Η ΠΑΝΤΟΦΛΙΤΣΑ
Τον παππού μου από την
πλευρά του πατέρα μου δεν τον γνώρισα. Ούτε ήξερα πολλά πράγματα γι’ αυτόν. Με
της μάνας μου τους γονιούς μεγάλωσα, άνθρωποι του λαού, απλοί, θεοσεβούμενοι,
μεροκαματιάρηδες –με μια πλεκτική μηχανή κι ένα φορτηγάκι μεγάλωσαν τα παιδιά
τους, καλά παιδιά και η μάνα μου και οι δυο αδερφές της και ο θείος Μάνος, που
έγινε γιατρός και τον θαυμάζαμε όλοι. Η μάνα του πατέρα μου είχε πεθάνει νωρίς,
πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Έτσι ήξερα. Ο πατέρας του πάλι έβγαλε τον πόλεμο με
δυσκολίες και μετά χάθηκε. Έτσι ήξερα. Μέσα στο παιδικό μυαλό μου εκείνο το
«χάθηκε» πήρε μυθικές διαστάσεις, έγινε παραμύθι, τον πήραν τάχα ξωθιές μια
νύχτα στο χωριό ή, σ’ αυτό κατέληξα στην εφηβεία μου, τον σκότωσαν οι γερμανοί
στο τέλος του πολέμου, λίγο πριν φύγουν. Προσδιόριζα το χρόνο εκεί στο τέλος
της Κατοχής, γιατί από κάτι λόγια του πατέρα μου είχα καταλάβει πως μέχρι το
’44 ο πατέρας του ζούσε. «Με έστειλε», μου διηγήθηκε μια μέρα, «τον Απρίλη του
’44 στην ξαδέρφη του στο χωριό κι έμεινα εκεί ως το τέλος περίπου του πολέμου,
ήρθα πίσω στην Αθήνα τον Σεπτέμβρη, αλλά έφυγα πάλι, οριστικά αυτή τη φορά, για
το χωριό στις αρχές του ’45. Ήμουν 13 χρόνων πάνω-κάτω τότε». «Κι έμεινε μόνος
του ο παππούς;» ρώτησα. «Ο πατέρας μου είχε πια χαθεί» μου απάντησε κι είδα το
βαρύ σύννεφο που μαζεύονταν στο βλέμμα του κάθε φορά που η κουβέντα πήγαινε στα
γονικά του, στον πατέρα του πιο πολύ, να σκοτεινιάζει το όμορφο πρόσωπό του και
να βαθαίνει τις ρυτίδες που χάραζαν ήδη το μέτωπο και άφηναν μικρές χαράδρες
στο πανώχειλο.
Έφυγα
μετά το Πανεπιστήμιο για σπουδές στο εξωτερικό, πρόκοψα στα ξένα κι έμεινα
καιρό, χρόνια πολλά έμεινα, πάνω από τη μισή μου ζωή την πέρασα έξω. Γύρισα
πίσω τον καιρό που οι άλλοι άρχισαν να φεύγουν απ’ την Ελλάδα, στις αρχές της
κρίσης. Δεν την άντεχα άλλο την ξενιτιά, ήταν κι ο τόπος που είχα διαλέξει
μίζερος κι ανήλιαγος, δεν ήθελα να ζήσω άλλο εκεί, στην αγγλική πόλη που
δούλευα, βουτηγμένη στην ομίχλη και το αλκοόλ. Προς το τέλος και τα λεπτά μου
φαίνονταν αφόρητα, τα μέτραγα ένα-ένα. Μόνο εκείνο το κορίτσι σκεφτόμουνα, με
τα αχυρένια μαλλιά, λεπτά σαν τούλι αράχνης, πώς να την αφήσω πίσω; –την πήρα
κι αυτήν μαζί μου. Πεισματάρα και περήφανη σαν αμαζόνα, δεν μου ‘χε πει τίποτε
για το παιδί, στο αεροπλάνο μου το ξεφούρνισε γελώντας.
Τα
πράγματα στην Ελλάδα μέρα τη μέρα γίνονταν και πιο δύσκολα. Ο κόσμος κάτι
έλπισε, απογοητεύτηκε πάλι, άρχισαν οι απειλές και τα διλήμματα, ψεύτικα
διλήμματα και άπρεπα, τα μεγάλα λόγια, οι δικαιολογίες, άλλαζαν οι λέξεις
νοήματα απροειδοποίητα, υπόγεια, τρομαχτικά και σκότιζαν το νου. Είχαν συνηθίσει χρόνια και χρόνια οι άνθρωποι
στην ανάθεση, κάθισαν γρήγορα πίσω στον καναπέ κι αναθεμάτιζαν και έβρισκαν
πάλι απαντήσεις στη γλύκα της συνωμοσίας και στους εχθρούς της πατρίδας. Έγερνε η κοινωνία μέρα τη μέρα στη συντήρηση,
την πιο σκληρή και φοβερή συντήρηση, άλλο να μην πω.
Ο πατέρας μου ήταν από
χρόνια συνταξιούχος, τη μητέρα μου τη χτύπησε η άνοια νωρίς, χάθηκε μέσα στον
πολτό του διαλυμένου της μυαλού, πέθανε ένα βράδυ ήσυχα, δεν αναγνώριζε κανέναν, ούτε να φάει πια δεν μπορούσε.
Αναπαύτηκε. Ένα βράδυ μιλάγαμε για ‘κείνην
με τον πατέρα μου, μιλάγαμε συχνά για ‘κείνην με τον πατέρα μου, πολύ
την αγαπούσε, του στοίχισε πάρα πολύ όταν
έφυγε κι ας μην ήταν πια παρά ένα σώμα άδειο που ‘χε το σχήμα της μονάχα κι
άλλο τίποτε απ’ τη μάνα μου. «Να την προσέχεις τη γυναίκα σου» μου είπε
ξαφνικά, «είναι καλή κοπέλα και σ’ αγαπάει, σου είναι αφοσιωμένη, σε σέβεται,
να την σέβεσαι κι εσύ. Θα κλείσω τα μάτια μου ήσυχος». Του έπιασα το χέρι, του
μίλησα για τον εγγονό του, χαμογέλασε αλλά χωρίς κουράγιο. «Δυο γυναίκες
αγάπησα πολύ, γιε μου, και οι δυο κακοθανάτισαν, η μάνα μου πήγε απ’ το ίδιο
της το χέρι κι η γυναίκα μου έσβησε στο βάλτο του μυαλού της, πνίγηκε μέσα στο
σκοτάδι του» κι έβαλε τα κλάματα.
Μου
πήρε ώρα να τον ησυχάσω και μόνο όταν συνέφερε ο γέροντας, συνειδητοποίησα τι
μου είχε πει. Κανονικά δεν έπρεπε να την ανοίξω την κουβέντα μετά από τέτοια
έξαρση, αλλά δεν άντεξα. «Πατέρα», είπα, « κατάλαβα καλά; Μου είπες
προηγουμένως ότι η γιαγιά αυτοκτόνησε;». «Όχι, τώρα», μου απάντησε, «θα σου πω,
σύντομα θα σου τα πω όλα».
Παρ’
όλ’ αυτά πέρασε καιρός και δεν ξανανοίξαμε την κουβέντα.
Μετά
τα ναζισταριά σκότωσαν τον Φύσσα. Δεν είμαι άνθρωπος της πολιτικής, την
ενημέρωσή μου την κυνηγάω κι όταν πρέπει κατεβαίνω στους δρόμους, αλλά ποτέ δεν
μετείχα σε κόμματα και κινήσεις. Όμως με τούτο το θεριό είναι αλλιώς. Κάθε
άνθρωπος που έχει τα μυαλά του στη θέση τους, οφείλει να το πολεμά. Κατεβήκαμε
με την Έριν στις διαδηλώσεις, γραφτήκαμε και σε μια αντιφασιστική οργάνωση στη
γειτονιά μας και πηγαίναμε όποτε μπορούσαμε. Η δολοφονία του Φύσσα με είχε
στοιχειώσει, διάβαζα άπληστα για τη Χρυσή Αυγή και η Έριν μαζί μου, μη σου πω
πιο πολύ εκείνη –τα ελληνικά της ήταν πια σχεδόν τέλεια.
Ένα
βράδυ, μετά που κοιμίσαμε τον μικρό, με πήρε η γυναίκα μου παράμερα «Ο πατέρας
σου», μου είπε, «δεν είναι καλά. Κάτι τον βασανίζει». «Δεν καταλαβαίνεις,
κορίτσι μου», της είπα, «ο θάνατος της
μάνας μου τον έχει τσακίσει». «Όχι», μου είπε με σιγουριά «κάτι άλλο είναι, σαν
να ‘χει ένα τραύμα παλιό που ανοίγει πολλές φορές μέσα στη μέρα και δεν το
αντέχει». Αποφάσισα να του μιλήσω αλλά δεν βγήκε τίποτε. Τώρα πια τον πρόσεχα
περισσότερο, σα να ‘χε δίκιο η Έριν, η σκοτεινιά που σκυθρώπαζε το πρόσωπό του
απ’ όταν ήμουν παιδί ήταν τώρα πιο βαριά, αβάσταχτη.
Μια
Κυριακή απόγευμα, η οργάνωση ετοίμασε μια εκδήλωση στην κεντρική πλατεία της
πόλης μας. Πήρα τον πατέρα μου και πήγαμε. Πριν τελειώσει η εκδήλωση, σηκώθηκε
κι έφυγε. Τον είδα να περπατά με σκυφτό κεφάλι, τους ώμους γερτούς, το βήμα του
αργό, σερτό σα να ‘χε πέτρες στα πόδια του κι αγωνιζότανε να περπατήσει.
Κάποιος συνομήλικός του, που καθόταν σε ένα παγκάκι και χάζευε τους λόγους και
τα τραγούδια, τον γνώρισε και τον χαιρέτισε αλλά εκείνος δεν αντιγύρισε τον
χαιρετισμό. Δεν τον είδε καν. Μου φάνηκε πολύ γερασμένος. Όχι, κάπως αλλιώς μου
φάνηκε, σαν κατάδικος. Με τρόμαξε. Έφυγα μόλις έληξε η εκδήλωση, δεν κάθισα να βοηθήσω στο μάζεμα, σχεδόν δεν
καληνύχτισα και πήγα στο σπίτι του ανήσυχος.
Στην
αρχή δεν ήθελε να μου μιλήσει. Μετά όμως κάθισε απέναντί μου, με κοίταξε σαν να
με έβλεπε για τελευταία φορά και μου είπε με φωνή ασθμαίνουσα –έβγαιναν οι
λέξεις σαν μπουκιές αίμα από το στόμα του, δύσκολη η ανάσα του. «Έστω, έτσι κι
αλλιώς πρέπει να μιλήσω πριν πεθάνω. Στο χρωστάω και το χρωστάω και στον εαυτό
μου».
Πήγε
στην κουζίνα, έφερε δυο ποτήρια τσίπουρο «δεν κάνει, πατέρα» του είπα.
Μισογέλασε και μου χάιδεψε τα μαλλιά. «Έπρεπε να ‘χαμε κάνει κι άλλα παιδιά»
μου είπε. «Κι εσείς μη μείνετε μόνο με τον Άγγελο, να κάνετε κι άλλα παιδιά.
Την αγαπάω τη γυναίκα σου, είναι καλή κοπέλα, ευγενική, λίγο πιο ωμή απ’ όσο
πρέπει, σ’ ακούει πιο πολύ απ’ όσο κάνει γυναίκα ν’ ακούει τον άντρα της αλλά
δεν πειράζει, θ’ αλλάξει κι αυτή, η ζωή θα την αλλάξει. Μη κι η μάνα μου ήξερε,
όταν έκανε εμένα ήξερε, θαρρείς, τι θα ‘φτανε να πράξει στο τέλος;». Κάτι πήγα
να πω αλλά μ’ έκοψε. «Μη ρωτήσεις τίποτε. Δεν χρειάζεται. Θα στα πω όλα,
ένα-ένα με τη σειρά του»
»Μέγα
βάρος κουβαλάω μέσα μου, συγχώρεση δεν
θα ‘βρω, να το ξέρεις, κι αν υπάρχει Θεός, έχει ανοίξει την πύλη της κόλασης
και με περιμένει. Μα να σου πω, κόλαση μεγαλύτερη απ’ αυτήν που έζησα στη ζωή μου, λέω πως δεν θα
υπάρξει. Η άλλη κόλαση, εκεί που οι άνθρωποι περνούν την αιωνιότητα
καταδικασμένοι σ’ ένα κόσμο χωρίς φως, χωρίς αγάπη, χωρίς συντροφιά, ίσως να
‘ναι πιο υποφερτή από τις τύψεις που με τσακίζουν πάνω από μισό αιώνα. Γέλιο
ολόκληρο δεν χάρηκα ποτέ. Στο γάμο μου, στη γέννησή σου… τίποτε… ήταν εκεί και
φαρμάκωναν κάθε μου ώρα.
Τη ζωή μου που ξέρεις,
όχι, δεν είναι αλήθεια, έφτιαξα ένα παραμύθι για σένα… και για τους άλλους,
αλλά πιο πολύ για σένα. Πριν γεννηθείς, γέννησα το παραμύθι που θα σου έλεγα,
σαν θα γύρευες να μάθεις για μένα και τη ζωή μου, για το παρελθόν μου, τα
γονικά μου, τα νιάτα μου. Εγώ, εγώ… είδα τη μάνα μου να πεθαίνει από το ίδιο
της το χέρι. Ήταν Γενάρης του ’43, λίγο μετά τα Χριστούγεννα. Έδεσε μια ζώνη
στο δοκάρι του ταβανιού, στην κουζίνα
μας, την πέρασε στο λαιμό της, ανέβηκε σ’ ένα σκαμνί –στην γκαζιέρα έβραζε
φαγητό, καλό φαγητό, κοτόπουλο και μοσχομύριζε το κρέας κι ο αγέρας στο μαγεριό
είχε πλημμυρίσει από τη λιπαρή ευωδιά πασπαλισμένη με την άψα του πιπεριού,
πιπέρι το ’43, κοτόπουλο, ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Ανέβηκε στο σκαμνί, τύλιξε
τη ζώνη στο λαιμό της, έδωσε μια στο σκαμνί… Εκείνη την ώρα μπήκα στην κουζίνα.
Και την είδα, κρεμασμένη, να χτυπιέται, να τινάζει τα πόδια της σα ζώο που το
σφάζουν, να βγαίνουν σάλια κι αφροί από το στόμα της, τα μάτια γουρλωμένα να
πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους, η γλώσσα μπλαβιασμένη κρεμόταν πια έξω απ’
το στόμα, όλο το πρόσωπο πρησμένο, κοκκινόμαυρο, το πρόσωπο είπα, όχι δεν ήταν
το πρόσωπο της μάνας μου αυτό, αγνώριστο, αγωνιζότανε να αναπνεύσει, κλωτσούσε
στον αέρα, είδα τη μια παντοφλίτσα της να πέφτει κάτω… Την κοίταζα ξέπνοος, δεν
καταλάβαινα τι γινότανε, το μυαλό μου είχε σταματήσει… Να σκεφτώ να πάρω ένα
μαχαίρι να κόψω τη ζώνη να την κατεβάσω; Παιδί ήμουνα, πώς να ξέρω... Με είχε
δει, είμαι σίγουρος ότι με είχε δει. Κατάλαβα το πιο απελπισμένο βλέμμα που
μπορεί να δώσουν μάτια ανθρώπινα να μπαίνει μέσα στην ψυχή μου σαν ξυράφι, μα δεν
κατάλαβα τι σήμαινε το βλέμμα εκείνο. Για ένα ήμουν σίγουρος η μάνα μου πέθανε
στερεμένη από αγάπη, δεν είχε μέσα της μια σταλιά αγάπη ούτε για τον εαυτό της
ούτε για μένα, αυτό το ήξερα καλά, μη με ρωτήσεις πώς, το ήξερα. Η μάνα μου
πέθανε μέσα σε μια απέραντη, ερημική σιχασιά χωρίς να αγαπάει κανέναν.
Φαίνεται ότι άρχισα να
ουρλιάζω, γιατί ήρθε ο πατέρας μου και με γρήγορες σίγουρες κινήσεις πρώτα
έσβησε την γκαζιέρα κι έπειτα έκοψε τη ζώνη και κατέβασε το άψυχο πια κορμί
της. Είχα παγώσει. «Τι κοιτάς έτσι;» μου φώναξε ο πατέρας μου. «Η μάνα σου
πέθανε. Σύρε να φωνάξεις τη θεια σου τη Στέλλα –έμενε δυο δρόμους παρακάτω η
θεία μου- αλλά μην της πεις τι έγινε. Μόνο πως είπα εγώ ότ’ είναι ανάγκη,
μεγάλη ανάγκη να έρθει αμέσως».
«Κοτόπουλο ψένετε;» είπε η θεία
Στέλλα την ώρα που γονάτιζε πάνω από την πεθαμένη μου μάνα και της έστρωνε τα
ρούχα και τα μαλλιά. «Μην πείτε τίποτα. Για να την θάψουν χριστιανικά» μας
συμβούλεψε.
Γύρισα στο σπίτι κάνε μια
βδομάδα μετά. Στο μεταξύ είχα μείνει σ’ αυτηνής της θειας της Στέλλας, κακιά
γυναίκα, συμφεροντολόγα, άπονη, δεν την ήθελα αλλά μόνο με τα παιδιά της μπορούσα
να παίζω. Τ’ άλλα παιδιά στη γειτονιά… κανένα δεν μ’ έπαιζε, κανένα δεν μου
μιλούσε. Σχολειό δεν πήγαινα. Με είχαν σταματήσει.
Τρέμανε τα πόδια μου σαν μπήκα μέσα στο σπίτι,
ο πατέρας μου ήταν εκεί και δεν έλεγε λέξη, μόνο έπινε αργά μεγάλες γουλιές από
ένα θολό, κατσιασμένο κρασί σαν κάτουρο.
Πήγα κοντά του, μα με απόδιωξε χωρίς μιλιά. Κάθισα στην πόρτα και τον
κοιτούσα σαν πεινασμένο σκυλί και τρέχανε τα μάτια μου, έντεκα χρονώ δεν ήμουνα
καλά-καλά, ήθελα μια αγκαλιά. Ύστερα από ώρα γύρισε προς τα μένα, είχε τα μάτια
κόκκινα του αιμάτου και το πρόσωπό του ήταν σαν θυμωμένου ζώου. Τον φοβήθηκα.
Πάντα τον φοβόμουν, όχι μη με δείρει όπως φοβούνταν συνήθως τους πατεράδες τα
παιδιά, αλλά είχε αυτό το αλλούτερο, απρόβλεπτος, θεριό, σαν να ‘μενε ανάμεσα
στον κόσμο των ανθρώπων και των ζώων αναποφάσιστος, δεν είχε κανόνες, δεν
έσκυβε στα πρέπει των ανθρώπων, ένα ήξερε μονάχα: να περνάει το δικό του. «Τι
θες;» μου είπε, «εδώ δεν είναι κανείς, δεν βλέπεις; Φύγε, σύρε πίσω στη θεια
σου, της έδωσα για να σε φροντίσει μέχρι να μπορείς να φροντίζεις μόνος σου τον
εαυτό σου».
Είχε στεγνώσει το στόμα
μου, όσο μιλούσε, έβλεπα τη μάνα μου κρεμασμένη, σαν να ήταν κέντημα σε κουρτίνα
διάφανη η εικόνα της κι όλα να τα ‘βλεπα μέσα απ’ αυτήν και πιότερο τον πατέρα
μου που μου μιλούσε σαν να έφταιγα… Μέσα
μου, η ψυχή μου ήταν παγωμένη, δεν ένιωθα τίποτε, δεν πονούσα, σα να ‘χε
εγκλωβιστεί σ’ ένα παγόβουνο ο πόνος μου
κι είχε έρθει το παγόβουνο μέσα μου κι είχε λιώσει την ψυχή μου κι είχε πάρει
τη θέση της, ένα παγόβουνο κοφτερό κι επικίνδυνο, δεν μπορούσα ούτε να ανασάνω.
Όλος ο κόσμος είχε γίνει το κορμί της κρεμασμένης και η λαχτάρα να μ’
αγκαλιάσει ο πατέρας μου. Να μου εξηγήσει, να μου πει πως μ’ αγαπά και πως έχω
λάθος, κι η μάνα μάς αγαπούσε. Άκουγα μέσα μου θορύβους, κρακ, κρακ, σαν να
‘σπαγαν γυαλιά, μεγάλα χοντρά γυαλιά –πώς έκανε εκείνη η μεγάλη γυάλα που
‘φερες από την Κρακοβία και την ξεχάσαμε πάνω στο αναμμένο μάτι, θυμάσαι το
θόρυβο που έκανε σαν άνοιξε στα δυο;
έτσι…
Κάποτε κατάφερα να
κουνήσω τα πόδια μου και σιγά-σιγά πήγα στην κουζίνα. Όλα ήταν συγυρισμένα, στο
νεροχύτη τα πιάτα πλυμένα, το τραπέζι, που η μάνα το ‘χε τραβήξει λίγο στην
άκρια εκείνη την ημέρα ήταν πάλι στη θέση του, ένα πιάτο σκεπασμένο με πετσέτα πάνω
του είχε κάτι φαγώσιμο, οι καρέκλες γύρω από το τραπέζι, στο «φανάρι»
διακρινόταν ένα μισοκάρβελο. Ένιωθα την απουσία της παντού. Και μόνο όταν
σήκωσα τα μάτια στο παραθυράκι κι είδα στο πρεβάζι τα δυο γλαστράκια, ένα με
λεβάντα κι ένα με βασιλικό, ένιωσα τη μάνα μου εκεί, μου βγήκε μια φωνή αδύναμη
σαν ποντίκι που το πατάνε και τρεκλίζοντας έφτασα εκεί, πήρα το γλαστράκι με τη
λεβάντα στα χέρια μου και το φιλούσα σαν να ‘τανε τα μάγουλά της, και την
καλούσα να ξαναγυρίσει πίσω, και της ζητούσα συγχώρεση... Πώς έπεσε το μάτι μου
στο ερμάρι που φυλάγαμε τα πιάτα, στο ποδαράκι το πίσω, που ήταν κολλημένο στον
τοίχο, είδα κάτι να μαυρίζει, ασυναίσθητα έσκυψα και το μάζεψα. Ήταν εκείνη η
παντοφλίτσα της.
Με την παντοφλίτσα αυτήν
στην τσέπη έφυγα από το σπίτι και γύρισα στης θείας Στέλλας και λίγες μέρες
μετά ο πατέρας μου μ’ έστειλε σε κάτι συγγενείς μας σ’ ένα χωριό που δεν τους
είχα ξαναδεί, άνθρωποι του μόχτου, όλο ίσκιους η ψυχή τους.
Ο πόλεμος τέλειωνε. Στο
χωριό οι άνθρωποι μόνο αυτό συζητούσαν. Για τους γερμανούς, για τους συμμάχους
που είχαν τη μια νίκη πίσω από την άλλη και γι’ αυτούς στα βουνά. Γνώρισα
μερικούς από αυτούς στα βουνά τότε, κρατούσαν όπλα και κατέβαιναν με χίλιες
προφυλάξεις στο χωριό να δουν τους δικούς τους. Πολύ λίγοι από ‘κεινο το χωριό
είχαν ανέβει στα βουνά, οι πιο πολλοί συνέχισαν να τα κάνουν όλα όπως και πριν αλλά με φόβο, μέγα φόβο. Συχνά πυκνά οι
γερμανοί έμπαιναν στα σπίτια, χτυπούσαν αλύπητα ακόμα και γέρους και γυναίκες,
άρπαζαν, σκότωναν. Μεθούσαν κι ένα βράδυ μεθυσμένοι στρατιώτες βίασαν και
σκότωσαν τη δασκάλα του χωριού. Δυο μέρες την έψαχναν. Βρήκαν το πτώμα της σε
κάτι λόχμες στην βόρεια έξοδο του χωριού μισόγυμνο, μπλαβισμένο το πρόσωπό της.
Τους μισούσα. Τους έβλεπα σα δαίμονες που είχαν βγει μέσα από τη γη για να σκορπίσουν
θάνατο στον κόσμο. Δεν καταλάβαινα πολλά, μόλις που κόντευα τα δώδεκα πια. Μέσα
στο παιδικό μυαλό μου οι γερμανοί , ο Χίτλερ συνδέθηκαν με το θάνατο της μάνας
μου, έφταιγαν αυτοί που η μάνα μου κρεμάστηκε –γιατί κρεμάστηκε, το ήξερα, κι
ας είχαν προσπαθήσει όλοι να μου πουν ότι δεν είδα αυτό που είδα, ότι τάχα το
‘φτιαξα με το μυαλό μου… Στο τέλος, σαν είδαν πως δεν άλλαζα γνώμη με φοβέρισαν να μην το πω
ποτέ, ούτε να το σκέφτομαι δεν είχα δικαίωμα, αλλά εγώ μόνο αυτό σκεφτόμουν,
μόνο αυτό, κάθε μέρα, όλη μέρα…. Ούτε και στη θεία στο χωριό το είπαμε -αυτή
νόμιζε πως είχε πεθάνει σε ατύχημα η μάνα, έπεσε της είχαν πει και χτύπησε το
κεφάλι της και έμεινε στον τόπο. Τους γερμανούς τους μισούσα, ναι, ήθελα να τους κάνω κακό, να τους εξαφανίσω κι
όλο ονειρευόμουνα τουφέκια και κατορθώματα και τη μάνα μου ζωντανή να με
θαυμάζει και να με αγαπάει.
Κάποτε τέλειωσε ο
πόλεμος, έφυγαν οι γερμανοί, μέτραγε ο κόσμος τις πληγές του. Έφυγαν οι
γερμανοί αλλά οι συνεργάτες τους έμειναν πίσω σαν νικητές. Στο χωριό που έμενα
ήταν ένας, ο Λαυρέντης, αντί να κρυφτεί, περπάταγε κορδωτός και φοβέριζε, έλεγε
ονόματα και έδειχνε φωτογραφίες, τάχα που ήταν κολλητός με πρόσωπα σπουδαία της
πολιτικής και της οικονομίας. Κι όλο έλεγε πως έπρεπε κάτι γερό να γίνει να
ξεβρωμίσει ο τόπος. Σου είπα ότι ήμουν δώδεκα χρονώ, περίπου δώδεκα, και
άβγαλτος, τίποτα δεν ήξερα, ποιους εννοούσε τάχα ο Λαυρέντης, αλλά πήγαινε ο
νους μου στους ανθρώπους του βουνού, ίσως γιατί κάθε φορά που ο Λαυρέντης
ξέρναγε χολή, σήκωνε το κεφάλι ψηλά κι έδειχνε με μια πρόστυχη κίνηση τα βουνά.
Ο πατέρας μου όλους
αυτούς τους μήνες δεν είχε εμφανιστεί ποτέ, δεν είχε στείλει ένα μήνυμα,
τίποτε. Ούτε όταν τέλειωσε ο πόλεμος έδωσε σημεία ζωής, άρχισα ν’ ανησυχώ.
Ρώτησα την συγγένισσα «θεια, μην έχεις νέα από τον πατέρα μου; Πότε θα ‘ρθει να
με πάρει;» «Γιατί, πουλί μου», είπε η γυναίκα,
«δεν σ’ αρέσει εδώ μαζί μας;». «Όχι, καλά είναι, αλλά, να, θέλω να πάω
πια στο σπίτι μου» της είπα. Κούνησε εκείνη το χέρι και της έφυγε ένα γέλιο
φαρμακερό «Πάει πια εσένα το σπίτι σου, γιε μου», είπε. ‘Έκανε πολλά ο πατέρας
σου λένε… Μείνε εδώ μέχρι να ξεχαστούνε, γι’ αυτό σ’ έφερε στο χωριό» και πριν
προλάβω να τη ρωτήσω, γύρισε την πλάτη της και εξαφανίστηκε. Δεν μ’ άφησε ξανά
να της ανοίξω κουβέντα.
Μια μέρα το πήρα απόφαση,
άφησα ένα σημείωμα, πήρα λίγο ψωμί σ’ ένα μαντήλι και γύρισα μ’ ένα φορτηγό
στην Αθήνα. Βρήκα το σπίτι μας παρατημένο, ρημαγμένο, πρέπει να ‘ταν μήνες
ακατοίκητο. «Ο πατέρας σου λείπει μακριά. Θα γυρίσει σε κανα δυο μήνες», μου είπε
η θεία Στέλλα με τα μούτρα ξινισμένα, «καλύτερα να γυρίσεις στο χωριό» Δεν την
άκουσα, τον περίμενα. Είχα χάσει τη μάνα μου, δεν άντεχα να μην έχω και πατέρα.
Γρουσούζης και κακότροπος ήταν πάντοτε, αλλά ήταν ο πατέρας μου, θα ‘κανα
υπομονή μέχρι να ‘ρθει να ξαναρχίσουμε τη ζωή μας. Δεν ήξερα, ευλογημένη άγνοια
και καταραμένη μαζί, δεν ήξερα…
Γύρισε νωρίτερα, πολύ
νωρίτερα γύρισε ο πατέρας μου. Ένα απόγευμα του Αυγούστου. Το θυμάμαι ακόμα με
λεπτομέρειες. Καθόμουνα στην αυλή μας κι έβλεπα ένα γατί που έψαχνε μέσα στα
σκουπίδια για κανα φαγώσιμο. Το ‘κανα χάζι πώς χιμούσε μέσα στο κουβαδάκι με τα
σκουπίδια κι έχωνε το κεφάλι του ως μέσα κι έπειτα το ‘βγαζε, έτρεχε ένα γύρο
στην αυλή και ξαναρχότανε πίσω με ορμή ελπίζοντας. Έπεφτε ο ήλιος κατακόκκινος,
σαν να αιμορραγούσε ο ουρανός. Είχα στην τσέπη μου την παντοφλίτσα της
μακαρίτισσας της μάνας μου και τη χάιδευα και τα ‘χα χαμένα, δεν ήξερα τι μου
γινότανε, παιδί ήμουνα, ο πόλεμος είχε διαλύσει το σπίτι μου. Τις λίγες μέρες
που ήμουν εκεί έβλεπα παράξενα πράγματα, άνθρωποι κατσούφηδες,
προβληματισμένοι, σκιές βαριές στα βλέμματα, πέρναγα και σκουντιόντουσαν,
μιλούσαν και μόλις μ’ έβλεπαν έκοβαν την κουβέντα, δεν άφηναν τα παιδιά τους να
με πλησιάσουν, χειρότερα από τα χρόνια της Κατοχής τώρα. Σκέφτηκα πως είχε να
κάνει με τη μάνα μου, που είχε δώσει τέλος μόνη της στη ζωή της αλλά δεν ήταν
σωστό, εγώ τι έφταιγα, δεν μου ‘φτανε η ορφάνια μου, δεν μου ‘φτανε που έλειπε
ο πατέρας μου, μόνο μου ένα παιδί ούτε
δώδεκα χρονώ καλά-καλά; Τότε γύρισε ο πατέρας μου.
Θαρρείς μου μίλησε; Μ’
έσπρωξε κι έπεσε ξερός στο κρεβάτι, το χνώτο του μύριζε οινόπνευμα, τα μάγουλά
του αξύριστα από μέρες, το παντελόνι έζεχνε. Περίμενα ξάγρυπνος να συνέρθει.
Αυτό έγινε το άλλο μεσημέρι. Μου ζήτησε καφέ και μου ‘δωσε λεφτά για να φέρω φαγητό
και τσιγάρα. Ούτε αγκαλιά, ούτε χάδι, ούτε κουβέντα, τίποτε. Σαν γύρισα πίσω με
όσα ζήτησε, έβαλε να φάμε και αφού απόφαγε «δεν σου ‘πα να μείνεις στο χωριό;»
μου είπε με φωνή βραχνή και άχρωμη. Δεν απάντησα, τι να του ‘λεγα για όσα
βασανίζανε την ψυχή μου. Σάμπως θα καταλάβαινε; «Αύριο πρωί-πρωί θα σε στείλω
πίσω μ’ ένα φίλο μου, έχει φορτηγό αυτός», μου είπε «τον θυμάσαι τον Ζακολύκο,
τον Παρασκευά; Τον θυμάσαι;». Δεν το θυμόμουνα κι ούτε είχε σημασία. «Άσε με να
μείνω μαζί σου, πατέρα» είπα κι εκείνος γέλασε. «Εγώ δεν σε ήθελα, η μάνα σου
είχε λυσσάξει για παιδί, τώρα πάλι τι να σε κάνω; Έχω δουλειές».
Παρ’ όλ’ αυτά, στο χωριό
δεν γύρισα κι ούτε θυμάμαι γιατί δεν ήρθε αυτός ο Ζακολύκος να με πάρει. Έμεινα
στο σπίτι. Μου ‘χε μπει η ιδέα να πάω στο σχολείο.
Άνθρωποι μπαινόβγαιναν
στο σπίτι μας, ποιοι ήταν, άνθρωποι που δεν τους είχα δει ποτέ παλιότερα.
Σπάνια είχαμε επισκέψεις τα χρόνια που ζούσε η μάνα μου. Απ’ αυτούς που
έρχονταν οι πιο πολλοί μοιάζαν του πατέρα μου. Πίνανε, καπνίζανε, μιλάγανε πολύ,
μερικές φορές γελάγανε-ένα γέλιο βροντερό και πρόστυχο- η ματιά τους είχε κάτι
φαρμακερό. Τους φοβόμουνα, κάτι πιο πολύ τους σιχαινόμουνα, νόμιζα ότι άφηναν
πίσω τους μια γλίτσα επικίνδυνη που με απειλούσε, σαν να κινδύνευα να πέσω μέσα
της και να χαθώ στην αηδία της. Είχα αρχίσει να καταλαβαίνω κάποια πράγματα,
όταν μια μέρα, μεσημέρι ήτανε το θυμάμαι καλά, σκεφτόμουνα πάλι τη μάνα μου,
άκουσα κλάματα έξω από το σπίτι μας και θόρυβο δυνατό –πέτρες, πετούσαν πέτρες
στο σπίτι. Έκανα ν’ ανοίξω το παράθυρο κι είδα την κυρά- Στάσα, που ‘χε τους
δίδυμους. Φόραγε μαύρα κι έκλαιγε, σφάδαζε, αναθεμάτιζε γη κι ουρανό, φώναζε τα
παιδιά της… Και καταριότανε τον πατέρα μου. Βγήκαν οι γείτονες ένα γύρω να την
μαζέψουν, «φτάνει, κυρά-Στάσα, μπες μέσα, έχεις κι άλλα παιδιά, τι θέλεις;» Κι
όπως άνοιξα το παράθυρο για να δω τι γίνεται, τι ‘ναι οι φωνές ετούτες, άκουσα
τον Παναγιώτη, που ‘χε το μπαρμπέρικο, να μου λέει «Μπες μέσα, ρε μούλικο του
ρουφιάνου». Και πετάχτηκε μια γειτόνισσα απ’ αυτές που κράταγαν την κυρά- Στάσα
και λέει «τι φταίει, Παναγή κι αυτό το ορφανό; Μη δεν την έφαγε και τη μάνα του
ο αντίχριστος;»
Κεραυνός να με είχε βρει,
δεν θα ‘τανε χειρότερα. Αυτά που θολά και μπερδεμένα προσπαθούσα να τα βάλω σε
μια σειρά, τώρα τα καταλάβαινα όλα. Μου πήρε μερικές μέρες να μαζέψω το νου μου
και να μάθω όσα χρειάζονταν. Ήθελα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί, να πεθάνω
ήθελα, να πάω κοντά στη μάνα μου. Ο πατέρας μου… ο φονιάς… και ο φονιάς της.
Λίγες μέρες μετά, εκεί
που καθόμασταν το βράδυ στο τραπέζι, τα ‘χα μελετημένα όλα, «Εσύ φταις που η
μάνα μου κρεμάστηκε;» του πέταξα απότομα και χωρίς καμιά προετοιμασία. Μάσησε
ήσυχα τη μπουκιά του, κατέβασε το πηρούνι του στο πιάτο του, γύρισε προς το
μέρος μου και νόμιζα πως το βλέμμα του θα με σκότωνε. Πήρε ανάσα βαθιά, σα να
του ‘χε λείψει ο αέρας από ώρα και το ίδιο απότομα, σαν που τον είχα
ρωτήσει, μου είπε «Όσο ήταν εδώ οι
γερμανοί τους δούλεψα με την ψυχή μου και γέμισα παράδες. Πώς νομίζεις ήταν
γεμάτο το τραπέζι μας και κόκκινα τα μάγουλά σου όταν στη γειτονιά ψοφάγαν απ’
την πείνα… Και τώρα είναι εποχή για τις μεγάλες μπάζες… Ξεβρωμίζουμε τον τόπο
απ’ τους ξυπόλυτους, τους μαγαρισμένους, αφέντες είμαστε και στα χρόνια της
κατοχής αφέντες ήμασταν κι αφέντες θα είμαστε για πάντα. Ακούς που τέλειωσε ο
πόλεμος; Τρίχες… Ο πόλεμος δεν θα τελειώσει ποτέ, ο πόλεμος είναι λεφτά και
εξουσία, γιατί να τελειώσει; εμείς είμαστε οι νικητές, κάνω έτσι χραπ! Κι όποιο
κεφάλι μου γουστάρει το ρίχνω στο τσουβάλι. Τι με κοιτάς; Κι η μάνα σου έτσι με
κοίταξε εκείνη την ημέρα… Στην αρχή με τρόμο, ακούς, με κοίταξε με τρόμο λες κι
έβλεπε βουρδούλακα να βγαίνει από τον τάφο, τρόμο, τα μάτια της γουρλώσανε –μια
σιχασιά- τα χείλια της κάτασπρα, έτρεχε σάλιο εδώ στο πλάι, κι έτρεμε σύγκορμη,
την αηδίασα. Σηκώθηκα, έβγαλα το λουρί και της χάραξα την πλάτη και τα μούτρα,
δεν έβγαλε τσιμουδιά, εκεί γουρλωμένα τα μάτια και να τρέμει του θανάτου.
Κουλουριάστηκε σε μια γωνιά και κοίταζε τον τοίχο σαν να ‘βλεπε τον μπαρμπα –
Μιχάλη ατό του να την φωνάζει. Θα της περάσει, είπα μέσα μου κι έβαλα να φάω. Το
άλλο πρωί –εσύ ήσουν στα ξαδέρφια σου, στη Στέλλα- το άλλο πρωί τη βρήκα να
‘ναι ακόμα εκεί, να, κοίτα, εδώ που σου δείχνω, ανάμεσα στο ερμάρι και το
νεροχύτη, είχε περάσει εκεί όλη τη νύχτα. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Τι
κάνεις εκεί, μωρή; της λέω κι όσοι δεν μου απάνταγε τόσο θύμωνα και τα ‘βλεπα
όλα κόκκινα. Έφτυσα στο πάτωμα κι έκανα να φύγω για να μην την καθαρίσω εκείνη
τη στιγμή και τότε είδα πώς με κοιτούσε. Αναποδιασμένο το βλέμμα της, γυρισμένο
προς τα μέσα, με μισούσε, με σιχαινότανε
και με μισούσε. Είχε μάθει ποιος ήμουνα και τι δουλειές έκανα και με μισούσε…
Το φοβήθηκα το μάτι της και για να μην το καταλάβει και με πάρει για αδύναμο,
την άρπαξα από τα μαλλιά και τη σήκωσα στα πόδια της και της έριξα δυο
χαστούκια. Δεν κουνήθηκε. «Αυτός είμαι» της είπα «και μαζί μου θα μείνεις για
πάντα, γυναίκα μου και δούλα μου. Μπρος βάλε να μαγερέψεις». Και δεν κουνήθηκε, ρε φίλε, δεν έβγαλε άχνα,
μόνο με κοίταζε με σιχασιά, με περιφρόνηση η ξυπόλητη η μάνα σου, της πλύστρας
η κόρη. Τρεις μήνους τέσσερις, γυναίκα μου δεν ήταν πια, στο κατώφλι δεν
έβγαινε, όλο αυτό τον καιρό οι μόνες κουβέντες που μου ‘πε ήταν να προσέχω μην
καταλάβεις τίποτε εσύ, μόνο για σένα νοιαζότανε. Μετά χειροτέρευε η κατάσταση,
τη βαρέθηκα, σαν κουφάρι πεθαμένο μέσα στο σπίτι μου, μ’ ανατρίχιαζε. Μετά
άρχισε να μην τρώει, πέντε μέρες, δέκα, πόσο ν’ αντέχει ο άνθρωπος… δεν έβαλε στο στόμα της μπουκιά, σιγά που μ’
ένοιαζε. Στο τέλος κρεμάστηκε κι ησυχάσαμε από δαύτη. Και να σου πω, γιόκα μου,
-το ‘πε το «γιόκα μου» σα βρισιά και βρισιά το ‘νιωσα κι εγώ- καλό μου ‘κανε. Η
γειτονιά βεβαίωσε τα όσα είχε μισοκαταλάβει, τώρα μπορούσα πια ελεύθερα να
είμαι αυτό που ήμουνα, τώρα οι γειτόνοι πια με κοίταζαν με υποταγή εκτός από
κάτι κωλόπαιδα που, όταν συναντιόμασταν, έσερναν το μεγάλο δάχτυλο κατά μήκος
του λαιμού, μαχαίρι τάχαμου και μ’ απειλούσαν. Τους κανόνισα τους
περισσότερους. Τώρα θα κανονίσω και τους υπόλοιπους και θ’ ανοίξω μια ταβέρνα,
δυο στρέμματα μαγαζί, εδώ στη γειτονιά κι όποιος κουνήσει, εγώ, θα τον θάψω
αντί για κοκκόρι σφαγμένο στα θεμέλια της…».
Τέτοια μου είπε και τ’
άκουσα όλα, τ’ άκουσα και γέμισε το μυαλό μου μπάλες φωτιάς και αίμα. Πονούσα,
όλο μου το κορμί, το κεφάλι μου, η ψυχή μου πονούσε… Από την οργή, από το μίσος και τη ντροπή.
Σα να μην άντεχε άλλο
τότε ο πατέρας μου, σταμάτησε για λίγο. Έριξε το κεφάλι πίσω κι έκλεισε τα
μάτια. Όλη αυτή την ώρα που τον άκουγα με κομμένη ανάσα, παρατηρούσα το πρόσωπό
του και δεν το αναγνώριζα. Αγωνία και πόνος και ντροπή και μίσος, ένα μίσος
καυτό, αγωνιζόντουσαν να κυριαρχήσουν πάνω του, να το κατακτήσουν και να
μείνουν εκεί, ξεθωριάζοντας τα χαρακτηριστικά του. Φοβήθηκα μην πάθει τίποτε,
έβλεπα τις φουσκωμένες φλέβες να πάλλονται και τρόμαζα, ήταν υπερτασικός, η
συγκίνηση μπορεί να τον οδηγούσε σε κανένα εγκεφαλικό, του ‘πιασα το χέρι
«Ηρέμησε, πατέρα, να ξαπλώσεις καλύτερα, τα λέμε άλλη φορά». Δεν ήθελε. Κούνησε το κεφάλι του δεξιά-
αριστερά πολλές φορές, «άσε με, πρέπει, μόνο λίγο νερό, κρύο, από το ψυγείο…».
Του ‘φερα ήπιε, συνέφερε κάπως.
«Μη με κόβεις, άσε με να
στα πω… Δεν είχε τελειώσει ακόμα. Είχε κι άλλα να πει. Έστριψε τσιγάρο, το
άναψε και συνέχισε. Έφαγα πολλούς μου είπε, θα φάω κι άλλους. Να ξεβρωμίσει ο
τόπος, να μείνουμε οι νοικοκυραίοι να φαγωθούμε μεταξύ μας, να αυγατέψουμε το
μερτικό μας ο καθένας. Αλλά η μάνα σου ήθελε και τα ‘παθε. Καλά δεν πέρναγε;
Δήθεν η ψυχή της, η συνείδηση… Συνείδηση
λένε οι χαζοί τη χαζομάρα τους, οι νικητές δεν έχουμε τέτοια στο κεφάλι μας,
περπατάμε ίσια μπροστά κι ό,τι βρούμε εμπόδιο στο διάβα μας, το σαρώνουμε, γι’
αυτό είμαστε νικητές, ούτε ιδέες, ούτε τέτοια κουραφέξαλα, μόνο η νίκη μετράει
και να ‘σαι πάντα με το στρατόπεδο των νικητών…». Τότε πια έκλεισα τα αυτιά μου
με τα χέρια μου και πήρα να κλαίω με λυγμούς κι έπειτα το ‘βαλα στα πόδια κι
έτρεχα, έτρεχα, μέχρι το λόφο του Μπλάτζα πήγα τρέχοντας κι έμεινα εκεί πάνω
στις ερημιές μόνο μου, δώδεκα χρονώ παιδί, μέχρι που ξημέρωσε και μίλαγα μόνος
μου κι έλεγα πως ο πατέρας μου ήταν
ρουφιάνος των γερμανών και τώρα πάλι ρουφιάνος ήτανε και πως είχε σκοτώσει τη
μάνα μου και πως τον μισούσα… Και μέσα
μου σηκώνονταν κύματα από λάβα και μ’ έκαιγαν, έκαιγαν το νου μου και την ψυχή
μου και τη μνήμη μου και σαν να γένναγε το κορμί μου γυαλιά και σίδερα και
‘βγαιναν απ’ τις σάρκες μου κόβοντάς τες χοντρά κομμάτια. Παραλίγο να τρελαινόμουνα
εκείνη τη νύχτα, εκείνο το ξημέρωμα, δεν ήθελα τη ζωή μου, να πάω να βρω τη
μάνα μου ήθελα, αλλά μετά σκέφτηκα, δεν ξέρω πώς, μέσα σε κείνη την αντάρα του
μυαλού μου γεννήθηκε μια σκέψη καθαρή, κρυστάλλινη. Βολικό που θα του ‘ρχότανε
να πεθάνω. Δεν μ’ αγαπούσε, δεν θα του ‘λειπα, και δεν θα υπήρχε κανείς να
εκδικηθεί το θάνατό της. Ήξερε καλά –το καταλάβαινα πως το ήξερε- πως δεν
μπορούσε να με πλάσει όπως ήθελε, ναι, θα του ήταν βολικό να βγω από τη μέση.
Και με τη θέλησή μου, σαν τη μάνα μου. Απ’ την τρέλα της πήρε, θα έλεγε στον
κόσμο, αν έπρεπε κάτι να πει. Και θα συνέχιζε να κάνει ό,τι έκανε χρόνια τώρα,
σκορπώντας γύρω του πόνο και θάνατο.
Ένιωσα πως έπρεπε να σκοτώσω το φονιά της, πως αυτό ήταν το χρέος μου
και η εξιλέωσή μου για το τέρας που με γέννησε, μικρή ανάπαψη για μένα που γεννήθηκα από ένα τέτοιο σατανά.
Κι αποφάσισα να τον βγάλω
από τη μέση».
Δεν πίστευα στ’ αυτιά
μου, ήρθε η κουβέντα του και με χτύπησε σαν κεραυνός, τι είχε πει; Δεν μπορεί
στ’ αλήθεια να το εννοούσε, χειρότερα ακόμα να το έπραξε. Ο πατέρας μου είδε
την έκφραση του προσώπου μου, κατάλαβε πώς πάλευα μέσα μου να δεχτώ τέτοιες
κουβέντες κι ακούμπησε το χέρι του στα μαλλιά μου. Είδα στο βλέμμα του μια
ανακούφιση… Κατάλαβα πως ήξερε ότι τον
αγαπούσα και τον θαύμαζα, τον είχα πρότυπο κι άγιο μου αλλά και πως ό,τι κι αν
μου εξομολογιόταν δεν θα ‘χανε την αγάπη μου και καθώς αυτό γινόταν ξεκάθαρο
στο νου του, μπορούσε να συνεχίσει και να ξεφορτώσει την ψυχή του, να μοιραστεί
το μυστικό του, μ’ εμένα το σπλάχνο και τον εξομολόγο του. Κατάλαβα πόσο με
αγαπούσε που δεν δίσταζε να ανοίξει την ψυχή του και να μου δείξει τι υπήρχε
εκεί μέσα, ο πατέρας μου, και σιώπησα για να τον βοηθήσω.
«Μη, μη με κοιτάς έτσι,
ναι, σκότωσα τον πατέρα μου. Δεν ήταν
δύσκολο, γιατί δεν το περίμενε. Τον έκαψα ζωντανό εκείνο το ίδιο βράδυ.
Ροχάλιζε μεθυσμένος. Δεν ήταν δύσκολο. Κι αυτό ήταν το χειρότερο. Που δεν μου
φάνηκε δύσκολο. Που πήρα τόσο εύκολα κι απλά το ρόλο του εκδικητή. Που έγινα
σαν αυτόν. Φονιάς.
Έφυγα με τα πόδια, μόνος
μου. Με τα ρούχα που φορούσα και την παντοφλίτσα της μάνας μου στην τσέπη.
Χωρίς όνομα. Ο γιος της μάνας μου. Όχι ο γιος του ρουφιάνου των γερμανών. Ο
γιος της κρεμασμένης. Μόνος μου.
Τρέμοντας να μη μάθει κανείς ποιος ήμουν πραγματικά. Με ένα πόνο που μου
έσφαζε ολημερίς τα σπλάχνα, την εικόνα της κρεμασμένης, με ένα πόνο βαθύ σαν
καρφί στη μέση του κεφαλιού, που δεν μετάνιωνα μήτε λεπτό για το φόνο του
πατέρα μου, ούτε μια τύψη ούτε ένα δάκρυ. Θόλωνε ο νους μου αλλά δεν κατάφερνα
να νιώσω μια στάλα δροσιά για τον πατέρα
μου. Όσο μεγάλωνα, όσο μάθαινα τι έγινε εκείνα τα χρόνια, της Κατοχής, τον
εμφύλιο και τα μετά τα ήξερα καλά ατός μου, τα ‘ζησα, τα θυμάμαι, τόσο πιο πολύ
η ψυχή μου γέμιζε μίσος για τον άντρα εκείνο που έγινε άθελά του πατέρας μου
και μια φορά, κλαίγοντας πικρά, τα ‘βαλα και με τη μακαρίτισσα που καταδέχτηκε
να τον πάρει στο κρεβάτι της και να τον υποχρεώσει να της σπείρει στα σπλάχνα
ένα παιδί, εμένα. Όλη μου τη ζωή σιχαίνομαι τον εαυτό μου, γιατί έχω το αίμα
του, είμαι κομμάτι του κι όσες φορές κι αν τον σκοτώσω, πάλι ζει μέσα σε μένα,
ακόμα και που τον σκέφτομαι και λέω την ιστορία του –μην κοιτάς που εσύ πρώτη
φορά την ακούς, εγώ κάθε μέρα τη λέω στον εαυτό μου- ακόμα, που λες, που τον
σκέφτομαι και λέω την ιστορία μας, είναι σαν να ζωντανεύει, σαν να ‘ναι πάλι
ζωντανός, νικητής. Εγώ επέλεξα την πλευρά των νικημένων…»
Δεν άντεξα, τον
αγκάλιασα, έκλεισα το κεφάλι του στις χούφτες μου, σαν παιδί τον ακούμπησα στο
στήθος μου και του φιλούσα τα αραιά λευκά μαλλάκια του. Έμεινε για λίγο έτσι
στην αγκαλιά μου κι έπειτα απελευθερώθηκε, στήθηκε καλά και ίσια πάνω στην
καρέκλα του και με ρώτησε «Με περιφρονείς, παιδί μου; Τώρα που έμαθες ποιος
είμαι με περιφρονείς; Με μισείς που σε υποχρέωσα να έχεις ένα τέτοιο παππού κι
ένα φονιά πατέρα;». «Σ’ αγαπάω, πατέρα», είπα, ελπίζοντας ότι η αγάπη μου θα
μπορούσε να απαλύνει τις πληγές. «Σ’
αγαπάω πολύ, ακόμα πιο πολύ τώρα». Δεν φάνηκε να με πιστεύει, αλλά του ‘κανε
καλό η κουβέντα. «Τέτοια θεριά σαν τον παππού σου δηλητηριάζουν τη ζωή, είναι
καρκίνοι στο κορμί της ανθρωπότητας. Οι νικητές… και τα τσιράκια τους.
Σιχάματα… αλλά ήταν πατέρας μου και τον σκότωσα… Ήταν πατέρας μου… αλλά τον
σκότωσα. Έκαμα το χρέος μου… Και δεν έχω συγχώρεση, δεν ζητάω συγχώρεση, δεν
την δικαιούμαι αλλά έκανα το καθήκον μου, έτσι νομίζω» Κι έπειτα έβαλε το χέρι
στην τσέπη κι έβγαλε κάτι και το ακούμπησε μπροστά μου πάνω στο τραπέζι. Μια
παλιά, ταλαιπωρημένη παντοφλίτσα. «Είναι η παντοφλίτσα της μάνας μου. Να την
πάρεις εσύ τώρα. Να την φυλάξεις καλά. Άγια γυναίκα, βασανισμένη. Να τη
φυλάξεις καλά κι όταν γεράσεις να το δώσεις στον Άγγελο κι αυτός να το δώσει στο
δικό του παιδί. Ένα τέρας ήτανε… Αλλά
υπάρχουν τόσα τέρατα ακόμη. Να φυλάξεις τη γυναίκα σου και το παιδί σου. Μακάρι
να μη χρειαστεί ποτέ να φτάσεις τόσο μακριά, αλλά αν χρειαστεί μη διστάσεις».
Δεν είπα τίποτε πια. Με
το ένα χέρι κρατούσα την παντοφλίτσα και με το άλλο του σκούπιζα το πρόσωπο από
τον ιδρώτα και τα δάκρυα.
Ο πατέρας μου πέθανε
λίγες μέρες μετά. Η Έριν είπε ότι είχε ήρεμο πρόσωπο. Και με ρώτησε μετά πολλές
φορές γιατί έβαλα να σκαλίσουν πάνω στο μάρμαρο του τάφου του κάτι που έμοιαζε
με παντοφλίτσα.
Φεβρουάριος –
Ιούλιος 2018
[Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Μανδραγορας", τ. 60, Απρίλιος 2019.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου