Τον Γιώργο τον έπιασαν την ίδια μέρα που έκλεισαν στη φυλακή τον ηγούμενο Εφραίμ. Φυσικά η δική του σύλληψη ήταν δέκατη πέμπτη είδηση στα κανάλια και τις εφημερίδες και αυτό για το Γιώργο ήταν μια ανακούφιση. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν παύει βεβαίως να είναι γεγονός ότι για τον Γιώργο δεν ενδιαφέρθηκε κανείς, η προφυλάκισή του θεωρήθηκε απολύτως φυσική.
Τον συνέλαβαν για εμπρησμό. Το προηγούμενο βράδυ είχε βάλει φωτιά στο μαγαζί του. Για να πάρει την ασφάλεια προφανώς. Αλλά δεν τα ‘κανε καλά, ερασιτεχνική δουλειά, άφησε πίσω του σημάδια, άσε που τον είδαν εκατό άνθρωποι να μπαίνει στο μαγαζί του στις 10, να βγαίνει έπειτα από λίγο, να κλειδώνει –κάποιοι -πού τα είδαν κι αυτοί μες στη νύχτα;- είπαν πως ήταν ταραγμένος, πως έτρεμαν τα χέρια του, κι αμέσως μετά λαμπάδιασε το μαγαζί. Όταν φάνηκαν οι πρώτες φλόγες ήταν ακόμα πολύ κοντά. Είχε κάπως καθυστερήσει, ανάβοντας τσιγάρο, έπειτα, είπαν, έσκυψε και έδεσε τα κορδόνια του. Μερικοί αυτόπτες μάρτυρες θυμήθηκαν ότι όλο κοιτούσε προς το μαγαζί. Και μια κυρία θυμήθηκε το βλέμμα του. "Παράξενο βλέμμα", είπε στον ανακριτή, "σαν να είχε σκοτώσει άνθρωπο".
Αν δεν ήταν ένοχος, αν δεν είχε βάλει ο ίδιος τη φωτιά, αφού ήταν κοντά, έπρεπε να την είχε δει τη φωτιά κι όπως κάθε λογικός άνθρωπος που χάνει την περιουσία του, αν δεν ήταν ένοχος, θα έπρεπε να είχε τρέξει και να είχε προσπαθήσει να σώσει το μαγαζί και εμπόρευμα. με νύχια και με δόντια να είχε προσπαθήσει να σώσει το μαγαζί και εμπόρευμα. Αντίθετα, αυτός στάθηκε απόμακρα, σα να ‘θελε να βεβαιωθεί ότι όλα καίγονταν όμορφα –ίσως, ότι δεν κινδύνευαν τα δύο γειτονικά μαγαζιά, είπε ο Μιχάλης, ο περιπτεράς, που τον ήξερε είκοσι τόσα χρόνια. Σήκωσε το κινητό του και κάπου τηλεφώνησε –από την έρευνα αποδείχτηκε πως είχε ειδοποιήσει την Πυροσβεστική, καλά δεν το ‘ξερε ο χριστιανός ότι θα τον έβρισκαν; Έδωσε τη διεύθυνση και απομακρύνθηκε ήσυχα-ήσυχα σα να μη συνέβαινε τίποτε. Αυτά δεν τα είχαν δει οι μάρτυρες αλλά έτσι είχαν γίνει τα πράγματα.
Μια μέρα η Ευρυδίκη τον κοίταξε με θλίψη. Αόριστα διέκρινε στο βλέμμα της φόβο και κάτι παγωμένο, θολό, απροσδιόριστο αλλά κακό και σα μαχαίρι άρρωστο, δεν ήθελε να το κατονομάσει, δεν είχε το κουράγιο να το κάνει, αλλά το ‘ξερε μέσα του, το ‘ξερε καλά και τον έσφαζε, πως ήταν περιφρόνηση. Δεν είχε στόφα έμπορου, επιχειρηματία πολύ περισσότερο. Κληρονόμησε το μαγαζί από τον πατέρα του, δεν ήξερε τι άλλο να κάνει, τουλάχιστον με το μαγαζί ήταν εξοικειωμένος. ήξερε πού θα βρει εμπόρευμα, πώς θα το πληρώσει, ο πατέρας του είχε όνομα έντιμου και καλοπληρωτή, ο Γιώργος συνέχισε την καλή φήμη της οικογένειας, με το παραπάνω. Ναι, τουλάχιστον με το μαγαζί ήξερε τι έπρεπε να κάνει κι ας μην του άρεσε το εμπόριο. Στην πραγματικότητα ήθελε να γίνει ναυτικός σαν τον ξάδερφό του τον Αργύρη –πώς ζήλευε όταν τον άκουγε να διηγείται τις περιπέτειές του στα λιμάνια και τα πέλαγα κι όχι που έλεγε ο Αργύρης υπερβολές και κατορθώματα, όχι, αλλά όταν άκουγε τα μαγικά ονόματα της Ανατολής, έλιωνε. Δεν θα τον είχε εμποδίσει κανείς, αν το είχε πει τότε που τέλειωσε το λύκειο, ο ίδιος, όμως, φοβόταν κάπως, άφησε κατά μέρος τα όνειρα και προτίμησε τη σιγουριά της στεριάς και το εμπόριο. Μετά γνώρισε την Ευρυδίκη και κατάλαβε ότι αυτή ήταν οι θάλασσες που ονειρευότανε από παιδί.
Στην αρχή το μαγαζί πήγαινε καλά. Δίπλα στα παπούτσια, έβαλαν τσάντες δερμάτινες και από δερματίνη για τα πιο φτωχά βαλάντια, πορτοφόλια, πορτ-κλε, μετά ζώνες και φουλάρια και στο τέλος –η Ευρυδίκη το σκέφτηκε διαβάζοντας τυχαία μια εφημερίδα- έπιασαν επαφές με μια τούρκικη βιοτεχνία και έφερναν γιλέκα και μπλούζες και καπέλα από δερματίνη σε χαμηλές τιμές. Το μαγαζί πήρε τα πάνω του. Ήταν εκείνα τα χρόνια της πλαστής ευημερίας που ο κόσμος ντυνόταν καλά και πολύ, που οι άνθρωποι αγόραζαν όχι από ανάγκη αλλά για τη χαρά και την ομορφιά –τότε που το παρακάναμε όλοι δηλαδή και μπερδέψαμε τα ρούχα με τους ανθρώπους αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία, θα την πούμε κάποια άλλη φορά, μη και τελειώνουν τα λάθη των ανθρώπων; Το ταμείο του μαγαζιού γέμιζε. Η Ευρυδίκη ήταν χαρούμενη. Αγόρασαν καινούριο αυτοκίνητο, ένα τζιπάκι σαν της αδερφής της που το ‘θελε πολύ, ανακαίνισαν το σπίτι τους στα Πατήσια από το μπαλκόνι ως την αποθήκη –η Ευρυδίκη επέμενε να πάρουν δάνειο και να αγοράσουν ένα καινούριο σπίτι στα νότια προάστια και αυτό να το νοικιάσουν και να βάζουν το ενοίκιο ως μέρος της μηνιαίας δόσης του δανείου. Αυτό το φοβήθηκε ο Γιώργος, άρχισε τα «άσε, λίγο αργότερα», πικραινόταν η Ευρυδίκη με τις αναβολές, οι φίλες της αποκτούσαν όμορφα οροφοδιαμερίσματα σε καλές περιοχές, αυτή ντρεπόταν για τη γειτονιά που έμενε, όλο μαύροι και ξένοι, έλεγε στην κουμπάρα της, μισό θυμός, μισό παράπονο ο λόγος της. Σκεφτόταν, όμως, ότι θα τον έπειθε τελικά, το ήξερε ότι την αγαπούσε, δεν της χάλαγε εύκολα χατίρι. Μαλάκωσε κάπως, όταν σε μια επέτειο του γάμου τους, της έφερε ένα συμβόλαιο και ένα κλειδί. Ήταν το δώρο του, ένα ισόγειο διαμέρισμα δυο δωματίων στη Ραφήνα για να ξεκουράζονται τα σαββατοκύριακα.
Στην αρχή το μαγαζί πήγαινε καλά. Ο Γιώργος ήταν προσεκτικός, δεν έκανε μεγάλα ανοίγματα, τότε που όλοι τρέχανε με το χρηματιστήριο, τον παρακάλαγε η γυναίκα του και ο άλλος του ξάδερφος, ο Κώστας, αδερφός αυτός του Αργύρη του ναυτικού, «έλα, ρε, όχι πολλά, 2-3 εκατομμύρια μονάχα, εγώ κι ο Αργύρης ρίξαμε όλες μας τις οικονομίες», αυτός ανένδοτος. «Ο πατέρας μου μ’ έμαθε να μη μ’ αρέσει ο τζόγος», έλεγε κι έκλεινε την κουβέντα –ζούσε ακόμα ο πατέρας του τότε, κατάκοιτος αλλά με γερό το μυαλό του, του τα ‘πε ένα απόγευμα Τετάρτης που πήγε να τον δει ο Γιώργος κι ο γέρος συμφώνησε απόλυτα. «Φούσκα είναι, γιε μου», του είπε, «θα σκάσει και θα παρασύρει κόσμο στην καταστροφή. Εσύ είσαι νοικοκύρης, τι τα ‘θες αυτά;». Δεν έπαιξε.
Στην αρχή το μαγαζί πήγαινε καλά, μέχρι και υπάλληλο πήρανε για να μην έρχεται η Ευρυδίκη και κουράζεται. Άλλωστε προσπαθούσαν να κάνουν παιδί, έτρεχαν στους γιατρούς, εξωσωματικές και τέτοια. Ο Γιώργος κουραζόταν πολύ και μερικές φορές, άθελά του, ξέσπαγε πάνω στην Ασημίνα, την υπάλληλό του. Αυτή θύμωνε και όταν συναντιόταν με το φίλο της, γκρίνιαζε και τον έβριζε. Κουραζόταν πολύ ο Γιώργος, αλλά η ζωή τους ήταν καλή. Από οικονομικής απόψεως. Αν μάλιστα η γυναίκα του τον εκτιμούσε λίγο παραπάνω, αν του είχε λίγο περισσότερο εμπιστοσύνη, θα ήταν ευτυχισμένος.
Μετά άρχισε η κρίση. Αργά, ύπουλα. Στην αρχή κανείς δεν ήθελε να το πιστέψει. Διαπρεπείς οικονομολόγοι έβγαιναν και διέψευδαν, η κρίση δεν είναι πραγματική, τερτίπια του συστήματος, το τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα είναι πρωτόγονο, δεν κινδυνεύει από την τραπεζοχρηματιστική κρίση, είναι πρόβλημα συστημικό, είναι μια από τις κρίσεις του καπιταλισμού που δεν θα αγγίξει την περιφέρεια, χιλιάδες αναλύσεις. Υπήρχαν και ψύχραιμες φωνές που έλεγαν πως το μέλλον δεν προβλέπεται ανθηρό, πως τα θεριά ζητάνε αίμα, έδειχναν τους πραγματικούς λόγους της κρίσης, αλλά, όπως συμβαίνει πάντα, η αλήθεια πονάει, πονάνε και οι ευθύνες που έχει ο καθένας μας, είχε ριζώσει στα μυαλά των ανθρώπων το πουρί της τηλεόρασης, έκλειναν τα μάτια και συνέχιζαν να ελπίζουν πως είχαν βρει τον παράδεισο και κανείς δεν θα τους έδιωχνε από κει. Όποιος δεν ήταν μέσα, ήταν ή ανίκανος ή τεμπέλης.
Η δουλειά στο μαγαζί άρχισε να πέφτει. Ο τζίρος μίκραινε καθημερινά. Τα εμπορεύματα σκονίζονταν στις βιτρίνες, πάλιωναν, άλλαζαν οι μόδες, αναγκαζόταν ο Γιώργος να τα βάλει σε προσφορές. Στην αρχή κάτι γινόταν, τουλάχιστον ξεφορτωνόταν το εμπόρευμα, να έχει μια μαγιά για να το ανανεώσει. Μετά τα πράγματα χειροτέρεψαν. Οι πελάτες έμπαιναν στο μαγαζί, κοίταζαν, παζάρευαν, έφευγαν χωρίς να πάρουν τίποτε. Κατέβασε τις τιμές, έπαψε να φέρνει δερμάτινα, όλα πλαστικά και δερματίνες. Τίποτε. Ήταν και ο ανταγωνισμός με τα κινέζικα. Ό,τι κι αν έκανε τις δικές τους τιμές δεν κατάφερνε να τις πιάσει. Κι όλο άνοιγαν καινούρια κινέζικα μαγαζιά στην Αθήνα, μεγάλα μαγαζιά που πουλούσαν από εσωρούχα μέχρι κουβέρτες και μικροηλεκτρικές συσκευές. Έτρεχε ο κόσμος να αγοράσει φτηνά χωρίς να πολυελέγχει την ποιότητα ούτε πώς έφταναν στην αγορά όλα τούτα τα εμπορεύματα, ποια χέρια τα έφτιαξαν, πόσο πληρώθηκαν... Ήταν φτηνά, αυτό έφτανε. Είχαν ξεχάσει να ρωτάνε οι άνθρωποι.
Παρόλο που το μαγαζί ήταν δικό του, πάλι τα πράγματα ήταν δύσκολα, δημοτικά τέλη, ΦΠΑ, τα δάνεια, τα γραμμάτια , το ΤΕΒΕ, το ΙΚΑ της Ασημίνας… Στο τέλος κάθε μήνα τον έπιανε απελπισία. Το πρόσωπό του είχε χάσει τη φρεσκάδα του, σπάνια χαμογελούσε πια.
Στην Ευρυδίκη δεν έδειχνε τίποτε. Είχε κι εκείνη την αποβολή, έτρεμε μη πάθει κάτι η γυναίκα του. Δυσκολευόταν να κρατήσει το επίπεδο ζωής που είχαν. Απέλυσε την Ασημίνα –δηλαδή στην αρχή της είπε για μειωμένο ωράριο και μείωση μισθού, ύστερα άρχισε να καθυστερεί τις μισθοδοσίες, μετά την έδιωξε εντελώς. Οι λογαριασμοί έτρεχαν απλήρωτοι. Ένα βράδυ ζαλίστηκε, έπεσε κάτω, στη μέση της Αχαρνών, δεν πήγε κανείς να τον σηκώσει, μόνος του έβαλε τα δυο του χέρια μπροστά, στηρίχτηκε και σηκώθηκε. Τα γόνατά του είχαν πληγωθεί, κούτσαινε. Κάθισε στο πεζουλάκι μιας τράπεζας να ξαποστάσει, να κόψει ο πόνος, να πάρει δυνάμεις. Είχε ντραπεί κιόλας, «ευτυχώς που δεν ήταν κανένας γνωστός να με δει» είπε μέσα του.
Δεν τον είχε προσέξει στην αρχή, Μετά το μάτι του τον έπιασε και έμεινε να τον κοιτάει εμβρόντητος, σαν να ‘χε δει το διάβολο μπροστά του ολοζώντανο και απειλητικό. Ένας άστεγος μισοκοιμόταν στην άλλη γωνιά. Είχε αφήσει ένα πλαστικό ποτηράκι δίπλα του για να του βάζουν κανένα κέρμα οι περαστικοί. Ήταν τυλιγμένος σε στρώματα από κουρέλια και βρωμούσε. Του πήρε ώρα να μαζέψει τα μυαλά του και να φύγει για το σπίτι του. Η ζαλάδα είχε γίνει χειρότερη.
Το πρωί τα είπε στον Παναγιώτη, που είχε το τυροπιτάδικο απέναντι. «Καλά, ρε Γιώργη», είπε εκείνος, «δεν το έχεις δει που έχει γεμίσει η γειτονιά άστεγους; Μερικοί είναι αλήτες, πρεζόνια, μερικοί έχουν απλώς χάσει τις δουλειές τους και έφτασαν στο δρόμο. Ξέρεις πόσοι έρχονται κάθε μέρα και μου ζητάνε κανένα σάντουιτς; Άλλο με νοιάζει εμένα, όμως, αυτή η ζαλάδα δε μ’ αρέσει, να πας στο γιατρό». Πήγε στο γιατρό. Του βρήκε υπέρταση και άγχος. Αυτός όμως είχε κολλήσει στον άστεγο ζητιάνο. Πόσο εύκολα μπορεί να βρεθεί ένας άνθρωπος στο δρόμο; Πόσο εύκολα. Μπορεί να βρεθεί ένας άνθρωπος στο δρόμο. Τον έπιασε μια μανία, όλο γι’ αυτά διάβαζε.
Στο μεταξύ το μαγαζί πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, η ανεργία μεγάλωνε καθημερινά, οι μισθοί μειώνονταν μέρα τη μέρα, ο κόσμος δεν ψώνιζε ούτε τα απαραίτητα. Αν πούλαγε μερικά ζευγάρια παπούτσια και καμιά τσάντα την εβδομάδα καλά ήταν. Αναγκάστηκε να πει στην Ευρυδίκη να πουλήσουν το τζιπάκι κι επειδή δεν πουλιόταν με τίποτα –πανάκριβο στα τέλη, την εφορία και τη βενζίνη, ποιος να το πάρει;- το έδωσαν για καταστροφή. Η Ευρυδίκη θα προτιμούσε να την είχε σκοτώσει, αλλά καταλάβαινε ότι δεν γινόταν αλλιώς. Πάντως το ζευγάρι είχε αρχίσει τους καυγάδες, τους τελευταίους δύο μήνες δεν κοιμόντουσαν μαζί, του έλειπε. Η θάλασσά του η Ευρυδίκη, η Ευρυδίκη, τα ταξίδια που δεν έκανε, του έλειπε. Και πιο πολύ δεν άντεχε που τον κοιτούσε σαν να ‘φταιγε αυτός. Και λίγο-λίγο στο μάτι της τρεμόπαιζε ο φόβος και η περιφρόνηση.
Ένα βράδυ, λίγο πριν κλείσει, μπήκαν δυο άντρες στο μαγαζί. Ήταν μέσα μια κοπέλα και χάζευε κάτι πασουμάκια, τα αγόρασε μάλιστα, ήταν το δεύτερο ζευγάρι που πούλαγε εκείνη την ημέρα, σκέφτηκε να τα προβάλλει περισσότερο στη βιτρίνα του, «εμπόρευμα που τραβιέται» σκέφτηκε και χαμογέλασε, είχε μέρες να χαμογελάσει. Η κοπέλα έφυγε κι αυτός πήγε να κλείσει το ταμείο αλλά τότε τον πλησίασαν οι δυο άντρες. Ο ένας μαυριδερός, κοντούλης, με αστείο πρόσωπο, σαν να κάποιος του είχε δώσει μια μπουνιά και όλα του τα χαρακτηριστικά είχαν πάει μια ιδέα πιο μέσα. Ο άλλος ψηλός, γεροδεμένος, με κόκκινο μπουφάν και λαδωμένο μαλλί. «Μη το κλείνεις το ταμείο», του είπε σε άψογα ελληνικά, κι ο μικρόσωμος μαυριδερός άνοιξε το τζάκετ και του έδειξε ένα μαχαίρι. Ο Γιώργος πάγωσε, μέσα στο ταμείο είχε δεν είχε διακόσια ευρώ, έλεγε να πληρώσει το τηλέφωνο του μαγαζιού μ’ αυτά, αλλά ήξερε καλά πως δεν είχε νόημα η αντίσταση. Θα τον σκότωναν. Για πολύ λιγότερα σκοτώνουν. Θυμήθηκε αυτό που είπε ο Παναγιώτης, όταν του συνέβη το ίδιο –κάθε μέρα γίνονταν τέτοια στη γειτονιά- «δεν έχουν δισταγμό, Γιώργο. Αυτός ο κόσμος παράγει θεριά και τέρατα». Αυτός ο κόσμος, θεριά και τέρατα, αυτός ο κόσμος… Οι δυο ληστές ήταν μικρά θεριά και μικρά τέρατα, τα μεγάλα δεν τα βλέπεις, ούτε αυτά σε βλέπουν, Γιώργο, σκέφτηκε, είσαι ένας αριθμός, μια ασήμαντη κουκίδα, κι εσύ και οι δυο ληστές… Τα έδωσε χωρίς δεύτερη κουβέντα, ελπίζοντας ότι δεν θα τον κόψουν. Και πράγματι δεν το έκαναν. Έφυγαν γελώντας και παίρνοντας μαζί τους και όσες τσάντες ήταν κρεμασμένες στον καλόγηρο της εισόδου σαν δείγματα (τη μια τη βρήκε το επόμενο πρωί, δυο μαγαζιά παρακάτω. Τους είχε πέσει μάλλον). Δεν τηλεφώνησε καν στην αστυνομία. Κλείδωσε το μαγαζί σαν κάθε μέρα, κατέβασε τα ρολά, σαν κάθε μέρα. Δεν ήταν καθόλου υπερήφανος που δεν υπερασπίστηκε το ταμείο του, αλλά γιατί θα ‘πρεπε; Τι ήταν αυτό που έπρεπε να υπερασπίσει με τη ζωή του; Μόνο που από τότε εγκαταστάθηκε μέσα του ο φόβος. Περίμενε την επόμενη φορά. Δεν είχε εμπιστοσύνη σε κανένα. Του φαινόταν πως η πόλη είχε γεμίσει με μια επικίνδυνη γλίτσα βίας, όλα ανέδυαν βία, οι δρόμοι, τα αυτοκίνητα, τα λεωφορεία, τα τρόλεϋ, τα μαγαζιά, το φαγητό, οι άνθρωποι, η αγάπη… Ήταν μια απελπιστική, βρώμικη, παράφορη γλίτσα βίας που κατέβαινε με φόρα από πάνω απρόσωπη, σκληρή και αφόρητη αλλά κρυμμένη μέσα σε λέξεις χωρίς νόημα, αφηρημένη- και έφτανε κάτω προσωπική, σκληρή και τρομακτική, αλλά συγκεκριμένη, πρόσωπο με πρόσωπο. Μπερδεύονταν οι άνθρωποι, κι ο Γιώργος μπερδευόταν πολύ, την πρώτη δεν την καταλάβαιναν, την αγνοούσαν και αυτή συνέχιζε να δρα ανενόχλητη. αυτή την άλλη, την κοντινή, μπορούσαν να της δώσουν μορφή και να την ονοματίσουν, νόμιζαν πως μπορούσαν να την πολεμήσουν κιόλας. Κι ο Γιώργος έτσι νόμιζε, αλλά του φαινόταν πως κάτι του ξέφευγε, πως υπήρχε μια αλήθεια που την έχανε, εκεί ακριβώς που αχνόφεγγε μπροστά του, εκεί την έχανε. Την αλήθεια. Ο Γιώργος.
Ένα βράδυ γύρισε νωρίτερα στο σπίτι. Ήταν σκοτεινό. Άδειο. Το τραπέζι της κουζίνας ήταν στρωμένο –σαλάτα, φαγητό στο πιάτο καπακωμένο με άλλο πιάτο και φρούτα στη φρουτιέρα, αλλά έλειπε η Ευρυδίκη. Της τηλεφώνησε στο κινητό, δεν το σήκωσε, τον έπιασε ανησυχία. Βρήκε το γράμμα στο σαλόνι. «Πηγαίνω στην εξαδέλφη μου τη Σοφία, στο χωριό. Για μια εβδομάδα. Θέλω να σκεφτώ (Θεέ μου, με εγκατέλειψε… κι έπεσε ξετρελαμένος στον καναπέ ). Τι δεν πάει καλά μεταξύ μας, Γιώργο; Θέλω να σκεφτώ. (Με εγκατέλειψε, και το κενό στο στομάχι πήγε στην καρδιά και στο μυαλό, θόλωσαν τα μάτια του, γέμισαν άσπρες φωτερές πέτσες, δεν το χωρούσε ο νους του…). Γιατί σ’ αγαπάω ακόμα και δεν θέλω να σε χάσω (έτρεμαν τα χέρια του, μ’ αγαπάει, δηλαδή δεν έφυγε για πάντα, τι να κάνω, Θέ μου, φώτισέ με τι να κάνω; Αλλά μ’ αγαπάει, το γράφει πως μ’ αγαπάει, αν δεν μ’ αγαπούσε, γιατί να το γράψει;). Δώσε μου μια εβδομάδα. Μη με ψάξεις. Την Κυριακή θα είμαι πίσω».
Γύρισε νωρίτερα, το Σάββατο το βράδυ γύρισε. Ήταν αλλιώς, πιο τρυφερή, σαν να τον γνοιαζόταν περισσότερο. «Γιώργο, το μαγαζί δεν τραβάει… Θα χάσουμε και το σπίτι σε λίγο», του είπε. Αυτός το παραδέχτηκε, τους είχαν πνίξει τα χρέη. Η τράπεζα απειλούσε με κατάσχεση των περιουσιακών του στοιχείων. Το διαμέρισμα στη Ραφήνα ήταν της Ευρυδίκης αλλά το σπίτι τους ήταν στ’ όνομά του, κινδύνευε. Είχε σκεφτεί να της το γράψει, αλλά τα έξοδα της δωρεάς ήταν πολλά, δεν είχε. «Θυμάσαι τον αδερφό της μάνας μου, τον Θόδωρο, που είναι στην Αμερική; Έχει μια μικρή εταιρεία εκεί. Πάει καλά. Του μίλησα, είπε να πάμε εκεί και θα μας φροντίσει. Αν είχαμε ένα μικρό κεφάλαιο για ξεκίνημα…» «Πού να το βρούμε, αγάπη μου;» ρώτησε με αγωνία ο Γιώργος. Η Ευρυδίκη άφησε μερικά δευτερόλεπτα σιωπής, σαν να δίσταζε. Στην πραγματικότητα, δεν δίσταζε καθόλου, αλλά έτσι ένιωθε πως έτσι έπρεπε να δείξει, ο Γιώργος πήγαινε με το σταυρό στο χέρι κι αυτό που θα του έλεγε ήταν βαρύ. Και δύσκολο. «Το εμπόρευμα είναι ασφαλισμένο. Αν συνέβαινε κάτι, μια πλημμύρα, μια πυρκαγιά… Τόσα γίνονται, ρε Γιώργο. Με τα λεφτά της ασφάλειας θα αρχίζαμε μια καινούρια ζωή στην Αμερική, κοντά στο θείο».
Την άκουσε εμβρόντητος. Του πήρε ώρα να καταλάβει τι του πρότεινε ακριβώς. Πάλι είδε στα μάτια της το άρρωστο μαχαίρι. Την περιφρόνηση. Θα μπορούσε φυσικά να της πει απλώς την αλήθεια. Πως το μαγαζί ήταν ανασφάλιστο, πως η ασφάλεια είχε πάνω από χρόνο να πληρωθεί και καμιά ζημιά δεν καλυπτόταν πλέον. Αλλά δεν ήθελε να της πει ψέματα, να κρύψει την άρνησή του πίσω από ένα ψέμα, τάχα πως θα ήταν μια λύση αυτό και θα το έκανε, αλλά, να, δεν γίνεται για αντικειμενικούς λόγους. Τότε φυσικά θα απέσυρε την περιφρόνηση από τα μάτια της η γυναίκα του, θα τον κοιτούσε με ένα άλλο βλέμμα –οργισμένο; λυπημένο; ό,τι να ‘ταν, αλλά όχι περιφρόνηση- και θα έψαχνε μια άλλη λύση. Η Ευρυδίκη ήταν έξυπνη κι όταν επρόκειτο να προστατέψει τα συμφέροντά της, το μυαλό της γεννούσε συνέχεια ιδέες. Τολμηρές ή παράτολμες, στα όρια της νομιμότητας ή έξω από αυτήν, όπως τώρα.
Αλλά δεν ήθελε. Να κερδίσει την εκτίμηση και της αποδοχή της, δεν ήθελε, μ’ ένα ψέμα. Αρνήθηκε. Εκείνη συνέχισε να προσπαθεί να τον πείσει αλλά μάταια. Στο τέλος για να κλείσει την κουβέντα της υποσχέθηκε να το σκεφτεί. Τον είχε ενοχλήσει η εμμονή της. Σαν να μην τον ήξερε τόσα χρόνια. Του είχε γράψει ότι τον αγαπούσε. Αφού τον αγαπούσε, πώς του πρότεινε κάτι τέτοιο; Και αυτή η ιστορία με την Αμερική. Πώς της ήρθε να του προτείνει κάτι τέτοιο; Δεν ήθελε να φύγει από την Ελλάδα, δεν ήθελε να φύγει από την Αθήνα, από τη γειτονιά του στα Πατήσια δεν ήθελε να φύγει.
Δυο μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, άργησε λίγο ν’ ανοίξει το μαγαζί. Κάτι που παρακοιμήθηκε, κάτι που έπιασαν μια κουβεντούλα με την Ευρυδίκη για τις γιορτές και αν θα πήγαιναν στους κουμπάρους τους την παραμονή, που πέρυσι είχαν περάσει πολύ ωραία, λίγο που πέρασε από το σούπερ μάρκετ να αγοράσει απορρυπαντικά για να καθαρίσει την αποθήκη, πέρασε η ώρα. Ο Παναγιώτης με το τυροπιτάδικο τον καλημέρισε κλείνοντάς του το μάτι «Τι έγινε, μπαρμπα-Γιώργο; Το πρωί τα ‘χει τα κέφια η κυρά;». ‘Πιάσαν δυο λεπτά την κουβέντα, ποδόσφαιρο, ο γάμος του Μιχάλη του περιπτερά, καθημερινά πράγματα, συνηθισμένα. Ήρθε και η Μαρία με τα ηλεκτρικά –του άρεσε πολύ του Παναγιώτη αλλά ήταν παντρεμένη η Μαρία και σοβαρή γυναίκα, δεν είχε ελπίδα, στο Μιχάλη τα ‘λεγε, τάχα μου πλάκες, αλλά στην πραγματικότητα τον πονούσε η ιστορία κι ας μην το ομολογούσε ούτε στον εαυτό του καλά-καλά. Ήρθε και η Μαρία με τα ηλεκτρικά και είπε που ένα σούπερ-μάρκετ πολύ μεγάλο θα άνοιγε παρακάτω, στο οικόπεδο του Γιαννικάκη. Το πήρε ο δήμος τελικά και αμέσως υπέγραψαν την άδεια. Πολύ μεγάλο, τετραώροφο, με γκαράζ… θα έσπαγε τη λίγη δουλειά που είχε απομείνει στα μικρομάγαζα.
Τους χαιρέτισε και πήγε ν’ ανοίξει το μαγαζί του. Πάλι γεμάτη είσοδος με φακέλους. Ξεσκαρτάρισε τα διαφημιστικά και κράτησε τους λογαριασμούς. Να ήταν, λέει, ένας από αυτούς μια ειδοποίηση για μια μεγάλη κληρονομιά ή έστω πως είχε κάνει λάθος η εφορία και του επέστρεφε τώρα μερικά χιλιάρικα πίσω… Δεν άντεχε άλλο τα χρέη. Σε λίγο δεν θα είχαν ούτε τα απαραίτητα. Και δεν έβλεπε φως από πουθενά. Κάθε μέρα ανακοινώνονταν νέα μέτρα, νέοι φόροι, νέες εισφορές… Κάπως είχε αναθαρρήσει με την αλλαγή του πρωθυπουργού αλλά δεν πρόλαβε να χαρεί για πολύ. Ίδιος αποδείχτηκε κι αυτός. «Να μην υπάρχει ένας άνθρωπος της προκοπής ν’ ανέβει επάνω, να βάλει τάξη, να κοιτάξει το λαό;» έλεγε στο Μιχάλη τον περιπτερά. «Μεσσίες περιμένεις, άνθρωπέ μου;» γέλαγε εκείνος. «Δεν σώζεσαι έτσι, αγόρι μου. Μόνοι μας θα σωθούμε, με τα χέρια μας. Αύριο κλείστο το ρημάδι –για λίγες ώρες, ρε γαμώτο, κλείστο κι έλα να πάμε στην πορεία». Ο Γιώργος τα φοβόταν αυτά, δεν τα πίστευε κιόλας, ποτέ δεν είχε ανακατευτεί με τα πολιτικά, με το ζόρι πήγαινε να ψηφίσει, τις δυο τελευταίες φορές δεν πήγε καν . Κι ύστερα ήταν ώρες να κλείνεις το μαγαζί σου; Πελάτης δεν μπαίνει για μέρες, να τα κλείσουμε κιόλας…, σκεφτόταν. Κι αυτοί οι κουκουλοφόροι που σπάζουν και καίνε…, σκεφτόταν. Ποιος ακούει το λαό; σκεφτόταν. Με το Μιχάλη απόφευγε τις πολιτικές συζητήσεις, καμιά φορά ήταν πολύ ειρωνικός μαζί του κι ο Γιώργος ενοχλούνταν. Του πέρναγε πού και πού από το νου ότι μπορεί και να ‘χε δίκιο ο Μιχάλης, αλλά αυτός αλλιώς είχε μάθει από τον πατέρα του, δεν ανακατευόταν, ας τα ‘λυναν αυτοί που είναι ψηλά, γιατί τους ψηφίζουμε άλλωστε; έλεγε. Όχι στο Μιχάλη. Σ’ αυτόν δεν έλεγε τίποτε. Ένα διάστημα πήγαινε κύκλο για να μην περάσει μπροστά από το περίπτερο αλλά μετά τσαντίστηκε με τον εαυτό του «Τι μαλακίες κάνω;» σκέφτηκε «Τόσα χρόνια φίλοι με το Μιχάλη» και δεν το ξανάκανε.
Τακτοποίησε ό,τι είχε να τακτοποιήσει, κάθισε στο ταμείο κι άνοιξε τους φακέλους. Λογαριασμοί, λογαριασμοί… Κι άλλοι λογαριασμοί… Α, να και το χαράτσι για το σπίτι της Ραφήνας, 620 ευρώ για 62 τετραγωνικά σπίτι, συν 57 ευρώ το ρεύμα 677 ευρώ, μόλις είχε δώσει το τέλος για το σπίτι της Αθήνας, 583 μαζί με το ρεύμα… πού να τα βρει; Ο Παναγιώτης και η Μαρία δεν τα είχαν πληρώσει, περίμεναν την απόφαση του δικαστηρίου, ήταν σίγουροι ότι θα τα έβγαζε αντισυνταγματικά τα τέλη αλλά αυτός δεν το πίστευε, το κυριότερο δεν ήθελε να χρωστάει πουθενά, δεν άντεχε τα χρέη.
Την τράπεζα την άφησε για το τέλος. Αυτή φοβόταν περισσότερο. Το διάβασε δυο φορές το γράμμα της τράπεζας μέχρι να το συνειδητοποιήσει. Προειδοποίηση κατάσχεσης. Τα μαγαζί, θα του έπαιρναν το μαγαζί. Αν είχε κοιταχτεί στον καθρέφτη, θα έβλεπε ότι ήταν κατακόκκινος, πρέπει να είχε ανέβει η πίεση. Πολύ. Έμεινε ώρα με το χαρτί στο χέρι, ανίκανος να σκεφτεί. Θα μπορούσε να είχε τηλεφωνήσει στο λογιστή του, στη δικηγόρο του, να είχε πάει στον Παναγιώτη, στο Μιχάλη ή στη Μαρία να το συζητήσουν, ακόμα και στον ξάδελφό του, τον Αργύρη, το ναυτικό, συνταξιούχος πια, που ήταν σοβαρός άνθρωπος και του ‘κοβε από οικονομικά. Δεν έκανε τίποτε. Του φάνηκε ολότελα μάταιο. Θα έσωζε το μαγαζί για δυο-τρείς μήνες, ένα χρόνο; Μετά τι; Θα άλλαζε η κατάσταση; Όλοι το ‘λεγαν πως η κρίση είναι βαθιά, όλη η Ευρώπη στην ίδια κατάσταση, η ύφεση θα συνεχιστεί, η ανεργία θα μεγαλώσει –κι αυτός δεν έδιωξε την Ασημίνα; Πήγε στο βεσεδάκι, έριξε νερό στο πρόσωπό του, πήρε μισό ηρεμιστικό, όπως του ‘χε πει ο γιατρός να κάνει, και βγήκε στην πόρτα του μαγαζιού του. Ο ψυχρός αέρας τον συνέφερε. Είπε μέσα του τη λέξη «κατάσχεση» πολλές-πολλές φορές και κάθε φορά έχανε ένα μέρος της σημασίας της ώσπου στο τέλος δεν ένιωθε τίποτε λέγοντάς την, ήταν ένας ήχος χωρίς νόημα, χωρίς συναισθηματικό βάρος. Ίσως η Ευρυδίκη να είχε δίκιο. Μπορεί στην Αμερική, κοντά στο θείο της, να άρχιζαν μια νέα ζωή. Ίσως να κέρδιζε πάλι την εμπιστοσύνη της και να μην έβλεπε στα μάτια της, καλά κρυμμένη αλλά παρούσα, την περιφρόνηση.
Μετά τα Χριστούγεννα θα έκλεινε το μαγαζί και θα ξεκίναγε τις διαδικασίες μετανάστευσης. Πώς να γινόταν άραγε, που έπρεπε να πάει; θα ρωτούσε τον Αργύρη.
Την επόμενη των Χριστουγέννων η Ευρυδίκη τον εγκατέλειψε οριστικά. Δεν μπορούσε τόση παθητικότητα, του είπε, δεν άντεχε να τον βλέπει να περιφέρεται σιωπηλός και απελπισμένος και να μην κάνει τίποτα. «Δεν είσαι ο άντρας που παντρεύτηκα» του είπε. «Εκείνος είχε χιούμορ, γελούσε και μ’ έκανε να γελάω. Τώρα φοβάμαι να μείνω μόνη μου μαζί σου, δεν έχουμε τίποτα πια να πούμε… Δεν σκέφτεσαι πια, Γιώργο, δεν προσπαθείς».
Το επόμενο πρωινό άνοιξε κανονικά. Δεν είπε τίποτα σε κανένα. Τηλεφώνησε στην τράπεζα και του επιβεβαίωσαν την κατάσχεση, αν δεν κατέβαλλε τα χρεωστούμενα μέχρι την ημέρα που έγραφε το ειδοποιητήριο. «Είναι η τελευταία σας διορία», είπε ευγενικά αλλά κοφτά ο υπάλληλος. «Μάλιστα» είπε ο Γιώργος.
Θυμήθηκε πάλι τον άστεγο. Εκείνο τον συγκεκριμένο. Τον πρώτο άστεγο της ζωής του. Τον πρώτο που είχε προσέξει. Κάθε φορά τον έφερνε στο νου με τρόμο. Πρώτη φορά ο τρόμος είχε αφήσει μια γωνιά σε κάτι άλλο, σαν τρυφερότητα ένα πράγμα. Πώς να τον έλεγαν τον άστεγο; Πρέπει να έχει ένα όνομα. Οι άνθρωποι πρέπει να έχουν ένα όνομα. Δεν είναι ένα επάγγελμα οι άνθρωποι. Αυτός είναι ο Γιώργος. Τον άστεγο πώς να τον έλεγαν; Αν χάσεις τη δουλειά σου, το σπίτι σου, δεν έχεις όνομα, είσαι μια ιδιότητα: άνεργος, άστεγος. Πριν έχεις;
Το βράδυ, πριν κλείσει το μαγαζί, έβαλε σε μια σακούλα όλα τα χαρτιά που φυλούσε σε ένα συρτάρι ειδικό γι’ αυτή τα δουλειά, το παλιό πενηντάρικο που είχε χρόνια κάτω από το γυαλί που σκέπαζε το γραφειάκι του ταμείου –το πρώτο χαρτονόμισμα που μπήκε στο κατάστημα, όταν το άνοιξε ο πατέρας του το '61 και την παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία του πατέρα του, μέσα στην πολυκαιρισμένη κορνίζα. Δεν θα άφηνε να του πάρουν ούτε μια σανιδούλα από το μαγαζί. Κατάσχεση… Ωραία, αλλά δεν θα ‘βρισκαν τίποτε να κατασχέσουν. Η Ευρυδίκη στην αρχή θα νόμιζε ότι αποφάσισε να την ακούσει και πως το ‘κανε για την αποζημίωση. Δεν τον ένοιαζε πια τίποτε. Ούτε για την Ευρυδίκη, ούτε για κανένα άλλο. Η ζωή του είχε καταρρεύσει χωρίς θόρυβο. Η γλίτσα έτρεχε με δύναμη από πάνω προς τα κάτω και μετά γινόταν ένας πίδακας από κάτω προς τα πάνω, αλλά όχι πολύ πάνω, και πήγαινε δεξιά κι αριστερά, η επικίνδυνη γλίτσα της βίας. Την ένιωθε, έμπαινε μέσα του παγωμένη, σιχαμερή και θανατηφόρα και έβγαινε από αυτόν θυμωμένη και αμήχανη. Δεν θα έβρισκαν τίποτε να κατασχέσουν. Έσφιξε τη σακούλα στο χέρι. Με το δείκτη ψαχούλεψε λίγο μέσα και βεβαιώθηκε πως η φωτογραφία του πατέρα του ήταν εκεί.
Και άναψε το σπίρτο.
Δεκέμβρης 2011-Γενάρης 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου