skip to main | skip to sidebar

Διηγήματα & νουβέλες

Μαρώ Τριανταφύλλου

Pages

  • Αρχική σελίδα
 
  • Αρχική
  • Σύνδεσμοι
    • Γράφοντας...
    • Η Εποχή

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ (1)

      Εγώ βρήκα το πτώμα. Τέλη Γενάρη. Αλκυονίδες. Όμορφη μέρα, φωτεινή -ένας ήλιος καλός και ζεστός, άσπρος ήλιος, καθαρός. Είχα βγει να πάρω λίγο αέρα, να περπατήσω στην ακρογιαλιά. Τουμπανιασμένο. Καιρό θα ήταν μέσα στο νερό. Το δέρμα λευκό, σα βρώμικο άσπρο πανί. Δαγκωμένο από ψάρια, έλειπε το μισό πρόσωπο. Στην άδεια κόγχη του δεξιού ματιού μπαινόβγαινε ένα μικρό καβούρι. Και μεριές-μεριές πράσινες βούλες της σαπίλας. Σίχαμα.  Δεν έβαλα τις φωνές. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί οι άνθρωποι, οι γυναίκες πιο πολύ, φωνάζουν όταν αντικρίζουν τον θάνατο. Έκανα όμως δυο, τρία βήματα προς τα πίσω και κάλεσα από το κινητό την αστυνομία.
      Ποιος ήταν δεν το μάθαμε ποτέ. Είπαν μόνο " άντρας γύρω στα σαράντα. Μάλλον από ναυαγισμένη βάρκα προσφύγων".
Δυο χρόνια τώρα δεν έχω ένα όνομα να μνημονεύσω στο θεό μου. Λέω μόνο στις προσευχές μου "ανάπαψέ τον, θεέ μου, και δώσ' του την πατρίδα που λαχτάρισε"
      Αλλά ο θεός μου δεν μ' ακούει.
 
 
(Δημοσιεύτηκε στη σελίδα μου του Facebook στις 23.12.2015)
Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 1:11 π.μ. 0 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Ετικέτες Διήγημα

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

Ο πρώτος βρι­κό­λα­κας


 
 

Ήταν κάποτε, πο­λύ πα­λιά, μιὰ γυ­ναί­κα μο­να­χή πού εί­χε έ­να κτή­μα κι έ­να σπί­τι μέ­σα στο κτή­μα. Ό­ταν ήταν πο­λύ νέ­α τα κα­τά­φερ­νε κα­λά με τις δου­λει­ές και χρει­α­ζό­ταν μό­νο πε­ρι­στα­σια­κά ερ­γά­τες. Έσκα­βε, έ­σπερ­νε, πό­τι­ζε, μά­ζευ­ε τη σο­δειά, φρόν­τι­ζε τα ζώα της και μο­να­χή κα­τέ­βαι­νε με την πρα­μά­τεια στην α­γο­ρὰ κι έ­κα­με την πού­λη­ση. Αλ­λά σαν πέ­ρα­σε ο και­ρός, άρ­χι­ζε να βα­ραί­νει και κομ­μα­τά­κι δυ­σκο­λευ­ό­τα­νε. Ό­λο και πιο πί­σω πή­γαι­ναν τα πράγ­μα­τα και μα­ρά­ζω­νε το κτήμα. Α­ναγ­κά­στη­κε να πά­ρει έ­ναν ερ­γά­τη, νέ­ον άν­τρα, πα­λι­κά­ρι στα τριά­ντα του, αυτή εί­χε πε­ρά­σει πια τα πενήντα.

       Ήταν ό­μορ­φος ο ερ­γά­της και μια μέ­ρα η μο­να­χή γυ­ναί­κα κα­τά­λα­βε ό­τι εί­χε γι’ αυ­τόν α­ταί­ρια­στα αισθή­μα­τα. Δεν έ­δω­σε ση­μα­σί­α – έ­τσι εί­χε μά­θει να ξε­περ­νά­ει τα πράγ­μα­τα που την τά­ρα­ζαν. Εί­πε «φουρ­τού­να εί­ναι και θα τε­λει­ώ­σει». Μα δεν τέλειω­νε. Τ’ αν­τί­θε­το, ό­σο περ­νούσε ο και­ρὸς τό­σο πιο βα­θιὰ τον α­γα­πού­σε. Μα το ‘κρυβε κα­λά. Τις νύ­χτες που ‘πε­φταν να κοι­μη­θούν, ά­φη­νε στο κρε­βά­τι της μια γωνιά, ό­ση ένα σώμα και πριν την πά­ρει ο ύ­πνος, γύ­ρι­ζε προς εκεί­νη τη με­ριά με κλάμα­τα στα μά­τια και πό­νο στην καρ­διά κι αγ­κά­λια­ζε την α­που­σί­α με τα δυ­ο της χέρια κι α­πί­θω­νε στην ά­κρια του μα­ξι­λα­ριού της προς εκεί­νη την πλευ­ρά έ­να με­γά­λο φι­λί, ερω­τι­κό. Α­πο­κοι­μι­ό­τα­νε έ­πει­τα κι ο ύ­πνος της ήταν βα­ρύς και δί­χως ό­νει­ρα. Τον πρώ­το χει­μώ­να του ‘πλέ­ξε έ­να σκού­φο και του τον χά­ρι­σε κι έ­κα­νε αυ­τός χα­ρές μεγάλες. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του ‘χε πλέ­ξει δυ­ο ο­λό­ι­δια σκου­φιά. Τον ά­φη­σε και το φό­ρε­σε με­ρι­κές φο­ρές κι ό­ταν πό­τι­σε η κλω­στή α­πό το κορ­μί του, το άλ­λα­ξε με το άλ­λο, το όμοι­ό του. Και κρά­τη­σε το φο­ρε­μέ­νο για ‘κεί­νην. Το ‘κρυ­ψε κι ό­ταν μπορού­σε, το ‘βγα­ζε από το συρ­τά­ρι, το κοί­τα­ζε κι έ­κλαι­γε. «Τι με βρή­κε;» α­να­ρω­τιό­τα­νε πο­νε­μέ­νη.
      
       Ή­ταν κα­λός ερ­γά­της ο νέ­ος άν­τρας, δου­λευ­τής, προ­κομ­μέ­νος κι αυτή ά­ξια, κα­λά πή­γαι­νε το κτή­μα. Ήρ­θαν όμως και­ροί δί­σε­χτοι. Έπε­σε ξε­ρα­σί­α με­γάλη στον τό­πο. Ήρ­θε πεί­να. Η μο­να­χή γυ­ναί­κα μοι­ρα­ζό­τα­νε το φα­ΐ της με το πα­λι­κά­ρι – για να λέ­με την α­λή­θεια αυ­τή έ­τρω­γε ελά­χι­στα και με χί­λι­ες δι­και­ο­λο­γί­ες του έ­δι­νε και το δι­κό της μερ­τι­κό κι αυ­τή α­δυ­νά­τι­ζε ο­λο­έ­να. Μα και πά­λι ο νέ­ος άν­τρας δεν ε­χόρ­ται­νε. Τι να σου κά­νει λί­γο ψω­μί, κα­μιά πα­τά­τα και λί­γα μα­ραγ­κι­α­σμέ­να φρού­τα όταν εί­σαι δυ­ο μέ­τρα κορ­μί;

       Ήρ­θε μια μέ­ρα που δεν υ­πήρ­χε πια τί­πο­τε. Έ­βρα­σε χόρ­τα α­λά­δω­τα. «Πει­νά­ω» είπε ο νέ­ος άν­τρας. Και την επό­με­νη πά­λι «πει­νά­ω» εί­πε κι εί­χε η φω­νή του φαρ­μά­κι. Την δάγ­κω­νε σαν ο­χιά. Οι μέ­ρες περ­νού­σαν και τα πράγ­μα­τα χει­ρο­τέ­ρευ­αν. Ένα μεση­μέ­ρι που πά­λι ά­δει­ο ή­ταν το τρα­πέ­ζι κι εί­δε το βλέμ­μα του χα­ρα­κω­μέ­νο, δεν άντε­ξε. Πή­ρε έ­να μα­χαί­ρι κο­φτε­ρό και χά­ρα­ξε τον καρ­πό της βα­θιά. Ξε­χύ­θη­κε αί­μα ζε­στό και κόκ­κι­νο. «Πι­ε» του εί­πε. «Πι­ε, να τρα­φείς. Να πά­ρεις δύ­να­μη.» Την κοί­ταξε τρο­μαγ­μέ­νος αλ­λά με­τά από λί­γο πή­ρε το χέ­ρι της με ευγνω­μο­σύ­νη και ρού­φη­ξε δυ­ο τρεις γου­λι­ές. Κι είχε το αίμα εκεί­νο μια γεύ­ση αλ­λού­τε­ρη και φω­τει­νή. Το ‘κα­νε αυ­τό και την ε­πό­με­νη μέ­ρα η γυ­ναί­κα και της ε­πό­με­νης την επό­με­νη. Και κά­θε μέ­ρα. Τον έ­τρε­φε με α­γά­πη από το κορ­μί της και την ψυ­χή της. Κι ήρ­θε μια μέ­ρα που άλ­λο αί­μα δεν της έ­μει­νε. Στράγ­γι­ξε αυ­τός και την τε­λευ­ταί­α γου­λιά και πέ­θα­νε ε­κεί­νη ευτυ­χι­σμέ­νη στην αγ­κα­λιά του.

       Ο νέ­ος άν­τρας την έ­θα­ψε κα­τά πως έ­πρε­πε κι έ­φυ­γε από τον τό­πο. Γύ­ρι­ζε με­τά μο­νά­χος στα βου­νά. Ζη­τού­σε ξα­νά τη γεύ­ση του αι­μά­του της. Την ζη­τού­σε α­πελ­πισμέ­να. Έπι­νε από άλ­λους αν­θρώ­πους αλ­λά την γεύ­ση τη δι­κή της σε κα­νε­νού το αίμα δεν την έ­βρι­σκε κι ό­λο έ­ψα­χνε. Κι α­κό­μα ψά­χνει.

       Έτσι γί­νη­κε ο πρώτος βρι­κό­λα­κας. Α­πό α­γά­πη. Κι α­γά­πη ψά­χνει αλ­λά δεν το ξέρει.

 

Αύγουστος, 2015
 
Πρώτη δημοσίευση: Πλανόδιον-Ιστορίες Μπονζάι, 20.9.2015
https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/category/%CF%83%CF%85%CE%B3%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B5%CE%B9%CF%83/1-%CF%83%CF%84%CE%B1-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B1/%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%86%CF%8D%CE%BB%CE%BB%CE%BF%CF%85-%CE%BC/
Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 12:20 μ.μ. 0 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Νεότερες αναρτήσεις Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα
Εγγραφή σε: Αναρτήσεις (Atom)
  • Κείμενα
  • Δημοφιλή
  • Πρόσφατα

Δημοφιλή

  • (χωρίς τίτλο)
      ΑΛΚΗΣΤΗ                                                      Leonora Carrigton, Muher Conciencia(1972)        ἀρκοῦμεν ἡμεῖς οἱ προθν...
  • Η ΧΗΡΑ
             Τους πρώτους μήνες μετά το θάνατο της μητέρας μου, πήγαινα πολύ τακτικά στο νεκροταφείο, σχεδόν κάθε μέρα, άλλοτε μεσημέρι...
  • Έκπληξις
                Το καφενείο ήταν από 'κεινα τα παλιά, που λίγα έχουν πλέον απομείνει ξεχασμένα σε κάποιες μάλλον φτωχές, ξεχασμένες κι αυ...
  • (χωρίς τίτλο)
      Έϊβαλα, έϊβαλα, ω! Lotte Laserstein,  Selbstporträt mit weissem Kragen, περ. 1923      Το σπίτι στην Καλλιθέα το κληρονόμησα από μια θεία ...
  • H ΚΟΡΑΛΙΑ
    Την ιστορία της Κοραλίας τη διηγήθηκα μια φορά στην πολύ καλή μας ζωγράφο, την Κλεοπάτρα Δίγκα. "Να κάτσεις και να τη γράψεις...
  • Ο ΣΚΥΛΟΣ ΝΩΝΤΑΣ. Μια ιστορία χωρίς κρυφά μηνύματα και υψηλούς στόχους.
    Είμαι ζωοφοβική. Δεν ντρέπομαι   να το ομολογήσω.   Ή, ακριβέστερα, δεν ντρέπομαι να το ομολογήσω πλέον. Πώς γεννήθηκε αυτός ο φόβος μέσα...
  • ΤΙ ΒΛΕΠΕΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΗΣ
        Εdward Hopper Ήθελε να πάρει την άδειά της νωρίτερα φέτος. Απ’ τον Ιούνιο αν ήταν δυνατόν και όλες μαζί τις μέρες που δικαιούταν, να τ...
  • (χωρίς τίτλο)
    «Πάτερ ημών» Απ’ την παιδική μου ηλικία πολλά δεν θυμάμαι. Φευγαλέες εικόνες, λεπτομέρειες προσώπων και σωμάτων, ποτέ πρόσωπα ολόκληρ...
  • Υπόληψις
    STEFAN PFUERTNER ( https://pixels.com/featured/dark-landscape-stefan-pfuertner.html )          Τον ‘βλέπαν οι άνθ...
  • (χωρίς τίτλο)
    Παιδάκι, να ένα μήλο Ένα όμορφο μαύρο παιδί καθόταν μεσημέρι Κυριακής έξω από το σπίτι του. Ήταν ένα ζεστό χειμωνιάτικο μεσημέρι σε μ...

Πληροφορίες

Μαρώ
Προβολή πλήρους προφίλ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κείμενα

  • ►  2024 (1)
    • ►  Ιουλίου (1)
  • ►  2022 (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2021 (1)
    • ►  Μαΐου (1)
  • ►  2020 (3)
    • ►  Απριλίου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2019 (4)
    • ►  Μαΐου (2)
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (1)
  • ►  2018 (3)
    • ►  Οκτωβρίου (1)
    • ►  Ιουλίου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
  • ►  2016 (4)
    • ►  Αυγούστου (2)
    • ►  Ιουλίου (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ▼  2015 (2)
    • ▼  Δεκεμβρίου (1)
      • ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (1)
      • Ο πρώτος βρι­κό­λα­κας
  • ►  2014 (1)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
  • ►  2013 (3)
    • ►  Αυγούστου (2)
    • ►  Μαΐου (1)
  • ►  2012 (7)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (1)
    • ►  Μαΐου (1)
    • ►  Απριλίου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2011 (11)
    • ►  Δεκεμβρίου (2)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
    • ►  Οκτωβρίου (2)
    • ►  Σεπτεμβρίου (2)
    • ►  Αυγούστου (4)
 

Κατηγορίες

  • Διήγημα (13)
  • Ποίηση (1)

Αναγνώστες

Marotora. Από το Blogger.
 

Ηρώ Νικοπούλου

  • histopia
    Η λογική της ενδοαριστερής βίας: κομματικοί εναντίον τροτσκιστών/αρχειομαρξιστών
    Πριν από 10 χρόνια

Κατηγορίες

  • Διήγημα (13)
  • Ποίηση (1)

About Me

Μαρώ
Προβολή πλήρους προφίλ
 
© 2011 Διηγήματα & νουβέλες | Σχεδίαση: Ν. Cabilis & WindGames