("Η Μακροβιότης" γράφτηκε το 2000. Τότε ακόμα δεν φανταζόμασταν τι θα συνέβαινε 10 χρόνια μετά, την οικονομική κρίση εννοώ, την ανεργία, τη φτώχια, την αύξηση της αστεγίας. Την εποχή που το έγραψα, οι φίλοι που το διάβασαν, το βρήκαν υπερβολικό. Φοβάμαι πως σήμερα πια δεν είναι καθόλου, αν ήταν ποτέ. Ο εφιάλτης παίρνει σάρκα και οστά, κυκλοφορεί στους δρόμους, απειλεί τον καθένα μας. Όσο τα κέρδη θα είναι πάνω από τον άνθρωπο, κάποιοι (έχουν όνομα αυτοί οι κάποιοι και πρόσωπο, έχουν ιδεολογία, πολιτική πρακτική και επιχειρήσεις που μοιράζονται τον κόσμο), όσο τα κέρδη θα είναι πάνω από τον άνθρωπο, λοιπόν, κάποιοι θα παίζουν αδίστακτα με χώρες και ηπείρους, δηλαδή με εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές, και οι πόλεις μας θα γεμίζουν με απελπισμένους και αστέγους, σαν το κορίτσι του διηγήματος (τους τελευταίους μήνες μας σταματούν στο δρόμο άνθρωποι όλων των ηλικιών, αν και πιο πολύ μεσόκοποι ή γέροντες, που δεν ζητούν χρήματα αλλά μια τυρόπιτα ή ένα καφέ. Στα χαμηλωμένα από ντροπή μάτια τους, βλέμματα που μέσα τους τρεμοπαίζει η ενοχή, λες και φταίνε αυτοί για ό,τι τους συνέβη, καθρεφτίζεται η ντροπή του κόσμου μας, η φρίκη της θεότητας "αγορά", που θεωρεί ότι μπορεί να αντικαταστήσει τον άνθρωπο και την πολιτική). Την εποχή που γράφτηκε η "Μακροβιότης" η αδιαφορία και η ιδιώτευση, η παράδοση στην ψευδή ευμάρειά μας, το βύθισμα στα μακάρια ψεύδη, το κλείσιμο των ματιών και οι μεγαλοϊδεατισμοί των καιρών εκείνων, ήταν μεγάλα προβλήματα. Εν μέρει εξακολουθούν να είναι, μόνο που σήμερα πια η κατάρρευση των δομών αλληλεγγύης, η αποξήλωση του κοινωνικού ιστού και η φτώχια είναι οξύτερα και απαιτητικότερα προς επίλυση. Στις μέρες μας, πιο πολύ από ποτέ, δεν ταιριάζει η αδράνεια, η απάθεια αλλά ούτε και η ηττοπάθεια. Είναι η ώρα της αλληλεγγύης. Είναι ώρα της εγρήγορσης. Στο όνομα της αξιοπρέπειας και της Ιστορίας.
Μαρώ)
Βγήκε από το σπίτι της λίγο πριν τις δέκα. Ζαλιζόταν. Mέρες τριγύριζε μέσα στην πόλη απελπισμένη. Έψαχνε για δουλειά. Τίποτε. Πότε ήταν που δούλεψε για τελευταία φορά;
Θυμόταν αμυδρά πως κάποτε δούλευε σ’ ένα εργοστάσιο. ναι, υπήρξε μια εποχή που δούλευε σ’ ένα εργοστάσιο έξω από την Αθήνα. Το θυμόταν αυτό. Το μεροκάματο ήταν μικρό και περίμενε πως θα βρει καλύτερη δουλειά. Ύστερα το εργοστάσιο απέλυσε πολλούς εργάτες και ακόμα περισσότερες εργάτριες. Άρχισε να ψάχνει για καινούρια δουλειά. Στην αρχή έλπιζε πως κάτι θα βρει και γρήγορα. Ήταν νέα, γερή.
Είχε παρατήσει από νωρίς το σχολείο –δεν είχε καν τελειώσει το Γυμνάσιο. Τα γράμματα δεν της άρεσαν, τα οικονομικά της οικογένειας ήταν στενεμένα, βγήκε στο μεροκάματο από δεκαπέντε χρόνων. Η μάνα της βέβαια επέμενε να συνεχίσει το σχολείο, εκείνη δεν ήθελε. Το σχολείο το φοβόταν, δεν τα κατάφερνε, δεν ήθελε να το ξέρουν, δεν ήθελε να το ξέρει η ίδια. Ειδικά μετά το θάνατο του πατέρα της, έκοψε κάθε συζήτηση για το ζήτημα.
Ας είναι. όταν την απέλυσαν, λοιπόν, απ’ το εργοστάσιο, άρχισε να ψάχνει για νέα δουλειά, στην αρχή για καλύτερη δουλειά. Ήταν όμορφη. Δεν το καταλάβαινες αμέσως. Έπρεπε να της ρίξεις μια δεύτερη ματιά και μια τρίτη για να καταλάβεις πόσο αρμονικά ήταν τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, πόσο καλοζυγισμένες οι αναλογίες του δυνατού και ψηλού κορμιού της. Ήταν όμορφη και από τη φύση της ευγενική και γλυκομίλητη. Σκέφτηκε να δουλέψει πωλήτρια. Σ’ ένα μαγαζί με είδη δώρων ή, αν ήταν τυχερή, σε κάποιο παλαιοπωλείο. Της άρεσε να σκέφτεται τον εαυτό της ντυμένο όμορφα, με ρούχα καθαρά, μέσα σ’ ένα μαγαζί με χιλιάδες μικρά αντικείμενα, να είναι περιτριγυρισμένη από χιλιάδες άχρηστα αλλά τόσο όμορφα αντικείμενα από ξύλο, από μπρούτζο, από γυαλί, χιλιάδες όμορφα μικρά άχρηστα αντικείμενα. Δεν δυσκολεύτηκε να βρει δουλειά αλλά η κρίση στην αγορά, αν δεν έκλεινε τα μαγαζιά, ανάγκαζε συχνά τους ιδιοκτήτες τους να απολύουν το προσωπικό, γιατί δεν μπορούσαν να το πληρώνουν. Μέσα σ’ ένα χρόνο άλλαξε πέντε δουλειές –οι δύο ήταν σε καταστήματα με εποχιακά, το ‘ξερε από την αρχή πως ήταν περιστασιακά μεροκάματα. Βγήκε πάλι στο ταμείο ανεργίας. Μετά τα πράγματα δυσκόλεψαν. Εξάντλησε το νόμιμο χρόνο, το ταμείο σταμάτησε την αρωγή του. Έψαχνε απεγνωσμένα για δουλειά, ό, τι να ‘ταν. Πήγαινε όπου εύρισκε για να κάνει μερικά μεροκάματα, να καλύψει κατά το δυνατό τα τρέχοντα έξοδα, ενοίκιο, λογαριασμούς, τέτοια πράγματα. Δούλευε λάντζα σε ταβέρνες, πήγαινε αναπληρωματική σ’ ένα συνεργείο καθαρισμού πολυκατοικιών, όποτε τη φώναζαν, όταν εύρισκε, καθάριζε σπίτια. Ένα διάστημα φρόντιζε μια ηλικιωμένη γυναίκα κατάκοιτη αλλά μετά οι δικοί της την έβαλαν σε ίδρυμα. Φυσικά ήταν ανασφάλιστη, φυσικά για δυο τρία χρόνια δεν είχε κολλήσει ούτε ένα ένσημο.
Τον τελευταίο καιρό τα πράγματα πήγαιναν απ’ το κακό στο χειρότερο. Όποια πόρτα κι αν χτυπούσε ήταν κλειστή. Είχε δώσει τ’ όνομά της παντού αλλά τα μεροκάματα πια ήταν πολύ αραιά. Τα τελευταία, σε μια καφετέρια στο Αιγάλεω. Για δέκα μέρες την είχαν προσλάβει. Ο ιδιοκτήτης τής πλήρωσε οχτώ. Ποιος να τον ελέγξει; Δεν ήξερε πού να πάει για να γυρέψει το δίκιο της. Ούτε κουράγιο να το γυρέψει είχε.
Με το ζόρι επιβίωνε. Ο νοικοκύρης του σπιτιού, όπου έμενε, την απειλούσε με έξωση, γιατί άρχισε να χρωστάει νοίκια. Τα κοινόχρηστα έμεναν απλήρωτα εδώ και καιρό ούτε τους τελευταίους λογαριασμούς του νερού και του ηλεκτρικού είχε πληρώσει, από μέρα σε μέρα θα της έκοβαν και το νερό και το ρεύμα. Με κάτι λίγα λεφτά που είχε κερδίσει από τη φύλαξη ενός μωρού, πλήρωσε ένα μικρό μέρος των ενοικίων που χρωστούσε. Έτρεμε μη βρεθεί στο δρόμο. Αυτό έτρεμε πάνω απ’ όλα.
Έβλεπε τους άστεγους στην Ομόνοια και την έπιανε ένας πόνος στο στομάχι. εδώ και κάτι μήνες δυο άστεγες γυναίκες μεγάλης ηλικίας –ήταν όμως αλήθεια μεγάλες στην ηλικία; ο δρόμος σε γερνάει γρήγορα- δυο άστεγες γυναίκες έρχονταν τα βράδυα έξω από την εκκλησία της γειτονιάς. Μύριζαν άσχημα και οι δύο. Η μια είχε ένα καροτσάκι της λαϊκής φορτωμένο με τα πράγματά της. Κι ό, τι εύρισκε το μάζευε και το ‘ριχνε πάνω στο καροτσάκι, σωρός τα βρώμικα άχρηστα πράγματα, κι όλο τα ανασκάλευε, σα να τα συγύριζε, όπως συγυρίζουμε τα σπίτια μας. Γι’ αυτό τα ‘δωσε του ιδιοκτήτη τα λεφτά μόλις τα πήρε, για να του κλείσει το στόμα για λίγο καιρό, όσο να ‘βλεπε τι θα κάνει.
Μετά τα λεφτά τέλειωσαν πάλι. Δεν είχε πολλούς φίλους ούτε και συγγενείς, κάτι αδέρφια των γονιών της, ένας ξενιτεμένος αδερφός του πατέρα της, ούτε ήξερε πού βρίσκεται, είχε χρόνια να δώσει σημεία ζωής, δυο θειες που τις αγαπούσε, είχαν σκοτωθεί πριν τρία χρόνια σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και οι δυο μαζί, με άλλους δεν είχε σχέσεις, είχαν χαθεί από την εποχή που ακόμα ζούσαν οι γονιοί της, ούτε τα ονοματεπώνυμά τους δεν ήξερε με βεβαιότητα. Είχε απευθυνθεί σε κάποιους φίλους για βοήθεια αλλά κι αυτοί δεν ήταν πλούσιοι, τους ντρεπόταν πια. Χρωστούσε παντού και δεν ήξερε από πού να ζητήσει βοήθεια. Η πόλη ήταν μεγάλη, δρόμοι πολλοί, σπίτια πολλά, το ‘να πάνω στ’ άλλο, πού να πάει; Άλλωστε ήταν νέα, την κοίταζαν με μισό μάτι. Λες και έφταιγε αυτή που δεν δούλευε, που δεν μπορούσε να βρει μια δουλειά, ό,τι να ‘ταν. «Να δουλέψεις», της έλεγαν. «Να κοιτάξεις να βρεις μια δουλειά», της έλεγαν. Εύκολο να το λες αλλά κανείς δεν είχε κάτι συγκεκριμένο να της προτείνει, μόνο «να δουλέψεις», της έλεγαν, μια συμβουλή δεν κοστίζει.
Έβγαινε πια κρυφά απ’ το σπίτι, νωρίς το πρωί. τις Κυριακές δεν άνοιγε ούτε τα παράθυρα. Ντρεπόταν. Και φοβόταν. Λίγο-λίγο έμπαινε σε μια θάλασσα πανικού και χανόταν μέσα της. Δεν είχε ελπίδα. Δεν μπορούσε να σκεφτεί. Εδώ και μερικές μέρες στεκόταν ακίνητη στη μέση του δωμάτιου, ούτε μπρος ούτε πίσω, ακίνητη για ώρες, άδειο το κεφάλι της. Ούτε το σπίτι δεν συγύριζε πια, τα ελάχιστα έπιπλα που της είχαν μείνει. Άλλοτε πάλι καθόταν σε μια καρέκλα και κοιτούσε το πάτωμα. Από την ώρα που γύριζε στο σπίτι καθόταν σε μια καρέκλα και κοιτούσε το πάτωμα. Έφευγαν οι ώρες έτσι. Νύχτωνε κι αυτή κοιτούσε το πάτωμα.. Στις αρχές ονειρευόταν πως όλα θα ‘φτιαχναν. Κάπως μαγικά, αλλά θα ‘φτιαχναν τα πράγματα. Εδώ και καιρό δεν ονειρευόταν πια τίποτε. Και φοβόταν, κάθε μέρα πιο πολύ φοβόταν. Και δεν υπήρχε κανείς.
Εκείνο το πρωινό βγήκε από το σπίτι της λίγο πριν τις δέκα. Όλη νύχτα είχε μείνει ξάγρυπνη, λίγο την είχε πάρει ο ύπνος τα ξημερώματα. Ζαλιζόταν. Μέρες τριγύριζε μέσα στην πόλη απελπισμένη. Ψάχνοντας για δουλειά. Την προηγούμενη είχε σταθεί έξω από το σούπερ μάρκετ και ρώτησε μερικές γυναίκες που έβγαιναν με τις τσάντες στα χέρια μήπως ήθελαν να τους κάνει δουλειές στο σπίτι. Η μια της έδωσε δυο κατοστάρικα. Ντράπηκε, πήγε να πει «δεν είμαι ζητιάνα» αλλά όσο να συνέρθει και να το πει, όσο να συνέρθει απ’ την ντροπή που την κατέλαβε καθώς ένιωσε τα δυο μεταλλικά κέρματα στη χούφτα της, ζεστά απ’ τη χούφτα της άλλης γυναίκας, νοτισμένα απ’ τον ιδρώτα της δικής της χούφτας , όσο να συνέρθει και να το πει η γυναίκα είχε απομακρυνθεί πια, είχε φύγει γρήγορα.
Τη μέρα εκείνη, λοιπόν, σηκώθηκε με δυσκολία. Ζαλιζόταν. Είχε τέσσερις μέρες να φάει, το μεσημέρι θα γίνονταν πέντε κι άλλο από το μισό ψωμί που είχε πάρει με τα δυο κατοστάρικα της γυναίκας δεν είχε βάλει στο στόμα της. Α, όχι, ψέματα. Ένα απόγευμα την είχε δει η διπλανή τυχαία στο ασανσέρ και την κάλεσε για καφέ. Δέχτηκε. Στο βάθος έλπιζε πως ίσως κάτι να την κέρναγε. Μαζί με τον καφέ της έβγαλε κι ένα σοκολατάκι. Το έφαγε με θυμό και ευγνωμοσύνη.
Το πρωί εκείνο, λοιπόν, σηκώθηκε με δυσκολία. Πλύθηκε απρόσεχτα και φόρεσε το τζιν με την παλιά τριμμένη μπλούζα, που δεν ήταν όσο έπρεπε καθαρή αλλά είχε τελειώσει το απορρυπαντικό. Είχε ζητήσει από τη γειτόνισσα εκείνη μια δυο φορές δανεικό, δήθεν που ξέχασε να πάρει, άλλη μια από άλλη γειτόνισσα, δεν είχε μούτρα να ξαναπάει. Τα παπούτσια της θέλανε τακούνια, το φαγωμένο δέρμα έφτανε ως τη μέση τους. γλίστραγε καθώς περπατούσε. Δεν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Πάει καιρός που πια δεν κοιταζότανε στον καθρέφτη.
Ζαλιζόταν. Είχε αδυνατίσει πολύ, τα μάτια της ήταν θολά και κουρασμένα, τα χέρια της έτρεμαν. Δεν θυμόταν πόσο καιρό είχε να φάει κανονικό φαγητό, μαγειρεμένο, με λάδι. Ανακάθισε στην κουβέρτα που έστρωνε στο πάτωμα για τον ύπνο από τη μέρα που πούλησε το κρεβάτι της, ακούμπησε την πλάτη στον τοίχο κι έβαλε το κεφάλι μέσα στα γόνατα. Έμεινε λίγο έτσι κι έπειτα σηκώθηκε. Δεν ήθελε να βγει, δεν είχε κουράγιο να ψάξει πάλι για δουλειά, δεν έλπιζε πια. Ωστόσο μηχανικά και μοιραία σηκώθηκε και βγήκε έξω. Δεν κλείδωσε.
Τα παλιά χρόνια, όταν υπήρχαν γειτονιές, κάθε γειτονιά είχε και τα μπακάλικα της. αν ζούσε εκείνες τις εποχές, ίσως κάποιος μπακάλης να της έδινε με πίστωση τα λιγοστά φαγώσιμα που είχε ανάγκη για να σταθεί στα πόδια της και να ψάξει για δουλειά. Το σκέφτηκε αυτό. Ήταν η μοναδική καθαρή σκέψη από το προηγούμενο πρωί. Οι μοναδικές πραγματικές λέξεις που μπόρεσε ο νους της να βάλει σε μια ορθή συντακτική σειρά. Εδώ και καιρό σκεφτόταν κατά κύριο λόγο με εικόνες. Πριν μέρες είχε πάρει έτσι, με πίστωση δηλαδή, ψωμί και γάλα από το φούρνο της γειτονιάς. Ψώνιζε χρόνια απ’ αυτόν το φούρνο, απ’ την εποχή που είχε έρθει στην περιοχή, μετά το θάνατο της μάνας της, όταν αναγκάστηκε να βρει ένα μικρότερο σπίτι για να περιορίσει το ενοίκιο. Τους γνώριζε και την γνώριζαν καλά. Παρ’ όλ’ αυτά δυσκολεύτηκε να το πει, περίμενε ώρα απ’ έξω ώσπου να βρει την κατάλληλη ευκαιρία, να μην είναι κανείς πελάτης στο μαγαζί, μπήκε μέσα με το στόμα στεγνό, με το κεφάλι κατεβασμένο, πλησίασε τον πάγκο, ήρθε πολύ κοντά στο φούρναρη, σχεδόν ακούμπησε το πρόσωπό της στο δικό του, σχεδόν στ’ αυτί του έσκυψε και με φωνή που μόλις έβγαινε απ’ τα χείλη: «μήπως θα μπορούσατε… μια φρατζόλα ψωμί κι ένα γάλα», είπε, «και μόλις πληρωθώ θα σας φέρω τα χρήματα», είπε. Δεν της αρνήθηκε, παρόλο που έδειξε φανερά πως ενοχλήθηκε αλλά ήταν πελάτισσα τόσα χρόνια. Μάλιστα σχολίασε με προσποιητή συμπάθεια το πρόβλημά της κι αυτή τότε είπε ψέματα, πως τάχα θα την έπαιρναν σ’ ένα μαγαζί την άλλη βδομάδα, γι’ αυτό και βρήκε το θάρρος. Την πίστεψε, δεν την πίστεψε, άλλη μια φορά πάντως, με μεγαλύτερη ακόμη δυσαρέσκεια της έδωσε πάλι τα ίδια, ψωμί και γάλα, με πίστωση λίγες μέρες αργότερα. Δεν τόλμησε να ξαναπάει. Έκανε κύκλο για να μην περνάει μπροστά από το φούρνο, δεν είχε να του πληρώσει τα χρεωστούμενα.
Βγήκε στο δρόμο. Ζαλιζόταν. Περπατούσε με δυσκολία, ένιωθε πως δεν πάταγε καλά στο έδαφος, σα να βρισκόταν αλλού αυτή κι αλλού οι άλλοι άνθρωποι που την προσπερνούσαν. Ο δικός της δρόμος ήταν μια ιδέα πιο ψηλά απ’ τον δρόμο των άλλων, σαν αέρας ήταν οι άλλοι διαβάτες, λες και μπορούσε να περάσει από μέσα τους, να διασχίσει τα κορμιά τους, να βγει πίσω απ’ αυτά. Σα να μην την έβλεπε κανείς, σ’ έναν άλλον κόσμο σα να ήταν που κάπως γειτόνευε με τον δρόμο αυτό, με τον κόσμο αυτό, των άλλων περαστικών και του μικρόκοσμου της γειτονιάς της. Οι άκριες των χεροδάκτυλων ήταν παγωμένες. Κατάπιε με δυσκολία. Έκανε μερικά βήματα και σταμάτησε. Κάθισε στο σκαλοπάτι μιας πολυκατοικίας να συνέρθει. Πεινούσε. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο από την πείνα της. Από το άδειο στομάχι που πονούσε, από τα ξεραμένα χείλη της κι απ’ αυτό το τρέμουλο που συντάραζε σαν ελαφρύς σεισμός, αργά, βασανιστικά το κορμί της. Πεινούσε. Απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα των σπιτιών ο αέρας έφερνε τυραγνικά μυρωδιές φαγητών. Έκλεισε τα μάτια. Ένας πόνος βαθύς της χαράκωσε την ψυχή κι έγινε μια υποψία λυγμού που τον έκρυψε βιαστικά με ντροπή και σηκώθηκε πάλι με κόπο. Πεινούσε.
Πέρασε μπροστά απ’ το σούπερ μάρκετ. Της ήρθε να μπει μέσα και να κλέψει. Ένα πακέτο μπισκότα, ένα κουτί γάλα, ακόμα και μια κονσέρβα ντοματάκια, οτιδήποτε φαγώσιμο. ΄Ηξερε πως δεν μπορούσε να το κάνει. Δεν πήγαινε το χέρι της. άσε που και να το επιχειρούσε απ’ την ταραχή της θα την έπιαναν αμέσως. Θα της μιλούσαν άσχημα, θα καλούσαν την αστυνομία… Όχι, δεν μπορούσε. Λίγα ψίδια περηφάνιας είχαν μείνει μέσα της, αυτά την κρατούσαν στη ζωή. Δεν άντεχε…
Ο φούρνος ήταν λίγο παρακάτω. Ήδη ερχόταν βασανιστική στα ρουθούνια της η μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού, η λιγωτική ευωδιά της ψημένης ζάχαρης, το άρωμα από το μαχλέπι των αφράτων τσουρεκιών. Δεν άντεξε. Ξεροκατάπιε μια δυο φορές, ανάγλυψε τα χείλη κι αντί να κάνει τον κύκλο, πήρε το δρόμο προς το φούρνο.
Μια πελάτισσα είχε μόνο μέσα κι αυτή πλήρωνε για να φύγει. Μπήκε. Πλησίασε προσεκτικά τον πάγκο, ο φούρναρης μετρούσε τα ψιλά στο ταμείο του, δεν την είδε αμέσως. Τον περίμενε υπομονετικά ως να τελειώσει. Κοιτούσε γύρω της μαγεμένη, ξετρελαμένη. Τις φρατζόλες το ψωμί κοιτούσε, κοντές και παχουλές, άλλες μακριές και τραγανιστές με μπόλικο σουσάμι και τα κουλούρια, τα στρογγυλά σιμίτια που πουλάνε οι κουλουράδες στις γωνιές των μεγάλων εμπορικών δρόμων κι έξω από τις εκκλησίες και τα δημόσια καταστήματα. Στα ταψιά μελωμένα γλυκά και στη βιτρίνα του μεγάλου ψυγείου άλλα γλυκά και σοκολάτες και μια βιτρίνα με πίτες, πολλές πίτες, διάφορα είδη πίτες, τυρόπιτες, σπανακόπιτες και πίτσες. Τα κοιτούσε λαίμαργα και με πόνο. Η πείνα της είχε θεριέψει. Δεν μουρμούριζε πια μες στο λιπόσαρκο αδύναμο κορμί της, ούρλιαζε και βογκούσε και μάνιαζε. Με την άκρη των δαχτύλων μάζεψε λίγο σουσάμι από τον πάγκο και το ‘φερε με λαχτάρα στο στόμα. Έκλεισε τα μάτια με πόνο. Τα πόδια της δεν την κρατούσαν, έλεγε μέσα της να, τώρα θα πέσω κάτω. Οι αισθήσεις της την εγκατέλειπαν. Έκανε κουράγιο, σα να συνήλθε κάπως. Ο φούρναρης τέλειωσε το μέτρημα και σήκωσε το κεφάλι. την είδε. Το πρόσωπό του έμεινε ανέκφραστο, προφανώς ήταν θυμωμένος για το χρέος που δεν του είχε ξοφλήσει κι αυτός δεν είχε φήμη στη γειτονιά για άνθρωπος γενναιόδωρος, παραδόπιστο τον έλεγαν οι πελάτες του και ταμαχιάρη. Αμέσως το κατάλαβε ότι δεν είχε έρθει για να κλείσουν τους λογαριασμούς τους. «Καλημέρα», του είπε δειλά και συνεσταλμένα και ένοχα. «Καλημέρα», είπε κι αυτός με το ίδιο ανέκφραστο πρόσωπο. «Τι έγινες εσύ; χάθηκες…΄Έπιασες δουλειά;» Τάχα δεν είχε καταλάβει.
Κατέβασε το κεφάλι κι έξυνε με τα νύχια νευρικά τον πάγκο. Είχε ωραία νύχια, μεγάλα, σκληρά. Παλιά τα μάκραινε λίγο, ίσα που έκαναν μια χαριτωμένη μυτούλα, τα λιμάριζε ταχτικά, τα ’βαφε με προσοχή με ανοιχτόχρωμο περλέ βερνίκι. Της άρεσε να τα κοιτάζει. Κουνούσε τα δάχτυλά της και τα νύχια της χόρευαν χαριτωμένα και ερωτικά. Και το μικρό διάστημα που κράτησε η μία και μοναδική σοβαρή σχέση που είχε στη ζωή της, τα νύχια της παίνευε αυτός πιο πολύ, αυτά του άρεσαν. και τότε τα πρόσεχε ακόμα περισσότερο, τα φρόντιζε σχολαστικά, τους έβαζε σκληρυντικό και έλαμπαν δυνατά κι όλο υγεία, έτοιμα να σκάψουν τρυφερά τη σάρκα του αγαπημένου της στις δικές τους ώρες. «Τι, δεν έπιασες δουλειά ακόμα;» ρώτησε αυτός με μια ιδέα ειρωνείας στη φωνή του. Τάχα αυτός το ήξερε, πως ήταν απατεώνισσα, πως έλεγε ψέματα εκείνη την ημέρα. το ήξερε κι αυτή πως σκεφτόταν και τούτος τα ίδια με όλους , «άμα θέλει ο άνθρωπος, δουλειά βρίσκει. Ολόκληρη κοπέλα, την πέτρα πιάνεις και της βγάζεις ζουμί. Να πας να καθαρίζεις σπίτια…». Τα ‘ξερε αυτά, τα ‘χε ακούσει πολλές φορές τόσον καιρό άνεργη, γι’ αυτήν την ίδια και για άλλες να λέγονται χωρίς ντροπή.
Αυτή πάλι έξυνε νευρικά τον πάγκο. «Δεν με πήρανε», του είπε. «Και τι έκανες εσύ; Άραξες σπίτι σου τόσες μέρες; Δεν το ξέρεις πως πρέπει να τρέξεις για να βρεις δουλειά; Στο σπίτι σου θα ‘ρθουνε να σε βρούνε νομίζεις;» της είπε μ’ ένα κακό χαμόγελο. Έβραζε μέσα του από τσαντίλα. «Τι αθρώποι υπάρχουνε, ρε φίλε…». «Συγγνώμη», είπε αυτή, και μετά από τόσα χρόνια ενικού και οικειότητας, «δεν μπόρεσα να σας δώσω και τα χρήματα που σας χρωστάω». «Καλά αυτά τα ‘χω ξεχασμένα», είπε αυτός προσβλητικά. «Όχι, όχι, τόσα χρόνια με ξέρετε…» Δεν της απάντησε.
Πεινούσε.
Αυτός γύρισε την πλάτη του και έκανε πως τακτοποιούσε τις φρατζόλες στα ράφια. Τον κοιτούσε. Κοιτούσε όλα αυτά τα ψωμιά, ένιωθε πίσω στην πλάτη της το ψυγείο γεμάτο χάρτινα κουτιά με γάλα και κεσέδες με γιαούρτια, άκουγε τη μηχανή του ψυγείου να δουλεύει και τα υγρά του να κυκλοφορούν στα σωληνάκια και να γίνονται ψύξη που αγκάλιαζε σαν προστατευτική παγωμένη ανάσα τα τυποποιημένα τυριά και τους χυμούς και τ’ αυγά, και παρ’ όλο που κατάλαβε την προσβολή, την κατάπιε, γιατί πεινούσε. «Ξέρετε…», ξεκίνησε να λέει. «Θέλεις κάτι;» είπε ο φούρναρης ενοχλημένος. «Μάλιστα», είπε αυτή. «Ακούστε, ντρέπομαι πολύ αλλά, ξέρετε, έχω μέρες να φάω και….», « Τι; θέλεις πάλι βερεσέ;» Ήθελε και κάτι ακόμη να της πει αλλά τον έκοψε. «Όχι, όχι βερεσέ. Δεν βρίσκω δουλειά, μέρες ψάχνω για ένα μεροκάματο, μπορώ να κάνω τα πάντα, αν μ’ αφήνατε να καθαρίσω το φούρνο, όλο το φούρνο, είμαι καλή σ’ αυτά, προσεχτική, μπορώ να το κάνω να λάμψει, το πάτωμα, τα τζάμια, θα δείτε, ακόμα και στο σπίτι σας –από πάνω δε μένετε;- αν θέλετε, μπορώ να σας καθαρίσω το σπίτι και … και να πατσίσουμε το χρέος και να πάρω και μερικά πράγματα που χρειάζομαι, καταλαβαίνετε. Δεν θέλω χρήματα, ψωμί θέλω και γάλα και τέτοια…»
Την κοίταξε από πάνω ως κάτω και έκανε ώρα να της απαντήσει. Γλεντούσε την αγωνία που έβλεπε στο βλέμμα της και την αμηχανία της. «Δεν μου χρειάζεται παραδουλεύτρα», της είπε στο τέλος κι άναψε τσιγάρο. Κούνησε αυτή το κεφάλι, δάγκωσε τα χείλη, τι άλλο να ‘λεγε, έκανε να φύγει. Πριν κάνει καλά – καλά ένα βήμα, αυτός τη φώναξε πίσω. «Στάσου, ντε, σου είπα πως δε θέλω παραδουλεύτρα. Η κυρά μου όλη μέρα με το νοικοκυριό ασχολείται, έρχεται και στο φούρνο, εντάξει είμαι από τέτοια. Είσαι ωραία κοπέλα, πόσο είσαι, 28-30; Η γυναίκα μου λείπει. Πάμε επάνω στο σπίτι κι αν είσαι καλή, θα σε χαρτζιλικώσω γερά…»
Στην αρχή δεν κατάλαβε, έμεινε να τον κοιτάει απολιθωμένη. Όταν συνήρθε και ξεκαθάρισε μέσα της τι της είχε πει, τον κοίταξε με αηδία και τρόμο. Αν είχε κουράγιο θα του ‘λεγε ό, τι πιο προσβλητικό μπορούσε, θα τον έφτυνε και θα ‘φευγε. Τώρα όμως πεινούσε και δεν είχε τη δύναμη για τίποτε. Ούτε καν να φερθεί όπως έπρεπε, όπως έπρεπε για την αξιοπρέπειά της. Προσπάθησε να αρθρώσει μια λέξη, στα μάτια της έκπληξη, φρίκη και πόνος κι απλώνονταν αυτά στο πρόσωπο και το παραμόρφωναν, κι απλώνονταν στο βλέμμα και το εξαφάνιζαν, ανοιγόκλεισε τα άφωνα χείλη κι έπειτα πισωπατώντας έκανε να βγει έξω. Σαν πληγωμένο αγρίμι… Δεν εύρισκε την έξοδο. Παραπάτησε σ’ ένα κοφίνι με ουζοκούλουρα και με κόπο μπόρεσε να κρατηθεί για να μην πέσει κάτω. Κι έτσι όπως τρέκλιζε μια από δω και μια από κει για να βρει την ισορροπία της πιάστηκε από τα χείλη άλλου κοφινιού στο πλάι, πάνω σ’ ένα χαμηλό τραπέζι ήταν αυτό της και της έφτανε σχεδόν ως τη μέση κι αρπάχτηκε από πάνω του. Ήταν γεμάτο με μικρά τσουρέκια, λίγο μεγαλύτερα από μπουκιά. Η μυρωδιά την αναστάτωσε. Ξέχασε τι είχε συμβεί, πώς βρέθηκε σ’ αυτή τη θέση, σκυμμένη πάνω απ’ το κοφίνι με τα τσουρέκια και σχεδόν άπλωσε το χέρι ν’ αρπάξει ένα… Όλη της η ύπαρξη συγκεντρώθηκε σ’ αυτό το ένα τσουρέκι, αυτή τη μικρή, την κούτσικη μπουκιά ψημένου ζυμαριού. Στη στιγμή τα θυμήθηκε όλα και συνήρθε. Στάθηκε στα πόδια της, ίσιωσε τη μπλούζα της που είχε σηκωθεί από το παραπάτημα και τις κινήσεις που έκανε για να μην πέσει κάτω και μ’ ένα μεγάλο διασκελισμό έφτασε στην πόρτα του φούρνου. Ο φούρναρης γελούσε κι έξυνε το στέρνο του, κοιτούσε το ωραίο, περισσότερο απ’ όσο έπρεπε λεπτό κορμί της και γελούσε ξύνοντας το στέρνο του. Με το άλλο χέρι πήρε ένα κουλουράκι από το σωρό στη λαμαρίνα πλάι στον πάγκο του και το ‘βαλε όλο με μιας στο στόμα του. Μασούσε και γελούσε .
Βγήκε απ’ το φούρνο κι έκατσε σ’ ένα πεζούλι λίγο παραπέρα να συνέρθει, να δει τι θα κάνει. Πεινούσε. Δεν πίστευε πως της συνέβαιναν αυτά, δεν το ‘χε πει ο φούρναρης, δεν την είχε γεμίσει με αηδία και τρόμο, δεν την είχε πλημμυρίσει από βδελυγμία και αναστάτωση. Δεν την είχε πληγώσει, δεν την είχε ταπεινώσει αυτός ο άνθρωπος, δεν την είχε κάνει να νιώσει τόσο φτηνή. Δεν ένιωθε αυτό το απειλητικό μίασμα να εισβάλει στην ψυχή της. Και την αίσθηση μιας απέραντης αδικίας, μιας αδικίας ανείπωτης που δεν ήξερε να την περιγράψει αλλά την ένιωθε βαριά και ανομολόγητη να τη συνθλίβει. Κι ωστόσο έτσι ήταν. Πεινούσε. Κι ένιωθε μικρή και τιποτένια και δυστυχισμένη. Κι αυτός την είχε προσβάλει και καθένας μπορούσε να την προσβάλει, αυτοί εκεί έξω, σαν τον φούρναρη, νόμιζαν ότι μπορούσαν να την προσβάλλουν . μπορούσαν-να –την-προσβάλλουν. Τι είναι ένας άνθρωπος χωρίς λεφτά μέσα στην πόλη, ένας άνθρωπος πεινασμένος και χωρίς ελπίδα να βρει χρήματα για να τα κάνει τροφή κι αξιοπρέπεια; Τι είναι ένας άνθρωπος μόνος και χωρίς λεφτά στην πόλη; Κι ένιωθε μικρή και τιποτένια και δυστυχισμένη. Πληγωμένη και δυστυχισμένη, εκμηδενισμένη ένιωθε. Και μετά, λίγο- λίγο δεν ένιωθε πια τίποτε.
Πόση ώρα έμεινε έτσι; Δεν ήξερε. Σήκωσε τα μάτια και τον είδε στην πόρτα του μαγαζιού του, με την πλάτη στον παραστάτη, με το ‘να πόδι σταυρωμένο πάνω στ’ άλλο να την κοιτάει πρόστυχα. Μασούσε ακόμα το κουλούρι, το μασούσε και την κοιτούσε πρόστυχα –ίσως να ‘ταν ένα άλλο κουλούρι αυτό που μασούσε, αυτός είχε τόσο κουλούρια στη διάθεσή του, μπορούσε να την κοιτάει πρόστυχα. Προσπάθησε να σηκωθεί απ’ το πεζούλι χωρίς να τρεκλίσει, με περηφάνεια. Τι περίεργο! Δεν ένιωθε οργή. Τίποτε δεν ένιωθε. Μόνο ήθελε να σηκωθεί και, χωρίς να τρεκλίσει καθόλου, να απομακρυνθεί, ισιώνοντας όσο μπορούσε το κορμί της, να περπατήσει μακριά από κει, να απομακρυνθεί ευθυτενής και υπερήφανη. Και τότε σηκώθηκε. Και πήγε προς το μέρος του. Δεν ήξερε ότι το έκανε, δεν ήταν αυτή που το έκανε. Ήθελε να σταματήσει, να μείνει εκεί που καθότανε να μείνει εκεί και να πεθάνει, εκεί που καθόταν, αλλά δεν μπορούσε, και πριν φτάσει στα μισά της απόστασης είχε ήδη αρχίσει ν’ απουσιάζει. Είχε αποτραβηχτεί κάπου μέσα στο κορμί της κι είχε ήδη αρχίσει ν’ απουσιάζει. Ναι, σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος του, με βήμα αργό και σταθερό σα μελετημένο και απουσίαζε. Άδειασε ο νους της και πήγε προς το μέρος του. Άδειασε το νου της και πήγε προς το μέρος του. Κατάλαβε αυτός, αν και δεν το περίμενε τόσο γρήγορα, κατάπιε με βιάση, έγλυψε τα χείλη κι έπειτα τα σκούπισε με το ακρομάνικο, έλυσε την άσπρη του ποδιά και φώναξε τον παραγιό του να προσέχει το μαγαζί. Ύστερα την έσπρωξε μαλακά προς τη σκάλα που βρισκόταν στ’ αριστερά του μαγαζιού και οδηγούσε στο σπίτι του.
Ήταν μεγάλο σπίτι και βαρυφορτωμένο. Την πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Με το κεφάλι της έδειξε το κρεβάτι. Αυτή είχε παγώσει. Ποια ήταν δεν ήξερε να πει, πού ήταν δεν ήξερε να πει, ούτε γιατί βρισκόταν σ’ αυτό το δωμάτιο, μπροστά σ’ αυτό το διπλό καλοστρωμένο κρεβάτι, γιατί κοιτούσε αυτό το καλοστρωμένο κρεβάτι με τη λεπτή ροζ πλεχτή κουβέρτα και την κουκλίτσα στο κεφαλάρι του ανάμεσα στα δυο καθαρά και καλοταχτοποιημένα μαξιλάρια. «Έλα, τέλειωνε. δεν θα το ξημερώσουμε», της είπε ενώ έβγαζε τα ρούχα του. Τι έκανε εκεί μέσα; Μόνη της ήταν, με κάποιον άλλον, δεν ήξερε να πει. Μια βοή στο κεφάλι της. Πεινούσε. Ένιωθε πως συμμετείχε σε κάτι άσχημο, σε κάτι κακό συμμετείχε. Και πάλι η αδικία τη βάραινε. Ανομολόγητη. Της ήρθε να το βάλει στα πόδια, μια φωνή μέσα της, δεν την άκουγε καλά αλλά ήταν σίγουρα μια φωνή μέσα στο κεφάλι της, στη μέση του κεφαλιού της ήταν, η φωνή έλεγε κάτι που δεν της άρεσε, αηδία την έλουζε, την έπνιγε. κάτι λασπερό και κρύο. Ήθελε να το βάλει στα πόδια και δεν μπορούσε. Οι τοίχοι κουνιόντουσαν, άνοιγαν κι έκλειναν σα βεντάλια. Μια έρχονταν κοντά της, μια απομακρύνονταν. Να φύγει ήθελε αλλά δεν μπορούσε. Πού ήταν τώρα; Τι έκανε εκεί; Ένιωθε αδύναμη και κάπου μέσα της ήξερε πως εκεί ήταν γιατί κάποιος θα της έδινε να φάει. Ποιος όμως και γιατί; Το κεφάλι της βούιζε κι η παγωμένη λάσπη γινόταν όλο και πιο πηχτή και πιο απειλητική, την πλησίαζε όλο και πιο πολύ. Πεινούσε. Όλο της το σώμα, το είναι της ολόκληρο ήταν μια πείνα που την τυραγνούσε ανελέητη. Ξαφνικά ένιωσε να λιγοθυμά, της έφευγε η ζωή απ’ τις πατούσες κι απ’ τα χεροδάχτυλα.
Αυτός κοίταξε το ρολόι του και είπε: «α, δεν έχουμε πολύ καιρό. Σήμερα θα μου τον ρουφήξεις, άλλη φορά βλέπουμε για παραπάνω…» και την έσπρωξε με δύναμη υποχρεώνοντάς την να γονατίσει μπροστά του. Αυτή δεν άκουσε τίποτε, δεν αισθανόταν πια τίποτα. Δεν ήταν πια εκεί, δεν ήταν όμως και πουθενά. Έπλεε σ’ ένα σκληρό κύμα από βαθύ στρογγυλό ‘τίποτε’ που την κατάπινε και την ξανάφτυνε και πάλι την κατάπινε κι αυτό μόνο, και συνέχεια αυτό. Προσπαθούσε να πει τ’ όνομά της αλλά δεν θυμόταν, πού ήταν, τι της συνέβαινε, δεν θυμόταν, τ’ όνομά της, το χρόνο, τη μέρα, την πόλη… δεν θυμόταν. Μόνο κάποιος την υποχρέωσε να λυγίσει τα γόνατα. Γιατί όμως; Α, για να καθίσει, προφανώς για να καθίσει. Γιατί; Κάποιος θα της έδινε να φάει ;
Της έσπρωξε το κεφάλι πάνω του κι αυτή ακούμπησε τα χείλη της στην ξαναμμένη σάρκα του, αυτός της κρατούσε το κεφάλι, το ‘σφιγγε το κεφάλι της μέσα στα χέρια του, της τραβούσε πού και πού τα μαλλιά, δήθεν χάδι και βογκούσε. Την πονούσαν τα μελίγγια της από το σφίξιμο. Αυτός ο πόνος της θύμισε αμυδρά κάτι, αλλά τι της θύμισε, τι ήταν αυτό που προκαλούσε τον πόνο; Και ποιος πονούσε; Όσο περνούσε η ώρα αυτή μετανάστευε. Ένιωσε μια ενόχληση στα γόνατα, γιατί; Α, ήταν γονατισμένη, γι’ αυτό. Αλλά γιατί ήταν γονατισμένη; Τι έκανε γονατισμένη; Μια ομίχλη γύρω της και μέσα στο κεφάλι της μια ομίχλη. Ήταν γονατισμένη. Και κάποιος της επέβαλλε να μένει γονατισμένη. Ένας άντρας ήταν και της επέβαλλε να είναι γονατισμένη. Μπροστά του. Γιατί όμως; Γιατί γονατίζουν οι άνθρωποι; Για να προσευχηθούν γονατίζουν. Αυτό ήταν λοιπόν. Ήταν γονατισμένη και προσευχόταν. Πόση ώρα; Πολλή μάλλον γιατί η γλώσσα της ήταν μουδιασμένη και διψούσε. Ήταν γονατισμένη και προσευχόταν. Πότε προσευχόμαστε; Πριν να φάμε, προσευχόμαστε για να ευχαριστήσουμε το Θεό για τα καλά που μας έδωσε και για να μην μας τα στερήσει, η μάνα της έτσι έλεγε. Ναι, προσευχόμαστε και μετά τρώμε. Κι αυτή πεινούσε, πόσο πολύ πεινούσε. Και σε λίγο θα έτρωγε, μόλις θα τέλειωνε αυτή η προσευχή θα έτρωγε, γι’ αυτό ήταν εκεί, γιατί κάποιος θα της έκανε το τραπέζι, κάποιος θα της έδινε να φάει, ένας καλός άνθρωπος θα της έδινε να φάει σε λίγο. Α, η ευτυχία του γεμάτου στομαχιού, η περηφάνεια του γεμάτου στομαχιού, η αξιοπρέπεια του χορτάτου, το απόλυτο δικαίωμα του ανθρώπου στη ζωή και στη συνέχειά της… Η τροφή, η επιβίωση.
Πότε θα τέλειωνε η προσευχή για ν’ αρχίσουν να τρώνε; Κι αυτό το ωραίο τραπέζι με το ροζ τραπεζομάντιλο, το μεγάλο τραπέζι με το ροζ τραπεζομάντιλο, θα γέμιζε σε λίγο με φρέσκα, νόστιμα, θρεπτικά φαγητά. Κρέας και σαλάτες και φρούτα και γλυκά. Γέμισε ολόκληρη από τις εικόνες των φαγητών, το στόμα της πλημμύρισε από τη γεύση τους. Σχεδόν ένιωθε την τροφή να μπαίνει μπάλσαμο στο λιμασμένο στόμα, μα ναι, σχεδόν ένιωθε πως τη μασούσε αργά και απολαυστικά, πως την κατάπινε με λαχτάρα, λαίμαργα την κατάπινε και περίσσευε η ηδονή. Αχ, πότε θα τελειώσει αυτή η προσευχή; Στα μάτια της είχε μόνο ζεστό αχνιστό ψωμί και φρέσκο τυρί κι ένα μεγάλο μήλο, κόκκινο και ζουμερό, το στόμα της είχε πλημμυρίσει από τη γεύση τους, α, ναι, κι ένα ωραίο καλοψημένο κομμάτι κρέας, παϊδάκια στα κάρβουνα με μπόλικο λεμόνι, ζεστά παϊδάκια στα κάρβουνα κι η τσίκνα ανεβαίνει λιγωτική και δεν κρατιέσαι, ν’ αρπάξεις ένα τραγανιστό παϊδάκι και να ροκανίσεις την καλοψημένη σάρκα. Έσφιξε τα μάτια με την ηδονή αυτής της γεύσης να κατακλύζει την ψυχή της, με τα δυνατά νύχια της έξυσε ελαφρά τη σάρκα του ανδρός που ρίγησε από ηδονή και άρχισε να λέει πιο πολύ τα λόγια που συνήθως λένε σε τέτοιες περιπτώσεις. Δεν τον άκουγε. Εκείνη ετοίμαζε το στόμα να γευτεί, το στομάχι να γεμίσει. Πότε θα τελειώσει η προσευχή; Ένιωσε να πνίγεται, δεν μπορούσε σχεδόν ν’ ανασάνει. Τι της συμβαίνει; Γιατί πνίγεται; Πότε, πότε θα τελειώσει η προσευχή για να φάνε; Να ήρθαν κιόλας, τα βλέπει, τα μυρίζει, δεν κρατιέται, πόσο τρυφερό είναι το αρνίσιο κρέας, το καλοψημένο φρέσκο αρνίσιο κρέας, το ζεστό και ζουμερό καλοψημένο αρνίσιο παϊδάκι που λιώνει στο στόμα, δεν σε κουράζει καθόλου, το δαγκώνεις μαλακά, ίσα που το ακουμπούν γλυκά τα δόντια, το πιέζεις με τη γλώσσα πάνω στον ουρανίσκο, το γυρνάς μέσα στο στόμα, ρουφάς τους ευλογημένους χυμούς του, το ψημένο αίμα, και το καταπίνεις με ευκολία και απέραντη ευχαρίστηση. Πότε θα τελειώσει η προσευχή; Ή μήπως τέλειωσε κιόλας και δεν το κατάλαβε; Μα βέβαια, αυτό ήταν. Πώς δεν το είχε καταλάβει τόσην ώρα. Η προσευχή είχε τελειώσει κι αυτή η κουτή, μα βέβαια ήταν ήδη καθισμένη στο τραπέζι και ήδη έτρωγε μα ήταν τόσο βυθισμένη στην αναμονή, στην ηδύτητα της αναμονής, στην απίστευτη αυτή ηδύτητα, τη γεμάτη ταραχή ηδύτητα, που μόνο η αναμονή της ηδονής έχει, αυτήν την ηδύτητα και την έξαρση που δεν έχει ούτε η ίδια η ηδονή, ήταν τόσο βυθισμένη σ’ αυτήν την αναμονή που είχε αρχίσει το φαγοπότι κι αυτή δεν το είχε καταλάβει. Έτρωγε ήδη και δεν το ήξερε ακόμη. Είχε στο στόμα της τροφή και δεν το είχε συνειδητοποιήσει. Έκλεισε τα μάτια με αγαλλίαση (αυτός την είδε και το βλέμμα του έγινε πιο θριαμβικό και πιο πρόστυχο, ‘σ’ όλες τις πουτάνες αρέσει’, σκέφτηκε και συνέχισε να ανακατεύει τα βογκητά του με άγριες λέξεις, με λέξεις πρόστυχες και προσταγές), έκλεισε αυτή τα μάτια με αγαλλίαση και δάγκωσε με λαχτάρα την τροφή που είχε τόσην ώρα ανεκμετάλλευτη στο πεινασμένο στόμα της.
Ούρλιαξε με πόνο. αυτός ούρλιαξε με πόνο, ούρλιαξε σαν πληγωμένο ζώο από ένα πόνο οξύ που συντάραξε το κορμί του κι έκανε την ψυχή του να τιναχτεί πανικόβλητη, να πάλλεται από ένα βαθύ αρχέγονο τρόμο. Ούρλιαξε. και την έσπρωξε μακριά, την κλώτσησε με δύναμη προσπαθώντας να απαλλαγεί από τα δόντια που είχαν με αγωνία γαντζωθεί πάνω στη σάρκα του. Κι όσο την έσπρωχνε και τη χτυπούσε μανιασμένος τόσο πιο πολύ αλλοφρονιασμένα τα δόντια της μπήγονταν πιο βαθιά σκίζοντας τη τεντωμένη σάρκα κι ανοίγοντας τις φουσκωμένες φλέβες που άφηναν, ανήμπορες να κάνουν αλλιώς, άφηναν με δύναμη το αίμα που φύλαγαν καλά στα μυστικά ποτάμια τους να χύνεται βίαια γύρω με ορμή. Εκείνη βυθισμένη στην επιθυμία της, νόμισε για μια στιγμή πως κάποιος απειλούσε την ευτυχία της, κάποιος προσπαθούσε να της αρπάξει την μπουκιά απ’ το στόμα, κάποιος εποφθαλμιούσε το φαγητό που επιτέλους είχε βρει και ετοιμαζόταν να γευτεί και να χορτάσει, που ονειρευόταν να κόψει μεγάλες μπουκιές, λαίμαργα να το μασήσει με απόλαυση, να απομυζήσει τους θρεπτικούς χυμούς, να το μετατρέψει μέσα στην κοιλότητα του στόματος σε εύγευστο βλωμό κι έπειτα, νοτισμένο από το σάλιο, τροφή και σάλιο σε ένα πανηγυρικό ανακάτεμα κι ανταλλαγή μορίων, με τη βοήθεια της γλώσσας να το κατεβάσει αργά και ηδονικά στο άδειο από μέρες στομάχι της. Γι’ αυτό και βύθισε με μανία, με αγωνία ακόμα πιο βαθιά τα δόντια της στην τροφή και (πριν αυτός προλάβει να αντιδράσει ) έκοψε πια ένα μεγάλο κομμάτι. Ο φούρναρης ουρλιάζοντας έπεσε πάνω στο κρεβάτι ανάσκελα ενώ τα αίματα πετάγονταν με ορμή από την πληγή και έβαφαν το σώμα του, το πάτωμα, τους τοίχους, και έβαφαν τα μαλλιά και το πρόσωπό της. Τα αίματα κυλούσαν από το πρόσωπό της ενώ αυτή συνέχιζε να μασά ανέμελη κι αθώα τη σάρκα που είχε αποσπάσει από το κορμί του. Αυτός στο κρεβάτι μισολιπόθυμος με άφατο σπαραγμό ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του σφάδαζε, σπασμοί τάραζαν το εύρωστο πλην ανήμπορο να αντιδράσει πλέον σώμα του κι εκείνη έτρωγε το κομμάτι της σάρκας με άφατη αγαλλίαση ζωγραφισμένη στο δικό της πρόσωπο. Όταν κατάπιε την πρώτη αυτή μπουκιά χύθηκε πάνω στο ξέπνοο από τον πόνο σώμα που αιμορραγούσε τερατωδώς και δάγκωσε και απέκοψε άλλο ένα κομμάτι και το έφαγε με την ίδια χαρά και λαιμαργία. Τώρα μάλιστα ρουφούσε άπληστα το αίμα ως εύγευστο χυμό. Τι ωραίο κρασί! συλλογιζόταν και δεν ήξερε πώς να ευχαριστήσει τον φιλάνθρωπο οικοδεσπότη που όλα τα είχε σκεφτεί, για όλα είχε προνοήσει, ως και κρασί είχε φέρει για να τη φιλέψει, πλούσια τα ελέη της τραπέζης του. Ως και κρασί. Ξάπλωσε πάνω στο σώμα του και βύθισε τα νύχια της στο στέρνο φτιάχνοντας τέσσερα βαθιά αυλάκια κι άρχισε να τα γλύφει γελώντας, να τα γλύφει τρυφερά ξεκινώντας από χαμηλά και προχωρώντας προς τα πάνω, στρογγυλεύοντας την άκρη της γλώσσας κι έπειτα πλαταίνοντάς την ώστε να πιάσει όσο περισσότερα αυλάκια μπορούσε με μιας, δαγκώνοντας μικρές μπουκιές από το κρέας γύρω από τις γρατζουνιές κι έπειτα κυλίστηκε πάνω του και βρέθηκε ξαπλωμένη στο πλάι του, πέφτοντας αυτός είχε απλώσει το αριστερό του μπράτσο κι αυτή βρέθηκε ξαπλωμένη δίπλα του, πάνω στο μπράτσο του, το κεφάλι της ακουμπούσε το μπράτσο του, ως αν επρόκειτο για ένα πραγματικό ερωτικό ζευγάρι που ξεκουραζόταν πια από πολύωρες περιπτύξεις –τα δάχτυλα του χεριού του έκαναν μικρές ανεπαίσθητες συσπάσεις. Γελούσε, γελούσε ευτυχισμένη, γελούσε για να δείξει επίσης στον ευεργέτη της, τον άνθρωπο που της έκανε αυτό το υπέροχο τραπέζι πόσο τον ευγνωμονούσε, για να του δείξει και έτσι την απέραντη ευγνωμοσύνη της για τη ζωή που της χάριζε και με τα δόντια έκοψε άλλη μια μπουκιά, από το μπράτσο του τώρα. Το σώμα του έκανε μερικές τελευταίες συσπάσεις και η ζωή έφυγε από μέσα του. Αυτή ωστόσο συνέχισε και μετά να τρώει, συνέχισε να κυλιέται πάνω στο σώμα του και να τρώει. Ευτυχισμένη. Ευγνωμονούσα.
Οι φωνές του, τα βογκητά, η πάλη, προφανώς θορύβησαν τον παραγιό που ειδοποίησε τη σύζυγο στο κινητό της. Εκείνη έφτασε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, δεν ήταν δα και μακριά, στη μητέρα της είχε πεταχτεί είκοσι λεπτά, πες μισή ώρα με τ’ αυτοκίνητο.
Ούτε που άκουσε την κραυγή της γυναίκας, όταν μπήκε στην κρεβατοκάμαρα κι αντίκρισε το αποτρόπαιο θέαμα: τον άντρα της ξαπλωμένο ανάσκελα στο πλάτος του συζυγικού τους κρεβατιού, τα πόδια του περίσσευαν και ήταν λυγισμένα έξω απ’ το κρεβάτι, το ένα σχεδόν ακουμπούσε στο πάτωμα, το κορμί του σπαραγμένο και αιμόφυρτο κι αυτήν, καθισμένη στο πάτωμα, με την παλιά μπλούζα σκισμένη, με την πλάτη ακουμπισμένη στο πλαϊνό ξύλο του κρεβατιού, αίματα έσταζαν από παντού, το κρεβάτι έπλεε σε μια θάλασσα από αίμα, αυτή έπλεε μέσα σε μια θάλασσα από αίμα, το αίμα είχε ποτίσει τα ρούχα της, το σώμα της, κυλούσε από τα μαλλιά της, έτρεχε από τις άκρες των χειλιών και τα δόντια… Κι αυτή αμέριμνη και ήρεμη, χαμένη μέσα σε μια ανείπωτη γαλήνη, με το κεφάλι ακουμπισμένο στην τριχωτή γάμπα του νεκρού φούρναρη, με το βλέμμα χαμένο σε παραδείσους ηδονής, λες και μόλις είχε ζήσει τον πλέον θεσπέσιο οργασμό της ζωής της, ευτυχισμένη και χορτάτη, να κοιτάζει από το παράθυρο, να κοιτάζει μέσα από τις διάφανες κουρτίνες του μεγάλου παράθυρου, την πόλη που ετοιμαζόταν να καθίσει στο μεσημεριάτικο τραπέζι της εν πλήρει μακαριότητι και μακροβιότητι.
Μαρώ Τριανταφύλλου
Φεβρουάριος 2000
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου