skip to main | skip to sidebar

Διηγήματα & νουβέλες

Μαρώ Τριανταφύλλου

Pages

  • Αρχική σελίδα
 
  • Αρχική
  • Σύνδεσμοι
    • Γράφοντας...
    • Η Εποχή

Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

Υπόληψις




Dark Landscape Digital Art by Stefan Pfuertner

STEFAN PFUERTNER (https://pixels.com/featured/dark-landscape-stefan-pfuertner.html)



         Τον ‘βλέπαν οι άνθρωποι από μακριά και τον φοβόντουσαν, άλλαζαν δρόμο. κι αν τύχαινε να πρέπει να περάσουν από κοντά του, κατέβαζαν το κεφάλι κι έκαναν πως δεν τον έβλεπαν, τάχα βυθισμένοι στις σκέψεις τους, σε μια στενοχώρια που τους απασχολούσε πολύ. Σπάνια κάποιος περαστικός του πέταγε μια βιαστική καλημέρα και δεν περίμενε να ακούσει την απάντηση -τον πρώτο καιρό μια καλημέρα όλο ευγνωμοσύνη η απάντηση έπειτα, σιγά-σιγά όλο και πιο θυμωμένη, μέχρι που έγιναν κάρβουνα αναμμένα οι καλημέρες του, τις πέταγε με σαρκασμό και αηδία, κι έμοιαζαν με κατάρες πιο πολύ οι καλημέρες του. Τον ενοχλούσε πια ο οίκτος των ανθρώπων, τον ενοχλούσε αυτός ο θολός όλο άγνοια και υποκρισία οίκτος των ανθρώπων.
            Ήταν κι εκείνη η μυρωδιά -ανυπόφορη. Κι ούτε που μπορούσε να πει κανείς αν βρώμαγε αυτός πιο πολύ ή οι σβουνιές που μέσα τους είχε φωλιάσει. Τα λυτά μαλλιά του έφταναν σχεδόν ως τα γόνατα. Οι λερές τρίχες κολημμένες σφιχτά η μια πάνω στην άλλη έφτιαναν λιγοστές συμπαγείς τούφες που κρέμονταν σαν σαπισμένα φίδια απ’ το κρανίο του. Τα μάγουλα βαθουλωμένα από τη νηστεία, αποστεωμένο το σώμα, ανύπαρκτο, τα μακριά πληγιασμένα πόδια το σήκωναν με δυσκολία μα αυτός επέμενε να στέκει όρθιος τις πιο πολλές ώρες της μέρας. Όταν καθόταν όμως, και τέντωνε το ξεραμένο δέρμα πάνω στις αρθρώσεις, φαίνονταν οι βαθιές πληγές και το πύο που έτρεχε βασανιστικά απ’ τα πρησμένα κι όλο φουσκάλες δάχτυλα των ποδιών, τις σκισμένες φτέρνες. H φωνή του είχε αλλάξει. Κάποτε ήταν βαθιά κι ευχάριστη, τον άκουγαν οι δικοί του συχνά να τραγουδά, να τραγουδά ευτυχισμένος -κάπως φάλτσα ίσως αλλά σκόρπιζε γύρω το τραγούδι του χρώματα και προσευχές. Τώρα ή φωνή του ακουγόταν σαν κρωξιά κοράκου, πέθαιναν στο λαρύγγι οι ήχοι και βγαίναν τυραγνισμένα κακιωμένα φαντάσματα. Μόνο αργά τη νύχτα -όμως σε τούτο ποιος να ‘ναι ο μάρτυρας;- αργά τη νύχτα, καμιά φορά, αν ήταν ξαστεριά ή το φεγγάρι ολόγιομο και ξύπναγαν βαθιά ξεχασμένες μνήμες μιας άλλης εποχής, τότε που ήταν ευτυχισμένος και άτρωτος, έβγαινε, με δυσκολία αλλά γλυκό, ένα τραγούδι του γάμου, μα πριν τελειώσει το σκέπαζε με γέλιο μαύρο και σαλιωμένο, όλο σιχασιά και θυμό.
          Επέμενε να στέκει όρθιος τις πιο πολλές ώρες της μέρας και τη νύχτα ακόμα καμιά φορά. Όχι ακίνητος, όρθιος όμως. Το βλέμμα ανυπότακτο κοίταζε μια ίσια μπροστά σαν κουνάβι μοχθηρό και μια το κεφάλι γύριζε προς τον ουρανό, τα μάτια μίκραιναν, γίνονταν δυο σχισμές μαύρες, στεγνές σαν τρύπες επικίνδυνες, να βγει από μέσα τους η κόλαση, κι από το λιγοστό το άνοιγμα πεταγόταν ένα άλλο βλέμμα ενθουσιαστικό και του θριάμβου.
Περνούσαν τα χρόνια. Λέγαν οι άνθρωποι γι’ αυτόν σπουδαίες ιστορίες -μιλούσαν για πλούτη και ευτυχία ανείπωτη, κάποτε, παλιά, σε ένα άλλο καιρό• είναι καλοί στα παραμύθια οι άνθρωποι. Και κάθε φορά που τέλειωναν μια ιστορία για τον γέροντα στις σβουνιές, έφτυναν τρομαγμένοι τον κόρφο τους κι εύχονταν κανείς να μην έχει την τύχη του, που τα ‘χασε όλα σε μια νύχτα. Δεν έλεγαν πια «δυστυχία» αλλά το όνομά του. Σιγά-σιγά ξέχασαν τον άνθρωπο κι έλεγαν μόνο τις ιστορίες του και το όνομά του σαν ξόρκι ενάντια στο κακό.
        Αυτός ήταν εκεί πάντα, στη φωλιά του από σβουνιές, γεμάτος τρύπες στο σώμα και την ψυχή, αποφασισμένος. Άπλωνε κάθε πρωί ένας αετός τα φτερά του από πάνω του, βύθιζε το βλέμμα του το όρνεο στο βλέμμα του ανθρώπου και τον ρωτούσε: «ακόμα;» κι ο άνθρωπος συγκατάνευε με σκοτεινή απόφαση και πείσμα θανατερό «ακόμα».
        Στο τέλος βαρέθηκε ο Θεός τούτο το παιχνίδι και του φανερώθηκε ένα ξημέρωμα λίγο λιγότερος για να τον αντέξει ο άνθρωπος. «Ακόμα;» ρώτησε. «Ακόμα» είπε με χαμόγελο ο γέροντας.
       Φαρμακερή και άσειστη πίστη.
       Αλλά ο Θεός αποχώρησε με ένα μαραμένο χαμόγελο.
       Δεν άλλαξε τίποτε.

Μάρτιος - Απρίλιος 20202
Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 3:48 μ.μ. 0 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest

Τρίτη 17 Μαρτίου 2020

Καϊρία, βοΐτι


Image result for hand in painting
       

          - Καϊρία βοΐτι...
         Τι μου λέει; Δεν καταλαβαίνω. Είναι μικροκαμωμένος και μελαμψός. Τα μάτια του μοιάζουν με μαύρες χάντρες, σκοτεινό και απελπισμένο το βλέμμα σαν να θέλει να κρυφτεί, άτολμα βγαίνει από τα μάτια, κάνει ένα γύρο και ξαναγυρίζει πίσω. Πίσω από τα στενά χείλη δυο σειρές κιτρινισμένα δόντια αγωνίζονται να σχηματίσουν ένα χαμόγελο. Είναι άσχημος και βρώμικος. Είναι περισσότερο βρώμικος από άσχημος κι αυτό τον κάνει πολύ άσχημο. Τα μαλλιά του κολλούν λιγδιασμένα, το πουκάμισό του είναι παλιό, τρύπιο και το χρώμα του είναι ένα αβέβαιο κίτρινο.
          - Καϊρία βοΐτι...,
        ξαναλέει και αρχίζω να ανησυχώ που με πλησιάζει, που  μυρίζω την ανάσα του, που μυρίζω στην ανάσα του σκόρδο και κάτι πικρό και χαλασμένο. Η καρδιά μου χτυπά περίεργα. Μια ανησυχία πάει και στερεώνεται στο στήθος μου, κατεβάζει τα πόδια της μέχρι το στομάχι μου και κάνει τραμπάλα μέσα στο κορμί μου. Νιώθω την ανάσα μου να δυσκολεύει. Πάω δυο βήματα πίσω, σηκώνω ελαφρά την αριστερή παλάμη και προσπαθώ να τον σταματήσω. Δεν θέλω να με πλησιάσει περισσότερο. Είναι μεσημέρι κι ο δρόμος είναι άδειος. Δεν φοβάμαι. Ανησυχώ. Έχω άγχος, όχι να πάρει και να σηκώσει, δεν έχω λόγο να κρύβομαι, από ποιον κρύβομαι άλλωστε; Φοβάμαι. Τι θέλει από μένα; Αυτός ο ξένος τι θέλει από μένα; Ψαχουλεύω στην τσέπη μου μήπως βρω κανένα μισόευρω να του δώσω και σφίγγω με δύναμη την τσάντα μου πάνω στο γοφό μου. Το στόμα μου έχει στεγνώσει. Προσπαθώ να μαζέψω λίγο σάλιο να καταπιώ, να πάρω δύναμη. Είναι ξυπόλητος κι έχει μια πληγή στον αστράγαλο, μια μεγάλη κόκκινη πληγή, που έχει αρχίσει να μαυρίζει λίγο στην άκρη.
           Σταμάτησε απότομα.  Έμεινε μισό το βήμα του. Τον βλέπω, κατεβάζει αβέβαιος κάπως το πόδι του, σαν να παραπατά, αλλά όχι, βρίσκει την ισορροπία του, η απόσταση μεταξύ δεν μικραίνει πια. Στο λαιμό φορά μια πολύ λεπτή αλυσιδίτσα μ’ ένα μισοφέγγαρο. Βγάζει από την τσέπη του ένα τσαλακωμένο χαρτί και μου το απλώνει. Δεν κουνιέμαι από τη θέση μου. Ψάχνω σαν παγιδευμένο αγρίμι να δω από πού θα μπορούσα να ξεφύγω. Φοράω τακούνια δεν μπορώ να τρέξω. Γιατί έβαλα τακούνια σήμερα; Το χέρι του τρέμει. Προσπαθεί να με κάνει να πάρω το χαρτί. Δεν καταλαβαίνω τι θέλει, δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Τότετο πιάνει με τα δυο του χέρια, το τεντώνει, το σηκώνει λίγο, περίπου ως το ύψος των ματιών μου -βλέπω θλίψη στα μάτια του και μια ιδέα προσβολής που την καταπίνει σαν αναγκεμένος. Το χαρτί κάτι γράφει, κουνά το κεφάλι προτρέποντάς με να το διαβάσω: Σαλαμίνος 11 Α.  Με μπλε στιλό και τα γράμματα κακοσχηματισμένα από χέρι αβέβαιο για τις γνωσεις του. Το διαβάζω, το συλλαβίζω μετά δυνατά. Κι αυτός παίρνει μια έκφραση ερωτηματική, με το χέρι του με ρωτάει «πού;».
         Τότε καταλαβαίνω. Ψάχνει μια διεύθυνση. Ψάχνει την Σαλαμίνος 11 Α. Ο δεύτερος κάθετος αριστερά μας είναι η Σαλαμίνος. Το 11 Α κάτι μου θυμίζει, τι όμως; Α, ναι... το μεγάλο φαρμακείο... Του δείχνω με το χέρι, αριστερά, μετράω με τα δάχτυλα, ένα, δύο,  και μετά κάνω μια κίνηση που σημαίνει στρίψε αριστερά και θα βρεις το 11 Α. Κατάλαβε. Με κοιτά λίγο σα θυμωμένος, αλλά χτυπά το στήθος του για να μ’ ευχαριστήσει. Κάνει να φύγει, κάνω να φύγω. Σταματάει πάλι, λέει Ε... και πάλι ε... , γυρίζω το κεφάλι και τον κοιτώ. Τι θέλει; Βγάζει από το τσεπάκι του πουκάμισου μια φωτογραφία και μου τη δείχνει. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, πάω κοντά και κοιτάζω. Ένα παιδάκι ως δέκα χρόνων. «Ρόστό. Ρόστό» μου λέει και μου δείχνει μαζί μια ιατρική συνταγή.

         Και φεύγει. Ανακούφιση.
17.3.2020

Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 3:25 μ.μ. 0 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020


Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ

Ο απίστευτος κόσμος του Vincent van Gogh ζωντανεύει μέσα από ένα εκπληκτικό animation


καὶ γάρ π[ο]τα Τίτωνον ἔφαντο βροδόπαχυν Αὔων
ἔρωι φ[υρ]άθεισαν βάμεν’ εἰς ἔσχατα γᾶς φέροισα[ν,
ἔοντα [κ]άλον καὶ νέον, ἀλλ’ αὖτον ὔμως ἔμαρψε
χρόνωι πόλιον γῆρας, ἔχ[ο]ντ’ ἀθανάταν ἄκοιτιν.
Σαπφώ


Το ξέρεις το φως του καλοκαιριού, μεσημέρι καλοκαιριού, τέλη Ιούλη. Θηριώδες. Το φως, λέω, είναι θηριώδες. Και η ζέστη το ίδιο. Θεριό ανήμερο πέφτει με βάρος ασήκωτο και πλακώνει το έρμο σώμα –σαν να κολυμπά σε κάτι πηχτό κι αμάχητο, παραδίδεται ντροπιασμένο στην κούραση, η χαύνωση το καταλεί.

Βάδιζε με δυσκολία ο γέροντας πάνω στο μακρύ, τον ατέλειωτο δρόμο που ένωνε την πολίχνη με τα σιταροχώραφα του μεγάλου κάμπου. Μέτραγε αυτός το κάθε βήμα, έσφιγγε με  τα μακριά σκελετωμένα του  δάχτυλα το χοντρό ραβδί του, ελπίζοντας πως θα τον φτάσουν οι δυνάμεις του να το ολοκληρώσει και τούτο το βήμα και να σχεδιάσει το επόμενο. Κι ο δρόμος, α, τούτος ο φαρδύς άστοργος χωματόδρομος, που ξεκίναγε  από τα τελευταία σπίτια της πόλης, γυμνός, ούτ’ ένα δέντρο, ούτ’ ένας θάμνος καν να ησυχάσει πάνω του το μάτι, ν’ αναπαυτεί η πυρωμένη ανάσα σε μια ελπίδα δροσιάς. Δρόμος μακρύς κι ολόισιος, και πάνω στο φρυγμένο χώμα, το άνυδρο, πότ’ εκεί ποτ’ εδώ, κάτι τεράστιες μυρμηγκοφωλιές απ’ όπου έβγαιναν τα υπομονετικά μυρμήγκια, μαύρα και χοντρά, και τριγύριζαν για το σπυρί που αναλογούσε στο καθένα να φέρει στη φωλιά. Μυρμήγκια κι άλλο τίποτα. Α, όχι, όχι, ήταν κι εκείνες οι απελπισμένες κρωξιές των ορνέων που τριγυρνάνε μάταια να βρουν ένα ψοφίμι να κορέσουν τα λιμασμένα στομάχια τους. Ανελέητες κι απειλητικές έσπαζαν  την σιωπή και καρφώνονταν  στ’ αυτιά όποιου τύχαινε να περνά από κει.
Κανένα άλλο ίχνος ζωής, κάποιο σημάδι ότι πέρασε από δω άνθρωπος, έστω και πριν  μέρες, κάτι που να γεννήσει την ελπίδα μιας φευγαλέας συνάντησης.
Με δυσκολία βάδιζε. Ο γέροντας λέω με δυσκολία βάδιζε κι όλο σταμάταγε να ξαποστάσει, η σκόνη είχε βάψει άσπρα τα γυμνά πόδια του, κουρελιασμένα τα ρούχα του, που κάποτε πρέπει να ‘ταν όμορφα κι ακριβά, άφηναν να φαίνεται μεριές-μεριές το κοκκαλιάρικο σώμα του. Ο ιδρώτας έτρεχε αλμυρός και βρώμικος, χοντρές σταγόνες έπεφταν απ’ το μέτωπό του κι ακολουθώντας τη ραγισμένη σάρκα κατέβαιναν ενοχλητικές μέσα από τους δρόμους των ρυτίδων ως τα μπερδεμένα κατάλευκα γένια. Να τον, σταμάτησε πάλι, και κοιτάζει ίσια μπροστά ενώ σκουπίζει μ’ ένα βρώμικο πανί το φαλακρό κρανίο - τα κόκκαλά του σχεδόν ξεχωρίζουν κάτω από το λεπτό, άτριχο  δέρμα, δυο τρία καφετιά σημαδάκια σαν αταξίδευτα, αχαρτογράφητα νησιά στο κορφοκέφαλο. Σταμάτησε κάτω από τον ανελέητο ήλιο και κοιτάζει ίσια μπροστά. Το αδιόρατο σχήμα ενός βουνού πέρα μακριά, τόσο μακριά που ούτε καν φαίνεται κάτι παραπάνω από μια αχνή κορυφογραμμή, που προβάλλει με δυσκολία μέσα από το ακίνητο φως. Εκεί θέλει να πάει ακόμα κι αν του πάρει αιώνες για να φτάσει. Εκεί πρέπει να φτάσει, στην ψηλότερη κορφή του βουνού, ν’ αφήσει πίσω του το κίτρινο και να συναντήσει το λευκό, το ειρηνικό λευκό, το αλαφρύ και πουπουλένιο χιόνι, το αθώο, σαν το πρώτο λουλούδι της άνοιξης, σαν θάνατος στον πιο μελένιο γλυκασμό.

                Ήταν νέα και όμορφη σαν το πρωινό φως, έπεφταν λαμπερά τα κόκκινα μαλλιά στους ώμους της, κελαηδισμοί ακούγονταν από το πετάρισμα των βλεφάρων της και το κορμί της ένα γέλιο ηδονικό. Την είχε αγαπήσει πολύ, τότε την είχε αγαπήσει πολύ και κράτησε πολύ η αγάπη του πριν γίνει οργή και μίσος. Αυτή τον είχε αγαπήσει περισσότερο, λύγισε του πατέρα της τον δισταγμό:  «Άστον μου» του ‘λεγε κι έτρεχαν τα δάκρυα απ’ τα χρυσά της μάτια, έτρεχαν και του ‘βρεχαν  τα πόδια του πατέρα που έσμιγε με απορία και στενοχώρια τα πυκνά φρύδια του –μια ρυτίδα του  τσαλάκωνε  το μέτωπο, μια ρυτίδα βαθιά και απότομη σα μαχαιριά.  Κι αυτή, γονατισμένη μπρος του ακούμπαγε το μέτωπο στα δάχτυλα των ποδιών του και σκούπιζε τα δάκρυά της με τα μαλλιά της και πάλι γύρναγε  το πρόσωπο προς τον πατέρα κι έλεγε με σπαραγμό «Άστον μου. Για πάντα».
                «Είσαι σίγουρη πως θέλεις πράγματι αυτό που ζητάς;» τη ρώτησε ο συγνεφοσυνάχτης. «Πώς αυτό που ζητάς, έτσι όπως το ζητάς, είναι αυτό που θέλεις;» κι αυτή είπε πάλι με αγωνία «Άστον μου. Για πάντα»
Και πήρε δώρο ακριβό την αθανασία του.  Όπως την ζήτησε. Η άσκεφτη.

Απ’τους θεούς μη ζητάς κι αν ζητήσεις, φρόντισε η προσευχή σου να ‘χει τα λόγια ξεκάθαρα και το αίτημα από κρύσταλλο. Τίποτα μην ξεχάσεις. Τίποτα μην παραβλέψεις. Σκέψου καλά. Γιατί οι θεοί μπορεί να συγκατανεύσουν και να σου δώσουν ό,τι ζήτησες μα αυτό μονάχα θα σου δώσουν και τίποτ’ άλλο.
Των θεών τα δώρα, κατάρα για τους θνητούς, πού να τ’ αντέξουν. Ό,τι δεν είναι των χεριών μας  φτιάξιμο, του νου μας μπόρεση και δημιουργία, ό,τι έρθει αναπάντεχα από το σύμπαν των θεών και εγκατασταθεί στις κοινωνίες των ανθρώπων και στο κορμί τους, κατάρα είναι κι όχι ευχή. Γιατί ο κόσμος τους είναι άλλος, φτιαγμένος από μάγια και δυνάμεις αέρινες και δεν έχει λάθη μα των ανθρώπων ο κόσμος είναι φτιαγμένος από κόπο, από πέτρα και ξύλο και από σκέψη κοφτερή, μα που παίρνει καμιά φορά, όχι, όχι καμιά φορά,  συχνά τους παίρνει, δρόμους σκολιούς και πηγαίνει τους ανθρώπους σε λάθη. Κι αυτό κάνει τη ζωή μας ακριβή. Το λάθος και το λίγο της. Τα άλλα είναι κατάρα,  λέω, Οδυσσέα.

Γερνούσε αυτός, μαραινόταν το κορμί, καμπούριαζε, θόλωνε το βλέμμα, η ακοή αδυνάτιζε, τα πόδια δεν τον κράταγαν, τα δόντια έπεφταν ένα-ένα. Γερνούσε, σακατευόταν, αρρώστιες έδερναν αλύπητα το κορμί του, το μυαλό του αγρίευε κι αποχωρούσε. Γερνούσε στην αιωνιότητα κι ελπίδα θανάτου δεν φαινόταν. Γι’ αυτό ξεκίνησε να πάει να βρει τους θεούς, στην μακρινή τους κατοικία, να πέσει στα πόδια τους, έτσι γέροντας κι αδύναμος και να ζητήσει να πάρουν πίσω το θάμα και να του χαρίσουν την ευλογία της ανάπαψης.

Οκτώβριος 2019


 (Δημοσιεύτηκε στο  diastixon.gr στις 26.1.2020 
 https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/pezografia/13581-o-kitrinos-dromos)


Αναρτήθηκε από Μαρώ στις 10:55 π.μ. 0 σχόλια
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Νεότερες αναρτήσεις Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα
Εγγραφή σε: Αναρτήσεις (Atom)
  • Κείμενα
  • Δημοφιλή
  • Πρόσφατα

Δημοφιλή

  • (χωρίς τίτλο)
      ΑΛΚΗΣΤΗ                                                      Leonora Carrigton, Muher Conciencia(1972)        ἀρκοῦμεν ἡμεῖς οἱ προθν...
  • Η ΧΗΡΑ
             Τους πρώτους μήνες μετά το θάνατο της μητέρας μου, πήγαινα πολύ τακτικά στο νεκροταφείο, σχεδόν κάθε μέρα, άλλοτε μεσημέρι...
  • Έκπληξις
                Το καφενείο ήταν από 'κεινα τα παλιά, που λίγα έχουν πλέον απομείνει ξεχασμένα σε κάποιες μάλλον φτωχές, ξεχασμένες κι αυ...
  • (χωρίς τίτλο)
      Έϊβαλα, έϊβαλα, ω! Lotte Laserstein,  Selbstporträt mit weissem Kragen, περ. 1923      Το σπίτι στην Καλλιθέα το κληρονόμησα από μια θεία ...
  • H ΚΟΡΑΛΙΑ
    Την ιστορία της Κοραλίας τη διηγήθηκα μια φορά στην πολύ καλή μας ζωγράφο, την Κλεοπάτρα Δίγκα. "Να κάτσεις και να τη γράψεις...
  • Ο ΣΚΥΛΟΣ ΝΩΝΤΑΣ. Μια ιστορία χωρίς κρυφά μηνύματα και υψηλούς στόχους.
    Είμαι ζωοφοβική. Δεν ντρέπομαι   να το ομολογήσω.   Ή, ακριβέστερα, δεν ντρέπομαι να το ομολογήσω πλέον. Πώς γεννήθηκε αυτός ο φόβος μέσα...
  • ΤΙ ΒΛΕΠΕΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΗΣ
        Εdward Hopper Ήθελε να πάρει την άδειά της νωρίτερα φέτος. Απ’ τον Ιούνιο αν ήταν δυνατόν και όλες μαζί τις μέρες που δικαιούταν, να τ...
  • (χωρίς τίτλο)
    «Πάτερ ημών» Απ’ την παιδική μου ηλικία πολλά δεν θυμάμαι. Φευγαλέες εικόνες, λεπτομέρειες προσώπων και σωμάτων, ποτέ πρόσωπα ολόκληρ...
  • Υπόληψις
    STEFAN PFUERTNER ( https://pixels.com/featured/dark-landscape-stefan-pfuertner.html )          Τον ‘βλέπαν οι άνθ...
  • (χωρίς τίτλο)
    Παιδάκι, να ένα μήλο Ένα όμορφο μαύρο παιδί καθόταν μεσημέρι Κυριακής έξω από το σπίτι του. Ήταν ένα ζεστό χειμωνιάτικο μεσημέρι σε μ...

Πληροφορίες

Μαρώ
Προβολή πλήρους προφίλ

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κείμενα

  • ►  2024 (1)
    • ►  Ιουλίου (1)
  • ►  2022 (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2021 (1)
    • ►  Μαΐου (1)
  • ▼  2020 (3)
    • ▼  Απριλίου (1)
      • Υπόληψις
    • ►  Μαρτίου (1)
      • Καϊρία, βοΐτι
    • ►  Ιανουαρίου (1)
      • Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ καὶ γάρ π[ο]τα Τίτων...
  • ►  2019 (4)
    • ►  Μαΐου (2)
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (1)
  • ►  2018 (3)
    • ►  Οκτωβρίου (1)
    • ►  Ιουλίου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
  • ►  2016 (4)
    • ►  Αυγούστου (2)
    • ►  Ιουλίου (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2015 (2)
    • ►  Δεκεμβρίου (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (1)
  • ►  2014 (1)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
  • ►  2013 (3)
    • ►  Αυγούστου (2)
    • ►  Μαΐου (1)
  • ►  2012 (7)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (1)
    • ►  Μαΐου (1)
    • ►  Απριλίου (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
  • ►  2011 (11)
    • ►  Δεκεμβρίου (2)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
    • ►  Οκτωβρίου (2)
    • ►  Σεπτεμβρίου (2)
    • ►  Αυγούστου (4)
 

Κατηγορίες

  • Διήγημα (13)
  • Ποίηση (1)

Αναγνώστες

Marotora. Από το Blogger.
 

Ηρώ Νικοπούλου

  • histopia
    Η λογική της ενδοαριστερής βίας: κομματικοί εναντίον τροτσκιστών/αρχειομαρξιστών
    Πριν από 10 χρόνια

Κατηγορίες

  • Διήγημα (13)
  • Ποίηση (1)

About Me

Μαρώ
Προβολή πλήρους προφίλ
 
© 2011 Διηγήματα & νουβέλες | Σχεδίαση: Ν. Cabilis & WindGames