Στη μνήμη των γονιών μου, Ελευθερίας και Νίκου
Φόρεσε τα μαύρα η Μαρία -τη φούστα την ίσια με τη ζώνη τη λεπτή και το πουκάμισο με τα ντυμένα κουμπιά- και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Έτρεμε. Η άνοιξη δεν έλεγε να έρθει και έτρεμε. «Δεν ντρέπεσαι, να λες ψέματα στον εαυτό σου…» είπε από μέσα της, κοιτάζοντας με μια αδιόρατη φιλαρέσκεια το είδωλό της. Στα 63 της είχε ένα σώμα λεπτό, με ιδανικές αναλογίες και ευκίνητο -μόνο τα χέρια της την πονούσαν και οι αρχές της αρθρίτιδας είχαν κάνει πριν από λίγο καιρό την βασανιστική εμφάνισή τους στους κόμπους των δαχτύλων, δυσχεραίνοντας τις κινήσεις της. Κοίταξε, λοιπόν, με μια αδιόρατη φιλαρέσκεια το είδωλό της κι αμέσως μετά το πρόσωπό της σκοτείνιασε, μια ρυτίδα χαράκωσε το μέτωπό της, φανερό πως σκέψεις δύσκολες κι οδυνηρές της τυραγνούσαν το νου. Έστρωσε το γιακά του πουκάμισου κι έκλεισε το πορτόφυλλο της ντουλάπας στο εσωτερικό του οποίου βρισκόταν ο καθρέφτης. Με την ανάστροφη της παλάμης μάζεψε ένα δάκρυ από τα μάτια της, δάγκωσε τα χείλη, άφησε ένα στεναγμό να βγει από το πικραμένο στόμα. «Ο Θανάσης… χρόνια γείτονες και φίλοι. Καλός άνθρωπος. Τι θα κάνει τώρα η έρμη η Ανθούλα;» σκεφτόταν.
Γύρισε στην κουζίνα. Λιγωτική η μυρωδιά από το κοκκινιστό τής χτύπησε τα ρουθούνια. Είχε κλείσει το μάτι πριν λίγα μόλις λεπτά κι η σάλτσα έβραζε ακόμη ελαφρά –μια δυο φουσκαλίτσες στη μέση της κατσαρόλας, σα νυσταγμένο ηφαίστειο. Άνοιξε το καπάκι, παραμέρισε τα δυο μικρά κομμάτι κρέας και πήρε μια κουταλιά σάλτσα για να την δοκιμάσει. Η γεύση ήταν καλή, είχε πετύχει η σάλτσα- γλυκιά, πηχτή, μυρωδάτη. Το κοκκινιστό ήταν η σπεσιαλιτέ της, όλοι το έλεγαν κι αυτή το χαιρόταν και το έφτιαχνε πάντα όταν είχαν τραπέζι.
Πήγε έπειτα στο μπάνιο, άνοιξε το ντουλάπι όπου αποθήκευαν τα παπούτσια -χειροποίητο ντουλάπι, το είχε φτιάξει ο Χρήστος πριν από πολλά χρόνια, την εποχή που μετακόμιζαν στο σπίτι αυτό, 38 χρόνια πριν δηλαδή, δεν είχε γεννήσει ακόμη κανένα από τα παιδιά τους. Έβγαλε το ένα από τα δύο ζευγάρια μαύρα παπούτσια -το πιο καινούριο, το κάπως πιο καινούριο δηλαδή, γιατί είχε να πάρει παπούτσια σχεδόν πέντε χρόνια. Η σύνταξη του Χρήστου ήταν μικρή, είχαν και τα παιδιά τις ανάγκες τους, κάτι να τα βοηθήσουν με τα στεγαστικά δάνεια, ο μεγάλος, ο Βασίλης, δεν είχε πια σταθερή δουλειά, τα έβγαζε πέρα με δυσκολία, κάτι τα εγγόνια που περίμεναν τα δωράκια των παππούδων και τα φιλέματά τους, οι δικές της ανάγκες πήγαιναν πίσω. Αν περίσσευε κάτι προτιμούσε να ψωνίζει στο Χρήστο. αυτός έβγαινε περισσότερο έξω, πήγαινε δυο φορές την εβδομάδα στο καφενείο, δεν της άρεσε να τον βλέπουν κακοντυμένο οι φίλοι του. Έβγαλε, λοιπόν, τα μαύρα παπούτσια, αυτά με το μικρό φιογκάκι μπροστά. Τα σκούπισε με ένα μαλακό κάπως βρώμικο πανί, ειδικό γι' αυτήν τη δουλειά, που το είχαν πάντα μέσα στο ντουλάπι, και τα φόρεσε με δυσκολία. Τα πόδια της πρήζονταν την άνοιξη, ένα είδος αλλεργίας τής είχε πει ο γιατρός, καθόλου ανησυχητικό και της χορήγησε ένα νέο αντισταμινικό χάπι, που όμως δεν την βοήθησε και πολύ. Το σταμάτησε αυθαίρετα, έμαθε να ζει μ' αυτό. Με το πρήξιμο στα πόδια δηλαδή, δυο μήνες πάνω κάτω το χρόνο. Κούνησε μπρος πίσω το πόδι για να μπει καλά μέσα, έσκυψε και διόρθωσε με το χέρι τα φιογκάκια που είχαν φύγει από την οριζόντια θέση τους.
«Θα μπορούσε να ήμουν εγώ», σκέφτηκε και ανατρίχιασε. Αν και ήξερε πως είχε ακόμη τουλάχιστον έξι-εφτά χρόνια ως να αρχίσει να σκέπτεται πως είναι πια η σειρά της. Εκτός κι αν ερχόταν τίποτε ξαφνικό. Ή θα μπορούσε να είναι ο Χρήστος, κι ένιωσε ένα κάψιμο στο στομάχι. Τελευταία ο Χρήστος είχε πολλά προβλήματα υγείας. Το ζάχαρο του έσκαβε το σώμα, τον έβλεπε να περπατάει με δυσκολία, έπιανε τα γόνατά του όλη την ώρα, έκανε πέντε βήματα και σταμάταγε, «να χαζέψουμε καμιά βιτρίνα», της δικαιολογιόταν. Το 'ξερε η Μαρία πως της έλεγε ψέματα, της κρυβόταν για να μη την στενοχωρήσει και γιατί ντρεπόταν. Που δεν ήταν πια νέος και δυνατός.
Κάποτε ήταν ένας ψηλός όμορφος άντρας, με φαρδιές πλάτες και πυκνά κατσαρά μαλλιά. Με τα χρόνια το σώμα του κύρτωσε, οι πλάτες στένεψαν, πέσανε τα πυκνά κατσαρά μαλλιά, ασχήμυνε. Τα μάγουλά του κρέμασαν και η ελιά που κάποτε λάτρευε, δεξιά στο σαγόνι του, είχε μεγαλώσει και έμοιαζε με κακοφορμισμένο σπυρί. «Πώς έγινα έτσι, Μαρία μου;» της έλεγε συχνά. Η Μαρία τον κοιτούσε με συμπόνια. Έβλεπε τη φθορά του, τα γηρατειά που τον κατέβαλαν μέρα τη μέρα, του μιλούσε τρυφερά, τον κανάκευε, του ’λεγε πως είναι μια χαρά. το πίστευε σοβαρά αυτό που του ’λεγε. Γιατί πολλές φορές έφευγε η αλήθεια του προσώπου του κι ερχόταν μια εικόνα παράξενη, ο Χρήστος νέο παλικάρι και την ίδια ώρα ο γερασμένος Χρήστος της, αλλά της φαινόταν όμορφος όπως τότε και τον αγκάλιαζε γλυκά και με λαχτάρα νεανική τον έσφιγγε πάνω της, έβαζε το χέρι της μέσα από τα ρούχα και του χάιδευε ερωτικά το κορμί, τον φιλούσε και του ’φτιαχνε ζελέ ξινολέμονο, αφού άλλο γλυκό δεν έκανε να φάει με το ζάχαρο, και του το πήγαινε στο κρεβάτι. Αυτός έκανε χαρές και, καθώς του το άφηνε δίπλα του, στο κομοδίνο, της έπιανε τα χέρια, και τα δυο χέρια μαζί, τα ένωνε παλάμη με παλάμη και τα φίλαγε. Την έλεγε ακόμα "αγάπη μου" και "φως μου" και τις Κυριακές, όταν δεν έρχονταν τα παιδιά να τους επισκεφτούν και να φάνε μαζί τους, κατέβαινε νωρίς, αγόραζε εφημερίδες και κάθονταν οι δυο τους και διάβαζαν στο τραπέζι της κουζίνας και σχολίαζαν και έκαναν όνειρα. Για ταξίδια που δεν θα πήγαιναν ποτέ. Κυρίως γι' αυτά.
έμπιστό της άνθρωπο, σαν αδελφό. Και… δεν το ’λεγε, ντρεπόταν, αλλά ακόμα, πού και πού, σαν άντρα. Μια μνήμη τρυφερή ερώτων τους συνέδεε και μια συνενοχή απέναντι στη ζωή και στα βάσανά της. Χρόνια τώρα, ακόμα και στου θυμού τις ώρες, σπάνια μιλούσε σε πρώτο πρόσωπο. Τα ρήματα όλα σε πρώτο πληθυντικό, τα επίθετα σε πληθυντικό επίσης. Το ίδιο -ίσως και κάτι παραπάνω ο Χρήστος. Όσο περνούσαν τα χρόνια κάτι παραπάνω ο Χρήστος. Την περιέβαλλε με λατρεία, έτρεμε μην του πάθει τίποτε. Απ’ την ζωή της είχε εξαρτήσει τη δική του. Σαράντα τρία συνολικά χρόνια μαζί.
Στο νερό που κόχλαζε σε μια μεγαλύτερη κατσαρόλα, δίπλα στο κοκκινιστό, έριξε τα κατεψυγμένα λαχανικά. Θα του σέρβιρε το κοκκινιστό με βραστά λαχανικά, γιατί είχε ανέβει πάλι κάπως το ζάχαρο και φοβότανε να βάλει ζυμαρικά που του αρέσανε. «Άσε», σκέφτηκε, «θα πάμε και στα παιδιά την Κυριακή και εκεί δεν μπορώ να τον ελέγξω, μου ξεφεύγει και τρώει όλα τα απαγο- ρευμένα και σε ποσότητες». Γύρισε στην κρεβατοκάμαρα κι έψαξε να βρει την τσάντα της, την καλή την τσάντα της την ακριβή, τη δερμάτινη, που την είχε από την αποφοίτηση της Ελένης και μόνο για σπουδαίες εκδηλώσεις. Καθώς έψαχνε, άκουσε το κλειδί στην πόρτα. Παράτησε την τσάντα όπως-όπως πάνω στο κρεβάτι τους και βγήκε να τον προϋπαντήσει. Αγκαλιαστήκανε, όπως κάνανε όλα τα χρόνια της κοινής τους ζωής, όταν γύρναγε ο ένας απ’ τους δυο απ' έξω. Τον φίλησε στο μάγουλο κι άλλη μια φορά στην άκρη των χειλιών. Εκείνος ανταπέδωσε το φιλί κι ύστερα την απομά- κρυνε λίγο και πολύ τρυφερά, για να επιθεωρήσει το ντύσιμό της -τέτοια ώρα η γυναίκα του με τα καλά της και με παπούτσια, κυρίως με παπούτσια. Την βρήκε όμορφη και της χαμογέλασε έτοιμος να της πει ένα κοπλιμέντο ή κανένα αστειάκι ερωτικό που θα ξέθαβε από το βάθος των σχετικών του αναμνήσεων αλλά ξαφνικά πάγω- σε. Η Μαρία του ήταν ντυμένη στα μαύρα, στα ολόμαυρα, του πένθους, ως και μαύρες κάλτσες φόραγε. Αντάριασε η ψυχή του. Τον έπιασε φόβος πικρός. Ποιος τάχα αυτή τη φορά; Και πώς;
Έμειναν για λίγο αμίλητοι και οι δυο, δεν ήξεραν ποιος να κάνει την αρχή και να μιλήσει. Πρώτος ο Χρήστος έσπασε τη βαριά αμήχανη σιωπή. «Ποιος, ρε Μαρία;» Εκείνη αναστέναξε, κατάπιε με δυσκολία, είχε στεγνώσει ο λαιμός της. Έτρεξαν δάκρυα από τα κουρασμένα μάτια της. Το δάκρυ της έφερε τσούξιμο -μια ελαφρά ενοχλητική ξηροφθαλμία- κι αναγκάστηκε να σφίξει και τα δυο μάτια δυνατά, το πρόσωπό της αλλοιώθηκε, έγινε άγριο σαν μάσκα. Με το δείκτη του αριστερού έτριψε τις άκριες, το τσούξιμο κάπως υποχώρησε, μπορούσε να μιλήσει. «Ο Θανάσης από πάνω. ήρθε γράμμα», είπε αργά και σχεδόν ψιθυριστά σαν να φοβόταν μην την ακούσουν, μην και προκαλέσει μεγαλύτερο κακό με την ανακοίνωση του ονόματος.
-Όχι, φώναξε ο Χρήστος με ραγισμένη φωνή, χτυπώντας τα χέρια του πάνω στους μηρούς του. Όχι, ο Θανάσης… Πότε έγινε;
-Λίγο μετά που έφυγες το μάθαμε, είπε η Μαρία με σβησμένη φωνή.
-Ποιος το βρήκε; ρώτησε ο Χρήστος κι έπεσε σε μια καρέκλα ξέπνοος.
-Ο ίδιος. Είχε κατέβει να πάρει ψωμί και το βρήκε. Ο ταχυδρόμος πρέπει να πέρασε νωρίς σήμερα.
-Ο ταχυδρόμος… είπε ο Χρήστος θυμωμένος και με αηδία. Ταχυδρόμος είναι αυτός;
-Τι φταίει κι αυτός; είπε η Μαρία. Κάποιος θα ’πρεπε να το κάνει.
-Η Ανθούλα πώς είναι; ρώτησε τώρα ο Χρήστος.
-Πώς θέλεις να ’ναι; Κλαίει όλη μέρα, τον ετοιμάζει και θρηνεί. Λέει πως θα πάει μαζί του, πως τέλειωσε και η δική της ζωή… Καταλαβαίνεις… Έχουν πάει οι κουνιάδες της, οι άλλες γειτόνισσες –ήμουν κι εγώ επάνω ως πριν λίγο, κατέβηκα να σου τελειώσω το φαΐ, να ντυθώ κιόλας, να τον τιμήσουμε για τελευταία φορά- έρχεται και η κόρη τους από τη Λάρισα, τρελάθηκε το κορίτσι και είναι κι έγκυος. Άκου, θ' ανέβω να κάτσω με την Ανθούλα, να βοηθήσω όσο γίνεται, μήπως με χρειάζονται τίποτε. Εσύ φάε κάτι - έφτιαξα κοκκινιστό και σαλάτα από βραστά λαχανικά, φάε λίγο, ντύσου, το καλό σου το κοστούμι να βάλεις, κι ανέβα επάνω, να πιεις ένα κονιάκ να συχωρέσεις.
Σηκώθηκε ο Χρήστος να ντυθεί αλλά λιποψύχησε, έγινε το πρόσωπό του πελιδνό, βάρυνε η ανάσα του, κρατήθηκε απ' τον τοίχο. «Χρήστο μου», φώναξε η Μαρία και έτρεξε να τον στηρίξει. Τον κάθισε στον καναπέ, του ’κανε αέρα, έφερε κολόνια και νερό. Τρέχανε τα μάτια του γέροντα βρύσες. «Όχι, ρε γαμώτο», έλεγε, «πριν από μια βδομάδα η Χαρούλα, τώρα ο Θανάσης, θανατικό έπεσε στη γειτονιά. Σε μας κληρώνει κάθε φορά; Αλλού δεν έχει;». Τον χάιδευε η Μαρία. «Και μη χειρότερα, αγάπη μου, του 'λεγε, και μη χειρότερα, μόνο μη συγχύζεσαι κι ανέβει το ζάχαρο…».
-Γιατί, ρε Μαρία, της είπε εκείνος σαρκαστικά, μην πάω μια ώρα αρχύτερα και μπλοκάρει το σύστημα;
-Μη μιλάς έτσι, του ’λεγε εκείνη και τον φιλούσε στο πρόσωπο με πόνο.
Σαν συνήρθε λίγο ο Χρήστος κι ανάκτησε την ψυχραιμία του, «είχε κάνει το κουμάντο του ο Θανάσης;», ρώτησε, «ή θα τον πάνε αυτοί;»
- Απ’ ό, τι μου είπε η μεγάλη του αδελφή, η Φωφώ, που τα ξέρει καλύτερα, έχει κανονίσει. Δεν έχει πει, όμως, τίποτα και σε κανένα ούτε στην Ανθή.
-Έχουμε καθόλου λεφτά; ρώτησε ο Χρήστος –ήταν τέλος του μήνα και τα οικονομικά τους ήταν στενεμένα, τις τελευταίες μέρες πάντα τις έβγαζαν με καμιά δεκαριά ευρώ όλα-όλα.
-Τι τα θέλεις; ρώτησε η Μαρία
-Κάτι να του αγοράσω να το πάρει μαζί του εκεί που πάει… Μια κούτα τσιγάρα, ναι μια κούτα από τα αγαπημένα του τσιγάρα, τα βαριά, τα ακριβά, που δεν τον άφηνε η Ανθούλα να τα καπνίζει για να μη πάθει και κοίτα τώρα… Δεν τον άφηνε να τα χαρεί; Τι κατάλαβε;
Η Μαρία ένιωσε ένα κάψιμο στο στομάχι και την πήραν τα κλάματα. Ούτε ν’ ανασάνει καλά-καλά. Και μέσα στα αναφιλητά μπερδεύονταν λέξεις και φράσεις, που δύσκολα έβγαζες το νόημα τους και που ήθελαν να πουν: τι έφταιγε κι αυτή, για το καλό του το’ κανε… ποιος θέλει να ξέρει; Εγώ γιατί σε προσέχω τόσο στο φαγητό σου; Προσπάθησε ο Χρήστος να την ησυχάσει, του πήρε ώρα και στο τέλος το κατάφερε, αλλά αγωνιούσε να του πει αν υπήρχαν και λίγα χρήματα γι’ αυτό που της ζήτησε. Μόλις λίγο ηρέμησε η Μαρία, το θυμήθηκε. «Στο συρτάρι με τα κουτάλια» είπε, «έχω τα λεφτά για το ηλεκτρικό. Πάρε όσα χρειάζονται. μη τσιγκουνευτείς. Θα πληρώσουμε το ρεύμα τον επόμενο μήνα».
Έκανε ο Χρήστος να φύγει για την κουζίνα και ξαναγύρισε. «Άκου», της είπε τρυφερά και με σοβαρότητα, «όταν εγώ…». Η Μαρία τον έκοψε με τρόμο. «Μην κάνεις έτσι, δεν είπα σήμερα, αύριο, είπα όταν, αν, ρε παιδί μου, να στο πω έτσι για να μην τρομάζεις, αν έρθει για μένα, να είσαι ψύχραιμη, να θυμηθείς ν’ αφήσω τη βέρα μου, να την έχεις και μετά, να ‘ρθεις μαζί μου ως τη γωνία, σαν να ‘τανε μια οποιαδήποτε μέρα που κατεβαίνουμε μαζί, εγώ για το καφενείο, εσύ για το σούπερ μάρκετ… Έτσι, απλά… Πέρασα καλή ζωή, είχα εσένα… Και τα παιδιά, αλλά εσένα πιο πολύ». Και τότε η Μαρία χύθηκε πάνω του κι άρχισε να τον χτυπάει με τις γροθιές της στο στήθος χωρίς να λέει τίποτε, τον χτυπούσε ξανά και ξανά και του ‘πιανε το στόμα, να μην ακούει τέτοια πράγματα, γιατί ήξερε πως ο Χρήστος είχε πατήσει πια γερά τα 70, βάδιζε στα 71, σε δυο μήνες ήταν τα γενέθλιά του, και, άρα, μπορούσε, ανά πάσα στιγμή, α-να-πά-σα-στιγ-μή, να είναι ο επόμενος ευεργέτης. Όπως ο Θανάσης. Όπως ο καθένας που πέρναγε τα 70, σύμφωνα με το νόμο. Από τα 70 και μετά κανείς δεν ήταν ούτε ένα λεπτό ήσυχος. Κι όχι να πεις οι πιο μεγάλοι πρώτα…. Όχι. Ο οποιοσδήποτε μετά τα εβδομήντα. Εβδομήντα και μια μέρα. Ο οποιοσδήποτε μετά τα εβδομήντα ζούσε με το διπλό φόβο.
Του θανάτου και της ευεργεσίας. Πιο πολύ με της ευεργεσίας.
Όλο και περισσότεροι ηλικιωμένοι τα τελευταία χρόνια τρελαίνονταν από την αγωνία και τον τρόμο. Έβγαιναν ουρλιάζοντας στο δρόμο, έσκιζαν τα ρούχα τους, έπεφταν στη θάλασσα, ρίχνονταν από ταράτσες… Άλλοι περίμεναν στωικά, με αξιοπρέπεια κατάπιναν το φόβο που κάθε μέρα τους έσκιζε τα σωθικά, άλλοι γλεντούσαν απελπισμένα για να μη σκέφτονται. Το αστείο είναι ότι η πολιτεία είχε θεσπίσει αυστηρά μέτρα και τιμωρίες για όσους αποφάσιζαν να δώσουν τέλος στην αγωνία από μόνοι τους. Είχε φυλάκια στις θάλασσες, περιπολίες στους δρόμους των πόλεων… Όποιος συλλαμβανόταν να επιχειρεί την αυτοκτονία του, δικαζόταν σε τρίμηνη απομόνωση και στέρηση της σύνταξης για πέντε μήνες. Φυλάκιση και πρόστιμο περίμενε την οικογένειά του, αν είχε, σε περίπτωση που δεν έβαζε μυαλό και συλλαμ-βανόταν να επιχειρεί εκ νέου. Στους υπότροπους επιβαλλόταν επίσης ψυχιατρική θεραπεία. Ο Πάλος, το μεγάλο κτίριο όπου βρισκόταν ο υπολογιστής που επέλεγε τους ‘ευεργέτες’ φυλασσό-ταν από ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις. Οι επιστήμονες και το υπόλοιπο προσωπικό που δούλευαν στο πρόγραμμα, με το ίδιο όνομα, «Πρόγραμμα Πάλος», μεταφέρονταν με θωρακισμένα αυτοκίνητα, έμπαιναν κι έβγαιναν φορώντας μαύρες κουκούλες. Γνωρίζονταν ανά τρεις, μονάχα ανά τρεις, για να προστατεύεται η μυστικότητα του προγράμματος αλλά και να μην μπαίνει σε κίνδυνο η ζωή των εργαζομένων σ’ αυτό. Πολλοί έλεγαν ότι μέσα στο κτίριο, κατά τη διάρκεια του χρόνου υπηρεσίας, φορούσαν συνέχεια τις μαύρες κουκούλες, έτσι ώστε να είναι σίγουροι ότι κανείς δεν ξέρει κανένα.
Όταν πρωτοβγήκε ο νόμος 6312-19 Α, σχεδόν 6 χρόνια πριν, η κοινωνία χωρίστηκε στα δυο. Άλλοι φανατικά υπέρ ως τη μόνη λύση για να περιοριστούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα και να κλείσει κάπως η τεράστια τρύπα του προϋπολογισμού και άλλοι φανατικά κατά, με αρραγή επιχειρήματα πολιτικά ή ηθικά, αλλά που η πολιτεία, ενώ δέχονταν την ορθότητά τους, «με πόνο μα με τον απαραίτητο για τη σωτηρία του λαού ρεαλισμό ένιωθε αναγκασμένη να προχωρήσει στην αυστηρή εφαρμογή του νόμου ως ψηφίστηκε από τη Βουλή», που είχε προκύψει από εκλογές με 64,72% αποχή του εκλογικού σώματος και με εξαιρετικά μειωμένο πολιτικό πλουραλισμό. Δυο χρόνια αργότερα το ελληνικό πείραμα θεωρήθηκε εξαιρετικά επιτυχές και άρχισε να εφαρμόζεται με παραλλαγές στους αριθμούς και στον τρόπο επιλογής και σε άλλες χώρες.
Ο νόμος 6312-19 Α, που έγινε το πρότυπο των αντίστοιχων νόμων άλλων χωρών και που έκανε περήφανο μέρος του νομικού και πολιτικού κόσμου της χώρας, θεωρώντας πως για άλλη μια φορά απεδείχθη τόσο η επιστημονική επάρκεια και η νομική φαντασία όσο και το πολιτικό σθένος της Ελλάδας, που πρώτη αυτή από όλες τις χώρες της Ευρώπης τόλμησε ένα τέτοιο μέτρο, ο νόμος 6312-19 Α, λοιπόν, στηριζόταν σε ένα απλό και ρεαλιστικό σκεπτικό. Το προσδόκιμο ζωής του μέσου Ευρωπαίου, έλεγε το σκεπτικό του νομοθέτη, έχει αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Ο μέσος όρος ζωής αγγίζει πλέον τα 83, 6 χρόνια για τους άντρες και τα 85,3 για τις γυναίκες. Στη χώρα μας, για παράδειγμα, σε πληθυσμό 13 εκατομμυρίων, το 17% είναι πάνω από 72 ετών. 27,93 % του προηγουμένου ποσοστού ξεπερνά τα 80 χρόνια και μεγάλο είναι το ποσοστό όσων είναι πάνω από 85 ετών. Με δεδομένο ότι πλέον οι εργαζόμενοι συνταξιοδοτούνται στα 67 τους χρόνια –με βάση το νέο ασφαλιστικό, που ψηφίστηκε, παρά τις βίαιες λαϊκές διαμαρτυρίες, την τρίτη χρονιά της μεγάλης κρίσης- τα ασφαλιστικά ταμεία πληρώνουν κατά μέσο όρο 180 μήνες σύνταξης στον κάθε συνταξιούχο. Χώρια οι υπόλοιπες παροχές, τα, έστω περιορισμένα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, τα έξοδα για την υγεία και όλα τα σχετικά, που μολονότι συρικνωμένα στο έπακρο, δεν παύουν να υπάρχουν και να αποτελούν ένα υπολογίσιμο κονδύλι για το κράτος.
Παρά τις περικοπές στα μηνιαία ποσά των συντάξεων, που έχουν πια ξεπεράσει το 43% των ποσών πριν από την κρίση, η οικονομία όχι μόνο της χώρας μας αλλά και των χωρών του δυτικού κόσμου γενικά αδυνατεί να αντεπεξέλθει. Τα ταμεία έχουν αδειάσει, οι συντάξεις δεν μπορούν να πληρωθούν σε μεγάλο ποσοστό. Η κοινωνική αναστάτωση είναι μεγάλη. Οι ενεργοί επαγ-γελματίες δυσανασχετούν, αρνούνται να καταβάλουν εισφορές, γνωρίζοντας πως μάλλον οι ίδιοι δεν θα πάρουν ποτέ σύνταξη. Έτσι κι αλλιώς, ελάχιστοι είναι αυτοί που πληρώνουν εισφορές και ακόμη λιγότεροι αυτοί που πληρώνουν εισφορές στα ταμεία. Στην συντριπτική του πλειονότητα το εργασιακό δυναμικό της χώρας δουλεύει σε δυο προγράμματα: το Πρόγραμμα Κοινωφελούς Απασχόλησης, τρίμηνης διάρκειας και με αποδοχές στο 50-55% του βασικού μισθού και στο Πρόγραμμα Αναδιαρθρωμένης Επωφελούς Κοινωνικής Προσφοράς, με πεντάμηνη διάρκεια και μηνιαία αμοιβή στο 60% του βασικού μισθού. Κανένα από τα προγράμματα αυτά δεν υποχρεούται να προσφέρει ασφαλιστική κάλυψη.
Η οικονομική δυσπραγία, η εργασιακή ανασφάλεια αλλά και η έλλειψη εμπιστοσύνης δεν επιτρέπουν σε μεγάλο μέρος του πληθυ-σμού να ασφαλιστεί σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες (ωστόσο κάποιοι, όχι μόνο απλοί άνθρωποι, αλλά και πολιτικοί και οικονομολόγοι, που ξέρουν, υποστήριζαν με βαθιά ανησυχία, πως «αν "σπάσουν" τα δημόσια ταμεία, οι ιδιωτικές ασφαλιστικές θ' ανοίξουν κρεματόρια για να μην μας πληρώνουν»).
Οι οικονομίες κατέρρεαν με γοργούς ρυθμούς. Όσο κι αν συρρικνώνονταν οι κοινωνικές παροχές, τα ελλείμματα δεν έλεγαν να μειωθούν, αντίθετα, μεγάλωναν όλο και πιο πολύ. Πανικός και τρόμος βάραινε τις ψυχές των ανθρώπων όλο και περισσότερο. Άλλοι αντιδρούσαν, φώναζαν, έβγαιναν στους δρόμους. Άλλοι πάλι, κι ήταν πολλοί αυτοί, μετέτρεπαν τον τρόμο σε μίσος, ένα μίσος τυφλό και αδιάκριτο και κατέληγαν σε παράλογες σκέψεις. Αν έφευγαν, ας πούμε, από τη μέση, ηλικιωμένοι και άρρωστοι… Η φύση το ξέρει αυτό. Στις αγέλες των ζώων, για παράδειγμα, δεν αφήνονται αβοήθητα τα αδύναμα μέλη, για να σωθεί η υπόλοιπη αγέλη;
Οι ηλικιωμένοι, με τα διαρκή προβλήματα υγείας τους, κόστιζαν πολύ. Ο μόνος τρόπος επίλυσης του προβλήματος, ώστε να μην αυξηθούν περισσότερο τα ήδη υψηλά ποσοστά ανεργίας, ήταν η μείωση του αριθμού των ηλικιωμένων. Το είπαν οι σπουδαίες κεφαλές σε κάποια διεθνή οικονομικά φόρα -όχι φανερά βέβαια, στις άλλες συναντήσεις τους, τις μυστικές, αυτές που δεν δείχνουν οι κάμερες της τηλεόρασης. Το είπαν στην αρχή σαν αστείο, κάποιοι όμως είδαν σ’ αυτό τη λύση. Μείωση του αριθμού των ηλικιωμένων αλλά πώς; Η βιομηχανία του χρόνου είναι ισχυρή και προσοδοφόρα. Ιατρικές έρευνες, φάρμακα, ειδικά προϊόντα για την τρίτη ηλικία. Ύστερα είναι και η κοινωνική κατακραυγή. Ποιος θα δεχόταν κάτι τέτοιο; Καλά, είπαν οι κεφαλές, θα φωνάξουμε τους ειδικούς να βρουν τρόπο να παρουσιαστεί ώστε να γίνει αποδεκτό. Να φανεί ως αδήριτη ανάγκη, μια θυσία για την επιβίω-ση της κοινωνίας, μια τελευταία προσφορά του γονιού στο παιδί του. Άλλωστε υπάρχει και προηγούμενο στην αρχαία ελληνική ιστορία: ο Κείος Νόμος. Πάλι οι αρχαίοι θα μας σώσουν. Κι αν κά-ποιοι ψελλίσουν ότι οι ιστορικοί αμφισβητούν την ύπαρξη του Κείου Νόμου, ποιος τους ακούει; Μετά θα πούμε για τον Καιάδα, πρότειναν, και πάλι θα βουλώσουμε τα στόματα των λιγοστών ιστορικών που λένε πως ο Καιάδας δεν αναφέρεται σε κανένα ιστορικό κείμενο. Ό,τι ρίζωσε στα μυαλά των ανθρώπων εδώ και γενιές γενιών, δεν φεύγει, ακόμα κι αν πρέπει.
Στην αρχή, στη χώρα που πρώτη θα εφαρμόσει κάτι τέτοιο, ειδικά αν είναι κάποια μικρή χώρα του νότου, που οι κάτοικοι αντιδρούν γενικώς εντονότερα, είπαν, θα γίνουν μεγάλες φασαρίες, θα διοργανωθούν διαδηλώσεις και πορείες, θα γραφτούν πύρινα άρθρα, η αντιπολίτευση στη Βουλή θα κατακεραυνώνει την αναλγησία, αλλά σε λίγο όλα θα ησυχάσουν και κανείς -εκτός ίσως από μερικά ρομαντικά και ανερμάτιστα κωλόπαιδα και κάτι αιθε-ροβάμονες νοσταλγούς της δημοκρατίας, δεν θα θυμάται πώς ήταν τα πράγματα πριν. Θα μάθουν να ζουν μ’ αυτό, θα προσαρμοστούν και θα το βρίσκουν απολύτως λογικό όσο είναι νέοι, μοιραίο πια όταν γεράσουν. Άλλωστε η επιλογή θα γίνεται με ηλεκτρονικό υπολογιστή και η διαδικασία θα είναι απολύτως αδιάβλητη, α π ο λ ύ τ ω ς. Πώς θα αποδειχτεί άλλωστε η οποιαδήποτε παρατυπία, όταν το πρόγραμμα θα περιβάλλεται με άκρα μυστικότητα; Όλα τα ονόματα ανδρών και γυναικών που θα περνούν τα 70, θα μπαίνουν αυτόματα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή σε μια λίστα, μάλλον αλφαβητική, είναι το πιο απλό. Η αλφαβητική κατάταξη είναι μια τυχαία διάταξη του κόσμου, παράλογη και αστεία, αλλά τουλάχιστον αποδεκτή και κατανοητή. Γερογιάννης επάνω Γεροδήμος από κάτω και τέρμα. (Αργότερα προστέθηκαν κι άλλες παράμετροι για να οριστεί επακριβώς ο μαθηματικός τύπος, όπως για παράδειγμα, η περιοχή διαμονής του ηλικιωμένου, αλλά η αλφαβητική κατάταξη παρέμεινε η βάση, μολονότι στις ειδοποιήσεις αναγραφόταν όχι το ονοματεπώνυμο αλλά ο ΑΣΜ –Αριθμός Συνταξιοδοτικού Μητρώου- μοναδικός για τον κάθε ένα, μαζί με την ένδειξη Πολίτης, όλ’ αυτά για ευνόητους λόγους). Τα ποσοστά θα ρυθμίζονται, είπαν, από δύο παράγοντες. Ένας, ο σταθερός, είναι ο πληθυσμός της κάθε χώρας, που θα δίνει ένα πρώτο βασικό ποσοστό. Ο δεύτερος, μεταβαλλόμενος αυτός, ανάλογα με τα αποτελέσματα των οικονομικών εκθέσεων για την κάθε χρονιά, θα ρυθμίζει τελικά σε απόλυτους αριθμούς πόσοι θα είναι η ομάδα της θυσίας. Αν βάλεις και τους φυσικούς θανάτους –ηλικία, αρρώστιες και ατυχήματα, τότε σε δέκα έως είκοσι χρόνια θα έχουμε μια καλή ισορροπία. Μετά βλέπουμε.
Όταν άρχισε η εφαρμογή του νόμου 6312-19 Α, τις ειδοποιήσεις τις έστελναν με ειδικό σώμα ταχυδρομικών, μέσα σε ειδικό φάκελο με φαρδιά μωβ ρίγα διαγωνίως και την ένδειξη, επίσης με μωβ μεγάλα, κεφαλαία γράμματα: ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ. Τη λέξη την πρότεινε ένας νεαρός επικοινωνιολόγος και θεωρήθηκε ιδιαιτέρως επιτυχής. Δεν συζητήθηκε καν οποιαδήποτε άλλη πρόταση. Στην αρχή του μέτρου οι ταχυδρομικοί διαμαρτυρήθηκαν, κανείς δεν ήθελε να το κάνει αλλά στο τέλος υποτάχτηκαν, σχηματίστηκε το ειδικό σώμα με μοναδικό αντικείμενο την επίδοση αυτών των φακέλων και σκόρπισαν τα μέλη του στα μεγάλα αστικά κέντρα –στις άλλες περιοχές, τα χωριά και τα δύσβατα σημεία, πήγαιναν με ειδικό όχημα. Τα πρώτα χρόνια η επίδοση ήταν προσωπική. Με τον καιρό αυτό ατόνησε. Οι ειδικοί ταχυδρόμοι άφηναν τα ειδοποιητήρια πάνω στο σωρό των άλλων επιστολών και των λογαριασμών.
Όσοι έπαιρναν την επιστολή, έπρεπε μέσα σε δυο 24ωρα να παρουσιαστούν στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής τους. Πολλοί προσπαθούσαν να ξεφύγουν, αλλά μάταια. Τους έβρισκαν όπου κι αν πήγαιναν. Υπήρχε ένα ευφυές, σύστημα συναγερμού και κινητοποίησης των αστυνομικών δυνάμεων, ένα προσεγμένο, μακιαβελικό σχέδιο έρευνας και επαναφοράς του ηλικιωμένου δραπέτη. Άλλωστε, το είπαμε, μεγάλο μέρος της κοινωνίας ήταν υπέρ της λύσης της ευεργεσίας.
Από το τμήμα εφοδιασμένοι με το φύλλο πορείας, είτε μόνοι τους, αν το ήθελαν, είτε με αστυνομικό αυτοκίνητο, το συνηθέστερο για να αποφευχθούν παρατράγουδα, τους πήγαιναν σε ειδικό κτίριο που είχε παραχωρήσει η Περιφέρεια στην πρωτεύουσα κάθε νομού. Το κτίριο δεν είχε παράθυρα –είχαν χτιστεί όλα τα ανοίγματα και φυλασσόταν από στρατιωτικά σώματα και εκπαιδευμένους αστυνομικούς, γιατί κατά καιρούς κάποιοι αγανακτισμένοι πολίτες επιχειρούσαν να εισβάλουν και να ελευθερώσουν τους γέροντες. Από κει και πέρα κανείς δεν ήξερε με ακρίβεια τίποτε. Πού τους πήγαιναν; Πώς τους θανάτωναν; Τίποτα, απολύτως τίποτα. Το μόνο που έλεγαν οι κυβερνήσεις ήταν πως «η θυσία των ηρώων αυτών, των ευεργετών της κοινωνίας, γίνονταν με τον πιο αρμόζοντα στον ανθρωπισμό και την ευγνωμοσύνη μιας δημοκρατικής και ευνομούμενης πολιτείας». Με τον καιρό, τα περισσότερα κεφάλια έσκυψαν, γιοι και κόρες, σύζυγοι, αδέλφια, φίλοι, κήδευαν ζωντανούς τους ανθρώπους τους εκείνα τα δυο 24ωρα μέχρι να παρουσιαστούν στο αστυνομικό τμήμα.
Τα χειρότερα δεν είχαν έρθει ακόμα. Γιατί και έτσι τα ελλείμματα δεν μειώνονταν, έπρεπε να βρεθούν νέες δραστικές λύσεις, για να σωθούν οι οικονομίες, να σταθεί στα πόδια του το τραπεζικό σύστημα με την προτεινόμενη από το ίδιο ικανοποιητική κερδοφορία.
Ο Χρήστος πήρε τα χρήματα από το συρτάρι και κατέβηκε να αγοράσει από το μικρό ψιλικατζίδικο της γειτονιάς τα τσιγάρα του Θανάση. Η Μαρία έμεινε μόνη. Έστρωσε πρόχειρα το τραπέζι και ανέβηκε επάνω να συμπαρασταθεί στους φίλους της. Ένα φίδι ωστόσο της δάγκωνε την ψυχή. Ανέβηκε τις σκάλες αργά, με κατεβασμένο το κεφάλι, ένιωθε μια παράξενη ενοχή να της μουδιάζει τα πόδια. Όχι, όχι η ενοχή του ζωντανού απέναντι στον ετοιμοθάνατο. Ήταν κάτι άλλο, πιο σκληρό και άρρητο, πιο θεμε-λιώδες και αγκαθερό. Στην πραγματική θλίψη της για το Θανάση, στη μεγάλη πίκρα που της έδινε η απώλεια του γείτονα και φίλου για τριάντα χρόνια ανακατεύτηκε μια ριπή άγριας χαράς.
Της άνοιξε η κόρη του Θανάση που στο μεταξύ είχε έρθει από τη Λάρισα. Αγκαλιάστηκαν με πόνο οι δυο γυναίκες –η κοιλιά της κοπέλας είχε μεγαλώσει ήταν στον τέταρτο μήνα. Το περίμενε ο Θανάσης με λαχτάρα το πρώτο εγγόνι. Η Μαρία ένιωσε πάλι το τσίμπημα, αυτή την ένοχη αίσθηση να της δαγκώνει την ψυχή. Ο Χρήστος θα ερχόταν σε λίγο, και ναι, αυτό ήταν, δεν ήταν αυτή στη θέση της Ανθούλας… Χαιρόταν που ήταν ο Θανάσης ευεργέτης και όχι ο Χρήστος της. «Πώς είμαστε, Θε μου, φτιαγμένοι οι άνθρωποι…» σκέφτηκε με ντροπή και συμπόνια. Πήρε τον καφέ που της πρόσφεραν και κάθισε κοντά στις άλλες γυναίκες. Η Ανθούλα κρατούσε το Θανάση αγκαλιά και δεν τον άφηνε να φύγει ούτε βήμα από κοντά της.
Χτύπησε η πόρτα και ήρθε ο Χρήστος. Βαστούσε την κούτα με τα τσιγάρα.
Πώς δεν το πρόσεξε η Μαρία το κατώχειλο που έτρεμε, το πανιασμένο πρόσωπο πώς δεν το είδε… Στη μέσα τσέπη του σακακιού είχε το φάκελο. Θα της τον έδειχνε το επόμενο πρωί. Ο ταχυδρόμος τον είχε προλάβει την ώρα που ερχόταν από το ψιλικατζίδικο με την κούτα στο χέρι. «Έρχομαι δεύτερη φορά σήμερα σ’ αυτή την πολυκατοικία» είπε. «Είναι σπάνιο αλλά όχι αδύνατο. Μας έστειλαν μια συμπληρωματική παρτίδα επιστολών στις δέκα το πρωί και βγήκαμε τώρα να τις μοιράσουμε. Δεν πάνε καλά τα πράγματα. Ανεβαίνει ο αριθμός των ευεργετών αυτό το μήνα». Ούτε που κατάλαβε ότι ο ηλικιωμένος κύριος που του έπαιρνε το γράμμα από το χέρι ήταν ο παραλήπτης ευεργέτης, o πολίτης με τον κωδικό αριθμό ΗΛ 4332. «Λένε πως θα κατεβάσουν ένα χρόνο την ηλικία της ευεργεσίας» συνέχισε ο ταχυδρόμος. «Από τα 69 πια» είπε, καλημέρισε και απομακρύνθηκε.
Το μόνο που πέρασε από το μυαλό του Χρήστου εκείνη την στιγμή ήταν πώς θα το έλεγε στη Μαρία…
Απρίλιος 2010-Αύγουστος 2011
Κρύβε λόγια, Μαρώ, μην ανοίξεις την όρεξη στο αδηφάγο για "εξορθολογισμό" και "εξοικονόμηση πόρων" σύστημα. Ανατριχιαστικό στην απλότητα της σύλληψης το μέτρο θα μπορούσε να ενθουσιάσει τους φανατικούς της "αναδιάρθρωσης" της κοινωνίας μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚοινωνικά στρατευμένο και καταγγελτικό το κείμενό σου, δεν παύει να διαθέτει την περιγραφική δεινότητα που χαρακτηρίζει το αφηγηματικό σου ύφος και στα αμιγώς λογοτεχνικά γραπτά σου, τα οποία πάντα αγαπούμε.
Kρίμα που δεν ζεί ο Σαραμάνγκου για να σε καμαρώσει.Παρόμοια ανατριχίλα αισθάνθηκα στο Περι Τυφλότητας του.Πόσος ζόφος με την μοναδική μαεστρία σου!Εύγε φιλενάδα.
ΑπάντησηΔιαγραφή