skip to main | skip to sidebar

Διηγήματα & νουβέλες

Μαρώ Τριανταφύλλου

Pages

  • Αρχική σελίδα
 
  • Αρχική
  • Σύνδεσμοι
    • Γράφοντας...
    • Η Εποχή

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

ΤΑ ΚΗΔΕΙΟΣΗΜΑ

(Από την ενότητα: Νυχτερινά αυτοβιογραφικά)
         Από παιδί είχα την συνήθεια να σταματώ στις κολώνες και να διαβάζω τα κηδειόσημα. Με ενδιέφερε κυρίως η ηλικία. Αν ο άνθρωπος ήταν ηλικιωμένος, κάπως ησύχαζα. Νευρίαζα  όταν έγραφαν μόνο το όνομά του και την ημερομηνία της κηδείας του κι έπειτα των συγγενών του τα μικρά ονόματα κατηγοριοποιημένα ανά βαθμό συγγένειας, αρχίζοντας από την στενότερη. Προσπαθούσα τότε να μαντέψω απ’ το αν είχε παιδιά και εγγόνια, πόσο περίπου χρόνων να ήτανε κι αν είχε ζήσει όσο έπρεπε.
         Περιέργως δεν έφτιαχνα με τη φαντασία μου καμιά εικόνα του προσώπου. Δεν έμπαινα καν στον κόπο να δώσω μια σχηματική μορφή, το πιθανό πρόσωπο, το περίγραμμα έστω ενός φανταστικού σώματος, που θα υποστασιοποιούσε το όνομα και την ηλικία. Κάτι που ωστόσο μου συμβαίνει αυθόρμητα, όταν διαβάζω τους καταλόγους των ονομάτων των ηθοποιών που έπαιξαν σε μια ταινία. Το κάθε όνομα μου γεννά μια εικόνα και κατά ένα περίεργο λόγο, συχνά μπορώ να ταυτίσω ένα όνομα με το πρόσωπο ενός ηθοποιού που δεν γνώριζα. Δεν το πετυχαίνω πάντα αλλά οπωσδήποτε έχω μεγάλα ποσοστά επιτυχίας κι είναι ένα ευχάριστο παιχνίδι για μένα. Με τα ονόματα στα κηδειόσημα ποτέ δεν με απασχόλησαν τέτοια πράγματα. Ήταν ηλικίες. Δεν διατηρούσαν από τον άνθρωπο που υπήρξε παρά τον αριθμό των χρόνων που έζησε αποστεγνωμένο από εμπειρίες και  δραστηριότητες, από συναισθήματα, παρορμήσεις και λάθη.
           Πρέπει πάντως να ομολογήσω ότι τα ονόματα δεν πέρναγαν πάντα αδιάφορα μπροστά από τα μάτια μου. Υπάρχουν, βλέπεις, κάποια ονόματα παράξενα, που τα διαβάζεις και δεν πιστεύεις στα μάτια σου κι άλλα που πρέπει να προσέξεις να μη βάλεις τα γέλια και σε παρεξηγήσει ο περαστικός, πως τάχα κάτι είχες εναντίον του μακαρίτη και τώρα επιχαίρεις που έχει πεθάνει, πως είσαι δηλαδή χαιρέκακος και ανάλγητος άνθρωπος. Να, ας πούμε,  θυμάμαι σα να ‘τανε χτες και όχι χωρίς μια σχετική ντροπή, μια ιστορία που μου συνέβη στη Λιβαδειά. Δεν θυμάμαι πώς είχαμε βρεθεί εκεί μια παρέα φοιτητών, εκδρομή ήταν; Κάποια πολιτική εκδήλωση και είχαμε πάει για να την ενισχύσουμε; Όπως και να ‘χει, ξέκοψα από τους υπόλοιπους και μαζί με μια συμφοιτήτρια  κάναμε ένα μεγάλο νυχτερινό περίπατο στους δρόμους της πόλης, προς την Κρύα. Ήταν ένα βράδυ κρύο και υγρό, οι δρόμοι της πόλης έρημοι, ακούγαμε τα βήματά μας και τον αχό της Έρκυνας. Ξάφνου είδα μπροστά μου ένα μεγάλο κηδειόσημο, κολλημένο πάνω σε μια ξύλινη κολόνα και στάθηκα, κατά το συνήθειο μου, να το διαβάσω: Σουλτάνα Παινεμένη. Έμεινα μερικά δευτερόλεπτα να το κοιτάω προσπαθώντας να σκεφτώ πώς θα αποκαλούσαν τη γυναίκα αυτή όταν ήταν εν ζωή και –είχε κολλήσει το μυαλό  μου- πώς θα έλεγαν τα αρσενικά μέλη της συνεπώνυμης οικογένειας. Το «Παινεμένης» δεν μου πέρναγε καν από το μυαλό. «Την γνώριζες;» με ρώτησε η συμφοιτήτρια ακουμπώντας το χέρι της στον ώμο μου –ποιος ξέρει τι εικόνα έδινα, έτσι απορροφημένη από το κηδειόσημο, που θεώρησε η κοπέλα ότι μάλλον είδα όνομα γνωστό και κεραυνοβολήθηκα. «Όχι» έσπευσα να τη διαβεβεβαιώσω, «Κοίτα όμως το όνομα». Πλησίασε η νέα γυναίκα κι όταν το διάβασε, με μια φωνή έκπληκτη, σαν να τη γνώριζε αυτή τώρα,  είπε αρκετά δυνατά, τόσο που θα μπορούσε να ενοχλήσει του κοιμώμενους πολίτες της γειτονιάς «Πέθανε η Σουλτάνα Παινεμένη;». Και χωρίς να το θέλουμε βάλαμε και οι δυο τα γέλια και προχωρώντας στο δρόμο, χέρι-χέρι, σαν τα παιδάκια έτοιμα να χορέψουν την τσιγκολελέτα, λέγαμε ρυθμικά πνιγμένες στα γέλια για ώρα «Πέθανε η Σουλτάνα Παινεμένη, πέθανε η Σουλτάνα Παινεμένη». 
         Όταν είσαι νέος –ήμασταν δεν ήμασταν 22 χρόνων θυμάμαι- όσο σοβαρός και εχέφρων και να ‘σαι όσο σεβαστικός, ο θάνατος είναι τόσο μακριά που μοιάζει άλλοτε με αισθητικό γεγονός κι άλλοτε με ένα ψέμα που σκαρφίστηκαν κάποιοι για να αλυσοδένουν τους ανθρώπους με φόβους και αμαρτία.

         Πάντως τα κηδειόσημα συνέχισα να τα κοιτάω. Στα πρώτα μου νιάτα, οι ηλικίες που συναντούσα συνήθως ήταν από 72 μέχρι 76. Είπα «συνήθως», γιατί πάντα υπάρχουν εκπλήξεις, προς τα πάνω ευχάριστες, αλλά πολύ οδυνηρές προς τα κάτω,  η επάρατος ή τα μηχανάκια. Ηλικίες από «8» έβλεπα σπάνια. Όσο περνούσαν τα χρόνια, έπαψα να κοιτάω τα κηδειόσημα με μια διάθεση στατιστικής εν γένει, που είχε να κάνει με τη δική μου σχέση με το θάνατο, μια σχέση ερωτικού πάθους, αφού όλη μου τη ζωή –τι οξύμωρο αυτό- όλη μου τη ζωή παλεύω με τη γοητεία του, τον προκαλώ, τον κοροϊδεύω, τον νοιάζομαι, τον φοβάμαι, τον περιμένω στη γωνία, παίζω μαζί του κρυφτό, τον φλερτάρω σαν ποθητό εραστή,  τον πολεμάω ανελέητα, ξέρω πως στο τέλος θα νικήσει αλλά πριν συμβεί αυτό θέλω να με θυμάται. Ο θάνατος. Έπαψα, λοιπόν, να τα κοιτάω με στατιστική διάθεση και  άρχισα να τα μετράω με ένα άλλο γνώμονα. Οι γονείς μου μεγάλωναν, γερνούσαν. Έτρεμα πως μια μέρα θα κόλλαγαν ένα κηδειόσημο στη γειτονιά μου που θα είχε πάνω το όνομά τους. Και μετρούσα την απόσταση ανάμεσα στις αναγραφόμενες ηλικίες και τη δική τους και έκανα την αφαίρεση για να δω πόσα χρόνια ακόμα θα τους είχα, θα μπορούσα να τους έχω δηλαδή, αν όλα πήγαιναν καλά και έφευγαν από αυτόν τον κόσμο με φυσικό θάνατο, από γηρατειά. Έχουν καημούς τα μοναχοπαίδια. Καημούς που δεν τους ξέρει ο κόσμος και δεν μπορούν να τους μοιραστούν με κανένα.
         Εκείνη την εποχή –είχα πατημένα πια τα 35- άρχισα να παρατηρώ ότι στα κηδειόσημα οι ηλικίες είχαν ανέβει. Τα πιο πολλά αναφέρονταν σε ανθρώπους που είχαν μπει πια στην ένατη δεκαετία της ζωής τους και πολλοί την είχαν φτάσει ως τη μέση και παραπάνω –αργότερα δειλά-δειλά αλλά δυναμικά άρχισαν να φαίνονται όλο και πιο πολλά κηδειόσημα με ηλικίες γύρω στα 92. «Μην είσαι, χαζή» μου είπε ο φίλος μου ο Χάρης μια μέρα που του το συζήταγα. «Δεν το ξέρεις ότι έχει ανέβη  ο μέσος όρος ζωής; Το προσεγμένο φαγητό, η πρόοδος της ιατρικής και τα καλά φάρμακα έχουν αυξήσει το προσδόκιμο αρκετά».  Θυμήθηκα τότε πως την εποχή που έγραφα το διδακτορικό μου και χρειάστηκε να ψάξω λίγο τις ηλικίες των μονομάχων στις ρωμαϊκές αρένες, έπεσα πάνω σε μια παρατήρηση κάποιου ιστορικού αγγλόφωνου για το προσδόκιμο ζωής στον 2ο  αι. Οι άνθρωποι τότε, έλεγε περίπου ο επιστήμονας, πέθαιναν αρκετά νέοι, ειδικά οι γυναίκες με τις επιπλοκές του τοκετού,  αλλά όσοι  κατάφερναν να γεράσουν, έφταναν συχνά στην εσχατογηρία και στην συντριπτική τους πλειοψηφία ανήκαν στις υψηλές κοινωνικά και οικονομικά τάξεις.
      
 
           Όταν άρχισε η μάνα μου να μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία –ο πατέρας μου έφυγε ξαφνικά από ανακοπή, μας πήρε πολύ καιρό να το συνειδητοποιήσουμε πως δεν θα γυρνούσε ξανά- όταν άρχισε η μάνα μου να μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία, κοίταζα τα κηδειόσημα με κομμένη την ανάσα. Πριν καν δω το όνομα, έψαχνα με αγωνία την ηλικία. Όχι, να, όλοι –εντάξει σχεδόν όλοι- ήταν μεγαλύτεροι της, άρα είχε ακόμα καιρό. Το ξέρω πως η σκέψη ήταν παιδαριώδης, πως ο θάνατος καθενός είναι προσωπικός, το βιολογικό του ρολόι δικό του, αλλά δεν άντεχα να μην το σκέφτομαι. Η ανάγκη της ανακούφισης από την ένταση και το άγχος ήταν τόση που κατέστελνα ευχαρίστως τη λογική.  Για κάθε άνθρωπο υπάρχει ένας μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο και μετά όλοι οι  άλλοι. Για άλλον είναι το παιδί του, για άλλον ο ερωτικός του σύντροφος, για μένα ήταν αυτή η μικροσκοπική, αγράμματη γυναίκα που συγκέντρωνε πάνω της όλες τις γλυκές, αγκαθερές αντιφάσεις των ανθρώπων.
 
          Μετά το θάνατό της, γύρισα στο σπίτι και είπα, σαν τον ήρωα του αγαπημένου μου Μπαλζάκ, το δικό μου «à nous deux maintenant», όχι φυσικά στο Παρίσι, όπως ο Ραστινιάκ, αλλά σε μια καθημερινότητα που δεν θα την περιείχε πια και έπρεπε να αναμετρηθώ μαζί της και να μάθω να τη διαχειρίζομαι. Και κοίταγα πάλι τα κηδειόσημα. Πιο πολύ από πριν. Με ένα συναίσθημα ανάμεικτο με οργή και ενοχή. Κάθε φορά που διάβαζα μια ηλικία μεγαλύτερη από τη δική της –και διάβαζα συχνά- μέτραγα τα περισσευούμενα χρόνια και στενοχωριόμουνα. Αυτός είχε ζήσει κάτι παραπάνω. Θα μπορούσε κι εκείνη να είχε φτάσει την ηλικία του.
         Τώρα πια που συμφιλιώθηκα κάπως –όσο είναι δυνατό να το πεις αυτό- με την απουσία της, δεν ξέχασα τα κηδειόσημα. Τα κοιτάω πάλι. Τώρα όμως πιο πολύ πέφτει το μάτι μου στα ονόματα. Τρέμω μη διαβάσω επώνυμο γνωστό και όνομα οικείο. Οι γονείς των ανθρώπων της γενιάς μου φεύγουν ένας-ένας. Σχεδόν κανείς μας πια δεν είναι παιδί κανενός. Μεγαλώσαμε. Ενηλικιωθήκαμε. Όλοι μας έχουμε από ένα τουλάχιστον τάφο στο παρελθόν μας. Τώρα τελευταία άρχισε ο θάνατος να χτυπάει και τις πόρτες της γενιάς μου. Ναι, κοιτάζω τα κηδειόσημα με τρόμο. Μη και ανακαλύψω ξαφνικά ένα παλιό ξεχασμένο φίλο, ένα γείτονα που είχε από χρόνια αλλάξει γειτονιά.
         Μου περνάει κι απ’ το νου ο δικός μου θάνατος. Όχι σαν γεγονός. Πώς το λέει ο Επίκουρος; Ουδέν προς ημάς. Αλλά για τα διαδικαστικά του. Ποιος θα με θα με θάψει; Τι μέτρα πρέπει να λάβω ώστε οι φίλοι που θα αναγκαστούν να ασχοληθούν με αυτό –συγγενείς δεν έχω- οι φίλοι που αναγκαστικά, λοιπόν, θα αναλάβουν το καθήκον, να μην κουραστούν και να μη ξοδευτούν επίσης, στις εποχές που ζούμε δεν περισσεύουν για τους ζωντανούς, οι νεκροί συγχωρνάνε. Και πάλι γυρνάει ο νους μου στους αγαπημένους μου αιώνες, στο τέλος του πρώτου αιώνα μετά το Χριστό, έγινε συνήθειο άνθρωποι μοναχικοί –των κατώτερων τάξεων στην πλειονότητά τους- να μετέχουν σε μια ταφική λέσχη. Πάει να πει, πλήρωναν με το μήνα και παρακολουθούσαν τελετές και άλλες θρησκευτικές δραστηριότητες και, όταν ερχόταν η ώρα, η λέσχη τους αναλάμβανε όλη τη φροντίδα του νεκρού κορμιού τους και τις προσευχές για την ψυχή τους. Εκεί που των άλλων το κηδειόσημο γράφει για παιδιά και για εγγόνια, το δικό μου θα έχει ένα σεμνό: Οι φίλοι και οι σύντροφοι. Και δεν θα υπάρχουν ονόματα. Η ποθητή ανωνυμία της συλλογικότητας που γύρεψα σε όλη μου τη ζωή. Η μόνη που εξασφαλίζει πραγματικά τη λάμπουσα ατομικότητα αλλά ταυτόχρονα προφυλάσσει από το σαράκι του εγωισμού. Οι φίλοι και οι σύντροφοι Η μέγιστη τιμή και χαρά μου.
         Έγινε και ένα παράξενο τα τελευταία χρόνια επίσης: συνειδητοποίησα που όσο μεγαλώνω τόσο πιο πολύ παθιάζομαι με τη ζωή, τόσο πιο πολύ την αγαπάω. Αποφασιστικά, οριστικά και γάργαρα. Και τη βλέπω τη ζωή την ίδια σαν αντίσταση. Δεν θα τους αφήσω να με καταβάλουν. Θα ζήσω. Όσο μπορώ πιο πολύ. Με χαμόγελο και πάθος.
         Πάντως, τον τελευταίο καιρό, που η κρίση βαθαίνει κι όλα γύρω σκοτεινιάζουν ανελέητα, παρατηρώ πως στα κηδειόσημα οι ηλικίες χαμήλωσαν ξαφνικά. Είναι γεγονός πως ακόμα κι ο θάνατος έχει μια αναπόδραστη ταξική πλευρά.
 
 
(Νοέμβριος, 2012)
 
 
 
Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 12:20 μ.μ. 0 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

Ιστορίες από το Παρίσι: 1. Το παγκάκι

 (η φωτογραφία από το blog "Τσαλαπετεινός",
http://tsalapetinos.blogspot.gr/2009/12/blog-post_11.html)


         Στο Παρίσι έμεινα τέσσερα χρόνια για σπουδές. Το σπίτι μου ήταν σε ένα εργατικό προάστιο, το Ιβρί-σιρ-Σέν, στο νότο της πόλης. Η πολυκατοικία ήταν μέρος μιας συστάδας μεγάλων  πολυώροφων  κτιρίων που σχημάτιζαν μια κατοικημένη νησίδα, σε μια περιοχή με μεγάλους ανοιχτούς άχτιστους χώρους. Πολλά τα διαμερίσματα, φτηνοφτιαγμένα αλλά με ανέσεις, έδιναν κατοικία σε εκατοντάδες μέτριων και χαμηλών εισοδημάτων εργαζόμενους, κυρίως σε μαύρους και άραβες. Απέναντι ήταν το καινούριο νεκροταφείο κι έπειτα άρχιζε μια μεγάλη σειρά από μάντρες αυτοκινήτων.  Μου άρεσε αυτή η γειτονιά και οι άνθρωποί της. Ποτέ δεν έπιασα ιδιαίτερες φιλίες με κανένα, αλλά ένιωθα πως με τη χοντρή μαύρη κυρία στην απέναντι πολυκατοικία, που καθαρίζαμε το Σαββάτο το πρωί την ίδια ώρα το σπίτι μας και κρυφά κανένα απόγευμα κρεμάγαμε τη μπουγάδα μας στο μπαλκονάκι –να νυχτώσει και να μη μας δει κανείς, γιατί απαγορεύεται να απλώνεις ρούχα στο μπαλκόνι κι αυτό για μένα, που με είχε μάθει η μάνα μου να λιάζω τα πλυμένα, ήταν μεγάλος πόνος- με την κυρία εκείνη, λοιπόν, υπήρχε μια υπόγεια, τρυφερή συνενοχή. Καλημέρες είχα μόνο με τον ηλικιωμένο άντρα που έμενε στο ακριβώς επάνω διαμέρισμα –ένας πολύ ηλικιωμένος άντρας από την Ωβέρν, που ανάσαινε με δυσκολία και περπατούσε αργά, μετρώντας υπομονετικά κάθε βήμα. Κατέβαινε κάθε πρωί την ίδια ώρα για να πάρει την αλληλογραφία του κι έτσι τον συναντούσα τακτικά στην είσοδο, την ώρα που έφευγα. Bonjour, Mr. Baillou. A, la petite Grecque!  bonjour, mademoiselle! Il fait chaud ce matin, n’-est-ce pas? Τέτοιες κουβέντες είχα και με τη θυρωρό, μια ψηλή, ξανθιά γυναίκα, γύρω στα 50, με έντονο ταμπεραμέντο . είχε έρθει στα 17 από τη Μασσαλία, αλλά ποτέ δεν αποφάσισε ότι μένει μόνιμα στο Παρίσι, ο νους της ήταν πάντα στο μεγάλο, πολύβουο λιμάνι της πόλης της και στο καφέ του πατέρα της, όπου μεγάλωσε.
         Το σπίτι μου ήταν σχετικά κοντά στην Porte-de-Choisy –τρία, τριάμισι   χιλιόμετρα με τα πόδια. Η λεωφόρος που περνούσε μπροστά σχεδόν από την είσοδο –και νοητά συνέχιζε μέχρι το αεροδρόμιο του Ορλύ- για μια μεγάλη απόσταση ήταν έρημη σχεδόν από ζωή και τα βράδια θα μπορούσε να είναι επικίνδυνη, αλλά όταν είσαι σκάρτα 22 χρόνων, αυτά δεν τα υπολογίζεις. Ανεβοκατέβαινα με τα πόδια, εκτός αν ήμουν πολύ κουρασμένη ή φορτωμένη με  ψώνια, οπότε έπαιρνα το λεωφορείο. Μ’ αρέσει πολύ το περπάτημα κι ακόμα περπατάω πολύ - όπου μπορώ να πάω με τα πόδια, με τα πόδια πηγαίνω κι είναι φορές που δεν μπορώ να σταματήσω να περπατάω  πριν νιώσω ότι δεν αντέχω να κάνω έστω κι ένα βήμα παραπάνω κι η μέση μου με σφάζει ανελέητη.
         Στην Porte-de-Choisy ήταν ο σταθμός του μετρό –η γραμμή 7 που σήμερα συνδέει το Δημαρχείο του Ιβρί με την Κουρνέβ. Απέναντι υπήρχε ένα μικρό εμπορικό κέντρο με φτηνά ρούχα και ηλεκτρικές συσκευές και το σούπερ μάρκετ που ψώνιζα. Παρακάτω ανοιγόταν μια μεγάλη λεωφόρος που πέρναγε από την Port-d’- Italie και συνέχιζε περνώντας από μικρά μαγικά μυστικά  της πόλης ως το κέντρο, το Chatelet  και τις  Halles. Καμιά διακοσαριά μέτρα από το εμπορικό κέντρο υπήρχε ένα μικρό, πολύ μικρό πάρκο. Στην πραγματικότητα ήταν ένας μικρής έκτασης ελεύθερος χώρος όπου οι δημοτικές αρχές  είχαν φυτέψει μερικά δέντρα, δυο παρτέρια με πολύχρωμα λουλούδια και είχαν τοποθετήσει δυο ζευγάρια παγκάκια, το ένα απέναντι από το άλλο, στα πλάγια του κηπάκου. (Στις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης τέτοιοι κήποι, χώροι ανάπαυσης κι αναψυχής, είναι συνηθισμένοι, τους φτιάχνουν οι δημοτικές αρχές όπου μπορούν, αντίθετα με την Αθήνα, που οι δήμαρχοι θεωρούν κατάρα τον ελεύθερο χώρο –τσιμεντώνουν και χτίζουν όσο πιο πολύ μπορούν). Τα όμορφα, φωτεινά απογεύματα έπαιζαν τα παιδιά, ηλικιωμένοι λιάζονταν ψάχνοντας λίγη παρέα, έρχονταν και μαθητές καμιά φορά, που υποψιαζόμουν ότι  είχαν κάνει κοπάνα από το γειτονικό λύκειο.
 
         Περνούσα τακτικά από το παρκάκι αυτό και καμιά φορά ξαπόσταινα λίγη ώρα πριν συνεχίσω τις περιπλανήσεις μου στην πόλη. Συχνά – πυκνά έβλεπα να κάθονται, στο ίδιο πάντα παγκάκι, δυο γυναίκες. Η μια, νταρντάνα αράβισσα, γύρω στα 70,  με το χιτζάμπ προσεκτικά τυλιγμένο γύρω από το παχύ πρόσωπό της. Τα μάγουλά της κόκκινα, έσκαζαν από υγεία, το βλέμμα της σοβαρό πίσω από ένα ζευγάρι γυαλιά με χρυσό σκελετό, έπεφτε επιλεκτικά πάνω σε ανθρώπους και πράγματα αλλά δεν έμενε για πολλή ώρα. Γρήγορα γύριζε στο πλεκτό της –πάντα έπλεκε. Δαντέλες. Με ένα κούτσικο βελονάκι με γυριστή μύτη τραβούσε τις κλωστές, τις ένωνε, έκανε θηλιές και πέρναγε μαεστρικά τη μια μέσα στην άλλη κάνοντας περίτεχνα σχέδια, που θύμιζαν από μακριά τα αραβουργήματα της Αλάμπρα. Δούλευε με ταχύτητα και αφοσίωση.  Κάθε λίγο, όμως σταματούσε, ίσιωνε το πλεκτό πάνω στη φαρδιά μακριά φούστα της και το κοιτούσε, ξανά και ξανά, τραβούσε τις άκρες του, το τέντωνε και κάτι  έλεγε στην άλλη γυναίκα. Αγαπώ τις όμορφες λευκές δαντέλες, κυρίως γιατί μου θυμίζουν τη γιαγιά μου, τη μικρασιάτισσα και συγκινούμαι κάθε φορά που αγγίζω μια δαντέλα, σα να πιάνω το μαραμένο χεράκι της, χρόνια τώρα πεθαμένη.
         Η άλλη δίπλα της, ευρωπαία, γαλλίδα μάλλον. Ξερακιανή, κάπως νεότερη –στα νιάτα  της πρέπει να ήταν όμορφη ή έστω ενδιαφέρουσα. Το πρόσωπό της ήταν όλο γωνίες, με μια πλαστή αυστηρότητα που έσπαγε και διαλυόταν όταν  πλησίαζες, γιατί  το βλέμμα της ήταν αδύναμο και θλιμμένο και μαρτύραγε άνθρωπο που είχε κλάψει πολύ στη ζωή του. Φορούσε πάντα φορέματα ή ταγέρ στα χρώματα της γης, και, όπως το συνηθίζουν οι γαλλίδες, έδενε στο λαιμό της κάποιο  φουλάρι που φώτιζε κάπως το άχρωμο πρόσωπό της. Κι αυτή έπλεκε. Με δυο βελόνες. Μάλλινα. Πουλόβερ και κασκόλ και γάντια. Δούλευε κι αυτή με επιδεξιότητα αλλά όχι πολύ γρήγορα. Σταματούσε, κοιτούσε γύρω της, χάζευε τα παιδιά που έπαιζαν, κοιτούσε διακριτικά και με νοσταλγία κάποιο ζευγαράκι που φιλιόνταν σε  άλλο παγκάκι, συμβουλευόταν αφηρημένα το σχέδιο του πλεκτού της, τις οδηγίες που είχε σκίσει από κάποιο περιοδικό για να το πλέξει.

          Όλο και κάτι έλεγε η μια στην άλλη, φαινόταν να γνωρίζονται καλά. Η αράβισσα είχε συχνά  μαζί της ξηρούς καρπούς και της πρόσφερε, η άλλη, η γαλλίδα έφερνε  μια σοκολάτα και την έκοβε στη μέση. Η αράβισσα έπαιρνε το κομμάτι και το ‘τρωγε αργά, η γαλλίδα μασουλούσε νευρικά τους ξηρούς καρπούς. Πιο σπάνια άγγιζε η μια την άλλη. Στο μπράτσο ή στο χέρι. Έπλεκαν και μιλούσαν. Για την ακρίβεια, έπλεκαν περισσότερο και μιλούσαν λιγότερο αλλά φαινόταν να περνούν καλά μεταξύ τους.  Καμιά φορά τις έβλεπα να σκύβει η μια πάνω από το πλεκτό της άλλης και να σχολιάζουν –κάτι έδειχνε η μια με το δάχτυλο, κάτι απαντούσε η άλλη σηκώνοντας στον αέρα το εργόχειρο.  Δυο τρεις φορές, είδα την αράβισσα υπομονετικά να μαθαίνει  την ευρωπαία πώς να πλέκει με το βελονάκι κι εκείνη την παρακολουθούσε με προσήλωση, σχεδόν υποταγμένη στις υποδείξεις. Ρωτούσε, έδειχνε με το δάχτυλο, η άλλη επαναλάμβανε την κίνηση αργά για να την καταλάβει η φίλη της.
         Ωραία εικόνα! Δεν ήξερα τι με γοήτευε περισσότερο.  Αυτή η τρυφερή και  σίγουρη για τον εαυτό της συνάντηση των πολιτισμών που υπόγευε στη φιλία των δυο γυναικών  ή έπρεπε να βάλω τον τόνο απλώς στις συναντήσεις των γυναικών του κόσμου που φτιάχνουν τις φιλίες τους σε ένα προστατευμένο πλανήτη, φτιαγμένο από απλά υλικά,  καθημερινές χαρές και βάσανα  κοινά για τους ανθρώπους….
        Μια μέρα δεν βάσταξα και τις πλησίασα. Ήθελα να τις δω από κοντά, να μπω για λίγο στον  κόσμο τους, να εισβάλω χωρίς να με καταλάβουν στο μικρό, φωτεινό και απέριττο σύμπαν της φιλίας τους, να γευτώ τους ήχους της φωνής τους, την αίσθηση της ανταλλαγής των λέξεων, το άρωμα των βλεμμάτων… Ήξερα πως δεν ήταν σωστό αλλά δεν μπορούσα να αντισταθώ. Απέπνεαν τόση χαρά οι συναντήσεις τους, που ήθελα μια σταγόνα για φυλαχτό ενάντια στο φόβο της μοναξιάς και της εγκατάλειψης, ενάντια σ’ ένα κόσμο άξενο χωρίς την ευλογία της φιλίας.
         Έτυχε να κρατώ δυο τσάντες με ψώνια από το σούπερ μάρκετ που μου έδιναν μια δικαιολογία. Κάνοντας, λοιπόν, πως ταχτοποιώ τα ψώνια μου, έμεινα λίγα δευτερόλεπτα κοντά τους, όσο να ακούσω τον ήχο της κουβέντας τους.

         Και τις άκουσα…  Ω, έκπληξη! Τις άκουσα να μιλούν,  να επικοινωνούν γλυκά και τρυφερά, έτσι ακριβώς όπως περίμενα να είναι αναμεταξύ τους, τις άκουσα  να τιτιβίζουν λίγο βραχνά ανταλλάσσοντας πληροφορίες για το εργόχειρό τους –έδειχνε πάλι  η μια στην άλλη τη δουλειά της- και ποιος ξέρει τι να αφηγούνται  μέσα σε απέραντη κατανόηση, η κάθε μια στη γλώσσα της: αραβικά και γαλλικά.

 

Αύγουστος 2012

 
Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 2:12 μ.μ. 1 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest

Τρίτη 1 Μαΐου 2012

H ΚΟΡΑΛΙΑ

Την ιστορία της Κοραλίας τη διηγήθηκα μια φορά
στην πολύ καλή μας ζωγράφο, την Κλεοπάτρα Δίγκα.
"Να κάτσεις και να τη γράψεις", μου είπε.
Την έγραψα, με λίγα χρόνια καθυστέρηση, ΄και της την αφιερώνω

         Στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα,  διορίστηκα στη Δαύλεια, ένα χωριό στον Παρνασσό, 30 χιλιόμετρα από τη Λειβαδιά. Εκεί που ο μύθος λέει πως ο Οιδίποδας σκότωσε τον πατέρα του. Η φύση πάλι δεν μιλάει για θανάτους. Όμορφο βουνό ο Παρνασσός, πράσινο, όλο ζωή. Δεν χόρταινα να το περπατάω. Λάτρευα ειδικά ένα σημείο, λίγο πιο πάνω από το μικρό μοναστήρι της Ιερουσαλήμ -τέλειωνε σε ‘κεινο το σημείο το βουνό κι άρχιζε ο ουρανός, απέραντος σαν την ελεύθερη ψυχή του κόσμου, φυσούσε φρέσκος ο αέρας κι έπαιρνε τα ιζήματα του νου, ταξίδευα σε μέρη φωτεινά κι έρχονταν οι φτερούγες και μ’ έπαιρναν –θάνατος και ζωή μια αξεδιάλυτη ενότητα, μια ιερή παντοδυναμία ανεξάντλητη.  Εκεί είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου ζωντανό αετό και κατάλαβα γιατί τον λένε βασιλιά των πουλιών και κυβερνήτη των ορέων.  Πετούσε ήρεμος, χορτάτος, με μια περηφάνια στο βλέμμα που έφτανε την περιφρόνηση. Τον ζήλεψα…
     

       Γυμνάσιο με λυκειακές τάξεις, έτσι τα λέγαμε τότε. Πήρα ανάκατα παιδιά από όλες τις ηλικίες της μέσης εκπαίδευσης, από την α΄ γυμνασίου μέχρι την γ΄ λυκείου.  Έτυχε μάλιστα στο πρόγραμμα μια μέρα να ‘χω τη μια ώρα τα μικρά της πρώτης και την αμέσως  επόμενη να μπαίνω για ιστορία στην τρίτη λυκείου. Μου ‘παιρνε ώρα να συνηθίσω τη διαφορά ηλικίας, να βρω ρυθμό και επίπεδο που να ταιριάζει σε παιδιά έτοιμα να αφήσουν σε κάνα χρόνο την εφηβεία, να ξαναπιάσω το χαμόγελο του ενήλικα κι όχι αυτό που ανθίζει ανυπότακτο στα χείλη μπροστά στις σκανταλιές –που τις νομίζουν κατορθώματα- των δωδεκάχρονων. Ας είναι.

         Την πρώτη φορά που την είδα, μου φάνηκε κοπέλα σε σχέση με τους συμμαθητές της, που είχαν ακόμα πάνω τους έντονα τα σημάδια του παιδιού και πάλευαν ηρωικά και δύσκολα να γίνουν έφηβοι. Ψηλή, γεροδεμένη, με μια χοντρή μακριά κοτσίδα να ξεκινά από την κορφή του κεφαλιού και να πέφτει βαριά πάνω στο δεξί ώμο, ως το ύψος της ρίζας του λαιμού και λίγο πιο κάτω. Μια όμορφη, χοντρή σκουροκάστανη κοτσίδα, δεμένη στην άκρη της άτεχνα με ένα άσπρο κορδελάκι. Ένα κούτσικο φιογκάκι από άσπρη, φτηνή κορδελίτσα, ξεφτισμένη στις άκρες, όλο κλωστούλες.
         Στα δυο πρώτα μαθήματα δεν είχε έρθει. Ήρθε στο τρίτο και μάλιστα αργισμένη. Χτύπαγε το κουδούνι οχτώ το πρωί (κάπως νωρίτερα από τα άλλα σχολεία που ήξερα, αλλά το λεωφορείο έφερνε τα παιδιά από το γειτονικό Μαυρονέρι νωρίς και πόσο να περίμεναν κι αυτά όσο ν’ ανοίξει το σχολείο; Βρέθηκε μια μέση λύση: χτυπούσε το κουδούνι στις οχτώ)- ναι, χτύπαγε το κουδούνι στις οχτώ, μπαίναμε για μάθημα στις οχτώ και δέκα, πρέπει να ‘χε περάσει πάνω από μισάωρο όταν άνοιξε την πόρτα χωρίς να χτυπήσει και μπήκε μέσα. «Καλημέρα, κυρία. Συγγνώμη! Καλή χρονιά» είπε κι έκανε το σταυρό της. Έπειτα πήγε και κάθισε δίπλα σε ένα κοριτσάκι που ήταν  μόνο του –στα χέρια της είχε ένα τσαλακωμένο, παλιό τετράδιο και ένα απλό μπιγκ στυλό, που τα άπλωσε μπροστά της.
         Κανονικά θα ‘πρεπε να τη μαλώσω, δεν ερχόμαστε όποτε θέλουμε στο σχολείο ούτε ανοίγουμε την πόρτα και μπαίνουμε χωρίς να ρωτήσουμε ούτε… Τα συνηθισμένα πράγματα που λέμε οι δάσκαλοι δηλαδή. Ειδικά σαν έχουμε την α΄ γυμνασίου και πρέπει να ξεμάθουν χούγια του δημοτικού, να μεγαλώσουν… Με κοίταξε όμως με ένα τόσο φωτεινό χαμόγελο, τόσο αθώο και τόσο γεμάτο από μια λάμψη που δεν ήθελε πολύ για να είναι μια άδολη αγάπη, που δεν το άντεξα. Όχι να τη μαλώσω δεν μπόρεσα αλλά ούτε καν μια νουθεσία της προκοπής δεν βγήκε από τα χείλη μου, να γίνει παράδειγμα για τα υπόλοιπα παιδιά –ανάμεσά τους η κόρη του διευθυντή και ένα ανήψι του κοινοτάρχη. Για να σώσω τα προσχήματα ψιθύρισα σχεδόν κάτι σαν «να μην ξαναργήσεις άλλη φορά και να χτυπάς την πόρτα».
         Δεν έμαθε ποτέ να χτυπάει την πόρτα. Η Κοραλία. Έτσι την έλεγαν. Πού βρέθηκε το θαλασσινό όνομα πάνω στα βουνά; Μυστήριο. Δεν έμαθε ποτέ να χτυπάει την πόρτα. Και έτυχε πολλές φορές να αργήσει μέσα στη χρονιά. Έμπαινε σα σίφουνας στην τάξη, καθόταν στο θρανίο της, άνοιγε τα βιβλία και τα τετράδιά της και μ’ άκουγε με  συγκινητική προσήλωση.  Τα μεγάλα καστανά μάτια της με τις πυκνές βλεφαρίδες που σκίαζαν τα κόκκινα φουσκωτά μάγουλα,  άνοιγαν διάπλατα για μερικά λεπτά αλλά έπειτα από λίγο το βλέμμα της έχανε την αστραφτερή αφοσίωση και περιπλανιόταν στο χώρο, για να καρφωθεί  στο μεγάλο παράθυρο και τις εικόνες που άφηνε να μπαίνουν μέσα στην τάξη. Δεν έκανε ποτέ φασαρία, δεν έπαιρνε μέρος στις σκανταλιές των άλλων, αλλά στο κεφαλάκι της δεν πέρναγε εύκολα καμιά γνώση.

          Η οικογένειά της ήταν φτωχή, οι γονείς της αγράμματοι αγρότες, που, αν δεν τους υποχρέωνε ο νόμος, δεν θα  την έστελναν καθόλου στο Γυμνάσιο. Κι άλλα παιδιά της οικογένειας είχαν εγκαταλείψει το σχολείο νωρίς. Στο χωριό ‘λέγαν κι άλλα, πως ο πατέρας έπινε και συχνά-πυκνά ακούγονταν μαλώματα και κλάματα από το σπίτι τους. Αλήθεια, ψέματα ποτέ δεν έμαθα ακριβώς. Κανένας δεν βρέθηκε να πει σταράτες κουβέντες. Πάντως ζόρια οικονομικά πρέπει να πέρναγαν, φαίνονται τα παιδιά που είναι καλοζωισμένα.
         Η Κοραλία είχε χέρια δυνατά, οι παλάμες της ήταν ήδη αργασμένες από τις δουλειές της γης. Ήξερε να σπέρνει, να κλαδεύει, να μαζεύει τον καρπό, σήκωνε κοφίνια με ελιές, τάιζε τις κότες, βόσκαγε τις κατσίκες και κράταγε χωρίς πρόβλημα ένα σπίτι ολόκληρο σαν έλειπε η μάνα της για καμιά δουλειά. Κι έλειπε συχνά. Μου το ‘λεγε η ίδια για να δικαιολογηθεί, όταν την έπιανα άγραφτη κι αδιάβαστη «Μη φωνάξεις, κυρία. Πάλι έλειπε η μάνα μου, είχα όλο το σπίτι στο κεφάλι μου» - ήταν  απ’ τα μεσαία παιδιά αλλά ήταν η μεγαλύτερη κόρη, αυτή αναλάμβανε σαν δεν μπορούσε η μάνα. Τον ενικό δεν κατάφερε κανείς να της τον κόψει, ό,τι κι αν της λέγαμε όλοι μας, μα ήταν ένας ενικός τόσο σεβαστικός, που στο τέλος ξέχναγες τους τύπους κι αφηνόσουν στη γλυκιά ουσία της αυθεντικότητας.

       Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πλάσμα. Οι κινήσεις της ήταν άγαρμπες, μπρούτες, τα χέρια της μύριζαν νοτισμένο χώμα και πορτοκάλι, στα ρούχα της –άκομψα ρούχα που τόνιζαν τα φαρδιά υποσχετικά λαγόνια της,  γυναίκας φορεσιές πάνω στο άγουρο κορμί της παιδούλας, που έδινε την εντύπωση ότι  σε λίγα χρόνια θα έφερνε στον κόσμο μια αρμαθιά γερά παιδιά-  στα ρούχα της πάντα έβρισκες μικρούς λεκέδες –λίγη λάσπη, ας πούμε, πιτσιλιές του ασβέστη από το κοτέτσι που ασβέστωνε μόνη της μια φορά την εβδομάδα, καμιά λαδιά από το φαγητό που είχαν βάλει να ψήσουν τα χαράματα, πριν ξεκινήσει η οικογένεια για τις δουλειές της. Η περπατησιά της είχε δύναμη, νόμιζες πως τα πόδια της θα τρυπήσουν τη γη και στη φωνή της τρεμόπαιζε το μεγάλωμα που ερχόταν κι αυτή το καλωσόριζε χωρίς τσιριμόνιες και φόβους, αλλά και χωρίς να βιάζεται. Παιδί ήταν ακόμα, δεν ήξερε άλλο τρόπο να είναι.
         Με πόναγε που δεν έπαιρνε τα γράμματα. Ήθελα να ανοίξει ο νους της, να δει που υπάρχουν και τόσα άλλα πράγματα στη ζωή. Μόνο στον Όμηρο τα κατάφερνε. Γιατί την άκουγε σαν παραμύθι την «Οδύσσεια». Σαν τα παραμύθια που της έλεγε η γιαγιά της, με τις ξωθιές και τα μαρμαρωμένα κορίτσια, που τα φιλάει ο πρίγκιπας και γίνονται βασίλισσες πάλι με μιας… Διάβαζα το απόσπασμα που έπρεπε να επεξεργαστούμε κι όση ώρα διάβαζα με κοίταζε γοητευμένη. Δεν κοίταζε μέσα στο βιβλίο της, σαν τ’ άλλα παιδιά, εμένα κοίταζε. Άκουγε άπληστα κι όπως το συνήθιζε καμιά φορά να λέει δυνατά ό,τι ένιωθε –«κυρία, πεινάω, να πάω να πάρω ένα κουλούρι;», «Αύριο έρχεται ο αδερφός μου ο φαντάρος»… φράσεις που της πέταγε ξαφνικά μέσα στο μάθημα, την ώρα που έκανα μια ερώτηση ή κάποιος συμμαθητής της διάβαζε την εργασία του, σημάδι φανερό πως η Κοραλία βαριόταν κι είχε ήδη φύγει από την τάξη-  κι όπως το συνήθιζε, λοιπόν, να λέει δυνατά ό,τι ένιωθε, όπως της ερχόταν, άπλωνε τα μεγάλα χέρια της προς εμένα, όπως κάνουμε στους αθλητές που θέλουμε να τους δώσουμε κουράγιο να φτάσουν στο τέρμα και να κόψουν την  κορδέλα, και μου φώναζε σχεδόν, παράκληση και προσταγή μαζί, «μην το κόβεις, κυρία, τώρα στο καλύτερο… μετά, τι έγινε μετά;».  Ενίοτε συνόδευε την ανάγνωσή μου με επιφωνήματα μιας αξιοζήλευτης συναισθηματικής συμμετοχής, που έκαναν τους συμμαθητές της να γελούν, εκείνη να κοκκινίζει κι εμένα –χωρίς να το λέω- να νιώθω πως αυτό το αυθεντικό πλάσμα έβρισκε τέτοια χαρά στον Όμηρο που όλοι μαζί οι καθηγητάδες από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, δεν θα την έβρισκαν ποτέ. Κάπως έτσι θα ένιωθαν και ‘κεινοι, οι σύγχρονοι του Ομήρου, που θα περιτριγύριζαν τον ραψωδό για να τον ακούσουν να τους διηγείται για χιλιοστή φορά αλλά πάντα πρώτη, τα κλέη των ηρώων και τους έρωτες των θεών.


         Μια μέρα, αργά το φθινόπωρο, έμπαινε ο χειμώνας πια, δίδαξα την ενότητα «δημοτικό τραγούδι» και ζήτησα από τους μικρούς μαθητές μου να μου φέρουν δημοτικά τραγούδια της περιοχής τους. «Όσοι έχετε κασετόφωνο» είπα «βάλτε τον παππού ή τη γιαγιά να σας τραγουδήσουν ένα τραγούδι ή φέρτε κασέτες με δημοτικά τραγούδια που ακούτε στις γιορτές, έστω γράψτε τους στίχους από ένα τραγούδι της περιοχής». Είχα σκοπό μάλιστα να φτιάξουμε μια μικρή συλλογή και να κάνουμε μια υποτυπώδη έκδοση, για την βιβλιοθήκη του σχολείου πιο πολύ, μια εμπειρία για τα παιδιά. Την επόμενη εβδομάδα, την μέρα που είχαμε ορίσει, ήρθαν όλα το καθένα με το τραγούδι του. Είχα πάρει κι εγώ μαζί μου το παλιό κασετόφωνο και μια κασέτα με δημοτικά από τη Δόμνα Σαμίου και το Χρόνη Αηδονίδη, φωνές λατρεμένες και οι δυο.
         Εκείνη την ημέρα δοκίμασα μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις –κακές εκπλήξεις- στη ζωή μου: τα τραγούδια που είχαν διαλέξει τα παιδιά να απαγγείλουν ή να τα βάλουν να τα ακούσουμε, πόρρω απείχαν από την λαϊκή δημιουργία, την ντόπια παράδοση. Ούτε ένα νανούρισμα, ούτε ένα νυφιάτικο, τίποτε. Πανηγυριώτικα της εποχής, τραγουδισμένα από φωνές στριγκιές και τσιριχτές μαζί, μπερδεμένοι ήχοι νησιώτικων με τα κλαρίνα των βουνών και άθλιοι στίχοι, ανέμπνευστοι και φτηνοί, μακριά από την ομορφιά και τη λιτότητα που ξέρουμε από το πραγματικό δημοτικό τραγούδι.
         Θύμωσα πολύ. Αυτό που έβλεπα, περισσότερο ακόμα κι από αυτό που άκουγα, δεν μου άρεσε καθόλου. Τα παιδιά διασκέδαζαν, χειροκροτούσαν, επαναλάμβαναν τους στίχους και φυσικά θεωρούσαν ότι αυτό που άκουγαν ήταν δημοτικό τραγούδι. Κι η Κοραλία ανάμεσά τους, που σειόταν και λυγιόταν καθισμένη στην καρέκλα της και γέλαγαν τα πυκνά τσίνορα απ’ τα οποία κρέμονταν χιλιάδες «όπα», που ονειρευόταν να πει στη ζωή της. Έκοψα ένα τραγούδι στη μέση και προσπάθησα να εξηγήσω, όσο πιο ευγενικά μπορούσα, ότι αυτά δεν είναι γνήσια δημοτικά τραγούδια και πως αυτό που τους είχα ζητήσει ήταν να τους πουν οι γονείς τους και οι παππούδες τους τραγούδια της περιοχής. Με κοίταζαν σαν να μην καταλάβαιναν τι τους έλεγα και κάποια ανάμεσά τους μου ψέλλισαν «αυτά ακούμε εμείς εδώ, και στο χωριό και στη Λειβαδιά, αυτά ακούμε». Τότε τους ζήτησα να κάνουν ησυχία, διάλεξα ένα όμορφο τραγούδι με τη Δόμνα Σαμίου, τώρα πια δεν θυμάμαι ποιο ήταν, αλλά ήταν ένας χαρούμενος σκοπός που σ’ έκανε να θες να σηκωθείς και να χορέψεις κι ας μην ήξερες τα βήματα. Σαν τέλειωσε το τραγούδι, περήφανη που -έτσι νόμιζα- είχα κάνει τους μαθητές μου συμμέτοχους σε μια μουσική ευωχία, ρώτησα: «Πέστε μου, παιδιά, τι διαφορά είχε το τραγούδι που σας έβαλα εγώ από τα όσα ακούσαμε προηγουμένως;».
         Δεν ήξερα πόσο δύσκολη ήταν η ερώτηση που έκανα στα μικρά παιδιά, που δεν είχαν τα παραδοσιακά ακούσματα που είχα θεωρήσει πως είχαν. Που είχαν μεγαλώσει κι αυτά με την τηλεόραση και που άκουγαν ό,τι ακριβώς άκουγαν τα παιδιά της πόλης. Τότε πρόσεξα την Κοραλία. Δεν μιλούσε. Κοιτούσε ίσια μπροστά της και με τα χέρια της έπλεκε και ξέπλεκε την άκρη της κοτσίδας της. Σα να σκέφτονταν τα χέρια της, δούλευαν τις τουφίτσες περνώντας τη μια μέσα στην άλλη και πάλι τις ξέλυναν… σαν να σκέφτονταν τα χέρια της. Έβλεπα που κάτι ήθελε να πει, αλλά δεν ήταν έτοιμη, δεν έβρισκε τα λόγια ίσως. Μου φάνηκε πως παιδευότανε. Άλλη φορά δεν την είχα δει έτσι.  Γύρισε τα μάτια της προς εμένα, έριξε το βλέμμα της μέσα στα μάτια μου, λες κι ήθελε να μου δείξει τι έβλεπε, ακόμα πιο πολύ να μου δείξει αυτό που ένιωθε και να βρω εγώ τις λέξεις να το πω για ‘κείνη.
         Έμεινε λίγο έτσι να με κοιτάει κι έπειτα, αφήνοντας μισοτελειωμένη την κοτσίδα, όπως το συνήθιζε, χωρίς να ζητήσει το λόγο, είπε δυνατά, καλύπτοντας ένα μουρμουρητό που είχε σηκωθεί στην τάξη, καθώς κουβέντιαζαν τα παιδιά μεταξύ τους την ερώτηση: «δεν ξέρω να σου το πω, κυρία, αλλά αυτό που έβαλες εσύ, να, εδώ μου, μέσα μου…»  και είχε μαζέψει τα χοντρά δυνατά δαχτυλάκια της όλα μαζί, πέταλα ενός λουλουδιού που θα άνθιζε από ώρα σε ώρα και ακούμπησε αυτήν ανθοδέσμη από δάχτυλα πάνω στο στέρνο της και την έσπρωχνε με μαλακά χτυπήματα να μπει μέσα στη καρδιά της και να μου δείξει τι εννοούσε. Αυτό που δεν μπορούσε να πει με τα λόγια, το έλεγαν τα λαλίστατα δάχτυλα και η κίνηση πάνω στο στέρνο από ένα χέρι που έψαχνε το δρόμο για την καρδιά. «Εδώ μου, μέσα μου» κι ήταν αυτό το «μου» δίπλα στο «εδώ», τόσο αταίριαστη σύνταξη, ένα λάθος στην πραγματικότητα,  που, όμως,  έκανε τη φράση μοναδική, μια έκλαμψη ποίησης, η λαϊκή δημιουργία που γύρευα να καταλάβουν τα παιδιά… «Εδώ μου, μέσα μου».

Η Κοραλία, που δεν έπαιρνε τα γράμματα.

Έχουν περάσει πια πολλά χρόνια. Τη φέρνω συχνά στο νου μου την Κοραλία. Θα ‘χει πια δικά της παιδιά που θα πηγαίνουν μάλλον στο ίδιο σχολείο. Και θέλω να πιστεύω πως έγινε ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Και οι γύρω της επίσης.



Μεγάλη Βδομάδα του 2012






Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 5:59 π.μ. 3 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

ΘΕΩΡΗΜΑ 1: ΠΡΩΙΝΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

Μνήμη Μιχάλη Κ.

Δεν ξέρουμε κι όταν μάθουμε
αυτοί που έπρεπε να το μάθουν πρώτοι
δεν είναι πια εδώ.
Πώς φτάνει ως τους νεκρούς η συγγνώμη;

Η Δάφνη και το βουνό

 Είδα το Θεό. Τ’ ορκίζομαι πως λέω αλήθεια. Τον είδα. Ένα απόγευμα. Είχε βρέξει πριν. Έβρεχε όλο το μεσημέρι, μπορεί και πιο πολλές ώρες να έβρεχε, δεν θυμάμαι. Και μόλις το ρολόι χτύπησε πέντε, ακριβώς την ώρα που το ρολόι χτύπησε πέντε, αυτό το θυμάμαι γιατί κοίταζα όλη την ώρα το ρολόι, το κοίταζα με αγωνία και φόβο, έπρεπε στις εφτά να πάω στον πατέρα μου, στο νοσοκομείο, και να μείνω εκεί, δίπλα του, δίπλα σ’  αυτό που κάποτε ήταν ο πατέρας μου και τώρα κρατούσε φυλακισμένα τα υπολείμματα του, έπρεπε να πάω εκεί και να μείνω κοντά του, όλη τη νύχτα αν ήταν δυνατόν και να του μιλάω προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου ότι μ’ ακούει, ότι κάτι εκεί μέσα, μέσα στο σώμα αυτό που ήταν του πατέρα μου, που ήταν ο πατέρας μου, καταλαβαίνει. Κάτι εκεί μέσα είναι ακόμα ο πατέρας μου και μπορεί να συλλάβει μέσα στο δικό του τρόμο, μέσα στον αποπνικτικό τάφο του κορμιού του την αγάπη και το φόβο και να με ελεήσει με ένα βλέμμα, ένα φευγαλέο, τελευταίο βλέμμα, να με ελεήσει με μια πράξη ζωής που θα πάρει το θάνατο μακριά, ένα νεύμα ζωής θα ήταν αρκετό για να πάρει μακριά το θάνατο, ένα φτερούγισμα των βλεφάρων για μένα, για την κόρη του, τη μοναδική του κόρη που κι αν δεν τη γέννησε το κορμί του, είναι δική του πιο πολύ από κάθε άλλον στον κόσμο, ένα και μοναδικό φτερούγισμα των βλεφάρων, μια ανεπαίσθητη σύσπαση των μικρών μυών που κινούν το πετσί που προστατεύει τα μάτια, αυτό το ρυτιδιασμένο πετσί με τα πεσμένα βλέφαρα, γυαλιστερό από το σμήγμα, χαρακωμένο από ένα ρυάκι γαλάζιο και δυο τρία μικρότερα κόκκινα… Κι όσο πλησίαζε η ώρα μεγάλωνε αυτό το θλιβερό καβούρι που δάγκωνε τους βρόγχους κάνοντάς με να πνίγομαι κι άκουγα τις βουές της μικρής πολιτείας σα να ‘ταν ξένες, μια αποτρόπαιη μπάντα στριγκών ήχων που πότε ξεθώριαζαν ευεργετικά και πότε έφταναν σε οξύτατα κακόφωνα κρεσέντι που έσκιζαν τ’ αυτιά μου και με ξεχώριζαν σε κομμάτια.
 Ναι, ήταν πέντε ακριβώς. Το ξέρω γιατί άκουσα καθαρά τα χτυπήματα του ρολογιού και τα μέτρησα ένα ένα, τα άκουσα όχι απειλητικά, όχι μοιραία, αλλά σα βλάσφημη υπενθύμιση και δεν τρόμαξα. Τα μέτρησα ένα ένα και δεν τρόμαξα, μόνο κοίταξα το ρολόι σαν εχθρό, κοίταξα το ρολόι σαν ένα παλιό γνώριμο εχθρό που συγκατανεύει γεμάτος αλαζονεία και σιγουριά, που συγκατανεύει μέσα στο θρίαμβό του, όχι όμως τη νίκη του. Σηκώθηκα τότε και πήγα στο παράθυρο και είδα τη βροχή να σταματάει, την είδα ακριβώς τη στιγμή που σταματούσε κι είδα ένα πουλί με βρεγμένα φτερά να τινάζει το λαιμό του και ν’ αλλάζει κλαρί πάνω στην καχεκτική γέρικη νεραντζιά, που δεν ξέρω ποιος φύτεψε ανάμεσα στις τόσες θαλερές λεύκες, ποιος τη φύτεψε και πότε, αλλά είναι εκεί λες από πάντα, άσχημη, καχεκτική και καμπούρα, με τον κορμό της πληγωμένο από τα παράσιτα, το τετράγωνο που της αντιστοιχεί στο σπασμένο τσιμέντο του πεζοδρομίου με χώμα άνυδρο, σκόνη πιο πολύ παρά χώμα, γεμάτο από τα περιττώματα των σκύλων της γειτονιάς που λες και την εκδικούνται και πάνε όλοι εκεί, κι αυτή επίμονα τους περιφρονεί και πεισματικά συνεχίζει να γεννάει μερικά κακοφτιαγμένα θεόπικρα νεράντζια, που ωριμάζουν αργά-αργά πάνω στα κλαριά της και πέφτουν αγύρευτα στη γη κατόπιν με μια κίνηση που ορίζει με χάρη, ναι, με χάρη, κάπως βαριά, αλλά πάντως χάρη, την έννοια της ευθείας.
Είδα τη βροχή να σταματάει και είδα τα σύννεφα να υποχωρούν και να εγκαθίσταται στον ουρανό το πιο απίστευτο γαλάζιο χρώμα, γαλάζιο με μια υποψία κίτρινου στις άκρες του ορίζοντα, τόσο γαλάζιο όσο ποτέ δεν φανταζόμουν ότι μπορεί να υπάρχει και νομίζω πως συγκινήθηκα και ίσως να χάρηκα μάλιστα κι ήθελα να μείνω εκεί να το κοιτάω αυτό το φωτερό γαλάζιο, το φτερωτό γαλάζιο, να το κοιτάω χωρίς να ακούω το ρολόι, με το ρυθμικό διάφανο των χτύπων του, το ρυθμικό διάφανο του χρόνου που παίρνει σχήμα και γεμίζει μορφές από τα δωμάτια και από τα σώματα των ανθρώπων, από την καθημερινότητα και την εξαίρεσή τους, που παίρνει σχήμα από τις πράξεις τους και είναι οι πράξεις τους, ο διάφανος άνοστος χρόνος.
Τότε τον είδα. Το γαλάζιο διαιρέθηκε σαν κύτταρο, άνοιξε στη μέση φτιάχνοντας ένα οκτώ που οι κύκλοι του αποκολλούνταν σιγά-σιγά αφήνοντας ένα σκοτεινό κενό εκεί που πριν ήταν το σημείο της ένωσής τους, ένα σκοτεινό κενό σα ρήγμα βαθύ, απύθμενο, σα ρήγμα άγριο και αφύλακτο, μια ρωγμή όπου έβραζε το μηδέν κραταιό και ήξερα πολύ καλά, ήξερα με μια διαύγεια τόσο απόλυτη που καμιά λέξη να μην μπορεί την πει, ναι, ήξερα ότι αυτό ήταν ο Θεός. Αυτή η ρωγμή που ήταν έτοιμη να τα ρουφήξει όλα με βιαιότητα, αυτή η ανελέητη ρωγμή που έχασκε γεμάτη δύναμη και περιφρόνηση, αυτή η σιωπηλή και σκοτεινή ρωγμή, ήταν ο Θεός. Με κοίταξε και χάθηκε. Με κοίταξε λες και ήταν εκεί μόνο για μένα, μόνο για να τον δω εγώ, να τον δω ότι με βλέπει και με περιμένει, όχι σα μοίρα, απλά με περιμένει και θα με νικήσει, θα νικήσει τον καθένα μας προσωπικά για να διορθώσει το λάθος που έκανε πριν από εκατομμύρια χρόνια, πώς αλλιώς να το πω, πριν από το χρόνο ίσως; το λάθος που έκανε να ξεχαστεί και να επιτρέψει  την αποδέσμευση της ζωής και την αυτονομία της.
Εχτές το βράδυ είδα δυο ανθρώπους. Περπατούσα με τα χέρια στις τσέπες, με το κεφάλι χωμένο βαθιά στο γιακά του παλτού μου, περπατούσα γρήγορα κι έστριψα την Παύλου Μελά και βγήκα στην Τσουρούτη Αναστασάκη κι ήταν σκοτεινά. Το πρωί είχαμε το μνημόσυνο του πατέρα κι είχαν έρθει όλοι, όλοι εκτός από τη θεία Κατερίνα, και από τον άντρα της θείας Κατερίνας κι η μητέρα είπε πως της κακοφάνηκε που η μεγάλη αδερφή του πατέρα δεν ήρθε στο μνημόσυνο του αδερφού της ενώ ήρθαν όλοι οι άλλοι, ήρθαν όλοι, είπε, αλλά τι είναι όλοι όταν λείπει ο πατέρας μου; Πώς στήνουμε ξανά και ξανά αυτό το όλοι, αυτό το ψεύτικο όλοι, αφού αυτοί που το αποτελούν δεν είναι όλοι εδώ; Το πρωί είχαμε το μνημόσυνο του πατέρα μου και το βράδυ βγήκα να κάνω έναν περίπατο στο κέντρο της πόλης, όπως κάθε βράδυ. Εδώ και καιρό έχω συνήθειες και με τρομάζει. Και επίσης σκέφτομαι πως τίποτε δεν άλλαξε από τη μέρα που με φώναξαν στο νοσοκομείο και μου είπαν «απεβίωσε» κι εγώ δεν καταλάβαινα τους κοιτούσα χωρίς να καταλαβαίνω, μου μιλούσαν μια γλώσσα άγνωστη, μου απηύθυναν λέξεις χωρίς νόημα, πρατσγφτυιγκ, κλιφτθμνς, απεβίωσε…κι ήρθε ο γιατρός και είπε «Δεσποινίς, ο  πατέρας σας… λυπάμαι», ήταν ο γιατρός που εφημέρευε, όχι ο δικός του γιατρός, αυτός ήρθε λίγο αργότερα και μετά μου έκαναν μια ένεση κι όταν άνοιξα τα μάτια μου ήταν δίπλα μου η θεία Κατερίνα και η Δομινίκη, η μικρή της κόρη, και είπε η θεία Κατερίνα «πρέπει να κάνεις κουράγιο, Δάφνη, αναπαύτηκε» κι εγώ έλεγα μέσα μου λόγια πολλά, μ’ έπνιγαν οι λέξεις, σαν ηφαίστειο που έχει εκραγεί κι έρχεται κύματα κύματα η λάβα, έτσι έρχονταν οι λέξεις και στριμώχνονταν πίσω απ’ τα δόντια, μέσα στο κλειστό στόμα στριμώχτηκαν όλες και χόρευαν ένα χορό εφιαλτικό και πρόστυχο, κι ήταν λέξεις απαγορευμένες όλες, βρώμικες, κι ήθελα να τις πω, όλες να τις πω, να τις φτύσω πάνω στη θεία Κατερίνα, γιατί η θεία Κατερίνα μίλαγε μια γλώσσα που την καταλάβαινα και μου ‘λεγε αυτό που δεν ήθελα ν’ ακούσω, που δεν ήθελα να μάθω, ήθελα να κλείσω τ’ αυτιά  μου πριν μπει μέσα η πληροφορία, πριν μάθω, να ξορκίσω το κακό, αλλά με πρόλαβε, μου το είπε και το έμαθα κι ήθελα να χύσω πάνω της λέξεις δηλητηριασμένες να της τρυπήσω μ’ αρρώστια τη σάρκα και το νου, καταραμένη, καταραμένη, να της πω,  αλλά ήρθαν οι λέξεις όλες μαζί και δεν ήξερα ποια θα βγει πρώτη μόλις ανοίξω το στόμα μου και την ώρα που χαλάρωσαν τα χείλη μου και άφησαν ένα μικρό άνοιγμα έβγαλα τον οχετό των σπλάχνων μου πάνω της, έκανα εμετό πάνω στη θεία Κατερίνα κι η Δομινίκη δάγκωνε νευρικά τα χείλη της να μην ξεσπάσει σε γέλια τρανταχτά βλέποντας τη μάνα της σ’ αυτά τα χάλια, κι έπειτα η θεία Κατερίνα έφυγε κι ήρθε πάλι ο γιατρός και μια καθαρίστρια και μου έλεγε ο γιατρός πως πρέπει να δείξω κουράγιο και άλλα τέτοια και πως είχαν ειδοποιήσει τη μητέρα μου στην Αθήνα και ερχόταν, γιατί έλειπε η μητέρα μου εκείνη την ημέρα, εκείνη ακριβώς την  ημέρα έλειπε, είχε πάει στην Αθήνα για το δάνειο, το δάνειο που θα μας έδινε ο Αντώνης –ποιος ήταν ο Αντώνης, ποιος είναι ο Αντώνης Δεληγιάννης δεν ξέρω, δεν έμαθα ποτέ, δεν χρειάστηκε να πάρουμε το δάνειο, το δάνειο που θα πλήρωνε τα χρέη από την αρρώστια του πατέρα, πολλά χρέη και χρειαζόμασταν κι άλλα χρήματα πολλά, 'λεγαν οι γιατροί «δεν γίνεται  τίποτε» αλλά δεν το πιστεύαμε, δεν το πίστευα εγώ ούτε και η μητέρα το πίστευε –τότε κατάλαβα πως τον αγαπούσε, πρώτη φορά σε τριάντα χρόνια κατάλαβα πως τον αγαπούσε, όταν  την είδα να κλαίει, κρυφά έκλαιγε αλλά έκλαιγε πολύ και δάγκωνε τα χέρια της για να μη βάλει τις φωνές και την ακούσουμε και εγώ θύμωσα μαζί της, θύμωσα πολύ, που ακόμα και μια τέτοια ώρα το κράταγε μέσα της το αβάσταγο κι έπλενε το πρόσωπό της με κρύο νερό κι έβαζε κρέμα στο πρόσωπο, το όμορφο πρόσωπό της, και στα  μάτια έβαζε κρέμα και την έστρωνε ώρα πολλή με την άκρια των δαχτύλων να φύγει η άψα απ’ τα κλάματα, να μη φαίνονται τα κλάματα, κι εγώ θύμωνα με τα μελιά της μάτια που έκρυβαν τόσο καλά τα κλάματα κι ήταν πάντα στεγνά κι ανέκφραστα και πιο πολύ θύμωνα γιατί τον αγαπούσε, τώρα πια ήμουν σίγουρη,  όταν έφτασε στο νεκροταφείο με το μαύρο ταγέρ και τις άψογα φορεμένες κάλτσες και τις καινούριες γόβες τις λουστρινένιες που έτριζαν κάθε λίγα βήματα, τις λουστρινένιες με το μικρό φιόγκο και το ψηλό τακούνι, κι ένιωσα αποστροφή και θαυμασμό ακριβώς γι’ αυτές τις λουστρινένιες γόβες, όταν έφτασε στο νεκροταφείο και ήρθε εκεί που τον είχαν, έτοιμο τον βρήκε, μέσα στο φέρετρο, το πρόσωπό του ήρεμο, σα να κοιμόταν, έλα πατέρα, έλεγα μέσα μου, έλα πατέρα, σήκω, τι δουλειά έχουμε εμείς εδώ; Εδώ είναι ο κόσμος των νεκρών, κι όλοι αυτοί τριγύρω μας δεν είναι άνθρωποι, είναι πόρτες που ανοίγουν απειλητικές για να σε κάνουν να σφάλεις –αν τους ακούσεις, θα περάσεις από μέσα τους στο βασίλειο των νεκρών- τον βρήκε έτοιμο, μέσα στο φέρετρο με τις γλαδιόλες και τα χρυσάνθεμα, μέσα στα τριαντάφυλλα και τα γαρίφαλα που απόθεσαν πάνω  του οι συγγενείς και τις λευκές νεραγκούλες και τις τουλίπες που του ‘φερα εγώ, τον βρήκε έτοιμο, ντυμένο το κουστούμι του το μαύρο το καλό, για σένα το ‘ραψα, Δαφνούλα μου, να το βάλω στο γάμο σου, μην τον αργήσεις όμως γιατί παίρνω κιλά και δεν θα μου κάνει σε λίγο, ντυμένο με το κοστούμι του γάμου μου, κι ήταν όμορφος και σαν πιο νέος, τον βρήκε ντυμένο με το μαύρο το κοστούμι του, το καλό, που το ’χε δώσει χωρίς να με ρωτήσει η θεία Κατερίνα, ίσως και για να με εκδικηθεί είχε δώσει αυτό το κοστούμι, του γάμου μου,  και μπήκε η μητέρα, με βήμα αργό, με τη μεγαλόπρεπη αξιοπρέπειά της που έκανε τη Ρομηνή να την αποκαλεί κοροϊδευτικά «η κόμισσα» αλλά και να σηκώνεται με σεβασμό στο πέρασμά της, μπήκε μ’ αυτήν την ήρεμη μεγαλοπρέπεια και πάλι ανέκφραστο το πρόσωπό της, αδάκρυτη, έτριξαν δυο φορές οι λουστρινένιες γόβες, πλησίασε κρατώντας απαλά στα χέρια της ένα μεγάλο μπουκέτο νερόκρινα, κρατώντας τα όπως θα κράταγε ένα μωρό, τόσο απαλά μη και ξυπνήσει, ένα μωρό που κοιμόταν στην αγκαλιά της, και τα ακούμπησε πάνω του όπως θα του ‘δινε το κοιμισμένο μωρό, να το κρατήσει λίγο κι αυτός, να ακούσει την ανάσα του, να μυρίσει το σωματάκι, να το ακουμπήσει στην καρδιά του, να το καθησυχάσει ο χτύπος της, να κάνει ύπνο ατάραχο, έτσι τ’ άφησε, κι έσκυψε μετά και φίλησε το παγωμένο μέτωπο, κι έμεινε παραπάνω ώρα σκυμμένη, με τα χείλια να ακουμπούν το μέτωπο, να γεύονται την ανατριχιαστική παγωμάρα του θανάτου, έμεινε εκεί σκυμμένη παραπάνω, πολύ παραπάνω απ’ όσο κρατάει ένα φιλί κι όταν σήκωσε το πρόσωπό της, αυτό ήταν πάλι ανέκφραστο αλλά σκοτεινό, πολύ πιο σκοτεινό, και στο μέτωπο του πατέρα, δεν το είδαν οι άλλοι, εγώ όμως το είδα, στο παγωμένο μέτωπο έλαμπε αμυδρά μια ζεστή σταγόνα υγρασίας, λες κι ήθελε μ’ αυτό το δάκρυ, το κατάδικό τους δάκρυ, για κείνην και για κείνον, λες και ήθελε να βεβαιωθεί ότι η ζέστα του κορμιού της, του ζωντανού κορμιού της η ζέστα, οι χυμοί της ζωής που κυκλοφορούσαν μέσα της, δεν μπορούσαν να τον φέρουν πίσω, δεν μπορούσε να μοιραστεί τη ζωή της αφήνοντάς του ένα κομμάτι που θα τον έφερνε πίσω, κοντά της, και σκύλιασα, κι ήθελα να σηκωθώ να της βγάλω τα μάτια τότε, γιατί, αν γινόταν κάτι τέτοιο, θα ‘ταν για να γυρίσει κοντά της κι όχι κοντά μας και γιατί βεβαιώθηκα για κάτι που υποψιαζόμουνα τα τελευταία χρόνια, μονάχα τα τελευταία χρόνια, πόσο ευτυχισμένος είχε υπάρξει  δίπλα της, το μόνο που είχα στη ζωή μου ήταν ο πατέρας μου αλλά δεν ήταν μόνο πατέρας μου, ήταν και ο σύζυγός της.
Της έκανα θέση και κάθισε δίπλα μου, αμίλητη κάθισε, ακίνητη, κοιτούσε το πάτωμα, σηκώθηκαν διάφοροι κι ήρθαν για τα συλλυπητήρια, έδινε ευγενικά το χέρι, τους ευχαριστούσε ψιθυριστά, μετά τον τέταρτο, όσο να πλησιάσει ο επόμενος, άπλωσε το αριστερό της χέρι κι άρπαξε, ναι άρπαξε, με λαχτάρα και τρόμο το δικό μου, το άρπαξε και το  κράτησε όπως ο πεινασμένος μια φέτα ψωμί τρέμοντας μπροστά στην ανέλπιστη ευτυχία, κρατώντας το εύρημα  σφιχτά στη χούφτα του και κρυμμένο για να μην του πάρει κανείς, το κράτησε το χέρι μου έτσι ακριβώς κι ανάμεσα στο επόμενο ευχαριστώ και τη νέα αναμονή «πάρε με από δω» μουρμούρισε με απελπισία «πάρε με από δω, παιδί μου, δεν αντέχω» και δεν ήξερα αν εννοούσε τα συλλυπητήρια ή το νεκρό πατέρα μου αλλά την αγκάλιασα, δηλαδή πέρασα το χέρι μου γύρω από τους ώμους της και ξέροντας πόσο κακό της έκανα, είπα «ξέρεις πως δεν κάνει».
Ήρθε ο γιατρός, λοιπόν, και μου ‘λεγε  πως την είχαν ειδοποιήσει τη μητέρα μου και πως ερχόταν, με το πρώτο αεροπλάνο ερχόταν, και πως η θεία μου είχε αναλάβει όλες τις μακάβριες λεπτομέρειες γι’ αυτό που έπρεπε να γίνει. Είπε αυτό που έπρεπε να γίνει, δεν είπε τη λέξη, μπορεί να φοβήθηκε, εμένα ή τη λέξη δεν ξέρω. Ακόμα δεν ξεκαθάρισα, φοβούνται οι γιατροί το θάνατο; Τον λένε Στέργιο το γιατρό, Στέργιο Πουλόπουλο, μ’ αρέσει τ’  όνομά του και το λέω όποτε μπορώ, ούτε κι αυτός είναι από τη Ρομηνή, ήρθε πριν από καιρό στο δημόσιο νοσοκομείο, του άρεσε η μικρή πόλη κι έμεινε, κάπου-κάπου σκέφτεται να φύγει, να γυρίσει στη δική του πόλη, μικρή πόλη κι αυτή αλλά του κάμπου, το μετανιώνει,  «γιατί να το κάνω, περιστέρι μου;» λέει. «Κι εκεί  μικρός ο τόπος κι εδώ μικρός». Κι αλήθεια είναι.  απ’ τη μια άκρη, το Μικρό Ακρωτήρι, ως πάνω στο λόφο, στη Νέα Πόλη, μια ώρα μια ώρα και κάτι με τα πόδια, λίγο πιο μεγάλη είναι η απόσταση από το Μεγάλο Ακρωτήρι στα ανατολικά, στα Γκρεμά,  που οι παλιότεροι τα λέγανε Καϊδια, αλλά κανείς ποτέ δεν ξεδιάλυνε γιατί, ως την άγρια παραλία στα νότια με τα κοφτερά βράχια και την υπόγεια σπηλιά. «Τόσος είναι κι ο δικός μου τόπος, περιστέρι μου», λέει. «Μόνο που εδώ έχει θάλασσα».  «Εδώ θα μείνεις; Για πάντα;» τον ρώτησα. Είπε: «πάντα ήθελα να αποκτήσω ρίζες».
«Τότε γιατί δεν έμεινες στον τόπο σου;»
 «Γιατί εκεί οι ρίζες ήταν ξένες»
 «Και δεν ονειρεύεσαι να ταξιδέψεις… να πας αλλού και να ‘ναι μακριά;» 
«Όχι», λέει, «παντού τα ίδια είναι. Τέτοια ονειρευόμουνα, όταν ήμουν παιδί, τώρα μεγάλωσα, έπαψα να ‘χω στο νου μου ταξίδια, θέλω ένα σπίτι δικό μου, μια γυναίκα δική μου κι ένα γιο».
 «Όμως ολημερίς κοιτάς τη θάλασσα».
 «Αυτήν κοιτάω, όχι τα ταξίδια. Μ’ αρέσει η θάλασσα. Μ’ αρέσει να κολυμπάω, να πετάω βότσαλα, να περπατάω στην παραλία. Μ’ αρέσει να ψαρεύω και να πιάνω ωραία μεγάλα ψάρια και να παινεύομαι στους φίλους μου για τη μαεστρία μου. Όταν έχω βραδινή βάρδια στο νοσοκομείο, τις ώρες που δεν κάνω επισκέψεις ή δεν έχω έκτακτα περιστατικά, σκέφτομαι τη θάλασσα, την ακούω και μ’ αρέσει, περιστέρι μου».
 «Εγώ τη σιχαίνομαι τη θάλασσα. Ήθελα φτερά, ήθελα να ‘μαι μάγισσα και να πετάω τις νύχτες πάνω σε σκουπόξυλα και να ‘μαι παντού, όλα τα ωραία να τα δω και να τα χορτάσω. Εγώ σιχαίνομαι τη θάλασσα, άκου με που το λέω, το λέω δυνατά, μ’ όλη μου την ψυχή, σιχαίνομαι τη θάλασσα, την οσμή της αρμύρας, τα φύκια που μπερδεύονται στα πόδια μου στην ακρογιαλιά, τα σιχαίνομαι και τα φοβάμαι. Σα μικρά φίδια, θα κολλήσουν πάνω μου και θα μου πιουν τη ζωή με τα αόρατα δόντια τους, άκου με, Στέργιο, το λέω… όλη μου τη ζωή το ‘κρυβα, όλη μου τη ζωή καμωνόμουνα πως την αγαπούσα, μόνο και μόνο γιατί την αγαπούσε ο πατέρας μου και δεν  ήθελα να του το  φανερώσω, δεν ήθελα να το ξέρει, την αγαπούσε τόσο που, αν το ‘λεγα, φοβόμουνα μήπως πάψει να με αγαπάει κι έπειτα συνήθισα κι όταν έβγαινα απ’ το νερό της σκουπιζόμουνα για ώρα  ως να φύγει η υγρασία της από πάνω μου και ξάπλωνα στον ήλιο να στεγνώσω ακόμα πιο πολύ. Λες και διαφορετικά θα έλιωνα, θα μου ‘παιρνε το κορμί και θα το έκανε μικρές ρευστές λεπτομέρειες από μπεζ και κόκκινο. Αλλά δεν του το είπα ποτέ…  Τον άφηνα να με πηγαίνει συχνά απ’ την αρχή του καλοκαιριού μέχρι τις πρώτες μπόρες του φθινοπώρου για μπάνιο κι όταν είχε δουλειά και δεν μπορούσε κι έλεγε «συγγνώμη, Δαφνούλα μου, σήμερα δεν γίνεται, αύριο όμως θα πάμε οπωσδήποτε» πάλι δεν του το ‘πα… Τώρα το λέω, σε σένα το λέω, τη σιχαίνομαι τη θάλασσα…».
 «Ησύχασε, περιστέρι μου, μια μέρα κι εσύ θα την αγαπήσεις, έτσι παράφορα, όπως ο πατέρας σου κι εγώ, όταν πια δεν θα θέλεις ταξίδια, θ’ αγαπήσεις τη θάλασσα»
 « Μ’ αγαπάς, Στέργιο;»
 « Όχι ακόμη, περιστέρι μου. Μα θέλω να ζήσουμε μαζί και να κάνουμε παιδιά».
         Έχει μύτη γαμψή και τα χείλη του είναι λεπτά και κόκκινα. Κοιτάζει τα πράγματα σαν να είναι ζωγραφιές. Χαμογελάει επαγγελματικά, από συνήθεια, κάτω απ’ το χαμόγελο το κενό και φυσάει ένας άνεμος, σηκώνει ψηλά φύλλα και χαρτιά, κι αυτός δεν το ξέρει. Μερικές φορές ανατριχιάζω, τον φοβάμαι μερικές φορές. Όμως όταν έφυγε, πέρυσι την άνοιξη που έφυγε και πήγε στο χωριό του κι έλειψε πολύ, ήθελα να γυρίσει, δεν του το είπα αλλά ήθελα να γυρίσει και ήθελα να μ’ αγαπάει ούτε αυτό του το είπα αλλά ήθελα να γυρίσει και να μ’ αγαπάει. Όταν γύρισε, όλα ήταν όπως πρώτα, λες κι ο μήνας που ‘λειψε δεν υπήρχε στο ημερολόγιο, μια απουσία που δεν συνέβη. Ήθελα να γυρίσει και να μ’ αγαπάει. Γύρισε ακριβώς τη μέρα που μου είχε υποσχεθεί και είπε «ήταν ωραία, περιστέρι μου. του χρόνου θα σε πάρω μαζί μου».
Απόσπασμα  από τη νουβέλα "Θεώρημα 1: Πρωινός Περίπατος" 
 (περιέχεται στο βιβλίο "Η ΔΑΦΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΒΟΥΝΟ" (2 νουβέλες),
Εμπειρία, Αθήνα, 2009, σσ. 7-33)

Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 8:04 π.μ. 1 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

Ο ΣΚΥΛΟΣ ΝΩΝΤΑΣ. Μια ιστορία χωρίς κρυφά μηνύματα και υψηλούς στόχους.



Είμαι ζωοφοβική. Δεν ντρέπομαι  να το ομολογήσω.  Ή, ακριβέστερα, δεν ντρέπομαι να το ομολογήσω πλέον. Πώς γεννήθηκε αυτός ο φόβος μέσα μου δεν το γνωρίζω –κάποια επίθεση σκύλου, όταν ήμουν ακόμη νήπιο; Η επιρροή  της επίσης ζωοφοβικής μητέρας μου; Μάλλον αυτό το τελευταίο μέτρησε αλλά δεν εξηγεί εντελώς γιατί αυτός ο τρόμος που με ταλάνιζε για χρόνια –με ταλανίζει ακόμα- μπροστά στη θέα ενός ζώου, για επαφή μαζί του βεβαίως ούτε λόγος. Όταν ήμουν παιδί, και αργότερα, κατά τη διάρκεια της εφηβείας και της πρώιμης νεότητας αρκούσε να δω από μακριά ένα σκύλο, ιδίως ένα κινούμενο σκύλο, που βάδιζε ή έτρεχε περιχαρής και κουνώντας την ουρά του για να το βάλω κυριολεκτικά στα πόδια και να αναζητήσω τρέμοντας και κάθιδρη καταφύγιο σε παρακείμενο μαγαζί ή πυλωτή πολυκατοικίας. Και αυτός ο φόβος απλωνόταν σε όλα τα ζώα, όσο μικρά και αθώα κι αν ήταν, και στα πουλιά επίσης.  Ενθυμούμαι πως κάποτε βρέθηκα σε αγροικία φίλων των γονιών μου που διέθετε ορνιθώνα. Οι κότες τριγύριζαν ελεύθερες στην αυλή κακαρίζοντας και ψάχνοντας στο έδαφος για την τροφή τους, ενίοτε ανέβαιναν και στη χαμηλή βεράντα, όπου είχαμε καθίσει για να προστατευτούμε από τον καίοντα ήλιο του μεσημεριού. Έζησα ένα δράμα, δεν ευχαριστήθηκα ούτε το δροσερό υποβρύχιο, ούτε τα φρούτα τα μόλις κομμένα από τα δέντρα του κτήματος, ούτε καν αυτό το φρέσκο αυγό που μου σέρβιρε με περισσή φροντίδα η κυρία που μας φιλοξενούσε. Με απασχολούσε συνεχώς το σε αραιά διαστήματα πέρασμα των ορνίθων από την βεράντα.   
Παραδόξως ουδέποτε φοβήθηκα τα έντομα –κατσαρίδες, αράχνες και τα τέτοια. Αντιθέτως, τα αντιμετωπίζω πάντα με περισσή γενναιότητα, χωρίς σιχασιά και με μεγάλη ψυχραιμία. Τα λιώνω χωρίς τύψεις ή τα ψεκάζω με μεγάλη ευθυβολία με τα ειδικά εντομοκτόνα, που έχω πάντα στο σπίτι. Έχω βεβαίως κάποιες τύψεις για το οικολογικό κόστος, αλλά φαντάζομαι ότι δεν θα ανατραπεί το βιοσύστημα της πολυκατοικίας στην οποία διαμένω από μερικές κατσαρίδες λιγότερες. Επίσης, παραδόξως, τα μόνα ζώα που δεν μου δημιούργησαν ποτέ συναισθήματα τρόμου είναι τα φίδια. Αλλά αυτά τα έχω δει μόνο σε ταινίες και στις προθήκες ζωολογικών κήπων και μάλλον δεν αποτελούν εξαίρεση στη ζωοφοβία μου. Πιθανότατα βαθιά μέσα μου να γνωρίζω πως, ως κάτοικος της πόλης, που σπανίως χαίρεται περιπάτους σε μακρινές εξοχές, μάλλον δεν θα έχω ποτέ την ευκαιρία να συναντηθώ με κανένα εκπρόσωπο του είδους.
Πρέπει πάντως να ομολογήσω και κάτι ακόμα, που μάλλον θα ακουστεί ως παραδοξολογία. Αγαπώ τα ζώα. Τα θαυμάζω. Κάθε είδος για διαφορετικούς λόγους και όλα μαζί για την απλότητα και την οριστικότητα της ύπαρξής τους. Νιώθω μάλιστα μεγάλη ενοχή για όσα απίστευτα διαπράττει ο άνθρωπος εναντίον τους, για τα βάσανα και τις καταστροφές στις οποίες υποβάλλει τη φύση, υποχρεώνοντας γένη ολόκληρα να εξαφανιστούν από προσώπου γης, ζώα ωραία με χιλιετηρίδες ύπαρξης σε ό,τι μπορούμε καταχρηστικά να ονομάσουμε ιστορία τους. Ας είναι. Ναι, ζωοφοβική μεν αλλά αγαπώ τα ζώα δε. Θυμώνω με όσους τα κακοποιούν, πού και πού δίνω κανένα μικρό ποσό σε οργανώσεις προστασίας ειδών υπό εξαφάνιση ή φροντίζω να αφήσω διακριτικά και χωρίς να λερώνω το χώρο λίγη τροφή για κανένα δύστυχο σκύλο. Φαντάζομαι ότι δεν είναι αυτή η συμπεριφορά μου μοναδική. θα πρέπει να υπάρχουν πολλοί σαν και μένα και αυτή η σκέψη με παρηγορεί.
Με τα χρόνια η κατάσταση μου έχει κάπως βελτιωθεί. Ιδίως όταν περπατώ με κάποιον άλλο ζωοφοβικό, τη μητέρα μου ή τη νεαρή εξαδέλφη μου ας πούμε, υπερνικά η διάθεση της βοήθειας, το αίσθημα της προστατευτικότητας που με διακατέχει βασανιστικά και δύσκολα το τιθασεύω για να μη γίνει ενοχλητικό. τότε  με γενναιότητα αναλαμβάνω να περάσω τον άλλον δίπλα από ένα σκυλί ή μια μικρή αγέλη σκύλων είτε να εκδιώξω με τρυφερότητα το γάτο που μας παρενοχλεί εκλιπαρώντας λαίμαργα για τροφή σε κάποιο εστιατόριο ή ταβέρνα. Μάλιστα είναι καιρός που νιώθω καμιά φορά την ανάγκη να αγγίξω ένα όμορφο ή ένα ταλαιπωρημένο ζώο, να το χαϊδέψω γλυκά και πιάνω τον εαυτό μου να χαμογελά σε σκύλους ή να μιλά τρυφερά σε γάτες. Πλην, φευ, ακόμη αδυνατώ να το πραγματώσω, εκτός αν κάποιος άλλος βρίσκεται κοντά και το κρατά ή είμαι σίγουρη πως μπορεί να το πάρει, αν κι αυτό δείξει διάθεση να με αγγίξει. Ιδίως δεν μπορώ το γλείψιμο των σκύλων, αυτό μου είναι αδύνατον να το ανεχτώ. Γι’ αυτό και κάποτε που σκέφτηκα να πάρω ένα σκύλο, έδιωξα αμέσως τη σκέψη. Βεβαίως την έδιωξα και για ένα άλλο λόγο. Μ’ αρέσουν τα μεγάλα σκυλιά, με το πλούσιο τρίχωμα και τη βροντερή φωνή αλλά μένω σε διαμέρισμα. Πώς να καταδικάσεις ένα τέτοιο δυνατό και μεγαλόσωμο ζώο να περάσει τη ζωή του σε μια φυλακή με μικρά διαστήματα δραπετεύσεων, που το μόνο που θα του προσφέρουν είναι να ξέρει τι έχασε για λίγα κόκαλα και λίγα χάδια.
 Η βελτίωση της ζωοφοβίας μου, ιδίως σε σχέση με τους σκύλους, δεν ήταν προϊόν ωρίμανσης είτε λογικής επεξεργασίας του φόβου. Ήταν εν πολλοίς κατόρθωμα ενός σκύλου. Και θέλω να διηγηθώ αυτήν την ιστορία που συνέβη πριν από αρκετά χρόνια.
Συνεργαζόμουν τότε με ένα οικολογικό περιοδικό που είχε την έδρα του σε έναν από τους δρόμους του Ψυρρή. Δεν θυμάμαι πια την οδό αλλά μπορώ εύκολα να οδηγήσω κάποιον εκεί, έστω κι αν έχει αλλάξει αρκετά σήμερα η περιοχή. Την εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία που θα σας πω, η γειτονιά αυτή μόλις άρχιζε να παίρνει το σημερινό της χαρακτήρα, για τον οποίο έχω τα πλέον αντιφατικά συναισθήματα: καταλαβαίνω την εμπορευματοποίηση της περιοχής, την αλλοίωση του χαρακτήρα της, το αβίωτο των ολίγων εναπομεινάντων κατοίκων, την απαράδεκτη κιτσαρία και εν πολλοίς συμμερίζομαι τις επικρίσεις από  ευαίσθητους ως προς το περιβάλλον πολίτες  αλλά και ειδικούς, όμως ένα κομμάτι του εαυτού μου συμπαθεί αυτή τη γειτονιά έτσι όπως  είναι τώρα. Άλλωστε μ’ αρέσουν τα θέατρα της περιοχής: η «Αποθήκη», η «Πολιτεία» –που της χρειάζεται μια καλή ανακαίνιση- και φυσικά το «Εμπρός», που δυστυχώς έκλεισε μετά το θάνατο του Τάσου Μπαντή και ακόμη διατρέχει τον κίνδυνο να μετατραπεί σε ευαγές … οινοπνευματοποτείον μετ’ ορχήσεως.
Ο κακότροπος αλλά ευφυής διευθυντής του περιοδικού που υπήρξε και σημαντικός διανοούμενος, συγκέντρωνε γύρω του μια μικρή συντροφιά φίλων και συνεργατών –άνθρωποι της διανόησης εκλεκτοί με έργο αξιόλογο ο καθείς αλλά στην πλειονότητά τους επηρμένοι και κάποιοι νεότεροι διανοούμενοι που ετοιμάζονταν κι αυτοί να υιοθετήσουν την ίδια ή και μεγαλύτερη έπαρση, αλλά δεν είχαν ακόμη αποδείξει πως το έργο τους δικαιολογούσε τέτοιες συμπεριφορές. Είχε δημιουργηθεί, λοιπόν, ένας κύκλος περί το περιοδικό, ως είθισται με τα περιοδικά εν γένει, και είχαν συναφθεί φιλικές σχέσεις μεταξύ των μελών, σχέσεις συμπαράστασης και αλληλεγγύης όχι όμως γι’ αυτό και πάντα ανέφελες. Συχνές διαφωνίες σε θέματα θεωρίας –ή και άλλα βεβαίως- οδηγούσαν σε διαπληκτισμούς και πρόσκαιρες ψυχράνσεις. Οι πικρίες δεν κρατούσαν για πολύ, ο βασικός πυρήνας τα έβρισκε εκ νέου. Αντιθέτως έφευγαν συχνά οι περιφερειακοί και ζητούσαν αλλού στέγη των προβληματισμών ή της ματαιοδοξίας τους. Ο άνδρας αυτός είχε και ένα σκύλο. Ένα γέρικο σκύλο. Τον είχε τρόπος του λέγειν δηλαδή, γιατί ο σκύλος αυτός  τριγύριζε ελεύθερος, χανόταν για μέρες, επέστρεφε, ξανάφευγε, άλλοτε τον ακολουθούσε πιστά, άλλοτε ξέμενε πίσω βαριεστημένος, πολλές φορές γύριζε χορτάτος από μια περιοδεία του και δεν άγγιζε σχεδόν το φαγητό που ο Κ.Μ. του έβαζε σ’ ένα τσίγκινο πιάτο πίσω από την ξύλινη πόρτα της αποθήκης. Έπινε μόνο άπληστα νερό. Ήταν ήσυχο σκυλί και διακριτικό. Καθόταν σιωπηλό ώρες ολόκληρες παρακολουθώντας τις ατέλειωτες συζητήσεις των φίλων και συνεργατών του περιοδικού, υπέμενε υπομονετικά τους καπνούς των τσιγάρων τους που σχημάτιζαν ένα πυκνό δύσοσμο σύννεφο και σκοτείνιαζαν την ατμόσφαιρα στο ήδη σκοτεινό γραφείο (σχεδόν ποτέ τα παράθυρα δεν άνοιγαν διάπλατα, ακόμα και τις πιο ηλιόλουστες μέρες ο Κ.Μ. προτιμούσε το ηλεκτρικό φως.  Σπάνια έχω συναντήσει άνθρωπο με μεγαλύτερη γνώση της φύσης και τόσο μικρή επαφή μαζί της).  Καθόταν, λοιπόν, ο σκύλος σιωπηλός κατά τη διάρκεια πολύωρων συζητήσεων ή συνεδριάσεων της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού, μόνο γρύλλιζε πού και πού, χασμουριόταν, γλειφόταν, δάγκωνε το σώμα του αναζητώντας ενοχλητικά παράσιτα, κουνούσε την ουρά του λες και ήθελε να διαπιστώσει πως την είχε ακόμη. Καμιά φορά σηκωνόταν, έκανε μια βόλτα και επέστρεφε ακριβώς στην αρχική του θέση. Χωρίς να ενοχλήσει κανέναν, στο ελάχιστο. Μερικές φορές κάποιοι θυμόνταν και του έκαναν ένα χάδι, που το δεχόταν με ευχαρίστηση. Πάντως ήταν αχάιδευτος σκύλος και τον λυπόμουν γι’ αυτό.
Όποτε τον έβλεπα πνιγόμουν ανάμεσα σε δυο αντιφατικά συναισθήματα. Από τη μια μου ‘ρχόταν να τον βάλω να κάτσει μπροστά στα πόδια μου και να τον χαϊδέψω ως να βαρεθεί και να φύγει από μόνος του κι απ’ την άλλη η ζωοφοβία μου  ξύπναγε κραταιή και μ’ έκανε να ιδρώνω, μόλις τον έβλεπα να με πλησιάζει. Ο λαιμός μου στέγνωνε, κατάπινα με κόπο, η ανάσα μου γινόταν πιο γρήγορη, κρατιόμουν με τα δόντια να μη το βάλω στα πόδια –κυρίως για να μη με κοροϊδέψουν οι άλλοι, αλλά και γιατί ήξερα πως έτσι θα τον έκανα να με κυνηγήσει, έστω και χωρίς κακή πρόθεση (ήξερα πως η μυρωδιά που εκπέμπει το φοβισμένο σώμα ερεθίζει τα σκυλιά). Όταν ο Νώντας ήταν εκεί –Νώντα το έλεγαν το σκυλί- πέρναγα μαρτύρια. Προσπαθούσα να φοράω πάντοτε παντελόνι ούτως ώστε, αν τυχόν ποτέ με αγγίξει με τη γλώσσα του, να μη νιώσω την υγράδα του σάλιου, έπαιρνα μαζί μου μεγάλες τσάντες και τις έβαζα σαν προστατευτικό τείχος ανάμεσα σε μένα και σ’αυτόν, παρακαλούσα την ηλικιωμένη γραμματέα να τον κρατήσει κοντά της ως να τελειώσει η συζήτηση με τον, πώς να τον ονομάσω; ιδιοκτήτη του; αφεντικό του; Τίποτε δεν ταιριάζει ακριβώς.

Είχαν περάσει ένα δυο μήνες από τότε που πρωτοπήγα στο περιοδικό. Το περιβάλλον μου είχε γίνει οικείο, είχα αρχίσει να συμπαθώ τους συνεργάτες του, τουλάχιστον κάποιους απ’ αυτούς και πάντως είχα αδυναμία στην Ελπίδα, τη γραμματέα, που φρόντιζε αγόγγυστα και με εξαντλητική επάρκεια τις ανάγκες του περιοδικού. Και, κατά περίεργο λόγο, συμπαθούσα  το Νώντα. Τα μάτια του είχαν θλίψη, το βήμα του δεν ήταν αλαφρό, έδειχναν πάνω του τα χρόνια. Μια δυο φορές, όπως καθόταν κουλουριασμένος στα πόδια της Ελπίδας, μισοκοιμισμένος και ακίνητος,  είχα απλώσει το χέρι μου στην πλάτη του και του είχα κάνει ένα μικρό χάδι, κίνηση που με είχε εκπλήξει και μένα την ίδια. Με την άκρια του δείχτη δηλαδή είχα αγγίξει λίγο το κοντό καφετί σκληρό τρίχωμα, ένα χάδι φοβισμένο αλλά τρυφερό, που ξεκινούσε από τη ρίζα του κεφαλιού και προχωρούσε προσεκτικά ως τη μέση της ραχοκοκαλιάς.
Φαίνεται ο σκύλος είχε καταλάβει το φόβο μου –αυτό που οι άνθρωποι δεν καταλάβαιναν, λες και δεν έχουν όλοι κάποιο φόβο στη ζωή τους, δεν φοβούνται κάτι, το αεροπλάνο, τους κλειστούς χώρους, τα μεγάλα ύψη ή ό,τι άλλο- ναι, πρέπει να είχε καταλάβει το φόβο μου και με αντιμετώπιζε με συγκινητική κατανόηση. Όταν ήμουν στο γραφείο του Κ. Μ. είτε δεν έμπαινε καθόλου μέσα είτε καθόταν κάπου μακριά μου, στην άλλη άκρη του δωμάτιου, μολονότι η αγαπημένη του θέση ήταν μπροστά στο μεγάλο τραπέζι που χρησιμοποιούσε για γραφείο ο Κ.Μ. Αυτό κράτησε κάπου δυο μήνες.
Ένα σαββατιάτικο πρωινό πήγα για να παραδώσω ένα μικρό άρθρο. Είχα χρόνο, ήμουν χαλαρή και χαρούμενη, γιατί μόλις είχα τελειώσει ένα κείμενο που με παίδευε από καιρό,  και κάθισα να πιω καφέ με τον διευθυντή του περιοδικού. Τότε εμφανίστηκε  ο Νώντας,  μετά από απουσία δυο ημερών. Προχώρησε θαρρετά στη μέση του δωμάτιου και στρώθηκε νωχελικά στο πάτωμα. Κουλουριάστηκε, έκλεισε τα μάτια και, αφού έβγαλε ένα δυο γρυλλισμούς, φάνηκε να τον παίρνει ο ύπνος. Όσο έμεινα στο γραφείο δεν κουνήθηκε σχεδόν. Εκτός από μια δυο φορές που μισάνοιξε τα μάτια του ή έβγαλε τη γλώσσα του και γλείφτηκε με θόρυβο. Όταν σηκώθηκα να φύγω, πέρασα προσεκτικά από δίπλα του και τον χάιδεψα με την άκρια του παπουτσιού. Κούνησε την ουρά του εν είδει χαιρετισμού και με άφησε να περάσω ήσυχα-ήσυχα.
Για λίγο καιρό, όταν βρισκόμουν στο χώρο του, έκανε πάντα το ίδιο. Ερχόταν και καθόταν στη μέση του δωμάτιου ως να φύγω ή έφευγε πρώτος εκείνος. Μια μέρα που ήμουν μόνη στο γραφείο της Ελπίδας και τακτοποιούσα κάτι φακέλους, άκουσα τον ήχο των ποδιών του, κι ένιωσα την ανάσα του μέσα στο δωμάτιο. Τον είχα συνηθίσει στο μέσο του δωμάτιου και δεν μ’ ένοιαξε αλλά όταν γύρισα για να τον κοιτάξω κι ίσως να του πω μια κουβέντα, συνειδητοποίησα ότι είχε μειώσει την απόσταση μεταξύ μας. Αισθητά.
Στο μεταξύ τον έπιανα περισσότερο. Μια φορά μάλιστα τον χάιδεψα στο κεφάλι αλλά επειδή επιχείρησε να με γλείψει, τράβηξα απότομα το χέρι μου τρομαγμένη. Ο Νώντας δεν έκανε τίποτε. Γύρισε μόνο το κεφάλι του από την άλλη μεριά και μόλις μπήκε μια κυρία που δίδασκε φιλοσοφία της φύσης στη Θεσσαλονίκη, πήγε κοντά της και τρίφτηκε πάνω της. Εκείνη έπαιξε για ένα λεπτό μαζί του και ύστερα τον έδιωξε για να κάνει τη δουλειά για την οποία είχε έρθει. Μια άλλη φορά του αγόρασα μπισκότα και ένα παιχνιδάκι. Τα μπισκότα τα έφαγε ανόρεχτα –δεν πρέπει να του άρεσαν και πολύ αλλά για το παιχνιδάκι αδιαφόρησε εντελώς.
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ ο Κ.Μ. μου τηλεφώνησε αργά. Χρειαζόταν κατεπειγόντως μια φωτογραφία του ποιητή Σαχτούρη και δεν έβρισκε πουθενά (ήταν η εποχή που το Ίντερνετ έκανε τα πρώτα του βήματα, δεν το γνωρίζαμε, ούτε τα έντυπα ήταν σε εικοσιτετράωρη βάση συνδεδεμένα με το Δίκτυο, όπως συμβαίνει σήμερα). Είχα στο σπίτι ένα βιβλίο με φωτογραφία του ποιητή και βγήκα μέσα στη νύχτα για να του την πάω. Έκανε τσουχτερό κρύο. Όταν έφτασα στα γραφεία του περιοδικού, δεν ένιωθα τα χέρια μου, τα δάχτυλα πονούσαν και η παλάμη είχε μελανιάσει. Άφησα τη φωτογραφία στον Κ.Μ. και το παλικάρι που ετοίμαζε τα φιλμ για το τυπογραφείο και πήγα να κάτσω λίγο στο γραφείο της Ελπίδας να ξαποστάσω και να ζεσταθώ. Η Ελπίδα είχε στο γραφείο της ένα μικρό αερόθερμο που το έβαζε στις μεγάλες παγωνιές για να ενισχύει το καλοριφέρ, που δεν πρόσφερε επαρκή θερμότητα για να ζεστάνει το χώρο. Άραξα, λοιπόν, σε μια πολυθρονίτσα και πιάσαμε την κουβέντα περί ανέμων και υδάτων. Δεν είχα σκοπό να μείνω για πολύ. 
Ενόσω φλυαρούσαμε με την Ελπίδα, οι άλλοι δούλευαν μέσα πυρετωδώς. Ξαφνικά άκουσα τη φωνή του Κ.Μ. αυστηρή να λέει με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση: Νώντα, εξαφανίσου. Αμέσως! Ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά ο σκύλος έμπαινε στο γραφείο της Ελπίδας και μ’ ένα μακρόσυρτο, παραπονιάρικο γρύλλισμα κάθισε κοντά μας ήσυχος-ήσυχος. Πρόσεξα ότι η απόσταση είχε πάλι μικρύνει. Έμεινε έτσι για λίγο, ακίνητος, έπειτα  τανύστηκε, τινάχτηκε, έκανε δυο τρεις φορές το γύρο του δωματίου, πήγε στο παράθυρο, ακούμπησε τη μουσούδα του στο τζάμι, κούνησε την ουρά του δεξιά αριστερά κι έπειτα ήρθε πάλι κοντά μας, αυτή τη φορά ακριβώς δίπλα μου, αλλά χωρίς να με ακουμπά. Με πιάσανε τα γέλια. Τον λυπήθηκα. Σαν παιδάκι που δεν το παίζουν οι φίλοι και ζητάει παρηγοριά. Η μουσούδα του ήταν ακριβώς δίπλα στο παπούτσι μου, ένιωθα την ανάσα του να μου ζεσταίνει τα δάχτυλα, χωρίς να με ακουμπά. Δεν είχα κανένα φόβο μέσα μου. Ίσα-ίσα αισθανόμουν τρυφερότητα και αγάπη για το σκυλί. Γύρισα και του ‘πιασα την κουβέντα. Με κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια, λες και καταλάβαινε τι του έλεγα.
Την ώρα που έφευγα, με ακολούθησε ως την εξώπορτα.
Πριν να τελειώσει ακόμη ο χειμώνας, ο Κ. Μ. αποφάσισε να γιορτάσει τα δεκάχρονα του περιοδικού με ένα μεγάλο πάρτυ. Τα γραφεία ήταν μεγάλα, χωρούσαν πάνω από 60 ανθρώπους, στριμωχτά ακόμη και 80. Ο χώρος ετοιμάστηκε με προσοχή, τα μέλη της συντακτικής επιτροπής και οι πιο τακτικοί συνεργάτες ανέλαβαν τον ανεφοδιασμό με φαγητά και ποτά, ήρθε και μια ορχήστρα που έπαιζε ρεμπέτικα και δημοτικά. Χάλασε ο κόσμος. Πρέπει να ήρθαν πάνω από 150 άτομα –όχι όλοι μαζί βεβαίως. Πάντως ήρθε στιγμή που εκατό άνθρωποι συνωστίζονταν ο ένας πάνω στον άλλον σε διάφορα μέρη των γραφείων. Περνούσαμε πολύ ωραία, όλοι βρήκαμε φίλους και γνωστούς, μιλήσαμε, ήπιαμε, χορέψαμε… Όσο ευχάριστα κι αν ήταν όμως, όσο καλά κι αν περνούσαμε, η πολυκοσμία και ο θόρυβος με κούρασαν, έφτασα στο σημείο να μου μιλούν και να μην αναγνωρίζω πρόσωπα. Ζήτησα μια ανάπαυλα ανάπαυσης και ηρεμίας στο υποτυπώδες κουζινάκι των γραφείων –ένα δωμάτιο μέσα στο οποίο υπήρχε ένα μέτριου μεγέθους ψυγείο, ένα ματάκι του καφέ, μια καφετιέρα και μερικά βαζάκια με καφέδες και ζάχαρη. Όποιος έμπαινε μέσα για να φτιάξει καφέ χωρούσε με το ζόρι, αν ερχόταν και δεύτερος, έπρεπε να περιμένει τη σειρά του. Κάθισα σ’ ένα σκαμνάκι, άναψα ένα τσιγάρο –τότε κάπνιζα ακόμη- και έκλεισα τα μάτια.  Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα έτσι, όχι πολλή πάντως, ίσως και για λίγες στιγμές να με πήρε ο ύπνος –ένιωθα πολύ κουρασμένη. Έτσι καθισμένη, με τα μάτια κλειστά, χαλαρή, μισοκοιμισμένη, αισθάνθηκα κάτι ζεστό στην κοιλιά μου. Κάτι ζεστό και ζωντανό.
Άνοιξα τα μάτια και διαπίστωσα έκπληκτη πως ο σκύλος Νώντας  είχε έρθει αθόρυβα και είχε ακουμπήσει διακριτικά το κεφάλι του πάνω μου. Κανονικά θα είχα τιναχτεί ουρλιάζοντας, ωστόσο τώρα ούτε που μου πέρασε από το μυαλό κάτι τέτοιο. Τον ένιωσα πολύ κοντά μου, ένα πλάσμα που ήθελε λίγη παρέα, λίγη περισσότερη προσοχή και ήταν έτοιμο να την εξαργυρώσει με τυφλή αφοσίωση. Πλημμύρισα από τρυφερότητα και κατανόηση, από συμπαράσταση και συμπάθεια. Α ρε Νώντα, είπα, και το επανέλαβα πέντ’ έξι φορές και για πρώτη φορά στη ζωή μου χάιδεψα πραγματικά ένα σκύλο, τον αγκάλιασα και τον κανάκεψα. Έπειτα τρόμαξα με τον εαυτό μου, σηκώθηκα κι έφυγα απ’ το κουζινάκι. Δεν έμεινα για πολύ ακόμη στο πάρτυ.
Την ώρα που έφευγα ο σκύλος ήρθε πάλι πίσω μου και καθώς άνοιγα την πόρτα, ένιωσα το μουσούδι του να τρίβεται τρυφερά στους αστραγάλους μου.

Λίγες μέρες μετά έδειξε τα πρώτα σημάδια της αρρώστιας. Τυραννίστηκε από καρκίνο σχεδόν ένα χρόνο. Τις τελευταίες μέρες δεν είχε κουράγιο να μετακινηθεί, δεν έτρωγε, είχε μείνει πετσί και κόκαλο. Τον έβλεπα και ράγιζε η καρδιά μου. Γρύλιζε χαμηλόφωνα κι ακούμπαγε την κοιλιά στο κρύο πάτωμα γυρεύοντας απελπισμένα ανακούφιση. Τα φάρμακα δεν τον έπιαναν. Ο Κ.Μ. με πολύ κόπο αποφάσισε την ευθανασία. Αλλά δεν πρόλαβε. Ο Νώντας έσβησε ήσυχα ένα απόγευμα. Η Ελπίδα μου είπε πως λίγη ώρα πριν από το τέλος, όπως συνήθως συμβαίνει στους σοβαρά άρρωστους, βρήκε δυνάμεις και σηκώθηκε. Τριγύρισε ένα –ένα τα δωμάτια των γραφείων  σαν να τα αποχαιρετούσε.

Άλλο σκύλο δεν άφησα ποτέ να με πλησιάσει. Είμαι ζωοφοβική, το ομολογώ χωρίς να ντρέπομαι. Χωρίς να ντρέπομαι πια.



Οκτώβριος- Νοέμβριος 2007
(δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό poiein τον Νοέμβριο του 2007)
Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 4:37 π.μ. 4 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Ετικέτες Διήγημα
Νεότερες αναρτήσεις Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα
Εγγραφή σε: Αναρτήσεις (Atom)
  • Κείμενα
  • Δημοφιλή
  • Πρόσφατα

Δημοφιλή

  • (χωρίς τίτλο)
      ΑΛΚΗΣΤΗ                                                      Leonora Carrigton, Muher Conciencia(1972)        ἀρκοῦμεν ἡμεῖς οἱ προθν...
  • Η ΧΗΡΑ
             Τους πρώτους μήνες μετά το θάνατο της μητέρας μου, πήγαινα πολύ τακτικά στο νεκροταφείο, σχεδόν κάθε μέρα, άλλοτε μεσημέρι...
  • Έκπληξις
                Το καφενείο ήταν από 'κεινα τα παλιά, που λίγα έχουν πλέον απομείνει ξεχασμένα σε κάποιες μάλλον φτωχές, ξεχασμένες κι αυ...
  • (χωρίς τίτλο)
      Έϊβαλα, έϊβαλα, ω! Lotte Laserstein,  Selbstporträt mit weissem Kragen, περ. 1923      Το σπίτι στην Καλλιθέα το κληρονόμησα από μια θεία ...
  • H ΚΟΡΑΛΙΑ
    Την ιστορία της Κοραλίας τη διηγήθηκα μια φορά στην πολύ καλή μας ζωγράφο, την Κλεοπάτρα Δίγκα. "Να κάτσεις και να τη γράψεις...
  • Ο ΣΚΥΛΟΣ ΝΩΝΤΑΣ. Μια ιστορία χωρίς κρυφά μηνύματα και υψηλούς στόχους.
    Είμαι ζωοφοβική. Δεν ντρέπομαι   να το ομολογήσω.   Ή, ακριβέστερα, δεν ντρέπομαι να το ομολογήσω πλέον. Πώς γεννήθηκε αυτός ο φόβος μέσα...
  • ΤΙ ΒΛΕΠΕΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΗΣ
        Εdward Hopper Ήθελε να πάρει την άδειά της νωρίτερα φέτος. Απ’ τον Ιούνιο αν ήταν δυνατόν και όλες μαζί τις μέρες που δικαιούταν, να τ...
  • (χωρίς τίτλο)
    «Πάτερ ημών» Απ’ την παιδική μου ηλικία πολλά δεν θυμάμαι. Φευγαλέες εικόνες, λεπτομέρειες προσώπων και σωμάτων, ποτέ πρόσωπα ολόκληρ...
  • Υπόληψις
    STEFAN PFUERTNER ( https://pixels.com/featured/dark-landscape-stefan-pfuertner.html )          Τον ‘βλέπαν οι άνθ...
  • (χωρίς τίτλο)
    Παιδάκι, να ένα μήλο Ένα όμορφο μαύρο παιδί καθόταν μεσημέρι Κυριακής έξω από το σπίτι του. Ήταν ένα ζεστό χειμωνιάτικο μεσημέρι σε μ...

Πληροφορίες

Μαρώ
Προβολή πλήρους προφίλ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κείμενα

  • ►  2024 (1)
    • ►  Ιουλίου (1)
  • ►  2022 (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2021 (1)
    • ►  Μαΐου (1)
  • ►  2020 (3)
    • ►  Απριλίου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2019 (4)
    • ►  Μαΐου (2)
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (1)
  • ►  2018 (3)
    • ►  Οκτωβρίου (1)
    • ►  Ιουλίου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
  • ►  2016 (4)
    • ►  Αυγούστου (2)
    • ►  Ιουλίου (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2015 (2)
    • ►  Δεκεμβρίου (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (1)
  • ►  2014 (1)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
  • ►  2013 (3)
    • ►  Αυγούστου (2)
    • ►  Μαΐου (1)
  • ▼  2012 (7)
    • ▼  Νοεμβρίου (1)
      • ΤΑ ΚΗΔΕΙΟΣΗΜΑ
    • ►  Σεπτεμβρίου (1)
      • Ιστορίες από το Παρίσι: 1. Το παγκάκι
    • ►  Μαΐου (1)
      • H ΚΟΡΑΛΙΑ
    • ►  Απριλίου (1)
      • ΘΕΩΡΗΜΑ 1: ΠΡΩΙΝΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ
    • ►  Μαρτίου (1)
      • Ο ΣΚΥΛΟΣ ΝΩΝΤΑΣ. Μια ιστορία χωρίς κρυφά μηνύματα ...
    • ►  Φεβρουαρίου (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2011 (11)
    • ►  Δεκεμβρίου (2)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
    • ►  Οκτωβρίου (2)
    • ►  Σεπτεμβρίου (2)
    • ►  Αυγούστου (4)
 

Κατηγορίες

  • Διήγημα (13)
  • Ποίηση (1)

Αναγνώστες

Marotora. Από το Blogger.
 

Ηρώ Νικοπούλου

  • histopia
    Η λογική της ενδοαριστερής βίας: κομματικοί εναντίον τροτσκιστών/αρχειομαρξιστών
    Πριν από 10 χρόνια

Κατηγορίες

  • Διήγημα (13)
  • Ποίηση (1)

About Me

Μαρώ
Προβολή πλήρους προφίλ
 
© 2011 Διηγήματα & νουβέλες | Σχεδίαση: Ν. Cabilis & WindGames