skip to main | skip to sidebar

Διηγήματα & νουβέλες

Μαρώ Τριανταφύλλου

Pages

  • Αρχική σελίδα
 
  • Αρχική
  • Σύνδεσμοι
    • Γράφοντας...
    • Η Εποχή

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

H γλυκιά γριούλα



Η κ. Βέρα τα δύο τελευταία χρόνια δεν έβγαινε σχεδόν καθόλου από το σπίτι της. Φοβόταν κάπως. Όχι, φοβόταν πολύ, αλλά προσπαθούσε να μη το δείχνει. Είχε έρθει στη γειτονιά πριν από 52 χρόνια, νέα γυναίκα, φρεσκοπαντρεμένη, στη μετακόμιση κατάλαβε πως ήταν έγκυος.
Εκείνη δεν ήθελε να μείνουν στα Πατήσια. Είχε γεννηθεί στο Θησείο κι ονειρευόταν πως θα έπαιρναν ένα διαμέρισμα κοντά στο σταθμό και θα έμεναν εκεί. Όμως ο Παντελής ανένδοτος.  είχε το φούρνο στα Πατήσια και δεν άκουγε τίποτε. Αναγκάστηκε να το δεχτεί. Τα δύο πρώτα χρόνια έμειναν σε ένα νοικιασμένο δυάρι στο δεύτερο όροφο μιας άχαρης πολυκατοικίας. Μετά αγόρασαν το δικό τους, δυο πολυκατοικίες παρά πέρα, προς την πλευρά της πλατείας του Αγίου Παντελεήμονα.  Το καινούριο σπίτι είχε τρία δωμάτια, ένα στενό μπαλκόνι που έβλεπε στην πλατεία και μια αποθηκούλα στο διάδρομο, όπου η Βέρα έκρυβε όλα εκείνα τα πράγματα που συνήθως δυσκολευόμαστε να βολέψουμε και δίνουν μια εικόνα αταξίας στα σπίτια μας –σκούπες, φαράσια, σφουγγαρίστρες, σκάλες, εργαλεία για τα μικρομερεμέτια, ακόμα και τη σανίδα του σιδερώματος και το ίδιο το ηλεκτρικό σίδερο. Αυτή η αποθηκούλα ήταν η βασική αιτία που αγόρασαν το διαμέρισμα. Είχε ταλαιπωρηθεί στο προηγούμενο σπίτι που δεν είχε αρκετά ντουλάπια και ενθουσιάστηκε.
Εν πάση περιπτώσει, αγόρασαν το διαμέρισμα, έκαναν ό,τι μικρομετατροπές χρειάζονταν για να το κάνουν περισσότερο λειτουργικό και ένα χρόνο μετά ήρθαν και τα δίδυμα. Ο Παντελής ήταν ευτυχισμένος με τους τρεις γιους του, η  Βέρα, όμως, ήθελε ένα κοριτσάκι να της κρατάει συντροφιά. Τότε που πρωτάρχισαν με τον Παντελή να μιλάνε για γάμο, ονειρευόταν πως θα έκανε, λέει, μια κόρη και θα της μάθαινε  νοικοκυριό και μαγείρεμα, θα της έδειχνε να κεντάει και να πλέκει, θα έβγαιναν στα μαγαζιά παρέα να ψωνίζουνε. Ύστερα ήρθαν τ’ αγόρια, αλλά όταν ο Παντελής, που καταλάβαινε τον καημό της, τής πρότεινε να κάνουν μια προσπάθεια για κόρη, κατάλαβε ότι δεν άντεχε να κουβαλήσει στο σώμα της ένα ακόμα παιδί, να το γεννήσει και να το αναθρέψει. Αρνήθηκε και πρόσεχε πολύ για να μην έρθει κανένα μωρό κατά λάθος. Σ’ αυτό το διαμέρισμα, λοιπόν, μεγάλωσε τα τρία αγόρια –καλά παιδιά, μετρημένα, όλα βρήκαν γρήγορα το δρόμο τους, σπουδές, δουλειά, καριέρα και ένας επιτυχημένος γάμος μετά, δεν είχε κανένα παράπονο από τα παιδιά της η Βέρα. Συχνά την επισκέπτονταν μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, κάθε μέρα την έπαιρναν στο τηλέφωνο –ο μεγάλος την παρακάλαγε να πάει να ζήσει μαζί τους, είχε αγοράσει μια γκαρσονιέρα στον ίδιο όροφο με το σπίτι του, έτσι για επένδυση και της ζητούσε να πάει να μείνει εκεί για να μπορεί να τη φροντίζει καλύτερα. Ειδικά μετά το θάνατο του πατέρα του έγινε πολύ πιεστικός, μέχρι που μια μέρα μάνα και γιος αρπαχτήκανε, μπήκε στη μέση ο ένας από τους δίδυμους και πήρε το μέρος της, τέλειωσε αυτή η ιστορία. Το πήραν απόφαση όλοι πως η κ. Βέρα δεν άφηνε το σπίτι της.
Έβγαινε στο μπαλκόνι, χάζευε το δρόμο, μιλούσε με τη γειτόνισσα –λίγο νεότερη αυτή, καλοβαλμένη, πλακατζού. Κατέβαινε κάτω να ψωνίσει, ήξερε όλο τον κόσμο –εδώ ο χασάπης της, παραπέρα το σούπερ μάρκετ, απέναντι, στην άλλη πλευρά της Αχαρνών, το φαρμακείο. Με τον φαρμακοποιό είχε μεγάλες αγάπες. Ένας άντρας ψηλός, γεροδεμένος, έξυπνος, της άρεσε να τον ακούει να μιλάει. της εξηγούσε τι ακριβώς έκανε το κάθε φάρμακο, πώς έπρεπε να το παίρνει, τι να προσέ­χει κάθε φορά. Κι αν δεν είχε κόσμο, έπιαναν  την κουβέντα κι όσο υπομονετικά πριν της είχε εξηγήσει για τα χάπια της υπέρτασης, άλλο τόσο υπομονετικά της εξηγούσε την πολιτική κατάσταση. Ήταν αριστερός ο φαρμακοποιός, τον ήξεραν όλοι στη γειτονιά, μάλιστα μια φορά είχε εκλεγεί και διαμερισματικός σύμβουλος αλλά παραιτήθηκε, γιατί του παρουσιάστηκε ένα σοβαρό οικογενειακό πρόβλημα. Και βέβαια η μεγάλη εκκλησία… Όχι πως πήγαινε τακτικά, αλλά της άρεσε που δέσποζε στην περιοχή κι έλεγε με περηφάνια: ο μεγαλύτερος ναός των Βαλκανίων, ο με-γα-λύ-τε-ρος…
Η κ. Βέρα ήταν πολύ αγαπητή σε όλους. Γλυκιά, τρυφερή, μητρική, καλοσυνάτη. Μια γριούλα περιποιημένη, με λευκά μαλλιά προσεκτικά μαζεμένα κότσο στο πίσω μέρος τους κεφαλιού, λίγο κυρτωμένους ώμους,  καθαρά, πάντα άψογα σιδερωμένα ρούχα κι ένα γλυκό χαμόγελο, λες και έβγαινε από παιδικό παραμύθι.
 Όχι δεν άφηνε το σπίτι της και τη γειτονιά της κι ας έλεγε ό,τι ήθελε ο γιος της. Εκεί  που έζησε, εκεί ήθελε και να πεθάνει. Με τους γείτονές της, με τον κόσμο που ήξερε, όπως τον ήξερε τόσα χρόνια.



Μετά άρχισαν να έρχονται οι ξένοι. Η γειτονιά γέμιζε με ανθρώπους που το χρώμα τους ήταν σκούρο, τα μάτια τους κοίταζαν γύρω-γύρω φοβισμένα, ξάπλωναν στα σκαλιά της μεγάλης εκκλησίας τα βράδια, έπαιρναν με ευγνωμοσύνη το φαγητό που τους έδιναν και ήξεραν μια μόνο λέξη στα ελληνικά: δουλειά. Τους πρώτους που ήρθαν τους λυπήθηκαν. Οι περισσότεροι στη γειτονιά τους λυπήθηκαν. Άλλος θυμήθηκε που είχε κάνει στα ξένα και είχε περάσει του Ιώβ τα βάσανα, άλλος που είχε μάθει από μικρός πως αν δεις αναγκεμένο άνθρωπο, πρέπει να τον στέρξεις, γιατί είναι ο ίδιος ο Χριστός, λέει, και απήγγειλε ολόκληρες περικοπές από το ευαγγέλιο  και τους πατέρες της εκκλησίας, άλλος γιατί καταλάβαινε πως έφτασαν εκεί οι άνθρωποι σπρωγμένοι από ανάγκη -δεν το αφήνεις αλλιώς το σπίτι σου, να διασχίσεις βουνά και θάλασσες για να πας κάπου που δεν ξέρεις τι είναι, σαν παραμύθι οι ζωές των βασανισμένων ανθρώπων.  Άλλοι πάλι σχημάτιζαν ομάδες, καλούσαν το δήμο και την πολιτεία να αναλάβουν τις ευθύνες τους, μιλούσαν για εκμετάλλευση και προέβλεπαν προβλήματα που  έπρεπε να λυθούν πριν από τη γέννησή τους, για να προλάβουμε το κακό πριν έρθει, όπως είναι το σωστό. Αλλά ποιος τους άκουγε…
Με τον καιρό πλήθυναν πολύ στην πλατεία, η πείνα είναι κακός σύμβουλος, άπλωσαν χέρι σε ξένα πράγματα για να ζήσουν. Νέοι άντρες ήταν, κοίταξαν τις κοπέλες. Κάποιοι που στις χώρες τους αλλιώς την έχουν τη γυναίκα, πράγμα υποταγμένο και αμίλητο, προχώρησαν παραπάνω. Ό,τι κι αν γίνει στον κόσμο, οι γυναίκες το πληρώνουν. Με το κορμί και την ψυχή τους, πράγμα που είναι το ίδιο. Η γειτονιά άρχισε να αγριεύεται. Ξέχναγε τον πόνο των ανθρώπων, την πολιτεία που χάζευε την κατάσταση, φλύαρη, ανόητη και ατελέσφορη. Ήξερε μόνο την απειλή κι αυτή έπαιρνε μέσα τους διαστάσεις αλλόκοτες. Οι άνθρωποι με το σκούρο δέρμα έχαναν τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους, γίνονταν εχθροί, έφταιγαν για όλα,  προκαλούσαν φόβο. Και σιχασιά. Ακόμα και στους ξένους που είχαν εγκατασταθεί στη γειτονιά πριν από δεκαετίες, με το προηγούμενο κύμα μεταναστών, και ζούσαν μόνιμα στην περιοχή από χρόνια. Μερικές φορές, αυτοί πιο πολύ φώναζαν, πιο έντονα δυσανασχετούσαν.
Στην αναμπουμπούλα χαίρεται ο λύκος. Οργανωμένες συμμορίες άρχισαν να δρουν ανενόχλητες –η αστυνομία έπιανε κάνα δυο πειναλέους σκουρόδερμους, τους έκανε τόπι στο ξύλο κι άλλοτε τους άφηνε να φύγουν, άλλοτε, επειδή δεν είχαν χαρτιά,  τους κρατούσε σε κάτι άθλια κρατητήρια που βρωμάνε κάτουρο και χνώτο ανθρώπινο, την αποπνικτική απόπνοια της πείνας και του αίματος που σαπίζει στην άκρη των χειλιών και μια αόριστη μυρωδιά εμετική, κρεμμυδίλα μαζί με τη μυρωδιά του σπέρματος. Τόσο άθλια είναι η κατάσταση, τόσο αφόρητη, που ήρθε στιγμή και κάλεσαν οι ίδιοι οι αστυνομικοί σε κάποια κρατητήρια κρυφά βουλευτές της αντιπολίτευσης και τους παρακαλούσαν να παρέμβουν, γιατί φοβούνταν για τη δική τους υγεία. «Πάμε στα σπίτια μας χολέρα και ηπατίτιδα» είπαν μια μέρα σε ένα βουλευτή της Αριστεράς, που πήγε για επιτόπια έρευνα σ’ ένα τέτοιο χώρο. Ακούστηκαν πολλά. Δεν είναι η πρώτη πόλη στον κόσμο η Αθήνα που ανακαλύπτει πόσο συμφέρον είναι να κάνεις μια περιοχή αβίωτη, να τρέχουν έντρομοι οι κάτοικοι να πουλήσουν τα σπίτια και τα μαγαζιά τους όσο-όσο κι έπειτα να έρθουν οι επιχειρηματίες και να τη μετατρέψουν σε οικιστικό και εμπορικό φιλέτο. Καλά, δεν διαβάζουμε όλοι μελέτες και διατριβές αλλά ταινίες αμερικάνικες έχουμε όλοι δει. Μόνο που εκεί οι καλοί πάντα θριαμβεύουν.
Η κ. Βέρα παρακολουθούσε από το μπαλκόνι της την κίνηση του δρόμου και της πλατείας την κίνηση. Καθόταν στο μικρό λευκό τραπέζι, ένα ξεχασμένο, παλιό φερ-φορζέ με πολλούς-πολλούς διακοσμητικούς έλικες σαν νταντέλα, ακουμπούσε την πλάτη της στην αντίστοιχη καρέκλα, εφοδιασμένη με διπλό μαξιλάρι για τη μέση της κι ανέβαζε τα γεμάτα κιρσούς πόδια της πάνω στη μεγάλη γλάστρα με το δεντρόφυλλο. Το καχεκτικό γιασεμάκι, που ‘χε φυτέψει πριν από χρόνια, όταν γεννήθηκε η πρώτη εγγόνα της, προσπαθούσε να απλωθεί στον μαυρισμένο από τα καυσαέρια τοίχο, πλην ματαίως, όμως έφτανε στα ρουθούνια της που και που μια πνοή από τη γλυκερή μυρωδιά του, που της θύμιζε άλλες εποχές και σινεμαδάκια θερινά κι ένα εξοχικό στη Σαλαμίνα που το πούλησαν τα παιδιά γιατί ποτέ δεν πήγαινε πια κανένας τους κι αυτό ρήμαζε μοναχό και στοίχιζε κι από πάνω –ρεύμα, νερό, εφορία, μικροεπισκευές…  Καθόταν και παρακολουθούσε την κίνηση άλλοτε διαβάζοντας, άλλοτε μασουλώντας κανένα φρούτο κι άλλοτε χωρίς να κάνει τίποτε,  έτσι να παρακολουθεί την κίνηση μονάχα.
Στην αρχή τους συμπαθούσε τους ξένους, αλλά μια μέρα που βρήκε την είσοδο της πολυκατοικίας μαγαρισμένη από ανθρώπινα περιττώματα, άρχισε ν’ αλλάζει. Άκουγε και την τηλεόραση μέρα νύχτα οι ξένοι και οι ξένοι, άκουγε και τους γείτονες. Πλήθαιναν κάθε μέρα αγανακτισμένες φωνές, γείτονες που τους ήξερε χρόνια η κ. Βέρα και μυρμήγκι δεν πείραζαν άλλη κουβέντα από τους ξένους δεν είχαν πια στο στόμα τους. Οι ξένοι, οι ξένοι… Για όλα έφταιγαν οι ξένοι. Κυρίως για την οικονομική κατάσταση –είχε αρχίσει να φαίνεται πια η κρίση, κάθε σπίτι μετρούσε ανέργους και χρέη. Για όλα τους έφταιγαν οι ξένοι. Οι δικοί μας οι ξένοι, οι λαθραίοι άνθρωποι. Όχι οι άλλοι, με τα κοστούμια, που μπορεί να είναι και Έλληνες.
Ήταν η εποχή που στην πλατεία άρχισαν να γίνονται μάχες. Έρχονταν κάποιοι νεαροί και φώναζαν πως η γειτονιά κατοικείται από ναζί και ανθρωποφάγους. Μετά έρχονταν οι άλλοι με τα ξυρισμένα κεφάλια κι έλεγαν όλα εκείνα τα ωραία λόγια για τους Έλληνες που είμαστε ράτσα μοναδική κι αμόλευτη και τέτοια πρέπει να μείνουμε. Δέρνονταν όλοι μαζί μεταξύ τους. Ερχόταν η αστυνομία. Σαν πόλεμος ήταν. Την ενοχλούσε τη Βέρα να τη λένε ναζί και ρατσίστρια. Αυτή ναζί… που είχε κατέβει μέχρι και στο Πολυτεχνείο; «Πού πας, τρελή γυναίκα;» της φώναζε ο Παντελής, «με μικρά παιδιά» όμως αυτή δεν τον άκουσε και πήγε. Ο Παντελής πάλι είχε το φούρνο, δεν μπορούσε να τον αφήσει, έτσι της είπε μετά από καιρό, που το ‘φερε ο λόγος. Δεν έμεινε μέχρι το τέλος, στο Πολυτεχνείο δεν έμεινε μέχρι το τέλος, αλλά πήγε πάντως. Αλήθεια πήγε, όχι σαν όλους που λένε πως ήταν εκεί ενώ αυτοί αρμένιζαν ποιος ξέρει πού… Αν ήταν όσοι τώρα λένε πως ήταν, δεν θα χώραγε τον κόσμο η Αθήνα κι αλλιώς θα ‘χανε πάει τα πράγματα.  Την ενοχλούσε να τη βγάζουν τρελή, πως τάχα καμιά ενόχληση δεν είχε η γειτονιά από τους ξένους, μιλούσαν και μπερδεμένα όλοι αυτοί, οι άλλοι τα έλεγαν πιο καθαρά, πιο απλά, τουλάχιστον θα φρόντιζαν να μη βρωμίζουν οι άστεγοι τις πόρτες τους και να μπορούσαν να κυκλοφορούν το βράδυ ελεύθερα. Η κ. Βέρα γερνούσε και φοβόταν.
Ήρθε μια μέρα ο ένας από τα δίδυμα, όχι αυτός που πήρε το μέρος της στη διαμάχη με τον μεγάλο τότε, ο άλλος, τον έλεγαν «ο μικρός» γιατί είχε γεννηθεί δεύτερος και ήταν ο πιο μικροκαμωμένος από τους δύο. Αυτός της μιλούσε γλυκά και, όταν συναντιόνταν οι δυο τους,  της έλεγε ιστορίες από τη δουλειά του και καμιά φορά της διάβαζε εφημερίδα ή καθόταν μαζί της για να δουν το αγαπημένο της σήριαλ –μια καθημερινή σειρά, από αυτές που κρατάνε χρόνια και κάποτε παύεις να θυμάσαι πώς ήταν η ζωή σου πριν αρχίσεις να τις βλέπεις, πώς ήταν να μην τα παρατάς όλα στις 6 ή στις 7 το απόγευμα για να συναντηθείς με τους ήρωες της σειράς, που σιγά-σιγά σου γίνονται οικείοι και απαραίτητοι. Ήρθε, λοιπόν, μια μέρα «ο μικρός» με δώρα και καλούδια κι έπιασαν την κουβέντα για τους ξένους. Δηλαδή ο γιος της τη ρώτησε πώς τα περνάει κι εκείνη του ‘πε ιστορίες με τους ξένους που της είχε μάθει στο σούπερ μάρκετ και το περίπτερο.
Το παλληκάρι προσπάθησε να της εξηγήσει μερικά πράγματα –ασχολιότανε αρκετά με το θέμα αυτός, ήταν και εθελοντής σε ένα τοπικό αντιρατσιστικό κίνημα στο δήμο που έμενε. Η κ. Βέρα δεν άκουγε. Του έκανε μεγάλη εντύπωση του γιου της που δεν έπιαναν ούτε τα θρησκευτικά επιχειρήματα. Παρόλο που ήταν θεοσεβούμενη αλλά όχι θρησκόληπτη, είχε πάψει να πονάει τον βασανισμένο συνάνθρωπο. Γιατί με τον καιρό είχε πάψει να τον βλέπει σαν άνθρωπο. Ένας άλλος είχε γίνει χωρίς πρόσωπο, εχθρικός και φοβιστικός. Κάτι, όχι κάποιος.
Στην κουβέντα της ανακάτευε ένα όνομα. Τα πιο πολλά από αυτά που του ανέφερε της τα είχε πει η κ. Καγιά. Και φαινόταν να την έχει περί πολλού την κ. Καγιά. «Ξέρει γράμματα αυτή, παιδί μου, βγαίνει στην τηλεόραση». Ο Θανάσης –Θανάση τον έλεγαν, τ’ όνομα του πατέρα της- κατάλαβε για ποια του έλεγε και τρόμαξε. Η Καγιά ήταν γνωστή για τις ακραίες πολιτικές πεποιθήσεις της, έβγαινε σε εκπομπές στην τηλεόραση, έστηνε συνελεύσεις στις γειτονιές γύρω από την πλατεία. Ήταν έξυπνη, δυναμική και γεμάτη μίσος. Έχυνε το φαρμάκι της με απίστευτη ευθυβολία, έβρισκε τρόπους να πείθει που θα τους ζήλευε ο καλύτερος δικηγόρος. Άρχιζε κάνοντας μικρούς ομόκεντρους κύκλους γύρω από το θέμα της και υπνώτιζε το ακροατήριό της με μια ρητορική που θύμιζε τα απονενοημένα διαβήματα των παρουσιαστών παρελάσεων που πρέπει να εφευρίσκουν λέξεις θαυμασμού για το αξιόμαχο των στρατευμένων παιδιών μας. Μόνο που αυτή αντέστρεφε και αντί για λόγια θαυμασμού εξακόντιζε λόγια μίσους και αποστροφής. Μαζί με ομάδες που θύμιζαν παραστρατιωτικά σώματα γύριζε τις γειτονιές και οργάνωνε κινητοποιήσεις εναντίον των ξένων. Μερικές φορές τα πράγματα έφταναν σε ανοιχτή συμπλοκή, άλλοτε η συμπλοκή γινόταν στα μουλωχτά. Παρέκει μια αδιάφορη πολιτεία που δεν τηρούσε καν τα προσχήματα, ήρθε μετά και η κρίση, ποιος να μιλήσει για τους ξένους, ποιος εχέφρων να μιλήσει για τους ξένους και τα δίκια τους, που να προσπαθεί να δει στα μάτια το πρόβλημα και από τις δυο πλευρές, να μη ρίχνει λάδι στη φωτιά και να προτείνει μια λογική λύση.
Και ποια θα ήταν πλέον η λογική λύση; Όλη η ανθρωπότητα ένα κουβάρι, σέρνει η μια χώρα την άλλη στην καταστροφή, ένα σύστημα που έφτασε στα όριά του και για να επιβιώσει θέλει αίμα και ζωές. Περισσότερο αίμα και περισσότερες ζωές από ποτέ όλα τα χρόνια της ζωής του.
Πήρε να της εξηγεί ο Θανάσης για την Καγιά και το ρόλο της, ανένδοτη η κ. Βέρα. Τη θαύμαζε. «Δεν είναι πολύ όμορφη, Θανάση μου, αλλά λάμπει».



Τον είχε ξαναδεί αυτόν τον πιτσιρίκο. 17-18 χρονών, στην ηλικία του μεγάλου εγγονού της. Κοιμόταν σ’ ένα παγκάκι. Ζητιάνευε στα φανάρια. Είχε δει να τον κυνηγάνε και να τον χτυπούν, είχε δει και να τον βοηθούν –αυτός που έμενε στον πρώτο, ο δάσκαλος των αγγλικών, του πήγαινε καμιά φορά φαγητό και μια μέρα του έδωσε και ένα ζευγάρι παπούτσια πάνινα, σχεδόν καινούρια.  Ό,τι κι αν γινόταν, ο πιτσιρίκος γύριζε πίσω στην πλατεία. Ήξερε δυο τρεις κουβέντες ελληνικά-εγκώ, Αφγκανιστάν, ντοελιά, μάνα πείνα- και κάνα δυο παραπάνω στα αγγλικά. Όσο κι αν τσαντιζόταν με τους ξένους, όσο κι αν ήθελε πίσω τη γειτονιά της και την ησυχία της, αυτόν τον πιτσιρίκο τον συμπαθούσε. Τον λυπόταν. Της ξυπνούσε κάτι μητρικό, έτσι όπως κοίταζε σαν πανικόβλητο πεινασμένο ζούδι. «Δε βαριέσαι» της έλεγαν οι γείτονες «μην τον βλέπεις τώρα, σε λίγο να δεις που θα ξεθαρρέψει… ο χειρότερος θα γίνει. Μην τον λυπάσαι». Δεν τα κατάφερνε να μην τον λυπάται και μια μέρα είπε κάτι και δαγκώθηκε, είπε «τον πονάει η ψυχή μου τον μαύρο, δεν φαίνεται και σπίρτο». ‘Τον πονάει η ψυχή μου’ είναι μεγάλη κουβέντα, πάει πέρα από φιλανθρωπίες και εγωισμούς, πάει στη ρίζα της αγάπης και θέλει λίγο, ένα τόσο δα βήμα, να γίνει αγάπη και αλληλεγγύη και προσφορά.
Τον είχε ξαναδεί τον πιτσιρίκο, για την ακρίβεια τον έβλεπε τακτικά –βρώμικα τα ρούχα του έπλεαν πάνω του, σκονισμένο το κεφάλι του, τα μαλλιά του γκριζάριζαν τόπους – τόπους από τη σκόνη του δρόμου, σαν να γερνούσε. Βγήκε νωρίς το πρωί στο μπαλκόνι να ποτίσει τα δυο βασιλικά και είδε κόσμο μαζεμένο στην πλατεία, την πήρε η περιέργεια, κατέβηκε να δει τι συμβαίνει, στη βιασύνη της ξέχασε το κινητό της –και της έλεγαν τα παιδιά της, «μάνα, πρόσεχε να το έχεις συνέχεια μαζί σου». Πολύς ο κόσμος, δεν μπορούσε να πλησιάσει, άρχισε να ρωτάει τους διπλανούς της. «Βρήκανε σκοτωμένο έναν από δαύτους». «Λένε πως μαχαίρωσαν ένα ξένο, ένα μαυριδερό». «Έ, ξέρεις τώρα, αυτοί σκοτώνονται μεταξύ τους, δεν θα τα βρήκαν στη μοιρασιά και κάποιος τον έφαγε». Άκουσε τη σειρήνα του ασθενοφόρου και την ίδια στιγμή είδε το φαρμακοποιό της να βγαίνει μέσα από το πλήθος, να σπρώχνει ευγενικά να παραμερίσουν για να βγει από το δάσος των ανθρώπινων κορμιών που πλήθαιναν ολοένα και στένευαν τον κύκλο για να δουν, να γεμίσει το μάτι θέαμα.
 Ο φαρμακοποιός της είπε τι ακριβώς έγινε. Ήταν ταραγμένος, στο πέτο του πουκάμισου είχε ένα κόκκινο λεκέ από αίμα, μικρό λεκέ αλλά φαινόταν πολύ πάνω στο λευκό καλοσιδερωμένο πουκάμισο. Πρέπει να ‘χε σκύψει πάνω από το νεκρό σώμα, να είχε αφουγκραστεί την καρδιά, να είχε βάλει το χέρι στα ρουθούνια μη και ανέπνεε. «Τον θυμάστε τον μικρό Αφγανό, κ. Βέρα; Σουλ τον έλεγαν ή τουλάχιστον έτσι ακούγαμε εμείς το όνομά του. Τη νύχτα τον χτύπησαν πολύ. Το πρόσωπό του είναι λιώμα κι έπειτα τον μαχαίρωσαν…». Σταμάτησε, κι έπειτα, σαν να μιλούσε στον εαυτό του «Πέθανε μόνος, αβοήθητος, ένα παιδάκι ήταν…» κι ολόκληρος άντρας παρά λίγο να βάλει τα κλάματα.
Αυτό δεν το χωρούσε το μυαλό της. Ένα παιδί είναι ένα παιδί. Ποιος το  έκανε; Το βράδυ ήρθαν οι γιοι της με τις γυναίκες τους να κάτσουν μαζί της, να μην είναι μόνη της –τους είχε τηλεφωνήσει το μεσημέρι κι έκλαιγε, δηλαδή πήρε το Θανάση κι αυτός τηλεφώνησε στους άλλους δυο, που, στο μεταξύ το είχαν ακούσει στις ειδήσεις, αλλά δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι είχε γίνει τόσο κοντά στο πατρικό τους.
Χειρότερα δεν το χώρεσε το μυαλό της, όταν μαθεύτηκε ποιοι το έκαναν. Την Καγιά συνέλαβαν και τρεις άλλους, ένα νεαρό από τη γειτονιά και δυο από άλλα μέρη που ξημεροβραδυάζονταν στην πλατεία, ο φαρμακοποιός της είπε ότι αυτοί οι τρεις είχαν χτυπήσει επίσης τα μέλη μιας ομάδας καλλιτεχνών που είχε έρθει να δώσει παράσταση στη μικρή παιδική χαρά λίγο παρακάτω. Η κ. Βέρα δεν το άντεχε. Ένιωθε να γκρεμίζεται ο κόσμος γύρω της. Ένιωθε πως έφταιγε κι αυτή για τη δολοφονία του πιτσιρίκου. Σαν να είχε σηκώσει χέρι πάνω του, σαν να είχε κρατήσει κι αυτή το φονικό μαχαίρι. Μέρες ολόκληρες δεν έτρωγε, δεν έπαιρνε τα χάπια της… Στα παιδιά της δεν είπε τίποτε. Φοβόταν ότι θα την περνούσαν για τρελή, άλλωστε και της ίδιας της είχε περάσει από το νου κάτι τέτοιο. Δεν καταλάβαινε τι της συνέβαινε, γιατί ένιωθε όσα ένιωθε.

Η Καγιά καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλακή, για ηθική αυτουργία, μολονότι ήταν ξεκάθαρο ότι είχε συμμετάσχει ενεργά στο λιντσάρισμα, οι υπόλοιποι πήραν από 15 χρόνια. Η γειτονιά διχάστηκε. Έδιναν κι έπαιρναν για μήνες οι κουβέντες. Πάντως, ευτυχώς, οι περισσότεροι έλεγαν ότι αυτά είναι απαράδεκτα και πως αφού το παιδί δεν είχε κάνει τίποτε, δεν είχε κανείς δικαίωμα να το πειράξει. «Ενώ αν είχε κάνει κάτι, δεν υπήρχε πρόβλημα να αποδώσουμε μόνοι μας δικαιοσύνη!» σχολίασε πικρόχολα και σαρκαστικά ο φαρμακοποιός, που την εβδομάδα της δίκης του άνοιξαν δυο φορές το φαρμακείο κι είχε πάθει μεγάλη ζημιά.

Την είδε, ούτε χρόνος δεν είχε περάσει και την είδε. Είχε βγει, κυκλοφορούσε ελεύθερη. Η Καγιά. Μιλούσε πάλι στις γειτονιές, είχε αρχίσει ήδη τις συγκεντρώσεις. Πρώτη φορά σκέφτηκε η κ. Βέρα να φύγει πια από τη γειτονιά, να πάει στα παιδιά της. Ανακατεύτηκε το στομάχι της. Της φάνηκε άδικο, παράλογο… Είχε σκοτώσει ένα παιδί –δεν ήξερε η κ. Βέρα ηθικές αυτουργίες και τέτοια. Κι αν δεν είχε σηκώσει το μαχαίρι, ήταν εκεί και είδε και δεν εμπόδισε. Έτσι σκεφτόταν η κ. Βέρα.  Ναι, η Καγιά είχε σκοτώσει ένα παιδί  και σε λιγότερο από ένα χρόνο ήταν έξω. Και να σκεφτείς ότι δεν ήξεραν ούτε ποιος ήταν ακριβώς, δεν τον εγύρεψε κανείς, τον έθαψαν στην άκρια του δημοτικού νεκροταφείου, μόνο του κι άκλαυτο. Είχε πάει στην κηδεία ο φαρμακοποιός και της τα διηγήθηκε. Η μάνα του, αν είχε, θα τον περίμενε. Αλλά αυτός δεν θα γύριζε ποτέ.

Την είδε και θύμωσε, οργίστηκε όταν την είδε. Και στο μυαλό της πήρε να σχηματίζεται μια ιδέα. Όσο περνούσαν οι μέρες η ιδέα τής σφυροκοπούσε το κεφάλι, δεν έφευγε λεπτό από το νου της. Η Καγιά άλλωστε το έλεγε συχνά, αφού ο νόμος δεν μας προστατεύει, να γίνουμε εμείς ο νόμος εναντίον τους. Αυτό ακριβώς. Αφού ο νόμος ήταν άδικος και δεν αρκούσε, αυτή θα έπαιρνε το νόμο στα χέρια της. Έτσι όπως της το ‘μαθε η Καγιά. Ό,τι ισχύει για ένα, ισχύει για όλους. Και για την Καγιά. Στη ζυγαριά, αδικήθηκε η ζωή του μικρού. Από τη μια ένας άνθρωπος νεκρός κι από την άλλη σκάρτος ένας χρόνος στη φυλακή. Κάτι δεν πάει καλά. Αποφάσισε η κ. Βέρα.


Το υπόγειο διαμέρισμα ήταν από χρόνια εγκαταλειμμένο. Τα τζάμια στα παράθυρα είχαν γίνει αδιάφανα σχεδόν από τη σκόνη, ένα τζάμι είχε σπάσει και το γυαλί σχημάτιζε ένα μισοφέγγαρο. Η είσοδος –ξέχωρη από την πολυκατοικία- είχε ένα σκαλάκι πάνω στο οποίο υπήρχε ένα δάχτυλο λίγδα και ίχνη από κάτουρο ζώων, μπορεί και ανθρώπων. Το δρομάκι ήταν μικρό και ήσυχο, χωρίς μαγαζιά, καθόλου περαστικό, ένα σχεδόν αδιέξοδο δρομάκι που σχηματιζόταν από δυο-τρεις πολυκατοικίες εκατέρωθεν, στένευε στην πάνω μεριά και άφηνε ένα στενό μονοπάτι, ένα διάδρομο σχεδόν, για να περάσει κανείς στον κάπως μεγαλύτερο κάθετο δρόμο πίσω από τις πολυκατοικίες. Πάνω στην πόρτα του υπόγειου υπήρχε ένα παμπάλαιο ξεθωριασμένο ενοικιαστήριο. Κάποιες σημειώσεις με στυλό –ένα τηλέφωνο προφανώς και άλλες πληροφορίες για τον υποψήφιο ενοικιαστή- είχαν σβηστεί σχεδόν τελείως. Είχε περάσει μια μέρα τυχαία από κει και –σαν παιδάκι που κάνει σκανταλιές- είχε σπρώξει με το χέρι της την πόρτα. Δεν άνοιξε, αλλά κατάλαβε ότι με μια πιο δυνατή σπρωξιά η πόρτα δεν θα αντιστεκόταν καθόλου. Τότε αυτή η πληροφορία δεν ήταν τίποτε, τώρα ήταν εξόχως πολύτιμη.
Την έφερε με τρόπο στο δρομάκι, την ξεγέλασε κανονικά, με τεχνάσματα και κόλπα την έπεισε να δουν το υπόγειο διαμέρισμα. Τι της είπε, ποιος ξέρει; Το θέμα δεν ήταν τι της είπε αλλά ότι το είπε αυτή, η κ. Βέρα η συμπαθητική, ήσυχη ηλικιωμένη κυρία, που είχε πάει μερικές φορές στις συγκεντρώσεις της. Μια συμπαθητική γριούλα δεν την υποψιάζεσαι, δεν περιμένεις κάτι παράτολμο απ’ αυτήν. Η κ. Βέρα, που είχε άσπρα μαλλιά, ρυτιδωμένο πρόσωπο, μάτια αθώα που δεν έβλεπαν καλά, μια ελαφριά καμπούρα από την οστεοπώρωση,  και όταν περπάταγε λίγο παραπάνω άσθμαινε ενοχλητικά. Η εικόνα της αδυναμίας. Έσπρωξε την πόρτα –είχε περάσει το προηγούμενο βράδυ και με λίγο κόπο είχε καταφέρει να την ανοίξει- έσπρωξε την πόρτα και πέρασε πρώτη. Η Καγιά ήρθε πίσω της. Το διαμέρισμα μύριζε μούχλα και κλεισούρα. Φαίνεται ότι ο λιγοστός αέρας που έμπαινε από το σπασμένο παράθυρο δεν αρκούσε για να το αερίσει καλά. «Εδώ, στην κουζίνα ελάτε, εδώ τα βρήκα κι έχει κι άλλα» είπε κι έκανε χώρο να περάσει μπροστά η Καγιά…

Όταν η Σοφία Καγιά άνοιξε τα μάτια της, ένιωθε να μην μπορεί να εστιάσει το βλέμμα της σε ένα σημείο, σαν κάποιος να της τραβούσε τα μάτια προς τα πάνω. Ζαλιζόταν και κάτι υγρό έτρεχε ενοχλητικά από το κεφάλι προς το φρύδι της. Κατάλαβε πως ήταν μισοξαπλωμένη στο πάτωμα. Πήγε να πιάσει το κεφάλι της αλλά τα χέρια της δεν κουνιόνταν, έκανε να μιλήσει αλλά κατάλαβε ότι ήταν φιμωμένη. Την έπιασε ένας φόβος και της πάγωνε τα σωθικά, στα πονεμένα μάτια της κάθισε μια έκφραση τρόμου. Άρχισε να ξεχωρίζει σκιές στο μισοσκόταδο. Είδε πως ήταν μισοξαπλωμένη, ακουμπισμένη στο πορτάκι του νεροχύτη, στο λερό πάτωμα αυτής της άδειας κουζίνας που είχε χρόνια να καθαριστεί και ποιος ξέρει πόσα ποντίκια και κατσαρίδες είχαν περάσει και θα περνούσαν ξανά. Δεν είδε αλλά κατάλαβε πως το στόμα της ήταν σφραγισμένο με μονωτική ταινία και τα χέρια της κολλημένα στα πλευρά της επίσης με μονωτική ταινία που περιέβαλε το σώμα της. Μονωτική ταινία έδενε και τα πόδια της στα σφυρά. Προσπαθούσε να καταλάβει τι της συμβαίνει, να θυμηθεί, να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά, να δει πώς θα σωθεί από αυτή την κόλαση.
Κρύωνε.
Μέσα στο μισοσκόταδο είδε τον όγκο ενός σώματος να κινείται προς τη μεριά της. Θα ήθελε να ουρλιάξει από φόβο, απελπισία ή ελπίδα, αλλά η μονωτική ταινία της σφράγιζε τα χείλη. Συνειδητοποίησε ότι ήταν γυμνή. Τελείως γυμνή. Μούγκριζε και κουνούσε το κεφάλι, σαν να προσπαθούσε να λυθεί και σαν να απειλούσε. Θυμήθηκε. Είχε κατέβει με κείνη τη χαζή γριά. Κάποιος τις ακολούθησε… Κάποιοι… Σίγουρα αυτά τα γουρούνια. Πρέπει να το είχαν σχεδιασμένο, τα ζώα, ήθελαν να την εκδικηθούν… Τι θα της έκαναν; Θα τη βίαζαν μάλλον. Και μετά; Θα την σκότωναν… Και η γριά πού ήταν; Τι της είχαν κάνει αυτηνής; Μήπως μπορούσε να τη βοηθήσει; Κοίταξε γύρω της κι έπειτα προσηλώθηκε στον ανθρώπινο όγκο που είχε μπροστά της και την παρακολουθούσε ακίνητος. Ήταν γυναίκα. Το ‘βλεπε καλά, το ξεχώριζε πως ήταν γυναίκα. Μια σχετικά μικροκαμωμένη γυναίκα, με μακριά φούστα και ίσια παπούτσια.
Η κ. Βέρα έσπασε τη σιωπή. «Είσαι γυμνή και δεμένη καλά. Δεν μπορείς να ξεφύγεις. Πρέπει να τιμωρηθείς γι’ αυτό που έκανες. Πήρες άδικα μια ζωή και μια ζωή θα δώσεις. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού. Δεν σου είχε κάνει τίποτε. Ήταν μικρός, ένα παιδί. Τον σκέφτομαι μέρα – νύχτα. Ένα παιδί. Έχεις κι εσύ ένα παιδί. Πώς μπόρεσες; Εσύ. Όχι οι άλλοι τρεις, εσύ πώς μπόρεσες; Είσαι γυναίκα, μάνα, πώς μπόρεσες; Τον βρήκες μόνο και τον σκότωσες. Χωρίς λόγο. Δεν τιμωρούμε κανένα χωρίς λόγο. Γι’ αυτό τώρα θα σε τιμωρήσω εγώ. Θα σε αφήσω να πεθάνεις μόνη σου εδώ μέσα. Θα έχεις όλο το χρόνο να σκεφτείς τι έκανες και να μετανιώσεις. Να κλάψεις και να ζητήσεις συγχώρεση από το Θεό γι’ αυτό που έκανες, κ. Καγιά. Θα σου πάρει πολύ χρόνο για να πεθάνεις, να ξέρεις ο άνθρωπος αντέχει πολύ. Αλλά μάλλον το ξέρεις. Τον δέρνατε για ώρες είπατε στο δικαστήριο και λίγο πριν ξεψυχήσει του ‘χώσατε το μαχαίρι εφτά φορές. Όχι, δεν πεθαίνει εύκολα ο άνθρωπος. Θα ‘χεις πολύ χρόνο να το σκεφτείς».
Το πρόσωπο της Σοφίας Καγιά είχε πάρει την έκφραση που λένε πως είχαν όσοι αντίκρισαν τη Μέδουσα. Κουνούσε το κεφάλι της δεξιά, αριστερά με τρόμο, η μονωτική επέτρεπε να δραπετεύουν μόνο κάτι μυκηθμοί μόλις ένα βήμα πριν από το άηχο, αλλά είχαν μέσα τους τον τρόμο του θανάτου και την απόγνωση του τέλους. Τα μάτια της ήταν έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες τους. Μια βαθιά ρυτίδα έκοβε το μέτωπο στη μέση, οι φλέβες του λαιμού πάλλονταν ξετρελαμένες. Παρακαλούσε, ήταν φανερό ότι παρακαλούσε αλλά μόνο να το νιώσεις μπορούσες, δεν ακουγόταν άλλο παρά ένα μακρύ μμμμμμ…. Και ο λαιμός της φούσκωνε απελπισμένος. Η κ. Βέρα πάλι εντελώς ήρεμη. Είπε, «νυχτώνει για τα καλά. Καληνύχτα».

24 ώρες αργότερα, το επόμενο βράδυ ακριβώς, η κ. Βέρα έμπαινε στο πολυδύναμο της περιοχής της. «Τι θέλετε;» τη ρώτησε ο νεαρός αστυνομικός στην είσοδο, παραξενεμένος που μια γλυκιά γριούλα, με ευγενικό πρόσωπο και κάπως αστείο περπάτημα –κούτσαινε λίγο η κ. Βέρα, το είπαμε;- έμπαινε στο τμήμα τέτοια ώρα. «Θέλω να δω τον αξιωματικό υπηρεσίας για να του πω πού βρίσκεται η Σοφία Καγιά» είπε η κ. Βέρα με φωνή σταθερή, χωρίς να κομπιάζει καθόλου. Ο νεαρός αξιωματικός γούρλωσε τα μάτια –από το μεσημέρι όλη η αστυνομία την έψαχνε, έτρεμαν ότι σε λίγο θα άρχιζαν τα επεισόδια, οι δικοί της θα έκαναν φασαρίες, ήδη είχαν γίνει τα πρώτα τηλεφωνήματα στο διοικητή. Φώναξε ένα συνάδελφό του που οδήγησε την κ. Βέρα στον αξιωματικό υπηρεσίας. «Ήρθα να παραδοθώ» του είπε με απόλυτη ψυχραιμία, με φωνή καθαρή και τη ματιά ανενδοίαστη. «Ήρθα να παραδοθώ» και με μεγάλη συντομία  του εξήγησε τι ακριβώς είχε κάνει και γιατί. «Δεν ήθελα να τη σκοτώσω. Όχι. Ποτέ. Τη ζωή μας την έδωσε ο Θεός και μόνο αυτός μπορεί να την πάρει για καλό ή για τιμωρία. Ήθελα μόνο να νιώσει λίγο όπως ένιωσε εκείνο το κουτάβι, όταν το σκότωναν, να καταλάβει τη συμφορά που έκανε».

Τη βρήκαν γυμνή, μέσα σε κάτουρα δικά της. Την Καγιά. Προσπαθώντας να λυθεί και να βγει από το δωμάτιο είχε μαζέψει πάνω στο σώμα της σκόνες και βρωμιές, στο δεξιό μαστό είχε κολλήσει το πτώμα μιας κατσαρίδας. Τα μαλλιά της είχαν ανακατευτεί, είχαν κολλήσει στο μέτωπό της, έπεφταν στα μάτια της, διαγώνια σχεδόν στο πρόσωπό της ένα ρυάκι ξεραμένο αίμα από το χτύπημα στο κεφάλι που είχε δεχτεί –«ένα παλιό γουδοχέρι πήρα και το ‘κρυψα στην τσέπη της φούστας μου». Είχε μαζευτεί κόσμος, παρόλο που η αστυνομία έδιωχνε, έσπρωχνε και απειλούσε. Την είχαν πρόχειρα σκεπασμένη με μια κουβέρτα αλλά δύσκολα την κρατούσε στους ώμους της. Έτρεμε σαν τρομαγμένο ζώο.  Ήταν σε κατάσταση σοκ.

Καθώς την έβαζαν στο περιπολικό, η κ. Βέρα γύρισε και κοίταξε την πλατεία. «Καλά ήμασταν χωρίς τους ξένους» μουρμούρισε και κάθισε στο πίσω κάθισμα.

Οκτώβριος 2011
Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 8:29 π.μ. 2 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Ετικέτες Διήγημα

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Στιγμές άπαξ (Παρίσι, χειμώνας του 1986. Και είκοσι χρόνια μετά)




Από πολύ μικρό παιδί, τότε που όλοι έχουν λόγο στο μέλλον σου κι όλοι ξέρουν τι πρέπει «να γίνεις σαν θα μεγαλώσεις», ξεσήκωνε το νου μου το Παρίσι. Από πολύ νωρίς επίσης αγάπησα τη γαλλική γλώσσα, με τις σκιές της και τις μυστικές ανάσες της, τα ψιθυρίσματα, τους ακκισμούς, τους δαιδάλους και τις υποσχέσεις της. Διάβαζα λαίμαργα τον Μπαλζάκ από τα δώδεκα, χωρίς βεβαίως να καταλαβαίνω και πολλά πράγματα. Μου έφτανε η ιστορία που διηγούταν μαεστρικά, το κλίμα και οι αναφορές, όπου υπήρχαν, στο Παρίσι. Στην τηλεόραση –εκείνη την παλιά ασπρόμαυρη τηλεόραση των εποχών της τηλεοπτικής αθωότητας- έβλεπα αχόρταγα γαλλικές ταινίες, ενώ με προσοχή και συγκίνηση παρακολουθούσα όποιο ντοκιμαντέρ είχε να κάνει με τη Γαλλία, κι ακόμη πιο πολύ με το Παρίσι. Μεγαλώνοντας λίγο περισσότερο γνώρισα και το γαλλικό τραγούδι κι έγινε ο Μπρελ και η Πιαφ καθημερινή ανάγκη. Ήξερα, λοιπόν, βαθιά μέσα μου, πως ό,τι κι αν κάνω στη ζωή μου, κάποτε θα ζήσω και στο Παρίσι ή, αν ήταν βολετό, θα ζήσω τελικά στο Παρίσι. Γιατί αυτή η εμμονή δεν μπόρεσα ποτέ να το εξηγήσω. Κανείς στην οικογένεια ή στο φιλικό μας περιβάλλον δεν είχε πάρε δώσε με τη Γαλλία. Την αποδέχτηκα, όμως, και τη γλέντησα. Έγινε το όνειρο, το αποκούμπι μου, το στήριγμά μου στις δύσκολες ώρες της εφηβείας, στις απογοητεύσεις της πανεπιστημιακής παιδείας –φοίτησα στο Φιλοσοφικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής της Αθήνας από το 1981 ως το 1985- , στις πολιτικές λαχτάρες, στα ερωτικά σκιρτήματα. «Όταν θα πάω στο Παρίσι», έλεγα με βεβαιότητα μέσα μου και ησύχαζε η ψυχή μου.

Κατέβηκα από το αεροπλάνο αργά το βράδυ. Ήταν μια από τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου, έκανε μια ελαφριά ψυχρούλα και ο ουρανός ήταν λίγο πιο σκοτεινός απ’ ό,τι τον περίμενα. Πήρα ένα ταξί και έδωσα τη διεύθυνση – «οδός 19ης Μαρτίου 1962, στο Ιβρύ σιρ Σέν, παρακαλώ». «Ξέρετε τι σημαίνει η ημερομηνία;», με ρώτησε ευγενικά ο μελαμψός οδηγός σε άψογα γαλλικά αλλά με αραβική προφορά, που την αναγνώρισα από τις ταινίες. Φαινόταν να έχει όρεξη για κουβέντα. «Η απελευθέρωση της Αλγερίας», του είπα. Ο οδηγός θαύμασε τις γνώσεις μου και εγώ ένιωσα πολύ ωραία. Η ζωή στο Παρίσι ξεκινούσε καλά. `A nous deux, θα μπορούσα να είχα πει, όπως ο ήρωας του Μπαλζάκ, αλλά δεν το είπα ούτε καν το σκέφτηκα.
Δεν χρειάστηκε χρόνος προσαρμογής. Από την επόμενη μέρα ένιωθα πως ήξερα πολύ καλά την πόλη και πάντως κινιόμουνα με εξαιρετική άνεση. Η συγκάτοικός μου, άλλωστε, είχε την καλοσύνη να με ενημερώσει πολύ μεθοδικά για τα πρακτικά της παρισινής ζωής και μέχρι να τακτοποιήσω τις λεπτομέρειες της εγγραφής μου στο Πανεπιστήμιο –είχα απιστήσει στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, που ήταν ο αρχικός στόχος μου και είχα αποφασίσει να ασχοληθώ με την σημειολογία, που τότε ήταν πολύ της μόδας- μέχρι, λοιπόν, να τακτοποιήσω την εγγραφή και να αρχίσω μαθήματα, τριγύριζα μαγεμένη στο Παρίσι.

Μέσα στους δυο πρώτους μήνες είχα μάθει σχεδόν την πόλη. Ήξερα πού βρίσκονται οι μεγάλες σχολές –αν και είχα επιλέξει το Jussieu, το Paris 7 δηλαδή, ωστόσο η μεσαιωνική Σορβόνη στο Οντεόν, με την αίγλη και το βάρος του ονόματός της με συγκινούσε πολύ. Άλλωστε στην Πλας ντε λα Σορμπόν βρίσκονταν δυο από τα πιο αγαπημένα μου βιβλιοπωλεία: το περίφημο P.U.F. (Presses Universitaires de France) και η αγαπημένη μου Librairie Vrin με τις ωραίες εκδόσεις φιλοσοφικών έργων από την αρχαιότητα ως την σύγχρονη εποχή (Μεγάλη στενοχώρια πήρα, όταν, γυρνώντας οριστικά το ‘90 στην Αθήνα, ανακάλυψα πως είχα χάσει μια καταπληκτική δίγλωσση έκδοση της Ηθικής του Σπινόζα, που δεν μπόρεσα πλέον να αποκαταστήσω στη βιβλιοθήκη μου). Ήξερα επίσης τα ιστορικά καφενεία, τις μεγάλες πλατείες, τις γοτθικές και ρωμανικές εκκλησίες, τα βιβλιοπωλεία, τα ζαχαροπλαστεία, γωνιές με ενδιαφέροντα –τουλάχιστον για τη δική μου αισθητική- κτίρια, τα θέατρα, τα μουσεία –αυτά κυρίως, που τα επισκεπτόμουν με λύσσα, λες και από αυτές τις επισκέψεις εξαρτιόταν η ζωή μου η ίδια… Ήξερα τις απαγορευμένες γειτονιές και τις επικίνδυνες και ήταν μια πρόκληση ζωτική να τις περπατάω αργά το βράδυ με την αλαζονεία της άγνοιας των κινδύνων, που μόνο στη νεότητα επιτρέπεται. Ήμουν 22 χρόνων. Δεν μπορούσε τίποτε να μου κάνει κακό, πίστευα.
Ναι, μέσα στους δύο πρώτους μήνες είχα μάθει σχεδόν την πόλη. Πάντως την ήξερα καλύτερα από την Αθήνα, στην οποία είχα γεννηθεί και μεγαλώσει και σίγουρα μπορούσα να επιβιώσω καλύτερα στο Παρίσι, όπου έμαθα ό,τι συνήθως οι Έλληνες γονείς αποφεύγουν να διδάξουν στα παιδιά τους, την πρακτική ζωή: να καθαρίζω το σπίτι μου, να ψωνίζω την τροφή μου, να μαγειρεύω, να πλένω τα ρούχα μου, να αγοράζω λίγα και χρήσιμα ρούχα και υποδήματα, να δίνω προτεραιότητα στην αγορά βιβλίων που είχα ανάγκη και κατόπιν να παίρνω εκείνα που επιθυμούσα, ιδίως τα ακριβά βιβλία για την ζωγραφική, να πληρώνω τους λογαριασμούς στην ώρα τους, δηλαδή να ιεραρχώ τις ανάγκες μου και να ξέρω πως η όποια σπατάλη επέτρεπα στον εαυτό μου –και επέτρεπα αρκετές- είχε αντίκτυπο σε άλλες πλευρές της ζωής και έπρεπε να κόψω το λαιμό μου για να τις ισορροπήσω. Μεγάλα κέρδη και μαθήματα σπουδαία.
Και δεν χόρταινα το ποτάμι. Ο Σηκουανας είχε γίνει το κέντρο της ζωής μου. Περπατούσα χιλιόμετρα παρακολουθώντας την σακατεμένη πορεία της κοίτης του, από την Πον Σεν Μισέλ, που έβγαζε στο Καρτιέ Λατέν, το κέντρο της φοιτητικής ζωής, και τον κοντινό Σαιν Ζερμέν ντε Πρε ως τις εργατικές περιοχές της βιομηχανικής ζώνης. από το Παρίσι του ονείρου, της ξεγνοιασιάς, του έρωτα και της διανόησης έφτανα μακριά στις περίφημες «νέες πόλεις», μουντές, σκληρές και άγριες. Ανέβαινα και κατέβαινα τις γέφυρες, τις διέσχιζα με λαχτάρα, έγερνα από την κουπαστή τους και χάζευα με τις ώρες τα νερά του ποταμιού, σκούρα, βαριά νερά, άλλοτε ράθυμα κι άλλοτε απειλητικά, ζωντανά, τρομαχτικά και αγαπημένα. Οι γέφυρες του Σηκουάνα, κάθε μια και η ιστορία της κι όλες μαζί η ιστορία της πόλης, των κατοίκων της η ιστορία, ο καθένας με τη ζωή του, τις πληγές και τα λάθη του. Ανάμεσά τους η πιο αγαπημένη μου ήταν η Πον Μαρί, με την Εστία των Καλλιτεχνών στην μια άκρη της. Δεν ξέρω γιατί αυτήν επέλεξα να αγαπήσω τόσο, δεν είναι η ομορφότερη, όμως την προτιμούσα από τις άλλες και τώρα ακόμη στις αραιές και σύντομες συνήθως επισκέψεις μου στο Παρίσι τρέχω να τη δω –έστω κι αν αλλαγμένη αρκετά πια, δεν μου θυμίζει και πολλά από ‘κείνα τα χρόνια. Τότε πάντως, καθώς ήταν σχετικά κοντά στο Πανεπιστήμιο όπου φοιτούσα, δεν έχανα την ευκαιρία να την επισκέπτομαι και πολλές φορές, όταν δεν έβρεχε, άνοιγα τον Καβάφη, που είχα πάντα στην τσάντα μου και τα τέσσερα χρόνια που έζησα στο Παρίσι, και διάβαζα ένα δυο ποιήματα στην τύχη, ακουμπισμένη στην κουπαστή, με τον θόρυβο των νερών να τεντώνει τις αισθήσεις και να πλαταίνει το νου. Ένα σούρουπο μάλιστα ανακάλυψα με τρελή χαρά πως κάποιος είχε χαράξει πάνω στην κουπαστή μια άτεχνη καρδιά και είχε γράψει μέσα της «J’ aime la vie» με κεφαλαία γράμματα. Δεν χώρεσε όλη η φράση μέσα στην καρδιά, βγήκε έξω –ένα τραινάκι από γράμματα που πήγαινε, όλο πήγαινε στο άπειρο, ένα τραινάκι που ξεκινούσε από μια ξέχειλη καρδιά και πήγαινε χορεύοντας και διαλαλώντας το ταξίδι του πέρα από τα σύνορα του λόγου στη χώρα του αρρήτου.

Πολύ γρήγορα ήρθα σε επαφή με τους συντρόφους του Ρήγα Φεραίου και του ΚΚΕ εσ. –τότε το κόμμα ήταν ενιαίο και στο Παρίσι είχε μεγάλη δύναμη. Καλύτερα να πω τότε το κόμμα υπήρχε, και να μη συνεχίσω, γιατί μάλλον θα βγω από το θέμα μου. Ολομέλειες σε καφέ περί την Σορβόνη, εκδηλώσεις συνήθως στο «Ελληνικό Σπίτι» της Cite, με διαλέξεις στελεχών του χώρου εκείνης της εποχής, που κατέληγαν σε θορυβώδεις αν όχι θυελλώδεις συζητήσεις, συνέχεια αυτών των εκδηλώσεων σε εστιατόρια ή καφενεία, όπου οι συζητήσεις συνεχίζονταν με μικρότερη ένταση αλλά μάλλον μεγαλύτερο ενδιαφέρον –οι Έλληνες έχουμε μια παράδοση στα συμπόσια. Βεβαίως, όλοι κουβαλάγαμε την προίκα των μελετών μας και θέλαμε να την εκθέσουμε στα –έκπληκτα και θαμπωμένα, ελπίζαμε, πλην ματαίως- μάτια των συνομιλητών μας, όλοι επιθυμούσαμε να αποδείξουμε το μέγεθος των γνώσεών μας, την πρωτοτυπία της σκέψης μας, των επιχειρημάτων μας την κομψότητα, μ’ ένα λόγο να εντυπωσιάσουμε τον περίγυρο. Το ‘χω πει πολλές φορές και θα το λέω όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσα έμαθα στις καφετέριες και τις ταβέρνες, στην Αθήνα και το Παρίσι, δεν τα έμαθα σε κανένα πανεπιστημιακό έδρανο κι ένα μεγάλο μέρος της κουλτούρας μου εδώ το χρωστάω και γι’ αυτό τα τιμώ τα μέρη αυτά και τα αναφέρω με σεβασμό μεγάλο. Κι όταν μου λένε πως ήταν χαμένος χρόνος, γελώ. Αυτοί που το λένε, μάλλον έχασαν σημαντικό μέρος από το μεγάλο γλέντι του πνεύματος.
Φυσικά μια βασική μας μέριμνα ήταν η παρουσία του «Δημοκρατικού Αγώνα» στο Σύλλογο των Φοιτητών του Παρισιού, η προετοιμασία των εκλογών, στις οποίες παίρναμε πάντα την πρώτη ή μια από τις πρώτες θέσεις, οι συγκρούσεις με τις άλλες φοιτητικές παρατάξεις, εκείνο το «εμείς εκτιμάμε…» που πήγαινε κι ερχότανε… Πόσο «εμείς» ήτανε, αυτό τώρα ήτανε αλλουνού παπά ευαγγέλιο, αφού τις περισσότερες φορές αυτοσχεδιάζαμε και κρύβαμε την προσωπική άποψη κάτω από το πρώτο πληθυντικό –πού να φτάσει έγκαιρα η γραμμή στο Παρίσι, εδώ στην Ελλάδα δεν είχαμε καλά-καλά γραμμή, καθένας μας και μια προσωπική φράξια σ’ αυτό το κόμμα, να προσαρμόσουμε την πραγματικότητα στη θεωρία και όχι το αντίθετο. Άλλωστε αργότερα (;) ένα μέρος αυτού του χώρου συνειδητοποίησε πόσο γλυκιά είναι η εξουσία και γλίστρησε μαλακά αλλά με συνέπεια προς μια πολιτική που έχει ως στόχο της την συνδιαχείριση. Μάλιστα πληθώρα στελεχών του έφτασαν να εγκαταλείψουν με επιχειρήματα γεμάτα σοβαροφανές χιούμορ τον χώρο και εγκαταστάθηκαν με ελπίδες (πλην φρούδες) στο αφερέγγυο και τραυματικό για την αριστερά κόμμα του ΠΑΣΟΚ.




Ας είναι. Από τα πολλά που θυμάμαι από τα χρόνια του Παρισιού, μια ανάμνηση έχει για μένα ιδιαίτερη αξία. Την κουβαλάω μέσα μου ως πολύτιμη πολιτική εμπειρία και την έχω ως μέτρο σύγκρισης. Το Νοέμβριο του 1986, μόλις είχαν ξεκινήσει τα μαθήματα, ξέσπασαν για τα καλά οι αντιδράσεις στο νόμο Ντεβακέ. Ήταν η περίοδος της περίφημης «συγκατοίκησης», της «cohabitation». Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο σοσιαλιστής Φρανσουά Μιτεράν και πρωθυπουργός ο δεξιός Ζακ Σιράκ, ο σημερινός Πρόεδρος της Γαλλίας. Τα πράγματα δεν ήταν εύκολα, το μίγμα ήταν εύφλεκτο. Η δεξιά κυβέρνηση από νωρίς έδειξε τις πραγματικές διαθέσεις της: στο στόχαστρό της μπήκαν γρήγορα κατακτήσεις των εργαζομένων αλλά, εννοείται, η γαλλική κοινωνία δεν ήταν διατεθειμένη να το επιτρέψει. Άρχισαν, λοιπόν, μεγάλες αγωνιστικές κινητοποιήσεις για να αποτρέψουν την εφαρμογή νομοσχεδίων που ζητούσαν την άρση κοινωνικών παροχών. Το Πανεπιστήμιο ήταν ένας από τους πρώτους στόχους, ως είναι φυσικό.
Πολλά έλεγε ο νόμος Ντεβακέ αλλά τρία ήταν τα βασικά σημεία του που ξεσήκωσαν την πανεπιστημιακή κοινότητα. Γάλλοι και ξένοι φοιτητές πλήρωναν ένα μικρό ποσό κάθε χρόνο για την εγγραφή στη Σχολή, όπου φοιτούσαν, και ένα ακόμη επίσης μικρό ποσό για να έχουν ασφάλιση και παροχές υγείας (που, για τα χρόνια που μιλάμε, ήταν σχεδόν άριστες). Το ποσό ήταν καθορισμένο και, ακόμα κι αν κάποιοι γκρίνιαζαν, πάντως δεν ήταν δύσκολο να το συγκεντρώσεις και να το πληρώσεις. Ο νόμος Ντεβακέ απελευθέρωνε το ποσό εγγραφής, κάθε Πανεπιστήμιο μπορούσε να καθορίζει το ύψος του ποσού αυτού περίπου αυθαίρετα, αν και έμπαινε ένα προς τα πάνω όριο, αρκετά υψηλό πάντως, σε πανγαλλική κλίμακα.
Η οικονομική ενίσχυση των Πανεπιστημίων και της έρευνας αποτελούσε και αποτελεί πάντοτε πονοκέφαλο για τις κυβερνήσεις. Γιατί να αποτελεί εξαίρεση η Γαλλία, παρά το παρελθόν της; Άλλωστε στο οικονομικό μοντέλο που πρέσβευε η κυβέρνηση Σιράκ -τα γνωστά μας φιλελεύθερη οικονομία και κυριαρχία της αγοράς- η πανεπιστημιακή παιδεία όφειλε να υποτάξει την ορμή και τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα στις ανάγκες της αγοράς. Γνωστά πράγματα πλέον και στα καθ’ ημάς και πολλαπλώς αναλυμένες οι συνέπειές τους από νηφάλιους ή δογματικούς ερευνητές και το φοιτητικό κίνημα, που τα δυο τρία τελευταία χρόνια μοιάζει να βγαίνει από το λήθαργό του. Εδώ ήταν, λοιπόν, το δεύτερο σημείο: Ο νόμος Ντεβακέ όχι μόνο επέτρεπε στην αγορά να καθορίζει τα ερευνητικά πεδία ανάλογα με τις ανάγκες της, αλλά και να ελέγχει τον αριθμό των εισακτέων ανά Σχολή. Ειδικότητες «πολυτελείας» ή «επικίνδυνες», ιδίως από τον χώρο των θεωρητικών επιστημών, ήταν φανερό πως θα υποβιβάζονταν και θα προτάσσονταν όσες εξυπηρετούσαν τις επιχειρήσεις. Η χρηματοδότηση των ερευνών θα μπορούσε να γίνεται απευθείας από τις επιχειρήσεις και, άρα, αυτές θα καθόριζαν ποιοι τομείς θα χρηματοδοτούνταν και ποιοι κατ’ επέκταση θα συρρικνώνονταν. Ήταν ένα είδος αμερικανοποίησης των ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων. Ούτε ο τρόπος με τον οποίο έγινε ούτε η εποχή το σήκωναν. Αργότερα άλλαξαν τα πράγματα για τα Πανεπιστήμια και τα Πολυτεχνεία της Ευρώπης.
Τέλος, ο νόμος αύξαινε τις δικαιοδοσίες και τα δικαιώματα των πρώτων βαθμίδων του καθηγητικού κόσμου και περιόριζε τη δύναμη των μεσαίων και κατώτερων στελεχών, που αποτελούσαν το βαρύ πυροβολικό της έρευνας. Καλά τα μεγάλα ονόματα, αλλά πίσω τους και δίπλα τους κινείται ένας μεγάλος αριθμός ικανότατων ερευνητών και δασκάλων, που προάγουν την έρευνα και τη διδασκαλία και αυτοί είναι ουσιαστικά το Πανεπιστήμιο. Ας δοκιμάσει ο οποιοσδήποτε μέγας επιστήμονας να δουλέψει τα πειράματά του χωρίς τεχνικούς εργαστηρίων και βοηθούς και συζητάμε το αποτέλεσμα. Τα ίδια και με τη διδασκαλία.
Τα Πανεπιστήμια βγήκαν στους δρόμους. Τι γλέντι ήταν αυτό! Τι θυελλώδεις συνεδριάσεις των αμφιθεάτρων, τι διαδηλώσεις συγκλονιστικές! Τα γαλλικά μου ήταν πολύ μέτρια και παρακολουθούσα με δυσκολία την ανταλλαγή των επιχειρημάτων –να ‘ναι καλά κάποιοι Έλληνες φίλοι και μερικοί σύντροφοι συμφοιτητές στο ίδιο Πανεπιστήμιο που μου έλυναν απορίες. Παρακολουθούσα μανιωδώς τις εφημερίδες, που τα εκτενή άρθρα τους με βοηθούσαν να καταλάβω τι γινόταν. Αλλά εκείνο που μετρούσε περισσότερο ήταν η ατμόσφαιρα, οι μυστικοί αέρηδες που φυσούν τις ψυχές και πάνε πέρα από τις λέξεις, φτιάχνουν νέες γλώσσες που τις μιλούν με ευκολία τα κορμιά και οι ψυχές αυτών που βαδίζουν στο δρόμο μαζί. Ξαφνικά τότε αλλάζει η αντίληψη των διαστάσεων, του χρόνου η αντίληψη αλλάζει. Αυτό το πλήθος που διαδηλώνει αποκαθιστά μια αρχέγονη ενότητα, γίνεται ο καθένας μέρος αναπόσπαστο, οργανικό μέρος, αν και αυτόνομο, ενός μοναδικού πλάσματος που δημιουργήθηκε πολιτικά και μαγικά από το «εμείς» εκείνης της στιγμής. Είναι το κάθε φορά «εμείς».


Χιόνι έξω, κρύο τσουχτερό κι εμείς στους δρόμους. Η μια κινητοποίηση πίσω από την άλλη, η μια διαδήλωση πίσω από την άλλη. Και κάθε φορά φούσκωνε και πιο πολύ το ποτάμι. Κάθε φορά η πορεία ήταν μεγαλύτερη και πιο δυναμική. Χιλιάδες, πολλές, πολλές χιλιάδες νέοι άνθρωποι στους δρόμους –έρχονταν ενισχύσεις και από την επαρχία- άλλοι φοιτητές, άλλοι μαθητές, άλλοι εργαζόμενοι –τα συνδικάτα κατέβαιναν με πολυπληθή μπλοκ- και πολλοί ξένοι, κι έπειτα κι άλλοι πολλοί ακόμα, μεγαλύτεροι σε ηλικίες με νεανικές ψυχές, με διάθεση και πάθος και απίστευτο κέφι. Παρέες-παρέες ή και μοναχικοί –ποιος είναι μοναχός, όμως, σε τέτοιες ώρες;- ομάδες με κοινά πολιτικά «πιστεύω», κόμματα της αριστεράς –σοσιαλιστές, κομμουνιστές του P.C., τροτσκιστές, όλες οι αποχρώσεις κατά μόνας ή σε ποικίλες συμμαχίες- ανένταχτοι, αναρχικοί, πολιτικά και κοινωνικά κινήματα κάθε είδους, σύλλογοι Πανεπιστημίων και εργαζομένων, σύλλογοι ξένων –οι Έλληνες ανάμεσά τους με πολυάριθμη συμμετοχή… Με ωραία πανώ, άλλα πρόχειρα φτιαγμένα στο χέρι και άλλα τυπωμένα με προσοχή, όλα με φαντασία και χιούμορ.
Βούιζε το ποτάμι βαδίζοντας αργά. Βούιζε και τραγουδούσε. Όχι απαραίτητα επαναστατικά τραγούδια ή, έστω, πολιτικά τραγούδια. Τραγουδούσε ακόμα και χαριτωμένα τραγουδάκια της μόδας. Και χόρευε. Χόρευε και γελούσε. Ακόμα θυμάμαι με θαυμασμό τις Αντιλλέζες φοιτήτριες με τις χορτάρινες φούστες και τον μικρό στηθόδεσμο να δίνουν ρεσιτάλ χορού ανοίγοντας σχεδόν μια από τις πορείες, ενώ το χιόνι έφτανε αρκετούς πόντους πάνω από το έδαφος. τους ξυλοπόδαρους και ανθρώπους αστείες μάσκες, που έδιναν ολόκληρες παραστάσεις, στροβιλίζονταν ανάμεσα στο πλήθος, τα έξυπνα χάπενινκς που ενθουσίαζαν τους διαδηλωτές…
Ήταν πορείες γελαστές και με συνθήματα που δεν μετρούσαν τα λόγια τους, σκληρά συνθήματα ποτισμένα οργή, αποφασιστικότητα και χιούμορ. Αυτό ήταν που με εντυπωσίαζε κυρίως. αλλιώς τις ξέραμε στην Ελλάδα τις πορείες –με μια σοβαρότητα, ας μην παρεξηγηθώ, όταν την ονομάσω σταλινική- ακόμα κι εμείς της ανανεωτικής αριστεράς. Κόσμια ήταν τα συνθήματά μας, λίγο στερημένα και άτολμα, έτσι μου φαίνονταν πια –για τότε μιλάω πάντα. Πού να συγκριθούν με συνθήματα σαν αυτά: «Pasqua, salaud, le people aura ta peau» ή «Devaquet, si ta mere a connu l’ avortement»… Ας είναι. Πέρασαν χρόνια για να καταλάβω πως ο χαβαλές μπορεί να αποβεί εξίσου πολιτικός και πως εξέγερση, χωρίς χαβαλέ, χωρίς χαρά, δεν γίνεται, κι αν γίνει, καλύτερα να μη γινότανε και να τη φοβόμαστε.
Βέβαια όλα τούτα δεν συνέβαιναν έτσι απλά: Συγκέντρωση, λόγοι, πορεία, καυστικά συνθήματα και πανώ, φωνές, διαμαρτυρίες, στάσεις έξω από Υπουργεία με απειλητικά υψωμένες γροθιές… και μετά διαλυόμαστε και πηγαίνουμε σπίτι μας για να προετοιμαστούμε για την επόμενη. Η κυβέρνηση φαινόταν να έχει χάσει την ψυχραιμία της, δεν περίμενε μάλλον τόσο μαζικές αντιδράσεις –δεν ήταν μόνο το Παρίσι σε αναβρασμό αλλά ολόκληρη η Γαλλία. Οι εφημερίδες μιλούσαν για νέο Μάη του ‘68 (καλά, αυτό είναι μια ευκολία των εφημερίδων, όπου βλέπουν νεανικά κινήματα να θυμούνται τον Μάη του ’68. Και με τις πρόσφατες κινητοποιήσεις των Ελλήνων φοιτητών τα ίδια δεν έγραφαν και οι δικές μας φυλλάδες;). Οι μονάδες καταστολής ήταν επίσης στους δρόμους, με πλήρη εξάρτυση και την άδεια, για να μην πω την εντολή, να χτυπάνε αλύπητα. Πολλές φορές χρειάστηκε να παίξουμε κυνηγητό στους δρόμους και τα στενά του Παρισιού για να γλιτώσουμε τις ματρακιές (από τη λέξη matraque, που είναι το γκλομπ στα γαλλικά) ή και τη σύλληψη. Οι Έλληνες ως «sujets europeens», υπήκοοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης δηλαδή –ιδίως όταν είχαμε και νέο διαβατήριο, το κόκκινο, το ευρωπαϊκό- κινδυνεύαμε λιγότερο ακόμα κι αν –όντας φοιτητές βεβαίως- δεν είχαμε κάρτα παραμονής. Δεν συνέβαινε το ίδιο, όμως, με φίλους μας από χώρες εκτός Ένωσης και πολύ περισσότερο με φίλους μας από την Αφρική και την Ασία, που ήταν σκουρόχρωμοι ή μαύροι. Τότε, πάντως, κατάλαβα πως όλες εκείνες οι ατέλειωτες βόλτες μέσα στην πόλη μου χρησίμεψαν και για λόγους πρακτικούς τέτοιου τύπου και μου έδινα συγχαρητήρια που ήξερα τόσο καλά το Παρίσι, ώστε να διαφεύγω τον κίνδυνο.

Τα CRS, τα γαλλικά ΜΑΤ, πόρρω απείχαν από τα δικά μας, τουλάχιστον της τότε εποχής, γιατί και οι δικοί μας τώρα έχουν εξελιχτεί πολύ, έχουν κάνει μεταπτυχιακά στη βία με καθηγητές αριστείς του είδους από το εξωτερικό. Η εκπαίδευσή των CRS ήταν, να το πω, επιστημονική, ο τρόπος δράσης τους υπάκουε σε καλά προετοιμασμένα σχέδια. Δεν έπεφταν απλώς πάνω στους διαδηλωτές και πού σε πονεί και πού σε σφάζει… Σχεδόν στρατιωτικά σώματα με δυνατό εξοπλισμό και μηχανική υποστήριξη από μικρά ευέλικτα θωρακισμένα οχήματα, που μόνο στη λειτουργία θύμιζαν τις δικές μας πρωτόγονες «αύρες». Θυμάμαι μια σύγκρουση στην Πλας ντ’ Ιταλί, όπου υπήρχε καζέρνα με χώρο στάθμευσης αυτών των οχημάτων, που λίγο διέφερε από μάχη σε πόλεμο. Έπειτα ήταν κι όλα τα χημικά που χρησιμοποιούσαν: δακρυγόνα, καπνογόνα και διάφορα άλλα που σου έκοβαν την ανάσα, έκαναν τα μάτια να καίνε, τους βλεννογόνους να στεγνώνουν οδυνηρά και σου έφερναν έναν επίμονο πονοκέφαλο για μέρες. Μετά από κάθε πορεία, ακόμα και από τις πιο ειρηνικές, οι συγκρούσεις ήταν σφοδρές. Αλλά, παρ’ όλ’ αυτά, το κίνημα δεν λύγιζε, οι Γάλλοι ήταν αποφασισμένοι να μην αφήσουν το νόμο να εφαρμοστεί κι εγώ ήξερα πια πως δεν είχα κάνει λάθος: ήμουν στη χώρα που έπρεπε να είμαι, είχα σωστά επιλέξει.
Στις αρχές του Δεκέμβρη τα πράγματα είχαν σκληρύνει. Οι διαδηλώσεις γίνονταν όλο και πολυπληθέστερες. Οι αφίσες που καλούσαν στις manif. έμεναν διαρκώς κολλημένες στους τοίχους και απλώς άλλαζαν ημερομηνία, άλλωστε δεν χρειάζονταν και ιδιαίτερες ειδοποιήσεις. Οι περισσότεροι φοιτητές ήταν στους δρόμους και τα Πανεπιστήμια, πολλά τμήματα τελούσαν σε ένα είδος κατάληψης και τα περισσότερα μαθήματα αναβάλλονταν. Στις 6 Δεκεμβρίου οργανώθηκε μια ακόμη διαδήλωση. Ήταν ειρηνική. Δυναμική αλλά ειρηνική. Θυμάμαι ήταν από τις πιο ήσυχες κινητοποιήσεις της περιόδου. Τουλάχιστον έτσι μας φάνηκε. Στο τέλος της πορείας, οι φοιτητές μπήκαν στην Σορβόννη και την κατέλαβαν. Η ενέργειά τους ήταν περισσότερο συμβολική. Οι δυνάμεις καταστολής κινήθηκαν γρήγορα. Άρχισαν συγκρούσεις, η περιοχή γύρω από το Πανεπιστήμιο γέμισε αστυνομία, CRS, και δακρυγόνα. Μετά από αρκετές ώρες οι φοιτητές αναγκάστηκαν να αδειάσουν τα κτίρια της Σορβόννης και να αποχωρήσουν. Μια μεγάλη ομάδα, όμως, υποχώρησε προς την Μεσιέ Λε Πρενς και έστησε οδοφράγματα στη συμβολή της με την Βοζιράρ –δυο από τους βασικούς δρόμους της Σορβόνης και της φοιτητικής γειτονιάς.
Η αντίδραση της αστυνομίας ήταν άμεση. Την δουλειά ανέλαβε ένα ειδικό σώμα μοτοσυκλετιστών. Ήταν επικίνδυνοι και ανεξέλεγκτοι και είχαν κατηγορηθεί και στο παρελθόν για υπερβολική και αλόγιστη χρήση βίας. Ανέβαιναν στις μηχανές ανά δύο. Ο ένας οδηγούσε και ο άλλος ήταν οπλισμένος με ένα δυνατό γκλομπ –την matraque, που λέγαμε πριν. Βασική δουλειά τους ήταν να «καθαρίζουν» τους δρόμους μετά τις διαδηλώσεις. Αυτούς τους φοβόμασταν. Ξεχύνονταν πάνω στους διαδηλωτές και χτυπούσαν με δύναμη. Οι οδηγοί ήταν πολύ καλοί, ήξεραν να ελίσσονται εξαιρετικά, έκαναν κυριολεκτικά ακροβατικά με τις μηχανές κι ο άλλος πίσω χτυπούσε με την ησυχία του, αριστοτεχνικά, ακριβώς στο σημείο που υπολόγιζε ότι θα διαλύσει μια ομάδα ή θα ανοίξει το δρόμο για τη σύλληψη κάποιων διαδηλωτών, χωρίς να νοιάζεται για την σοβαρότητα των τραυμάτων που προκαλούσε.
Το Καρτιέ όλη νύχτα μετατράπηκε σε κόλαση. Φωτιές, δακρυγόνα, φωνές, κυνηγητά, κλούβες που περίμεναν και γέμιζαν γρήγορα, συλλήψεις, κάθε είδους βιαιότητες απέναντι στους φοιτητές, που απαντούσαν όπως μπορούσαν και βεβαίως πολλές υλικές ζημιές. Και τραυματίες φυσικά. Και ένας νεκρός.

Ο Μαλίκ Ουσεκίν ήταν λίγο παραπάνω από είκοσι χρόνων. Δεν μετείχε στα γεγονότα. Απλώς βρέθηκε στο Καρτιέ Λατέν εκείνη τη νύχτα. Και ήταν μελαμψός. Ίσως το λάθος του δεν ήταν ότι βρέθηκε εκεί όσο το ότι ήταν νέος και μελαμψός. Κυρίως το δεύτερο. Ήταν μεσάνυχτα. Ο νεαρός βγήκε από ένα τζαζ κλαμπ και άρχισε να τρέχει για να αποφύγει τις φασαρίες. Μια μοτοσικλέτα τον εντόπισε, κανείς δεν μπήκε στον κόπο να τον ρωτήσει ποιος ήταν, τι έκανε εκεί τέτοια ώρα, αν μετείχε στις διαδηλώσεις, αν στήριζε τα φοιτητικά αιτήματα, αν τον ενδιέφεραν έστω αυτά που συνέβαιναν… Τίποτε. Τον είδαν. Ήταν νέος, «μια αραβόφατσα», βάδιζε γρήγορα, έπρεπε να πληρώσει. Και τον κυνήγησαν. Τρέχοντας, διασταυρώθηκε με ένα μεσήλικα κάτοικο της περιοχής, που επέστρεφε στο σπίτι του. Αυτός υπήρξε ο αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, απ’ αυτόν ξέρουμε τις λεπτομέρειες. Ο άντρας άνοιξε την πόρτα και κάλεσε τον κυνηγημένο να κρυφτεί στην είσοδο του σπιτιού του. Ο Μαλίκ έμεινε εκεί για λίγη ώρα και έπειτα, πιστεύοντας προφανώς πως ο κίνδυνος είχε περάσει, πως είχαν τραβήξει για αλλού οι αστυνομικοί, βγήκε με προσοχή για να συνεχίσει το δρόμο προς το σπίτι του. Λάθος του. Δεν είχε υπολογίσει καλά το μίσος. Τον περίμεναν απέξω, τον παραμόνευαν υπομονετικά στο σκοτάδι και χύθηκαν απάνω του με λύσσα. Τον χτυπούσαν ενώ είχε πέσει κάτω, τον κλωτσούσαν στην κοιλιά και την πλάτη, είπε ο μάρτυρας. Τον άφησαν έπειτα από ώρα σε άθλια κατάσταση. Ήρθε ασθενοφόρο και τον παρέλαβε, του έδωσαν τις πρώτες βοήθειες. Αλλά ήταν πια αργά. Πέθανε λίγες ώρες αργότερα στο νοσοκομείο Κοσέν.




Έρχονταν από παντού. Έβγαιναν συν δυο τρεις από τις εξόδους των σταθμών του μετρό, κατέβαιναν με παγωμένα πρόσωπα από λεωφορεία, έρχονταν οργανωμένοι σε μικρές ή και μεγαλύτερες ομάδες, μικρές πορείες από τα κοντινά Πανεπιστήμια… Έρχονταν… Τα πρόσωπα σφιγμένα, τα χέρια σε γροθιά… Έρχονταν και ενώνονταν με τους άλλους, βλέμματα σκληρά κι απορημένα, το σάλιο κατέβαινε με θόρυβο στα λαρύγγια, κάποιοι ήταν βουρκωμένοι… Γύρω από τους συγκεντρωμένους μια άλως οργής. Η πορεία για το φόνο του παιδιού….
Είχε σχεδόν σουρουπώσει όταν ξεκινήσαμε –σουρουπώνει νωρίς στο Παρίσι το χειμώνα, μερικές φορές νομίζεις πως κάποιος έκλεψε τη μέρα, αλλά το ξεχνάς γρήγορα, γιατί η πόλη μέσα στο θολό φως του σούρουπου παίρνει μια μυστηριακή ομορφιά, έχει μια υποσχετική γοητεία που ξυπνά μέσα σου χυμούς ζωής θορυβώδεις και απαιτητικούς… Είχε αρχίσει να σουρουπώνει, όταν ξεκινήσαμε. Βαδίζαμε αργά. Λιγοστά πανώ είχαν ανοιχτεί, κάποια πλακάτ με σκληρά συνθήματα ξεχώριζαν πάνω από τους ώμους των πορευομένων. Βαδίζαμε αργά, σκεφτικοί, οργισμένοι… Μια λέξη μονάχα έβγαινε από τα στόματα: Assassins! Δολοφόνοι! Τόσο απλά. Οι φωνές έσκιζαν τον ουρανό, συντονίζονταν η μια με την άλλη, σχεδόν ακουγόταν μία μόνο φωνή, δυνατή, πολύ δυνατή, που με σπαραγμό και αποφασιστικότητα δήλωνε πως δεν το δέχεται. Assassins! Που ήθελε να πει: Το ξέρουμε, δεν μπορείτε να κρυφτείτε. Ό,τι κι αν πουν οι ιατροδικαστικές εκθέσεις. Που ήθελε να πει: Το ξέρουμε πως κανείς δεν είναι ασφαλής πουθενά και για το σύστημα κανείς δεν είναι αθώος. Ειδικά αν είναι διαφορετικός και δεν μπορεί ή δεν θέλει να το κρύψει. Που ήθελε να πει: δεν φοβόμαστε να σας πούμε κατάμουτρα τι πιστεύουμε για σας, γιατί είμαστε αποφασισμένοι να το αλλάξουμε. Που ήθελε να πει: θέλουμε μια άλλη ζωή, έναν άλλο κόσμο. Ή, με τα λόγια μιας άλλης εποχής, μυθικής και υπερεκτιμημένης, αλλά το μυθοδίαιτο κομμάτι της ψυχής μας είναι δυνατό και αγωνιστικό, τους έχουμε ανάγκη τους μύθους πριν τους κατεδαφίσουμε, ναι, με το σύνθημα μιας άλλης εποχής, λοιπόν, είμαστε ρεαλιστές, ζητάμε το αδύνατο.
Εκείνο το παιδί, που δεν αποτελούσε μέρος της κινητοποίησης, είχε γίνει σύμβολο αγώνα και αντίστασης. Το άδικο του θανάτου του –λες και υπάρχει δίκαιος φόνος- λειτουργούσε πολύ πιο δυνατά στις ψυχές των συγκεντρωμένων. Για τους Έλληνες που ήμασταν εκεί, ξυπνούσε τις μνήμες του ξεσηκωμού του Πολυτεχνείου και τον φόνο του νεαρού Μιχάλη Καλτέτζα στην πορεία του Πολυτεχνείου ένα χρόνο πριν. Θύμιζε την αθλιότητα των φόνων του Κουμή και της Κανελλοπούλου πάλι στην πορεία του Πολυτεχνείου, το 1980. Θύμιζε κι άλλα πολλά. Οι μνήμες της δικτατορίας για μας ήταν νωπές ακόμα και όλα τα διυλίζαμε μέσα από την εμπειρία αυτή, ακόμη κι εμείς που την ζήσαμε στα πολύ πρώιμα παιδικά μας χρόνια. Βαδίζαμε αργά και τα συνθήματα πύκνωναν, Βαδίζαμε αργά και καθώς πλησιάσαμε στο νοσοκομείο Κοσέν οι φωνές χαμήλωσαν, ώσπου σταμάτησαν εντελώς. Μια απέραντη σιωπή απλώθηκε γύρω, λες και σκέπασε βαριά, απειλητική ολόκληρη την πόλη. Δεν ακουγόταν παρά ο υπόκωφος ήχος των βημάτων μας πάνω στον παγωμένο δρόμο, ένας ήχος βαρύς, τρομαχτικός, λες και τον γεννούσαν τα σπλάχνα της γης, λες κι έβγαινε από τα στόματα των εκατομμυρίων αδικημένων της γης, των νεκρών όλων των αγώνων που είχαν προηγηθεί αλλά και των μελλοντικών νεκρών, λες και ήταν ο αχός της απελπισίας μπροστά σε κάθε ματαίωση που δέχτηκαν τα όνειρα των ανθρώπων για ένα κόσμο πολύχρωμο, μεγάλο και δίκαιο, για ένα κόσμο όμορφο και χορτάτο, της δημιουργίας κοινωνία των ανθρώπων και όχι του μίσους και της καταστροφής. Σιωπή… Βαριά σιωπή και απειλητική. Βλέμματα που γυάλιζαν στο τελευταίο φως της μέρας, βλέμματα γεμάτα οργή, μέσα σε μια οργισμένη σιωπή. Δεν έχω άλλη λέξη που να εκφράζει καλύτερα το κυρίαρχο συναίσθημα. Οργή… Μια οργή πηχτή, συμπαγής… μπορούσες να την αγγίξεις, να κόψεις ένα κομμάτι, να το γευτείς… έβγαινε από τα σώματα όλων και γύρναγε πίσω σ’ αυτά, μέσα σ’ αυτά, με την αναπνοή… Επέστρεφε μέσα από το βλέμμα και γινόταν πάλι βλέμμα που γέμιζε την πόλη με οργή… Συναντηθήκαμε στην οργή και η οργή μας ένωσε. Θυμάμαι την πύλη του νοσοκομείου. Σταθήκαμε μπροστά σ’ αυτήν την πύλη για λίγο. Πάλι σιωπηλοί. Κοιτούσαμε την πύλη, κοιτούσαμε το σώμα που είχε υπάρξει πίσω από αυτήν την πύλη, το σώμα ενός νέου ανθρώπου που άψυχο και μόνο και απορημένο είχε μείνει στον παγωμένο θάλαμο του νεκροτομείου, κοιτούσαμε αυτούς που τον σκότωσαν, όχι μόνο αυτούς που κρατούσαν το όπλο του φόνου αλλά κι αυτούς, κυρίως αυτούς, που όπλισαν το χέρι τους και πυροδότησαν με καλά μελετημένες τεχνικές το μίσος μέσα τους –γιατί μόνο αν γεμίσεις μίσος μια ψυχή μπορείς να την εξουσιάσεις, μόνο όταν σκοτεινιάσεις το νου των ανθρώπων με μίσος μπορείς να τους κάνεις υποχείρια, παραδίνονται χωρίς περίσκεψη και αιδώ οι άνθρωποι τότε σε ανομίες και αθλιότητες που αλλιώς δεν θα τις επέτρεπαν ούτε στους εφιάλτες τους…


Κοιτούσα κι εγώ την πύλη… Δεν σκεφτόμουν τίποτε. Δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι. Δεν είχα λέξεις. Οι λέξεις με είχαν εγκαταλείψει. Στεκόμουν μπροστά στην πύλη και την κοιτούσα χωρίς να μπορώ να σκεφτώ τίποτε. Δεν ήξερα τον νεκρό, δεν είχα δει το πρόσωπό του, δεν τον είχα ακούσει να μιλάει κι όμως μου ήταν εκείνη την ώρα τόσο οικείος όσο το χέρι μου, το παγωμένο στόμα μου κι ο φλογισμένος λαιμός μου… Προχωρήσαμε πάλι. Συνεχίσαμε να προχωράμε. Φτάσαμε στο τέλος της πορείας. Δεν διαλυθήκαμε. Κάποιοι θα μένανε όλη νύχτα στους δρόμους, κάποιοι είχαν ξεμείνει στην περιοχή γύρω από το Οπιτάλ Κοσέν και περίμεναν το ξημέρωμα και ό,τι αυτό θα έφερνε. Οι περισσότεροι κουβεντιάζαμε τις πιθανές πολιτικές εξελίξεις. Πολλοί αναρωτιόνταν τι θα γίνει με τους φονιάδες του Μαλίκ. Θυμάμαι πως ένας Ιταλός φίλος μας, μεταπτυχιακός φοιτητής στην κοινωνική ανθρωπολογία στην Ecole des Hautes Etudes έλεγε θυμωμένα και με μεγάλη απογοήτευση στη φωνή του πως στο τέλος θα τη γλίτωναν με καμιά επίπληξη και οι άλλοι τον κοντράριζαν λέγοντας πως δεν θα ρισκάριζε η κυβέρνηση μια σύγκρουση με την κοινή γνώμη. Το κρύο δυνάμωνε. Είπε κάποιος να πάμε στη Πλας ντε λα Ρεπιμπλίκ για φαγητό και κουβέντα. Οι Έλληνες με τους οποίους ήμουν μαζί –όλοι σύντροφοι στο Ρήγα Φεραίο, αν θυμάμαι καλά- συμφώνησαν. Ξεκινήσαμε να βρούμε σταθμό του μετρό. Χωρίς να το ανακοινώσω αποκόπηκα από την ομάδα, χώθηκα στους δρόμους της πόλης και περπατώντας για πολλή ώρα –δεν ξέρω πόση πια- βρέθηκα στην Πον Μαρί.
Ανάσαινα γρήγορα μέσα την παγωμένη νύχτα, ένιωθα πως χρειαζόμουν κι άλλο αέρα, πως όσο βαθιές ανάσες κι αν έπαιρνα ο αέρας δεν ήταν αρκετός. Ακούμπησα στο παραπέτο της γέφυρας και κοίταζα τα νερά του ποταμιού –μαύρα, σκοτεινά νερά, βαριά νερά, κυλούσαν και χάνονταν κι έρχονταν άλλα νερά μετά, βαριά και σκοτεινά κι αυτά –το ποτάμι μου. Βρήκα λίγο λίγο την ανάσα μου, ξεχάστηκα να κοιτώ το ποτάμι, πάλι χωρίς να σκέφτομαι τίποτε, πάλι χαμένη σε ένα σύμπαν χωρίς λέξεις. Πού είχαν πάει όλες οι λέξεις μου; Κοιτούσα το ποτάμι λες και κρεμόταν όλη μου η ζωή από αυτό και ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβω, ένιωσα πως το χέρι μου έψαχνε κάτι πάνω στο παραπέτο της γέφυρας. Η παλάμη μου χάιδευε το τσιμέντο ψάχνοντας με λαχτάρα για κάτι, κάτι που έπρεπε οπωσδήποτε να βρω. Ένιωθα ένα συναίσθημα που έμοιαζε με αγωνία και λίγο με φόβο. Και μεγάλωνε. Ώσπου συνάντησε το χέρι μου αυτό που έψαχνε. Μια κακοχαραγμένη καρδιά και μέσα της ακόμα πιο άτεχνα χαραγμένη η φράση «J’ aime la vie» που έβγαινε από τα όρια του σκαριφήματος, ξεχείλιζε από την καρδιά και προχωρούσε με πηδηχτά βήματα, χορευτικά, πάνω στο παραπέτο της γέφυρας να συναντήσει το ποτάμι, την πόλη και τους ανθρώπους.

Στις 10 Δεκεμβρίου 400 χιλιάδες άνθρωποι στο Παρίσι και ένα εκατομμύριο σε ολόκληρη τη Γαλλία πορεύτηκαν σιωπηλά για να τιμήσουν τον νεκρό Μαλίκ. Ο Αλαίν Ντεβακέ παραιτήθηκε, η κυβέρνηση απέσυρε το νομοσχέδιο Ντεβακέ στις 8 Δεκεμβρίου. Οι δυο αστυνομικοί που ενέχονταν άμεσα στο φόνο του καταδικάστηκαν σε 2 και 5 χρόνια φυλάκιση με αναστολή. Ο υπουργός Εσωτερικών Σαρλ Πασκουά άφησε, ανεξήγητα, άναυδη την κοινή γνώμη, αφού δεν καταδίκασε τον φόνο του Μαλίκ Ουσεκίν ούτε σχολίασε την υπερβολική αστυνομική βία. Γιατί θα έπρεπε να το κάνει; Μόνο για τα προσχήματα;


Αγαπώ πολύ το Παρίσι. Μου λείπει. Μερικές φορές σκέπτομαι πως αφού δεν μπόρεσα να ζήσω εκεί, θα μου άρεσε εκεί να πεθάνω, κοιτώντας τα νερά του Σηκουάνα να κυλούν αργά. Από τα χρόνια που έζησα στο Παρίσι, κουβαλάω πολλές και πολύτιμες μνήμες –κι ας ξεθωριάζουν λίγο-λίγο οι εικόνες, ας χάνουν την συνοχή τους οι ιστορίες, μπλέκονται πρόσωπα της μιας μέσα στην άλλη, αλλάζει η σειρά, μπερδεύεται μερικές φορές η πλοκή τους… Αυτή η σιωπηλή διαδήλωση όμως έχει μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη μέσα μου. Και κάθε φορά που συμμετέχω σε πορεία, σε διαδήλωση, σε διαμαρτυρία, αναζητώ εκείνη την ένταση της σιωπής, το υποσχετικό πάθος που λαμπάδιασε τις ψυχές μας. Δεν ήταν ένα νομοσχέδιο, ήταν το στοίχημα μιας ζωής. Και κάθε φορά αυτό πρέπει να είναι. Αλλά το ξεχνάμε. Μερικεύουμε, μιζερεύουμε, μαραζώνουμε τους αγώνες μας με λόγια, πολλά λόγια, φιλάρεσκα, μεγαλόστομα, εγωιστικά, ασύνετες αμετροέπειες και επικίνδυνες, που δεν λένε τίποτε και απομακρύνουν τους ανθρώπους από την πολιτική δράση. Άνοιξε μια παγίδα και πέσαμε μέσα, εύκολα. Προσαρμοστικά. Και με την φλυαρία να καλύπτει τον θόρυβο της πτώσης. Η ζώσα σιωπή της οργής, της πράξης η ζώσα σιωπή, πού είναι;


Αύγουστος 2006
(δημοσιεύτηκε στο συλλογικό τόμο Chercher la France,23 ιστορίες
από τη Γαλλία, εκδ. Αντίκτυπος)


Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 2:54 μ.μ. 1 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Ετικέτες Διήγημα
Νεότερες αναρτήσεις Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα
Εγγραφή σε: Αναρτήσεις (Atom)
  • Κείμενα
  • Δημοφιλή
  • Πρόσφατα

Δημοφιλή

  • (χωρίς τίτλο)
      ΑΛΚΗΣΤΗ                                                      Leonora Carrigton, Muher Conciencia(1972)        ἀρκοῦμεν ἡμεῖς οἱ προθν...
  • Η ΧΗΡΑ
             Τους πρώτους μήνες μετά το θάνατο της μητέρας μου, πήγαινα πολύ τακτικά στο νεκροταφείο, σχεδόν κάθε μέρα, άλλοτε μεσημέρι...
  • Έκπληξις
                Το καφενείο ήταν από 'κεινα τα παλιά, που λίγα έχουν πλέον απομείνει ξεχασμένα σε κάποιες μάλλον φτωχές, ξεχασμένες κι αυ...
  • (χωρίς τίτλο)
      Έϊβαλα, έϊβαλα, ω! Lotte Laserstein,  Selbstporträt mit weissem Kragen, περ. 1923      Το σπίτι στην Καλλιθέα το κληρονόμησα από μια θεία ...
  • H ΚΟΡΑΛΙΑ
    Την ιστορία της Κοραλίας τη διηγήθηκα μια φορά στην πολύ καλή μας ζωγράφο, την Κλεοπάτρα Δίγκα. "Να κάτσεις και να τη γράψεις...
  • Ο ΣΚΥΛΟΣ ΝΩΝΤΑΣ. Μια ιστορία χωρίς κρυφά μηνύματα και υψηλούς στόχους.
    Είμαι ζωοφοβική. Δεν ντρέπομαι   να το ομολογήσω.   Ή, ακριβέστερα, δεν ντρέπομαι να το ομολογήσω πλέον. Πώς γεννήθηκε αυτός ο φόβος μέσα...
  • ΤΙ ΒΛΕΠΕΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΗΣ
        Εdward Hopper Ήθελε να πάρει την άδειά της νωρίτερα φέτος. Απ’ τον Ιούνιο αν ήταν δυνατόν και όλες μαζί τις μέρες που δικαιούταν, να τ...
  • (χωρίς τίτλο)
    «Πάτερ ημών» Απ’ την παιδική μου ηλικία πολλά δεν θυμάμαι. Φευγαλέες εικόνες, λεπτομέρειες προσώπων και σωμάτων, ποτέ πρόσωπα ολόκληρ...
  • Υπόληψις
    STEFAN PFUERTNER ( https://pixels.com/featured/dark-landscape-stefan-pfuertner.html )          Τον ‘βλέπαν οι άνθ...
  • (χωρίς τίτλο)
    Παιδάκι, να ένα μήλο Ένα όμορφο μαύρο παιδί καθόταν μεσημέρι Κυριακής έξω από το σπίτι του. Ήταν ένα ζεστό χειμωνιάτικο μεσημέρι σε μ...

Πληροφορίες

Μαρώ
Προβολή πλήρους προφίλ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κείμενα

  • ►  2024 (1)
    • ►  Ιουλίου (1)
  • ►  2022 (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2021 (1)
    • ►  Μαΐου (1)
  • ►  2020 (3)
    • ►  Απριλίου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2019 (4)
    • ►  Μαΐου (2)
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (1)
  • ►  2018 (3)
    • ►  Οκτωβρίου (1)
    • ►  Ιουλίου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
  • ►  2016 (4)
    • ►  Αυγούστου (2)
    • ►  Ιουλίου (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2015 (2)
    • ►  Δεκεμβρίου (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (1)
  • ►  2014 (1)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
  • ►  2013 (3)
    • ►  Αυγούστου (2)
    • ►  Μαΐου (1)
  • ►  2012 (7)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (1)
    • ►  Μαΐου (1)
    • ►  Απριλίου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ▼  2011 (11)
    • ►  Δεκεμβρίου (2)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
    • ▼  Οκτωβρίου (2)
      • H γλυκιά γριούλα
      • Στιγμές άπαξ (Παρίσι, χειμώνας του 1986. Και είκοσ...
    • ►  Σεπτεμβρίου (2)
    • ►  Αυγούστου (4)
 

Κατηγορίες

  • Διήγημα (13)
  • Ποίηση (1)

Αναγνώστες

Marotora. Από το Blogger.
 

Ηρώ Νικοπούλου

  • histopia
    Η λογική της ενδοαριστερής βίας: κομματικοί εναντίον τροτσκιστών/αρχειομαρξιστών
    Πριν από 10 χρόνια

Κατηγορίες

  • Διήγημα (13)
  • Ποίηση (1)

About Me

Μαρώ
Προβολή πλήρους προφίλ
 
© 2011 Διηγήματα & νουβέλες | Σχεδίαση: Ν. Cabilis & WindGames