skip to main | skip to sidebar

Διηγήματα & νουβέλες

Μαρώ Τριανταφύλλου

Pages

  • Αρχική σελίδα
 
  • Αρχική
  • Σύνδεσμοι
    • Γράφοντας...
    • Η Εποχή

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

Έκπληξις


            Το καφενείο ήταν από 'κεινα τα παλιά, που λίγα έχουν πλέον απομείνει ξεχασμένα σε κάποιες μάλλον φτωχές, ξεχασμένες κι αυτές,  συνοικίες της Αθήνας. Μαζεύονταν εκεί οι ηλικιωμένοι της γειτονιάς, άντρες γερασμένοι, μικροσυνταξιούχοι, με τις αρρώστιες τους, τα οικογενειακά τους βάσανα, τις εμμονές και τα πάθη που, ψέματα λένε τα βιβλία, δεν τα καταλαγιάζει ο χρόνος. ίσα-ίσα, τα μεγαλώνει, κάνει τις μικρές παραξενιές των νιάτων, ανυπόφορα ελαττώματα. Έρχονταν και μερικοί νεώτεροι, πατημένα τα πενήντα βεβαίως, με ψαρά μαλλιά και μπόλικες ρυτίδες, άλλοι ξερακιανοί, με σουβλερά πηγούνια και χοντρά φρύδια κι άλλοι με τις κοιλιές φουσκωμένες, έτοιμες να σκίσουν τα κακοκουμπωμένα παντελόνια τους και να πεταχτούν ελεύθερες από την ασφυξία της ζώνης. Όλοι ετούτοι κουβαλούσαν την παλιά νοοτροπία των αντρών κι αγαπούσαν τον αντρότοπο του καφενείου, την ατμόσφαιρα και τις μυρωδιές του. Τα τελευταία χρόνια ερχόντουσαν και μερικοί ξένοι -στην πλειονότητά τους Πακιστανοί, με το δέρμα σκούρο και τα μάτια νυσταγμένα από τον κάματο της μέρας, οι περισσότεροι ήταν μικροπωλητές σε διάφορα φανάρια της πόλης. Τα φτηνά ενοίκια της συνοικίας τούς είχαν τραβήξει -τα σπίτια παλιά, οι νοικοκύρηδες που τα νοίκιαζαν άλλοι δεν είχαν κι άλλοι δεν ήθελαν να ξοδέψουν για να τα ανακαινίσουν, τα νοίκιαζαν, λοιπόν, όπως-όπως και σε τσουχτερές τιμές σε παρέες μεταναστών που δεν είχαν άλλη λύση. Πολλοί μαζί  τους φαινότανε κάπως λιγότερο το μερτικό τους στο μηνιαίο έξοδο. Στην αρχή, όταν πήραν δειλά-δειλά να έρχονται στο καφενείο, οι συνηθισμένοι θαμώνες του, που όλοι γνωρίζονταν και μιλούσαν μεταξύ τους με τα μικρά τους ονόματα, στραβομουτσούνιασαν . με τον καιρό, όμως, τους συνηθίσανε, με μερικούς δέσανε και φιλίες κι άμα χανόντουσαν οι ξένοι για κάποιες μέρες, ρωτούσαν με ανησυχία, μη και συνέβη τίποτε, καμιά αρρώστια, καμιά "σκούπα" ξαφνική -ποτέ δεν ξέρεις.
     Η σάλα δεν ήταν μικρή. Έβγαζε γύρω στα δέκα πέντε τραπέζια, κοντά το ένα στο άλλο βαλμένα, παλιά τραπέζια, μαντεμένια, όλο γδαρσίματα, μεριές-μεριές τσαλακωμένο το υλικό, με βαθουλώματα και γύρω τους, παλιές και φθαρμένες, ξύλινες καρέκλες, όχι πολύ αναπαυτικές, με ένα σκάλισμα στην πλάτη που θύμιζε μονόγραμμα άλλα δεν ήταν, σκασμένο το ξύλο τόπους-τόπους, όλο αγκίθες και ξεφτίσματα, το κάθισμά τους ανοιχτότερο στο χρώμα  -τόσα χρόνια, τόσοι άνθρωποι που κάθισαν πάνω τους, άφησαν το αποτύπωμά τους, το ξεθώριασμα τούτο της φθοράς. Κάθε τραπέζι είχε το τασάκι του -τα πιο πολλά ήταν πλαστικά, "δώρα" διαφημιστικά εταιριών τσιγάρων και ποτών. Τα δύο τελευταία χρόνια πρόσθεσε ο ιδιοκτήτης, γιατί το είχε δει να το κάνουν στα μεγάλα μαγαζιά, τα μοντέρνα, κι επέτρεψε στον εαυτό του ένα μικρό, ανώδυνο νεωτερισμό, πρόσθεσε, λοιπόν, ένα κερί αρωματικό, αντικαπνιστικό κερί, που ελάχιστοι θαμώνες άναβαν τα βράδυα, κι αυτοί κυρίως για το γούστο κι όχι από ανάγκη. Άλλωστε όσοι σύχναζαν εκεί ήταν σχεδόν όλοι καπνιστές, φανατικοί του τσιγάρου, μεγαλωμένοι μέσα στην κάπνα, στην αποπνικτική ομίχλη της που θολώνει την ατμόσφαιρα, μπουκώνει τα πνευμόνια και κόβει την ανάσα, κάνοντας πάντα κάποιον να λέει διακριτικά -καμιά φορά και να απαιτεί θυμωμένα κι ορμητικά- "δεν ανοίγουμε καμιά πόρτα, κανα παράθυρο, πολύ καπνό έχει εδώ μέσα, θα σκάσουμε". Όσο να πεις κι οι πιο θεριακλήδες έρχονται ώρες που δεν αντέχουν τη βαριά κάπνα. Οι θαμώνες ήταν, λοιπόν, φανατικοί καπνιστές, από τα εφηβικά τους χρόνια ακόμη και ποτέ οι γιατροί δεν τους τρόμαξαν μιλώντας απειλητικά για εμφράγματα και καρκίνους των πνευμόνων.
Σε κάποια τραπέζια από νωρίς (το καφενείο άνοιγε γύρω στις 9 το πρωί και έκλεινε λίγο πριν τα μεσάνυχτα, καμιά φορά και πολύ αργότερα, συνήθως όταν ήταν εκλογές, ντέρμπι σημαντικά του ποδοσφαίρου είτε κάποιοι είχαν αφοσιωθεί σε καμιά ζόρικη και ενδιαφέρουσα παρτίδα χαρτί), σε κάποια τραπέζια κοντά στον τοίχο από νωρίς ήταν ανοιγμένα τάβλια με τα πούλια ωραία ταχτοποιημένα, τα ζάρια στη μέση, έτοιμα για  να μην καθυστερούν όσοι επιθυμούσαν να τα χρησιμοποιήσουν. Σε μια άκρη του μαγαζιού υπήρχε ένα ιδιαίτερο τραπέζι, μεγαλύτερο αυτό από τα άλλα, πάντα στρωμένο με την πράσινη τσόχα, έτοιμο για τα καθημερινά πολύωρα παιχνίδια, που άφηναν αρκετά στον καφετζή, καθώς όσο περνούσε η ώρα, τα ποσά ανέβαιναν, "το χόντραιναν" το παιχνίδι, όσο είναι δυνατό σε γειτονιές μεροκαματιάρηδων και χαμηλόμισθων ανθρώπων -αν και πάντα ο πειρασμός είναι μεγάλος και πολλούς τους παίρνει από κάτω το πάθος του παιχνιδιού και τους κλείνει το σπίτι. Έπαιρνε τα νόμιμα, λοιπόν, ο καφετζής, έβγαζε και αρκετά απ' τους καφέδες και τα ποτά που κατανάλωναν αυτοί που έπαιζαν κι όσοι παρακολουθούσαν γύρω-γύρω.
Ο παππούς της σύχναζε σε τέτοια καφενεία και καμιά φορά την έπαιρνε μαζί του, έτσι τα ήξερε. Για την αλήθεια, τα θυμόταν κάπως γενικά, ένα περίγραμμα του χώρου, φευγαλέες εικόνες και ήχοι -τα πούλια του ταβλιού, φωνές, πόρτες που ανοιγόκλειναν τρίζοντας, τέτοια πράγματα. τα έδενε έπειτα η φαντασία της με δικά της γεμίσματα από διαβάσματα και παλιές ελληνικές ταινίες. Ο παππούς της είχε πεθάνει νωρίς -αυτή ό,τι είχε αρχίσει την τετάρτη δημοτικού- και λίγα πρόλαβε να μάθει από τον αντρόκοσμο του καφενείου -γιατί έτσι το είχε στο νου της το καφενείο, ένα χώρο αντρικό, που μύριζε τσιγάρο, ιδρώτα και ούζο, που ήταν γεμάτος από τον ξερό, δυνατό ήχο που κάνουν τα πούλια του ταβλιού, άσκοπες βρισιές κάθε φορά που τα ζάρια δεν έφερναν το ποθητό αποτέλεσμα και εβίβες με τα ουζοπότηρα.
            Η μυρωδιά ήταν το πρώτο που πρόσεξε. Μια μυρωδιά ούζου και τηγανισμένου λουκάνικου, με μια ιδέα από φρέσκο αγγούρι, που το σιχαινόταν. Ήταν εννέα και μισή, ο καφετζής, που μόλις είχε ανοίξει, την κοίταξε λίγο απορημένος, σα θυμωμένος επίσης, δεν περίμενε ακόμη πελάτες, το μαγαζί δεν ήταν έτοιμο. Αυτός - εξηντάρης, κοντός, με στενούς ώμους και μεγάλη κοιλιά- σκούπιζε και τακτοποιούσε τα τραπέζια. Ίσως να μην ήταν μόνο η ώρα. Μια γυναίκα, και μάλιστα μια άγνωστη στη γειτονιά του γυναίκα , σίγουρα τον ξένισε, τον παραξένεψε, δεν την είδε θετικά την παρουσία της στο μαγαζί του. Μπορεί πάλι απλώς να ήταν κουρασμένος ή και να βαριόταν κιόλας. Αυτή πάντως δεν έδωσε σημασία στην ξινισμένη έκφρασή του,  μουρμούρισε μια τυπική καλημέρα, κοίταξε αδιάφορα το χώρο και διάλεξε για να καθίσει ένα τραπέζι κοντά στο ανατολικό παράθυρο. Το καφενείο ήταν γωνιακό, τα μεγάλα, αμφίβολης καθαριότητας,  τζάμια του έβλεπαν σε δυο δρόμους μικρούς και στενούς με χαμηλή κυκλοφορία. Πάνω στο ένα τζάμι ήταν γραμμένο με μεγάλα συμμετρικά κεφαλαία κόκκινα  γράμματα:  ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ "Η ΑΡΓΩ". Εκεί πήγε και κάθισε, στο τραπεζάκι ακριβώς κάτω από τη λέξη  "ΑΡΓΩ". Ήρθε ο καφετζής μουτρωμένος και πήρε παραγγελία. "Ένα διπλό ελληνικό χωρίς ζάχαρη, βαρύ", ζήτησε ευγενικά και κοφτά. Δεν πρόσθεσε το "παρακαλώ", όπως συνήθιζε. Δεν σκέφτηκε να το προσθέσει. "Ένα διπλό βαρύ σκέτο", επανέλαβε ο καφετζής, για να εμπεδώσει την παραγγελία είτε για να της υποδείξει τον σωστό τρόπο  εκφοράς της παραγγελίας του καφέ χωρίς ζάχαρη. 
        Έβγαλε από την τσάντα της τα τσιγάρα της, ένα γαλάζιο πλαστικό αναπτήρα και το κινητό της τηλέφωνο. Έβγαλε και το χοντρό σημειωματάριό της. Καθώς το άνοιξε, έπεσε από μέσα ένα κακοδιπλωμένο διαφημιστικό  εκδοτικού οίκου που ειδικεύεται στην αρχαιότητα. Το ίσιωσε, το χάζεψε λίγο, χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία στους τίτλους που έβλεπε, έπειτα το δίπλωσε προσεκτικά δυο φορές και το έβαλε στην τσάντα της, σε μια μεγαλούτσικη θήκη μπροστά. Είχε σπουδάσει ιστορία, είχε μάλιστα φτάσει και στο μεταπτυχιακό, αλλά δεν μπόρεσε να συνεχίσει, τα οικονομικά της οικογένειας δεν ήταν ανθηρά. Χωρίς να το καταλάβει καλά-καλά, άρχισε, λόγω ενός θείου, να ασχολείται με τη δημοσιογραφία. Δεν της άρεσε. Ούτε πληρωνόταν ικανοποιητικά, αναγκαζόταν συχνά να κάνει κι άλλες δουλειές -διορθώσεις, επιμέλειες- επίσης κακοπληρωμένες. Μερικές φορές έκανε ακόμα όνειρα, να τα παρατήσει και να ασχοληθεί με αυτά που αγαπούσε, με το Λουκιανό ας πούμε και την εποχή του, που ήταν το πάθος της, γεμάτη παράξενα και  θαύματα εποχή που διασώζει με πνεύμα σκωπτικό στις ιστορίες του ο παιχνιδιάρης συγγραφέας. Αλλά ήξερε πως αυτά ήταν μόνο όνειρα. Είχε πάψει από καιρό να υποφέρει. Έψαξε λίγο τις σελίδες του σημειωματάριου και ανακάλυψε μια μικρή φωτογραφία. Την κοίταξε προσεκτικά για λίγα λεπτά, λες για να κρατήσει καλά στη μνήμη το πρόσωπο, κι έπειτα την ακούμπησε στο τραπεζάκι δίπλα της ανάποδα. Άναψε ένα τσιγάρο κοιτάζοντας αφηρημένα έξω. Τράβηξε μια μεγάλη ρουφηξιά και την έφτυσε με δύναμη πάνω στο τζάμι. Έχωσε τη μύτη της μέσα στο ανάστατο αραιό σύννεφο και ανάσαινε βαθιά τον καπνό, έπειτα  έπαιξε τη γλώσσα στον ουρανίσκο για να χαρεί τη γεύση κι ακούμπησε το τσιγάρο στο παλιό, πλαστικό τασάκι - η θήκη της υποδοχής ήταν καμένη από κάποιον απρόσεκτο θαμώνα και η διαφήμιση μιας παλιάς μάρκας τσιγάρων που δεν κυκλοφορεί πια, μια ροζέτα στον πάτο ήταν, είχε ξεθωριάσει από την πολυχρησία. Το άφησε εκεί να καίγεται, όπως το συνήθιζε. Μια γυναίκα πέρασε σέρνοντας ένα καροτσάκι της λαϊκής φορτωμένο με σακούλες από σούπερ μάρκετ γνωστής αλυσίδας τέτοιων μαγαζιών για μεσαία και χαμηλά στρώματα, δυο αυτοκίνητα κόκκινα της ίδιας μάρκας, το ένα πίσω από το άλλο -γέλασε με τη σύμπτωση- ένας ηλικιωμένος άντρας με σκούρο, καρό σακάκι, πιο ζεστό απ' ό,τι πρέπει για την εποχή  πέρασε φουριόζος και σκυθρωπός από το απέναντι πεζοδρόμιο. Της φάνηκε πως κινούσε τα χείλη του, σαν να μονολογούσε. Λίγα λεπτά μετά τον ξαναείδε να περνά, πάλι φουριόζος, πάλι σκυθρωπός, με μια χαρακιά βαθιά στο μέτωπο που έδειχνε κάτι να τον απασχολεί πολύ, κάτι να τον βασανίζει, τώρα είχε μια εφημερίδα παραμάσχαλα. Κούτσαινε λίγο, ανεπαίσθητα, από το δεξί πόδι. Πρέπει να είχε υπάρξει ωραίος άνδρας στα νιάτα του. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή που σκέφτηκε πως ο ηλικιωμένος βιαστικός κύριος θα πρέπει να είχε υπάρξει ωραίος, ήρθε ένα μήνυμα στο κινητό και την ανάγκασε να τραβήξει τα μάτια της από το δρόμο. "Πώς πάει;" έλεγε το μήνυμα, πάτησε "απάντηση", έγραψε "Θα δείξει" και πίεσε το κουμπί "αποστολή".  Ήρθε και ο καφετζής με τον καφέ και το νερό. Έκανε μια κίνηση του κορμιού ακούσια προς τα πίσω λες και θα βοηθούσε τον καφετζή να ακουμπήσει με μεγαλύτερη ευκολία το φλιτζάνι με τον καφέ στο τραπέζι. Κούνησε το κεφάλι της με τρόπο που ήθελε να πει ευχαριστώ. Μια ριπή ανέμου που φύσηξε εκείνη την ώρα παρέσυρε μερικά λουλούδια από τη νεραντζιά που βρισκόταν στο πεζοδρόμιο μπροστά στην τζαμαρία του καφενείου. Τα παρακολούθησε να πέφτουν με τρυφερά και αβέβαια ζιγκ-ζαγκ, να πέφτουν με μικρή διαφορά χρόνου πάνω στις βρώμικες πλάκες του πεζοδρομίου, να σέρνονται μερικά εκατοστά κι έπειτα να μένουν ακίνητα, μια ξέπνοη ομορφιά που σε λίγο θα διαλυθεί κάτω από το απρόσεχτο παπούτσι ενός περαστικού. Σκέφτηκε πόσο πολύ της άρεσε να περπατάει το φθινόπωρο στους δρόμους και να πατάει ξεραμένα κίτρινα φύλλα, να ακούει το σκρατς! καθώς αυτά έσπαζαν σε πολλά μικρά κομμάτια που με αγωνία συγκρατούνταν ακόμα σε ένα ενιαίο σώμα, μέχρι να έρθει  το επόμενο πόδι να τα πατήσει και να διαλύσει εντελώς, σκορπίζοντας τα κομμάτια τους εδώ κι εκεί.
           Λίγο μετά μια παρέα μπήκε στο καφενείο, ο καφετζής τους καλημέρισε εγκάρδια αλλά λιγόλογα. Κάθισαν σ' ένα τραπέζι κοντά στον τοίχο και κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα αλλά χαρούμενα. Όλοι είχαν περάσει τα εξήντα, ήταν ντυμένοι με φτωχική αξιοπρέπεια, καθαροί, καλοσιδερωμένοι, φαινόταν το έμπειρο χέρι μιας νοικοκυράς που είχε περιποιηθεί την εμφάνισή τους. Πίσω τους κρύβονταν χρόνια δουλειάς σε καταστήματα και συνεργεία, ήρθε η σύνταξη πια, άραξαν, βαριούνται οι περισσότεροι, περνάει ο χρόνος, σκέφτονται το θάνατο και φοβούνται, γκρινιάζουν, τον ξεχνάνε για λίγο και προχωράνε, άλλη μια μέρα κι άλλη μία, τα παιδιά έχουν μεγαλώσει, εγγόνια έχουν έρθει, αναπολούν τα παλιά, θυμώνουν, γκρινιάζουν, κακιώνουν μεταξύ τους, με συγγενείς τους, με τις γυναίκες τους, τα ξαναβρίσκουν, άλλη μια μέρα…   
           Όσο περνούσε η ώρα και η συζήτηση φούντωνε, οι τόνοι ανέβαιναν, ο ένας μπερδευόταν στα λόγια του άλλου, χωρίς να το θέλει άκουγε τη συζήτησή τους -για τα οικονομικά μέτρα της νέας κυβέρνησης, για τις υποσχέσεις που πάλι έμειναν υποσχέσεις. Τότε ήρθε ένας ακόμα και προστέθηκε στην παρέα. Τα αραιά, άσπρα μαλλιά του, οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια, το κουρασμένο, βαρύ βήμα, φανέρωναν πως είχε περάσει από καιρό τα εξήντα, ίσως μάλιστα να ήταν πια ήδη εβδομηντάρης. "Καλώς το 'δάσκαλο' " είπαν μερικοί, με τρόπο που φανέρωνε πως ήταν παρατσούκλι αλλά που το δεχόταν ο άντρας χωρίς να πειράζεται, κι ένας τους του 'βαλε καρέκλα να κάτσει δίπλα του. "Εδώ, Στάθη" του είπε με ευχαρίστηση. Μπήκε γρήγορα κι αυτός στην κουβέντα, φαίνεται πως κάποια διαφωνία ενέσκυψε, μάλλον για τους Ολυμπιακούς αγώνες, που θα γίνονταν σε λίγους μήνες. Έπιανε κουβέντες στον αέρα, "εθνικό στοίχημα", "οικονομική καταστροφή", "θα πληρώνουν και τα τρισέγγονά μας", "θα έρθουν πολλοί ξένοι, τουρισμός"… Τους παρατηρούσε διακριτικά με την άκρη του ματιού, ενώ την ίδια ώρα κοιτούσε και στο δρόμο, την κίνηση που πύκνωνε.
Είχε κάτσει επίτηδες σε κείνο το καφενείο. Για δουλειά, ένα θέμα που της είχε φορτώσει η  εφημερίδα, ένα θέμα από αυτά που μισούσε. Έπρεπε να πείσει μια παλιά δόξα του αθλητισμού να της δώσει συνέντευξη. Αυτός, άνθρωπος απλός και σεμνός, που σιχαινότανε τέτοιου τύπου δημοσιότητες ("ό,τι είχα να πω, το είπα στους στίβους με τα πόδια μου" της είπε στο τηλέφωνο) αρνιότανε κατηγορηματικά. Είχε έρθει, λοιπόν, στη γειτονιά του -έμενε στην απέναντι ακριβώς πολυκατοικία- με τη φωτογραφία του στην τσάντα και τις ερωτήσεις έτοιμες, γραμμένες στο σημειωματάριό της, και τον περίμενε να κατέβει για να του μιλήσει από κοντά, ελπίζοντας πως τελικά θα τα κατάφερνε.
Είδε πάλι τον σκυθρωπό ηλικιωμένο άντρα να περνάει με γρήγορο βήμα -χαμογέλασε, "αυτός όλη μέρα σουλατσάρει στη γειτονιά;" σκέφτηκε. Της φάνηκε αστείο. Την ίδια στιγμή ένας από την παρέα των αντρών έβαλε μια φωνή, διακόπτοντας την κουβέντα, "ο Λέανδρος!" Και έτρεξε στην πόρτα. Την άνοιξε και βγάζοντας το κεφάλι έξω φώναξε δυνατά "Λέανδρε! Λέανδρε!". 
 Κατάλαβε ότι απευθυνόταν στον βιαστικό άντρα με το σκυθρωπό ύφος, που είχε πια απομακρυνθεί αρκετά. Φαίνεται πάντως πως άκουσε τ' όνομά του, γιατί ανέκοψε το βήμα, στερέωσε την εφημερίδα που κρατούσε κάτω από τη μασχάλη του και έψαξε ένα γύρο να δει από πού ερχόταν η φωνή που τον καλούσε. Εντόπισε τον άντρα στο καφενείο, κούνησε ελαφρά το κεφάλι, ένας ενοχλημένος χαιρετισμός μάλλον, σαν να χαιρετούσε και την ίδια στιγμή το έπαιρνε πίσω, και έφυγε πάλι γρήγορα, πριν προλάβει ο άντρας στο καφενείο να ολοκληρώσει την πρόσκληση που είχε αρχίσει να διατυπώνει με τη βαριά, άκομψη, καμπανιαστή φωνή του. "Έλα, ρε Λέανδρε, εδώ στο καφενείο είμαστε όλοι. Έλα να πιούμε ένα καφέ". 
 Ο άντρας μπήκε μέσα πάλι, φαινόταν αμήχανος, ντρεπόταν που ο άλλος δεν είχε απαντήσει στην πρόσκλησή του, σαν προσβεβλημένος έδειχνε, με ένα χαμόγελο πλατύ που προσπαθούσε να στήσει μια γέφυρα επικοινωνίας με τους άλλους  και να δικαιολογήσει την κατάσταση, το πρόσωπό του κόκκινο. "Βρε, τον μπαγάσα!" είπε, καθώς κάθισε πίσω στη θέση του, "απαράλλαχτος τόσα χρόνια, μονόχνωτος, καλή κουβέντα από το στόμα του δεν παίρνεις." "Τι θέλεις και 'συ και τον παρακαλάς, δεν τον ξέρεις;" είπε ένας άλλος πικρόχολα. "Εγώ;" έκανε ο άντρας που είχε πρωτοασχοληθεί με τον περαστικό, "εγώ;" επανέλαβε ενοχλημένα. "Να, έτσι… για να μη λέει…" "Τι να μη λέει…" πετάχτηκε ένας τρίτος, "αυτός, χριστιανέ μου, παντρευόταν η κόρη του γείτονά του, μεσοτοιχία τα διαμερίσματα, δίπλα οι πόρτες, σου λέει,  και δεν βγήκε, έτσι για τα μάτια, να πει ένα συχαρίκι στον άνθρωπο, τι λες τώρα;" Κι έπιασαν έτσι, ένας-ένας, να κόβουν και να ράβουν του Λέανδρου τις αναποδιές και τις κακίες. Έλεγαν για ώρα διάφοροι, που δεν λέει σε άνθρωπο καλημέρα, που δεν δίνει τ' αγγέλου του νερό, που δεν έχει κάνει ένα καλό στη ζωή του, που μόνος κι έρημος ρημάζει και μέρα νύχτα στους δρόμους περπατάει γρήγορα, και υπαινίχτηκαν πολλά, για μοχθηρίες και κακίες και πιθανές διαστροφές αλλά όλα κουβέντες του αέρα χωρίς αποδείξεις. 
 Κάποια στιγμή που είχαν πει πια πολλά σχεδόν όλοι κι είχαν αρχίσει τις υπερβολές και τις εικασίες και έβαζε ο καθείς τη φαντασία του και δούλευε κι από μια κίνηση, μια λέξη, μια υπόνοια έστηνε ιστορίες ολάκερες, πετάχτηκε αυτός που είχε μπει τελευταίος, και που κάποιοι τον είχαν αποκαλέσει "δάσκαλο", και ανέβασε τη φωνή ψηλά και κάλυψε τους άλλους επιτακτικά και απότομα. Είχε φωνή σταθερή, μπάσα, καλλιεργημένη φωνή, σαν τους παλιούς ψάλτες που δεν χρειάζονταν μικρόφωνα για να ακουστούν οι ύμνοι μέχρι έξω από τις εκκλησίες που έψελναν. Διέκρινε ένα θυμό στη φωνή αυτή, ενοχλημένος ακούστηκε ο άντρας αυτός με τα λόγια,  τον ήξερε καλύτερα τον Λέανδρο, όπως φάνηκε μετά, αλλά επίσης δεν πρέπει να του άρεσαν  τα κουτσομπολιά και οι φήμες οι ανυπόστατες που σπιλώνουν τα ονόματα των ανθρώπων και αφήνουν πάντα πίσω τους μια υποψία άπρεπη και μειωτική. "Δεν είναι έτσι όπως τα λέτε", είπε. Οι άλλοι σιώπησαν με μιας και γύρισαν προς το μέρος του αντρός. Φαίνεται πως του είχαν ξεχωριστό σεβασμό κι εκτίμηση. Ένας δυο που κάτι έλεγαν ακόμη, τέλειωσαν με σιγανή φωνή τη φράση τους και πήραν να ακούνε τον άντρα. "Δεν ξέρετε εσείς τίποτε για το Λέανδρο", είπε αυτός, κι ενώ φάνηκε στην αρχή να έχει κάτι σημαντικό να ανακοινώσει, αυτός απότομα σταμάτησε σαν να το μετάνιωσε, σαν να μην ήταν σίγουρος αν έπρεπε να μιλήσει. Οι δυο που έπαιζαν τάβλι έκλεισαν το παιχνίδι και γύρισαν τις καρέκλες τους προς το τραπέζι των πολλών. "Λέγε, Στάθη", είπε ο ένας τους,  "γιατί το λες αυτό; Αλήθεια είναι πως τον Λέαντρο όλοι μας τον έχουμε άχτι. Κακός άνθρωπος, γρουσούζης, μουλωχτός, αμίλητος, σαν να μισεί τον κόσμο…". "Όχι", είπε αυτός που τον φώναζαν Στάθη, "λάθος έχετε, δεν τον ξέρετε εσείς το Λέανδρο, δεν έχει πολλά χρόνια σε τούτη τη γειτονιά. με το Θεό τα έχει πιο πολύ".
Τον κοίταξαν παραξενεμένοι και, παρ' όλο που φαινότανε πως άλλη λέξη δεν θα πει, αυτοί έμοιαζαν να περιμένουν. Μάταια. Σε λίγο κάποιος έκανε ένα άσχετο σχόλιο, ένας άλλος του απάντησε, πήρε φωτιά άλλη συζήτηση. Ο Λέανδρος ξεχάστηκε πάλι. Αυτή κοιτούσε αφηρημένα έξω, την πόρτα της πολυκατοικίας όπου έμενε ο αθλητής. Ήρθαν κι άλλοι να βρουν παρέα στο καφενείο. Αυτός που ήξερε για τον παράξενο άντρα και τον είχε υπερασπιστεί, ο Στάθης, με ένα νιοφερμένο ξεμοναχιάστηκαν σ' ένα τραπεζάκι δίπλα ακριβώς από το δικό της. "Πέρασε ο Λέανδρος, Στέφανε" είπε εκείνος στην παρέα του "κι άρχισαν πάλι τα σχόλια". "Δεν φταίνε μόνο αυτοί όμως" είπε ο Στέφανος "Κι αυτός προκαλεί, ρε παιδί μου".  "Δεν ξέρετε εσείς… " είπε πάλι ο Στάθης. "Το 'χεις πει πολλές φορές αυτό" του σχολίασε ο άλλος "αλλά ποτέ δεν έχει εξηγήσει τι εννοείς". Έμεινε λίγο σιωπηλός ο Στάθης, ρούφηξε μια γουλιά από τον καφέ του και σα να μιλούσε στον εαυτό του είπε ξαφνικά:
            "Στη γειτονιά αυτή, που μένουμε τώρα, εγώ ήρθα πριν πολλά χρόνια, όταν πρωτοπαντρεύτηκα, ο Λέανδρος, όμως, έχει δεν έχει πέντε χρόνια. Εμείς, όταν ήμουν παιδί  μέναμε στου Αρμπούζογλου το εργοστάσιο από πίσω, στα προσφυγικά.  Εκεί έμενε και η οικογένεια του Λέανδρου, έτσι τον ξέρω. Η μάνα του, ο πατέρας του τα δυο κορίτσια, που ήτανε πολύ μικρότερά μας, και αυτός. Τους ξέραμε καλά, οι μάνες μας μάλιστα κάνανε και λίγο παρέα. Ο Λέανδρος είναι συνομήλικος του μακαρίτη του αδελφού μου,  του Δημοσθένη. Μαζί πήγαιναν σχολείο, μόνο που ο Δημοσθένης προχώρησε, τέλειωσε το εξατάξιο, ενώ ο Λέανδρος τα παράτησε. Δηλαδή δεν τα παράτησε ακριβώς. Η οικογένεια ήταν φτωχή, έπρεπε να δουλέψει, ούτε την πρώτη Γυμνασίου δεν τέλειωσε καλά-καλά. Ήταν γερό παλικάρι, καλοφτιαγμένο, με δυνατά μπράτσα και γρήγορα πόδια. Από μικρός ήταν κλειστός, στοχαστικός, άνθρωπος του καθήκοντος. Δεν του άρεσαν οι πολλές παρέες, παιδί καθόταν μακριά από τα άλλα, δεν συμμετείχε παρά σπάνια στα παιχνίδια τους, προτιμούσε να σκαλίζει ξύλα και να φτιάνει ωραία πράματα, καράβια και καραγκιόζηδες -να 'βλεπες κάτι καραγκιόζηδες, με τις καμπούρες και τις μυτόγκες, έξοχοι ήτανε.  Παρότι του άρεσαν τα γράμματα, δεν βαρυγκόμησε που αναγκάστηκε να τα αφήσει. Έπιασε δουλειά, στην αρχή παραγιός σε καφενείο, αργότερα δούλεψε σε άλλες δουλειές, ώσπου άνοιξε το  εργαστήριό του και σιγά-σιγά πρόκοψε. Στο μεταξύ πέθανε ο πατέρας του.  Δούλευε πολύ για να τα φέρει βόλτα, βοηθούσαν και τα κορίτσια, μετά εκείνα παντρεύτηκαν, άνοιξαν δικά τους σπίτια. Όταν παντρεύτηκε και η δεύτερη, η Δέσποινα, ο Λέανδρος είχε πατήσει τα σαράντα. Δεν είχε πλέον μεγάλες ανάγκες αλλά δούλευε πολύ από συνήθεια, ξημερωνότανε στο εργαστήριο.
    Όπως ήτανε μικρός, έτσι και μετά, δεν του άρεσαν οι πολλές παρέες, τα γλέντια, τα τραγούδια, ούτε με τις γυναίκες είχε πολλά-πολλά, αν και κάτι είχε ακουστεί κάποτε για ένα σαράκι που τον έτρωγε για μια παντρεμένη, αλλά τίποτε δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ. Ό,τι αγαπούσε πιο πολύ ήταν να φεύγει τις Κυριακές το πρωί και να περπατάει με τις ώρες. Με ήλιο, με βροχή, με κρύο, ο κόσμος να χάλαγε, ο Λέανδρος έφευγε χαράματα και γύριζε αργά το απόγευμα στο σπίτι. Όχι πως πήγαινε κάπου συγκεκριμένα. Έπαιρνε ένα δρόμο και ξεχνιότανε, έστριβε χωρίς να ξέρει πού, ανηφόριζε, κατηφόριζε στενά, έβγαινε σε άγνωστες πλατείες, μπροστά σε καινούρια ψηλά κτίρια, σε μεγάλα εργοστάσια… κατέγραφε στο νου του ό,τι τον ενδιέφερε με προσοχή, σε όλες του τις λεπτομέρειες, τα άλλα τα ξεχνούσε παντελώς… Δεν ήξερε ποτέ να πει πού ακριβώς είχε σεργιανίσει, ποιες γειτονιές είχε γυρίσει…  όλο δρόμοι, παράδρομοι,  α, ναι, και ποτέ ανθρώπινα πρόσωπα. Το λίγο που μιλούσε, ακόμα πιο λίγο για τέτοια προσωπικά, δεν τον άκουσα ποτέ να λέει κάτι για μια όμορφη γυναίκα που συνάντησε, ένα αστείο ανθρωπάκι, ένα καυγά, βρε αδερφέ, κάτι που να 'χει μέσα του άνθρωπο. Μόνο κτίρια, πλατείες, δρόμους και μικρά, μισογκρεμισμένα σπίτια. Αν έλεγε καμιά φορά κάτι, με μένα είχε μερικές κουβέντες, μόνο για τέτοια ήτανε. 
        Όσο περνούσαν τα χρόνια γινόταν μονόχνωτος, στριφνός, δύσκολα του έπαιρνες κουβέντα από το στόμα. Τίποτε δεν εύρισκε καλό γύρω του, με τίποτε δεν ήταν ευχαριστημένος. Γκρίνιαζε πολύ κι επειδή δεν του άρεσαν και τα πολλά λόγια με τους ανθρώπους, γκρίνιαζε από μέσα του, κι έβγαινε μια στριμάρα στο πρόσωπό του που τον έκανε αντιπαθητικό στους άλλους. Τζαναμπέτη τον ανέβαζαν, γρουσούζη τον κατέβαζαν οι γείτονες. Λίγοι άνθρωποι τον χαιρετούσαν κι ακόμα λιγότεροι επέμεναν να τον τσιγκλάνε για συναναστροφές και συντροφιά.  Σπάνια κατέβαινε στου Πλακουτσή το ταβερνάκι, - το ξέρεις, έτσι;-  για να πιει ένα κρασί και να ανταλλάξει δυο κουβέντες με τον Μικέ τον Κουκουέ και το Βλαδίμηρο τον αλλήθωρο, ξέρεις, του Αλαμόπουλου, του γουναρά, το γαμπρό. Πολιτικά μιλάγανε συνήθως και ο Βλαδίμηρος που είχε κάνει δυο φεγγάρια ναυτικός τους διηγιότανε καμιά ιστορία από τις θάλασσες. 
       Πάντως, μοναχικός, μονόχνωτος, πες ό,τι θέλεις, όλοι στη γειτονιά το ξέρανε πως είχε μπέσα, δίκιο δεν έφαγε καμιανού, δεν άφησε και κανέναν να του φάει το δικό του. Ο λόγος του συμβόλαιο, έπαιρνε μια δουλειά, θα την τέλειωνε τη μέρα που είχε υποσχεθεί, μακάρι να γκρεμιζότανε ο κόσμος γύρω του, αναλάμβανε μια υποχρέωση, θα την έφερνε σε πέρας, ό,τι κι αν γινότανε. Όσο περνούσαν τα χρόνια, ο Λέανδρος γινόταν περισσότερο μοναχικός, περισσότερο παράξενος και περισσότερο μπεσαλής. Τιμιότητα και μοναξιά αύξαιναν μέσα του. Με  τους ανθρώπους τα πήγαινε όλο και χειρότερα, τα κορίτσια, οι αδερφές του αραίωσαν τις σχέσεις, ώσπου στο τέλος τις έκοψαν εντελώς. Πέθανε και ο Μικές στα ξαφνικά, από έμφραγμα, έπαψε να πηγαίνει πια στου Πλακουτσή το ταβερνάκι. Όλη μέρα δούλευε ή διάβαζε εφημερίδα μόνος του στο εργαστήρι του, ρέμβαζε από το παράθυρο, σκεφτικός και συνοφρυωμένος, χαμένος σε ένα πέλαγο σκέψεις -κανείς δεν ήξερε τι τον απασχολούσε ή αν τον απασχολούσε κιόλας κάτι, αφού όλο αυτό μπορεί να ήταν ένας τρόπος να μην αφήνει τους ανθρώπους να τον πλησιάζουν. Κι ήταν κρίμα αυτό που έκανε, γιατί ήταν έξυπνος άνθρωπος, κι όταν καμιά φορά αποφάσιζε να μπει σε μια κουβέντα και ν' ανοίξει το στόμα του, ένιωθες πως αυτό που έλεγε είχε βάρος και σημασία,  οι απόψεις του ήταν δουλεμένες, είχαν αξία, έκανε προβλέψεις πολιτικές που θα τις ζήλευαν μεγάλοι επιστήμονες από αυτούς που βγαίνουν στην τηλεόραση και μας ζαλίζουν τα μυαλά.
      Ένα βράδυ, αργούτσικα, δέκα θα  'τανε, μπορεί και παραπάνω,  πέρασα από το εργαστήριό του τυχαία και είδα φως - τέλειωνε μια επείγουσα παραγγελία και είχε μείνει ως αργά, όπως μου 'πε μετά. Είπα να μπω να του πω μια καλησπέρα. Με δέχτηκε απρόθυμα, μου 'δειξε μια καρέκλα στο πλάι του τραπεζιού που δούλευε και συνέχισε το έργο του σιωπηλός. Κανονικά θα  'πρεπε να φύγω αλλά κάτι με κράτησε. Σηκώθηκα να περιεργαστώ τα πράγματα γύρω μου και όπως ψαχούλευα σε ένα ράφι, ανάμεσα στις κατασκευές του Λέανδρου και  στα εργαλεία του, ανακάλυψα μια Καινή Διαθήκη.       
 - Δεν ήξερα, Λέανδρε, του είπα, πως είσαι θρησκευάμενος. Δεν σ' έχω δει στην εκκλησία μήτε μια φορά -εγώ τότε ήμουνα αριστερός ψάλτης στον Άη-Γιώργη και ήξερα.
- Όχι, μου είπε, ψάχνω να καταλάβω τι πιστεύουν οι άλλοι. Τον κοίταξα απορημένος. Άναψε τσιγάρο -σπάνια κάπνιζε, ρούφηξε μια γουλιά από τη ρετσίνα του, σηκώθηκε αργά από τον πάγκο του, πήγε σε ένα καμαράκι μικρό, μια αποθηκούλα που είχε πίσω,  κι έφερε μια νταμιτζάνα κι ένα ποτήρι .
- Την έφερα από τα Μεσόγεια την Κυριακή που είχα πάει να δω τη Δέσποινα, μου είπε. Απόρησα, δεν ήξερα ότι βλεπόντουσαν ακόμα, πίστευα κι εγώ, όπως και όλοι στη γειτονιά, ότι δεν είχαν πια πάρε-δώσε με τις αδελφές του.
- Τι κάνει η Δέσποινα, τον ρώτησα.
-Τι να κάνει κι αυτή, μου απάντησε. Να με κείνο το Σωτήρη βασανίζεται. Παλιοτόμαρο, ό,τι βγάζει το τρώει στα χαρτιά. Τα 'χασα. Στενοχωρέθηκα και με την αποκάλυψη -μια κούκλα ήταν η Δέσποινα και καλό κορίτσι, αλλά μου 'ρθε παράξενο πολύ να μου μιλάει τόσο ανοιχτά ο Λέανδρος.            
- Καθίκια είμαστε οι άνθρωποι, Στάθη, συνέχισε, καθίκια. Κακό γένος, πρέπει να λείψουμε από τον κόσμο, να ξεβρωμίσει.  Ξέρεις ποια είναι η μεγαλύτερη απόδειξη πως δεν υπάρχει Θεός; Εμείς οι άνθρωποι είμαστε η απόδειξη. Αν υπήρχε Θεός, έτσι όπως τον λέει τούτο το βιβλίο -και μου 'δειξε τη Διαθήκη- αν υπήρχε Θεός, παντοδύναμος και παντογνώστης, πάνσοφος και πανάγαθος, θα 'κανε ένα τέτοιο λάθος; Θα 'φτιαχνε ένα πλάσμα τόσο κουτό και αλαζονικό; Κι αν το 'κανε δεν θα το διόρθωνε ευθύς; Θα το άφηνε να λερώνει τη γη με τις αθλιότητές του; Πόλεμοι, βία, αδικίες; Ο δυνατός να σέρνει τον αδύνατο κι ο αδύνατος να μη βλέπει τη δύναμή του, να μην αντιστέκεται; Απελπισία… Αν μπορούσα, θα έπαιρνα πέτρες, όπλα θα έπαιρνα, κανόνια, βόμβες και δεν θα άφηνα τίποτα όρθιο. Από το εργαστήρι μου και το κουρείο του Μενέλαου, εδώ δίπλα, θα άρχιζα και θα τέλειωνα στα παλάτια και στα κοινοβούλια. Να μη μείνει κανείς… Ούτε μωρό παιδί. Μίσος έχω μέσα μου για τον άνθρωπο.
      Για να μην τα πολυλογώ, πάνε δέκα πέντε χρόνια, μπορεί και παραπάνω, βέβαια, δέκα οχτώ… Πότε ήταν τη χρονιά που η Εθνική πήρε το πανευρωπαϊκό στο μπάσκετ; Το '87 δηλαδή, συμπλήρωσε ο άλλος. Ναι, γεια σου, ρε Παντελή, τότε ήτανε. Πήγε να παραδώσει μια παραγγελία και τον χτύπησε ένα μηχανάκι. Ήταν βράδυ, το σημείο απόμερο, ο οδηγός το 'σκασε, ο Λέανδρος έμεινε αρκετή ώρα στο δρόμο αιμορραγώντας, ευτυχώς, κάποιος περαστικός τον ανακάλυψε, ειδοποίησε το 166 και σώθηκε η ζωή του. Αλλά τα πόδια του είχαν πάθει μεγάλη ζημιά, μετα από δυο εγχειρίσεις, οι γιατροί απελπίστηκαν, ο Λέανδρος ήταν πια καταδικασμένος να περάσει τη ζωή του στο καροτσάκι, χώρια που και το αριστερό χέρι θα 'χε κουσούρι.
Πολύ λίγο τον είχα δει τότε. Δεν άφηνε πια κανέναν να τον πλησιάσει, άνοιγε με κόπο το εργαστήρι, κλειδωνότανε μέσα, κατέβαζε τα ρολά και δούλευε σαν τρελός. Έπαψε να λέει ακόμα και ένα γεια. Όποιος τόλμαγε να του χτυπήσει το τζάμι, άκουγε βρισιές από μέσα, τον έδιωχνε. Έπαψαν να ασχολούνται μαζί του. Η λύπη γι' αυτό που έπαθε πριν γίνει οίκτος, έγινε θυμός. Τότε μετακόμισε στη γειτονιά πάλι η αδερφή του, η Δέσποινα. Φαίνεται πως το ατύχημα του αδερφού της, που ένιωσε πως ό,τι κι αν της έλεγε, όσο άγρια κι αν την έδιωχνε, την είχε ανάγκη, της έδωσαν κουράγιο και παράτησε τον άντρα της -είχε  παντρευτεί και η κόρη της πια και είχε ανοίξει δικό της σπίτι, δεν την είχε ανάγκη τη μάνα της. Ήρθε με το ζόρι και εγκαταστάθηκε στην αρχή στο σπίτι του αδερφού της. Άγια γυναίκα. Τον υπέμεινε αγόγγυστα. Τα λόγια τα πικρά, την άσχημη συμπεριφορά, όλα. Ό,τι κι αν κάνεις, θα μείνω, του 'λεγε κι αυτός σκύλιαζε πιο πολύ. Μια μέρα της πέταξε ένα πιάτο φακή στα μούτρα, έφτυνε τα φάρμακά του, έδινε μάχη η Δέσποινα για να τον κάνει να τα κατεβάσει.
Η Δέσποινα ήταν άνθρωπος της εκκλησίας. Πίστευε στο Θεό και προσευχότανε μέρα νύχτα να γίνει το θαύμα και ο αδερφός της να περπατήσει πάλι. Όποτε μπορούσε, έτρεχε σε μοναστήρια, σε ιερείς που είχε ακούσει πως είναι αφιερωμένοι στο Θεό και έχουν τη δύναμη να του ζητήσουν χάρες, πήγαινε στην εκκλησία λάδι και πρόσφορα και λαμπάδες στο μπόι του αδερφού της και ασημένια φυλαχτά, ομοιώματα ποδιών με άσπρες κορδελίτσες και τα ακούμπαγε στης αγαπημένης της αγίας τα πόδια. Κανε το θαύμα σου, Αγία μου Παρασκευή, έλεγε κι εγώ… θα δεις… και δεν ήξερε πια τι να τάξει, όλα τα είχε τάξει, λαμπάδες, χρυσά καντηλέρια, να πάει γονατιστή ένα χιλιόμετρο στο μοναστήρι… Ο Λέανδρος όσο την έβλεπε λύσσαζε. Μια φορά της έσπασε το καντήλι., χύθηκαν στο πάτωμα νερά και λάδια και φιτίλια, η Δέσποινα ακάθεκτη. Εκείνη την εποχή άρχισε να έρχεται και η μεγάλη, η Ιωάννα.
Ένα απόγευμα τη φώναξε την Ιωάννα η Δέσποινα και της ζήτησε να κάτσει μαζί του όσο να γυρίσει εκείνη. Μπορεί ν' αργήσω, της είπε, ίσως χρειαστεί να λείψω όλη νύχτα. Να με περιμένεις, μη φύγεις. Και μην τον αφήσεις από τα μάτια σου. Στη γυναίκα μου, που τη συνάντησε τυχαία στη στάση, τα είπε όλα και της μαρτύρησε και  πού θα πήγαινε, γιατί με τη γυναίκα μου μιλάγανε πολύ κι έτσι μάθαινα τι γίνεται στου Λέανδρου το σπίτι. Είχε ακούσει, είπε,  για μια γερόντισσα στα Γλυκά Νερά που έκανε, λέει, θαύματα και θα την επισκεπτόταν να την παρακαλέσει για το Λέανδρο να του δώσει φώτιση και την υγειά του. Ο απελπισμένος από τα μαλλιά πιάνεται, καταλαβαίνεις τώρα. Εν πάση περιπτώσει…"
Σταμάτησε να πιει δυο γουλιές καφέ. Αυτή, χωρίς να το θέλει, κοίταξε ανυπόμονα προς το μέρος του. Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως τόση ώρα άκουγε άπληστα κι ήθελε να μάθει κι άλλα. Μόλις και μετά βίας πρόλαβε να επιβληθεί στον εαυτό της και να μην της ξεφύγει ένα δυνατό, και αδιάκριτο βεβαίως, "Λοιπόν;" που είχε ήδη σχηματίσει στο στόμα της. Ευτυχώς δεν περίμενε πολύ.
"Πέρασαν μέρες, δεν έτυχε να βρεθώ από τα μέρη του Λέανδρου. Μια Τετάρτη μεσημέρι με έφερε ο δρόμος από κει, είπα να του πω μια καλημέρα κι ας μ' έβριζε. Βρήκα το μαγαζί κλειστό. Ανησύχησα, ρώτησα στη γειτονιά, δεν τα μάθατε, μου είπε ο περιπτεράς, έγινε θαύμα. Περπάτησε ο κύριος Λέανδρος. Έψαξα, βρήκα την Ιωάννα και τα έμαθα. Ξημερώματα εκείνης της ημέρας ανέβασε πυρετό. Είχε ρίγη δυνατά, που έγιναν στο τέλος σπασμοί, τρανταζόταν το κορμί του, έχανε τις αισθήσεις του, συνερχόταν για λίγο, πάλι κατάπεφτε. Του δινε η Ιωάννα ασπιρίνες, τον έτριβε, του 'βαζε κρύες κομπρέσες, τίποτε. Στο τέλος τρομαγμένη κάλεσε ασθενοφόρο και τον πήγαν στο νοσοκομείο. Πέσανε από πάνω του οι γιατροί, εξετάσεις , παραεξετάσεις, να δούνε τι συμβαίνει, δεν έβγαζαν άκρη, άτυπο από το ένα, άτυπο από το άλλο, μεσημέριασε κι ο πυρετός δεν έλεγε να κατέβει. Άρχισαν μια ισχυρή αγωγή με διάφορους συνδυασμούς φαρμάκων. Στο μεταξύ ήρθε η Δέσποινα, πληροφορήθηκε τι έγινε και πού τον είχαν κι έτρεξε. Όλη νύχτα έμεινε στο νοσοκομείο δίπλα του. Την άλλη μέρα το πρωί, έδρασαν τα φάρμακα, πήρε να συνέρχεται ο Λέανδρος κι όταν γύρισε πίσω για τα καλά, είπε τρομαγμένος στην αδερφή του, φώναξε ένα γιατρό, το πόδι μου τ΄ αριστερό με φαγουρίζει του θανάτου. Αυτό ήταν τρεις μέρες μετά έμπαινε στο χειρουργείο και στο μήνα πάνω είχε βγει την πρώτη βόλτα με πατερίτσες. Οι γιατροί μίλησαν για ιατρικό παράδοξο, άρχισαν να ερευνούν την περίπτωση, τι φάρμακα πήρε, τι συνδυασμούς, ποια ουσία ενεργοποίησε τα κοιμισμένα νεύρα και γιατί, μέχρι και σε παγκόσμιο συνέδριο αναφέρθηκε η περίπτωσή του, στο τέλος κάπου κατέληξαν, αν και ακόμα ψάχνουν. Έγινε αιτία ο Λέανδρος να βρουν ελπίδα πολλοί άνθρωποι στον κόσμο με το ίδιο πρόβλημα.
Όμως η Δέσποινα χτυπιέται μέρα νύχτα πως ήταν θαύμα Θεού, πως ήταν οι προσευχές της γερόντισσας που έγιαναν τον αδερφό της, πως την άκουσε η αγία Παρασκευή και άλλα πολλά τέτοια και τρέχει σε εκκλησίες όλη την ώρα και κάνει προσφορές ευχαριστήριες. Ο Λέανδρος, αφού συνήρθε από την έκπληξη της θεραπείας του, προσπάθησε να της εξηγήσει λογικά τι είχε συμβεί, αυτά που του 'χαν πει οι γιατροί με λεπτομέρειες, αλλά αυτή ανένδοτη βεβαίως, ήταν σίγουρη πως είχαν αξιωθεί το θαύμα. Το Λέανδρο από όλα πιο πολύ τον διαόλιζε η μπακάλικη σχέση του ανθρώπου με το Θεό, το ζητιάνικο, το διαρκές κάνε μου τούτο και κάνε μου κείνο του ανθρώπου. Αφού είναι τόσο φτηνοί με το Θεό τους, έλεγε, σκέψου τι είναι συναμετάξυ τους. Κι αν υποθέσουμε ότι υπάρχει, ρε αδερφή, της είπε μια μέρα θυμωμένα, πετώντας μακριά κάτι σταυρουδάκια και μπαμπάκια βουτηγμένα στο λάδι από καντήλια μοναστηριών που του 'χε φέρει η Δέσποινα να ασπαστεί και να τα βάλει φυλαχτά στον κόρφο του, κι αν υποθέσουμε ότι υπάρχει, γιατί ασχολήθηκε μαζί μου που τον αρνιέμαι και δεν έκανε καλά κάποιον που τον πιστεύει και τον δοξολογεί μέρα νύχτα. Ανεξερεύνητες οι βουλές του, είπε η Δέσποινα με σεβασμό. Ίσως θέλει να σε κάνει όργανό του, να πιστέψουν οι άνθρωποι μέσα από σένα.
Ο Λέανδρος δεν μίλησε. Γύρισε περιφρονητικά την πλάτη του και βγήκε από το σπίτι και περπάτησε πολύ, όπως παλιά. Πήγε στο Ταμείο του -αυτά που σου λέω τώρα μου τα 'χει πει ο ίδιος και γράμμα δεν σου βάζω παραπάνω-  σφράγισε το βιβλιάριό του για τα φάρμακά του, πέρασε από την Εφορία για να τελειώσει μια δουλειά,  ύστερα περιπλανήθηκε άσκοπα εδώ κι εκεί. Μέσα στη βουή της πόλης, όπως πέρναγε σκυθρωπός ανάμεσα στους ανθρώπους, όπως τους έσπρωχνε και τον έσπρωχναν και ο ιδρώτας τους, λέει, ανακατευόταν με τον δικό του, η ανάσα τους με τη δική του, του ήρθε κατά νου ο λόγος της αδερφής του κι άρχισε μέσα του να βράζει από θυμό. Κάθισε σ' ένα πάρκο, άναψε τσιγάρο, σκάλισε με το πόδι του το χώμα, κλώτσησε ένα σκυλί που τον πλησίασε κι έπειτα μουρμούρισε όλο οργή: κι αν υπάρχει ακόμα, ποιος του έδωσε το δικαίωμα να ασχοληθεί μαζί μου, γιατί να επιλέξει εμένα, με ποιο δικαίωμα χρησιμοποιεί το σώμα μου για να κάνει επίδειξη της δύναμής του; Α, όχι, όχι, αυτό δεν το επιτρέπω … και σηκώνοντας τα μάτια στον ουρανό έβγαλε μια φωνή δυνατή και αλλόκοτη: γιατί εμένα;
Από τότε έγινε πιο σκοτεινός, πιο δύσκολος, πιο μοναχικός. Χρειάζεται γερά νεύρα για να τον αντέξεις, μεγάλη υπομονή για να μη τον διαολοστείλεις. Δεν ανταποδίδει τους χαιρετισμούς, και να το κάνει μοιάζει ο χαιρετισμός του με βρισιά, δε λέει καλό λόγο σε κανένα, βρίζει, κακομιλάει σε όλο τον κόσμο, αν μπορούσε θα 'βαζε φωτιά και θα 'καιγε τη γη. Και περπατάει, μέρα νύχτα περπατάει, σχεδόν τρέχει, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, κι αν τον παρατηρήσεις, συχνά μέσα απ' τα δόντια του μουρμουρίζει: γιατί εμένα;"

Ο άντρας συνέχισε για λίγη ώρα ακόμη την ιστορία του Λέανδρου αλλά αυτή είχε πάψει πια να ακούει. Έψαχνε με το μάτι το δρόμο, όχι για τον παλιό αθλητή, μήπως περάσει πάλι ο παράξενος Λέανδρος. Δεν φάνηκε ξανά όση ώρα έμεινε και κακοκαρδίστηκε. Όπως είχε μπροστά το σημειωματάριό της, γύρισε στην τελευταία σελίδα και σημείωσε βιαστικά: Λέανδρος, η ιστορία ενός θαύματος.  Έπειτα προσηλώθηκε πάλι στην πόρτα της απέναντι πολυκατοικίας, μήπως δει τον παλιό αθλητή να βγαίνει. Απ' την ιστορία του Λέανδρου συγκράτησε μόνο την πιθανότητα ενός νέου θέματος για την εφημερίδα.

Αθήνα, Ιούλιος - Αύγουστος 2004
Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 11:27 π.μ. 0 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Ετικέτες Διήγημα

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

ΠΟΛΙΤΗΣ ΗΛ 4332

Στη μνήμη των γονιών μου, Ελευθερίας και Νίκου

            Φόρεσε τα μαύρα η Μαρία -τη φούστα την ίσια με τη ζώνη τη λεπτή και το πουκάμισο με τα ντυμένα κουμπιά- και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Έτρεμε. Η άνοιξη δεν έλεγε να έρθει και έτρεμε. «Δεν ντρέπεσαι, να λες ψέματα στον εαυτό σου…» είπε από μέσα της, κοιτάζοντας με μια αδιόρατη φιλαρέσκεια το είδωλό της. Στα 63 της είχε ένα σώμα λεπτό, με ιδανικές αναλογίες και ευκίνητο -μόνο τα χέρια της την πονούσαν και οι αρχές της αρθρίτιδας είχαν κάνει πριν από λίγο καιρό την βασανιστική εμφάνισή τους στους κόμπους των δαχτύλων, δυσχεραίνοντας τις κινήσεις της. Κοίταξε, λοιπόν, με μια αδιόρατη φιλαρέσκεια το είδωλό της κι αμέσως μετά το πρόσωπό της σκοτείνιασε, μια ρυτίδα χαράκωσε το μέτωπό της, φανερό πως σκέψεις δύσκολες κι οδυνηρές της τυραγνούσαν το νου. Έστρωσε το γιακά του πουκάμισου κι έκλεισε το πορτόφυλλο της ντουλάπας στο εσωτερικό του οποίου βρισκόταν ο καθρέφτης. Με την ανάστροφη της παλάμης μάζεψε ένα δάκρυ από τα μάτια της, δάγκωσε τα χείλη, άφησε ένα στεναγμό να βγει από το πικραμένο στόμα. «Ο Θανάσης… χρόνια γείτονες  και φίλοι. Καλός άνθρωπος. Τι θα κάνει  τώρα η έρμη η Ανθούλα;» σκεφτόταν.
     Γύρισε στην κουζίνα. Λιγωτική η μυρωδιά από το κοκκινιστό τής χτύπησε τα ρουθούνια. Είχε κλείσει το μάτι πριν λίγα μόλις λεπτά κι η σάλτσα έβραζε ακόμη ελαφρά –μια δυο φουσκαλίτσες στη μέση της κατσαρόλας, σα νυσταγμένο ηφαίστειο. Άνοιξε το καπάκι, παραμέρισε τα δυο μικρά κομμάτι κρέας και πήρε μια  κουταλιά σάλ­­τσα για να την δοκιμάσει. Η γεύση ήταν καλή, είχε πετύχει η σάλτσα- γλυκιά, πηχτή, μυρωδάτη. Το κοκκινιστό ήταν η σπεσιαλιτέ της, όλοι το έλεγαν κι αυτή το χαιρόταν και το έφτιαχνε πάντα όταν είχαν τραπέζι.
     Πήγε έπειτα στο μπάνιο, άνοιξε το ντουλάπι όπου αποθήκευαν τα παπούτσια -χειροποίητο ντουλάπι, το είχε φτιάξει ο Χρήστος πριν από πολλά χρόνια, την εποχή που μετακόμιζαν στο σπίτι αυτό, 38 χρόνια πριν δηλαδή, δεν είχε γεννήσει ακόμη κανένα από τα παιδιά τους. Έβγαλε το ένα από τα δύο ζευγάρια μαύρα παπούτσια -το πιο καινούριο, το κάπως πιο καινούριο δηλαδή, γιατί είχε να πάρει παπούτσια σχεδόν πέντε χρόνια. Η σύνταξη του Χρήστου ήταν μικρή, είχαν και τα παιδιά τις ανάγκες τους, κάτι να τα βοηθήσουν με τα στεγαστικά δάνεια, ο μεγάλος, ο Βασίλης, δεν είχε πια σταθερή δουλειά, τα έβγαζε πέρα με δυσκολία, κάτι τα εγγόνια που περίμεναν τα δωράκια των παππούδων και τα φιλέματά τους, οι δικές της ανάγκες πήγαιναν πίσω. Αν περίσσευε κάτι προτιμούσε να ψωνίζει στο Χρήστο. αυτός έβγαινε περισ­σότερο έξω, πήγαινε δυο φορές την εβδομάδα στο καφενείο, δεν της άρεσε να τον βλέ­πουν κακοντυμένο οι φίλοι του. Έβγαλε, λοιπόν, τα μαύρα παπούτσια, αυτά με το μικρό φιογκάκι μπροστά. Τα σκούπισε με ένα μαλακό κάπως βρώμικο πανί, ειδικό γι' αυτήν τη δουλειά, που το είχαν πάντα μέσα στο ντουλάπι, και τα φόρεσε με δυσκολία. Τα πόδια της πρήζονταν την άνοιξη, ένα είδος αλλεργίας τής είχε πει ο γιατρός, καθόλου  ανησυχητικό και της χορήγησε ένα νέο αντισταμινικό χάπι, που όμως δεν την βοήθησε και πολύ. Το σταμάτησε αυθαίρετα, έμαθε να ζει μ' αυτό. Με το πρήξιμο στα πόδια δηλαδή, δυο μήνες πάνω κάτω το χρόνο. Κούνησε μπρος πίσω το πόδι για να μπει καλά μέσα, έσκυψε και διόρθωσε με το χέρι τα φιογκάκια που είχαν φύγει από την οριζόντια θέση τους.
     «Θα μπορούσε να ήμουν εγώ», σκέφτηκε και ανατρίχιασε. Αν και ήξερε πως είχε ακόμη τουλάχιστον έξι-εφτά  χρόνια ως να αρχίσει να σκέπτεται πως είναι πια η σει­­ρά της. Εκτός κι αν ερχόταν τίποτε ξαφνικό. Ή θα μπορούσε να είναι ο Χρήστος, κι ένιωσε ένα κάψιμο στο στομάχι. Τελευταία ο Χρήστος είχε πολλά προβλήματα υγείας. Το ζάχαρο του έσκαβε το σώμα, τον έβλεπε να περπατάει με δυσκολία, έπιανε τα γόνατά του όλη την ώρα, έκανε πέντε βήματα και σταμάταγε, «να χαζέψουμε καμιά βιτρίνα», της δικαιολογιόταν. Το 'ξερε η Μαρία πως της έλεγε ψέματα, της κρυβόταν για να μη την στενοχωρήσει και γιατί ντρεπόταν. Που δεν ήταν πια νέος και δυνατός.
      Κάποτε ήταν ένας ψηλός όμορφος άντρας, με φαρδιές πλάτες και πυκνά κατσαρά μαλλιά. Με τα χρόνια το σώμα του κύρτωσε, οι πλάτες στένεψαν, πέσανε τα πυκνά κατσαρά μαλλιά, ασχήμυνε. Τα μάγουλά του κρέμασαν και η ελιά που κάποτε λάτρευε, δεξιά στο σαγόνι του, είχε μεγαλώσει και έμοιαζε με κακοφορμισμένο σπυρί. «Πώς έγινα έτσι, Μαρία μου;» της έλεγε συχνά. Η Μαρία τον κοιτούσε με συμπόνια. Έβλεπε τη φθορά του, τα γηρατειά που τον κατέβαλαν μέρα τη μέρα, του μιλούσε τρυφερά, τον κανάκευε, του ’λεγε πως είναι μια χαρά. το πίστευε σοβαρά αυτό που του ’λεγε. Γιατί πολλές φορές έφευγε η αλήθεια του προσώπου του κι ερχόταν μια εικόνα παράξενη, ο Χρήστος νέο παλικάρι και την ίδια ώρα ο γερασμένος Χρήστος της, αλλά της φαινόταν όμορφος όπως τότε και τον αγκάλιαζε γλυκά και με λαχτάρα νεανική τον έσφιγγε πάνω της, έβαζε το χέρι της μέσα από τα ρούχα και του χάιδευε ερωτικά το κορμί, τον φιλούσε και του ’φτιαχνε ζελέ ξινολέμονο, αφού άλλο γλυκό δεν έκανε να φάει με το ζάχαρο, και του το πήγαινε στο κρεβάτι. Αυτός έκανε χαρές και, καθώς του το άφηνε δίπλα του, στο κομοδίνο, της έπιανε τα χέρια, και τα δυο χέρια μαζί, τα ένωνε παλάμη με παλάμη και  τα φίλαγε. Την έλεγε ακόμα "αγάπη μου" και "φως μου" και τις Κυριακές, όταν δεν έρχονταν τα παιδιά να τους επισκεφτούν και να φάνε μαζί τους, κατέβαινε νωρίς, αγόραζε εφημερίδες και κάθονταν οι δυο τους και διάβαζαν στο τραπέζι της κουζίνας και σχολίαζαν και έκαναν όνειρα. Για ταξίδια που δεν θα πήγαιναν ποτέ. Κυρίως γι' αυτά.
έμπιστό της άνθρωπο, σαν αδελφό. Και… δεν το ’λεγε, ντρεπόταν, αλλά ακόμα, πού και πού, σαν άντρα. Μια μνήμη τρυφερή ερώτων τους συνέδεε και μια συνενοχή απέναντι στη ζωή και στα βάσανά της. Χρόνια τώρα, ακόμα και στου θυμού τις ώρες, σπάνια μιλούσε σε πρώτο πρόσωπο. Τα ρήματα όλα σε πρώτο πληθυντικό, τα επίθετα σε πληθυντικό επίσης. Το ίδιο -ίσως και κάτι παραπάνω ο Χρήστος. Όσο περνούσαν τα χρόνια κάτι παραπάνω ο Χρήστος. Την περιέβαλλε με λατρεία, έτρεμε μην του πάθει τίποτε. Απ’ την ζωή της είχε εξαρτήσει τη δική του. Σαράντα τρία  συνολικά χρόνια μαζί.
     Στο νερό που κόχλαζε σε μια μεγαλύτερη κατσαρόλα, δίπλα στο κοκκινιστό,  έριξε τα κατεψυγμένα λαχανικά. Θα του σέρβιρε το κοκκινιστό με βραστά λαχανικά, γιατί είχε ανέβει πάλι κάπως το ζάχαρο και φοβότανε να βάλει ζυμαρικά που του αρέσανε. «Άσε», σκέφτηκε, «θα πάμε και στα παιδιά την Κυριακή και εκεί δεν μπορώ να τον ελέγξω, μου ξεφεύγει και τρώει όλα τα απαγο- ρευμένα και σε ποσότητες». Γύρισε στην κρεβατοκάμαρα κι έψαξε να βρει την τσάντα της, την καλή την τσάντα της την ακριβή, τη δερμάτινη, που την είχε  από την αποφοίτηση της Ελένης και μόνο για σπουδαίες εκδηλώσεις. Καθώς έψαχνε, άκουσε το κλειδί στην πόρτα. Παράτησε την τσάντα όπως-όπως πάνω στο κρεβάτι τους και βγήκε να τον προϋπαντήσει. Αγκαλιαστήκανε, όπως κάνανε όλα τα χρόνια της κοινής τους ζωής, όταν γύρναγε ο ένας απ’ τους δυο απ' έξω. Τον φίλησε στο μάγουλο κι άλλη μια φορά στην άκρη των χειλιών. Εκείνος ανταπέδωσε το φιλί κι ύστερα την απομά- κρυνε λίγο και πολύ τρυφερά, για να επιθεωρήσει το ντύσιμό της -τέτοια ώρα η γυναίκα του με τα καλά της και με παπούτσια, κυρίως με παπούτσια. Την βρήκε όμορφη και της χαμογέλασε έτοιμος να της πει ένα κοπλιμέντο ή κανένα αστειάκι ερωτικό που θα ξέθαβε από το βάθος των σχετικών του αναμνήσεων αλλά ξαφνικά πάγω- σε. Η Μαρία του ήταν ντυμένη στα μαύρα, στα ολόμαυρα, του πένθους, ως και μαύρες κάλτσες φόραγε. Αντάριασε η ψυχή του. Τον έπιασε φόβος πικρός. Ποιος τάχα αυτή τη φορά; Και πώς;
     Έμειναν για λίγο αμίλητοι και οι δυο, δεν ήξεραν ποιος να κάνει την αρχή και να μιλήσει. Πρώτος ο Χρήστος έσπασε τη βαριά αμήχανη σιωπή. «Ποιος, ρε Μαρία;» Εκείνη αναστέναξε, κατάπιε με δυσκολία, είχε στεγνώσει ο λαιμός της. Έτρεξαν δάκρυα από τα κουρασμένα μάτια  της. Το δάκρυ της έφερε τσούξιμο -μια ελαφρά ενοχλητική ξηροφθαλμία- κι αναγκάστηκε να σφίξει και τα δυο μάτια δυνατά, το πρόσωπό της αλλοιώθηκε, έγινε άγριο σαν μάσκα. Με το δείκτη του αριστερού έτριψε τις άκριες, το τσούξιμο κάπως υποχώρησε, μπορούσε να μιλήσει. «Ο Θανάσης από πάνω. ήρθε γράμμα», είπε αργά και σχεδόν ψιθυριστά σαν να φοβόταν μην την ακούσουν, μην και προκαλέσει μεγαλύτερο κακό με την ανακοίνωση του ονόματος.
-Όχι,  φώναξε ο Χρήστος με ραγισμένη φωνή, χτυπώντας τα χέρια του πάνω στους μηρούς του. Όχι, ο Θανάσης… Πότε έγινε;
-Λίγο μετά που έφυγες το μάθαμε, είπε η Μαρία με σβησμένη φωνή.
-Ποιος το βρήκε; ρώτησε ο Χρήστος κι έπεσε σε μια καρέκλα ξέπνοος.
-Ο ίδιος. Είχε κατέβει να πάρει ψωμί και το βρήκε. Ο ταχυδρόμος πρέπει να πέρασε νωρίς σήμερα.
-Ο ταχυδρόμος… είπε ο Χρήστος θυμωμένος και με αηδία. Ταχυδρόμος είναι αυτός;
-Τι φταίει κι αυτός; είπε η Μαρία. Κάποιος θα ’πρεπε να το κάνει.
-Η Ανθούλα πώς είναι; ρώτησε τώρα ο Χρήστος.
-Πώς θέλεις να ’ναι; Κλαίει όλη μέρα, τον ετοιμάζει και θρηνεί. Λέει πως θα πάει μαζί του, πως τέλειωσε και η δική της ζωή… Καταλαβαίνεις… Έχουν πάει οι κουνιάδες της, οι άλλες γειτόνισσες –ήμουν κι εγώ επάνω ως πριν λίγο, κατέβηκα να σου τελειώσω το φαΐ, να ντυθώ κιόλας, να τον τιμήσουμε για τελευταία φορά- έρχεται και η κόρη τους από τη Λάρισα, τρελάθηκε το κορίτσι και είναι κι έγκυος. Άκου, θ' ανέβω να κάτσω με την Ανθούλα, να βοηθήσω όσο γίνεται, μήπως με χρειάζονται τίποτε. Εσύ φάε  κάτι - έφτιαξα κοκκινιστό και σαλάτα από βραστά λαχανικά, φάε λίγο, ντύσου, το καλό σου το κοστούμι να βάλεις, κι ανέβα επάνω, να πιεις ένα κονιάκ να συχωρέσεις.
Σηκώθηκε ο Χρήστος να ντυθεί αλλά λιποψύχησε, έγινε το πρόσωπό του πελιδνό, βάρυνε η ανάσα του, κρατήθηκε απ' τον τοίχο. «Χρήστο μου», φώναξε η Μαρία και έτρεξε να τον στηρίξει. Τον κάθισε στον καναπέ, του ’κανε αέρα, έφερε κολόνια και νερό. Τρέχανε τα μάτια του γέροντα βρύσες. «Όχι, ρε γαμώτο», έλεγε, «πριν από μια βδομάδα η Χαρούλα, τώρα ο Θανάσης, θανατικό έπεσε στη γειτονιά. Σε μας κληρώνει κάθε φορά; Αλλού δεν έχει;». Τον χάιδευε η Μαρία. «Και μη χειρότερα, αγάπη μου, του 'λεγε, και μη χειρότερα, μόνο μη συγχύζεσαι κι ανέβει το ζάχαρο…».
-Γιατί, ρε Μαρία, της είπε εκείνος σαρκαστικά, μην πάω μια ώρα αρχύτερα και μπλοκάρει το σύστημα;
-Μη μιλάς έτσι, του ’λεγε εκείνη και τον φιλούσε στο πρόσωπο με πόνο.
Σαν συνήρθε λίγο ο Χρήστος κι ανάκτησε την ψυχραιμία του, «είχε κάνει το κουμάντο του ο Θανάσης;», ρώτησε, «ή θα τον πάνε αυτοί;»
- Απ’ ό, τι μου είπε η μεγάλη του αδελφή, η Φωφώ, που τα ξέρει καλύτερα, έχει κανονίσει. Δεν έχει πει, όμως, τίποτα και σε κανένα ούτε στην Ανθή.
-Έχουμε καθόλου λεφτά;  ρώτησε ο Χρήστος –ήταν τέλος του μήνα και τα οικονομικά τους ήταν στενεμένα, τις τελευταίες μέρες πάντα τις έβγαζαν με καμιά δεκαριά ευρώ όλα-όλα.
-Τι τα θέλεις; ρώτησε η Μαρία
-Κάτι να του αγοράσω να το πάρει μαζί του εκεί που πάει… Μια κούτα τσιγάρα, ναι μια κούτα από τα αγαπημένα του τσιγάρα, τα βαριά, τα ακριβά, που δεν τον άφηνε η Ανθούλα να τα καπνίζει  για να μη πάθει και κοίτα τώρα… Δεν τον άφηνε να τα χαρεί; Τι κατάλαβε;
            Η Μαρία ένιωσε ένα κάψιμο στο στομάχι και την πήραν τα κλάματα. Ούτε ν’ ανασάνει καλά-καλά. Και μέσα στα αναφιλητά μπερδεύονταν λέξεις και φράσεις, που δύσκολα έβγαζες το νόημα τους και που ήθελαν να πουν: τι έφταιγε κι αυτή, για το καλό του το’ κανε… ποιος θέλει να ξέρει; Εγώ γιατί σε προσέχω τόσο στο φαγητό σου; Προσπάθησε ο Χρήστος να την ησυχάσει, του πήρε ώρα και στο τέλος το κατάφερε, αλλά αγωνιούσε να του πει αν υπήρχαν και λίγα χρήματα γι’ αυτό που της ζήτησε. Μόλις λίγο ηρέμησε η Μαρία, το θυμήθηκε. «Στο συρτάρι με τα κουτάλια» είπε, «έχω τα λεφτά για το ηλεκτρικό. Πάρε όσα χρειάζονται. μη τσιγκουνευτείς. Θα πληρώσουμε το ρεύμα τον επόμενο μήνα».
Έκανε ο Χρήστος να φύγει για την κουζίνα και ξαναγύρισε. «Άκου», της είπε τρυφερά και με σοβαρότητα, «όταν εγώ…». Η Μαρία τον έκοψε με τρόμο. «Μην κάνεις έτσι, δεν είπα σήμερα, αύριο, είπα όταν, αν, ρε παιδί μου, να στο πω έτσι για να μην τρομάζεις, αν έρθει για μένα, να είσαι ψύχραιμη, να θυμηθείς ν’ αφήσω τη βέρα μου, να την έχεις και μετά, να ‘ρθεις μαζί μου ως τη γωνία, σαν να ‘τανε μια οποιαδήποτε μέρα που κατεβαίνουμε μαζί, εγώ για το καφενείο, εσύ για το σούπερ μάρκετ… Έτσι, απλά… Πέρασα καλή ζωή, είχα εσένα… Και τα παιδιά, αλλά εσένα πιο πολύ». Και τότε η Μαρία χύθηκε πάνω του κι άρχισε να τον χτυπάει με τις γροθιές της στο στήθος χωρίς να λέει τίποτε, τον χτυπούσε ξανά και ξανά και του ‘πιανε το στόμα, να μην ακούει τέτοια πράγματα, γιατί ήξερε πως ο Χρήστος είχε πατήσει πια γερά τα 70, βάδιζε στα 71, σε δυο μήνες ήταν τα γενέθλιά του,  και, άρα, μπορούσε, ανά πάσα στιγμή, α-να-πά-σα-στιγ-μή, να είναι ο επόμενος ευεργέτης. Όπως ο Θανάσης. Όπως ο καθένας που πέρναγε τα 70, σύμφωνα με το νόμο. Από τα 70 και μετά κανείς δεν ήταν ούτε ένα λεπτό ήσυχος. Κι όχι να πεις οι πιο μεγάλοι πρώτα…. Όχι. Ο οποιοσδήποτε μετά τα εβδομήντα. Εβδομήντα και μια μέρα. Ο οποιοσδήποτε μετά τα εβδομήντα ζούσε με το διπλό φόβο.
     Του θανάτου και της ευεργεσίας. Πιο πολύ με της ευεργεσίας.
     Όλο και περισσότεροι  ηλικιωμένοι τα τελευταία χρόνια τρελαίνονταν από την αγωνία και τον τρόμο. Έβγαιναν ουρλιάζοντας στο δρόμο, έσκιζαν τα ρούχα τους, έπεφταν στη θάλασσα, ρίχνονταν από ταράτσες… Άλλοι περίμεναν στωικά, με αξιοπρέπεια κατάπιναν το φόβο που κάθε μέρα τους έσκιζε τα σωθικά, άλλοι γλεντούσαν απελπισμένα για να μη σκέφτονται. Το αστείο είναι ότι η πολιτεία είχε θεσπίσει αυστηρά μέτρα και τιμωρίες για όσους αποφάσιζαν να δώσουν τέλος στην αγωνία από μόνοι τους. Είχε φυλάκια στις θάλασσες, περιπολίες στους δρόμους των πόλεων… Όποιος συλλαμβανόταν να επιχειρεί την αυτοκτονία του, δικαζόταν σε τρίμηνη απομόνωση και στέρηση της σύνταξης για πέντε μήνες. Φυλάκιση και πρόστιμο περίμενε την οικογένειά του, αν είχε, σε περίπτωση που δεν έβαζε μυαλό και συλλαμ-βανόταν να επιχειρεί εκ νέου. Στους υπότροπους επιβαλλόταν επίσης ψυχιατρική θεραπεία. Ο Πάλος, το μεγάλο κτίριο όπου βρισκόταν ο υπολογιστής που επέλεγε τους ‘ευεργέτες’ φυλασσό-ταν από ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις. Οι επιστήμονες και το υπόλοιπο προσωπικό που δούλευαν στο πρόγραμμα, με το ίδιο όνομα, «Πρόγραμμα Πάλος», μεταφέρονταν με θωρακισμένα αυτοκίνητα, έμπαιναν κι έβγαιναν φορώντας μαύρες κουκούλες. Γνωρίζονταν ανά τρεις, μονάχα ανά τρεις, για να προστατεύεται η μυστικότητα του προγράμματος αλλά και να μην μπαίνει σε κίνδυνο η ζωή των εργαζομένων σ’ αυτό. Πολλοί έλεγαν ότι μέσα στο κτίριο, κατά τη διάρκεια του χρόνου υπηρεσίας, φορούσαν συνέχεια τις μαύρες κουκούλες, έτσι ώστε να είναι σίγουροι ότι κανείς δεν ξέρει κανένα.
    
      Όταν πρωτοβγήκε ο νόμος 6312-19 Α, σχεδόν 6 χρόνια πριν, η κοινωνία χωρίστηκε στα δυο. Άλλοι φανατικά υπέρ ως τη μόνη λύση για να περιοριστούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα και να κλείσει κάπως η τεράστια τρύπα του προϋπολογισμού και άλλοι φανατικά κατά, με αρραγή επιχειρήματα πολιτικά ή ηθικά, αλλά που η πολιτεία, ενώ δέχονταν την ορθότητά τους, «με πόνο μα με τον απαραίτητο για τη σωτηρία του λαού ρεαλισμό ένιωθε αναγκασμένη να προχωρήσει στην αυστηρή εφαρμογή του νόμου ως ψηφίστηκε από τη Βουλή», που είχε προκύψει από εκλογές με 64,72% αποχή του εκλογικού σώματος και με εξαιρετικά μειωμένο πολιτικό πλουραλισμό. Δυο χρόνια αργότερα το ελληνικό πείραμα θεωρήθηκε εξαιρετικά επιτυχές και άρχισε να εφαρμόζεται με παραλλαγές στους αριθμούς και στον τρόπο επιλογής και σε άλλες χώρες.
     Ο νόμος 6312-19 Α, που έγινε το πρότυπο των αντίστοιχων νόμων άλλων χωρών και που έκανε περήφανο μέρος του νομικού και πολιτικού κόσμου της χώρας, θεωρώντας πως για άλλη μια φορά απεδείχθη τόσο η επιστημονική επάρκεια και η νομική φαντασία όσο και το πολιτικό σθένος της Ελλάδας, που πρώτη αυτή από όλες τις χώρες της Ευρώπης τόλμησε ένα τέτοιο μέτρο, ο νόμος 6312-19 Α, λοιπόν, στηριζόταν σε ένα απλό και ρεαλιστικό σκεπτικό. Το προσδόκιμο ζωής του μέσου Ευρωπαίου, έλεγε το σκεπτικό του νομοθέτη, έχει αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Ο μέσος όρος ζωής αγγίζει πλέον τα 83, 6 χρόνια για τους άντρες και τα 85,3 για τις γυναίκες. Στη χώρα μας, για παράδειγμα, σε πληθυσμό 13 εκατομμυρίων, το 17% είναι πάνω από 72 ετών. 27,93 % του προηγουμένου ποσοστού ξεπερνά τα 80 χρόνια και μεγάλο είναι το ποσοστό όσων είναι πάνω από 85 ετών. Με δεδομένο ότι πλέον οι εργαζόμενοι συνταξιοδοτούνται στα 67 τους χρόνια –με βάση το νέο ασφαλιστικό, που ψηφίστηκε, παρά τις βίαιες λαϊκές διαμαρτυρίες, την τρίτη χρονιά της μεγάλης κρίσης- τα ασφαλιστικά ταμεία  πληρώνουν κατά μέσο όρο 180 μήνες σύνταξης στον κάθε συνταξιούχο. Χώρια οι υπόλοιπες παροχές, τα, έστω περιορισμένα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, τα έξοδα για την υγεία και όλα τα σχετικά, που μολονότι συρικνωμένα στο έπακρο, δεν παύουν να υπάρχουν και να αποτελούν ένα υπολογίσιμο κονδύλι για το κράτος.
     Παρά τις περικοπές στα μηνιαία ποσά των συντάξεων, που έχουν πια ξεπεράσει το 43% των ποσών πριν από την κρίση, η οικονομία όχι μόνο της χώρας μας αλλά και των χωρών του δυτικού κόσμου γενικά αδυνατεί να αντεπεξέλθει. Τα ταμεία έχουν αδειάσει, οι συντάξεις δεν μπορούν να πληρωθούν σε μεγάλο ποσοστό. Η κοινωνική αναστάτωση είναι μεγάλη. Οι ενεργοί επαγ-γελματίες δυσανασχετούν, αρνούνται να καταβάλουν εισφορές, γνωρίζοντας πως μάλλον οι ίδιοι δεν θα πάρουν ποτέ σύνταξη. Έτσι κι αλλιώς, ελάχιστοι είναι αυτοί που πληρώνουν εισφορές και ακόμη λιγότεροι αυτοί που πληρώνουν εισφορές στα ταμεία. Στην συντριπτική του πλειονότητα το εργασιακό δυναμικό της χώρας δουλεύει σε δυο προγράμματα: το Πρόγραμμα Κοινωφελούς Απασχόλησης, τρίμηνης διάρκειας και με αποδοχές στο 50-55% του βασικού μισθού και στο Πρόγραμμα Αναδιαρθρωμένης Επωφελούς Κοινωνικής Προσφοράς, με πεντάμηνη διάρκεια και μηνιαία αμοιβή στο 60% του βασικού μισθού. Κανένα από τα προγράμματα αυτά δεν υποχρεούται να προσφέρει ασφαλιστική κάλυψη.
     Η οικονο­μική δυσπραγία, η εργασιακή ανασφάλεια αλλά και η έλλειψη εμπιστοσύνης δεν επιτρέπουν σε μεγάλο μέρος του πληθυ-σμού να ασφαλιστεί σε ιδιωτικές ασφαλι­στικές εταιρείες (ωστόσο κάποιοι, όχι μόνο απλοί άνθρωποι, αλλά και πολιτικοί και οικο­νομολόγοι, που ξέρουν,  υποστήριζαν με βαθιά ανησυχία, πως «αν "σπάσουν" τα δημό­σια ταμεία, οι ιδιωτικές ασφαλιστικές θ' ανοίξουν κρεματόρια για να μην μας πληρώνουν»).
     Οι οικονομίες κατέρρεαν με γοργούς ρυθμούς. Όσο κι αν συρρικνώνονταν οι κοινωνικές παροχές, τα ελλείμματα δεν έλεγαν να μειωθούν, αντίθετα, μεγάλωναν όλο και πιο πολύ. Πανικός και τρόμος βάραινε τις ψυχές των ανθρώπων όλο και περισσότερο. Άλλοι αντιδρούσαν, φώναζαν, έβγαιναν στους δρόμους. Άλλοι πάλι, κι ήταν πολλοί αυτοί, μετέτρεπαν τον τρόμο σε μίσος, ένα μίσος τυφλό και αδιάκριτο και κατέληγαν σε παράλογες σκέψεις. Αν έφευγαν, ας πούμε, από τη μέση, ηλικιωμένοι και άρρωστοι… Η φύση το ξέρει αυτό.  Στις αγέλες των ζώων, για παράδειγμα, δεν αφήνονται αβοήθητα τα αδύναμα μέλη, για να σωθεί η υπόλοιπη αγέλη;
     Οι ηλικιωμένοι, με τα διαρκή προβλήματα υγείας τους, κόστιζαν πολύ. Ο μόνος τρόπος επίλυσης του προβλήματος, ώστε να μην αυξηθούν περισσότερο τα ήδη υψηλά ποσοστά ανεργίας, ήταν η μείωση του αριθμού των ηλικιωμένων. Το είπαν οι σπουδαίες κεφαλές σε κάποια διεθνή οικονομικά φόρα -όχι φανερά βέβαια, στις άλλες συναντήσεις τους, τις μυστικές, αυτές που δεν δείχνουν οι κάμερες της τηλεόρασης. Το είπαν στην αρχή σαν αστείο, κάποιοι όμως είδαν σ’ αυτό τη λύση. Μείωση του αριθμού των ηλικιωμένων αλλά πώς; Η βιομηχανία του χρόνου είναι ισχυρή και προσοδοφόρα. Ιατρικές έρευνες, φάρμακα, ειδικά προϊόντα για την τρίτη ηλικία. Ύστερα είναι και η κοινωνική κατακραυγή. Ποιος θα δεχόταν κάτι τέτοιο; Καλά, είπαν οι κεφαλές, θα φωνάξουμε τους ειδικούς να βρουν τρόπο να παρουσιαστεί ώστε  να γίνει αποδεκτό. Να φανεί ως αδήριτη ανάγκη, μια θυσία για την επιβίω-ση της κοινωνίας, μια τελευταία προσφορά του γονιού στο παιδί του. Άλλωστε υπάρχει και προηγούμενο στην αρχαία ελληνική ιστορία: ο Κείος Νόμος. Πάλι οι αρχαίοι θα μας σώσουν. Κι αν κά-ποιοι ψελλίσουν ότι οι ιστορικοί αμφισβητούν την ύπαρξη του Κείου Νόμου, ποιος τους ακούει; Μετά θα πούμε για τον Καιάδα, πρότειναν, και πάλι θα βουλώσουμε τα στόματα  των λιγοστών ιστορικών που λένε πως ο Καιάδας δεν ανα­φέ­­ρεται σε κανένα ιστορικό κείμενο. Ό,τι ρίζωσε στα μυαλά των ανθρώπων εδώ και γενιές γενιών, δεν φεύγει, ακόμα κι αν πρέπει.
     Στην αρχή, στη χώρα που πρώτη θα εφαρμόσει κάτι τέτοιο, ειδικά αν είναι κάποια μικρή χώρα του νότου, που οι κάτοικοι αντιδρούν γενικώς εντονότερα, είπαν, θα γίνουν μεγάλες φασαρίες, θα διοργανωθούν διαδηλώσεις και πορείες, θα γραφτούν πύρινα άρθρα, η αντιπολίτευση στη Βουλή θα κατακεραυνώνει την αναλγησία, αλλά σε λίγο όλα θα ησυχάσουν και κανείς -εκτός ίσως από μερικά ρομαντικά και ανερμάτιστα κωλόπαιδα και κάτι αιθε-ροβάμονες νοσταλγούς της δημοκρατίας, δεν θα θυμάται πώς ήταν τα πράγματα πριν. Θα μάθουν να ζουν μ’ αυτό, θα προσαρμοστούν και θα το βρίσκουν απολύτως λογικό όσο είναι νέοι, μοιραίο πια όταν γεράσουν. Άλλωστε η επιλογή θα γίνεται με ηλεκτρονικό υπολογιστή και η διαδικασία θα είναι  απολύτως αδιάβλητη, α π ο λ ύ τ ω ς. Πώς θα αποδειχτεί άλλωστε η οποιαδήποτε παρατυπία, όταν το πρόγραμμα θα περιβάλλεται με άκρα μυστικότητα;  Όλα τα ονόματα ανδρών και γυναικών που θα περνούν τα 70, θα μπαίνουν αυτόματα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή σε μια λίστα, μάλλον αλφαβητική, είναι το πιο απλό. Η αλφαβητική κατάταξη είναι μια τυχαία διάταξη του κόσμου, παράλογη και αστεία, αλλά τουλάχιστον αποδεκτή και κατανοητή. Γερογιάννης επάνω Γεροδήμος  από κάτω και τέρμα. (Αργότερα προστέθηκαν κι άλλες παράμετροι για να οριστεί επακριβώς ο μαθηματικός τύπος, όπως για παράδειγμα,  η περιοχή διαμονής του ηλικιωμένου, αλλά η αλφαβητική κατάταξη παρέμεινε η βάση, μολονότι στις ειδοποιήσεις  αναγραφόταν όχι το ονοματεπώνυμο αλλά ο ΑΣΜ –Αριθμός Συνταξιοδοτικού Μητρώου- μοναδικός για τον κάθε ένα, μαζί με την ένδειξη Πολίτης, όλ’ αυτά για ευνόητους λόγους). Τα ποσοστά θα ρυθμίζονται, είπαν, από δύο παράγοντες. Ένας, ο σταθερός, είναι ο πληθυσμός της κάθε χώρας, που θα δίνει ένα πρώτο βασικό ποσοστό. Ο δεύτερος, μεταβαλλόμενος αυτός, ανάλογα με τα αποτελέσματα των οικονομικών εκθέσεων για την κάθε χρονιά, θα ρυθμίζει τελικά σε απόλυτους αριθμούς πόσοι θα είναι η ομάδα της θυσίας. Αν βάλεις και τους φυσικούς θανάτους –ηλικία, αρρώστιες και ατυχήματα, τότε σε δέκα έως είκοσι χρόνια θα έχουμε μια καλή ισορροπία. Μετά βλέπουμε. 
     Όταν άρχισε η εφαρμογή του νόμου 6312-19 Α, τις ειδοποιήσεις  τις έστελναν με ειδικό σώμα ταχυδρομικών, μέσα σε ειδικό φάκελο με φαρδιά μωβ ρίγα διαγωνίως και την ένδειξη, επίσης με μωβ μεγάλα, κεφαλαία γράμματα: ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ. Τη λέξη την πρότεινε ένας νεαρός επικοινω­νιολόγος και θεωρήθηκε ιδιαιτέρως επιτυχής. Δεν συζητήθηκε καν οποιαδήποτε άλλη πρόταση. Στην αρχή του μέτρου οι ταχυδρομικοί διαμαρτυρήθηκαν, κανείς δεν ήθελε να το κάνει αλλά στο τέλος υποτάχτηκαν, σχηματίστηκε το ειδικό σώμα με μοναδικό αντικείμενο την επίδοση αυτών των φακέλων και σκόρπισαν τα μέλη του στα μεγάλα αστικά κέντρα –στις άλλες περιοχές, τα χωριά και τα δύσβατα σημεία, πήγαιναν με ειδικό όχημα. Τα πρώτα χρόνια η επίδοση ήταν προσωπική. Με τον καιρό αυτό ατόνησε. Οι ειδικοί ταχυδρόμοι άφηναν τα ειδοποιητήρια πάνω στο σωρό των άλλων επιστολών και των λογαριασμών. 
      Όσοι έπαιρναν την επιστολή, έπρεπε μέσα σε δυο 24ωρα να παρουσιαστούν στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής τους. Πολλοί προσπαθούσαν να ξεφύγουν, αλλά μάταια. Τους έβρισκαν όπου κι αν πήγαιναν. Υπήρχε ένα ευφυές, σύστημα συναγερμού και κινητοποίησης των αστυνομικών δυνάμεων, ένα προσεγμένο, μακιαβελικό σχέδιο έρευνας και επαναφοράς του ηλικιωμένου δραπέτη. Άλλωστε, το είπαμε, μεγάλο μέρος της κοινωνίας ήταν υπέρ της λύσης της ευεργεσίας. 
     Από το τμήμα εφοδιασμένοι με το φύλλο πορείας, είτε μόνοι τους, αν το ήθελαν, είτε με αστυνομικό αυτοκίνητο, το συνηθέστερο για να αποφευχθούν παρατράγουδα,  τους πήγαιναν σε ειδικό κτίριο που είχε παραχωρήσει η Περιφέρεια στην πρωτεύουσα κάθε νομού. Το κτίριο δεν είχε παράθυρα –είχαν χτιστεί όλα τα ανοίγματα και φυλασσόταν από στρατιωτικά σώματα και εκπαιδευμένους αστυνομικούς, γιατί κατά καιρούς κάποιοι αγανακτισμένοι πολίτες επιχειρούσαν να εισβάλουν και να ελευθερώσουν τους γέροντες. Από κει και πέρα κανείς δεν ήξερε με ακρίβεια τίποτε. Πού τους πήγαιναν; Πώς τους θανάτωναν; Τίποτα, απολύτως τίποτα. Το μόνο που έλεγαν οι κυβερνήσεις ήταν πως «η θυσία των ηρώων αυτών, των ευεργετών της κοινωνίας, γίνονταν με τον πιο αρμόζοντα στον ανθρωπισμό και την ευγνωμοσύνη μιας δημοκρατικής και ευνομούμενης πολιτείας». Με τον καιρό, τα περισσότερα κεφάλια έσκυψαν, γιοι και κόρες, σύζυγοι, αδέλφια, φίλοι, κήδευαν ζωντανούς τους ανθρώπους τους εκείνα τα δυο 24ωρα μέχρι να παρουσιαστούν στο αστυνομικό τμήμα.
     Τα χειρότερα δεν είχαν έρθει ακόμα. Γιατί και έτσι τα ελλείμματα δεν μειώνονταν, έπρεπε να βρεθούν νέες δραστικές λύσεις, για να σωθούν οι οικονομίες, να σταθεί στα πόδια του το τραπεζικό σύστημα με την προτεινόμενη από το ίδιο ικανοποιητική κερδοφορία.


     Ο Χρήστος πήρε τα χρήματα από το συρτάρι και κατέβηκε να αγοράσει από το μικρό ψιλικατζίδικο της γειτονιάς τα τσιγάρα του Θανάση. Η Μαρία έμεινε μόνη. Έστρωσε πρόχειρα το τραπέζι και ανέβηκε επάνω να συμπαρασταθεί στους φίλους της. Ένα φίδι ωστόσο της δάγκωνε την ψυχή. Ανέβηκε τις σκάλες αργά, με κατεβασμένο το κεφάλι, ένιωθε μια παράξενη ενοχή να της μουδιάζει τα πόδια. Όχι, όχι η ενοχή του ζωντανού απέναντι στον ετοιμοθάνατο. Ήταν κάτι άλλο, πιο σκληρό και άρρητο, πιο θεμε-λιώδες και αγκαθερό. Στην πραγματική θλίψη της για το Θανάση, στη μεγάλη πίκρα που της έδινε η απώλεια του γείτονα και φίλου για τριάντα χρόνια ανακατεύτηκε μια ριπή άγριας χαράς.
      Της άνοιξε η κόρη του Θανάση που στο μεταξύ είχε έρθει από τη Λάρισα. Αγκαλιάστηκαν με πόνο οι δυο γυναίκες –η κοιλιά της κοπέλας είχε μεγαλώσει ήταν στον τέταρτο μήνα. Το περίμενε ο Θανάσης με λαχτάρα το πρώτο εγγόνι. Η Μαρία ένιωσε πάλι το τσίμπημα, αυτή την ένοχη αίσθηση να της δαγκώνει την ψυχή. Ο Χρήστος θα ερχόταν σε λίγο, και ναι, αυτό ήταν, δεν ήταν αυτή στη θέση της Ανθούλας… Χαιρόταν που ήταν ο Θανάσης ευεργέτης και όχι ο Χρήστος της. «Πώς είμαστε, Θε μου, φτιαγμένοι οι άνθρωποι…» σκέφτηκε με ντροπή και συμπόνια. Πήρε τον καφέ που της πρόσφεραν και κάθισε κοντά στις άλλες γυναίκες. Η Ανθούλα κρατούσε το Θανάση αγκαλιά και δεν τον άφηνε να φύγει ούτε βήμα από κοντά της.
     Χτύπησε η πόρτα και ήρθε ο Χρήστος. Βαστούσε την κούτα με τα τσιγάρα.
     Πώς δεν το πρόσεξε η Μαρία το κατώχειλο που έτρεμε, το πανιασμένο πρόσωπο πώς δεν το είδε… Στη μέσα τσέπη του σακακιού είχε το φάκελο. Θα της τον έδειχνε το επόμενο πρωί. Ο ταχυδρόμος τον είχε προλάβει την ώρα που ερχόταν από το ψιλικατζίδικο με την κούτα στο χέρι. «Έρχομαι δεύτερη φορά σήμερα σ’ αυτή την πολυκατοικία» είπε. «Είναι σπάνιο αλλά όχι αδύνατο. Μας έστειλαν μια συμπληρωματική παρτίδα επιστολών στις δέκα το πρωί και βγήκαμε τώρα να τις μοιράσουμε. Δεν πάνε καλά τα πράγματα. Ανεβαίνει ο αριθμός των ευεργετών αυτό το μήνα». Ούτε που κατάλαβε ότι ο ηλικιωμένος κύριος που του έπαιρνε το γράμμα από το χέρι ήταν ο παραλήπτης ευεργέτης, o πολίτης με τον κωδικό αριθμό ΗΛ 4332. «Λένε πως θα κατεβάσουν ένα χρόνο την ηλικία της ευεργεσίας» συνέχισε ο ταχυδρόμος. «Από τα 69 πια» είπε, καλημέρισε και απομακρύνθηκε.




     Το μόνο που  πέρασε από το μυαλό του Χρήστου εκείνη την στιγμή ήταν πώς θα το έλεγε στη Μαρία…


Απρίλιος 2010-Αύγουστος 2011









Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 12:38 μ.μ. 2 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Ετικέτες Διήγημα
Νεότερες αναρτήσεις Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα
Εγγραφή σε: Αναρτήσεις (Atom)
  • Κείμενα
  • Δημοφιλή
  • Πρόσφατα

Δημοφιλή

  • (χωρίς τίτλο)
      ΑΛΚΗΣΤΗ                                                      Leonora Carrigton, Muher Conciencia(1972)        ἀρκοῦμεν ἡμεῖς οἱ προθν...
  • Η ΧΗΡΑ
             Τους πρώτους μήνες μετά το θάνατο της μητέρας μου, πήγαινα πολύ τακτικά στο νεκροταφείο, σχεδόν κάθε μέρα, άλλοτε μεσημέρι...
  • Έκπληξις
                Το καφενείο ήταν από 'κεινα τα παλιά, που λίγα έχουν πλέον απομείνει ξεχασμένα σε κάποιες μάλλον φτωχές, ξεχασμένες κι αυ...
  • (χωρίς τίτλο)
      Έϊβαλα, έϊβαλα, ω! Lotte Laserstein,  Selbstporträt mit weissem Kragen, περ. 1923      Το σπίτι στην Καλλιθέα το κληρονόμησα από μια θεία ...
  • H ΚΟΡΑΛΙΑ
    Την ιστορία της Κοραλίας τη διηγήθηκα μια φορά στην πολύ καλή μας ζωγράφο, την Κλεοπάτρα Δίγκα. "Να κάτσεις και να τη γράψεις...
  • Ο ΣΚΥΛΟΣ ΝΩΝΤΑΣ. Μια ιστορία χωρίς κρυφά μηνύματα και υψηλούς στόχους.
    Είμαι ζωοφοβική. Δεν ντρέπομαι   να το ομολογήσω.   Ή, ακριβέστερα, δεν ντρέπομαι να το ομολογήσω πλέον. Πώς γεννήθηκε αυτός ο φόβος μέσα...
  • ΤΙ ΒΛΕΠΕΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΗΣ
        Εdward Hopper Ήθελε να πάρει την άδειά της νωρίτερα φέτος. Απ’ τον Ιούνιο αν ήταν δυνατόν και όλες μαζί τις μέρες που δικαιούταν, να τ...
  • (χωρίς τίτλο)
    «Πάτερ ημών» Απ’ την παιδική μου ηλικία πολλά δεν θυμάμαι. Φευγαλέες εικόνες, λεπτομέρειες προσώπων και σωμάτων, ποτέ πρόσωπα ολόκληρ...
  • Υπόληψις
    STEFAN PFUERTNER ( https://pixels.com/featured/dark-landscape-stefan-pfuertner.html )          Τον ‘βλέπαν οι άνθ...
  • (χωρίς τίτλο)
    Παιδάκι, να ένα μήλο Ένα όμορφο μαύρο παιδί καθόταν μεσημέρι Κυριακής έξω από το σπίτι του. Ήταν ένα ζεστό χειμωνιάτικο μεσημέρι σε μ...

Πληροφορίες

Μαρώ
Προβολή πλήρους προφίλ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κείμενα

  • ►  2024 (1)
    • ►  Ιουλίου (1)
  • ►  2022 (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2021 (1)
    • ►  Μαΐου (1)
  • ►  2020 (3)
    • ►  Απριλίου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2019 (4)
    • ►  Μαΐου (2)
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (1)
  • ►  2018 (3)
    • ►  Οκτωβρίου (1)
    • ►  Ιουλίου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
  • ►  2016 (4)
    • ►  Αυγούστου (2)
    • ►  Ιουλίου (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2015 (2)
    • ►  Δεκεμβρίου (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (1)
  • ►  2014 (1)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
  • ►  2013 (3)
    • ►  Αυγούστου (2)
    • ►  Μαΐου (1)
  • ►  2012 (7)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (1)
    • ►  Μαΐου (1)
    • ►  Απριλίου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ▼  2011 (11)
    • ►  Δεκεμβρίου (2)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
    • ►  Οκτωβρίου (2)
    • ▼  Σεπτεμβρίου (2)
      • Έκπληξις
      • ΠΟΛΙΤΗΣ ΗΛ 4332
    • ►  Αυγούστου (4)
 

Κατηγορίες

  • Διήγημα (13)
  • Ποίηση (1)

Αναγνώστες

Marotora. Από το Blogger.
 

Ηρώ Νικοπούλου

  • histopia
    Η λογική της ενδοαριστερής βίας: κομματικοί εναντίον τροτσκιστών/αρχειομαρξιστών
    Πριν από 10 χρόνια

Κατηγορίες

  • Διήγημα (13)
  • Ποίηση (1)

About Me

Μαρώ
Προβολή πλήρους προφίλ
 
© 2011 Διηγήματα & νουβέλες | Σχεδίαση: Ν. Cabilis & WindGames