Από πολύ μικρό παιδί, τότε που όλοι έχουν λόγο στο μέλλον σου κι όλοι ξέρουν τι πρέπει «να γίνεις σαν θα μεγαλώσεις», ξεσήκωνε το νου μου το Παρίσι. Από πολύ νωρίς επίσης αγάπησα τη γαλλική γλώσσα, με τις σκιές της και τις μυστικές ανάσες της, τα ψιθυρίσματα, τους ακκισμούς, τους δαιδάλους και τις υποσχέσεις της. Διάβαζα λαίμαργα τον Μπαλζάκ από τα δώδεκα, χωρίς βεβαίως να καταλαβαίνω και πολλά πράγματα. Μου έφτανε η ιστορία που διηγούταν μαεστρικά, το κλίμα και οι αναφορές, όπου υπήρχαν, στο Παρίσι. Στην τηλεόραση –εκείνη την παλιά ασπρόμαυρη τηλεόραση των εποχών της τηλεοπτικής αθωότητας- έβλεπα αχόρταγα γαλλικές ταινίες, ενώ με προσοχή και συγκίνηση παρακολουθούσα όποιο ντοκιμαντέρ είχε να κάνει με τη Γαλλία, κι ακόμη πιο πολύ με το Παρίσι. Μεγαλώνοντας λίγο περισσότερο γνώρισα και το γαλλικό τραγούδι κι έγινε ο Μπρελ και η Πιαφ καθημερινή ανάγκη. Ήξερα, λοιπόν, βαθιά μέσα μου, πως ό,τι κι αν κάνω στη ζωή μου, κάποτε θα ζήσω και στο Παρίσι ή, αν ήταν βολετό, θα ζήσω τελικά στο Παρίσι. Γιατί αυτή η εμμονή δεν μπόρεσα ποτέ να το εξηγήσω. Κανείς στην οικογένεια ή στο φιλικό μας περιβάλλον δεν είχε πάρε δώσε με τη Γαλλία. Την αποδέχτηκα, όμως, και τη γλέντησα. Έγινε το όνειρο, το αποκούμπι μου, το στήριγμά μου στις δύσκολες ώρες της εφηβείας, στις απογοητεύσεις της πανεπιστημιακής παιδείας –φοίτησα στο Φιλοσοφικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής της Αθήνας από το 1981 ως το 1985- , στις πολιτικές λαχτάρες, στα ερωτικά σκιρτήματα. «Όταν θα πάω στο Παρίσι», έλεγα με βεβαιότητα μέσα μου και ησύχαζε η ψυχή μου.
Κατέβηκα από το αεροπλάνο αργά το βράδυ. Ήταν μια από τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου, έκανε μια ελαφριά ψυχρούλα και ο ουρανός ήταν λίγο πιο σκοτεινός απ’ ό,τι τον περίμενα. Πήρα ένα ταξί και έδωσα τη διεύθυνση – «οδός 19ης Μαρτίου 1962, στο Ιβρύ σιρ Σέν, παρακαλώ». «Ξέρετε τι σημαίνει η ημερομηνία;», με ρώτησε ευγενικά ο μελαμψός οδηγός σε άψογα γαλλικά αλλά με αραβική προφορά, που την αναγνώρισα από τις ταινίες. Φαινόταν να έχει όρεξη για κουβέντα. «Η απελευθέρωση της Αλγερίας», του είπα. Ο οδηγός θαύμασε τις γνώσεις μου και εγώ ένιωσα πολύ ωραία. Η ζωή στο Παρίσι ξεκινούσε καλά. `A nous deux, θα μπορούσα να είχα πει, όπως ο ήρωας του Μπαλζάκ, αλλά δεν το είπα ούτε καν το σκέφτηκα.
Δεν χρειάστηκε χρόνος προσαρμογής. Από την επόμενη μέρα ένιωθα πως ήξερα πολύ καλά την πόλη και πάντως κινιόμουνα με εξαιρετική άνεση. Η συγκάτοικός μου, άλλωστε, είχε την καλοσύνη να με ενημερώσει πολύ μεθοδικά για τα πρακτικά της παρισινής ζωής και μέχρι να τακτοποιήσω τις λεπτομέρειες της εγγραφής μου στο Πανεπιστήμιο –είχα απιστήσει στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, που ήταν ο αρχικός στόχος μου και είχα αποφασίσει να ασχοληθώ με την σημειολογία, που τότε ήταν πολύ της μόδας- μέχρι, λοιπόν, να τακτοποιήσω την εγγραφή και να αρχίσω μαθήματα, τριγύριζα μαγεμένη στο Παρίσι.
Μέσα στους δυο πρώτους μήνες είχα μάθει σχεδόν την πόλη. Ήξερα πού βρίσκονται οι μεγάλες σχολές –αν και είχα επιλέξει το Jussieu, το Paris 7 δηλαδή, ωστόσο η μεσαιωνική Σορβόνη στο Οντεόν, με την αίγλη και το βάρος του ονόματός της με συγκινούσε πολύ. Άλλωστε στην Πλας ντε λα Σορμπόν βρίσκονταν δυο από τα πιο αγαπημένα μου βιβλιοπωλεία: το περίφημο P.U.F. (Presses Universitaires de France) και η αγαπημένη μου Librairie Vrin με τις ωραίες εκδόσεις φιλοσοφικών έργων από την αρχαιότητα ως την σύγχρονη εποχή (Μεγάλη στενοχώρια πήρα, όταν, γυρνώντας οριστικά το ‘90 στην Αθήνα, ανακάλυψα πως είχα χάσει μια καταπληκτική δίγλωσση έκδοση της Ηθικής του Σπινόζα, που δεν μπόρεσα πλέον να αποκαταστήσω στη βιβλιοθήκη μου). Ήξερα επίσης τα ιστορικά καφενεία, τις μεγάλες πλατείες, τις γοτθικές και ρωμανικές εκκλησίες, τα βιβλιοπωλεία, τα ζαχαροπλαστεία, γωνιές με ενδιαφέροντα –τουλάχιστον για τη δική μου αισθητική- κτίρια, τα θέατρα, τα μουσεία –αυτά κυρίως, που τα επισκεπτόμουν με λύσσα, λες και από αυτές τις επισκέψεις εξαρτιόταν η ζωή μου η ίδια… Ήξερα τις απαγορευμένες γειτονιές και τις επικίνδυνες και ήταν μια πρόκληση ζωτική να τις περπατάω αργά το βράδυ με την αλαζονεία της άγνοιας των κινδύνων, που μόνο στη νεότητα επιτρέπεται. Ήμουν 22 χρόνων. Δεν μπορούσε τίποτε να μου κάνει κακό, πίστευα.
Ναι, μέσα στους δύο πρώτους μήνες είχα μάθει σχεδόν την πόλη. Πάντως την ήξερα καλύτερα από την Αθήνα, στην οποία είχα γεννηθεί και μεγαλώσει και σίγουρα μπορούσα να επιβιώσω καλύτερα στο Παρίσι, όπου έμαθα ό,τι συνήθως οι Έλληνες γονείς αποφεύγουν να διδάξουν στα παιδιά τους, την πρακτική ζωή: να καθαρίζω το σπίτι μου, να ψωνίζω την τροφή μου, να μαγειρεύω, να πλένω τα ρούχα μου, να αγοράζω λίγα και χρήσιμα ρούχα και υποδήματα, να δίνω προτεραιότητα στην αγορά βιβλίων που είχα ανάγκη και κατόπιν να παίρνω εκείνα που επιθυμούσα, ιδίως τα ακριβά βιβλία για την ζωγραφική, να πληρώνω τους λογαριασμούς στην ώρα τους, δηλαδή να ιεραρχώ τις ανάγκες μου και να ξέρω πως η όποια σπατάλη επέτρεπα στον εαυτό μου –και επέτρεπα αρκετές- είχε αντίκτυπο σε άλλες πλευρές της ζωής και έπρεπε να κόψω το λαιμό μου για να τις ισορροπήσω. Μεγάλα κέρδη και μαθήματα σπουδαία.
Και δεν χόρταινα το ποτάμι. Ο Σηκουανας είχε γίνει το κέντρο της ζωής μου. Περπατούσα χιλιόμετρα παρακολουθώντας την σακατεμένη πορεία της κοίτης του, από την Πον Σεν Μισέλ, που έβγαζε στο Καρτιέ Λατέν, το κέντρο της φοιτητικής ζωής, και τον κοντινό Σαιν Ζερμέν ντε Πρε ως τις εργατικές περιοχές της βιομηχανικής ζώνης. από το Παρίσι του ονείρου, της ξεγνοιασιάς, του έρωτα και της διανόησης έφτανα μακριά στις περίφημες «νέες πόλεις», μουντές, σκληρές και άγριες. Ανέβαινα και κατέβαινα τις γέφυρες, τις διέσχιζα με λαχτάρα, έγερνα από την κουπαστή τους και χάζευα με τις ώρες τα νερά του ποταμιού, σκούρα, βαριά νερά, άλλοτε ράθυμα κι άλλοτε απειλητικά, ζωντανά, τρομαχτικά και αγαπημένα. Οι γέφυρες του Σηκουάνα, κάθε μια και η ιστορία της κι όλες μαζί η ιστορία της πόλης, των κατοίκων της η ιστορία, ο καθένας με τη ζωή του, τις πληγές και τα λάθη του. Ανάμεσά τους η πιο αγαπημένη μου ήταν η Πον Μαρί, με την Εστία των Καλλιτεχνών στην μια άκρη της. Δεν ξέρω γιατί αυτήν επέλεξα να αγαπήσω τόσο, δεν είναι η ομορφότερη, όμως την προτιμούσα από τις άλλες και τώρα ακόμη στις αραιές και σύντομες συνήθως επισκέψεις μου στο Παρίσι τρέχω να τη δω –έστω κι αν αλλαγμένη αρκετά πια, δεν μου θυμίζει και πολλά από ‘κείνα τα χρόνια. Τότε πάντως, καθώς ήταν σχετικά κοντά στο Πανεπιστήμιο όπου φοιτούσα, δεν έχανα την ευκαιρία να την επισκέπτομαι και πολλές φορές, όταν δεν έβρεχε, άνοιγα τον Καβάφη, που είχα πάντα στην τσάντα μου και τα τέσσερα χρόνια που έζησα στο Παρίσι, και διάβαζα ένα δυο ποιήματα στην τύχη, ακουμπισμένη στην κουπαστή, με τον θόρυβο των νερών να τεντώνει τις αισθήσεις και να πλαταίνει το νου. Ένα σούρουπο μάλιστα ανακάλυψα με τρελή χαρά πως κάποιος είχε χαράξει πάνω στην κουπαστή μια άτεχνη καρδιά και είχε γράψει μέσα της «J’ aime la vie» με κεφαλαία γράμματα. Δεν χώρεσε όλη η φράση μέσα στην καρδιά, βγήκε έξω –ένα τραινάκι από γράμματα που πήγαινε, όλο πήγαινε στο άπειρο, ένα τραινάκι που ξεκινούσε από μια ξέχειλη καρδιά και πήγαινε χορεύοντας και διαλαλώντας το ταξίδι του πέρα από τα σύνορα του λόγου στη χώρα του αρρήτου.
Πολύ γρήγορα ήρθα σε επαφή με τους συντρόφους του Ρήγα Φεραίου και του ΚΚΕ εσ. –τότε το κόμμα ήταν ενιαίο και στο Παρίσι είχε μεγάλη δύναμη. Καλύτερα να πω τότε το κόμμα υπήρχε, και να μη συνεχίσω, γιατί μάλλον θα βγω από το θέμα μου. Ολομέλειες σε καφέ περί την Σορβόνη, εκδηλώσεις συνήθως στο «Ελληνικό Σπίτι» της Cite, με διαλέξεις στελεχών του χώρου εκείνης της εποχής, που κατέληγαν σε θορυβώδεις αν όχι θυελλώδεις συζητήσεις, συνέχεια αυτών των εκδηλώσεων σε εστιατόρια ή καφενεία, όπου οι συζητήσεις συνεχίζονταν με μικρότερη ένταση αλλά μάλλον μεγαλύτερο ενδιαφέρον –οι Έλληνες έχουμε μια παράδοση στα συμπόσια. Βεβαίως, όλοι κουβαλάγαμε την προίκα των μελετών μας και θέλαμε να την εκθέσουμε στα –έκπληκτα και θαμπωμένα, ελπίζαμε, πλην ματαίως- μάτια των συνομιλητών μας, όλοι επιθυμούσαμε να αποδείξουμε το μέγεθος των γνώσεών μας, την πρωτοτυπία της σκέψης μας, των επιχειρημάτων μας την κομψότητα, μ’ ένα λόγο να εντυπωσιάσουμε τον περίγυρο. Το ‘χω πει πολλές φορές και θα το λέω όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσα έμαθα στις καφετέριες και τις ταβέρνες, στην Αθήνα και το Παρίσι, δεν τα έμαθα σε κανένα πανεπιστημιακό έδρανο κι ένα μεγάλο μέρος της κουλτούρας μου εδώ το χρωστάω και γι’ αυτό τα τιμώ τα μέρη αυτά και τα αναφέρω με σεβασμό μεγάλο. Κι όταν μου λένε πως ήταν χαμένος χρόνος, γελώ. Αυτοί που το λένε, μάλλον έχασαν σημαντικό μέρος από το μεγάλο γλέντι του πνεύματος.
Φυσικά μια βασική μας μέριμνα ήταν η παρουσία του «Δημοκρατικού Αγώνα» στο Σύλλογο των Φοιτητών του Παρισιού, η προετοιμασία των εκλογών, στις οποίες παίρναμε πάντα την πρώτη ή μια από τις πρώτες θέσεις, οι συγκρούσεις με τις άλλες φοιτητικές παρατάξεις, εκείνο το «εμείς εκτιμάμε…» που πήγαινε κι ερχότανε… Πόσο «εμείς» ήτανε, αυτό τώρα ήτανε αλλουνού παπά ευαγγέλιο, αφού τις περισσότερες φορές αυτοσχεδιάζαμε και κρύβαμε την προσωπική άποψη κάτω από το πρώτο πληθυντικό –πού να φτάσει έγκαιρα η γραμμή στο Παρίσι, εδώ στην Ελλάδα δεν είχαμε καλά-καλά γραμμή, καθένας μας και μια προσωπική φράξια σ’ αυτό το κόμμα, να προσαρμόσουμε την πραγματικότητα στη θεωρία και όχι το αντίθετο. Άλλωστε αργότερα (;) ένα μέρος αυτού του χώρου συνειδητοποίησε πόσο γλυκιά είναι η εξουσία και γλίστρησε μαλακά αλλά με συνέπεια προς μια πολιτική που έχει ως στόχο της την συνδιαχείριση. Μάλιστα πληθώρα στελεχών του έφτασαν να εγκαταλείψουν με επιχειρήματα γεμάτα σοβαροφανές χιούμορ τον χώρο και εγκαταστάθηκαν με ελπίδες (πλην φρούδες) στο αφερέγγυο και τραυματικό για την αριστερά κόμμα του ΠΑΣΟΚ.
Ας είναι. Από τα πολλά που θυμάμαι από τα χρόνια του Παρισιού, μια ανάμνηση έχει για μένα ιδιαίτερη αξία. Την κουβαλάω μέσα μου ως πολύτιμη πολιτική εμπειρία και την έχω ως μέτρο σύγκρισης. Το Νοέμβριο του 1986, μόλις είχαν ξεκινήσει τα μαθήματα, ξέσπασαν για τα καλά οι αντιδράσεις στο νόμο Ντεβακέ. Ήταν η περίοδος της περίφημης «συγκατοίκησης», της «cohabitation». Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο σοσιαλιστής Φρανσουά Μιτεράν και πρωθυπουργός ο δεξιός Ζακ Σιράκ, ο σημερινός Πρόεδρος της Γαλλίας. Τα πράγματα δεν ήταν εύκολα, το μίγμα ήταν εύφλεκτο. Η δεξιά κυβέρνηση από νωρίς έδειξε τις πραγματικές διαθέσεις της: στο στόχαστρό της μπήκαν γρήγορα κατακτήσεις των εργαζομένων αλλά, εννοείται, η γαλλική κοινωνία δεν ήταν διατεθειμένη να το επιτρέψει. Άρχισαν, λοιπόν, μεγάλες αγωνιστικές κινητοποιήσεις για να αποτρέψουν την εφαρμογή νομοσχεδίων που ζητούσαν την άρση κοινωνικών παροχών. Το Πανεπιστήμιο ήταν ένας από τους πρώτους στόχους, ως είναι φυσικό.
Πολλά έλεγε ο νόμος Ντεβακέ αλλά τρία ήταν τα βασικά σημεία του που ξεσήκωσαν την πανεπιστημιακή κοινότητα. Γάλλοι και ξένοι φοιτητές πλήρωναν ένα μικρό ποσό κάθε χρόνο για την εγγραφή στη Σχολή, όπου φοιτούσαν, και ένα ακόμη επίσης μικρό ποσό για να έχουν ασφάλιση και παροχές υγείας (που, για τα χρόνια που μιλάμε, ήταν σχεδόν άριστες). Το ποσό ήταν καθορισμένο και, ακόμα κι αν κάποιοι γκρίνιαζαν, πάντως δεν ήταν δύσκολο να το συγκεντρώσεις και να το πληρώσεις. Ο νόμος Ντεβακέ απελευθέρωνε το ποσό εγγραφής, κάθε Πανεπιστήμιο μπορούσε να καθορίζει το ύψος του ποσού αυτού περίπου αυθαίρετα, αν και έμπαινε ένα προς τα πάνω όριο, αρκετά υψηλό πάντως, σε πανγαλλική κλίμακα.
Η οικονομική ενίσχυση των Πανεπιστημίων και της έρευνας αποτελούσε και αποτελεί πάντοτε πονοκέφαλο για τις κυβερνήσεις. Γιατί να αποτελεί εξαίρεση η Γαλλία, παρά το παρελθόν της; Άλλωστε στο οικονομικό μοντέλο που πρέσβευε η κυβέρνηση Σιράκ -τα γνωστά μας φιλελεύθερη οικονομία και κυριαρχία της αγοράς- η πανεπιστημιακή παιδεία όφειλε να υποτάξει την ορμή και τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα στις ανάγκες της αγοράς. Γνωστά πράγματα πλέον και στα καθ’ ημάς και πολλαπλώς αναλυμένες οι συνέπειές τους από νηφάλιους ή δογματικούς ερευνητές και το φοιτητικό κίνημα, που τα δυο τρία τελευταία χρόνια μοιάζει να βγαίνει από το λήθαργό του. Εδώ ήταν, λοιπόν, το δεύτερο σημείο: Ο νόμος Ντεβακέ όχι μόνο επέτρεπε στην αγορά να καθορίζει τα ερευνητικά πεδία ανάλογα με τις ανάγκες της, αλλά και να ελέγχει τον αριθμό των εισακτέων ανά Σχολή. Ειδικότητες «πολυτελείας» ή «επικίνδυνες», ιδίως από τον χώρο των θεωρητικών επιστημών, ήταν φανερό πως θα υποβιβάζονταν και θα προτάσσονταν όσες εξυπηρετούσαν τις επιχειρήσεις. Η χρηματοδότηση των ερευνών θα μπορούσε να γίνεται απευθείας από τις επιχειρήσεις και, άρα, αυτές θα καθόριζαν ποιοι τομείς θα χρηματοδοτούνταν και ποιοι κατ’ επέκταση θα συρρικνώνονταν. Ήταν ένα είδος αμερικανοποίησης των ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων. Ούτε ο τρόπος με τον οποίο έγινε ούτε η εποχή το σήκωναν. Αργότερα άλλαξαν τα πράγματα για τα Πανεπιστήμια και τα Πολυτεχνεία της Ευρώπης.
Τέλος, ο νόμος αύξαινε τις δικαιοδοσίες και τα δικαιώματα των πρώτων βαθμίδων του καθηγητικού κόσμου και περιόριζε τη δύναμη των μεσαίων και κατώτερων στελεχών, που αποτελούσαν το βαρύ πυροβολικό της έρευνας. Καλά τα μεγάλα ονόματα, αλλά πίσω τους και δίπλα τους κινείται ένας μεγάλος αριθμός ικανότατων ερευνητών και δασκάλων, που προάγουν την έρευνα και τη διδασκαλία και αυτοί είναι ουσιαστικά το Πανεπιστήμιο. Ας δοκιμάσει ο οποιοσδήποτε μέγας επιστήμονας να δουλέψει τα πειράματά του χωρίς τεχνικούς εργαστηρίων και βοηθούς και συζητάμε το αποτέλεσμα. Τα ίδια και με τη διδασκαλία.
Τα Πανεπιστήμια βγήκαν στους δρόμους. Τι γλέντι ήταν αυτό! Τι θυελλώδεις συνεδριάσεις των αμφιθεάτρων, τι διαδηλώσεις συγκλονιστικές! Τα γαλλικά μου ήταν πολύ μέτρια και παρακολουθούσα με δυσκολία την ανταλλαγή των επιχειρημάτων –να ‘ναι καλά κάποιοι Έλληνες φίλοι και μερικοί σύντροφοι συμφοιτητές στο ίδιο Πανεπιστήμιο που μου έλυναν απορίες. Παρακολουθούσα μανιωδώς τις εφημερίδες, που τα εκτενή άρθρα τους με βοηθούσαν να καταλάβω τι γινόταν. Αλλά εκείνο που μετρούσε περισσότερο ήταν η ατμόσφαιρα, οι μυστικοί αέρηδες που φυσούν τις ψυχές και πάνε πέρα από τις λέξεις, φτιάχνουν νέες γλώσσες που τις μιλούν με ευκολία τα κορμιά και οι ψυχές αυτών που βαδίζουν στο δρόμο μαζί. Ξαφνικά τότε αλλάζει η αντίληψη των διαστάσεων, του χρόνου η αντίληψη αλλάζει. Αυτό το πλήθος που διαδηλώνει αποκαθιστά μια αρχέγονη ενότητα, γίνεται ο καθένας μέρος αναπόσπαστο, οργανικό μέρος, αν και αυτόνομο, ενός μοναδικού πλάσματος που δημιουργήθηκε πολιτικά και μαγικά από το «εμείς» εκείνης της στιγμής. Είναι το κάθε φορά «εμείς».
Χιόνι έξω, κρύο τσουχτερό κι εμείς στους δρόμους. Η μια κινητοποίηση πίσω από την άλλη, η μια διαδήλωση πίσω από την άλλη. Και κάθε φορά φούσκωνε και πιο πολύ το ποτάμι. Κάθε φορά η πορεία ήταν μεγαλύτερη και πιο δυναμική. Χιλιάδες, πολλές, πολλές χιλιάδες νέοι άνθρωποι στους δρόμους –έρχονταν ενισχύσεις και από την επαρχία- άλλοι φοιτητές, άλλοι μαθητές, άλλοι εργαζόμενοι –τα συνδικάτα κατέβαιναν με πολυπληθή μπλοκ- και πολλοί ξένοι, κι έπειτα κι άλλοι πολλοί ακόμα, μεγαλύτεροι σε ηλικίες με νεανικές ψυχές, με διάθεση και πάθος και απίστευτο κέφι. Παρέες-παρέες ή και μοναχικοί –ποιος είναι μοναχός, όμως, σε τέτοιες ώρες;- ομάδες με κοινά πολιτικά «πιστεύω», κόμματα της αριστεράς –σοσιαλιστές, κομμουνιστές του P.C., τροτσκιστές, όλες οι αποχρώσεις κατά μόνας ή σε ποικίλες συμμαχίες- ανένταχτοι, αναρχικοί, πολιτικά και κοινωνικά κινήματα κάθε είδους, σύλλογοι Πανεπιστημίων και εργαζομένων, σύλλογοι ξένων –οι Έλληνες ανάμεσά τους με πολυάριθμη συμμετοχή… Με ωραία πανώ, άλλα πρόχειρα φτιαγμένα στο χέρι και άλλα τυπωμένα με προσοχή, όλα με φαντασία και χιούμορ.
Βούιζε το ποτάμι βαδίζοντας αργά. Βούιζε και τραγουδούσε. Όχι απαραίτητα επαναστατικά τραγούδια ή, έστω, πολιτικά τραγούδια. Τραγουδούσε ακόμα και χαριτωμένα τραγουδάκια της μόδας. Και χόρευε. Χόρευε και γελούσε. Ακόμα θυμάμαι με θαυμασμό τις Αντιλλέζες φοιτήτριες με τις χορτάρινες φούστες και τον μικρό στηθόδεσμο να δίνουν ρεσιτάλ χορού ανοίγοντας σχεδόν μια από τις πορείες, ενώ το χιόνι έφτανε αρκετούς πόντους πάνω από το έδαφος. τους ξυλοπόδαρους και ανθρώπους αστείες μάσκες, που έδιναν ολόκληρες παραστάσεις, στροβιλίζονταν ανάμεσα στο πλήθος, τα έξυπνα χάπενινκς που ενθουσίαζαν τους διαδηλωτές…
Ήταν πορείες γελαστές και με συνθήματα που δεν μετρούσαν τα λόγια τους, σκληρά συνθήματα ποτισμένα οργή, αποφασιστικότητα και χιούμορ. Αυτό ήταν που με εντυπωσίαζε κυρίως. αλλιώς τις ξέραμε στην Ελλάδα τις πορείες –με μια σοβαρότητα, ας μην παρεξηγηθώ, όταν την ονομάσω σταλινική- ακόμα κι εμείς της ανανεωτικής αριστεράς. Κόσμια ήταν τα συνθήματά μας, λίγο στερημένα και άτολμα, έτσι μου φαίνονταν πια –για τότε μιλάω πάντα. Πού να συγκριθούν με συνθήματα σαν αυτά: «Pasqua, salaud, le people aura ta peau» ή «Devaquet, si ta mere a connu l’ avortement»… Ας είναι. Πέρασαν χρόνια για να καταλάβω πως ο χαβαλές μπορεί να αποβεί εξίσου πολιτικός και πως εξέγερση, χωρίς χαβαλέ, χωρίς χαρά, δεν γίνεται, κι αν γίνει, καλύτερα να μη γινότανε και να τη φοβόμαστε.
Βέβαια όλα τούτα δεν συνέβαιναν έτσι απλά: Συγκέντρωση, λόγοι, πορεία, καυστικά συνθήματα και πανώ, φωνές, διαμαρτυρίες, στάσεις έξω από Υπουργεία με απειλητικά υψωμένες γροθιές… και μετά διαλυόμαστε και πηγαίνουμε σπίτι μας για να προετοιμαστούμε για την επόμενη. Η κυβέρνηση φαινόταν να έχει χάσει την ψυχραιμία της, δεν περίμενε μάλλον τόσο μαζικές αντιδράσεις –δεν ήταν μόνο το Παρίσι σε αναβρασμό αλλά ολόκληρη η Γαλλία. Οι εφημερίδες μιλούσαν για νέο Μάη του ‘68 (καλά, αυτό είναι μια ευκολία των εφημερίδων, όπου βλέπουν νεανικά κινήματα να θυμούνται τον Μάη του ’68. Και με τις πρόσφατες κινητοποιήσεις των Ελλήνων φοιτητών τα ίδια δεν έγραφαν και οι δικές μας φυλλάδες;). Οι μονάδες καταστολής ήταν επίσης στους δρόμους, με πλήρη εξάρτυση και την άδεια, για να μην πω την εντολή, να χτυπάνε αλύπητα. Πολλές φορές χρειάστηκε να παίξουμε κυνηγητό στους δρόμους και τα στενά του Παρισιού για να γλιτώσουμε τις ματρακιές (από τη λέξη matraque, που είναι το γκλομπ στα γαλλικά) ή και τη σύλληψη. Οι Έλληνες ως «sujets europeens», υπήκοοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης δηλαδή –ιδίως όταν είχαμε και νέο διαβατήριο, το κόκκινο, το ευρωπαϊκό- κινδυνεύαμε λιγότερο ακόμα κι αν –όντας φοιτητές βεβαίως- δεν είχαμε κάρτα παραμονής. Δεν συνέβαινε το ίδιο, όμως, με φίλους μας από χώρες εκτός Ένωσης και πολύ περισσότερο με φίλους μας από την Αφρική και την Ασία, που ήταν σκουρόχρωμοι ή μαύροι. Τότε, πάντως, κατάλαβα πως όλες εκείνες οι ατέλειωτες βόλτες μέσα στην πόλη μου χρησίμεψαν και για λόγους πρακτικούς τέτοιου τύπου και μου έδινα συγχαρητήρια που ήξερα τόσο καλά το Παρίσι, ώστε να διαφεύγω τον κίνδυνο.
Τα CRS, τα γαλλικά ΜΑΤ, πόρρω απείχαν από τα δικά μας, τουλάχιστον της τότε εποχής, γιατί και οι δικοί μας τώρα έχουν εξελιχτεί πολύ, έχουν κάνει μεταπτυχιακά στη βία με καθηγητές αριστείς του είδους από το εξωτερικό. Η εκπαίδευσή των CRS ήταν, να το πω, επιστημονική, ο τρόπος δράσης τους υπάκουε σε καλά προετοιμασμένα σχέδια. Δεν έπεφταν απλώς πάνω στους διαδηλωτές και πού σε πονεί και πού σε σφάζει… Σχεδόν στρατιωτικά σώματα με δυνατό εξοπλισμό και μηχανική υποστήριξη από μικρά ευέλικτα θωρακισμένα οχήματα, που μόνο στη λειτουργία θύμιζαν τις δικές μας πρωτόγονες «αύρες». Θυμάμαι μια σύγκρουση στην Πλας ντ’ Ιταλί, όπου υπήρχε καζέρνα με χώρο στάθμευσης αυτών των οχημάτων, που λίγο διέφερε από μάχη σε πόλεμο. Έπειτα ήταν κι όλα τα χημικά που χρησιμοποιούσαν: δακρυγόνα, καπνογόνα και διάφορα άλλα που σου έκοβαν την ανάσα, έκαναν τα μάτια να καίνε, τους βλεννογόνους να στεγνώνουν οδυνηρά και σου έφερναν έναν επίμονο πονοκέφαλο για μέρες. Μετά από κάθε πορεία, ακόμα και από τις πιο ειρηνικές, οι συγκρούσεις ήταν σφοδρές. Αλλά, παρ’ όλ’ αυτά, το κίνημα δεν λύγιζε, οι Γάλλοι ήταν αποφασισμένοι να μην αφήσουν το νόμο να εφαρμοστεί κι εγώ ήξερα πια πως δεν είχα κάνει λάθος: ήμουν στη χώρα που έπρεπε να είμαι, είχα σωστά επιλέξει.
Στις αρχές του Δεκέμβρη τα πράγματα είχαν σκληρύνει. Οι διαδηλώσεις γίνονταν όλο και πολυπληθέστερες. Οι αφίσες που καλούσαν στις manif. έμεναν διαρκώς κολλημένες στους τοίχους και απλώς άλλαζαν ημερομηνία, άλλωστε δεν χρειάζονταν και ιδιαίτερες ειδοποιήσεις. Οι περισσότεροι φοιτητές ήταν στους δρόμους και τα Πανεπιστήμια, πολλά τμήματα τελούσαν σε ένα είδος κατάληψης και τα περισσότερα μαθήματα αναβάλλονταν. Στις 6 Δεκεμβρίου οργανώθηκε μια ακόμη διαδήλωση. Ήταν ειρηνική. Δυναμική αλλά ειρηνική. Θυμάμαι ήταν από τις πιο ήσυχες κινητοποιήσεις της περιόδου. Τουλάχιστον έτσι μας φάνηκε. Στο τέλος της πορείας, οι φοιτητές μπήκαν στην Σορβόννη και την κατέλαβαν. Η ενέργειά τους ήταν περισσότερο συμβολική. Οι δυνάμεις καταστολής κινήθηκαν γρήγορα. Άρχισαν συγκρούσεις, η περιοχή γύρω από το Πανεπιστήμιο γέμισε αστυνομία, CRS, και δακρυγόνα. Μετά από αρκετές ώρες οι φοιτητές αναγκάστηκαν να αδειάσουν τα κτίρια της Σορβόννης και να αποχωρήσουν. Μια μεγάλη ομάδα, όμως, υποχώρησε προς την Μεσιέ Λε Πρενς και έστησε οδοφράγματα στη συμβολή της με την Βοζιράρ –δυο από τους βασικούς δρόμους της Σορβόνης και της φοιτητικής γειτονιάς.
Η αντίδραση της αστυνομίας ήταν άμεση. Την δουλειά ανέλαβε ένα ειδικό σώμα μοτοσυκλετιστών. Ήταν επικίνδυνοι και ανεξέλεγκτοι και είχαν κατηγορηθεί και στο παρελθόν για υπερβολική και αλόγιστη χρήση βίας. Ανέβαιναν στις μηχανές ανά δύο. Ο ένας οδηγούσε και ο άλλος ήταν οπλισμένος με ένα δυνατό γκλομπ –την matraque, που λέγαμε πριν. Βασική δουλειά τους ήταν να «καθαρίζουν» τους δρόμους μετά τις διαδηλώσεις. Αυτούς τους φοβόμασταν. Ξεχύνονταν πάνω στους διαδηλωτές και χτυπούσαν με δύναμη. Οι οδηγοί ήταν πολύ καλοί, ήξεραν να ελίσσονται εξαιρετικά, έκαναν κυριολεκτικά ακροβατικά με τις μηχανές κι ο άλλος πίσω χτυπούσε με την ησυχία του, αριστοτεχνικά, ακριβώς στο σημείο που υπολόγιζε ότι θα διαλύσει μια ομάδα ή θα ανοίξει το δρόμο για τη σύλληψη κάποιων διαδηλωτών, χωρίς να νοιάζεται για την σοβαρότητα των τραυμάτων που προκαλούσε.
Το Καρτιέ όλη νύχτα μετατράπηκε σε κόλαση. Φωτιές, δακρυγόνα, φωνές, κυνηγητά, κλούβες που περίμεναν και γέμιζαν γρήγορα, συλλήψεις, κάθε είδους βιαιότητες απέναντι στους φοιτητές, που απαντούσαν όπως μπορούσαν και βεβαίως πολλές υλικές ζημιές. Και τραυματίες φυσικά. Και ένας νεκρός.
Ο Μαλίκ Ουσεκίν ήταν λίγο παραπάνω από είκοσι χρόνων. Δεν μετείχε στα γεγονότα. Απλώς βρέθηκε στο Καρτιέ Λατέν εκείνη τη νύχτα. Και ήταν μελαμψός. Ίσως το λάθος του δεν ήταν ότι βρέθηκε εκεί όσο το ότι ήταν νέος και μελαμψός. Κυρίως το δεύτερο. Ήταν μεσάνυχτα. Ο νεαρός βγήκε από ένα τζαζ κλαμπ και άρχισε να τρέχει για να αποφύγει τις φασαρίες. Μια μοτοσικλέτα τον εντόπισε, κανείς δεν μπήκε στον κόπο να τον ρωτήσει ποιος ήταν, τι έκανε εκεί τέτοια ώρα, αν μετείχε στις διαδηλώσεις, αν στήριζε τα φοιτητικά αιτήματα, αν τον ενδιέφεραν έστω αυτά που συνέβαιναν… Τίποτε. Τον είδαν. Ήταν νέος, «μια αραβόφατσα», βάδιζε γρήγορα, έπρεπε να πληρώσει. Και τον κυνήγησαν. Τρέχοντας, διασταυρώθηκε με ένα μεσήλικα κάτοικο της περιοχής, που επέστρεφε στο σπίτι του. Αυτός υπήρξε ο αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, απ’ αυτόν ξέρουμε τις λεπτομέρειες. Ο άντρας άνοιξε την πόρτα και κάλεσε τον κυνηγημένο να κρυφτεί στην είσοδο του σπιτιού του. Ο Μαλίκ έμεινε εκεί για λίγη ώρα και έπειτα, πιστεύοντας προφανώς πως ο κίνδυνος είχε περάσει, πως είχαν τραβήξει για αλλού οι αστυνομικοί, βγήκε με προσοχή για να συνεχίσει το δρόμο προς το σπίτι του. Λάθος του. Δεν είχε υπολογίσει καλά το μίσος. Τον περίμεναν απέξω, τον παραμόνευαν υπομονετικά στο σκοτάδι και χύθηκαν απάνω του με λύσσα. Τον χτυπούσαν ενώ είχε πέσει κάτω, τον κλωτσούσαν στην κοιλιά και την πλάτη, είπε ο μάρτυρας. Τον άφησαν έπειτα από ώρα σε άθλια κατάσταση. Ήρθε ασθενοφόρο και τον παρέλαβε, του έδωσαν τις πρώτες βοήθειες. Αλλά ήταν πια αργά. Πέθανε λίγες ώρες αργότερα στο νοσοκομείο Κοσέν.
Έρχονταν από παντού. Έβγαιναν συν δυο τρεις από τις εξόδους των σταθμών του μετρό, κατέβαιναν με παγωμένα πρόσωπα από λεωφορεία, έρχονταν οργανωμένοι σε μικρές ή και μεγαλύτερες ομάδες, μικρές πορείες από τα κοντινά Πανεπιστήμια… Έρχονταν… Τα πρόσωπα σφιγμένα, τα χέρια σε γροθιά… Έρχονταν και ενώνονταν με τους άλλους, βλέμματα σκληρά κι απορημένα, το σάλιο κατέβαινε με θόρυβο στα λαρύγγια, κάποιοι ήταν βουρκωμένοι… Γύρω από τους συγκεντρωμένους μια άλως οργής. Η πορεία για το φόνο του παιδιού….
Είχε σχεδόν σουρουπώσει όταν ξεκινήσαμε –σουρουπώνει νωρίς στο Παρίσι το χειμώνα, μερικές φορές νομίζεις πως κάποιος έκλεψε τη μέρα, αλλά το ξεχνάς γρήγορα, γιατί η πόλη μέσα στο θολό φως του σούρουπου παίρνει μια μυστηριακή ομορφιά, έχει μια υποσχετική γοητεία που ξυπνά μέσα σου χυμούς ζωής θορυβώδεις και απαιτητικούς… Είχε αρχίσει να σουρουπώνει, όταν ξεκινήσαμε. Βαδίζαμε αργά. Λιγοστά πανώ είχαν ανοιχτεί, κάποια πλακάτ με σκληρά συνθήματα ξεχώριζαν πάνω από τους ώμους των πορευομένων. Βαδίζαμε αργά, σκεφτικοί, οργισμένοι… Μια λέξη μονάχα έβγαινε από τα στόματα: Assassins! Δολοφόνοι! Τόσο απλά. Οι φωνές έσκιζαν τον ουρανό, συντονίζονταν η μια με την άλλη, σχεδόν ακουγόταν μία μόνο φωνή, δυνατή, πολύ δυνατή, που με σπαραγμό και αποφασιστικότητα δήλωνε πως δεν το δέχεται. Assassins! Που ήθελε να πει: Το ξέρουμε, δεν μπορείτε να κρυφτείτε. Ό,τι κι αν πουν οι ιατροδικαστικές εκθέσεις. Που ήθελε να πει: Το ξέρουμε πως κανείς δεν είναι ασφαλής πουθενά και για το σύστημα κανείς δεν είναι αθώος. Ειδικά αν είναι διαφορετικός και δεν μπορεί ή δεν θέλει να το κρύψει. Που ήθελε να πει: δεν φοβόμαστε να σας πούμε κατάμουτρα τι πιστεύουμε για σας, γιατί είμαστε αποφασισμένοι να το αλλάξουμε. Που ήθελε να πει: θέλουμε μια άλλη ζωή, έναν άλλο κόσμο. Ή, με τα λόγια μιας άλλης εποχής, μυθικής και υπερεκτιμημένης, αλλά το μυθοδίαιτο κομμάτι της ψυχής μας είναι δυνατό και αγωνιστικό, τους έχουμε ανάγκη τους μύθους πριν τους κατεδαφίσουμε, ναι, με το σύνθημα μιας άλλης εποχής, λοιπόν, είμαστε ρεαλιστές, ζητάμε το αδύνατο.
Εκείνο το παιδί, που δεν αποτελούσε μέρος της κινητοποίησης, είχε γίνει σύμβολο αγώνα και αντίστασης. Το άδικο του θανάτου του –λες και υπάρχει δίκαιος φόνος- λειτουργούσε πολύ πιο δυνατά στις ψυχές των συγκεντρωμένων. Για τους Έλληνες που ήμασταν εκεί, ξυπνούσε τις μνήμες του ξεσηκωμού του Πολυτεχνείου και τον φόνο του νεαρού Μιχάλη Καλτέτζα στην πορεία του Πολυτεχνείου ένα χρόνο πριν. Θύμιζε την αθλιότητα των φόνων του Κουμή και της Κανελλοπούλου πάλι στην πορεία του Πολυτεχνείου, το 1980. Θύμιζε κι άλλα πολλά. Οι μνήμες της δικτατορίας για μας ήταν νωπές ακόμα και όλα τα διυλίζαμε μέσα από την εμπειρία αυτή, ακόμη κι εμείς που την ζήσαμε στα πολύ πρώιμα παιδικά μας χρόνια. Βαδίζαμε αργά και τα συνθήματα πύκνωναν, Βαδίζαμε αργά και καθώς πλησιάσαμε στο νοσοκομείο Κοσέν οι φωνές χαμήλωσαν, ώσπου σταμάτησαν εντελώς. Μια απέραντη σιωπή απλώθηκε γύρω, λες και σκέπασε βαριά, απειλητική ολόκληρη την πόλη. Δεν ακουγόταν παρά ο υπόκωφος ήχος των βημάτων μας πάνω στον παγωμένο δρόμο, ένας ήχος βαρύς, τρομαχτικός, λες και τον γεννούσαν τα σπλάχνα της γης, λες κι έβγαινε από τα στόματα των εκατομμυρίων αδικημένων της γης, των νεκρών όλων των αγώνων που είχαν προηγηθεί αλλά και των μελλοντικών νεκρών, λες και ήταν ο αχός της απελπισίας μπροστά σε κάθε ματαίωση που δέχτηκαν τα όνειρα των ανθρώπων για ένα κόσμο πολύχρωμο, μεγάλο και δίκαιο, για ένα κόσμο όμορφο και χορτάτο, της δημιουργίας κοινωνία των ανθρώπων και όχι του μίσους και της καταστροφής. Σιωπή… Βαριά σιωπή και απειλητική. Βλέμματα που γυάλιζαν στο τελευταίο φως της μέρας, βλέμματα γεμάτα οργή, μέσα σε μια οργισμένη σιωπή. Δεν έχω άλλη λέξη που να εκφράζει καλύτερα το κυρίαρχο συναίσθημα. Οργή… Μια οργή πηχτή, συμπαγής… μπορούσες να την αγγίξεις, να κόψεις ένα κομμάτι, να το γευτείς… έβγαινε από τα σώματα όλων και γύρναγε πίσω σ’ αυτά, μέσα σ’ αυτά, με την αναπνοή… Επέστρεφε μέσα από το βλέμμα και γινόταν πάλι βλέμμα που γέμιζε την πόλη με οργή… Συναντηθήκαμε στην οργή και η οργή μας ένωσε. Θυμάμαι την πύλη του νοσοκομείου. Σταθήκαμε μπροστά σ’ αυτήν την πύλη για λίγο. Πάλι σιωπηλοί. Κοιτούσαμε την πύλη, κοιτούσαμε το σώμα που είχε υπάρξει πίσω από αυτήν την πύλη, το σώμα ενός νέου ανθρώπου που άψυχο και μόνο και απορημένο είχε μείνει στον παγωμένο θάλαμο του νεκροτομείου, κοιτούσαμε αυτούς που τον σκότωσαν, όχι μόνο αυτούς που κρατούσαν το όπλο του φόνου αλλά κι αυτούς, κυρίως αυτούς, που όπλισαν το χέρι τους και πυροδότησαν με καλά μελετημένες τεχνικές το μίσος μέσα τους –γιατί μόνο αν γεμίσεις μίσος μια ψυχή μπορείς να την εξουσιάσεις, μόνο όταν σκοτεινιάσεις το νου των ανθρώπων με μίσος μπορείς να τους κάνεις υποχείρια, παραδίνονται χωρίς περίσκεψη και αιδώ οι άνθρωποι τότε σε ανομίες και αθλιότητες που αλλιώς δεν θα τις επέτρεπαν ούτε στους εφιάλτες τους…
Κοιτούσα κι εγώ την πύλη… Δεν σκεφτόμουν τίποτε. Δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι. Δεν είχα λέξεις. Οι λέξεις με είχαν εγκαταλείψει. Στεκόμουν μπροστά στην πύλη και την κοιτούσα χωρίς να μπορώ να σκεφτώ τίποτε. Δεν ήξερα τον νεκρό, δεν είχα δει το πρόσωπό του, δεν τον είχα ακούσει να μιλάει κι όμως μου ήταν εκείνη την ώρα τόσο οικείος όσο το χέρι μου, το παγωμένο στόμα μου κι ο φλογισμένος λαιμός μου… Προχωρήσαμε πάλι. Συνεχίσαμε να προχωράμε. Φτάσαμε στο τέλος της πορείας. Δεν διαλυθήκαμε. Κάποιοι θα μένανε όλη νύχτα στους δρόμους, κάποιοι είχαν ξεμείνει στην περιοχή γύρω από το Οπιτάλ Κοσέν και περίμεναν το ξημέρωμα και ό,τι αυτό θα έφερνε. Οι περισσότεροι κουβεντιάζαμε τις πιθανές πολιτικές εξελίξεις. Πολλοί αναρωτιόνταν τι θα γίνει με τους φονιάδες του Μαλίκ. Θυμάμαι πως ένας Ιταλός φίλος μας, μεταπτυχιακός φοιτητής στην κοινωνική ανθρωπολογία στην Ecole des Hautes Etudes έλεγε θυμωμένα και με μεγάλη απογοήτευση στη φωνή του πως στο τέλος θα τη γλίτωναν με καμιά επίπληξη και οι άλλοι τον κοντράριζαν λέγοντας πως δεν θα ρισκάριζε η κυβέρνηση μια σύγκρουση με την κοινή γνώμη. Το κρύο δυνάμωνε. Είπε κάποιος να πάμε στη Πλας ντε λα Ρεπιμπλίκ για φαγητό και κουβέντα. Οι Έλληνες με τους οποίους ήμουν μαζί –όλοι σύντροφοι στο Ρήγα Φεραίο, αν θυμάμαι καλά- συμφώνησαν. Ξεκινήσαμε να βρούμε σταθμό του μετρό. Χωρίς να το ανακοινώσω αποκόπηκα από την ομάδα, χώθηκα στους δρόμους της πόλης και περπατώντας για πολλή ώρα –δεν ξέρω πόση πια- βρέθηκα στην Πον Μαρί.
Ανάσαινα γρήγορα μέσα την παγωμένη νύχτα, ένιωθα πως χρειαζόμουν κι άλλο αέρα, πως όσο βαθιές ανάσες κι αν έπαιρνα ο αέρας δεν ήταν αρκετός. Ακούμπησα στο παραπέτο της γέφυρας και κοίταζα τα νερά του ποταμιού –μαύρα, σκοτεινά νερά, βαριά νερά, κυλούσαν και χάνονταν κι έρχονταν άλλα νερά μετά, βαριά και σκοτεινά κι αυτά –το ποτάμι μου. Βρήκα λίγο λίγο την ανάσα μου, ξεχάστηκα να κοιτώ το ποτάμι, πάλι χωρίς να σκέφτομαι τίποτε, πάλι χαμένη σε ένα σύμπαν χωρίς λέξεις. Πού είχαν πάει όλες οι λέξεις μου; Κοιτούσα το ποτάμι λες και κρεμόταν όλη μου η ζωή από αυτό και ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβω, ένιωσα πως το χέρι μου έψαχνε κάτι πάνω στο παραπέτο της γέφυρας. Η παλάμη μου χάιδευε το τσιμέντο ψάχνοντας με λαχτάρα για κάτι, κάτι που έπρεπε οπωσδήποτε να βρω. Ένιωθα ένα συναίσθημα που έμοιαζε με αγωνία και λίγο με φόβο. Και μεγάλωνε. Ώσπου συνάντησε το χέρι μου αυτό που έψαχνε. Μια κακοχαραγμένη καρδιά και μέσα της ακόμα πιο άτεχνα χαραγμένη η φράση «J’ aime la vie» που έβγαινε από τα όρια του σκαριφήματος, ξεχείλιζε από την καρδιά και προχωρούσε με πηδηχτά βήματα, χορευτικά, πάνω στο παραπέτο της γέφυρας να συναντήσει το ποτάμι, την πόλη και τους ανθρώπους.
Στις 10 Δεκεμβρίου 400 χιλιάδες άνθρωποι στο Παρίσι και ένα εκατομμύριο σε ολόκληρη τη Γαλλία πορεύτηκαν σιωπηλά για να τιμήσουν τον νεκρό Μαλίκ. Ο Αλαίν Ντεβακέ παραιτήθηκε, η κυβέρνηση απέσυρε το νομοσχέδιο Ντεβακέ στις 8 Δεκεμβρίου. Οι δυο αστυνομικοί που ενέχονταν άμεσα στο φόνο του καταδικάστηκαν σε 2 και 5 χρόνια φυλάκιση με αναστολή. Ο υπουργός Εσωτερικών Σαρλ Πασκουά άφησε, ανεξήγητα, άναυδη την κοινή γνώμη, αφού δεν καταδίκασε τον φόνο του Μαλίκ Ουσεκίν ούτε σχολίασε την υπερβολική αστυνομική βία. Γιατί θα έπρεπε να το κάνει; Μόνο για τα προσχήματα;
Αγαπώ πολύ το Παρίσι. Μου λείπει. Μερικές φορές σκέπτομαι πως αφού δεν μπόρεσα να ζήσω εκεί, θα μου άρεσε εκεί να πεθάνω, κοιτώντας τα νερά του Σηκουάνα να κυλούν αργά. Από τα χρόνια που έζησα στο Παρίσι, κουβαλάω πολλές και πολύτιμες μνήμες –κι ας ξεθωριάζουν λίγο-λίγο οι εικόνες, ας χάνουν την συνοχή τους οι ιστορίες, μπλέκονται πρόσωπα της μιας μέσα στην άλλη, αλλάζει η σειρά, μπερδεύεται μερικές φορές η πλοκή τους… Αυτή η σιωπηλή διαδήλωση όμως έχει μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη μέσα μου. Και κάθε φορά που συμμετέχω σε πορεία, σε διαδήλωση, σε διαμαρτυρία, αναζητώ εκείνη την ένταση της σιωπής, το υποσχετικό πάθος που λαμπάδιασε τις ψυχές μας. Δεν ήταν ένα νομοσχέδιο, ήταν το στοίχημα μιας ζωής. Και κάθε φορά αυτό πρέπει να είναι. Αλλά το ξεχνάμε. Μερικεύουμε, μιζερεύουμε, μαραζώνουμε τους αγώνες μας με λόγια, πολλά λόγια, φιλάρεσκα, μεγαλόστομα, εγωιστικά, ασύνετες αμετροέπειες και επικίνδυνες, που δεν λένε τίποτε και απομακρύνουν τους ανθρώπους από την πολιτική δράση. Άνοιξε μια παγίδα και πέσαμε μέσα, εύκολα. Προσαρμοστικά. Και με την φλυαρία να καλύπτει τον θόρυβο της πτώσης. Η ζώσα σιωπή της οργής, της πράξης η ζώσα σιωπή, πού είναι;
Αύγουστος 2006
(δημοσιεύτηκε στο συλλογικό τόμο Chercher la France,23 ιστορίες
από τη Γαλλία, εκδ. Αντίκτυπος)
Αυτό το Παρίσι θα ήθελα να το είχα αξιωθεί και μάλιστα μαζί σου.Το καρτποσταλικό Παρίσι που ζήσαμε εμείς οι υπόλοιποι ανώφελοι τουρίστες αποδεικνύεται μια επιπόλαιη,κενή ανάμνηση.Για σένα φαίνεται πως είναι μια διαρκής παρουσία.Τυχερούλα μου!
ΑπάντησηΔιαγραφή