Είμαι ζωοφοβική. Δεν ντρέπομαι να το ομολογήσω. Ή, ακριβέστερα, δεν ντρέπομαι να το ομολογήσω πλέον. Πώς γεννήθηκε αυτός ο φόβος μέσα μου δεν το γνωρίζω –κάποια επίθεση σκύλου, όταν ήμουν ακόμη νήπιο; Η επιρροή της επίσης ζωοφοβικής μητέρας μου; Μάλλον αυτό το τελευταίο μέτρησε αλλά δεν εξηγεί εντελώς γιατί αυτός ο τρόμος που με ταλάνιζε για χρόνια –με ταλανίζει ακόμα- μπροστά στη θέα ενός ζώου, για επαφή μαζί του βεβαίως ούτε λόγος. Όταν ήμουν παιδί, και αργότερα, κατά τη διάρκεια της εφηβείας και της πρώιμης νεότητας αρκούσε να δω από μακριά ένα σκύλο, ιδίως ένα κινούμενο σκύλο, που βάδιζε ή έτρεχε περιχαρής και κουνώντας την ουρά του για να το βάλω κυριολεκτικά στα πόδια και να αναζητήσω τρέμοντας και κάθιδρη καταφύγιο σε παρακείμενο μαγαζί ή πυλωτή πολυκατοικίας. Και αυτός ο φόβος απλωνόταν σε όλα τα ζώα, όσο μικρά και αθώα κι αν ήταν, και στα πουλιά επίσης. Ενθυμούμαι πως κάποτε βρέθηκα σε αγροικία φίλων των γονιών μου που διέθετε ορνιθώνα. Οι κότες τριγύριζαν ελεύθερες στην αυλή κακαρίζοντας και ψάχνοντας στο έδαφος για την τροφή τους, ενίοτε ανέβαιναν και στη χαμηλή βεράντα, όπου είχαμε καθίσει για να προστατευτούμε από τον καίοντα ήλιο του μεσημεριού. Έζησα ένα δράμα, δεν ευχαριστήθηκα ούτε το δροσερό υποβρύχιο, ούτε τα φρούτα τα μόλις κομμένα από τα δέντρα του κτήματος, ούτε καν αυτό το φρέσκο αυγό που μου σέρβιρε με περισσή φροντίδα η κυρία που μας φιλοξενούσε. Με απασχολούσε συνεχώς το σε αραιά διαστήματα πέρασμα των ορνίθων από την βεράντα.
Παραδόξως ουδέποτε φοβήθηκα τα έντομα –κατσαρίδες, αράχνες και τα τέτοια. Αντιθέτως, τα αντιμετωπίζω πάντα με περισσή γενναιότητα, χωρίς σιχασιά και με μεγάλη ψυχραιμία. Τα λιώνω χωρίς τύψεις ή τα ψεκάζω με μεγάλη ευθυβολία με τα ειδικά εντομοκτόνα, που έχω πάντα στο σπίτι. Έχω βεβαίως κάποιες τύψεις για το οικολογικό κόστος, αλλά φαντάζομαι ότι δεν θα ανατραπεί το βιοσύστημα της πολυκατοικίας στην οποία διαμένω από μερικές κατσαρίδες λιγότερες. Επίσης, παραδόξως, τα μόνα ζώα που δεν μου δημιούργησαν ποτέ συναισθήματα τρόμου είναι τα φίδια. Αλλά αυτά τα έχω δει μόνο σε ταινίες και στις προθήκες ζωολογικών κήπων και μάλλον δεν αποτελούν εξαίρεση στη ζωοφοβία μου. Πιθανότατα βαθιά μέσα μου να γνωρίζω πως, ως κάτοικος της πόλης, που σπανίως χαίρεται περιπάτους σε μακρινές εξοχές, μάλλον δεν θα έχω ποτέ την ευκαιρία να συναντηθώ με κανένα εκπρόσωπο του είδους.
Πρέπει πάντως να ομολογήσω και κάτι ακόμα, που μάλλον θα ακουστεί ως παραδοξολογία. Αγαπώ τα ζώα. Τα θαυμάζω. Κάθε είδος για διαφορετικούς λόγους και όλα μαζί για την απλότητα και την οριστικότητα της ύπαρξής τους. Νιώθω μάλιστα μεγάλη ενοχή για όσα απίστευτα διαπράττει ο άνθρωπος εναντίον τους, για τα βάσανα και τις καταστροφές στις οποίες υποβάλλει τη φύση, υποχρεώνοντας γένη ολόκληρα να εξαφανιστούν από προσώπου γης, ζώα ωραία με χιλιετηρίδες ύπαρξης σε ό,τι μπορούμε καταχρηστικά να ονομάσουμε ιστορία τους. Ας είναι. Ναι, ζωοφοβική μεν αλλά αγαπώ τα ζώα δε. Θυμώνω με όσους τα κακοποιούν, πού και πού δίνω κανένα μικρό ποσό σε οργανώσεις προστασίας ειδών υπό εξαφάνιση ή φροντίζω να αφήσω διακριτικά και χωρίς να λερώνω το χώρο λίγη τροφή για κανένα δύστυχο σκύλο. Φαντάζομαι ότι δεν είναι αυτή η συμπεριφορά μου μοναδική. θα πρέπει να υπάρχουν πολλοί σαν και μένα και αυτή η σκέψη με παρηγορεί.
Με τα χρόνια η κατάσταση μου έχει κάπως βελτιωθεί. Ιδίως όταν περπατώ με κάποιον άλλο ζωοφοβικό, τη μητέρα μου ή τη νεαρή εξαδέλφη μου ας πούμε, υπερνικά η διάθεση της βοήθειας, το αίσθημα της προστατευτικότητας που με διακατέχει βασανιστικά και δύσκολα το τιθασεύω για να μη γίνει ενοχλητικό. τότε με γενναιότητα αναλαμβάνω να περάσω τον άλλον δίπλα από ένα σκυλί ή μια μικρή αγέλη σκύλων είτε να εκδιώξω με τρυφερότητα το γάτο που μας παρενοχλεί εκλιπαρώντας λαίμαργα για τροφή σε κάποιο εστιατόριο ή ταβέρνα. Μάλιστα είναι καιρός που νιώθω καμιά φορά την ανάγκη να αγγίξω ένα όμορφο ή ένα ταλαιπωρημένο ζώο, να το χαϊδέψω γλυκά και πιάνω τον εαυτό μου να χαμογελά σε σκύλους ή να μιλά τρυφερά σε γάτες. Πλην, φευ, ακόμη αδυνατώ να το πραγματώσω, εκτός αν κάποιος άλλος βρίσκεται κοντά και το κρατά ή είμαι σίγουρη πως μπορεί να το πάρει, αν κι αυτό δείξει διάθεση να με αγγίξει. Ιδίως δεν μπορώ το γλείψιμο των σκύλων, αυτό μου είναι αδύνατον να το ανεχτώ. Γι’ αυτό και κάποτε που σκέφτηκα να πάρω ένα σκύλο, έδιωξα αμέσως τη σκέψη. Βεβαίως την έδιωξα και για ένα άλλο λόγο. Μ’ αρέσουν τα μεγάλα σκυλιά, με το πλούσιο τρίχωμα και τη βροντερή φωνή αλλά μένω σε διαμέρισμα. Πώς να καταδικάσεις ένα τέτοιο δυνατό και μεγαλόσωμο ζώο να περάσει τη ζωή του σε μια φυλακή με μικρά διαστήματα δραπετεύσεων, που το μόνο που θα του προσφέρουν είναι να ξέρει τι έχασε για λίγα κόκαλα και λίγα χάδια.

Η βελτίωση της ζωοφοβίας μου, ιδίως σε σχέση με τους σκύλους, δεν ήταν προϊόν ωρίμανσης είτε λογικής επεξεργασίας του φόβου. Ήταν εν πολλοίς κατόρθωμα ενός σκύλου. Και θέλω να διηγηθώ αυτήν την ιστορία που συνέβη πριν από αρκετά χρόνια.
Συνεργαζόμουν τότε με ένα οικολογικό περιοδικό που είχε την έδρα του σε έναν από τους δρόμους του Ψυρρή. Δεν θυμάμαι πια την οδό αλλά μπορώ εύκολα να οδηγήσω κάποιον εκεί, έστω κι αν έχει αλλάξει αρκετά σήμερα η περιοχή. Την εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία που θα σας πω, η γειτονιά αυτή μόλις άρχιζε να παίρνει το σημερινό της χαρακτήρα, για τον οποίο έχω τα πλέον αντιφατικά συναισθήματα: καταλαβαίνω την εμπορευματοποίηση της περιοχής, την αλλοίωση του χαρακτήρα της, το αβίωτο των ολίγων εναπομεινάντων κατοίκων, την απαράδεκτη κιτσαρία και εν πολλοίς συμμερίζομαι τις επικρίσεις από ευαίσθητους ως προς το περιβάλλον πολίτες αλλά και ειδικούς, όμως ένα κομμάτι του εαυτού μου συμπαθεί αυτή τη γειτονιά έτσι όπως είναι τώρα. Άλλωστε μ’ αρέσουν τα θέατρα της περιοχής: η «Αποθήκη», η «Πολιτεία» –που της χρειάζεται μια καλή ανακαίνιση- και φυσικά το «Εμπρός», που δυστυχώς έκλεισε μετά το θάνατο του Τάσου Μπαντή και ακόμη διατρέχει τον κίνδυνο να μετατραπεί σε ευαγές … οινοπνευματοποτείον μετ’ ορχήσεως.
Ο κακότροπος αλλά ευφυής διευθυντής του περιοδικού που υπήρξε και σημαντικός διανοούμενος, συγκέντρωνε γύρω του μια μικρή συντροφιά φίλων και συνεργατών –άνθρωποι της διανόησης εκλεκτοί με έργο αξιόλογο ο καθείς αλλά στην πλειονότητά τους επηρμένοι και κάποιοι νεότεροι διανοούμενοι που ετοιμάζονταν κι αυτοί να υιοθετήσουν την ίδια ή και μεγαλύτερη έπαρση, αλλά δεν είχαν ακόμη αποδείξει πως το έργο τους δικαιολογούσε τέτοιες συμπεριφορές. Είχε δημιουργηθεί, λοιπόν, ένας κύκλος περί το περιοδικό, ως είθισται με τα περιοδικά εν γένει, και είχαν συναφθεί φιλικές σχέσεις μεταξύ των μελών, σχέσεις συμπαράστασης και αλληλεγγύης όχι όμως γι’ αυτό και πάντα ανέφελες. Συχνές διαφωνίες σε θέματα θεωρίας –ή και άλλα βεβαίως- οδηγούσαν σε διαπληκτισμούς και πρόσκαιρες ψυχράνσεις. Οι πικρίες δεν κρατούσαν για πολύ, ο βασικός πυρήνας τα έβρισκε εκ νέου. Αντιθέτως έφευγαν συχνά οι περιφερειακοί και ζητούσαν αλλού στέγη των προβληματισμών ή της ματαιοδοξίας τους. Ο άνδρας αυτός είχε και ένα σκύλο. Ένα γέρικο σκύλο. Τον είχε τρόπος του λέγειν δηλαδή, γιατί ο σκύλος αυτός τριγύριζε ελεύθερος, χανόταν για μέρες, επέστρεφε, ξανάφευγε, άλλοτε τον ακολουθούσε πιστά, άλλοτε ξέμενε πίσω βαριεστημένος, πολλές φορές γύριζε χορτάτος από μια περιοδεία του και δεν άγγιζε σχεδόν το φαγητό που ο Κ.Μ. του έβαζε σ’ ένα τσίγκινο πιάτο πίσω από την ξύλινη πόρτα της αποθήκης. Έπινε μόνο άπληστα νερό. Ήταν ήσυχο σκυλί και διακριτικό. Καθόταν σιωπηλό ώρες ολόκληρες παρακολουθώντας τις ατέλειωτες συζητήσεις των φίλων και συνεργατών του περιοδικού, υπέμενε υπομονετικά τους καπνούς των τσιγάρων τους που σχημάτιζαν ένα πυκνό δύσοσμο σύννεφο και σκοτείνιαζαν την ατμόσφαιρα στο ήδη σκοτεινό γραφείο (σχεδόν ποτέ τα παράθυρα δεν άνοιγαν διάπλατα, ακόμα και τις πιο ηλιόλουστες μέρες ο Κ.Μ. προτιμούσε το ηλεκτρικό φως. Σπάνια έχω συναντήσει άνθρωπο με μεγαλύτερη γνώση της φύσης και τόσο μικρή επαφή μαζί της). Καθόταν, λοιπόν, ο σκύλος σιωπηλός κατά τη διάρκεια πολύωρων συζητήσεων ή συνεδριάσεων της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού, μόνο γρύλλιζε πού και πού, χασμουριόταν, γλειφόταν, δάγκωνε το σώμα του αναζητώντας ενοχλητικά παράσιτα, κουνούσε την ουρά του λες και ήθελε να διαπιστώσει πως την είχε ακόμη. Καμιά φορά σηκωνόταν, έκανε μια βόλτα και επέστρεφε ακριβώς στην αρχική του θέση. Χωρίς να ενοχλήσει κανέναν, στο ελάχιστο. Μερικές φορές κάποιοι θυμόνταν και του έκαναν ένα χάδι, που το δεχόταν με ευχαρίστηση. Πάντως ήταν αχάιδευτος σκύλος και τον λυπόμουν γι’ αυτό.
Όποτε τον έβλεπα πνιγόμουν ανάμεσα σε δυο αντιφατικά συναισθήματα. Από τη μια μου ‘ρχόταν να τον βάλω να κάτσει μπροστά στα πόδια μου και να τον χαϊδέψω ως να βαρεθεί και να φύγει από μόνος του κι απ’ την άλλη η ζωοφοβία μου ξύπναγε κραταιή και μ’ έκανε να ιδρώνω, μόλις τον έβλεπα να με πλησιάζει. Ο λαιμός μου στέγνωνε, κατάπινα με κόπο, η ανάσα μου γινόταν πιο γρήγορη, κρατιόμουν με τα δόντια να μη το βάλω στα πόδια –κυρίως για να μη με κοροϊδέψουν οι άλλοι, αλλά και γιατί ήξερα πως έτσι θα τον έκανα να με κυνηγήσει, έστω και χωρίς κακή πρόθεση (ήξερα πως η μυρωδιά που εκπέμπει το φοβισμένο σώμα ερεθίζει τα σκυλιά). Όταν ο Νώντας ήταν εκεί –Νώντα το έλεγαν το σκυλί- πέρναγα μαρτύρια. Προσπαθούσα να φοράω πάντοτε παντελόνι ούτως ώστε, αν τυχόν ποτέ με αγγίξει με τη γλώσσα του, να μη νιώσω την υγράδα του σάλιου, έπαιρνα μαζί μου μεγάλες τσάντες και τις έβαζα σαν προστατευτικό τείχος ανάμεσα σε μένα και σ’αυτόν, παρακαλούσα την ηλικιωμένη γραμματέα να τον κρατήσει κοντά της ως να τελειώσει η συζήτηση με τον, πώς να τον ονομάσω; ιδιοκτήτη του; αφεντικό του; Τίποτε δεν ταιριάζει ακριβώς.
Είχαν περάσει ένα δυο μήνες από τότε που πρωτοπήγα στο περιοδικό. Το περιβάλλον μου είχε γίνει οικείο, είχα αρχίσει να συμπαθώ τους συνεργάτες του, τουλάχιστον κάποιους απ’ αυτούς και πάντως είχα αδυναμία στην Ελπίδα, τη γραμματέα, που φρόντιζε αγόγγυστα και με εξαντλητική επάρκεια τις ανάγκες του περιοδικού. Και, κατά περίεργο λόγο, συμπαθούσα το Νώντα. Τα μάτια του είχαν θλίψη, το βήμα του δεν ήταν αλαφρό, έδειχναν πάνω του τα χρόνια. Μια δυο φορές, όπως καθόταν κουλουριασμένος στα πόδια της Ελπίδας, μισοκοιμισμένος και ακίνητος, είχα απλώσει το χέρι μου στην πλάτη του και του είχα κάνει ένα μικρό χάδι, κίνηση που με είχε εκπλήξει και μένα την ίδια. Με την άκρια του δείχτη δηλαδή είχα αγγίξει λίγο το κοντό καφετί σκληρό τρίχωμα, ένα χάδι φοβισμένο αλλά τρυφερό, που ξεκινούσε από τη ρίζα του κεφαλιού και προχωρούσε προσεκτικά ως τη μέση της ραχοκοκαλιάς.
Φαίνεται ο σκύλος είχε καταλάβει το φόβο μου –αυτό που οι άνθρωποι δεν καταλάβαιναν, λες και δεν έχουν όλοι κάποιο φόβο στη ζωή τους, δεν φοβούνται κάτι, το αεροπλάνο, τους κλειστούς χώρους, τα μεγάλα ύψη ή ό,τι άλλο- ναι, πρέπει να είχε καταλάβει το φόβο μου και με αντιμετώπιζε με συγκινητική κατανόηση. Όταν ήμουν στο γραφείο του Κ. Μ. είτε δεν έμπαινε καθόλου μέσα είτε καθόταν κάπου μακριά μου, στην άλλη άκρη του δωμάτιου, μολονότι η αγαπημένη του θέση ήταν μπροστά στο μεγάλο τραπέζι που χρησιμοποιούσε για γραφείο ο Κ.Μ. Αυτό κράτησε κάπου δυο μήνες.
Ένα σαββατιάτικο πρωινό πήγα για να παραδώσω ένα μικρό άρθρο. Είχα χρόνο, ήμουν χαλαρή και χαρούμενη, γιατί μόλις είχα τελειώσει ένα κείμενο που με παίδευε από καιρό, και κάθισα να πιω καφέ με τον διευθυντή του περιοδικού. Τότε εμφανίστηκε ο Νώντας, μετά από απουσία δυο ημερών. Προχώρησε θαρρετά στη μέση του δωμάτιου και στρώθηκε νωχελικά στο πάτωμα. Κουλουριάστηκε, έκλεισε τα μάτια και, αφού έβγαλε ένα δυο γρυλλισμούς, φάνηκε να τον παίρνει ο ύπνος. Όσο έμεινα στο γραφείο δεν κουνήθηκε σχεδόν. Εκτός από μια δυο φορές που μισάνοιξε τα μάτια του ή έβγαλε τη γλώσσα του και γλείφτηκε με θόρυβο. Όταν σηκώθηκα να φύγω, πέρασα προσεκτικά από δίπλα του και τον χάιδεψα με την άκρια του παπουτσιού. Κούνησε την ουρά του εν είδει χαιρετισμού και με άφησε να περάσω ήσυχα-ήσυχα.
Για λίγο καιρό, όταν βρισκόμουν στο χώρο του, έκανε πάντα το ίδιο. Ερχόταν και καθόταν στη μέση του δωμάτιου ως να φύγω ή έφευγε πρώτος εκείνος. Μια μέρα που ήμουν μόνη στο γραφείο της Ελπίδας και τακτοποιούσα κάτι φακέλους, άκουσα τον ήχο των ποδιών του, κι ένιωσα την ανάσα του μέσα στο δωμάτιο. Τον είχα συνηθίσει στο μέσο του δωμάτιου και δεν μ’ ένοιαξε αλλά όταν γύρισα για να τον κοιτάξω κι ίσως να του πω μια κουβέντα, συνειδητοποίησα ότι είχε μειώσει την απόσταση μεταξύ μας. Αισθητά.
Στο μεταξύ τον έπιανα περισσότερο. Μια φορά μάλιστα τον χάιδεψα στο κεφάλι αλλά επειδή επιχείρησε να με γλείψει, τράβηξα απότομα το χέρι μου τρομαγμένη. Ο Νώντας δεν έκανε τίποτε. Γύρισε μόνο το κεφάλι του από την άλλη μεριά και μόλις μπήκε μια κυρία που δίδασκε φιλοσοφία της φύσης στη Θεσσαλονίκη, πήγε κοντά της και τρίφτηκε πάνω της. Εκείνη έπαιξε για ένα λεπτό μαζί του και ύστερα τον έδιωξε για να κάνει τη δουλειά για την οποία είχε έρθει. Μια άλλη φορά του αγόρασα μπισκότα και ένα παιχνιδάκι. Τα μπισκότα τα έφαγε ανόρεχτα –δεν πρέπει να του άρεσαν και πολύ αλλά για το παιχνιδάκι αδιαφόρησε εντελώς.
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ ο Κ.Μ. μου τηλεφώνησε αργά. Χρειαζόταν κατεπειγόντως μια φωτογραφία του ποιητή Σαχτούρη και δεν έβρισκε πουθενά (ήταν η εποχή που το Ίντερνετ έκανε τα πρώτα του βήματα, δεν το γνωρίζαμε, ούτε τα έντυπα ήταν σε εικοσιτετράωρη βάση συνδεδεμένα με το Δίκτυο, όπως συμβαίνει σήμερα). Είχα στο σπίτι ένα βιβλίο με φωτογραφία του ποιητή και βγήκα μέσα στη νύχτα για να του την πάω. Έκανε τσουχτερό κρύο. Όταν έφτασα στα γραφεία του περιοδικού, δεν ένιωθα τα χέρια μου, τα δάχτυλα πονούσαν και η παλάμη είχε μελανιάσει. Άφησα τη φωτογραφία στον Κ.Μ. και το παλικάρι που ετοίμαζε τα φιλμ για το τυπογραφείο και πήγα να κάτσω λίγο στο γραφείο της Ελπίδας να ξαποστάσω και να ζεσταθώ. Η Ελπίδα είχε στο γραφείο της ένα μικρό αερόθερμο που το έβαζε στις μεγάλες παγωνιές για να ενισχύει το καλοριφέρ, που δεν πρόσφερε επαρκή θερμότητα για να ζεστάνει το χώρο. Άραξα, λοιπόν, σε μια πολυθρονίτσα και πιάσαμε την κουβέντα περί ανέμων και υδάτων. Δεν είχα σκοπό να μείνω για πολύ.
Ενόσω φλυαρούσαμε με την Ελπίδα, οι άλλοι δούλευαν μέσα πυρετωδώς. Ξαφνικά άκουσα τη φωνή του Κ.Μ. αυστηρή να λέει με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση: Νώντα, εξαφανίσου. Αμέσως! Ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά ο σκύλος έμπαινε στο γραφείο της Ελπίδας και μ’ ένα μακρόσυρτο, παραπονιάρικο γρύλλισμα κάθισε κοντά μας ήσυχος-ήσυχος. Πρόσεξα ότι η απόσταση είχε πάλι μικρύνει. Έμεινε έτσι για λίγο, ακίνητος, έπειτα τανύστηκε, τινάχτηκε, έκανε δυο τρεις φορές το γύρο του δωματίου, πήγε στο παράθυρο, ακούμπησε τη μουσούδα του στο τζάμι, κούνησε την ουρά του δεξιά αριστερά κι έπειτα ήρθε πάλι κοντά μας, αυτή τη φορά ακριβώς δίπλα μου, αλλά χωρίς να με ακουμπά. Με πιάσανε τα γέλια. Τον λυπήθηκα. Σαν παιδάκι που δεν το παίζουν οι φίλοι και ζητάει παρηγοριά. Η μουσούδα του ήταν ακριβώς δίπλα στο παπούτσι μου, ένιωθα την ανάσα του να μου ζεσταίνει τα δάχτυλα, χωρίς να με ακουμπά. Δεν είχα κανένα φόβο μέσα μου. Ίσα-ίσα αισθανόμουν τρυφερότητα και αγάπη για το σκυλί. Γύρισα και του ‘πιασα την κουβέντα. Με κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια, λες και καταλάβαινε τι του έλεγα.
Την ώρα που έφευγα, με ακολούθησε ως την εξώπορτα.
Πριν να τελειώσει ακόμη ο χειμώνας, ο Κ. Μ. αποφάσισε να γιορτάσει τα δεκάχρονα του περιοδικού με ένα μεγάλο πάρτυ. Τα γραφεία ήταν μεγάλα, χωρούσαν πάνω από 60 ανθρώπους, στριμωχτά ακόμη και 80. Ο χώρος ετοιμάστηκε με προσοχή, τα μέλη της συντακτικής επιτροπής και οι πιο τακτικοί συνεργάτες ανέλαβαν τον ανεφοδιασμό με φαγητά και ποτά, ήρθε και μια ορχήστρα που έπαιζε ρεμπέτικα και δημοτικά. Χάλασε ο κόσμος. Πρέπει να ήρθαν πάνω από 150 άτομα –όχι όλοι μαζί βεβαίως. Πάντως ήρθε στιγμή που εκατό άνθρωποι συνωστίζονταν ο ένας πάνω στον άλλον σε διάφορα μέρη των γραφείων. Περνούσαμε πολύ ωραία, όλοι βρήκαμε φίλους και γνωστούς, μιλήσαμε, ήπιαμε, χορέψαμε… Όσο ευχάριστα κι αν ήταν όμως, όσο καλά κι αν περνούσαμε, η πολυκοσμία και ο θόρυβος με κούρασαν, έφτασα στο σημείο να μου μιλούν και να μην αναγνωρίζω πρόσωπα. Ζήτησα μια ανάπαυλα ανάπαυσης και ηρεμίας στο υποτυπώδες κουζινάκι των γραφείων –ένα δωμάτιο μέσα στο οποίο υπήρχε ένα μέτριου μεγέθους ψυγείο, ένα ματάκι του καφέ, μια καφετιέρα και μερικά βαζάκια με καφέδες και ζάχαρη. Όποιος έμπαινε μέσα για να φτιάξει καφέ χωρούσε με το ζόρι, αν ερχόταν και δεύτερος, έπρεπε να περιμένει τη σειρά του. Κάθισα σ’ ένα σκαμνάκι, άναψα ένα τσιγάρο –τότε κάπνιζα ακόμη- και έκλεισα τα μάτια. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα έτσι, όχι πολλή πάντως, ίσως και για λίγες στιγμές να με πήρε ο ύπνος –ένιωθα πολύ κουρασμένη. Έτσι καθισμένη, με τα μάτια κλειστά, χαλαρή, μισοκοιμισμένη, αισθάνθηκα κάτι ζεστό στην κοιλιά μου. Κάτι ζεστό και ζωντανό.
Άνοιξα τα μάτια και διαπίστωσα έκπληκτη πως ο σκύλος Νώντας είχε έρθει αθόρυβα και είχε ακουμπήσει διακριτικά το κεφάλι του πάνω μου. Κανονικά θα είχα τιναχτεί ουρλιάζοντας, ωστόσο τώρα ούτε που μου πέρασε από το μυαλό κάτι τέτοιο. Τον ένιωσα πολύ κοντά μου, ένα πλάσμα που ήθελε λίγη παρέα, λίγη περισσότερη προσοχή και ήταν έτοιμο να την εξαργυρώσει με τυφλή αφοσίωση. Πλημμύρισα από τρυφερότητα και κατανόηση, από συμπαράσταση και συμπάθεια. Α ρε Νώντα, είπα, και το επανέλαβα πέντ’ έξι φορές και για πρώτη φορά στη ζωή μου χάιδεψα πραγματικά ένα σκύλο, τον αγκάλιασα και τον κανάκεψα. Έπειτα τρόμαξα με τον εαυτό μου, σηκώθηκα κι έφυγα απ’ το κουζινάκι. Δεν έμεινα για πολύ ακόμη στο πάρτυ.
Την ώρα που έφευγα ο σκύλος ήρθε πάλι πίσω μου και καθώς άνοιγα την πόρτα, ένιωσα το μουσούδι του να τρίβεται τρυφερά στους αστραγάλους μου.
Λίγες μέρες μετά έδειξε τα πρώτα σημάδια της αρρώστιας. Τυραννίστηκε από καρκίνο σχεδόν ένα χρόνο. Τις τελευταίες μέρες δεν είχε κουράγιο να μετακινηθεί, δεν έτρωγε, είχε μείνει πετσί και κόκαλο. Τον έβλεπα και ράγιζε η καρδιά μου. Γρύλιζε χαμηλόφωνα κι ακούμπαγε την κοιλιά στο κρύο πάτωμα γυρεύοντας απελπισμένα ανακούφιση. Τα φάρμακα δεν τον έπιαναν. Ο Κ.Μ. με πολύ κόπο αποφάσισε την ευθανασία. Αλλά δεν πρόλαβε. Ο Νώντας έσβησε ήσυχα ένα απόγευμα. Η Ελπίδα μου είπε πως λίγη ώρα πριν από το τέλος, όπως συνήθως συμβαίνει στους σοβαρά άρρωστους, βρήκε δυνάμεις και σηκώθηκε. Τριγύρισε ένα –ένα τα δωμάτια των γραφείων σαν να τα αποχαιρετούσε.
Άλλο σκύλο δεν άφησα ποτέ να με πλησιάσει. Είμαι ζωοφοβική, το ομολογώ χωρίς να ντρέπομαι. Χωρίς να ντρέπομαι πια.
Οκτώβριος- Νοέμβριος 2007
(δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό poiein τον Νοέμβριο του 2007)