσα πολλοί τμηματάρχες και διευθυντές της είχαν προτείνει κατά καιρούς συνεργασία. Το κεντρικό κτίριο της «Ευθύνη Ασφαλιστική ΑΕ», όπου εργαζόταν, βρίσκεται πολύ κοντά στην Ομόνοια και θα της ήταν εύκολο να πάει στη Βαρβάκειο για ψώνια –αυτό έκαναν άλλωστε οι περισσότεροι συνάδελφοί της. Αλλά αυτή δεν μπορούσε την πολυκοσμία, τις φωνές, τα παινέματα των προϊόντων από τους πωλητές, εκείνο το διαπεραστικό «πάρε-πάρε», που μυδραλλιοβολούσε σαν προσταγή τ’  αυτιά της. Κυρίως δεν άντεχε τις μυρωδιές. Από τα κρέατα και τα κοτόπουλα. Η μυρωδιά του αίματος της έφερνε αναγούλα. Έτσι πήγε για ψώνια στη γειτονιά της.
Γνώριζε τον χασάπη από παιδί κι αυτός τη γνώριζε επίσης πολύ καλά. Είχε γεράσει πια και δεν έβλεπε πολύ καλά αλλά τον είχε εμπιστοσύνη. Αντίθετα δεν πολυσυμπαθούσε το γιο του, μπαγαποντάκος της φαινότανε, σα λειψό πάντα στο ζύγι το κρέας, αλλά δε μίλαγε ούτε ποτέ έκανε τον κόπο να πάει παραδίπλα να το ζυγίσει για να βεβαιωθεί. Μπήκε στο κρεοπωλείο με αέρα φουριόζο, τη χαιρέτισε ο ιδιοκτήτης, χάρηκε που τον βρήκε μόνο του, αγόρασε αρνί και λίγες μπριζόλες μοσχαρίσιες και λουκάνικο, λίγο κιμά και δυο στήθη από κοτόπουλο (το σιχαινόταν το κοτόπουλο, μόνο το στήθος κατόρθωνε να τρώει κι αυτό αφού το μαγείρευε με τόνους κανέλλας και άλλων μπαχαρικών). Έπειτα πήγε στο σούπερ μάρκετ και ψώνισε τυριά, αλλαντικά, αλεύρι, βούτυρο και ζάχαρη και δυο μεγάλα κουτιά βανίλιες και ένα μεγάλο βαζάκι φουσκωτικό κι ό,τι άλλο χρειαζόταν για τη γιορτή αλλά και για την καθημερινότητα που θα την ακολουθούσε, κυρίως απορρυπαντικά.
Μαζεύτηκαν στο ταμείο πολλές σακούλες και βαριές. Πώς θα τα κουβάλαγε ως το σπίτι της; Είχε και το κρέας. Η ταμίας της πρότεινε να της τα φέρει ως την πόρτα της η ειδική υπηρεσία που είχε γι’ αυτό το κατάστημα, «χωρίς καμιά επιβάρυνση» τόνισε, αλλά εκείνη, όχι, δεν το είχε σχεδιάσει έτσι, ήθελε να τις πάει μόνη της στο σπίτι τις σακούλες, να τις ανεβάσει με το ασανσέρ, να τις βγάλει από το θάλαμο, να τις αραδιάσει μπροστά στην πόρτα, να ψάξει τα κλειδιά, να ξεκλειδώσει, να τις βάλει μια-μια μέσα στο χωλ, να σηκώσει τα μάτια και να δει το δέντρο στολισμένο –α, ναι είχε στολίσει το δέντρο, ένα μικρό γύρω στο ένα μέτρο, που αγόρασε στις 15 Δεκεμβρίου μαζί με πολλά φωτάκια, χρυσόσκονη, ψεύτικο χιόνι και λίγες κόκκινες και χρυσές μπάλες. Να μεταφέρει έπειτα τις σακούλες στην κουζίνα, να τις αδειάσει, να τακτοποιήσει τα ψώνια, άλλα στο ψυγείο, άλλα στα ντουλάπια κι άλλα να τα αραδιάσει πάνω στον πάγκο ώστε να είναι έτοιμη για το μαγείρεμα την επόμενη. Έτσι το ήθελε. Γι’ αυτό παρακάλεσε να της δανείσουν για λίγη ώρα ένα καροτσάκι, δεν έμενε μακριά, είπε, θα το επέστρεφε αμέσως.
 Ήταν πελάτισσα χρόνια, τη γνώριζαν οι παλιοί υπάλληλοι και ο διευθυντής του καταστήματος τη γνώριζε επίσης –της είχε ζητήσει κάποτε μια συμβουλή για ασφαλιστικά ζητήματα, του είχε λύσει το πρόβλημά του πολύ γρήγορα και με εχεμύθεια, και έκτοτε τη χαιρετούσε με σεβασμό, μάλλον τη φλέρταρε κιόλας διακριτικά. Όταν του είπε τι ήθελε, προθυμοποιήθηκε να την πάει ο ίδιος με το αυτοκίνητό του στο σπίτι της –κανένας κόπος, αντιθέτως, ευχαρίστησή μου, κυρία Κλαίρη (την αποκαλούσε με αυτόν τον αστείο τρόπο, προσπαθώντας δειλά και πονηρά να διασχίσει την απόσταση ως τον ενικό)- αυτή επέμενε στο καροτσάκι, δεν της χάλασε χατίρι.


Το βράδυ συγύρισε το σπίτι, κρέμασε φρεσκοπλυμένες και καλοσιδερωμένες κουρτίνες, άλλαξε πετσετάκια, έβαλε κεριά γύρω-γύρω, κόκκινα και χρυσά, άλλα μόνα τους, άλλα μέσα σε φωλιές από χόρτο και ψεύτικο γκι, άλλα μέσα σε χριστουγεννιάτικα πολύχρωμα κηροπήγια. Έβγαλε από τα ντουλάπια κούπες και πιατέλες με γιορτινά στολίδια –αγόραζε ένα δυο τέτοια γυαλικά κάθε χρόνο και είχε πλέον πολλά και σε μεγάλη ποικιλία. Έβγαλε  και το καλό σερβίτσιο της μαμάς της, άσπρο με νταντελωτή μπορντούρα χρυσαφιά και τα κρυστάλλινα ποτήρια που είχε πάρει τέσσερα χρόνια πριν με την πιστωτική της κάρτα και τα  μαχαιροπήρουνα τα καλά επίσης –αυτά δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο ούτε πολύ κομψά ούτε ακριβά αλλά τα αγαπούσε και τα έβγαζε μόνο όταν είχε τραπέζι σε φίλους. Κουρασμένη, αποκοιμήθηκε παρακολουθώντας μια αδιάφορη ταινία στην τηλεόραση.


 Την παραμονή το γραφείο σχόλασε στη μία. Χαιρετήθηκαν εγκάρδια με τους συναδέλφους, αντάλλαξαν ευχές, μερικοί προσπάθησαν να ξεφύγουν από τα τυπικά, να πουν μια πρωτότυπη ευχή, άλλοι τα κατάφεραν, άλλοι γελοιοποιήθηκαν. σχηματίστηκαν μια δυο παρέες να πάνε για ένα γρήγορο ουζάκι στα μεζεδάδικα της περιοχής, άλλοι έφυγαν γρήγορα-γρήγορα για να τελειώσουν τις δουλειές που τους είχαν απομείνει. «Μείνε, ρε Κλαίρη», είπε ο Φώτης, που μόλις είχε ανακοινώσει τον αρραβώνα του με τη Μιράντα και ήθελε να κεράσει τους πιο αγαπημένους συναδέλφους του. «Τι ανάγκη έχεις εσύ; Σε ποιον δίνεις λογαριασμό;». «Αχ, μωρέ Φώτη», είπε αυτή με χαρούμενη φωνή, «θα έμενα ευχαρίστως αλλά έχω γιορτή στο σπίτι το βράδυ και πρέπει να ετοιμάσω» κι έφυγε, δίνοντάς του ένα φιλί στο μάγουλο για να το δώσει, τάχα, της Μιράντας.
Στο δρόμο αγόρασε γλυκά και λουλούδια, δυο μπουκάλια κόκκινο κρασί πολύ καλής ποιότητας από μια κάβα που της είχε εμπιστοσύνη, γιατί αυτή δεν ήξερε από ποτά, πήρε και μια κρεμμύδα και τρία μεγάλα ρόδια. Είχε ενημερώσει το φούρνο της γειτονιάς της να της κρατήσει ένα βασιλόψωμο, αυτήν την κουλούρα με το καρύδι στη μέση, την αρωματισμένη με γλυκάνισο, που δεν της άρεσε αλλά τη θεωρούσε απαραίτητη για το γιορτινό τραπέζι. Από μια Φιλιππινέζα, που πούλαγε παιχνίδια στο δρόμο, αγόρασε έναν Άη-Βασίλη που έπαιζε σαξόφωνο (τρελαινόταν για τέτοια πράγματα) κι αφού πήγε λίγα μέτρα παρακάτω, το μετάνιωσε, γύρισε πίσω κι αγόρασε άλλους τρεις σε παραλλαγές για να τους χαρίσει στα παιδιά της γειτόνισσας –είχε κανονίσει να έρθουν στις πέντε το απόγευμα να της πουν τα κάλαντα.
Όταν έφτασε στο σπίτι πέταξε τα ψώνια στο πάτωμα, έβγαλε τις μπότες από τα πόδια της και τακτοποίησε τα λουλούδια στα βάζα. Έπειτα τσίμπησε κάτι πολύ λιτό στα γρήγορα, έβαλε γιορταστική μουσική στο CD player κι άρχισε να ετοιμάζει για το βράδυ. Σιγοτραγουδούσε, έμπαινε, έβγαινε, τακτοποιούσε, στόλιζε κι άρχιζε σιγά-σιγά να μαγειρεύει. Της άρεσε το μαγείρεμα και τα κατάφερνε περίφημα, όσο, όμως, ζούσε η μητέρα της, ποτέ δεν την άφηνε να κάνει τίποτε, η κουζίνα της ήταν ένα άβατο για όλους και προπαντός για την κόρη της. Αυτή νευρίαζε, την ενοχλούσε που δεν είχε συμμετοχή στις προετοιμασίες του τραπεζιού, εκτός από πράγματα πολύ απλά («κόψε σαλάτα», «πάνε το κρασί στο σαλόνι» και τα τέτοια), αλλά τι να ‘λεγε; Ήταν το σπίτι της μητέρας της. Άρχισε, λοιπόν, σιγά-σιγά να μαγειρεύει. Μιλούσε μόνη της. «Λοιπόν, μπαμπά, θα βάλω αρνάκι στο φούρνο με πατάτες», «Ρε μάνα, πώς τις κόβαμε τις πατάτες; Στα τέσσερα; Ή να τις κόψω πιο μικρές; Σα μεγάλες μου φαίνονται και δεν θα ψηθούνε καλά». Θυμήθηκε τον Παντελή και τον πήρε ένα τηλέφωνο στα γρήγορα «Κακούργα», της είπε εκείνος γελαστά, «που μ’άφησες μόνο μου, τέτοια μέρα», «Έ, τι να κάνουμε», είπε αυτή, «έχω τη γιορτή σήμερα, άλλωστε αύριο θα πάμε στου Βασίλη μαζί» -έτσι το είχαν κανονίσει, να πάνε στη γιορτή του δικού της φίλου. Μετά ήρθαν τα γειτονόπουλα με τη μαμά τους, είπαν τα κάλαντα, πήραν τα δώρα τους, το χαρτζιλίκι τους, έκατσαν λίγο κι έφυγαν. Της άρεσε να ακούει τα κάλαντα, αυτή δεν τα είχε πει ποτέ, οι δικοί της δεν την άφηναν, μοναχοπαίδι και φοβούνταν.
Συνέχισε τις προετοιμασίες. Έκοψε τα μαρούλια για τη σαλάτα, άνοιξε μια κονσέρβα καλαμπόκι, ετοίμασε τη βινεγκρέτα και την έβαλε στο ψυγείο. Έπειτα άνοιξε χώρο και ετοίμασε τα υλικά για τη βασιλόπιττα –το αλεύρι, τα αυγά, το βούτυρο, τις βανίλιες, τη ζάχαρη, το φουσκωτικό, όλα. Ετοίμασε τη ζύμη σύμφωνα με μια παλιά συνταγή που είχαν από μια γριά γειτόνισσα μικρασιάτισσα, κι όταν ήταν σχεδόν έτοιμη για να τη βάλει στο φούρνο πια, άνοιξε το πορτοφόλι της κι έβγαλε ένα ευρώ, το ‘πλυνε καλά, με χλωρίνη, το ξέβγαλε, το τύλιξε σφιχτά σε ασημόχαρτο, το βύθισε στη μέση της ζύμης κι έπειτα ανακάτεψε για λίγο ακόμα τα υλικά μέχρι που το φλουρί χάθηκε μέσα στη γλυκιά μυρωδάτη μάζα, που σε λίγο θα γινόταν μια νόστιμη πίτα. Έριξε το ταψί στο φούρνο και την παρακολουθούσε με αγωνία να φουσκώνει. «Καλή γίνεται, κοίτα, μάνα, και μοσχοβολάει». Ετοίμασε το ταψί για το ψητό, στόλισε κουραμπιέδες και μελομακάρονα στις πιατέλες, σε μια άλλη έβαλε λίγες δίπλες.
 Στο μεταξύ είχε σκοτεινιάσει, άναψε τα φώτα, άνοιξε την τηλεόραση κι άρχισε να στρώνει το τραπέζι. Έβαλε καθαρό άσπρο τραπεζομάντιλο, ένα μόνο σερβίτσιο αλλά  πλήρες και με την πρέπουσα διάταξη, στόλισε το τραπέζι της με ένα πανεράκι πρασινάδα και τέλος έβαλε ωραίες χαρτοπετσέτες με τον Άη-Βασίλη πάνω στο έλκηθρο. Κοίταξε την ώρα, κόντευε οκτώ.
Έβγαλε την πίτα κα την άφησε πάνω στο μάρμαρο να κρυώνει κι έριξε στο φούρνο το ταψί με το αρνί. Μέχρι τις δέκα θα είναι έτοιμο, σκέφτηκε. Η πίτα ήταν για φωτογραφία. Αυτοθαυμάστηκε για λίγα λεπτά, μιλώντας  τρυφερά στον εαυτό της. Επιθεώρησε έπειτα το σπίτι, όλα στην εντέλεια. Ένιωσε μια βαθιά χαρά. Σε λιγότερο από τέσσερις ώρες θα έμπαινε ο καινούριος χρόνος.
Άνοιξε το παράθυρο και ανάσανε βαθιά τον αέρα της νύχτας. Έκανε κρύο αλλά ο ουρανός ήταν καθαρός. Άδειος ο δρόμος κι όλα τα παράθυρα φωτισμένα. Άλλες φορές την πιάνανε τα νεύρα της με τον στολισμό των μπαλκονιών, τους κιτσάτους φωτεινούς Αη-Βασίληδες, τα άπειρα φωτάκια που έρρεαν από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, τις γιρλάντες και όλα τα σχετικά. Και με τη διακόσμηση των δήμων θύμωνε, τόσο ανούσια, τόση έλλειψη φαντασίας. Εκείνο το βράδυ, αντιθέτως, χαμογέλασε. Είδε τη νύχτα με παιδιάστικη αφέλεια. Θυμήθηκε μια πρωτοχρονιά πριν από χρόνια, που περίμεναν τη μικρή αδερφή του πατέρα της να γεννήσει από ώρα σε ώρα. Το μωρό εκείνης της χρονιάς τώρα ήταν μια σχεδόν τριαντάρα γυναίκα… Το κουδούνισμα του τηλεφώνου την έφερε πίσω στο χρόνο. Ήταν η καλύτερή της φίλη, που της υπενθύμιζε το μεσημεριάτικο τραπέζι. «Οπωσδήποτε, μ’ ακούς; Άσε τις πονηριές, σε περιμένουμε οπωσδήποτε. Στο Βασίλη θα πάτε το βράδυ». Κάτι πήγε να πει αυτή, πού θα το βάλω τόσο φαΐ και τα τέτοια, η Βέρα ανένδοτη, υποχώρησε μόνο στην ώρα,  δύο το μεσημέρι.
Όταν έβγαλε το ταψί από το φούρνο, σέρβιρε σε μια από τις γιορταστικές πιατέλες, τακτοποίησε και όλα τα υπόλοιπα, έστρωσε τις άκριες του τραπεζομάντιλου ώστε να είναι άψογο και κάθισε στην καρέκλα της. Άλλαξε κανάλι στην τηλεόραση, απάντησε σε δυο τηλέφωνα, το ένα ήταν ο Παντελής, «ναι, αγάπη μου, ετοιμάζομαι, όχι, είμαι ακόμα με τη φόρμα», έπειτα σηκώθηκε, πήγε στην κρεβατοκάμαρα και έφερε το κινητό της –της άρεσε να παίρνει τα μηνύματα που έστελναν οι φίλοι αμέσως μετά την αλλαγή του χρόνου, έστελνε κι αυτή κάμποσα.


Πριν να κάτσει στο τραπέζι, συγυρίστηκε λίγο, δεν άλλαξε ρούχα, αλλά χτένισε τα μαλλιά της κι έβαλε άρωμα. Φόρεσε και τις καινούριες παντόφλες –«είναι μπερεκέτι να φοράς κάτι καινούριο, όταν μπαίνει ο χρόνος», έλεγε η μητέρα της.
Ήρθε μετά στο σαλόνι και κάθισε στο τραπέζι. Τσίμπησε λίγο από το πιάτο, αλλά ήταν πολύ κουρασμένη και δεν πεινούσε. «Δεν πειράζει», σκέφτηκε, «λίγο αργότερα». Παρακολουθούσε το πρόγραμμα της κρατικής τηλεόρασης με κάλαντα από όλη την Ελλάδα και δημοτικούς χορούς. Άρεσαν πολύ του πατέρα της, μολονότι ο ίδιος δεν χόρευε ποτέ και τραγουδούσε σπάνια. Ωστόσο, όταν μπορούσε, έβλεπε στην τηλεόραση τα κυριακάτικα μεσημέρια εκπομπές που παρουσίαζαν συγκροτήματα παραδοσιακών χορών και σχολίαζε τις ικανότητές τους με ευχαρίστηση.
Πονούσε η πλάτη της –ήταν και τελείως αγύμναστη, είχε πάρει και λίγο βάρος τελευταία, βάλε  που είχε κουραστεί επίσης για να ετοιμάσει τη γιορτή για το πρωτοχρονιάτικο βράδυ της- είπε να αράξει στον καναπέ, να χαλαρώσει λίγο, να ξεκουραστεί. Έβαλε δυο γουλιές κρασί σε ένα κρυστάλλινο ποτήρι με πόδι, αφού άνοιξε με δυσκολία το μπουκάλι –άλλωστε έπινε ελάχιστα, δεν το συνήθιζε το ποτό. Μισοξάπλωσε βάζοντας δυο μαξιλάρια σαν προσκέφαλο, έβαλε δίπλα της το τηλεχειριστήριο και το κινητό, τράβηξε το ριχτάρι και το ‘ριξε πάνω της. Το δωμάτιο ήταν φωτεινό και ζεστό, τα λαμπάκια του δέντρου αναβόσβηναν, μια γιρλάντα από φωτάκια γύρω από την κάλτσα των δώρων, που είχε κρεμάσει στο χερούλι ενός συρταριού, αναβόσβηνε επίσης, γύρω από το δέντρο είχε σκορπίσει τα δώρα που είχε αγοράσει για τους φίλους. Ναι, το δωμάτιο ήταν ζεστό και φιλικό και χαρούμενο, γεμάτο μυρωδιές και μουσική, τόσο γιορτινό και όμορφο, όσο ποτέ, όσο καμιά άλλη πρωτοχρονιά. Σιγομουρμούρισε ένα τραγούδι μαζί με τον τραγουδιστή στην τηλεόραση, είδε το ρολόι στην πάνω δεξιά μεριά της οθόνης να γράφει 0.45.35, 0.45.34, 0.45.33, μετρούσε ανάποδα, καλλιτέχνες έβγαιναν κι έλεγαν ευχές, ωραία που ήταν η πίτα πάνω στο τραπέζι, φουσκωτή, ξεροψημένη, και με μαρέγκα είχε γράψει επάνω «Ευτυχισμένος ο νέος χρόνος» (ο νέος, όχι ο «καινούριος», που της άρεσε πιο πολύ, ήταν μεγαλύτερη λέξη, έκανε το χρόνο πιο καινούριο, περισσότερο γεμάτο από προσδοκίες και ελπίδες, αλλά είχε πολλά γράμματα και δεν χωρούσε). Μοσχοβόλαγε, η βασιλόπιττα. Μπορεί φέτος να της έπεφτε το φλουρί, δεν είχε κερδίσει ποτέ  το φλουρί ούτε στο σπίτι, ούτε στη δουλειά, πουθενά… Σε λιγότερο από μισή ώρα θα ‘σβηνε τα φώτα, θα τα ξαναάναβε και θα ήταν μια νέα χρονιά και θα έκοβε τη βασιλόπιττα, λιγόστευαν συνεχώς τα κομμάτια, του Χριστού, του Άη-Βασιλιού, του Φτωχού, της νοικοκυράς, δηλαδή του εαυτού της…
 Όταν άνοιξε τα μάτια της έξω έλαμπε ο ήλιος, η μέρα ήταν παγωμένη αλλά πολύ φωτεινή. Η τηλεόραση έπαιζε ένα πρόγραμμα για παιδιά και το ρολόι του τοίχου έδειχνε 10.15. Δυσκολεύτηκε να συνειδητοποιήσει πού βρισκόταν και τι είχε συμβεί, όταν όμως το κατάλαβε, τινάχτηκε όρθια κι άρχισε να πηγαίνει πάνω κάτω στο δωμάτιο. Της φαινόταν απίστευτο αυτό που είχε συμβεί. Να θυμώσει ή να γελάσει;
Το φωτάκι των μηνυμάτων στο κινητό αναβόσβηνε σαν τρελό. Κοίταξε και βρήκε 57 μηνύματα και 23 αναπάντητες κλήσεις –οι 11 από τον Παντελή και οι 7 από τη Βέρα. Ξαφνικά την έπιασαν τα γέλια. «Ώστε τώρα είναι του χρόνου» είπε  και αποφάσισε να διαλέξει το γέλιο. Έσβησε τα φώτα του δωμάτιου, τα άναψε πάλι και τα ξανάσβησε (τι να τα κάνει με τόσο φως έξω;). «Καλή χρονιά», είπε. Κοίταξε τη φωτογραφία των γονιών της από την εκδρομή στη Θεσσαλονίκη πριν από είκοσι  χρόνια, που στόλιζε το σύνθετο σε περίοπτη θέση και με φαρδιά ασημένια κορνίζα. «Καλή χρονιά» τους είπε. Άναψε ένα κόκκινο κεράκι μπροστά της και χαμογέλασε. Χάιδεψε με το δείκτη τα πρόσωπά τους. Τρυφερά, πολύ τρυφερά και νοσταλγικά.
Έπειτα άναψε κι άλλα, πολλά κεριά και κεράκια και αποφασιστικά κάθισε στο στρωμένο τραπέζι. Πήρε μπροστά της τη βασιλόπιττα, τη σταύρωσε με το μεγάλο μαχαίρι του ψωμιού, όπως είχε μάθει από τον πατέρα της, και βύθισε το μαχαίρι μέσα της, «ένα για το Χριστό, ένα για τον Άη Βασίλη, ένα για το Φτωχό, ένα για τη νοικοκυρά, δηλαδή  για μένα…». Πήρε το κομμάτι της και το ψαχούλεψε, με μια σχετική αγωνία, αλλά πάλι φλουρί δεν βρήκε. Το έβαλε σε ένα πιατάκι δίπλα της κι άρχισε να τρώει από τα σερβιρισμένα πιάτα. Η σαλάτα είχε μαραθεί αλλά ήταν νόστιμη, ένα δυο μεζεδάκια που είχε ετοιμάσει τρώγονταν και κρύα, μόνο το ψητό δεν κατάφερε να τιμήσει όπως έπρεπε, είχε παγώσει το βούτυρο και της έφερνε αναγούλα. Έκοψε μια φέτα ψωμί που μύριζε γλυκάνισο και τη μασούλισε αδιάφορα, έπειτα έσταξε μια γουλιά κρασί στο ποτήρι της και πίνοντάς την αργά-αργά, «καλή χρονιά να έχουμε», είπε δυνατά, «με υγεία και χαρά, και του χρόνου να ‘μαστε καλά»… Και καθώς έλεγε αυτό το «και του χρόνου» πάτησε πάλι τα γέλια, «βρε τι έπαθα, με πήρε ο ύπνος για τα καλά, με πήρε ο ύπνος πέρυσι και ξύπνησα φέτος, πάει την έχασα την πρωτοχρονιά…» Έδωσε εντολή στο κινητό να πάρει τον Παντελή, μετά θα σηκωνόταν, θα άνοιγε την πόρτα θα έσπαγε το ρόδι, θα κρέμαγε στην εξώπορτα την κρεμμύδα, θα έγραφε ένα ωραίο μήνυμα και θα το έστελνε με προώθηση σε φίλους, συγγενείς και συναδέλφους και έπειτα θα έπιανε να ετοιμάζεται για το σπίτι της Βέρας. 
 Όσο μιλούσε στον Παντελή, μασουλούσε μπουκίτσες από τα όσα είχε ετοιμάσει για το βράδυ της πρωτοχρονιάς. Της φαινόταν αδιανόητο να μη φάει λίγο από το γιορταστικό δείπνο που είχε ετοιμάσει για τον εαυτό της, για να χαιρετίσει, όπως το συνήθιζε, τον ερχομό της νέας χρονιάς. Άλλωστε, όπως έλεγε κι ο πατέρας της, παιδί της κατοχής, «να φας λίγο, εντάξει, αλλά να φας κάτι, έτσι για το καλό, για να ‘ναι το στομάχι γεμάτο όλη τη χρονιά…». Το κεράκι μπροστά στη φωτογραφία των γονιών της έκαιγε γλυκά. Σήκωσε το ποτήρι με το κόκκινο κρασί και ευχήθηκε κοιτώντας τη φωτογραφία «και του χρόνου». Άρχισε να μαζεύει τα πιάτα από το τραπέζι, ξέροντας, βαθιά μέσα της, πως όλα άρχιζαν από την αρχή.
                                                                  (Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό περιοδικό
Poiein -www.poiein.gr- στις 28.12.2007)




Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 9:52 π.μ. 0 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Ετικέτες Διήγημα

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΑ

 
Τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να ασπρίζουν.  Άργησε να το συνειδητοποιήσει πως τα μαλλιά του άσπριζαν σιγά-σιγά. Κι ας τον  έβλεπε κάθε μέρα, ίσως ακριβώς επειδή τον έβλεπε κάθε μέρα. Πάντως, η εικόνα του μέσα της ήταν αυτή της πρώτης φοράς που τον είδε, τότε, πριν από εικοσιπέντε χρόνια, όταν ήρθε να μείνει σ’ αυτή την περιοχή. Απ’ τα κεντρικά γραφεία της είχαν δώσει την επαφή, «να τον πάρεις τηλέφωνο αμέσως» της είχαν πει, «έχουν ανάγκη στην τοπική οργάνωση από κόσμο. Τους είπαμε ότι θα πας και σε περιμένουν πώς και πώς». Εικοσιπέντε χρόνια, σχεδόν η μισή της ζωή.
Την πρώτη φορά που τον είδε από κοντά, νέος άντρας αυτός τότε, στην αρχή της ωριμότητας, έθαλλε απαστράπτων, ήταν ανεβασμένος σε μια κολώνα της ΔΕΗ και έδενε ένα πανώ. Μοναχός του. Δεν είπε τίποτε ποτέ και σε κανένα. Αγκάθι και τραγούδι μέσα της. Αγκάθι και πόνος αλλά δίχως του να ζήσει δεν μπορούσε, χωρίς τον πόνο αυτό να ζήσει δεν μπορούσε. Προσπάθησε να τον βγάλει από το νου της κι ήταν αδύνατον. Έμαθε να ζει έτσι. Μαζί του να ζει. Έτσι.
        Μετά από καιρό, παντρεύτηκε τον Στάθη. Οι φίλοι και οι σύντροφοι από την οργάνωση τον μακάριζαν. «Στα μάτια τον κοιτάει» έλεγαν. «Τέτοια αφοσίωση αυτή η κοπέλα, ρε παιδάκι μου» έλεγαν. Ο Στάθης ήταν ευτυχισμένος. Αυτή μέσα της ήξερε μονάχη. Την ενοχή της ξεπλήρωνε. Τον άλλον σκεφτόταν συνέχεια. Όποτε έμενε λίγο μόνη, όποτε έβγαινε για ψώνια, όταν μοίραζε υλικό του κόμματος στους δρόμους, τον άλλον σκεφτόταν. Κι όσο πιο πολύ τον σκεφτόταν, τόσο περισσότερο φρόντιζε τον Στάθη και του ‘δινε απλόχερα αγάπη και γνοιάξιμο.

          Κανείς δεν κατάλαβε ποτέ τίποτε, εικοσιπέντε χρόνια.
 
            Παραμονή πρωταπριλιάς έπεσε το ετήσιο γλέντι της οργάνωσης. Μπορούσαν να το κάνουν ένα Σάββατο πριν, ένα μετά, αλλά το διάλεξαν για πλάκα, μια μέρα πριν από την πρωταπριλιά. Παρόλο που τα μέλη της οργάνωσης είχαν πια μεγαλώσει –«γεράσαμε, ρε Σταύρο», έλεγε ο παλιός γραμματέας, περασμένα πια τα εβδομήντα- και οι νεότεροι δούλευαν στα κεντρικά, δεν κατέβαιναν και πολύ στις γειτονιές, παρόλο που η κρίση βάθαινε μέρα τη μέρα και όλοι είχαν πια πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα, τους άρεσαν οι πλάκες και τα γλέντια. Έστηναν με το τίποτα πρόχειρες γιορτές, με ρεφενέ. Είχαν και τη Μαρία που τραγουδούσε θεϊκά –καμπάνα η φωνή της, όταν άρπαζε τη ντουντούκα στις διαδηλώσεις, έτρεμαν οι ουρανοί απ’ τα συνθήματα.
          Μαζεύτηκαν πολλοί εκείνο το βράδυ, καιρό είχαν να δουν τόσο κόσμο στα γραφεία. Το ‘χει ανάγκη να ξεσκάσει ο κόσμος πιο πολύ στους δύσκολους καιρούς. Πέρασαν ωραία. Ο Στάθης είχε βάρδια στο αεροδρόμιο, αυτή πήγε μόνη της. Κι εκείνος μόνος του ήταν. Η νέα του φίλη έλειπε σε ταξίδι επαγγελματικό κάπου στην Αφρική. Ήπιε λίγο παραπάνω, δεν το συνήθιζε, είχε ζαλιστεί. Ένιωθε ευχάριστα, μια ζέστη φούντωνε τρυφερά μεσ’ στο κεφάλι της. Λίγο πριν το διαλύσουν, κάποιος έβαλε την «Ευδοκία» και τον σηκώσανε να τη χορέψει. Τον χόρευε ακόμα μαεστρικά τον ζεϊμπέκικο, λεβέντικα. Τον κοίταζε πίσω από τις πλάτες των άλλων, απ’ τα ανοίγματα που αφήνουν τα σώματα που στέκουν το ένα δίπλα στο άλλο και παρακολουθούν από κοινού την ίδια εικόνα. Άφησε το τελευταίο ποτήρι μισογεμάτο πάνω σ’ ένα τραπέζι και πήγε στην τουαλέτα. Έριξε νερό στο πρόσωπό της, την έπιασε μια αγωνία να φύγει. Το ‘βλεπε, δεν βαστούσε.
          Βγήκε από την τουαλέτα κι έψαχνε το παλτό της. «Εγώ θα σε πάω» της είπε. Γύρισε και τον είδε πίσω της –της είχε πάρει περισσότερη ώρα απ’ όσο νόμιζε μέσα στην τουαλέτα, είχε τελειώσει το ζεϊμπέκικο, τα μάζευαν σιγά-σιγά κι οι άλλοι.  «Εγώ θα σε πάω», άσπρισαν πολύ τα μαλλιά του, πότε έγινε αυτό;  Εικοσιπέντε χρόνια λαχταρούσε να σύρει την παλάμη της πάνω στις λεπτές, χαλαρές  μπούκλες του – για δες, αραίωναν στην κορυφή, όλο και πιο πολύ. Τη βόηθησε να φορέσει το παλτό της, φόρεσε κι αυτός το μπουφάν του, την άφησε να περάσει μπροστά, όπως το συνήθιζε έβαλε το χέρι του στο μπράτσο της, ένα ακούμπισμα ανάλαφρο, ίσα που άγγιζε το ύφασμα του παλτού, αυτή το ένιωθε.
         Μπροστά στο αυτοκίνητο, πού την βρήκε τέτοια τόλμη,  εικοσιπέντε χρόνια… Τύλιξε τα μπράτσα της στο λαιμό του και τον φίλησε. Στο στόμα. Ένα μικρό σύντομο φιλί.
          Την κοίταξε αποσβολωμένος. Φοβήθηκε αυτή. «θα τον χάσω», σκέφτηκε. Κατέβασε τα μάτια με ένα αμήχανο γελάκι. Κοριτσίστικο. Αυτός σα να μην ήξερε, να ψάξει το βλέμμα της, να μην το ψάξει… Μετέωρος… Ποιος ξέρει τι του πέρναγε από το νου… Αυτή έβαλε το μυαλό της να γυρίζει γρήγορα, κάτι να βρει, να τα μπαλώσει. «Τι έκανα; Τι έκανα;» Κοίταξε το ρολόι της, μία και τέταρτο, είχε μπει η καινούρια μέρα. Άστραψε ζωηρός ο νους της, «Πρωταπριλιά», του φώναξε θριαμβευτικά, σηκώνοντας το κεφάλι και κοιτώντας τον με βλέμμα πονηρό, τάχα μου τον κορόιδεψε. «Ναι, βέβαια»,  είπε αυτός, «πρωταπριλιά. Για δες, φέτος μου την έσκασες εσύ…» Στο δικό του βλέμμα κάτι σκοτεινό είχε μείνει ακόμα, επέμενε τρομαγμένος να προσπαθεί να το διώξει. Και το φτερούγισμα στα χείλη, επίσης. Μετά από τόσα χρόνια, εικοσιπέντε…


Μπήκαν στ’ αυτοκίνητο. Το σπίτι της δεν ήταν μακριά. Την γύρισε στον άντρα της.
   

 23-24 Νοεμβρίου 2011
Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 2:48 μ.μ. 0 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Ετικέτες Διήγημα

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Η νύχτα του πατσά

Στη Μάνια.
Πέρασαν κιόλας 17 χρόνια;

    Ένα από τα τελευταία χειμωνιάτικα βράδυα του περασμένου χρόνου ήρθε απρόοπτα στο σπίτι η αγαπημένη μου φίλη Θεανώ Καληώρα. Ήτανε αργά κι έκανε κρύο έξω. Της πρότεινα ένα πιάτο από τη σούπα που μου 'μαθε η Σόνια, μια Ουκρανή συμφοιτήτριά μου στο Παρίσι. έφαγε δυο κουταλιές ανόρεχτα κι έπειτα, αφήνοντας το πιάτο δίπλα της, άρχισε να μου λέει τα παρακάτω, ενώ ταυτόχρονα ξέπλεκε τη χοντρή πλεξούδα της, που έπλεκε κάθε πρωί, από την εποχή ακόμη του σχολειού.
     "Δεν ξέρω τι μ' έπιασε και θέλω να σου πω για τη νύχτα του πατσά. Ίσως γιατί φέτος κλείνουν εικοσιπέντε χρόνια από τότε που πέθανε η γιαγιά μου και εικοσιπέντε χρόνια είναι πολλά. Είναι τόσα πράγματα που ξεχάστηκαν κι άλλα που κοντεύουν να ξεχαστούνε πια και δεν θέλω. Αρνούμαι πεισματικά να δεχτώ τους νέους καιρούς. Η νέα αυτή βαρβαρότητα με τρομάζει. Και πάνω απ' όλα με τρομάζει η λήθη. Τι σημασία έχει ο χρόνος χωρίς τη διάρκεια; Τι είναι τα γεγονότα χωρίς αυτούς που τα θυμούνται, τα σκέφτονται και τα ερμηνεύουν; Εμείς τι είμαστε χωρίς τη μνήμη; Τα τελευταία χρόνια έχω την εντύπωση ότι ζούμε ένα διαρκές παρόν. Το προηγούμενο μόλις λεπτό μοιάζει μακρινό και ασήμαντο, το επόμενο μια πληκτική αναμονή.   σα να πειστήκαμε πως ό,τι θα 'ρθει δεν αξίζει, μόνο να εξασφαλίσουμε απ' τα τώρα το παρόν που θα 'ναι το μέλλον μας, να το εξασφαλίσουμε με προσεκτικά διατυπωμένα συμβόλαια. Κυρίως μακριά από εκπλήξεις, από την ανεξέλεγκτη ποικιλία στιγμών, από τις πιθανές εξέρσεις τους, που θα μπορούσαν να δείξουν τα πόδια του γυμνού βασιλιά και την άσχημη χοντρή κοιλιά του που μας κυοφορεί. Νομίζω πως μάθαμε πια να σιωπούμε με ευχαρίστηση. Ήρθε τις προάλλες μια φίλη στο σπίτι και έφερε ένα C.D..  "άκου" μου λέει. Ήταν κελαηδίσματα πουλιών, ο άνεμος που θρόιζε μέσα από φύλλα δέντρων, δυο ζώα που αγαπιόντουσαν στην έρημο κι ο ήχος της φωτιάς που τρώει το ξύλο.  Όλα ταχτοποιημένα το ένα δίπλα στο άλλο, με τη σειρά. Και μπερδεύτηκα. Θύμωσα απ' τη μια. Η φύση σε μπουκάλι, είπα, σα διαφήμιση. Μετά, ξεχνώντας την πρακτική χρησιμότητα του δίσκου για ερευνητές ή για το θέατρο, με πήρε ένα παράπονο. Στο πεζοδρόμιο κάτω απ' το σπίτι μου υπάρχει μια  θαλερή, μικρή νερατζιά κι έρχεται τα πρωινά ένα πουλί και κελαηδά. Χρόνια προσπαθώ να κλείσω στο χαρτί με τις λέξεις μου το κελάηδημά του. Είπα μήπως κι αυτός που υπομονετικά μάζεψε  ήχους του δάσους, το ίδιο ήθελε. Να σώσει στη μνήμη των ανθρώπων ένα υπόλειμμα ομορφιάς και αθωότητας. Ένα ελάχιστο δείγμα του αυτονόητου κόσμου που λίγο λίγο πεθαίνει τρομαγμένος και απορών μαζί μας.
    " Πάνω στο 2 θα 'ρθει  η συντέλεια", έλεγε η γιαγιά μου. Άλλα εννοούσε βέβαια η αθώα γυναίκα, όμως μου φαίνεται πως χωρίς να το καταλαβαίνει, προφήτευε μια μεγάλη αλήθεια. Η συντέλεια δεν είναι άλλο από ένα κόσμο χωρίς μνήμη. Που είναι το ίδιο μ' ένα κόσμο χωρίς μέλλον. Γι' αυτό θα στα πω. Για να τα περισώσω κι επειδή μόνο αφηγούμενοι, θυμόμαστε. Η μνήμη δεν αξίζει τόσο, αν δεν την μοιράζεσαι κι αν δεν την πλαταίνεις με τις μνήμες των άλλων. Γι' αυτό αγαπώ την ιστορία των αφανών.


     Μέναμε σε μια μονοκατοικία που 'χε αυλή στο πίσω μέρος και στην αυλή μια κερασιά, καχεκτική κάπως και κουρασμένη, αλλά καθόλου λιγότερο όμορφη γι' αυτό. Και φύγαμε από τη μονοκατοικία και πήγαμε σε μια κοντινή πολυκατοικία. Ήταν το όνειρο της μαμάς μου: ένα διαμέρισμα. Ήταν εκείνη η φρικαλέα εποχή της αντιπαροχής, που γέμισε την πόλη μου τσιμεντένια εκτρώματα και την βύθισε σε μια αναίσχυντη και θλιβερή καθετότητα. Η Αθήνα: μια πόλη που κυριαρχεί η κάθετη γραμμή. Ευθείες κάθετες γραμμές, μια αθλιότης! Η μαμά μου νόμιζε πως η κατοχή ενός διαμερίσματος σήμαινε αυτόματα και κοινωνική άνοδο. Αργότερα πολύ κατάλαβε πόσο λάθος έκανε που πουλήσαμε εκείνο το σπιτάκι και εγκλωβιστήκαμε στο δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας που απέναντί της είχε μια άλλη πολυκατοικία και δίπλα της το ίδιο. Ανεξάρτητα πάντως από το αισθητικό πρόβλημα που μου δημιουργεί η διαβίωση σ' αυτά τα κάθετα χωριά, το δυάρι μας το αγάπησα αφάνταστα, τόσο που, ακόμα και τώρα, όταν λέω "το σπίτι μου", το πρώτο που σκέφτομαι είναι το δυάρι εκείνο και πολύ μετά το σπίτι που μένω και στο οποίο εγκαταστάθηκα πριν από δέκα, όχι, έντεκα χρόνια.
     Η πολυκατοικία είχε 14 διαμερίσματα. Τα 13 και της κας. Λίτσας. Την κα. Λίτσα δεν την συμπαθούσε κανείς, γιατί ήταν εριστική και είχαν πολλά να λένε για την προσωπική της ζωή. Τώρα τελευταία που την συνάντησα μετά από είκοσι, όχι, σχεδόν τριάντα χρόνια, κατάλαβα πως μάλλον την αδικούσαν οι άλλες ένοικοι. Ήταν η μόνη εργαζόμενη γυναίκα της πολυκατοικίας -ή καλύτερα,  η μόνη παντρεμένη που εργαζόταν. Ο άντρας της ήταν ένας ανάξιος λόγου ανθρωπάκος, τον είχε παντρευτεί μόνο και  μόνο "για να μη μείνει ανύπαντρη και λέει ο κόσμος" είπε μια μέρα στη μαμά μου.  Αυτή ήταν δυναμική και όμορφη. Πολύ ζωντανός άνθρωπος. Ήθελε να ζήσει. Κοντά σ' αυτόν μαράζωνε. Ξέσπαγε στα παιδιά. Ένα βράδυ αποφάσισε πως τα παιδιά δεν φταίνει σε τίποτε και γύρεψε αλλού αυτό που δεν είχε απ' τον κυρ-Λευτέρη. Το πάθος. Μόνο που, μικροαστή γεμάτη αναστολές και ταμπού, δεν βρήκε το θάρρος να τον χωρίσει.  "για τα παιδιά" βεβαίως, κι ακόμα μαζί του βολοδέρνει και κακογερνάει.
     Οι άλλες 13 τα βρήκαν πολύ ωραία μεταξύ τους, τόσο που τα πρωινά οι περισσότερες πόρτες μέναν ανοιχτές και στα ενδιάμεσα των υποχρεώσεων του νοικοκυριού, πεταγόταν η μια στην άλλη για ένα τσιγάρο κι ένα καφέ στα γρήγορα. Συν δυο συν τρεις μάλιστα είχαν γίνει και στενές φίλες, κι ακόμα και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, οι φιλίες κρατάνε κι ας μην έχει μείνει καμιά στην παλιά πολυκατοικία.
     Τις θυμάμαι καλά μία μία, όπως ήταν τότε. Το Δεσποινάκι, νιόπαντρη, άβγαλη κοπελούδα, μ' ένα χαμόγελο γλυκό και μια φωνή παραδεισένια.  κατεβασμένα τα μάτια της και θλιμμένα, το 'πε πολύ αργότερα πως ο άντρας της την έδερνε και έφευγε βράδυα ολόκληρα απ' το σπίτι.  η Ειρήνη και η Μαρία, η Ζαφειρώ, η κα. Γιολάντα του εφοριακού, η Βιβή και η Όλγα,  η Μαριάννα, ένα περήφανο κορίτσι που έβγαλε λεβέντικα την αρρώστια του άντρα της χωρίς ένα παράπονο, με το χαμόγελο και το τραγούδι, κι ούτε είπε ποτέ πως για να πληρωθεί η κηδεία του πούλησε ως και τα τασάκια του σπιτιού της, κι έλεγε, χειμώνα καιρό, πως δεν κρυώνει καθόλου για να μην καταλάβει κανείς πως είχε δώσει το παλτό της σε μια νοσοκόμα για να τον φροντίζει τις λίγες ώρες που αυτή γύρναγε στο σπίτι για να συγυριστεί και να πλύνει. "Δεν έπρεπε, Μαριάννα μου", της είπε η μάνα μου, "όλοι θα βοηθούσαμε". "Αυτό δεν ήθελα, Αθηνά", της απάντησε εκείνη. "Να με λυπούνται". Η Πίτσα και η Καίτη που ήταν οι καλαμπουριτζούδες της παρέας, η Νίκη, που όλες την πρόσεχαν, γιατί δεν κράταγε μυστικό και ανακάτευε λόγια . και η Αγγελική, που, πράγμα απίστευτο για τον μικρόκοσμο της πολυκατοικίας μας, έκλεβε. Όχι, δεν ήταν κλεπτομανής . απλά έκλεβε. Η μάνα μου έπεσε απ'΄τα σύννεφα, δεν ήξερε πώς ν' αντιδράσει, αν ΄πεπρεπε να το πει στη Βιβή και την Όλγα που ήταν οι στενότερες φίλες της, και που μαζί με αυτήν, την Αγγελική, αποτελούσαν αξεδιάλυτη τετράδα. Τη λύση την έδωσε τελικά η Όλγα που, όταν το ανακάλυψε, λίγο αργότερα από τη μάνα μου, είχε το θάρρος να το πει δυνατά στις άλλες δύο. Δεν έπαψαν να την κάνουν παρέα, απλά έγιναν πιο προσεκτικές και δεν  την άφηναν ποτέ μόνη. Το κακό ήταν ότι από τότε κλονίστηκε η εμπιστοσύνη της Αθηνάς στους ανθρώπους, η αγγελική ξέπεσε στα μ΄΄ατια της πολύ κι αυτή η ιστορία επιτάχυν την  αγορά νέου σπιτιού και την αναχώρησή μας από την παλιά πολυκατοικία.
     Συν δυο συν τρεις κάνανε περισσότερη παρέα μεταξύ τους, αλλά δυο φορές το χρόνο μαζεύονταν όλες, και οι 13, 14 μαζί με τη Βάσω, τη θυρωρό, μια κοπέλα συμπαθητική αλλά κάπως απότομη, 15 μαζί με τη μακαρίτισσα την κα. Λουλουδία, τη μητέρα της Όλγας, και 16 φυσικά μαζί με τη γιαγιά μου. Ήταν η νύχτα του πατσά.


Καζάνι από το Λαογραφικό
Μουσείο Καλλιμασιάς

     Ο πατσάς -η γιαγιά μου τον είχε για θηλυκό, "η πατσά" έλεγε- αγοράζονταν από την προηγούμενη. Πήγαινε η μαμά και τον έπαιρνε από ένα χασάπη στη Ν. Σμύρνη -ένα και μοναδικό χασάπη, της εμπιστοσύνης της.  από αλλού ποτέ. Τον έφερνε στο σπίτι και την επόμενη άρχιζε η ιεροτελεστία της ετοιμασίας του. Απ' τα χαράματα έπιανε η γιαγιά να τον καθαρίσει. Τα λιγνά, επιδέξια χέρια της, που έπλεκαν με το βελόνι μικρά ανθεκτικά στο χρόνο αριστουργήματα (όλα όσα έχεις δει να στολίζουν το σπίτι μου, πετσετάκια και τραπεζομάντηλα και μαξιλάρια και η μπλούζα μου η ζαχαρί που τόσο σ' αρέσει, όλα εκείνη τα 'χει φτιάξει κι από τη μάνα μου ήρθαν σε μένα.  κι αν είχα παιδιά, θα τα 'δινα κι εγώ στις κόρες μου, λέω), αυτά, λοιπόν, τα λιγνά, επιδέξια χέρια της σήκωναν τα έντερα και τα ποδαράκια και τα ξεχώριζαν. Μετά έβαζε νερό σε μια τεράστια κατσαρόλα, που εκείνη την έλεγε "καζάνα", κι είχε δυο μεγάλα, μαύρα χερούλια στα πλάγια, κι ήταν παλιά, πολύ παλιά, ποιος ξέρει από πότε ήταν στο σπίτι μας. Καμιά φορά σκέφτομαι μη και την είχε φέρει μαζί της από την πατρίδα της, τη μακρινή Σελεύκεια. Ξέρω πως γελιέμαι, όμως μ' αρέσει να το σκέφτομαι και να ξεγελιέμαι.  έβαζε, λοιπόν, νερό στην καζάνα κι όταν αυτό άρχιζε να κοχλάζει, τα περίχυνε με το ζεματιστό νερό, ενώ ταυτόχρονα έξυνε με μανία και επιτηδειότητα την κοιλιά και τα ποδαράκια. Αυτό επαναλαμβανόταν πολλές πολλές φορές ώσπου να καθαρίσει ο πατσάς. Εντελώς. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας δεν ήταν πια απλώς καθαρός, ήταν απολυμασμένος. Μόνο τότε η γιαγιά αποφάσιζε ότι μπορούσε να σταματήσει. Κι είχε πια, συνήθως, μεσημεριάσει. Τον έβαζε τότε σε μια κατσαρόλα και τον άφηνε. Το απόγευμα έφτιαχνε το σκορδοστούμπι, ανακάτευε δηλαδή ξίδι με μπόλικο καφτερό σκόρδο και το άφηνε "να ψηθεί" έλεγε, να δέσει δηλαδή το ξίδι με το σκόρδο, να ποτίσει το ένα από το άλλο.
     Το βράδυ γύρω στα μεσάνυχτα έβγαινε πάλι η καζάνα. Έβαζε μέσα το πατσά και τα ποδαράκια και νερό που τον σκέπαζε καλά και σχεδόν γέμιζε την καζάνα και τοποθετούσε την καζάνα στη φωτιά. Τότε άρχιζε το γλέντι.
     Ο πατέρας είχε αποκοιμηθεί, το ίδιο και οι περισσότεροι άνδρες της πολυκατοικίας. Η μάνα μου άνοιγε την πόρτα κι άρχιζαν να μαζεύονται οι γυναίκες. Με τα τσιγάρα, τα εργόχειρα, τις πασιέντζες τους.  άλλη με τα νυχτικά, άλλη με τη ρόμπα της καθημερινή λάτρας, άλλη με το πρόχειρο φουστάνι της, με τις παντόφλες ή τα πασουμάκια τους, άλλες αχτένιστες κι άλλες με τα μπικουτί ή με πρόχειρα πιασμένο το μαλλί. Ξύνανε ελαφρά το ξύλο της εξώπορτας, που ήταν ήδη μισάνοιχτη, για να ειδοποιήσουν για τον ερχομό τους, και μπαίνανε. Ερχόντουσαν κατ' ευθείαν στην  κουζίνα.
     Ήταν μικρή η κουζίνα μας, πού χώραγαν όλες τους;  Το σπίτι γέμιζε από γυναίκες. Η μάνα μου τις υποδεχόταν με ψιθυρίσματα. Βασίλισσα αληθινή  της νύχτας του πατσά όμως ήταν η γιαγιά μου που ανακάτευε με μια ξύλινη κουτάλα το φαγητό που σιγόβραζε.  Συνήθως σιωπηλή, κάποτε να διηγείται τις ιστορίες του τόπου της. Κόλλαγα τα μάτια μου επάνω της και δε χόρταινα να τη βλέπω να ανακατεύει αργά αργά και προσεκτικά, με απόλυτη προσήλωση και σοβαρότητα. Σα να ερχόταν από τα βάθη του χρόνου, μια σοφή γραία των σπηλαίων που μαθαίνει τα μυστικά της ζωής στις νεώτερες, μια ιέρεια θρησκείας που ξεχάστηκε απ' τους πολλούς κι όμως αυτή επιμένει και ζει μέσα σε σπάνια πλάσματα και χαρισματικά.
     Μουρμουριστά μιλάγανε όλες και λέγανε νέα της ημέρας, της οικογένειας τα βάσανα, για τον μικρόκοσμο του σπιτικού τους, αστεία πολλά επίσης. Αστεία που τις έκαναν να λιγώνονται από τα γέλια, μέχρι που δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια τους, ειδικά όταν η κα. Λουλουδία έλεγε ανέκδοτα γεμάτα πιπεράτα υπονοούμενα -τα μισά σε ποντιακή διάλεκτο, γιατί ήτανε Πόντια και παινευότανε γι' αυτό. Γελάγανε όλες με την ψυχή τους αλλά χωρίς ήχο, σχεδόν χωρίς ήχο. Μια απίστευτη σιωπή τόσο γεμάτη, τόσο πλούσια, διόνυσοι και νεράιδες χόρευαν δαιμονισμένα στα κορμιά τους που ξέχναγαν τους καθωσπρεπισμούς της μέρας και όλα όσα κουβάλαγαν αυτοί μαζί τους κι αφήνονταν στη γοητεία μιας τελετής που και οι ίδιες δεν την ήξεραν, αλλά συμμετείχαν σ' αυτή με την ψυχή τους.
     Και περίμεναν να γίνει ο πατσάς. με ανυπομονησία. Άκουγαν το κόχλασμα του νερού υπόκωφο αλλά δυνατό κι η μυρωδιά τις λίγωνε. Συχνά πυκνά ρωτούσαν τη γιαγιά μου: "ακόμα κυρα-Λαμπρινή;" κι ας το 'ξεραν πως αργεί.


Σεζάν, "Γερόντισσα με ροζάριο"

     Στο μεταξύ η μάνα μου ετοίμαζε καφέδες, έβγαζε γλυκά και βουτήματα, κι όταν η νύχτα είχε πια για τα καλά προχωρήσει, έφτιαχνε και πρόχειρους μεζέδες, αν δεν τους είχε προετοιμάσει από νωρίς δηλαδή. Κι ανακατεύονταν μέσα στη σιγαλιά της νυχτός σύντομα μουγκρητά ευχαρίστησης  από την ευχωχία των μεζέδων με τον κελαρυστό ήχο του ούζου που έπεφτε στα ποτήρια και τον στραφταλιστό ήχο του πάγου που γκλιγκλίνιζε χαρούμενα στα χαμηλά ουζοπότηρα. Και το δωμάτιο ήταν ζεστό, γεμάτο απ' τις ανάσες τους και τους λιπαρούς ατμούς του πατσά. Κι ακουγόταν από την καζάνα ο υπόκωφος ήχος του χοχλακίσματος, ένα υπέροχο ηφαίστειο, μοια οπή της γης απ' όπου θα ξεπηδούσε σε λίγο λες η αρχέγονη θάλασσα, κουβαλώντας μόρια άγνωστων ουσιών και την αρχή της ζωής.
     Χαράματα πια, γύρω στις έξι, ο πατσάς ήταν πια έτοιμος. Επιτέλους. Η η γιαγιά τον έβγαζε απ' τον παχύ ζωμό και τον τεμάχιζε σε μικρά, πολύ μικρά κομμάτια. Έπειτα η μαμά έβγαζε τα πιάτα. Ρίχνανε με τη μεγάλη κουτάλα ζουμί κι από πάνω μπόλικο ψιλοκομμένο πατσά και το ράντιζαν με πολύ σκορδοστούμπι. Στο μεταξύ η κυρα-Λουλουδία έκοβε μεγάλα κομμάτια βούτυρο κια τα 'καιγε στο τηγάνι. Μ' αυτό περίχυναν το κάθε πιάτο. Συνήθως υπήρχε και μπαγιάτικο ψωμί που το 'κοβαν μπουκίτσες και το 'ριχναν στα πιάτα να μουσκέψει μέσα στη σούπα. Αυτό ρουφούσε το υγρό και φούσκωνε, γινόταν διπλό και τριπλό κι έπαιρνε ένα χρώμα ανοιχτό  κίτρινο. Όταν το ψωμί μας δεν επαρκούσε, η Αθηνά είχε ειδοπιήσει να φέριε η κάθε μια την προμήθειά της. Τέλος έπαιρνε η κάθε μια το πιάτο της κι έτρωγε όσο μπορούσε -γιατί τα πιάτα αυτά ήταν στην πραγματικότητα γαβάθες που η ποσότητα την οποία χωρούσαν, μπορούσε να χορτάσει δυο και τρεις πεινασμένους- και το υπόλοιπο το πήγαιναν στα σπίτια τους να δοκιμάσουν και οι δικοί τους. Άλλες πάλι έφευγαν αμέσως με τα ξέχειλα πιάτα τους, κάνοντας μικρά, φοβισμένα βήματα, να μη χύσουν σταγόνα του πολύτιμου υγρού.
     Τις βλέπω ακόμη... Βαστούν τα πιάτα τους με τα δυο τους χέρια τεντωμένα ελαφρά μπροστά από το σώμα τους, τα μάτια τους κομμένα από την ολονύχτια αγρυπνία, χλωμά τα μάγουλα, ανάστατα τα μαλλιά, ξεφεύγουν ατίθασες τούφες πάνω στο μέτωπο, δαγκώνουν λίγο τα χείλη, φοβούνται μήπως χύσουν στο πάτωμα το πλούσιο υγρό που μεταφέρουν, χαμογελούν ευτυχισμένες και χορτάτες από τη νύχτα των ιερών οργίων... Φέυγουν μια μια -η μία πίσω από την άλλη- σχηματίζοντας μία μικρή πομπή η κάθε μια και μοιάζουν με μύστεις αρχαίων μυστηρίων που μεταφέρουν και δοκιμάζουν τη λατρευτική τους προσφορά στην αγαπημένη θεά, κορύφωμα και τέλος του μυστηρίου.
Πριν ξυπνήσει ο πατέρας το σπίτι είχε πια αδειάσει κι η μαμά  μαζί με τη γιαγιά είχαν ήδη αρχίσει το συγύρισμα κι εγώ βρισκόμουν χορτάτη και ευτυχής, μέσα σε μια μακάρια ιλαρότητα στο κρεβάτι μου. Την ώρα που εκείνος ερχόταν στην κουζίνα για τον πρωινό του καφέ τίποτε δεν πρόδιδε πλέον την πανδαισία της προηγόύμενης νύχτας. Τίποτα εκτός από τη βαριά τσιγαρίλα που αργούσε πολύ να εξαφανιστεί. Ο πατέρας δεν έτρωγε πάντως πατσά. Τον σιχαινόταν.
     Είναι είκοσι πέντε χρόνια τώρα που κι εγώ επίσης δεν ξανάφαγα πατσά. Από τότε που πέθανε η γιαγιά. Τώρα πια που δεν υπάρχει η γιαγιά και τα μάγια της, τον σιχαίνομαι κι εγώ σαν τον πατέρα μου.

Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Πλανόδιον, τεύχος 29, Ιούνιος 1999




Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 3:23 μ.μ. 0 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Ετικέτες Διήγημα

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

H γλυκιά γριούλα



Η κ. Βέρα τα δύο τελευταία χρόνια δεν έβγαινε σχεδόν καθόλου από το σπίτι της. Φοβόταν κάπως. Όχι, φοβόταν πολύ, αλλά προσπαθούσε να μη το δείχνει. Είχε έρθει στη γειτονιά πριν από 52 χρόνια, νέα γυναίκα, φρεσκοπαντρεμένη, στη μετακόμιση κατάλαβε πως ήταν έγκυος.
Εκείνη δεν ήθελε να μείνουν στα Πατήσια. Είχε γεννηθεί στο Θησείο κι ονειρευόταν πως θα έπαιρναν ένα διαμέρισμα κοντά στο σταθμό και θα έμεναν εκεί. Όμως ο Παντελής ανένδοτος.  είχε το φούρνο στα Πατήσια και δεν άκουγε τίποτε. Αναγκάστηκε να το δεχτεί. Τα δύο πρώτα χρόνια έμειναν σε ένα νοικιασμένο δυάρι στο δεύτερο όροφο μιας άχαρης πολυκατοικίας. Μετά αγόρασαν το δικό τους, δυο πολυκατοικίες παρά πέρα, προς την πλευρά της πλατείας του Αγίου Παντελεήμονα.  Το καινούριο σπίτι είχε τρία δωμάτια, ένα στενό μπαλκόνι που έβλεπε στην πλατεία και μια αποθηκούλα στο διάδρομο, όπου η Βέρα έκρυβε όλα εκείνα τα πράγματα που συνήθως δυσκολευόμαστε να βολέψουμε και δίνουν μια εικόνα αταξίας στα σπίτια μας –σκούπες, φαράσια, σφουγγαρίστρες, σκάλες, εργαλεία για τα μικρομερεμέτια, ακόμα και τη σανίδα του σιδερώματος και το ίδιο το ηλεκτρικό σίδερο. Αυτή η αποθηκούλα ήταν η βασική αιτία που αγόρασαν το διαμέρισμα. Είχε ταλαιπωρηθεί στο προηγούμενο σπίτι που δεν είχε αρκετά ντουλάπια και ενθουσιάστηκε.
Εν πάση περιπτώσει, αγόρασαν το διαμέρισμα, έκαναν ό,τι μικρομετατροπές χρειάζονταν για να το κάνουν περισσότερο λειτουργικό και ένα χρόνο μετά ήρθαν και τα δίδυμα. Ο Παντελής ήταν ευτυχισμένος με τους τρεις γιους του, η  Βέρα, όμως, ήθελε ένα κοριτσάκι να της κρατάει συντροφιά. Τότε που πρωτάρχισαν με τον Παντελή να μιλάνε για γάμο, ονειρευόταν πως θα έκανε, λέει, μια κόρη και θα της μάθαινε  νοικοκυριό και μαγείρεμα, θα της έδειχνε να κεντάει και να πλέκει, θα έβγαιναν στα μαγαζιά παρέα να ψωνίζουνε. Ύστερα ήρθαν τ’ αγόρια, αλλά όταν ο Παντελής, που καταλάβαινε τον καημό της, τής πρότεινε να κάνουν μια προσπάθεια για κόρη, κατάλαβε ότι δεν άντεχε να κουβαλήσει στο σώμα της ένα ακόμα παιδί, να το γεννήσει και να το αναθρέψει. Αρνήθηκε και πρόσεχε πολύ για να μην έρθει κανένα μωρό κατά λάθος. Σ’ αυτό το διαμέρισμα, λοιπόν, μεγάλωσε τα τρία αγόρια –καλά παιδιά, μετρημένα, όλα βρήκαν γρήγορα το δρόμο τους, σπουδές, δουλειά, καριέρα και ένας επιτυχημένος γάμος μετά, δεν είχε κανένα παράπονο από τα παιδιά της η Βέρα. Συχνά την επισκέπτονταν μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, κάθε μέρα την έπαιρναν στο τηλέφωνο –ο μεγάλος την παρακάλαγε να πάει να ζήσει μαζί τους, είχε αγοράσει μια γκαρσονιέρα στον ίδιο όροφο με το σπίτι του, έτσι για επένδυση και της ζητούσε να πάει να μείνει εκεί για να μπορεί να τη φροντίζει καλύτερα. Ειδικά μετά το θάνατο του πατέρα του έγινε πολύ πιεστικός, μέχρι που μια μέρα μάνα και γιος αρπαχτήκανε, μπήκε στη μέση ο ένας από τους δίδυμους και πήρε το μέρος της, τέλειωσε αυτή η ιστορία. Το πήραν απόφαση όλοι πως η κ. Βέρα δεν άφηνε το σπίτι της.
Έβγαινε στο μπαλκόνι, χάζευε το δρόμο, μιλούσε με τη γειτόνισσα –λίγο νεότερη αυτή, καλοβαλμένη, πλακατζού. Κατέβαινε κάτω να ψωνίσει, ήξερε όλο τον κόσμο –εδώ ο χασάπης της, παραπέρα το σούπερ μάρκετ, απέναντι, στην άλλη πλευρά της Αχαρνών, το φαρμακείο. Με τον φαρμακοποιό είχε μεγάλες αγάπες. Ένας άντρας ψηλός, γεροδεμένος, έξυπνος, της άρεσε να τον ακούει να μιλάει. της εξηγούσε τι ακριβώς έκανε το κάθε φάρμακο, πώς έπρεπε να το παίρνει, τι να προσέ­χει κάθε φορά. Κι αν δεν είχε κόσμο, έπιαναν  την κουβέντα κι όσο υπομονετικά πριν της είχε εξηγήσει για τα χάπια της υπέρτασης, άλλο τόσο υπομονετικά της εξηγούσε την πολιτική κατάσταση. Ήταν αριστερός ο φαρμακοποιός, τον ήξεραν όλοι στη γειτονιά, μάλιστα μια φορά είχε εκλεγεί και διαμερισματικός σύμβουλος αλλά παραιτήθηκε, γιατί του παρουσιάστηκε ένα σοβαρό οικογενειακό πρόβλημα. Και βέβαια η μεγάλη εκκλησία… Όχι πως πήγαινε τακτικά, αλλά της άρεσε που δέσποζε στην περιοχή κι έλεγε με περηφάνια: ο μεγαλύτερος ναός των Βαλκανίων, ο με-γα-λύ-τε-ρος…
Η κ. Βέρα ήταν πολύ αγαπητή σε όλους. Γλυκιά, τρυφερή, μητρική, καλοσυνάτη. Μια γριούλα περιποιημένη, με λευκά μαλλιά προσεκτικά μαζεμένα κότσο στο πίσω μέρος τους κεφαλιού, λίγο κυρτωμένους ώμους,  καθαρά, πάντα άψογα σιδερωμένα ρούχα κι ένα γλυκό χαμόγελο, λες και έβγαινε από παιδικό παραμύθι.
 Όχι δεν άφηνε το σπίτι της και τη γειτονιά της κι ας έλεγε ό,τι ήθελε ο γιος της. Εκεί  που έζησε, εκεί ήθελε και να πεθάνει. Με τους γείτονές της, με τον κόσμο που ήξερε, όπως τον ήξερε τόσα χρόνια.



Μετά άρχισαν να έρχονται οι ξένοι. Η γειτονιά γέμιζε με ανθρώπους που το χρώμα τους ήταν σκούρο, τα μάτια τους κοίταζαν γύρω-γύρω φοβισμένα, ξάπλωναν στα σκαλιά της μεγάλης εκκλησίας τα βράδια, έπαιρναν με ευγνωμοσύνη το φαγητό που τους έδιναν και ήξεραν μια μόνο λέξη στα ελληνικά: δουλειά. Τους πρώτους που ήρθαν τους λυπήθηκαν. Οι περισσότεροι στη γειτονιά τους λυπήθηκαν. Άλλος θυμήθηκε που είχε κάνει στα ξένα και είχε περάσει του Ιώβ τα βάσανα, άλλος που είχε μάθει από μικρός πως αν δεις αναγκεμένο άνθρωπο, πρέπει να τον στέρξεις, γιατί είναι ο ίδιος ο Χριστός, λέει, και απήγγειλε ολόκληρες περικοπές από το ευαγγέλιο  και τους πατέρες της εκκλησίας, άλλος γιατί καταλάβαινε πως έφτασαν εκεί οι άνθρωποι σπρωγμένοι από ανάγκη -δεν το αφήνεις αλλιώς το σπίτι σου, να διασχίσεις βουνά και θάλασσες για να πας κάπου που δεν ξέρεις τι είναι, σαν παραμύθι οι ζωές των βασανισμένων ανθρώπων.  Άλλοι πάλι σχημάτιζαν ομάδες, καλούσαν το δήμο και την πολιτεία να αναλάβουν τις ευθύνες τους, μιλούσαν για εκμετάλλευση και προέβλεπαν προβλήματα που  έπρεπε να λυθούν πριν από τη γέννησή τους, για να προλάβουμε το κακό πριν έρθει, όπως είναι το σωστό. Αλλά ποιος τους άκουγε…
Με τον καιρό πλήθυναν πολύ στην πλατεία, η πείνα είναι κακός σύμβουλος, άπλωσαν χέρι σε ξένα πράγματα για να ζήσουν. Νέοι άντρες ήταν, κοίταξαν τις κοπέλες. Κάποιοι που στις χώρες τους αλλιώς την έχουν τη γυναίκα, πράγμα υποταγμένο και αμίλητο, προχώρησαν παραπάνω. Ό,τι κι αν γίνει στον κόσμο, οι γυναίκες το πληρώνουν. Με το κορμί και την ψυχή τους, πράγμα που είναι το ίδιο. Η γειτονιά άρχισε να αγριεύεται. Ξέχναγε τον πόνο των ανθρώπων, την πολιτεία που χάζευε την κατάσταση, φλύαρη, ανόητη και ατελέσφορη. Ήξερε μόνο την απειλή κι αυτή έπαιρνε μέσα τους διαστάσεις αλλόκοτες. Οι άνθρωποι με το σκούρο δέρμα έχαναν τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους, γίνονταν εχθροί, έφταιγαν για όλα,  προκαλούσαν φόβο. Και σιχασιά. Ακόμα και στους ξένους που είχαν εγκατασταθεί στη γειτονιά πριν από δεκαετίες, με το προηγούμενο κύμα μεταναστών, και ζούσαν μόνιμα στην περιοχή από χρόνια. Μερικές φορές, αυτοί πιο πολύ φώναζαν, πιο έντονα δυσανασχετούσαν.
Στην αναμπουμπούλα χαίρεται ο λύκος. Οργανωμένες συμμορίες άρχισαν να δρουν ανενόχλητες –η αστυνομία έπιανε κάνα δυο πειναλέους σκουρόδερμους, τους έκανε τόπι στο ξύλο κι άλλοτε τους άφηνε να φύγουν, άλλοτε, επειδή δεν είχαν χαρτιά,  τους κρατούσε σε κάτι άθλια κρατητήρια που βρωμάνε κάτουρο και χνώτο ανθρώπινο, την αποπνικτική απόπνοια της πείνας και του αίματος που σαπίζει στην άκρη των χειλιών και μια αόριστη μυρωδιά εμετική, κρεμμυδίλα μαζί με τη μυρωδιά του σπέρματος. Τόσο άθλια είναι η κατάσταση, τόσο αφόρητη, που ήρθε στιγμή και κάλεσαν οι ίδιοι οι αστυνομικοί σε κάποια κρατητήρια κρυφά βουλευτές της αντιπολίτευσης και τους παρακαλούσαν να παρέμβουν, γιατί φοβούνταν για τη δική τους υγεία. «Πάμε στα σπίτια μας χολέρα και ηπατίτιδα» είπαν μια μέρα σε ένα βουλευτή της Αριστεράς, που πήγε για επιτόπια έρευνα σ’ ένα τέτοιο χώρο. Ακούστηκαν πολλά. Δεν είναι η πρώτη πόλη στον κόσμο η Αθήνα που ανακαλύπτει πόσο συμφέρον είναι να κάνεις μια περιοχή αβίωτη, να τρέχουν έντρομοι οι κάτοικοι να πουλήσουν τα σπίτια και τα μαγαζιά τους όσο-όσο κι έπειτα να έρθουν οι επιχειρηματίες και να τη μετατρέψουν σε οικιστικό και εμπορικό φιλέτο. Καλά, δεν διαβάζουμε όλοι μελέτες και διατριβές αλλά ταινίες αμερικάνικες έχουμε όλοι δει. Μόνο που εκεί οι καλοί πάντα θριαμβεύουν.
Η κ. Βέρα παρακολουθούσε από το μπαλκόνι της την κίνηση του δρόμου και της πλατείας την κίνηση. Καθόταν στο μικρό λευκό τραπέζι, ένα ξεχασμένο, παλιό φερ-φορζέ με πολλούς-πολλούς διακοσμητικούς έλικες σαν νταντέλα, ακουμπούσε την πλάτη της στην αντίστοιχη καρέκλα, εφοδιασμένη με διπλό μαξιλάρι για τη μέση της κι ανέβαζε τα γεμάτα κιρσούς πόδια της πάνω στη μεγάλη γλάστρα με το δεντρόφυλλο. Το καχεκτικό γιασεμάκι, που ‘χε φυτέψει πριν από χρόνια, όταν γεννήθηκε η πρώτη εγγόνα της, προσπαθούσε να απλωθεί στον μαυρισμένο από τα καυσαέρια τοίχο, πλην ματαίως, όμως έφτανε στα ρουθούνια της που και που μια πνοή από τη γλυκερή μυρωδιά του, που της θύμιζε άλλες εποχές και σινεμαδάκια θερινά κι ένα εξοχικό στη Σαλαμίνα που το πούλησαν τα παιδιά γιατί ποτέ δεν πήγαινε πια κανένας τους κι αυτό ρήμαζε μοναχό και στοίχιζε κι από πάνω –ρεύμα, νερό, εφορία, μικροεπισκευές…  Καθόταν και παρακολουθούσε την κίνηση άλλοτε διαβάζοντας, άλλοτε μασουλώντας κανένα φρούτο κι άλλοτε χωρίς να κάνει τίποτε,  έτσι να παρακολουθεί την κίνηση μονάχα.
Στην αρχή τους συμπαθούσε τους ξένους, αλλά μια μέρα που βρήκε την είσοδο της πολυκατοικίας μαγαρισμένη από ανθρώπινα περιττώματα, άρχισε ν’ αλλάζει. Άκουγε και την τηλεόραση μέρα νύχτα οι ξένοι και οι ξένοι, άκουγε και τους γείτονες. Πλήθαιναν κάθε μέρα αγανακτισμένες φωνές, γείτονες που τους ήξερε χρόνια η κ. Βέρα και μυρμήγκι δεν πείραζαν άλλη κουβέντα από τους ξένους δεν είχαν πια στο στόμα τους. Οι ξένοι, οι ξένοι… Για όλα έφταιγαν οι ξένοι. Κυρίως για την οικονομική κατάσταση –είχε αρχίσει να φαίνεται πια η κρίση, κάθε σπίτι μετρούσε ανέργους και χρέη. Για όλα τους έφταιγαν οι ξένοι. Οι δικοί μας οι ξένοι, οι λαθραίοι άνθρωποι. Όχι οι άλλοι, με τα κοστούμια, που μπορεί να είναι και Έλληνες.
Ήταν η εποχή που στην πλατεία άρχισαν να γίνονται μάχες. Έρχονταν κάποιοι νεαροί και φώναζαν πως η γειτονιά κατοικείται από ναζί και ανθρωποφάγους. Μετά έρχονταν οι άλλοι με τα ξυρισμένα κεφάλια κι έλεγαν όλα εκείνα τα ωραία λόγια για τους Έλληνες που είμαστε ράτσα μοναδική κι αμόλευτη και τέτοια πρέπει να μείνουμε. Δέρνονταν όλοι μαζί μεταξύ τους. Ερχόταν η αστυνομία. Σαν πόλεμος ήταν. Την ενοχλούσε τη Βέρα να τη λένε ναζί και ρατσίστρια. Αυτή ναζί… που είχε κατέβει μέχρι και στο Πολυτεχνείο; «Πού πας, τρελή γυναίκα;» της φώναζε ο Παντελής, «με μικρά παιδιά» όμως αυτή δεν τον άκουσε και πήγε. Ο Παντελής πάλι είχε το φούρνο, δεν μπορούσε να τον αφήσει, έτσι της είπε μετά από καιρό, που το ‘φερε ο λόγος. Δεν έμεινε μέχρι το τέλος, στο Πολυτεχνείο δεν έμεινε μέχρι το τέλος, αλλά πήγε πάντως. Αλήθεια πήγε, όχι σαν όλους που λένε πως ήταν εκεί ενώ αυτοί αρμένιζαν ποιος ξέρει πού… Αν ήταν όσοι τώρα λένε πως ήταν, δεν θα χώραγε τον κόσμο η Αθήνα κι αλλιώς θα ‘χανε πάει τα πράγματα.  Την ενοχλούσε να τη βγάζουν τρελή, πως τάχα καμιά ενόχληση δεν είχε η γειτονιά από τους ξένους, μιλούσαν και μπερδεμένα όλοι αυτοί, οι άλλοι τα έλεγαν πιο καθαρά, πιο απλά, τουλάχιστον θα φρόντιζαν να μη βρωμίζουν οι άστεγοι τις πόρτες τους και να μπορούσαν να κυκλοφορούν το βράδυ ελεύθερα. Η κ. Βέρα γερνούσε και φοβόταν.
Ήρθε μια μέρα ο ένας από τα δίδυμα, όχι αυτός που πήρε το μέρος της στη διαμάχη με τον μεγάλο τότε, ο άλλος, τον έλεγαν «ο μικρός» γιατί είχε γεννηθεί δεύτερος και ήταν ο πιο μικροκαμωμένος από τους δύο. Αυτός της μιλούσε γλυκά και, όταν συναντιόνταν οι δυο τους,  της έλεγε ιστορίες από τη δουλειά του και καμιά φορά της διάβαζε εφημερίδα ή καθόταν μαζί της για να δουν το αγαπημένο της σήριαλ –μια καθημερινή σειρά, από αυτές που κρατάνε χρόνια και κάποτε παύεις να θυμάσαι πώς ήταν η ζωή σου πριν αρχίσεις να τις βλέπεις, πώς ήταν να μην τα παρατάς όλα στις 6 ή στις 7 το απόγευμα για να συναντηθείς με τους ήρωες της σειράς, που σιγά-σιγά σου γίνονται οικείοι και απαραίτητοι. Ήρθε, λοιπόν, μια μέρα «ο μικρός» με δώρα και καλούδια κι έπιασαν την κουβέντα για τους ξένους. Δηλαδή ο γιος της τη ρώτησε πώς τα περνάει κι εκείνη του ‘πε ιστορίες με τους ξένους που της είχε μάθει στο σούπερ μάρκετ και το περίπτερο.
Το παλληκάρι προσπάθησε να της εξηγήσει μερικά πράγματα –ασχολιότανε αρκετά με το θέμα αυτός, ήταν και εθελοντής σε ένα τοπικό αντιρατσιστικό κίνημα στο δήμο που έμενε. Η κ. Βέρα δεν άκουγε. Του έκανε μεγάλη εντύπωση του γιου της που δεν έπιαναν ούτε τα θρησκευτικά επιχειρήματα. Παρόλο που ήταν θεοσεβούμενη αλλά όχι θρησκόληπτη, είχε πάψει να πονάει τον βασανισμένο συνάνθρωπο. Γιατί με τον καιρό είχε πάψει να τον βλέπει σαν άνθρωπο. Ένας άλλος είχε γίνει χωρίς πρόσωπο, εχθρικός και φοβιστικός. Κάτι, όχι κάποιος.
Στην κουβέντα της ανακάτευε ένα όνομα. Τα πιο πολλά από αυτά που του ανέφερε της τα είχε πει η κ. Καγιά. Και φαινόταν να την έχει περί πολλού την κ. Καγιά. «Ξέρει γράμματα αυτή, παιδί μου, βγαίνει στην τηλεόραση». Ο Θανάσης –Θανάση τον έλεγαν, τ’ όνομα του πατέρα της- κατάλαβε για ποια του έλεγε και τρόμαξε. Η Καγιά ήταν γνωστή για τις ακραίες πολιτικές πεποιθήσεις της, έβγαινε σε εκπομπές στην τηλεόραση, έστηνε συνελεύσεις στις γειτονιές γύρω από την πλατεία. Ήταν έξυπνη, δυναμική και γεμάτη μίσος. Έχυνε το φαρμάκι της με απίστευτη ευθυβολία, έβρισκε τρόπους να πείθει που θα τους ζήλευε ο καλύτερος δικηγόρος. Άρχιζε κάνοντας μικρούς ομόκεντρους κύκλους γύρω από το θέμα της και υπνώτιζε το ακροατήριό της με μια ρητορική που θύμιζε τα απονενοημένα διαβήματα των παρουσιαστών παρελάσεων που πρέπει να εφευρίσκουν λέξεις θαυμασμού για το αξιόμαχο των στρατευμένων παιδιών μας. Μόνο που αυτή αντέστρεφε και αντί για λόγια θαυμασμού εξακόντιζε λόγια μίσους και αποστροφής. Μαζί με ομάδες που θύμιζαν παραστρατιωτικά σώματα γύριζε τις γειτονιές και οργάνωνε κινητοποιήσεις εναντίον των ξένων. Μερικές φορές τα πράγματα έφταναν σε ανοιχτή συμπλοκή, άλλοτε η συμπλοκή γινόταν στα μουλωχτά. Παρέκει μια αδιάφορη πολιτεία που δεν τηρούσε καν τα προσχήματα, ήρθε μετά και η κρίση, ποιος να μιλήσει για τους ξένους, ποιος εχέφρων να μιλήσει για τους ξένους και τα δίκια τους, που να προσπαθεί να δει στα μάτια το πρόβλημα και από τις δυο πλευρές, να μη ρίχνει λάδι στη φωτιά και να προτείνει μια λογική λύση.
Και ποια θα ήταν πλέον η λογική λύση; Όλη η ανθρωπότητα ένα κουβάρι, σέρνει η μια χώρα την άλλη στην καταστροφή, ένα σύστημα που έφτασε στα όριά του και για να επιβιώσει θέλει αίμα και ζωές. Περισσότερο αίμα και περισσότερες ζωές από ποτέ όλα τα χρόνια της ζωής του.
Πήρε να της εξηγεί ο Θανάσης για την Καγιά και το ρόλο της, ανένδοτη η κ. Βέρα. Τη θαύμαζε. «Δεν είναι πολύ όμορφη, Θανάση μου, αλλά λάμπει».



Τον είχε ξαναδεί αυτόν τον πιτσιρίκο. 17-18 χρονών, στην ηλικία του μεγάλου εγγονού της. Κοιμόταν σ’ ένα παγκάκι. Ζητιάνευε στα φανάρια. Είχε δει να τον κυνηγάνε και να τον χτυπούν, είχε δει και να τον βοηθούν –αυτός που έμενε στον πρώτο, ο δάσκαλος των αγγλικών, του πήγαινε καμιά φορά φαγητό και μια μέρα του έδωσε και ένα ζευγάρι παπούτσια πάνινα, σχεδόν καινούρια.  Ό,τι κι αν γινόταν, ο πιτσιρίκος γύριζε πίσω στην πλατεία. Ήξερε δυο τρεις κουβέντες ελληνικά-εγκώ, Αφγκανιστάν, ντοελιά, μάνα πείνα- και κάνα δυο παραπάνω στα αγγλικά. Όσο κι αν τσαντιζόταν με τους ξένους, όσο κι αν ήθελε πίσω τη γειτονιά της και την ησυχία της, αυτόν τον πιτσιρίκο τον συμπαθούσε. Τον λυπόταν. Της ξυπνούσε κάτι μητρικό, έτσι όπως κοίταζε σαν πανικόβλητο πεινασμένο ζούδι. «Δε βαριέσαι» της έλεγαν οι γείτονες «μην τον βλέπεις τώρα, σε λίγο να δεις που θα ξεθαρρέψει… ο χειρότερος θα γίνει. Μην τον λυπάσαι». Δεν τα κατάφερνε να μην τον λυπάται και μια μέρα είπε κάτι και δαγκώθηκε, είπε «τον πονάει η ψυχή μου τον μαύρο, δεν φαίνεται και σπίρτο». ‘Τον πονάει η ψυχή μου’ είναι μεγάλη κουβέντα, πάει πέρα από φιλανθρωπίες και εγωισμούς, πάει στη ρίζα της αγάπης και θέλει λίγο, ένα τόσο δα βήμα, να γίνει αγάπη και αλληλεγγύη και προσφορά.
Τον είχε ξαναδεί τον πιτσιρίκο, για την ακρίβεια τον έβλεπε τακτικά –βρώμικα τα ρούχα του έπλεαν πάνω του, σκονισμένο το κεφάλι του, τα μαλλιά του γκριζάριζαν τόπους – τόπους από τη σκόνη του δρόμου, σαν να γερνούσε. Βγήκε νωρίς το πρωί στο μπαλκόνι να ποτίσει τα δυο βασιλικά και είδε κόσμο μαζεμένο στην πλατεία, την πήρε η περιέργεια, κατέβηκε να δει τι συμβαίνει, στη βιασύνη της ξέχασε το κινητό της –και της έλεγαν τα παιδιά της, «μάνα, πρόσεχε να το έχεις συνέχεια μαζί σου». Πολύς ο κόσμος, δεν μπορούσε να πλησιάσει, άρχισε να ρωτάει τους διπλανούς της. «Βρήκανε σκοτωμένο έναν από δαύτους». «Λένε πως μαχαίρωσαν ένα ξένο, ένα μαυριδερό». «Έ, ξέρεις τώρα, αυτοί σκοτώνονται μεταξύ τους, δεν θα τα βρήκαν στη μοιρασιά και κάποιος τον έφαγε». Άκουσε τη σειρήνα του ασθενοφόρου και την ίδια στιγμή είδε το φαρμακοποιό της να βγαίνει μέσα από το πλήθος, να σπρώχνει ευγενικά να παραμερίσουν για να βγει από το δάσος των ανθρώπινων κορμιών που πλήθαιναν ολοένα και στένευαν τον κύκλο για να δουν, να γεμίσει το μάτι θέαμα.
 Ο φαρμακοποιός της είπε τι ακριβώς έγινε. Ήταν ταραγμένος, στο πέτο του πουκάμισου είχε ένα κόκκινο λεκέ από αίμα, μικρό λεκέ αλλά φαινόταν πολύ πάνω στο λευκό καλοσιδερωμένο πουκάμισο. Πρέπει να ‘χε σκύψει πάνω από το νεκρό σώμα, να είχε αφουγκραστεί την καρδιά, να είχε βάλει το χέρι στα ρουθούνια μη και ανέπνεε. «Τον θυμάστε τον μικρό Αφγανό, κ. Βέρα; Σουλ τον έλεγαν ή τουλάχιστον έτσι ακούγαμε εμείς το όνομά του. Τη νύχτα τον χτύπησαν πολύ. Το πρόσωπό του είναι λιώμα κι έπειτα τον μαχαίρωσαν…». Σταμάτησε, κι έπειτα, σαν να μιλούσε στον εαυτό του «Πέθανε μόνος, αβοήθητος, ένα παιδάκι ήταν…» κι ολόκληρος άντρας παρά λίγο να βάλει τα κλάματα.
Αυτό δεν το χωρούσε το μυαλό της. Ένα παιδί είναι ένα παιδί. Ποιος το  έκανε; Το βράδυ ήρθαν οι γιοι της με τις γυναίκες τους να κάτσουν μαζί της, να μην είναι μόνη της –τους είχε τηλεφωνήσει το μεσημέρι κι έκλαιγε, δηλαδή πήρε το Θανάση κι αυτός τηλεφώνησε στους άλλους δυο, που, στο μεταξύ το είχαν ακούσει στις ειδήσεις, αλλά δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι είχε γίνει τόσο κοντά στο πατρικό τους.
Χειρότερα δεν το χώρεσε το μυαλό της, όταν μαθεύτηκε ποιοι το έκαναν. Την Καγιά συνέλαβαν και τρεις άλλους, ένα νεαρό από τη γειτονιά και δυο από άλλα μέρη που ξημεροβραδυάζονταν στην πλατεία, ο φαρμακοποιός της είπε ότι αυτοί οι τρεις είχαν χτυπήσει επίσης τα μέλη μιας ομάδας καλλιτεχνών που είχε έρθει να δώσει παράσταση στη μικρή παιδική χαρά λίγο παρακάτω. Η κ. Βέρα δεν το άντεχε. Ένιωθε να γκρεμίζεται ο κόσμος γύρω της. Ένιωθε πως έφταιγε κι αυτή για τη δολοφονία του πιτσιρίκου. Σαν να είχε σηκώσει χέρι πάνω του, σαν να είχε κρατήσει κι αυτή το φονικό μαχαίρι. Μέρες ολόκληρες δεν έτρωγε, δεν έπαιρνε τα χάπια της… Στα παιδιά της δεν είπε τίποτε. Φοβόταν ότι θα την περνούσαν για τρελή, άλλωστε και της ίδιας της είχε περάσει από το νου κάτι τέτοιο. Δεν καταλάβαινε τι της συνέβαινε, γιατί ένιωθε όσα ένιωθε.

Η Καγιά καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλακή, για ηθική αυτουργία, μολονότι ήταν ξεκάθαρο ότι είχε συμμετάσχει ενεργά στο λιντσάρισμα, οι υπόλοιποι πήραν από 15 χρόνια. Η γειτονιά διχάστηκε. Έδιναν κι έπαιρναν για μήνες οι κουβέντες. Πάντως, ευτυχώς, οι περισσότεροι έλεγαν ότι αυτά είναι απαράδεκτα και πως αφού το παιδί δεν είχε κάνει τίποτε, δεν είχε κανείς δικαίωμα να το πειράξει. «Ενώ αν είχε κάνει κάτι, δεν υπήρχε πρόβλημα να αποδώσουμε μόνοι μας δικαιοσύνη!» σχολίασε πικρόχολα και σαρκαστικά ο φαρμακοποιός, που την εβδομάδα της δίκης του άνοιξαν δυο φορές το φαρμακείο κι είχε πάθει μεγάλη ζημιά.

Την είδε, ούτε χρόνος δεν είχε περάσει και την είδε. Είχε βγει, κυκλοφορούσε ελεύθερη. Η Καγιά. Μιλούσε πάλι στις γειτονιές, είχε αρχίσει ήδη τις συγκεντρώσεις. Πρώτη φορά σκέφτηκε η κ. Βέρα να φύγει πια από τη γειτονιά, να πάει στα παιδιά της. Ανακατεύτηκε το στομάχι της. Της φάνηκε άδικο, παράλογο… Είχε σκοτώσει ένα παιδί –δεν ήξερε η κ. Βέρα ηθικές αυτουργίες και τέτοια. Κι αν δεν είχε σηκώσει το μαχαίρι, ήταν εκεί και είδε και δεν εμπόδισε. Έτσι σκεφτόταν η κ. Βέρα.  Ναι, η Καγιά είχε σκοτώσει ένα παιδί  και σε λιγότερο από ένα χρόνο ήταν έξω. Και να σκεφτείς ότι δεν ήξεραν ούτε ποιος ήταν ακριβώς, δεν τον εγύρεψε κανείς, τον έθαψαν στην άκρια του δημοτικού νεκροταφείου, μόνο του κι άκλαυτο. Είχε πάει στην κηδεία ο φαρμακοποιός και της τα διηγήθηκε. Η μάνα του, αν είχε, θα τον περίμενε. Αλλά αυτός δεν θα γύριζε ποτέ.

Την είδε και θύμωσε, οργίστηκε όταν την είδε. Και στο μυαλό της πήρε να σχηματίζεται μια ιδέα. Όσο περνούσαν οι μέρες η ιδέα τής σφυροκοπούσε το κεφάλι, δεν έφευγε λεπτό από το νου της. Η Καγιά άλλωστε το έλεγε συχνά, αφού ο νόμος δεν μας προστατεύει, να γίνουμε εμείς ο νόμος εναντίον τους. Αυτό ακριβώς. Αφού ο νόμος ήταν άδικος και δεν αρκούσε, αυτή θα έπαιρνε το νόμο στα χέρια της. Έτσι όπως της το ‘μαθε η Καγιά. Ό,τι ισχύει για ένα, ισχύει για όλους. Και για την Καγιά. Στη ζυγαριά, αδικήθηκε η ζωή του μικρού. Από τη μια ένας άνθρωπος νεκρός κι από την άλλη σκάρτος ένας χρόνος στη φυλακή. Κάτι δεν πάει καλά. Αποφάσισε η κ. Βέρα.


Το υπόγειο διαμέρισμα ήταν από χρόνια εγκαταλειμμένο. Τα τζάμια στα παράθυρα είχαν γίνει αδιάφανα σχεδόν από τη σκόνη, ένα τζάμι είχε σπάσει και το γυαλί σχημάτιζε ένα μισοφέγγαρο. Η είσοδος –ξέχωρη από την πολυκατοικία- είχε ένα σκαλάκι πάνω στο οποίο υπήρχε ένα δάχτυλο λίγδα και ίχνη από κάτουρο ζώων, μπορεί και ανθρώπων. Το δρομάκι ήταν μικρό και ήσυχο, χωρίς μαγαζιά, καθόλου περαστικό, ένα σχεδόν αδιέξοδο δρομάκι που σχηματιζόταν από δυο-τρεις πολυκατοικίες εκατέρωθεν, στένευε στην πάνω μεριά και άφηνε ένα στενό μονοπάτι, ένα διάδρομο σχεδόν, για να περάσει κανείς στον κάπως μεγαλύτερο κάθετο δρόμο πίσω από τις πολυκατοικίες. Πάνω στην πόρτα του υπόγειου υπήρχε ένα παμπάλαιο ξεθωριασμένο ενοικιαστήριο. Κάποιες σημειώσεις με στυλό –ένα τηλέφωνο προφανώς και άλλες πληροφορίες για τον υποψήφιο ενοικιαστή- είχαν σβηστεί σχεδόν τελείως. Είχε περάσει μια μέρα τυχαία από κει και –σαν παιδάκι που κάνει σκανταλιές- είχε σπρώξει με το χέρι της την πόρτα. Δεν άνοιξε, αλλά κατάλαβε ότι με μια πιο δυνατή σπρωξιά η πόρτα δεν θα αντιστεκόταν καθόλου. Τότε αυτή η πληροφορία δεν ήταν τίποτε, τώρα ήταν εξόχως πολύτιμη.
Την έφερε με τρόπο στο δρομάκι, την ξεγέλασε κανονικά, με τεχνάσματα και κόλπα την έπεισε να δουν το υπόγειο διαμέρισμα. Τι της είπε, ποιος ξέρει; Το θέμα δεν ήταν τι της είπε αλλά ότι το είπε αυτή, η κ. Βέρα η συμπαθητική, ήσυχη ηλικιωμένη κυρία, που είχε πάει μερικές φορές στις συγκεντρώσεις της. Μια συμπαθητική γριούλα δεν την υποψιάζεσαι, δεν περιμένεις κάτι παράτολμο απ’ αυτήν. Η κ. Βέρα, που είχε άσπρα μαλλιά, ρυτιδωμένο πρόσωπο, μάτια αθώα που δεν έβλεπαν καλά, μια ελαφριά καμπούρα από την οστεοπώρωση,  και όταν περπάταγε λίγο παραπάνω άσθμαινε ενοχλητικά. Η εικόνα της αδυναμίας. Έσπρωξε την πόρτα –είχε περάσει το προηγούμενο βράδυ και με λίγο κόπο είχε καταφέρει να την ανοίξει- έσπρωξε την πόρτα και πέρασε πρώτη. Η Καγιά ήρθε πίσω της. Το διαμέρισμα μύριζε μούχλα και κλεισούρα. Φαίνεται ότι ο λιγοστός αέρας που έμπαινε από το σπασμένο παράθυρο δεν αρκούσε για να το αερίσει καλά. «Εδώ, στην κουζίνα ελάτε, εδώ τα βρήκα κι έχει κι άλλα» είπε κι έκανε χώρο να περάσει μπροστά η Καγιά…

Όταν η Σοφία Καγιά άνοιξε τα μάτια της, ένιωθε να μην μπορεί να εστιάσει το βλέμμα της σε ένα σημείο, σαν κάποιος να της τραβούσε τα μάτια προς τα πάνω. Ζαλιζόταν και κάτι υγρό έτρεχε ενοχλητικά από το κεφάλι προς το φρύδι της. Κατάλαβε πως ήταν μισοξαπλωμένη στο πάτωμα. Πήγε να πιάσει το κεφάλι της αλλά τα χέρια της δεν κουνιόνταν, έκανε να μιλήσει αλλά κατάλαβε ότι ήταν φιμωμένη. Την έπιασε ένας φόβος και της πάγωνε τα σωθικά, στα πονεμένα μάτια της κάθισε μια έκφραση τρόμου. Άρχισε να ξεχωρίζει σκιές στο μισοσκόταδο. Είδε πως ήταν μισοξαπλωμένη, ακουμπισμένη στο πορτάκι του νεροχύτη, στο λερό πάτωμα αυτής της άδειας κουζίνας που είχε χρόνια να καθαριστεί και ποιος ξέρει πόσα ποντίκια και κατσαρίδες είχαν περάσει και θα περνούσαν ξανά. Δεν είδε αλλά κατάλαβε πως το στόμα της ήταν σφραγισμένο με μονωτική ταινία και τα χέρια της κολλημένα στα πλευρά της επίσης με μονωτική ταινία που περιέβαλε το σώμα της. Μονωτική ταινία έδενε και τα πόδια της στα σφυρά. Προσπαθούσε να καταλάβει τι της συμβαίνει, να θυμηθεί, να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά, να δει πώς θα σωθεί από αυτή την κόλαση.
Κρύωνε.
Μέσα στο μισοσκόταδο είδε τον όγκο ενός σώματος να κινείται προς τη μεριά της. Θα ήθελε να ουρλιάξει από φόβο, απελπισία ή ελπίδα, αλλά η μονωτική ταινία της σφράγιζε τα χείλη. Συνειδητοποίησε ότι ήταν γυμνή. Τελείως γυμνή. Μούγκριζε και κουνούσε το κεφάλι, σαν να προσπαθούσε να λυθεί και σαν να απειλούσε. Θυμήθηκε. Είχε κατέβει με κείνη τη χαζή γριά. Κάποιος τις ακολούθησε… Κάποιοι… Σίγουρα αυτά τα γουρούνια. Πρέπει να το είχαν σχεδιασμένο, τα ζώα, ήθελαν να την εκδικηθούν… Τι θα της έκαναν; Θα τη βίαζαν μάλλον. Και μετά; Θα την σκότωναν… Και η γριά πού ήταν; Τι της είχαν κάνει αυτηνής; Μήπως μπορούσε να τη βοηθήσει; Κοίταξε γύρω της κι έπειτα προσηλώθηκε στον ανθρώπινο όγκο που είχε μπροστά της και την παρακολουθούσε ακίνητος. Ήταν γυναίκα. Το ‘βλεπε καλά, το ξεχώριζε πως ήταν γυναίκα. Μια σχετικά μικροκαμωμένη γυναίκα, με μακριά φούστα και ίσια παπούτσια.
Η κ. Βέρα έσπασε τη σιωπή. «Είσαι γυμνή και δεμένη καλά. Δεν μπορείς να ξεφύγεις. Πρέπει να τιμωρηθείς γι’ αυτό που έκανες. Πήρες άδικα μια ζωή και μια ζωή θα δώσεις. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού. Δεν σου είχε κάνει τίποτε. Ήταν μικρός, ένα παιδί. Τον σκέφτομαι μέρα – νύχτα. Ένα παιδί. Έχεις κι εσύ ένα παιδί. Πώς μπόρεσες; Εσύ. Όχι οι άλλοι τρεις, εσύ πώς μπόρεσες; Είσαι γυναίκα, μάνα, πώς μπόρεσες; Τον βρήκες μόνο και τον σκότωσες. Χωρίς λόγο. Δεν τιμωρούμε κανένα χωρίς λόγο. Γι’ αυτό τώρα θα σε τιμωρήσω εγώ. Θα σε αφήσω να πεθάνεις μόνη σου εδώ μέσα. Θα έχεις όλο το χρόνο να σκεφτείς τι έκανες και να μετανιώσεις. Να κλάψεις και να ζητήσεις συγχώρεση από το Θεό γι’ αυτό που έκανες, κ. Καγιά. Θα σου πάρει πολύ χρόνο για να πεθάνεις, να ξέρεις ο άνθρωπος αντέχει πολύ. Αλλά μάλλον το ξέρεις. Τον δέρνατε για ώρες είπατε στο δικαστήριο και λίγο πριν ξεψυχήσει του ‘χώσατε το μαχαίρι εφτά φορές. Όχι, δεν πεθαίνει εύκολα ο άνθρωπος. Θα ‘χεις πολύ χρόνο να το σκεφτείς».
Το πρόσωπο της Σοφίας Καγιά είχε πάρει την έκφραση που λένε πως είχαν όσοι αντίκρισαν τη Μέδουσα. Κουνούσε το κεφάλι της δεξιά, αριστερά με τρόμο, η μονωτική επέτρεπε να δραπετεύουν μόνο κάτι μυκηθμοί μόλις ένα βήμα πριν από το άηχο, αλλά είχαν μέσα τους τον τρόμο του θανάτου και την απόγνωση του τέλους. Τα μάτια της ήταν έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες τους. Μια βαθιά ρυτίδα έκοβε το μέτωπο στη μέση, οι φλέβες του λαιμού πάλλονταν ξετρελαμένες. Παρακαλούσε, ήταν φανερό ότι παρακαλούσε αλλά μόνο να το νιώσεις μπορούσες, δεν ακουγόταν άλλο παρά ένα μακρύ μμμμμμ…. Και ο λαιμός της φούσκωνε απελπισμένος. Η κ. Βέρα πάλι εντελώς ήρεμη. Είπε, «νυχτώνει για τα καλά. Καληνύχτα».

24 ώρες αργότερα, το επόμενο βράδυ ακριβώς, η κ. Βέρα έμπαινε στο πολυδύναμο της περιοχής της. «Τι θέλετε;» τη ρώτησε ο νεαρός αστυνομικός στην είσοδο, παραξενεμένος που μια γλυκιά γριούλα, με ευγενικό πρόσωπο και κάπως αστείο περπάτημα –κούτσαινε λίγο η κ. Βέρα, το είπαμε;- έμπαινε στο τμήμα τέτοια ώρα. «Θέλω να δω τον αξιωματικό υπηρεσίας για να του πω πού βρίσκεται η Σοφία Καγιά» είπε η κ. Βέρα με φωνή σταθερή, χωρίς να κομπιάζει καθόλου. Ο νεαρός αξιωματικός γούρλωσε τα μάτια –από το μεσημέρι όλη η αστυνομία την έψαχνε, έτρεμαν ότι σε λίγο θα άρχιζαν τα επεισόδια, οι δικοί της θα έκαναν φασαρίες, ήδη είχαν γίνει τα πρώτα τηλεφωνήματα στο διοικητή. Φώναξε ένα συνάδελφό του που οδήγησε την κ. Βέρα στον αξιωματικό υπηρεσίας. «Ήρθα να παραδοθώ» του είπε με απόλυτη ψυχραιμία, με φωνή καθαρή και τη ματιά ανενδοίαστη. «Ήρθα να παραδοθώ» και με μεγάλη συντομία  του εξήγησε τι ακριβώς είχε κάνει και γιατί. «Δεν ήθελα να τη σκοτώσω. Όχι. Ποτέ. Τη ζωή μας την έδωσε ο Θεός και μόνο αυτός μπορεί να την πάρει για καλό ή για τιμωρία. Ήθελα μόνο να νιώσει λίγο όπως ένιωσε εκείνο το κουτάβι, όταν το σκότωναν, να καταλάβει τη συμφορά που έκανε».

Τη βρήκαν γυμνή, μέσα σε κάτουρα δικά της. Την Καγιά. Προσπαθώντας να λυθεί και να βγει από το δωμάτιο είχε μαζέψει πάνω στο σώμα της σκόνες και βρωμιές, στο δεξιό μαστό είχε κολλήσει το πτώμα μιας κατσαρίδας. Τα μαλλιά της είχαν ανακατευτεί, είχαν κολλήσει στο μέτωπό της, έπεφταν στα μάτια της, διαγώνια σχεδόν στο πρόσωπό της ένα ρυάκι ξεραμένο αίμα από το χτύπημα στο κεφάλι που είχε δεχτεί –«ένα παλιό γουδοχέρι πήρα και το ‘κρυψα στην τσέπη της φούστας μου». Είχε μαζευτεί κόσμος, παρόλο που η αστυνομία έδιωχνε, έσπρωχνε και απειλούσε. Την είχαν πρόχειρα σκεπασμένη με μια κουβέρτα αλλά δύσκολα την κρατούσε στους ώμους της. Έτρεμε σαν τρομαγμένο ζώο.  Ήταν σε κατάσταση σοκ.

Καθώς την έβαζαν στο περιπολικό, η κ. Βέρα γύρισε και κοίταξε την πλατεία. «Καλά ήμασταν χωρίς τους ξένους» μουρμούρισε και κάθισε στο πίσω κάθισμα.

Οκτώβριος 2011
Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 8:29 π.μ. 2 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Ετικέτες Διήγημα
Νεότερες αναρτήσεις Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα
Εγγραφή σε: Αναρτήσεις (Atom)
  • Κείμενα
  • Δημοφιλή
  • Πρόσφατα

Δημοφιλή

  • (χωρίς τίτλο)
      ΑΛΚΗΣΤΗ                                                      Leonora Carrigton, Muher Conciencia(1972)        ἀρκοῦμεν ἡμεῖς οἱ προθν...
  • Η ΧΗΡΑ
             Τους πρώτους μήνες μετά το θάνατο της μητέρας μου, πήγαινα πολύ τακτικά στο νεκροταφείο, σχεδόν κάθε μέρα, άλλοτε μεσημέρι...
  • Έκπληξις
                Το καφενείο ήταν από 'κεινα τα παλιά, που λίγα έχουν πλέον απομείνει ξεχασμένα σε κάποιες μάλλον φτωχές, ξεχασμένες κι αυ...
  • (χωρίς τίτλο)
      Έϊβαλα, έϊβαλα, ω! Lotte Laserstein,  Selbstporträt mit weissem Kragen, περ. 1923      Το σπίτι στην Καλλιθέα το κληρονόμησα από μια θεία ...
  • H ΚΟΡΑΛΙΑ
    Την ιστορία της Κοραλίας τη διηγήθηκα μια φορά στην πολύ καλή μας ζωγράφο, την Κλεοπάτρα Δίγκα. "Να κάτσεις και να τη γράψεις...
  • Ο ΣΚΥΛΟΣ ΝΩΝΤΑΣ. Μια ιστορία χωρίς κρυφά μηνύματα και υψηλούς στόχους.
    Είμαι ζωοφοβική. Δεν ντρέπομαι   να το ομολογήσω.   Ή, ακριβέστερα, δεν ντρέπομαι να το ομολογήσω πλέον. Πώς γεννήθηκε αυτός ο φόβος μέσα...
  • ΤΙ ΒΛΕΠΕΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΗΣ
        Εdward Hopper Ήθελε να πάρει την άδειά της νωρίτερα φέτος. Απ’ τον Ιούνιο αν ήταν δυνατόν και όλες μαζί τις μέρες που δικαιούταν, να τ...
  • (χωρίς τίτλο)
    «Πάτερ ημών» Απ’ την παιδική μου ηλικία πολλά δεν θυμάμαι. Φευγαλέες εικόνες, λεπτομέρειες προσώπων και σωμάτων, ποτέ πρόσωπα ολόκληρ...
  • Υπόληψις
    STEFAN PFUERTNER ( https://pixels.com/featured/dark-landscape-stefan-pfuertner.html )          Τον ‘βλέπαν οι άνθ...
  • (χωρίς τίτλο)
    Παιδάκι, να ένα μήλο Ένα όμορφο μαύρο παιδί καθόταν μεσημέρι Κυριακής έξω από το σπίτι του. Ήταν ένα ζεστό χειμωνιάτικο μεσημέρι σε μ...

Πληροφορίες

Μαρώ
Προβολή πλήρους προφίλ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κείμενα

  • ►  2024 (1)
    • ►  Ιουλίου (1)
  • ►  2022 (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2021 (1)
    • ►  Μαΐου (1)
  • ►  2020 (3)
    • ►  Απριλίου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2019 (4)
    • ►  Μαΐου (2)
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (1)
  • ►  2018 (3)
    • ►  Οκτωβρίου (1)
    • ►  Ιουλίου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
  • ►  2016 (4)
    • ►  Αυγούστου (2)
    • ►  Ιουλίου (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2015 (2)
    • ►  Δεκεμβρίου (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (1)
  • ►  2014 (1)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
  • ►  2013 (3)
    • ►  Αυγούστου (2)
    • ►  Μαΐου (1)
  • ►  2012 (7)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (1)
    • ►  Μαΐου (1)
    • ►  Απριλίου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ▼  2011 (11)
    • ▼  Δεκεμβρίου (2)
      • ...ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
      • ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΑ
    • ►  Νοεμβρίου (1)
      • Η νύχτα του πατσά
    • ►  Οκτωβρίου (2)
      • H γλυκιά γριούλα
    • ►  Σεπτεμβρίου (2)
    • ►  Αυγούστου (4)
 

Κατηγορίες

  • Διήγημα (13)
  • Ποίηση (1)

Αναγνώστες

Marotora. Από το Blogger.
 

Ηρώ Νικοπούλου

  • histopia
    Η λογική της ενδοαριστερής βίας: κομματικοί εναντίον τροτσκιστών/αρχειομαρξιστών
    Πριν από 10 χρόνια

Κατηγορίες

  • Διήγημα (13)
  • Ποίηση (1)

About Me

Μαρώ
Προβολή πλήρους προφίλ
 
© 2011 Διηγήματα & νουβέλες | Σχεδίαση: Ν. Cabilis & WindGames